Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 36 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Προδρ., Στ. δεητ.

  • αγριοπρόδρομος
    ο, Προδρ., Στ. δεητ. (Maiuri) 51.
    Από το επίθ. άγριος και το κύριο όνομ. Πρόδρομος.
    Πρόδρομος άγριος, άξεστος, αγράμματος (που μιμείται χωρίς επιτυχία το λόγιο Πρόδρομο): αυτός ο Ευλάλιος και αν έλθει και ο Χήναρος εκείνος … οι πρώτοι των ζωγράφων, τοιούτον ουκ εξορθώνουσι … (παραλ. 1 στ.), πατέρα των γραμματικών, πατέρα των ρητόρων (παραλ. 1 στ.), όμως ας σε είπω τίποτε, και σεμνοτζουρουχίτσην| και τριβολίτσιν ευφυές και δόκιμον στρεπτάριν,| αλλ’ ουχί Πρόδρομον δεινόν εκ τους αγριοπροδρόμους, ουδέ φιλόσοφον σαλόν εκ τους παρατρεμμένους Προδρ., Στ. δεητ. (Maiuri) 51.
       
  • αντίσηκος,
    επίθ., Σπαν. (Hanna) B 494, Σπαν. (Legr.) P 272, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 704, 715, Προδρ., Στ. δεητ. (Maiuri) 40, Φλώρ. (Μαυρ.) 1596, Λίβ. (Μαυρ.) P 1596, Λίβ. (Lamb.) Sc. 368, 514, 919, 2594, 2828, 3053, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1485, 1617, 1870, 1879, 3759, 3761, 4018, 4213, Λίβ. (Wagn.) N 1334, 1446, 1605, 1687, 3195, 3434, 3521, 3635, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 255.
    Από την πρόθ. αντί και το αρχ. ουσ. σηκός. Η λ. ήδη στον Ησύχ., λ. ισόζυγιον (κατά έκδ. Κ. Latte· κατά έκδ. Schmidt ισοζύ[γι]ον), καθώς και στον Ευστ., Ιλ. (Stallb.) 10758. Το ουδ. ως ουσ. επίσης στον Ευστ., Opusc. (Tafel) 330, καθώς και σήμ. (ΙΛ, λ. αντίσηκο).
    α) Αντίστοιχος, ισάξιος, αντάξιος: αν έπαιρνεν κατάλλαμαν αντίσηκον ο Χάρος,| ψυχήν, σώμα για λόγου σας να δώκαμεν με θάρρος Απόκοπ. 255· ... ποία τά εκακοπάθησες, τά έπαθες δι’ εμέναν| και τι αντίσηκον καλόν να σε το αντιμέψω, Λίβ. Esc. 3761· να ποίσω αντίσηκον καλόν και ανταμοιβήν φιλίας Λίβ. Sc. 2594· οίος τας ξένας συμφοράς ηγείται ως δικάς του,| χάριν ευρίσκει αντίσηκον οπόθεν ουκ ελπίζει Σπαν. B 494· β) όμοιος: οπού ’σαν τα μαλλίτσια του (δηλ. του Φλώριου) ωσάν το δακτυλίδιν,| οπού ’τον και αντίσηκος της κόρης Πλατζια-Φλώρης Φλώρ. 1596· γ) αντίστοιχος, αμοιβαίος, απαντητικός (1) (προκ. για επιστολή): Ανάγνωσά την την γραφήν του δακτυλιδοπούλου| και αντίσηκον την έγραψα πιττάκιν Λίβ. Esc. 1879· (2) (προκ. για φωνή): φώναξε ...,| στρίγγισε εις γην, αλλ’ έρημον και πρόσεξε από τότε| ακούεις αντίσηκον φωνήν ως προς την εδικήν σου Λίβ. Sc. 919. Το ουδ. 1) Ως ουσ. α) αυτό που μπαίνει στη θέση άλλου, υποκατάστατο (πβ. και τη σημασ. «διάδοχος, κληρονόμος» σε πρακτικά μονής Ξηροποτάμου JÖBG 17, 1968, 89 και 95)· φρ. ποιώ αντίσηκον (κάποιου) = αντικαθιστώ κάποιον, παίζω το ρόλο του: αν αποθάνει ο Πρόδρομος ... (παραλ. 1 στ.) πού να εύρεις άλλον Πρόδρομον τοιούτον, την κεφαλήν σου;| Αν τύχει αν είπεις τον ζουγλόν να ποίσει αντίσηκόν μου,| να ποίσει και εταίριν μου και αυτόχρημα ως εμένα,| ουκ εγνωρίζεις δέσποτα τον Πρόδρομον τόν έχεις Προδρ., Στ. δεητ. 40· β) απάντηση σε επιστολή: ας δέξεται πιττάκιν μου, γραφήν μου ας αναγνώσει| ... και αντίσηκον ας γράψει Λίβ. Sc. 368· έστειλα ετούτην την γραφήν και αντίσηκον ουκ είδα Λίβ. Esc. 1870· εδώκε με πιττάκιν σου τάχα της συμπαθείας·| αντίσηκον τον έποικα πάλιν ελευθερίας Λόγ. παρηγ. L 704. 2) Ως επίρρ. = σαν σε αντάλλαγμα, σε ανταπόδοση: και συ καθόμοιον έπαθες όσα και εγώ εις τον κόσμον·| θέλω και εγώ αντίσηκον να σε δουλεύσω εσένα και να πασχίσω μετά σε τά έπαθες διά εμένα Λίβ. N 3635· ... ποίον εκ τας πασχίσεις σου, τάς έπαθες μετά μου,| αντίσηκον να δυνηθώ το να σε αντιπασχίσω; Λίβ. Sc. 2596.
       
  • αποκεφαλίζω,
    Προδρ., Στ. δεητ. 62, Κρασοπ. 15, Παράφρ. Μανασσ. Β 299, 309, Διγ. Τρ. 1150, Χρον. Μορ. H 4840, Διγ. O 349, Ερωτοπ. 515, Απολλών. (Wagn.) 107, 720, Λίβ. N 3343, Ιμπ. 429, Φυσιολ. 37012, Παρασπ., Βάρν. C 132, Αργυρ., Βάρν. K 310, Έκθ. χρον. 171, Δωρ. Μον. XIX, XXII, Σταυριν. 108, Χρον. σουλτ. 11425, Ιστ. Βλαχ. 581, 638, Διγ. Άνδρ. 35112, Βακτ. αρχιερ. 214, Τζάνε, Κρ. πόλ. 24613, 48614· απεκεφαλίζω, Κώδ. Χρονογρ. 49, Ιστ. πατρ. 1673.
    Το μτγν. αποκεφαλίζω (Βλ. και Παπαδ. Α., ΛΔ 1, 1939, 25). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) α) Κόβω το κεφάλι κάποιου (Η σημασ. μτγν., L‑S και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): και έπιασεν πολλούς, και άλλους μεν απεκεφάλισεν Διγ. Άνδρ. 35112· β) (μεταφ.) κάνω κάποιον να χάσει το κεφάλι του, τα μυαλά του: φοβούμαι την θεωρίαν σου και τας ωριάς σου πτέρυγας μη με αποκεφαλίσουν Ερωτοπ. 515. 2) (Μέσ.) (πιθ.) χάνω τα μυαλά μου: όλοι αποκεφαλίστησαν, εβάλθησαν να φεύγουν Χρον. Μορ. H 4840.
       
  • απολησμονώ,
    Κομν., Διδασκ. Δ 347, Προδρ. 712, Προδρ., Στ. δεητ. 8, Διγ. Esc. 849, Διήγ. πόλ. Θεοδ. 67, Ερωτοπ. 67, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 860, 1037, Θησ. Η΄ [1258], Σαχλ. N 33, 50, 222, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 36 (έκδ. να τα λησμονήσεις Ξανθ., Βυζαντίς 1, 1909, 344, διόρθ. τ’ απολησμονήσεις), 54, 236, Απόκοπ. 140, Πικατ. 328, Ερωφ. Γ΄ 158, Συναδ., Χρον. 132· απολησμονώ, Σπαν. A 355, Β 347, Διγ. Esc. 478, Ιστ. Βλαχ. 57, 1237, 2542· ’πολησμονώ, Ριμ. κόρ. 711, Κυπρ. ερωτ. 11928.
    Από την πρόθ. από και το λησμονώ. Για την από ως α΄ συνθ. βλ. αποβάφω (ετυμολ.). Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Για παλαιότερη μνεία βλ. Dieterich, IF 24, 1909, 135.
    α) (Προκ. για πρόσ. ή πράγμα) ξεχνώ, λησμονώ εντελώς (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Πιστεύω απολησμόνησες τα χθεσινά σου λόγια,| καλή, τά εσυντυχαίναμεν οι δύο μοναχοί μας Διγ. Esc. 849· όλοι βουλή μ’ εδώκασιν να σε απολησμονήσω Ερωτοπ. 67· Εδώ στον Άδην τον πικρόν και απολησμονημένον Πικατ. 328· (προκ. για ενέργεια): απελησμόνησε να ποίσει τό τον είπες Προδρ., Στ. δεητ.Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 1037 (βλ. και αθετώ , αμνημονώ, απαρνούμαιβ) εγκαταλείπω (κάπ. η κ.): της νύκτας τα γυρίσματα να τ’ απολησμονήσεις Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 54 (βλ. και αλάσσω Α4, αμπαντονάρω, αναχωρίζω Α, απαριάζω 1α, απαφήνω 1, αποβάλλω 1).
       
  • αυτοκράτωρ,
    επίθ. και ουσ., Προδρ. III 11 (χφ. H) (κριτ. υπ.), IV 158α (χφ. G) (κριτ. υπ.), Μανασσ., Χρον. 3799, 6058, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 823, Θησ. Γ΄ [228], Γεωργηλ., Βελ. 81, 160, Διήγ. Αλ. V 36, 83, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 392, Σταυριν. 855, Ζήν. Γ΄ 379· αυτοκράτωρ ‑τορας, Προδρ., Στ. δεητ. 27, Καλλίμ. 649, Λίβ. Sc. 1230, Διήγ. Αλ. V 41, Κορων., Μπούας 13, Ζήν. Β΄ 73· αυτοκράτορας, Καλλίμ. 942, Διήγ. Αλ. V 42, 75, Ροδολ. Πρόλ. Μελλ. [79].
    Το αρχ. επίθ. αυτοκράτωρ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αυτοκράτορας).
    Α´ Ουσ. 1) Ανώτατος άρχοντας (Βλ. L‑S στη λ. 3· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αυτοκράτορας 1): εις ύψος αναβάζουν με και πρώτον ευφημίζουν| Χρυσόν τον αυτοκράτορα και δεύτερον εμένα Λίβ. Sc. 1230. 2) Αρχηγός: Όμως ως έφτασεν εκεί, ως είδεν το φουσσάτον| και το φουσσάτον έβλεψεν τον αυτοκράτοράν του … Καλλίμ. 942. Βλ. και αιρεσιάρχης, αυθέντης 2, αρχίπους, άρχος Α1, αρχός, άρχων 2. Β´ Επίθ. 1) (Προκ. για το Θεό) που κυριαρχεί σε όλα (Βλ. Lampe, Lex. στη λ. 1): Θεόν δε αυτοκράτορα τελείως τον ομνέγει Κορων., Μπούας 13. 2) Που ανήκει στον αυτοκράτορα, αυτοκρατορικός: Ταύτα διαθέμενος μεθίσταται του βίου| βραχύ της αυτοκράτορος αρχής παραπολαύσας Μανασσ., Χρον. 6058.
       
  • βλαστός
    ο, Προδρ., Στ. δεητ. 12, 28, Μανασσ., Χρον. 5913, Διγ. Z 1326, Ερωτόκρ. Α΄ 665, Β΄ 209, Γ΄ 1421, Στάθ. Γ΄ 510, Λίμπον. 35, Χριστ. διδασκ. 71.
    Το αρχ. ουσ. βλαστός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    α) Βλαστάρι φυτού, κλαδί (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A1α): και σα δεντρά φυτεύγουντα μες στην καρδιά κι αθούσα| κι επεριμπλέκαν οι βλαστοί, τα σωθικά τση πιάνα Ερωτόκρ. Α΄ 665· ένα δεντρό ... ψυμένο, μαραμένο,| δίχως βλαστούς, δίχως αθούς Ερωτόκρ. Β΄ 209· και πώς μπορεί άλλο δεντρό, άλλοι βλαστοί κι άλλ’ άθη| μέσα τση μπλιο να ριζωθού; Ερωτόκρ. Γ΄ 1421· βλ. και βλαστάρι 1α· β) (μεταφ.) γόνος, τέκνο (Η σημασ. στον Αριστοτέλη, L‑S Κων/νίδη στη λ. II και σήμ., ΙΛ στη λ. B2· βλ. και Κριαρ., Ελλην. 29, 1969, 437, καθώς και Katičič, ΕΕΒΣ 30, 1960/61, 393 σημ. 1): ένας άξιος μου βλαστός, πολλά πιστός πολίτης Λίμπον. 35· γίνωσκε, κράτιστε βλαστέ της ιεράς πορφύρας Προδρ., Στ. δεητ. 12. Βλ. και ακρόγενος, άνοιγμα 2 φρ. β, απόκομμα(ν) 1β, βλάστησις.
       
  • βράκος
    το, Προδρ., Στ. δεητ. 66.
    Άγν. ετυμ.
    Άγν. σημασ. Βλ. πάντως Mauri, BZ 23, 1914, 403.
       
  • γραμματικός
    ο, Act. Lavr. 1656, 2734, Προδρ., Στ. δεητ. 5, 47, Προδρ. IV 82, 175, Μανασσ., Αρίστ. I β΄ 7 [= Μανασσ., Αρίστ. (Mazal) 251], Καλλίμ. 2298, Πωρικ. V 9, Ασσίζ. 1711, 14313, 22816, 2641, Βέλθ. 1022, 1024, Εβρ. ελεγ. 164, Ωροσκ. 399, Διήγ. παιδ. 403, Περί ξεν. A 402, Απολλών. 621, Ιμπ. (Lambr.) 300, Notizb. 150, Μαχ. 29623, 40631, 50821‑2, 61010, 67016, Σφρ., Χρον. μ. 9415, 21, 9830, 14028, Αλεξ. 2817, 2839, Ιστ. πολιτ. 2621, Έγγρ. του 1565 (Ευαγγελάτος, Θησαυρ. 7, 1970, 216), Επιστ. Αδελφ. 5216, Κατά ζουράρη 184149, Βίος Δημ. Μοσχ. 592, Ιστ. Βλαχ. 2211, Βακτ. αρχιερ. 170, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2518, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 1824.
    Η λ. στον Ιπποκράτη και σήμ. (Δημητράκ.).
    1) Γραμματοδιδάσκαλος (Η σημασ. στον Ιπποκράτη, L‑S στη λ. II1. Βλ. σχετικά Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Α΄ 468 και Κουκ., ΒΒΠ Α1 105, 109, 136): Έχουν το οι γραμματικοί και πάντες οι σκουφάδες Διήγ. παιδ. 403. 2) Γραμματέας (Η σημασ. μτγν., Sophocl. στη λ. 3b): Περί του γραμματικού των διαθηκών και τις εντέχεται να το ποιεί Ασσίζ. 2641· Ακομή ορίσετε τον γραμματικόν να πέψει τον λογαριασμόν Μαχ. 50821‑2· Όρισε πάλι Αλέξανδρος γραμματικόν και κράζουν| και διαθήκην έκαμε Αλεξ. 2817.
       
  • διάδημα(ν)
    το, Προδρ., Στ. δεητ. 3, Βέλθ. 19, 149, Διήγ. Βελ. 42, Βίος Αλ. 3411, 3884, Φλώρ. 340, 421, 895, Ηπειρ. 2102, Αχιλλ. N 33, Αχιλλ. O 6, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 700, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 372, 394, Χίκα, Μονωδ. 107, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́ [528], Ζήν. Ά́ 214, 275· διάδεμα, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [538].
    Το αρχ. ουσ. διάδημα. Πβ. το σημερ. γιάδεμα και τζάμα (Andr., Lex.). Ο τ. διάδεμα και στον Κατσαΐτ., Θυ. Έ́ 6.
    Στέμμα (Πβ. τη μτγν. σημασ., L‑S στη λ. Ι): φορών διάδημα φαιδρόν εκ λίθων πολυτίμων Βίος Αλ. 3411· ην δε και το διάδημα λαμπρόν της βασιλείας Αχιλλ. N 33.
       
  • δοκιμάζω,
    Προδρ., Στ. δεητ. 55, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 202, Hist. imp. 87, Κυνοσ. 59012, Διγ. (Trapp) Gr. 1025, 1120, 2524, Διγ. Z 1350, 1454, 1535, 2221, 2976, Διγ. (Trapp) Esc. 702, 1095, 1208, 1260, Πόλ. Τρωάδ. 30, Αρμεν., Εξάβ. Παράρτ. 344 σχόλ., Ερωτοπ. 178, Αχιλλ. N 24, 162, 370, 447, Αχιλλ. O 74, 112, 268, Χρον. Τόκκων 535, 550, 2502, Μαχ. 1212, 1941, Θησ. Γ́ [222], Έ́ [848], Ζ́ [272], Χούμνου, Κοσμογ. 2078, Αλεξ. 1121, Συναξ. γυν. 685, Σαχλ. N 58, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 64, Κορων., Μπούας 25, 47, 49, 54, 82, 93, Σοφιαν., Παιδαγ. 109, 118, Δεφ., Λόγ. 194, Πεντ. Δευτ. VIII 16, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 724, Αχέλ. 390, 434, 438, 1997, Αιτωλ., Μύθ. 163, 935, Χρον. 308, Χρον. σουλτ. 5211, 10219, Δωρ. Μον. XXV, Ερωφ. Ά́ 256, 279, 627, Β́ 196, 485, Ιντ. β́ 42, Πιστ. βοσκ. III 6, 213· 218, Φαλλίδ. 105, Παλαμήδ., Βοηβ. 573, 1037, Διγ. Άνδρ. 32836, 3437, 34531, 34724, 36118‑9, 38925, Στάθ. Ά́ 76, Ροδολ. Τοις Αναγν. [9], Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́ [536], Βακτ. αρχιερ. 166 δις, 184, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [102, 1025, 1214], Χορ. β́ [71], Γ́ [876, 949], Έ́ [1643], Ζήν. Γ́ 254, Διγ. O 857, 1430, Τζάνε, Κρ. πόλ. 51715, 53317, κ.π.α.· δικιμάζω, Αχιλλ. L 424, Μαχ. 2943, 66819, Χούμνου, Κοσμογ. 2825, Πεντ. Γέν. XXII 1, Έξ. XV 25, XVI 4, XVII 2, XX 20, Δευτ. IV 34, VI 16,VIII 2, XIII 4, XXXIII 8, Πανώρ. Ά́ 248, Β́ 348, Γ́ 169, Δ́ 100, Ερωτόκρ. Ά́ 1668, 2166, 2177, Γ́ 895, 1548, Έ́ 944, Θυσ.2 540, Στάθ. Ά́ 271 (έκδ. δοκιμάζω· διόρθ. Martini, Stathis 9 σε δικιμάζω), Β́ 250, Ζήν. Δ́ 351.
    Το αρχ. δοκιμάζω. Ο τ. δικιμάζω και σήμ. στην Κρήτη (Ξανθουδίδη [Ερωτόκρ. σ. 540]) και στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β́ σ. 527). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.)
    Α´ Ενεργ. 1) Υποβάλλω σε δοκιμασίες κάπ., ταλαιπωρώ κάπ. (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2. Για τη σημασιολ. εξέλιξη βλ. Ανδρ., Σημασ. εξ. 35): Όντας η τύχη εις την κορφή του κεφαλιού ετοιμάζει| χρυσό διάδημα, μας γελά και μασε δοκιμάζει Ζήν. Γ́ 254· πολλοί εδοκιμάσθησαν και έχασαν την ζωήν τους Πόλ. Τρωάδ. 30. 2) Υποβάλλω κ. σε δοκιμή για να ελεγχθεί η ύπαρξη κάπ. ιδιότητας (Η σημασ. μτγν. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2): το δόρυ εδοκίμαζεν τῃ δεξιᾴ χειρί του Διγ. Z 1535· μη δοκιμάσομε βαρύς αν είναι αμύγδαλός του Πανώρ. Δ́ 100. 3) α) Αποκτώ πείρα κάπ. πράγματος (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): «… θέλω να δοκιμάσω την καρδίαν σου και την αγάπην σου» Διγ. Άνδρ. 32836· γιατί δεν τη δοκίμασα (ενν. την αγάπη) ουδεποσώς ποτέ μου Πανώρ. Β́ 348· εμάζωξε το φουσάτο οπού είχε τους Μοραΐτες και ηθέλησε να πολεμήσει, ίνα δοκιμάσει την τύχη Χρον. σουλτ. 10219· β) (με λ. δηλωτικές ψυχικού πάθους) υφίσταμαι, υποφέρω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., στη λ. 3): πόσον βάσανο σήμερον δοκιμάζω Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1025]· τσ’ αγάπης εδικίμασα τα παραδάρματ’ ούλα Πανώρ. Ά́ 248. 4) (Προκ. για φαγητό) γεύομαι κ. λίγο (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 8): χίλιες δεν ηθέλησα θροφή να δοκιμάσω Ερωφ. Ά́ 279. 5) Επιχειρώ, προσπαθώ (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 10): να φύγεις δοκιμάζεις; Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1214]· γοργό ν’ αναγεμίσουσι χανδάκι δοκιμάσαν Αχέλ. 434. 6) Αποφασίζω, καθορίζω (Για τη σημασ. βλ. Lampe, Lex. στη λ. 3): τοσούτον πρόστιμον δίδωσιν ο προστιμηθείς, όσον ο δικαστής δοκιμάσει εύλογον όν Αρμεν., Εξάβ. Παράρτ. 344 σχόλ. Β´ (Μέσ.) υποβάλλομαι σε δοκιμή, σε κρίση: Στρατίωται δύο ήμεθεν και διά μίαν αγάπην| εδώ δοκιμαζόμεσθεν με τα σπαθία ως πρέπει Θησ. Έ́ [848]. Η μτχ. δεδοκιμασμένος και δοκιμασμένος ως επίθ. = ικανός (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. ΙΙ2α και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 6): Να είδες αγούρους θαυμαστούς, σπαθίου δοκιμασμένους Αχιλλ. O 268· τριακόσιους έχει θαυμαστούς άνδρας δοκιμασμένους Αχιλλ. N 370.
       
  • δόκιμος,
    επίθ., Σπαν. A 479, Προδρ., Στ. δεητ. 50, Προδρ. III 370, Κρασοπ. 83, Μανασσ., Χρον. 4985, Ιερακοσ. 51516, Διγ. (Trapp) Gr. 2570, 2768, 3112, Διγ. Z 3086, 3313, 3355, 4165, 4167, Χρον. Μορ. H 3698, Πτωχολ. N 602, Λίβ. P 984, 1914, Λίβ. Sc. 1256, Λίβ. Esc. 2362, 2789, 3506, Λίβ. N 2091, 2467, Χρον. Τόκκων 783, 949, 1060, 2079, 2690, 3349, 3687, Θρ. Κων/π. B 75, Θρ. Κων/π. διάλ. 73, Μαχ. 2009, 29435, 5723, Δούκ. 1755, Ριμ. Βελ. 755, Κορων., Μπούας 145, Ψευδο-Σφρ. 40828, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 312, 621, 810, 1068, Διγ. Άνδρ. 3438, Βακτ. αρχιερ. 167, Ζήν. Β́ 429, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 1729· δοκιμός, Διγ. Z 3692, Λίβ. Sc. 1638.
    Το αρχ. επίθ. δόκιμος. Η λ. και σήμ. ως λόγ. (Δημητράκ.).
    1) Που έχει δοκιμασμένη, αναγνωρισμένη ικανότητα (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. 1 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): δόκιμον εις την δύναμιν Λίβ. Sc. 1256· δόκιμοι στρατιώται Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1068· ο εξάκουστος εις την στρατείαν και δόκιμος εις όλα Χρον. Μορ. H 3698· ίππους δοκίμους Διγ. Z 3355. 2) Κατάλληλος, ενδεδειγμένος: δοκιμόν εν τῃ πληγῄ βότανον επιθούσα Διγ. Z 3692· κρασίν μου δοκιμότατον εις πάσαν ιατρείαν Κρασοπ. 83. 3) (Προκ. για μοναχό) που «ασκείται» δοκιμαστικά, μαθητευόμενος (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 5): Περί μοναχών αρρένων τε και θηλειών δοκίμων Βακτ. αρχιερ. 167.
       
  • ενθυμίζω,
    Προδρ., Στ. δεητ. 6, Διγ. (Trapp) Esc. 1721, Πτωχολ. α 498, Απολλών. 457, Λίβ. P 392, Λίβ. Sc. 2910, Λίβ. N 715, Φυσιολ. (Legr.) 852, Καραβ. 4966, Βίος γέρ. V 367, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών μ́· αθθυμίζω, Μαχ. 2544, 48015, Κυπρ. ερωτ. 2415, 455.
    Από την πρόθ. εν και το θυμίζω. Ο τ. αθθυμίζω και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ σ. 434). Το μέσ. ενθυμίζομαι μτγν. Η λ. και στον Ησύχ. (L‑S).
    Α´ Ενεργ. 1) υπενθυμίζω: τούτο δε ενθυμίζω σας, αυθέντες μεγιστάνοι,| ποσώς μηδέν θελήσετε να ποίσετε άλλον δρόμον Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 991· έδε το τι έναι τό με λαλεί δι᾽ εσέν το δακτυλίδιν·| πώς με ενθυμίζει πάντοτε το να ʼχω ανάμνησίν σου Λίβ. Sc. 813· βιγλώ την θέισσαμ μου στο πλευρόν μου| πως μ᾽ αθθυμίζει πάντα το καλόν μου Κυπρ. ερωτ. 127. 2) Αναφέρω, κάνω λόγο: Διά αδιαφόρητους ο μύθος ενθυμίζει·| ο λόγος τους είν᾽ ψεύτικος, τίποτα δεν αξίζει Αιτωλ., Μύθ. 5113. Β´ (Μέσ.) σχεδιάζω: επεί τούτο το έποικες, οι πάντες το θαυμάζουν·| ουκ έπρεπέν σε ως ευγενήν τρόπον δημηγερσίας,| ούτε να το ενθυμίζεσουν, εις έργον να το ποίσεις Χρον. Μορ. P 8417.
       
  • εξορθώνω,
    Πόλ. Τρωάδ. 34, 375, 489, Χρον. Μορ. P 5167, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 809, Θησ. (Foll.) I 20, Γεωργηλ., Βελ. 457, Παλαμήδ., Βοηβ. 703· ’ξερτώνω· ’ξορθώνω, Θησ. Β΄ [86], Ε΄ [605], Ριμ. Βελ. 661, Αλεξ. 991, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 444, Ιμπ. (Legr.) 31, Παλαμήδ., Βοηβ. 141, Σταυριν. 1008· ’ξορτώ(ν)ω, Κυπρ. ερωτ. 2714, 475.
    Το αρχ. εξορθόω. Ο τ. ’ξερτώνω και σήμ. σε ιδιώμ. (Andr., Lex., λ. εξορθώ). Ο τ. ᾽ξορτώνω και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ σ. 698 και Andr., Lex., λ. εξορθώ).
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) Στήνω, τοποθετώ (Βλ. Andr., Lex., λ. εξορθώ 1): όρισεν ξυλόκαστρον να ποίσουν| και μεγγανέλλες φοβερές και πύργους και τραμπούκα,| σκρόφες πολλές εξόρθωσεν και πολλά τριπουτζέττα Θησ. (Foll.) I 94. 2) Κατασκευάζω (Βλ. Andr., Lex., λ. εξορθώ 1): παρευθύς να κτίσει εκαταπιάσθη| ένα γύρον μικρότερον τείχον επεχειρίσθη| και γλήγορα το εξόρθωσαν οι κορασίδες τότες Θησ. (Foll.) I 97· το κιβούριν του έποικαν Απόλλωνος Αλσαίου| μάρμαρον χρυσοπράσινον, άσπρον, λευκόν, ωραίον·| πολλά καλά εις την πλάσιν του όλα εξορθωμένα Πόλ. Τρωάδ. 747. 3) Μετατρέπω: έκαιγαν τα κορμιά τωνε κι εις τέφραν τα ᾽ξορθώναν Θησ. Β΄ [802]. 4) Ετοιμάζω: απέλθατε και φύγετε απ’ εμού, κατηραμένοι,| εις σκότος το εξώτερον, πυρ το ητοιμασμένον,| ομού με τον διάβολον ο έχω ʼξερτωμένον Γεωργηλ., Θαν. 627. 5) α) Κανονίζω, ορίζω: Το ποίος να έμπει ομπροστά και ποίος εξοπίσω| στον πόλεμον εξόρθωσαν, ως έπρεπεν κι οι δύο Θησ. Ζ΄ [1016β) διαλέγω· ορίζω: οι άρχοντες εξόρθωσαν τον Παλαιολόγον Θωμάν και προς τον βασιλέα απέστειλαν Σφρ., Χρον. μ. 3228. 6) α) Επιτυγχάνω, κατορθώνω (Η σημασ. και σήμ. σε ιδιώμ., Σακ., Κυπρ. Β΄ σ. 698 και Andr., Lex., λ. εξορθώ 2): Ωσάν αυτός το σκόπησε μέσα στον λογισμόν του| και ο σκοπός εξόρθωσε εκείνο που πεθύμα Θησ. Δ΄ [492]· ανισώς και δεν ʼξορτώσετε να πάρετε το αυτό νησσίν παντελώς, να σηκώσετε όσον είναι δύναμις και το ρέστο να γυρέψετε χρέος πολλύν Μαχ. 4783· πάλιν ξαναγιάγερνα και έλεγα ότι ένʼ κοράκοι,| και ουδέν εξόρθωνα ποτέ (διά) να πω το τι ’ναι Σαχλ., Αφήγ. 549· β) συναγωνίζομαι, «φθάνω»: αυτός ο Ευλάλιος και αν έλθει και ο Χήναρος εκείνος| και ο Χαρτουλάρης ο ακουστός, οι πρώτοι των ζωγράφων,| τοιούτον (ενν. τον Πρόδρομον) ουκ εξορθώνουσι, κανείς μη σε κομπώνει Προδρ., Στ. δεητ. 45· γ) φρ.’ξορθώνω τρόπο = βρίσκω τρόπο, «καταφέρνω»· πώς να ’ξορθώσουν τρόπον,| να παν να κατατάξωσιν όλες εις ένα τόπον Σαχλ., Αφήγ. 681. 7) «Αναστατώνω», «ξεσηκώνω»: Ήτον ο Άρης τότε γαρ οκάπου εις δουλείαν,| τα άρματά του κάθαιρνε, οπού ’σαν ματωμένα·| εξόρθωνε το σπίτιν του με την αγριότητά του Θησ. Ζ΄ [353]. Β´ (Αμτβ.) προετοιμάζομαι: ο πατήρ ηρμήνευσεν πολλά τα της στρατείας,| πώς να ’ξορτώσει, πώς να μπει, να ’βγει και να νικήσει Γεωργηλ., Βελ. 585. II. (Μέσ.) ετοιμάζομαι, παίρνω την κατάλληλη θέση: Άμα όλοι τους καλούτσικα εις τα ξύλα εξορθώθη,| προς τον λιμεώνα εσύρασιν τα κάτεργά τους όλα Θησ. (Foll.) I 51· ως εξορθώθη η δέσποινα το κάλλιον οπού ημπόρει| μ’ όλες τες κορασίδες της, τον Θησέον ακαρτέρει Θησ. (Foll.) I 91. Η μτχ. (ε)ξορθωμένος ως επίθ. = έτοιμος: πρέπει μας να ʼμεστεν ’ξορθωμένοι| προτού να έλθει κίνδυνος πάντα διορθωμένοι Αιτωλ., Μύθ. 537.
       
  • επιλέγω,
    Προδρ., Στ. δεητ. 46, Μανασσ., Χρον. 3462, Κυνοσ. 58818, 5892-3, Διγ. Z 3057, 3310.
    Το αρχ. επιλέγω.
    1) (Ενεργ. και μέσ.) διαλέγω: επίλεξον αφ’ ημών ένα, οίον κελεύεις Διγ. (Trapp) Gr. 2546· σφών επιλεξάμενοι συναποστάτην ένα Μανασσ., Χρον. 3918. 2) Ορίζω, καθορίζω: αι δε (ενν. δωρεαί) εισίν υπό αίρεσιν διδόμεναι διαφόροις προσώποις και χρόνοις ιδιοποιούμενοι και ως αν ο δωρησάμενος επείπῃ και προσδιορίσηται Αρμεν., Εξάβ. Γ΄ 13.
       
  • ζουγλός,
    επίθ., Προδρ., Στ. δεητ. 40, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 448, 462, Ερωτόκρ. Α΄ 1063, Β΄ 882, Γ΄ 958, Ζήν. Α΄ 58· ζουγκλός, Μυστ. παθ. 128105.
    Από το ουσ. ζάγκλον ζαγκλόν (Φάβ., Αθ. 53, 1949, 280-1· βλ. και Andr., Lex., λ. ζάγκλον). Κατά τον Ξανθ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 143 κε., από το ζουλώ (πβ. και Ανδρ., Λεξ., λ. ζουγλός). Η λ. και σήμ. (ΛΔ 11, 1966/67, 104 κε.).
    (Προκ. για χέρι ή πόδι) ανάπηρο: Είναι κουτσός ο πόδας του κι έχει ζουγλό το χέρι Ροδολ. Α΄ [394]· ανάπηρος (στο χέρι ή στο πόδι): μηδέ στραβός μηδέ ζουγλός Ερωτόκρ. Α΄ 1063.
       
  • ζωαρκούμαι
    Για τη λ. βλ. L‑S (λ. ζωάρκεια).
    Αρκούμαι στα απαραίτητα για τη ζωή: απήρκουν ζωαρκούμενος μη τινος άλλου χρήζων Προδρ., Στ. δεητ. 30.
       
  • ζωγράφος
    ο, Προδρ., Στ. δεητ. 44, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 170, Λίβ. P 179, Λίβ. Esc. 420, Λίβ. Esc. 420 (κριτ. υπ.), Λίβ. N 296, Ch. pop. 810, Λίμπον. Επίλ. 64, Έγγρ. του 17. αι. (Πεντόγαλος Γ., Παρνασσ. 16, 1974, 35)· αζωγράφος, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 240v· ζγουράφος, Ερωτόκρ. Β΄ 1351, Γ΄ 1425.
    Το αρχ. ουσ. ζωγράφος. Ο τ. ζγουράφος και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.
    Ζωγράφος.
       
  • καν (I),
    σύνδ., Προδρ. I 40, 119, III 295, Καλλίμ. 2562, Διγ. (Trapp) Esc. 564, 566, 574, 599, 1394, Χρον. Μορ. H 2920, Χρον. Μορ. P 2137, Λίβ. P 2739, Λίβ. Sc. 63, Αχιλλ. N 412· κάνε, Χρον. Μορ. P 3767, Κατζ. Ε΄ 204, Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ΄ 29, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [110, 1492, 1563]· κάνες, Divān 5045.
    Το αρχ. καν. Η λ. και σήμ. Για το καν και συγγ. λ. βλ. Pern., Ét. linguist. Β΄ 241. Για τη μτγν. χρ. του καν βλ. Mihevč-Gabroveč, Syntaxe Moschos 90.
    1) (Με αριθμ. για να δηλωθεί χρόνος, ποσότητα, κλπ.) περίπου: μετά δε την παραδρομήν μερών καν δεκαπέντε| ήλθε καιρός κι ηθέλησεν ο ρήγας να έβγει έξω Βέλθ. 1081· βάλλει εις τας χείρας του (ενν. του ανθρώπου εκείνου) καν εκατόν δουκάτα Απολλών. 111· τότε πέθανεν και αυτός (ενν. ο Αχιλλεύς) μετά καν έξι χρόνονς Αχιλλ. L 1339· ήλθαν και ανατολικοί καν άλλες δύο χιλιάδες Χρον. Μορ. P 4555. 2) (Με άρν.) ούτε: μήτε μίαν προσμείναντες καν στιγμήν το παράπαν Διγ. (Trapp) Gr. 2234· αυτός δε ουκ ηθέλησε καν ιδείν αυτόν Έκθ. χρον. 5718· καν σταλαγματιά δεν μένει στο ποτήρι Ιστ. Βλαχ. 2122· αυτός ψωνίζει πάντοτε λαβράκια, φιλομήλας,| συ δε ποτέ ουκ ηγόρασας καν ταρτερού χαβιάριν Προδρ. III 83. 3) Έστω και αν, μολονότι: λέγει: «Καν τον θάνατον τοις οφθαλμοίς μου βλέπω (παραλ. 6 στ.), ζητήσω την εισέλευσιν, ίδω την έσω χάριν (ενν. τον κάστρου) Καλλίμ. 230· καν τάχα μοναχός εστίν, εμάς ουδέν φοβάται (ενν. ο άγουρος) Διγ. (Trapp) Esc. 1501· πάντας (ενν. τους στρατιώτας) εις Άδην έπεμψα, καν μοναχός υπήρχον Διγ. A 4430· πλούτος και κάλλος, χρήματα και πράγματα και δόξα| παρέρχονται και λύονται, καν φαίνονται προς ώραν Σπαν. P 74· πώς το θέλεις (ενν. το αλάφι), ζωντανό ή καν αποθαμένο; Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [647]· Εκφρ. 1) Καν ... (καν) ... = είτε ... είτε ...: πάντες γαρ αποθνήσκομεν καν ούτως καν αλλέως Σπαν. A 304· φεύγε τας αδικίας| καν ευτυχείς καν ατυχείς, καν έχεις, καν δεν έχεις Σπαν. A 330· ερώτησα ετότε τον μισίρ Νικόλα| το τι εζήτει εις την κούρτην μου, καν χάριταν καν δίκαιον; Χρον. Μορ. H 7665. 2) Καν (και) = ακόμη και (αν), έστω και αν: όπου και αν ευρίσκεσαι, καν και εις το παλάτι Ιστ. Βλαχ. 1632· η δ’ αρετή καν και γηρά, γίνεται λαμπροτέρα Σπαν. V 153· καν των ενδόξων τις εστί, καν των πλουσιοτάτων Διγ. (Trapp) Gr. 615. 3) Καν (μόνον) = τουλάχιστο (Για παλαιότ. μνεία βλ. Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ, περ. β΄, 6, 1955/6, 266): εντρέπου, κύρη, να σωθείς· εντρέπου καν ολίγον Προδρ. I 193· Ει δε μικρόν ηθέλησας τα τούτων ερευνήσαι,| επέγνως καν εξ ακοής ψιλής και μόνης πάντα Προδρ. III 237· Ουχί κορόνες δαφνικές και καν μόνον λιβάνι| ας είχα Θησ. Δ΄ [443]· Ιδού, Χριστέ, ψυχορραγώ και καν ας εκοινώνουν Κρασοπ. 45· ν’ αναπαυθούν τα μάτια μου καν ώρα εκ τα δάκρυα Αλφ. ξεν. 107· καν για να τους κλάψουνε οι εδικοί τως λίγο,| μόνο τους επετούσανε έξω από τον πύργο Διακρούσ. 8123. 4) Καν όσος = όσος και αν: λόγος ου δύναται λαλείν καν όση έχει χάριν Καλλίμ. 1958· ψυχρόν εις κόρον έπιεν, ανέσανεν ολίγον, καν όσην και την πνιγμονήν είχεν εκείνος τότε Καλλίμ. 410. 5) Καν ου = ούτε καν: καν ου φαντάζομαι ακόμ[η] η γραία να αληθεύει Λίβ. P 2099. 6) Ειδέ καν = ακόμη και αν: ειδέ καν συ πτωχός είσαι, ουκ έχεις τι να δώσεις,| καν λόγον δος τον αγαθόν να τονε θεραπεύσεις Σπαν. A 511. 7) Ειδέ καν ου = ειδεμή, ειδάλλως: αν τον γυρεύγουσιν να φύγει, ειδέ καν ου να μείνει να πολομά την δουλειάν του Μαχ. 4284· Μηδέν πας· ειδέ καν ου σκοτώννου σε Μαχ. 54819· 8) Ή ... ή ... ή καν = ή ... ή ... ή τέλος πάντων: δεν ηξεύρω, ζει ή απέθανεν ή εβγήκεν ή καν επνίγη Διγ. Άνδρ. 39224. 9) Καν όλως α) (με άρν.) = διόλου: εκδύθη η κόρη,| ουκ εντράπηκεν καν όλως Πτωχολ. P 231· Ποσώς ουκ εμετέστρεψαν (ενν. οι στρατιώται) καν όλως τον σκοπόν·του Βέλθ. 158· β) (χωρίς άρν.) = γενικά: Επεντρανίζεις, άνθρωπε, καν όλως θεωρείς με; Προδρ. I 67. 10) Καν ποσώς α) (με άρν.) = καθόλου: ουδέ λαλήσαι καν ποσώς η γλώσσα δύναταί μου Βέλθ. 459· ο ήλιος σκοτισθήσεται, ομοίως και η σελήνη| να μη φωτίζουν καν ποσώς, μάλλον να σκοτεινιάσουν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2751· λαλίαν ουκ είχεν καν ποσώς τους ναύτας να συντύχει Ιμπ. 724· επεί με ορκωμοσίαν| αφύρωσα την συνταγήν, ου καν ποσώς αρνούμαι Φλώρ. 1554· Όπου κανείς ου δύναται και των μεγαλυτέρων| το να συντύχει καν ποσώς εσύ λαλείς να ποίσεις Καλλίμ. 1081· ουκ εθέλησεν τούτο να το ποιήσει,| ουδέ εις τον νουν του καν ποσώς την συμβουλήν να βάλει Διήγ. Βελ. 373· β) (χωρίς άρν.) = τουλάχιστο λίγο: του ξένου τα πικρά τις δύναται μετρήσει| ή τις δυνήσει καν ποσώς εξαριθμήσαι ταύτα; Αλφ. ξεν. 11· οι μεν ελέγαν να απελθούν στο σπίτι του ο καθένας| να αναπαούσιν καν ποσώς, διατί ήσαν κοπιασμένοι Χρον. Μορ. H 5590· επαρακάλεσε ...| (παραλ. 1 στ.) να τον βοηθήσουν καν ποσώς στην μάχην όπου είχεν Χρον. Μορ. H 2665. 11) Καν ψίχα α) (χωρίς άρν.) = έστω λίγο, ελάχιστα: ψυχή μου, οπού σε βλέπουσιν καν ψίχα ότι αναπνέεις| παρά καιρόν εγήρασες, εψύγης, εμαράνθης Γλυκά, Στ. 202· β) (με άρν.) = καθόλου: εκείνος τηγανίζεται και συ καν ψίχα ου γνώθεις Γλυκά, Στ. 122. 12) Πλην καν = εκτός αν: πλην καν αυτός ελησμονεί, πλην καν αυτός νυστάζει Προδρ., Στ. δεητ. 10.
       
  • κάστανον
    το, Προδρ. II H 65 d, Ιατροσ. κώδ. ͵αξε΄.
    Η λ. στα Γεωπονικά (L‑S) και σήμ.
    Καρπός του δέντρου καστανιά: εκεί πολλά είν’ τα κάστανα και ως θέλει ας μαρυκάται Προδρ., Στ. δεητ. 59.
       
  • πολυδέσποτος,
    επίθ.
    Από το ά́ συνθ. πολυ‑ και το ουσ. δεσπότης. Η λ. στο LBG.
    Που έχει πολλούς αφέντες: γίνωσκε, θείε βασιλεύ, περί του σου Προδρόμου,| ότι ουκ εγένετο ποτέ δούλος πολλών κυρίων,| αλλ’ ουδέ πολυδέσποτος, αλλ’ ουδέ χορογύρης, (παραλ. 4 στίχ.) μίαν αυλήν εγνώρισα και ένα αυθέντην έσχον Προδρ., Στ. δεητ. 16.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης