Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 8 εγγραφές  [0-8]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Προδρ., Σεβ. (Παπαδημ.)

  • άγγελος
    ο, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 307, Σπαν. (Legr.) P 260, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 125, 149, Προδρ., Σεβ. (Παπαδημ.) 106, Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 68d, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 1067, 4669, Διγ. (Hess.) Esc. 1766, 1770, Διγ. (Καλ.) A 1146, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2754, 7804, Σατιρ. ποίημ. (Morgan) 294, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 91, 520, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 229, 667, 668, Απολλών. (Wagn.) 228, 510, Αχιλλ. (Haag) L 1345, Notizb. (Kug.) 29, 87 τρις, Ανακάλ. (Κριαρ.) 112, 115, 118, Θρ. Κων/π. διάλ. (Ζώρ.) 137, Μαχ. (Dawk.) 25632, Ch. pop. (Pern.) 240, Καραβ. (Del.) 49321, 49932, 50423, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VII 82, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 141, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 1539, Ριμ. κόρ. (Pern.) 693, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 318, 693, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 537, Σκλάβ. (Μπουμπ.) 251, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1136, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 588, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙΧ 15, ΧΧΙ 17, ΧΧΙV 7, XXXII 2, Έξ. ΧΧΙΙΙ 20, Μ. Χρονογρ. (Τωμ.) 3517, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 393, 417, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1629, 1938, 2115, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 302, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 33· αγγέλισσα η, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 2114, 224, 597, 1008, 1164.
    Το αρχ. ουσ. άγγελος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Α´ Κυριολ. 1) α) Αόρατον ον, πνεύμα που βρίσκεται στην υπηρεσία του Θεού (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. 3 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 1): Έλεγαν να ’ναι άγγελος απ’ (Πολ. Λ., Πριν Άλ. σ. 129: στους) ουρανούς απάνω Απολλών. (Wagn.) 228· Άγγελον έπεψεν ο Θεός. αυτούνον ορδινιάζει Χούμνου, Π.Δ. VII 82· έκφρ.: Η Κυρία των αγγέλων = η Παναγία (Μ. Χρονογρ. 3517 β) αόρατον ον, πνεύμα που βρίσκεται στην υπηρεσία του διαβόλου (πβ. Lampe, Lex. στη λ. ΙΙ G1 και το σημερ. μαύρος άγγελος, ΙΛ στη λ. Α 3): Διότι εκεί κολάζονται μετά του διαβόλου| και των αγγέλων των αυτού και συνεδρίου όλου Πένθ. θαν. N 588· γ) φύλακας άγγελος (πβ. Lampe, Lex. στη λ. ΙΙ Η 7b και ΙΙ Η 10α. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2): να φυλάττει την εκκλησίαν μέχρι της συντελείας του αιώνος. Η δε κατοίκησις του αγγέλου είναι εις την δεξιάν μερέαν Διήγ. Αγ. Σοφ. 1539. 2) Άγιοι άγγελοι = οι Ταξιάρχες Μιχαήλ και Γαβριήλ (προκ. για την εκκλησία τους) (πβ. και Αγιάγγελος, Αχέλ. (Pern.) 252, 1629):  προ της εορτής των Αγίων Αγγέλων εις την οκτα<μερίαν> ήν έχει ο κλήρος των Αγίων Αγγέλων από του κομμερκίου Notizb. 87. 3) Ο άγγελος του θανάτου (πβ. Lampe, Lex. στη λ. II H 8. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 3): Και η ψυχή μου εβγαίνει ’δα και ο άγγελος με φωνάζει Αχιλλ. L 1345· Κι είσαι άγγελος με το σπαθί να πάρεις την ψυχήν μου Ριμ. κόρ. 639· φρ.: θεωρώ, βλέπω αγγέλους = βλέπω τον άγγελο του θανάτου, διατρέχω τον έσχατο κίνδυνο (πβ. και το σημερ. είδε τον άγγελό του, ΙΛ στη λ. Α3): Εσύ λέγεις «αιλίμονον» κι εκεί θεωρούν αγγέλους Γλυκά, Στ. 125. Β´ Μεταφ. 1) Προκ. για πολύ ικανό, επιτήδειο άνθρωπο (πβ. ΙΛ στη λ. Β 1β): Άνδρες καλοί πολεμισταί, της μάχης στρατιώται| και αρχηγοί εξαίρετοι, άγγελοι με στεφάνι Ριμ. Βελ. 141. 2) Προκ. για ερωτικό πρόσωπο: Κι ελάλεμ μου «μεν σ’ αρνηθώ ποτές τον άγγελόν μου» Κυπρ. ερωτ. 1136· Αφήνω ’δα στον ορισμόν σου| όλον τον εμαυτόν μου, αγγέλισσά μου Κυπρ. ερωτ. 224. Ως κύριο όνομα (πβ. Βαγιακ., Αθ. 63, 1959, 240): τῳ αυτῴ χρόνῳ απέθανεν ο παπακυρ-Άγγελος ο πρωτοσύγκελλος Συναδ., Χρον. 33.
       
  • αλλάσσω,
    Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 376, Ερμον. (Legr.) Λ 195, Απολλών. (Janssen) 391, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1712, Ιμπ. (Legr.) 337, Μαχ. (Dawk.) 839, 7839, 25413, 42412, Θησ. (Βεν.) Η΄ [948], Σαχλ. (Vitti) N 264, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 47, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 17, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 116, 274, 494, Σκλάβ. (Μπουμπ.) 17, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 110, 224, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 58, Αχέλ. (Pern.) 1028, 1276, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 10713, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 183, 339, Πανώρ. (Κριαρ.) Πρόλ. 33, Α΄ 437, Β΄ 365, Γ΄ 213, 281, 290, 613, Δ΄ 93, 145, Ερωφ. (Ξανθ.) Πρόλ. Χάρου 19, Α΄ 319, 474, 642, Ιντ. α΄ 91, 146, Γ΄ 212, Δ΄ 285, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 2, 63, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 834, 1196, 1279, 1284, 1333, 1643, Β΄ 87, Γ΄ 361, 1323, 1370, 1675, Δ΄ 21, 403, 545, 841, 894, Ε΄ 225, 284, 722, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 281, Β΄ 40, Ιντ. β΄ 32, Γ΄ 31, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [168], Β΄ [1227], Φορτουν. (Ξανθ.) Πρόλ. 64, Ιντ. α΄ 134, Β΄ 315, 355, 420, Γ΄ 413, Ζήν. (Σάθ.) Β΄ 25, Δ΄ 44, Ε΄ 76, 295, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14417, 21824, 29813, 33724, 3555, 35926, 3633, 3983, 43710, 4474, 45124, 50818, 53223, 53510, 5394, 57226· αλλάττω, Ορνεοσ. αγρ. (Hercher) 55226, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 45· αλλάζω, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 11119, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 210, Μαρκάδ. (Legr.) 21, Διακρούσ. (Ξηρ.) 7222· αλλάσσω ή αλλάζω, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 468, Προδρ., Σεβ. (Παπαδημ.) 23, Προδρ. (Hess.-Pern.) II GH 55, H 96g, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1335, Ασσίζ. (Σάθ.) 1321, 10613, 26, 17816, 25914, 35627-8, 3574, Ορνεοσ. αγρ. (Hercher) 55416, Κυνοσ. (Hercher) 59719, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 206, Διγ. (Hess.) Esc. 1194, Διγ. (Καλ.) Esc. 1194, 1779, Βέλθ. (Κριαρ.) 155, 1068, 1266, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 169, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2094, 5416, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2094, 5416, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 174, Πουλολ. (Krawcz.) 177, Πτωχολ. (Ζώρ.) N 747, Διήγ. Βελ. (Cant.) 431, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 256, Λίβ. (Μαυρ.) P 1958, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1694, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2850, Λίβ. (Lamb.) N 248, 779, Λίβ. (Wagn.) N 248, 3685, 3693, Αχιλλ. (Hess.) N 1534, Rechenb. 121, 371, Μαχ. (Dawk.) 18210, 25221, 29618, 51032, 64814, Δούκ. (Grecu) 22732, Θησ. (Βεν.) Η΄ [948], Ριμ. κόρ. (Pern.) 591, 667, Νεκρ. βασιλ. (Μανούσ.) 26, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 86, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 15628, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 878, Συναξ. γυν. (Krumb.) 194, 243, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 36, 38, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 306, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 47, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΧΧΙ 7, XXXV 2, Λευιτ. XXVII 10, Βίος γέρ. (Schick) V 817, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 7012, 752, 8712, 934, 10018, 1079, 10828, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 456, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 588, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 34626, 3472, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 30, 64, 65, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 173 ι΄, 212, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Αφ. [109], Β΄ [1213], Δ΄ [102], Ε΄ [237], Λίμπον. (Legr.) 297, Διγ. (Lambr.) O 605, 1747· ’λλάσσω ή ’λλάζω, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 505, Αχιλλ. (Haag) L 1228, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3569· ελλάσσω, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 5494· αλλάγω, Διγ. (Lambr.) O 1383· μτχ. αλλαγμένος, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 816· αλλαμένος, Ιμπ. (Legr.) 508, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 61157, Πανώρ. (Κριαρ.) Ε΄ 145, Ερωφ. (Ξανθ.) Β΄ 236, 258, Δ΄ 153, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 71, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 163, Θυσ. (Μέγ.)2 565, Στάθ. (Σάθ.) Β΄ 36, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [1039], Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. α΄ 98, Γ΄ 440, Δ΄ 471.
    Το αρχ. αλλάσσω. Όλοι οι τ. (εκτός του αλλάττω) απαντούν και σήμ. (ΙΛ, λ. αλλάζω). Για τον τ. αλλάγω βλ. επίσης Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 282 και για την επιθ. μτχ. αλλα(γ)μένος βλ. Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 8. Από το αλλάσσω (στη σημασ. 5α) παράγωγα και σύνθετα: απαλλάσσω (= βγάζω την επίσημη στολή), αλλάξιμον (= το σύνολο των επίσημων ενδυμάτων που φορεί κανείς) και αλλαξιμάριον (= ο τόπος όπου βάζει ο αυτοκράτορας την επίσημη στολή του) στον Πορφυρογ., Έκθ. (Vogt) Α΄ 24.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Αλλάζω, μεταβάλλω, τροποποιώ (κάτι) (Η σημασ. και αρχ. και σημερ., ΙΛ, λ. αλλάζω Α 1): γιατί ο καιρός τα πράγματα χίλιες φορές αλλάσσει Ερωτόκρ. Δ΄ 545· δεν τους έσμιξε με τους άλλους νόμους, διατί άλλαξε και το περί γάμου κεφάλαιον Βακτ. αρχιερ. 212· Σώπασε το τραγούδι σου και άλλαξε τη φωνή σου Ζήν. Β΄ 25· εχαμήλωσαν την φωνήν και τον σκοπόν αλλάξαν Απόκοπ. 274· τόσον εκοπιάσαν και αλλάξαν το κακόν θέλημαν του πάπα και επροσδέκτην τους Μαχ. 29618· Ναι, μοιρογράφημα κακόν, άλλαξε το κακόν σου (= την κακή σου διάθεση) Καλλίμ. 1335· Βουλή ν’ αλλάξομε μόδος κιανείς δεν έναι Φορτουν. Ιντ. α΄ 134· Οι λύκοι, κι α γεράσουσι, τη γνώμη δεν αλλάσσου Πανώρ. Γ΄ 281· εάν η τύχη πάλιν| αλλάξει το κακόγνωμον, το δείχνει προς εσένα Λίβ. (Wagn.) N 3685· Άλλαξ’ αυτό το λογισμό μηδέν κακαποδώσεις Ερωτόκρ. Α΄ 1643· ο Θεός τους ελυπήθηκε κι άλλαξε την βουλήν του Τζάνε, Κρ. πόλ. 29813· ως ψυχεροί και θαυμαστοί καρδίαν δεν αλλάσσουν Αχέλ. 1028· να κάμει τ’ άσπρο μελανό, την πρόσοψη ν’ αλλάξει Ερωτόκρ. Δ΄ 894· Σε λύκαινα μετά χαράς άλλαξες την μορφή σου Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [102]· ν’ αλλάξομεν την πίστην μας διά των Φραγκών την πίστην Χρον. Μορ. P 2094· τη στράτα κείνη την καλή βλέπω ήλλαξες την πρώτη Ερωτόκρ. Α΄ 834·   φρ. αλλάττω (ή αλλάσσω) (πάλιν) τον λόγον (μου) = (1) μεταθέτω το λόγο μου, αλλάζω κουβέντα: άπαντας ευχαρίστησε κι ευθύς τον λόγο (έκδ. λόγον) αλλάττει Κορων., Μπούας 45· (2) επαναφέρω το λόγο μου (σε κάτι): Έβγηκ’ απού τη συντυχιάν οπού ’χα αρχινισμένην (έκδ. αρχινισμένα· διορθώσ.),| ν’ αλλάξω πάλιν τον λόγον μου στην Κύπρον την καμένην Θρ. Κύπρ. M 456· β) μεταβάλλω στο χειρότερο: μα τάχα αυτός ο φαφλατάς άπρεπα μίλησέ σου| και τόση πίκρα σου ’δωκε και τη θωριά άλλαξέ σου; Στάθ. Β΄ 40. Πβ. άγνωρος , αλλοιώνομαι 2, αλλοτριωμένος, αλλοχροιαίνω, ασχημίζω. 2) Αντικαθιστώ, μεταλλάσσω (κάτι ή κάποιον) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αλλάζω Α3): κι ώρες τις βάρδιες έλλασσα (μάλλον περιττή η διόρθωση Ξανθ., B-NJ 2, 1921, 74, ήλλασσα· πβ. Τζάνε, Κρ. πόλ. 5494) Στάθ. Γ΄ 31· ν’ αλλάξεις με τον θάνατον την ζωήν μου| ζημιά μας έναι Κυπρ. ερωτ. 878· την χαλκήν αρματωσίαν| μετά της χρυσής αλλάσσει Ερμον. Λ 195· κι εισέ χαρά την έγνοια μας την περασμένην αλλάσσει Ερωφ. Ιντ. α΄ 146· ν’ αλλάξουσίνε τη χαρά οπού έχουσι σε πίκρα Πανώρ. Δ΄ 145· κύρη, το πηγαδόσχοινον εκόπη και ας το αλλάξουν Προδρ. ΙΙ Η 55· Κύων, ίνα αλλάξῃ την τρίχα Κυνοσ. 59719· απ’ όλα τ’ άστρη του ουρανού το ’ναν που λάμπει εσύ ’σαι,| ποτέ μου δε να σ’ έλλαξα, μα του Χριστού την χάριν Ερωτοπ. 505· και άλλαξεν τον καπετάνον της Αταλείας και έβαλέν τον ... Μαχ. 18210· Φεύγουν τινές, γλυτώνουσι κινδύνους που λαχαίνουν·| ωσάν αλλάζουν τ’ όνομα εύκολα πετυχαίνουν Αιτωλ., Μύθ. 10828· έβαναν κάθε χρόνον τους δύο υπάτους οπού τους άλλαζαν Βακτ. αρχιερ. 210· από τότε έπεψεν δούκαν και κατά καιρόν άλλασσέν τον Μαχ. 839· Όλα της γης αλλάσσουν τα κινούμενα| ανάπαψην και ριζικόν την σήμερον Κυπρ. ερωτ. 9728· 3) (Με αιτ. πράγματος) βγάζω από πάνω μου (κάτι· φορεσιά, εξοπλισμό, κλπ.): της πίκρασής σου τ’ άρματα όλα τα θες αλλάξει Φαλιέρ., Ιστ. V 306· Και άλλαξεν και το καββάδιόν του και έβαλεν άλλον αλαφρόν διά το κατάψυχον Διγ. Άνδρ. 3472. 4) Εγκαταλείπω (κάτι): οι χριστιανοί οι θαυμαστοί ανδρείαν δεν αλλάσσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 26729· και άλλαξον το δύσπιστον και δεύτε ας στραφώμεν Βέλθ. 155. 5) α) (Με αιτ. πράγματος) ντύνομαι (φόρεμα), βάζω (πιο επίσημο ένδυμα) (Η σημασ. ήδη μτγν., Sophocl. στη λ. 2 και Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ, περ. β΄, 6, 1955/6, 234· και σημερ., ΙΛ λ. αλλάζω Α 3β): τα ρούχα π’ ο Ρωτόκριτος ήλλασσε πάσα μέρα Ερωτόκρ. Δ΄ 21· και προς το Μέγα Σάββατον ουκ είχες τι ν’ αλλάξεις Πουλολ. 174· β) (χωρίς αντικ.) (Για τη χρήση πβ. αλλάξιμα ου γίνονται, ... αλλάσσει το κουβούκλιον μόνον Πορφυρογ., Έκθ. (Vogt) A΄ 130) ντύνομαι: Είχε λεκάνες έμορφες πορφύρα με μπαλάσι,| με τσάμπρες χρυσοπλούμιστες να μπαίνει εκεί ν’ αλλάσσει Δεφ., Σωσ. 58· να φέρω και ποκάμισον, ωσάν γευτείς, ν’ αλλάξεις Ερωτοπ. 256· επήγαν εις τον ναόν του αγίου Ευνομένος και άλλαξεν παπάς Μαχ. 5141· και ρούχα χρυσοτσάπωτα τον έφεραν ν’ αλλάξει Αχιλλ. N 1534. 6) (Με αιτ. προσ.) ντύνω (κάποιον) (πβ. Sophocl. στη λ. 2): και τους άλλους κυρίους των νηών αλλάξας στολαίς βαρυτίμοις Δούκ. 22733· αλλάσσουν την βασίλισσαν όλα τα νυμφικά της Απολλών. 391· και όταν τον επλύνασι, φόρεμα τον αλλάγουν| χρυσό Διγ. O 1383. 7) α) (Με αιτ. προσ. προκ. για άρρωστο) αλλάζω την πληγή κάποιου (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. αλλάζω 1): είχεν πληγήν εις την κεφαλήν, ... και εκείνος ο ιατρός επολόμαν ... να έλθει να τον αλλάξει Ασσίζ. 17816· άλλαττε δε αυτόν έως τρίτης ημέρας και εσθιέτω κρέατα χοίρεια θερμά Ορνεοσ. αγρ. 55226· β) (χωρίς αντικ.) κάνω αλλαγή κατά τη θεραπεία, κάνω αλλαγή στην πληγή: ομού ταύτα μείξας, έμπλαστρον ποιήσας και εις τον αυτόν τόπον θήσεις και διά πέντε ημερών αλλάξεις Ορνεοσ. αγρ. 55416· 8) (Προκ. για νόμισμα) αλλάζω, ανταλλάσσω (Η σημασ. αρχ. και σήμ., ΙΛ, λ. αλλάζω Α2): Άνθρωπος τις έδωκεν προς τινά φλουριά β΄ να τον (= του) αλλάξει νομίσματα τρεις γενεάς Rechenb. 121· άνθρωπος τις έδωκεν προς τινά άσπρα ͵γεςβ΄ να τον αλλάξει φλουριά ανά άσπρα εγ΄ γ/η Rechenb. 371. 9) Εναλλάσσομαι (με έναν άλλον) σε κάποια απασχόληση: ο δε άρρεν (ενν. πελαργός) κομίζει βρώσιν και αλλάσσουσιν (αρσενικός και θηλυκός) αλλήλοις και την φωλεάν αυτών ουκ αθετούσιν Φυσιολ. ΙΧ11· και ούτως εσήκωσαν το λείψανόν του με τιμήν μεγάλην οι βασιλείς και οι μεγιστάνοι όλοι αλλάζοντάς τους και ήφεράν το εις την Παλαιστίνην Διήγ. Αλ. V 86. 10) Συμμερίζομαι (αισθήματα με κάποιον): Μοίραν και πόνους σήμερον αλλάσσω μετά σένα·| Πως η αγάπη εσένανε εγίνηκε δική μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [822]. 11) (Με αντικ. λ. που δηλώνει μονάδα χρόνου) περνώ (χρονικό διάστημα): επέρασαν κι εμίσευσαν, υπάγει το φουσσάτον (παραλ. 3 στ.), σαράντα ημέρας ήλλαζαν μετά σπουδής μεγάλης·| εσκότωσαν, επέμειναν όλα τα παλαφρέα Διήγ. Βελ. 431. Β´ Αμτβ. α) (προκ. για πρόσ.) γίνομαι διαφορετικός, αλλάζω ως προς την υπόστασή μου, μεταβάλλομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αλλάζω Β1): Μ’ αν εφρονέψασι κι αυτοί, ν’ αλλάξουσι δαμάκι Πανώρ. Α΄ 437· Και α δεν αλλάξει με καλό πως κινδυνεύει πε του Ζήν. Δ΄ 44· Κι εις τούτο στέκεις σταθερός βέβαια και δεν αλλάσσεις; Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1227]· β) (προκ. για πρόσ.) γίνομαι «άλλος», μεταβάλλομαι ως  προς την εμφάνιση και την έκφραση, γίνομαι έξαλλος: Εμίλιε με τα κλάηματα, ήλλαξ’, εξαναγίνη Ερωτόκρ. Γ΄ 361· ’Σ τούτα τα λόγια συντηρώ δυο τρεις φορές κι αλλάσσει Ερωφ. Α΄ 319· γ) (προκ. για όψη, εμφάνιση, γνώμη, σκέψη, απόφαση, επιθυμία, συναισθήματα, κλπ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αλλάζω Β1): μακραίνου γένεια και μαλλιά, αλλάσσ’ η στόρησή ντου Ερωτόκρ. Δ΄ 841· αλλάσσουν οι κακοί λογισμοί και κακές συνείδησες Μαχ. 25413· Και πώς αλλάσσ’ η φορεσά και πώς αλλάσσ’ η γνώμη Ερωτόκρ. Α΄ 1279· Μηδέ φοβάστε, χριστιανοί, κι αγάπη εγίνη ακόμη·| κι αλλάξανε τ’ Αγαρηνού η κάκητα κι η γνώμη Τζάνε, Κρ. πόλ. 57226· δεν ήλλαξεν ποττέ το θέλημάν του από τες εντολές του Θεού Μαχ. 64814· απόφασες γιαμιά γιαμιά χίλιες στο νου μ’ αλλάσσουν Ερωφ. Γ΄ 212· Θωρώ το σπλάχνος ήλλαξε κι εις όχθρητα γυρίζει Ερωτόκρ. Δ΄ 403· μήπως κι αλλάξουν οι καημοί των Κρητικών κι οι πίκρες Τζάνε, Κρ. πόλ. 4474· δ) (προκ. για τον κόσμο, τη φύση, τον καιρό, την τύχη) αλλάζω, παρουσιάζω, ποικιλία· μεταβάλλομαι: βρύσες να δεις και ποταμούς, χώρες, χωριά και δάση·| να σου φανεί παράξενο ο κόσμος πώς αλλάσσει Ερωτόκρ. Α΄ 1284· αμή θωρώ ότι ελλάξασι τα πράγματα του κόσμου Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 47· τη θάλασσα πολλές βολές άνεμος την ταράσσει| με βρουχισμούς και κύματα (έκδ. και βρουχισμούς με κύματα· διορθώσ.) κι εις ώρα λίγη αλλάσσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 3555· κι ας πορπατεί έτσ’ ο καιρός κι ο κύκλος θέλ’ αλλάξει Ερωτόκρ. Γ΄ 1323· και καταπώς τα πράγματα αλλάσσουν και περνούσι| τα γράμματά μου να ’ρχουνται να σου το ’μολογούσι Ερωτόκρ. Γ΄ 1675. II. Μέσ. α) α1) μεταβάλλομαι: Το μεν σώμα κατηλλάγην,| η δε φύσις ουκ ηλλάγην Πτωχολ. N 747· ο βίος ούτος άστατος· αλλάσσεται καθ’ ώραν Γλυκά, Στ. 376· από την ώραν οπού είδα το πρόσωπόν σου ωσάν φωτία εισέβη εις την ψυχήν μου· ελλάχθη ο λογισμός μου Διγ. Άνδρ. 3569· α2) μεταβάλλομαι, αλλάζω (στο χειρότερο): εκ της κακοπαθείας του ηλλάγην η μορφή του Βέλθ. 1266· φρ. αλλάσσεται η χρόα μου = αλλάζει το χρώμα μου (Η χρήση και σήμ., ΙΛ, λ. αλλάζω Α1): είδεν τον εις την θάλασσαν, η χρόα της αλλάχθη Πόλ. Τρωάδ. 169· β) αλλάζω ως προς τα αισθήματά μου: να μεταπέσει, ν’ αλλαγεί και να σε συμπαθήσει Λίβ. N 248· γ) γίνομαι έξαλλος: άλλος εξ άλλου γέγονας, ηλλάγης, μετεβλήθης Προδρ., Σεβ. 23· δ) αντικαθίσταμαι (πβ. ΙΛ, λ. αλλάζω Β3): να αλλαχτεί με άλλον άνθρωπον, οπού να πολεμήσει εις τον τόπον του Ασσίζ. 10620. Ιδιάζουσα χρήση: αλλάζω (κάτι) (για τον εαυτό μου): και ο βασιλεύς ας αλλαγεί το σχήμα από τότε,| ας γένηται ως πραματευτής Λίβ. P 1958· μην ξεύροντας τι θέλει γένει| αλλάχτησαν (ενν. ο Χάρος και ο Έρωτας) εις αύτου τους όλα τα βέλη Κυπρ. ερωτ. 1564. Η μτχ. αλλα(γ)μένος = α) (συχνά με το ουσ. όψη) διαφορετικός: κι έχει κλιτό το πρόσωπο, την όψη ντ’ αλλαμένη Ερωφ. Β΄ 236· Τόσα πολλά τονε θωρώ στην όψην αλλαμένο Ερωφ. Β΄ 258· πε μου την πρίκα απού κρατεί την όψη σ’ αλλαμένη Ερωφ. Δ΄ 153· Μα, φαίνεταί μου, βλέπω τσι στην όψη αλλαμένες Πανώρ. Ε΄ 135· και με βαρύν ανάβλεμμα και μ’ όψην αλλαμένη Ερωτόκρ. Α΄ 163· βαρά ’σανε τα μάτια ντου κι η όψη ντ’ αλλαγμένη Ερωτόκρ. Γ΄ 816· Το πρόσωπό σου συντηρώ, την όψη σου αλλαμένη Θυσ.2 565· αφήνοντας το θρόνο σου στην πρόσοψη αλλαμένος Φορτουν. Ιντ. α΄ 98· τα δάκρυα στα ματάκια σου, την όψην αλλαμένη Φορτουν. Γ΄ 440· β) αλλαγμένος (στο χειρότερο) (πβ. πώς είσαι τώρ’ από σε τον ίδιο αλλαμένος; Πιστ. βοσκ. Ι 1, 71): σαν αλλαμένη και κλιτή και δαμινή η λαλιά σου Στάθ. Β΄ 36. Πβ. αλλοτριωμένος· γ) (προκ. για ιερέα) ντυμένος με τα άμφιά του (Πβ. τη χρήση του ηλλαγμένος προκ. για το Βυζ. αυτοκράτορα και αξιωματούχους, Πορφυρογ., Έκθ. (Vogt) Α΄ 66, 76, 78, κλπ., καθώς και τη σημερ. χρήση της μτχ., ΙΛ, λ. αλλάζω Α3γ): να λειτουργούν τες εκκλησιές παπάδες αλλαμένοι Θρ. Κύπρ. K 61157· δ)  (προκ. για «άρχοντες») καλοντυμένος: να ’δες αρχόντισσες εκεί πώς ήσαν αλλαμένες Ιμπ. 508. — Πβ. και εξαλλάσσω, παραλλάσσω.
       
  • ανάγκη
    η, Τρωικά (Praecht.) 53120, 53427, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 253, 4104, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 142, Προδρ., Σεβ. (Παπαδημ.) 18,167, Προδρ. (Hess.-Pern.) IV 282, Καλλίμ. (Κριαρ.) 263, 1131, 1340, Ιερακοσ. (Hercher) 4643, Διγ. (Hess.) Esc. 1193, 1840, Διγ. (Καλ.) Esc. 803, 1193, 1736, Βέλθ. (Κριαρ.) 777, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) Α΄ 208, Ιατροσ. κώδ. (Άμ.) κε΄, λ΄, Φλώρ. (Κριαρ.) 314, 1689, Λίβ. (Μαυρ.) P 921, 2090, Λίβ. (Lamb.) Sc. 204, 2008, 2225, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2266, 3179, Λίβ. (Wagn.) N 3720, Ιμπ. (Κριαρ.) 767, Μαχ. (Dawk.) 1105, 49027, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 10034, Μάρκ., Βουλκ. (Λάμπρ.) 3419, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 22, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 168, 288, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 92, Θρ. Θεοτ. (Μανούσ.) 119, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 3011, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 14310, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 18217, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 988, 1227, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32329, 32722, 3294, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Δ΄ 258, Θυσ. (Μέγ.)2 42, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) I 37, II 51.
    Το αρχ. ουσ. ανάγκη. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Πίεση, εξαναγκασμός: ανάγκην, λέγει, έχομεν εκ της Ουγγριάς το μέρος Ιστ. Βλαχ. 988· και ουδέν ημπόρουν να βαστώ του πόνου την ανάγκην Σαχλ., Αφήγ. 22· Πόσην γαρ βίαν και ανάγκην υπέστησαν οι πατέρες ημών οι άγιοι, ίνα δογματίσωσι ταύτα Μάρκ., Βουλκ. 3419· έκφρ. κατά πάσαν ανάγκην = οπωσδήποτε: Κατά πάσαν ανάγκη να τον ευρείτε Χρον. σουλτ. 14310· πβ. αναγκάζω 1, αναγκαίος 1α. 2) α) Δύσκολη περίσταση, στενοχώρια, θλίψη, σκοτούρα (Η σημασ. αρχ. και σημερ., ΙΛ στη λ. 3): ανάγκην γαρ ερωτικήν παρηγορεί και λόγος Καλλίμ. 1131· τρέχετε προς Καλλίμαχον, δεινήν ανάγκην έχει Καλλίμ. 1340· Εις δε μικρόν ανασασμόν εις παρηγόρημά σου| ιδού το δακτυλίδιν μου τούτο χαρίζομαι σοι, αν εις ανάγκην, μνήσθητι και παρηγορηθήσει Καλλίμ. 263· πρόφθασον εν ανάγκαις νυν, πρόφθασον εν τῃ θλίψει Διγ. Esc. 1840· και πόσας τρικυμίας υπέμεινα, πόσας βαρέας ανάγκας Διγ. Esc. 1736· έπαθεν πόνους φοβερούς και ανάγκας υπεστάθην Λίβ. Esc. 2266· είναι εκεί μεγάλα κλάηματα και μεγάλη ανάγκη Αποκ. Θεοτ. I 37· συ μόνος υπερασπιστής των εν ανάγκαις βίου Προδρ. IV 282· Σώζε ημάς, πανάχραντε, από πάσης ανάγκης Θρ. Θεοτ. 119· β) (πληθ.) δεινά: πολλάς ανάγκας έπαθεν διά την εμήν φιλίαν Λίβ. P 2090· Πόσας ανάγκας έπαθον, πόσας υπέστην βίας Προδρ., Σεβ. 18· Τους πειρασμούς, τας φυλακάς, τας βίας, τας ανάγκας Προδρ., Σεβ. 167· και να παύσουσιν οι πόλεμοι και αι ανάγκαι Τρωικά 53120· Και έπαθεν εις την θάλασσαν πολλάς ανάγκας και συμφοράς από τους χειμώνας και τους μεγάλους κλύδωνας Τρωικά 53427· να λέγει τας ανάγκας του, τας θλίψεις, τας πικρίας Ιμπ. 767. Πβ. αναγκάζω 2. 3) Προσπάθεια, αγώνας, περιπέτεια: απόστρωσε τον μαύρον μου και στρώσε μου τον γρίβαν (παραλ. 4 στ.), ότι εις ανάγκην φοβεράν και εις αρπαγήν υπάγω Διγ. Esc. 803· οκάποτε ηύρεν τό ήθελεν μετά πολλής ανάγκης Λίβ. Esc. 3179. 4) α) Αρρώστια (Η σημασ. αρχ. και σημερ., ΙΛ στη λ. 4· βλ. και Χρυσάνθης, Κυπρ. Σπ. 7, 1943, 76, 78, 83): αρρωστιά εσυνέβη της κόρης ... και τέτοια ανάγκη δυνατή πειράζει το κοράσιον Φλώρ. 1689· Πόσις εις την αυτήν ανάγκην Ιατροσ. κώδ. κε΄· Μηδέν την κάμεις να γενεί ανάγκη και κατάρα Θυσ.2 42· β) πόνος (σωματικός): Στραγγουρία δε ένι όταν κατουρεί και στάζει ολιγούτσικον ολιγούτσικον μετά πόνου και ανάγκης Σταφ., Ιατροσ. 253. Πβ. λοιμοαναγκαιωμένος. 5) Σπουδή, βιάση: Και οι λας εξέβησαν καβαλάρηδες και απεζοί και εδώξαν τους και απέ την ανάγκην τους αφήκαν τας τέντας τους και το δικόν τους Μαχ. 1105· αφήκαν τον τόπον και με μεγάλην ανάγκην επήγαν εις την Λευκωσίαν Μαχ. 49027· φρ. ως εξ ανάγκης = αμέσως, βιαστικά: ως εξ ανάγκης και σπουδής στον άδην να στραφείτε Απόκοπ. 168· θέλω σου τ’ αναγγείλει| ως εξ ανάγκης από ’δά με τα πικρά τα χείλη Απόκοπ. 288. Πβ. αναγκάζω 11. 6) Δικαιολογία, αίτιο (Για τη σημασ. πβ. L‑S στη λ. 2): ποια ανάγκη να με χωρίσει εκ της αγάπης σου; Διγ. Άνδρ. 3294· πώς ήθελα κουρασθεί δίχως καμίας ανάγκης Διγ. (Καλ.) Esc. 1193. 7) (Απρόσ. σύνταξη με το είναι ή χωρίς αυτό) είναι απαραίτητο, χρειάζεται (Η χρήση και αρχ. και σημερ., Δημητράκ., στη λ. 8): ανάγκη ήτον και είτι ήθελεν με ειπεί να μην τον ακούσω κιόλα; Διγ. Άνδρ. 32722· και τώρα πάσαν ανάγκην να μας δώσεις την αδελφήν μας Διγ. Άνδρ. 32329. Πβ. αναγκάζω 10, αναγκαίος 1β2, χρεία.
       
  • ανακτίζω,
    Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 137, Πρόδρ. (Legr.) 5, Προδρ., Σεβ. (Παπαδημ.) 243, Χειλά, Χρον. (Hopf) 354, Έκθ. χρον. (Lambr.) 6732, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 229, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2382 [= Γέν. Ρωμ. (Λάμπρ.) 24].
    Το μτγν. ανακτίζω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αναχτίζω).
    1) Επισκευάζω (Η σημασ. ήδη στο Χρυσόστομο, PG 60, 765, και σήμ., ΙΛ, λ. αναχτίζω 1β): έπεισεν τον αυθέντην, όπως ανακτίσει τον ναόν της Παμμακαρίστου ... έμελλε γαρ πεσείν εκ της παλαιότητος η τρούλλα Έκθ. χρον. 6732. 2) Ανεγείρω, οικοδομώ, χτίζω (Η χρήση και προκ. για ναυπήγηση πλοίου· βλ. Κουκ., Αθ. 43, 1931, 74 και Κουκ., ΒΒΠ E΄ 346. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αναχτίζω 2): θέλεις ιδείν παράξενον της Δυστυχίας το κάστρον,| τό ανέκτισεν η συμφορά, τό αφύρωσαν (χφ τὀαφύρωσαν· έκδ. αφιέρωσαν) αι λύπαι Λόγ. παρηγ. O 137· ανάθεμά με από του νυν αν ανακτίσω πύργον Πρόδρ. 54· ω πώς και να εξύπνησεν ο μέγας Κωνσταντίνος,| ο οποίος σε ανάκτισεν με όρεξιν εκείνος Ιστ. Βλαχ. 2382.
       
  • ανθρακοδόχη
    η, Προδρ., Σεβ. (Παπαδημ.) 34.
    Από τα αρχ. ουσ. άνθραξ και δοχή.
    Το δοχείο ή το μέρος όπου τοποθετούνται τα αναμμένα κάρβουνα (Πβ. Δημητράκ., λ. ανθρακοδοχείον): πώς μεν εξερριπίζετο (έκδ. ‑πέζετο· διορθώσ.) το πλήθος των ανθράκων| περί το φλογοτήγανον και την ανθρακοδόχην Προδρ., Σεβ. (Παπαδημ.) 34.
       
  • ανυπομόνητος,
    επίθ., Προδρ., Σεβ. (Παπαδημ.) 178, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 315, Λίβ. (Μαυρ.) P 2152, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1963, Λίβ. (Wagn.) N 2786.
    Η λ. στον Αριστοτέλη και σήμ. (ΙΛ).
    1) Αφόρητος, αβάσταχτος (Η σημασ. στον Αριστοτέλη, L‑S στη λ. Ι): τας ιδικάς μου συμφοράς τας ανυπομονήτους| τας έπαθα Λίβ. Sc. 1963· Μπερτολδίνος 140. 2) Ανυπόμονος (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. ΙΙ και σήμ., ΙΛ): Της καρτερίας δ’ αληθώς τον στέφανον πώς πλέξω,| αυτός ανυπομόνητος και γογγυστής υπάρχων Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 315.
       
  • ανυπόστατος,
    επίθ., Προδρ., Σεβ. (Παπαδημ.) 4, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 89, 880, Καλλίμ. (Κριαρ.) 213, 1132, Διγ. (Mavr.) Gr. VI 322, Βίος Αλ. (Reichm.) 3678, Τζαμπλάκ. (Ζώρ.) 69, Τριβ., Ρε (Irmsch.) 310.
    Το αρχ. επίθ. ανυπόστατος. Η λ. και σήμ.
    1) Ακαταμάχητος, ασυγκράτητος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Ι): άμαχον, ανυπόστατον, αδούλωτον καθόλου Καλλίμ. 213. Βλ. και ακάθεκτος, ακατάμαχος, ακατάσχετος, ακράτητος, ακράτιστος, ανεπιχείρητος. 2) α) Που δεν έχει σταθερή βάση, σαθρός (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. ΙΙ 1): εν τοις φθαρτοίς και τοις ανυποστάτοις Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 89· β) που δεν έχει ηθικό υπόβαθρο: για ψεύτρα και ανυπόστατη φαίνεται ’τι με κρένεις Τριβ., Ρε 310· γ) ασταθής: βλέψον την ανυπόστατον εναλλαγήν του χρόνου Βίος Αλ. 3678.
       
  • απογίνομαι (I),
    Προδρ., Σεβ. (Παπαδημ.) 196, Απολλών. (Wagn.) 472, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 10522, Σταυριν. (Legr.) 626, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Δ΄ [60, 514].
    Το αρχ. απογίνομαι (L‑S). Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Βλ. και Dieterich, IF 24, 1909, 145 και 158.
    1) (Προκ. για γεγονός) εξαλείφομαι, παρέρχομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): άπαντα τούτα καιρικά και γίνεται πολλάκις| και πάλιν απογίνεται και πάλιν απορρέει τα σα δε πάντα μόνιμα Προδρ., Σεβ. 196. 2) α) (Προκ. για γεγονός ή πράγμα) παίρνω έκβαση, καταλήγω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): ακαρτέριε το τέλος του Μορέως πώς θέλει απογενεί Χρον. σουλτ. 10522· Να μάθω τούτην την δουλειάν ως τώρα τί απογίνη Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [60]· β) (απρόσ.) συμβαίνει (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): εις αύτον τι απογίνηκε; Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [514] (βλ. και ακολουθώ 10)· γ) (προκ. για πρόσ.) καταντώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): ευθύς εψυχοράγησε στα γόνατα τής κόρης,| κλαί’ τήν η κόρη θλιβερά και πικραναστενάζει| στην μοναξιάν που έμεινεν και τί θέλ’ απογένη; Απολλών. 472 (βλ. και αποδίδω 6γ).
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης