Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αναζωώ,
- Πρόδρ. (Legr.) 78, Προδρ., Δεητ. 53. Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙΙ 1f (χφφ. ΗS) (κριτ. υπ.), Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 6104, Φυσιολ. (Legr.) 784· ανεζωώ, Φυσιολ. (Legr.) 819.
Το μτγν. αναζωώ. Ο τ. ανεζωώ από τον αόρ. ανεζώωσα.
α) Επαναφέρω στη ζωή: Και πάλιν (ενν. με) ως χλόην ξηρανθείσαν Προδρ., Δεητ. 53· και τους πιστεύοντας εις μέ πάντας ανεζωώσω Φυσιολ. 819· πβ. αναζώ Β· β) αναζωογονώ (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S): ολβίζων τους απόρους| και τους ψυγέντας τῳ κακῴ ... αναζωών και ζωπυρών Μανασσ., Χρον. 6104. Πβ. και αναζώ Αε, αναθάλλω Β.μακρύνω,- Προδρ., Δεητ. 98, Σπανός (Eideneier) Α 368, Ορισμ. Μαμελ. 955, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι XII 53, Μάρκ., Βουλκ. 33923, Βυζ. Ιλιάδ. 453, 573, Χρον. σουλτ. 10623, Ευγ. Ιωαννουλ., Επιστ. 4520 , 7534· μτχ. μακρυσμένος.
Το μτγν. μακρύνω. Η λ. και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.).
I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Επιμηκύνω· δίνω έκταση σε κ., παρατείνω: Μακρύνω την αφήγησιν, πολλά την παρασύρνω Ιμπ. 664· β) τοποθετώ σε όλο το μάκρος· προβάλλω: και το κοντάρι εμάκρυνε, την κονταρίαν να δώσει Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1557. 2) Καθυστερώ, αναβάλλω: Αν ουν ιδώ και μακρύνει (ενν. η αγάπη σου) το έλθιμόν της επί πολύ, το κάμνω Ευγ. Ιωαννουλ., Επιστ. 3429. 3) Οδηγώ μακριά, απομακρύνω: Εμάκρυνάς με των εμών, κατεφυγάδευσάς με Προδρ., Δεητ. 127· εμάκρυνεν από λόγου μας τες ανομίες μας Χριστ. διδασκ. 377· φρ. μακρύνω εαυτόν (από) τίνος = απέχω από κ., απαρνιέμαι κ.: περί του συνεχώς μεταλαμβάνειν και μη μακρύνειν εαυτούς των θείων μυστηρίων Βακτ. αρχιερ. 168· μη μακρύνεις εαυτόν από της εκκλησίας Φυσιολ. (Legr.) 678. Β´ Αμτβ. 1) Γίνομαι μακρύς, επιμηκύνομαι, αναπτύσσομαι: Σπανού το μουστάκιν εμάκρυνεν Σπανός (Eideneier) Α 366· Οι όνυχες αυτών (ενν. των βουλκολάκων) … μακρύνουσι Μάρκ., Βουλκ. 3461 2) Παρατείνομαι, τραβώ σε μάκρος: ο χρόνος της ζωής μας,| όσον μακρύνει, γίνεται προς βλάβην της ψυχής μας Πένθ. θαν.2 462. 3) Καθυστερώ, αργώ: εκαραδοκούμεν καθ’ ώραν το της τοιαύτης τρικυμίας τέλος, ει και του θεού μακροθυμήσαντος εμάκρυνεν Σφρ., Χρον. μ. 11429-30. 4) Απομακρύνομαι, βρίσκομαι μακριά από κάπ. ή κ.· εγκαταλείπω: μακρύναντες ολίγον| εκ των Τρωικών λιμένων Ερμον. Ψ΄ 75· έλεγε πως μακρύνει από τον αδελφό του τον Αχομάτη,| όχι πως έχει μάχη με δαύτον Χρον. σουλτ. 1361· πώς εμακρύναμεν του Θεού;| πώς εκολλήθημεν τῳ διαβόλῳ; Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι VIII 58. IΙ. (Μέσ.) απομακρύνομαι, ξεμακραίνω: τέσσαρας ώρας μακρυνθέντες Γιασίου,| Προύτον ποταμόν εύρομεν καλλιρόαν Κυρίλλου, Ρωσσ. περιγρ. 2· ο έχων έχθραν … είναι ηνωμένος με τον διάβολον … και αναχωρεί ο αγαθός άγγελος απ’ αυτού και μακρύνεται Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι XII 41. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = απομακρυσμένος, μακρινός: Η Βενετία … ήτανε από μας καμπόσον μακρυσμένη Θρ. Κύπρ. M 275.περιστάτημα- το.
Από το περιστατώ και την κατάλ. ‑μα· βλ. και LBG.
Δυσκολία, βάσανο: μη βουληθῄς την άβυσσον λοιπόν των οικτιρμών σου| νικήσαι μου την θάλασσαν των περιστατημάτων Προδρ., Δεητ. 149.πρεσβεύω,- Σκλέντζα, Ποιήμ. 544.
Το αρχ. πρεσβεύω. Η λ. και σήμ.
Ά Μτβ. 1) Διαπραγματεύομαι την ειρήνη (η χρ. ήδη αρχ.): Ο δε βασιλεύς Μανουήλ ορών τον θόρυβον εν μέσῳ του όχλου κατά του Θεολόγου, στέλλει τούτον προς τον Μουράτ, ως δήθεν πρεσβεύσων τα της ειρήνης Δούκ. 23122. 2) Παρακαλώ θερμά κάπ. να μου προσφέρει βοήθεια ή προστασία, ικετεύω: Και η εκκλησία οπού ’μεστεν την λέσι Παναγία| και αυτείνη επρεσβεύομεν να μας δώσει υγεία Διήγ. ωραιότ. 572. Β́ Αμτβ. 1) Αντιπροσωπεύω μια χώρα ως πρεσβευτής: Βίος Αλ. 2845. 2) Παρακαλώ, προσεύχομαι· μεσιτεύω: και ώστε που να ’χει (ενν. ο Λίμπονας) την ζωήν τάσσει να μνημονεύει (ενν. τον Περούλη)| και καθ’ ημέραν στον Θεόν διά λόγου του πρεσβεύει Λίμπον. 496· εις τον ουρανόν σιμά εις τον Πατέρα διά λόγου μας πρεσβεύει Χριστ. διδασκ. 230. 3) (Εδώ) κρίνω, αποφασίζω: Ου παραιτούμαι δικαστήν, ουκ αποφεύγω κρίσιν,| ου τρέμω τον κατήγορον ουδέ τον συκοφάντην (παραλ. 2 στ.) μόνον μη κατ’ εμπάθειαν ο δικαστής κρινέτω,| αλλά κατά το δίκαιον η κρίσις πρεσβευέτω| και αν ελεγχθώ παρά τινος ας πάθω και δικαίως Προδρ., Δεητ. 218.προσαθύρω.- Το μτγν. προσαθύρω. Η λ. στον Ησύχ.
Παίζω με κάπ., διασκεδάζω μαζί του, αστεΐζομαι: επί πάσιν ο γλυκύς και φίλος νοσοκόμος, (παραλ. 2 στ.) προσπαίζων μοι και προσγελών και φίλε προσαθύρων Προδρ., Δεητ. 46.προσθήκη- η, Διγ. (Trapp) Gr. 2671, Ερμον. Ψ 198, Δούκ. 2694, 13, Έκθ. χρον. 2818, 5621, Ιστ. πατρ. 10311, Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ 42v, Ιστ. Βλαχ. 10, Ψευδο-Σφρ. 46031.
Το αρχ. ουσ. προσθήκη. Η λ. και σήμ.
α) Συμπλήρωμα· κ. που προστίθεται σε κ. άλλο: Διγ. Z 3201· (προκ. για καταβολή επιπλέον χρηματικού ποσού): εποίησε γαρ τις Σηλυβρίας μητροπολίτης, ανήρ πονηρός και φαυλόβιος, ..., προσθήκην εν τῳ χαρατσίῳ φλωρία χίλια Ιστ. πολιτ. 6912· (θεολ., προκ. για τον όρο που προστέθηκε στο Σύμβολο της Πίστεως από τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία, το filioque): το σχίσμα των εκκλησιών εποίησεν ο πάπας Στέφανος ο Συρφρών, ος και πρώτος τοις Ιταλοίς μετά αζύμων παρέδωκεν επιτελείν την αγίαν ιερουργίαν και την προσθήκην εις το Σύμβολον το άγιον φανερώς εκήρυξε και τας τρίχας του πώγωνος πρώτος απέθριξε Ψευδο-Σφρ. 46025· Οι δε Λατίνοι αντέλεγον: «Ει έχει το βλάσφημον η προσθήκη, δείξον· και απαλείψωμεν αυτό και από του αγίου Συμβόλου και από πάντων βίβλων, ων εθεολόγησαν οι πατέρες ... Και γαρ ημείς ου προσθήκην ταύτην καλούμεν, αλλά σαφήνειαν και ανάπτυξιν» Δούκ. 2698, 13· β) επαύξηση, συσσώρευση: Τοις τραύμασί μου τραύματα τι πλείονα προστίθης;| Και συμφοραίς μου συμφοράς ετέρας τι συμπλέκεις;| Στήσον την αλλεπάλληλον των οδυνών προσθήκην,| ναι, στήσον τας οδύνας μου, ναι, παύσον μου τας λύπας Προδρ., Δεητ. 59.πρόσωπον- το, Σπαν. (Ζώρ.) V 341, Λόγ. παρηγ. L 231, Προδρ., Δεητ. 222, Ελλην. νόμ. 57321, Ασσίζ. 2759, Διγ. (Trapp) Gr. 1449, 2848, Διγ. A 258, Διγ. Z 200, 3398, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 83, 192, Βέλθ. 613, 634, Χρον. Μορ. H 1046, Χρον. Μορ. P 1374, Βίος Αλ. 889, Φλώρ. 8, Απολλών. (Κεχ.) 625, Λίβ. διασκευή α 289, 492, Λίβ. Va 458, 739, Λίβ. Esc. 836, Ιμπ. 814, Χρον. Τόκκων 1324, Rechenb. 8710, 886, Φαλιέρ., Ιστ.2 212, 405, Μαχ. 16216, 26621, 33835, Διήγ. Βελ. N2 207, Ch. pop. 795, Γεωργηλ., Θαν. 594, Βουστρ. (Κεχ.) 266, 506, 7617, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3110, 3133, Κορων., Μπούας 129, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 4, Κώδ. Χρονογρ. 5310, Hagia Sophia ω 5191, Κυπρ. ερωτ. 364, 496, Βουστρ. Μεταφρ. 257, Σουμμ., Ρεμπελ. 185, Διγ. Άνδρ. 3828, 40413, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 11618, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1250, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 18345, Διγ. O 2028, 2438, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ί 1, κ.π.α.· πρόσωπο, Εβρ. ελεγ. 174 δις, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 510, 1525, 1927, 2249, 2535, 3417, 3597, 3879, 5319, Πανώρ.2 Αφ. 40, Πρόλ. 68, Β́ 388, 407, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 246, Έ 56, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 122, Δ́ 129, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1156, Έ 24, Στάθ. (Martini) Γ́ 332, Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 24, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 71, Διακρούσ. (Κακλ.) 1113, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 53717· πρόσωπο(ν), Σπαν. A 166, Σπαν. B 167, Κομν., Διδασκ. Δ 215, Σπαν. P 91, 104, Αιν. άσμ. 28, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 106, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 566, Ερμον. Δ 116, 149, Η 181, Ψ 291, Αχιλλ. (Smith) O 18, Συναξ. γυν. 542, Σκλάβ. 270, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 310r, Πεντ. Γέν. I 2 δις, ΙΙ 6, XVI 12, Έξ. X 28, XX 3, Λευιτ. VI 7, XVII 10, Αρ. VIII 2, XII 3, XIX 4, Δευτ. IV 37, VII 10, XXXI 11, κ.α., Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1004, Δαμασκ. Στουδ., Θησαυρ. 194, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) 405, Ψευδο-Σφρ. 2223, Διακρούσ. (Κακλ.) 1097· γεν. εν. πρόσωπου, Πεντ. Έξ. XXV 37· πληθ. προσώπατα, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2752, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 679, Μαλαξός, Νομοκ. 87, Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 430100‑1, Πανώρ.2 Β́ 463, Μπερτολδίνος 92.
Το αρχ. ουσ. πρόσωπον. Ο τ. προσώπατα ήδη αρχ. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ.· για τον πληθ. σήμ. βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 43-5, αλλά και Προμπονάς, Γλωσσ. ομηρ. 42). Ο τ. πρόσωπο και σήμ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. πρόσωπο(ν), Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου).
1) α) Το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ανθρώπου από το μέτωπο μέχρι το πιγούνι: Διγ. (Trapp) Gr. 1149, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 523, Λίβ. Va 2231, Ch. pop. 232· (εδώ σε εβραϊσμό στον πληθ.· βλ. και Belleli, REG 3, 1890, 304): είδε την ο Ιουδα και ελογάριασέ την για κούρβα, ότι εσκέπασεν τα πρόσωπά της Πεντ. Γέν. XXXVIII 15· (σπανιότ. προκ. για ζώο· η χρ. ήδη αρχ.): Ορνεοσ. αγρ. 56410· β) (συνεκδ.) μορφή, όψη· φυσική παρουσία: Λίβ. διασκευή α 3450, Χάρο, και τις αξώθηκε να δει το πρόσωπό σου| να μην τον πάρεις μετά σε εις κατοικητήριό σου; Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 17, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 10525· (εδώ σε εβραϊσμό στον πληθ.): είπεν ο Μωσέ· αλήθεια εσύντυχες μη να προσμίξω πλια να ιδώ τα πρόσωπά σου Πεντ. Έξ. X 29· (μεταφ.): εβάλθην προς εσέ ...| με της γραφής το πρόσωπον προθυμερώς να στείλω| εκείνην την παρηγοριά Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 16. 2) Συνεκδ. α) έκφραση, ύφος: Συναξ. γυν. 403, χαιράμενο είδα το πρόσωπό ντου Στάθ. (Martini) Γ́ 420· ομπρός του εσταλάρανε ...| με πρόσωπο λυπητερό, τα μάτια βουρκωμένα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17414· (εδώ σε εβραϊσμό στον πληθ.): και ερώτηξεν τους μουνούχους του Φαρω ός μετ’ αυτόν ... του ειπεί· γιατί τα πρόσωπά σας κακά σήμερα; Πεντ. Γέν. XL 7· β) η όραση· τα μάτια: Νεράιδα μου ομορφότατη ...,| θαράπειο του προσώπου μου Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 464. 3) Αναπαράσταση στην τέχνη της μορφής ανθρώπου, ζώου ή πράγματος: έχει τριγύρου ο τροχός πρόσωπα ιστορισμένα Λόγ. παρηγ. L 427· ειπέτε του να με γυρεύει όπου είναι τα αμάξια τα χρυσά, οπού είναι γραμμένα των λεόντων τα πρόσωπα Διήγ. Αλ. G 26831· (με την πρόθ. εις): Είχεν γραμμένους εις το παλάτι του και τους δώδεκα μήνες εις πρόσωπα έμορφα ανθρώπινα Διήγ. Αλ. G 28825. 4) (Προκ. για πράγμα) α) μπροστινή πλευρά· πρόσοψη: να κάμεις τα λυχνάρια της εφτά και να ανάψει τα λυχνάρια της και να φέγξει ιπί μεριά του πρόσωπού της Πεντ. Έξ. XXV 37· (εδώ σε εβραϊσμό στον πληθ.): να διπλώσεις το βηλάρι το έξατο προς ανάγναντις πρόσωπα της τέντας Πεντ. Έξ. XXVI 9· (μεταφ.): άντικρυ του προσώπου μου κάστρον έκτισε μέγα Θρ. Κων/π. B 77· β) εξωτερική πλευρά: Είς πύργος είναι κτισμένος με τούβλα και με ασβέστην ... Και έναι πρόσωπα δ́, ήγουν τετράγωνος Rechenb. 872· γ1) (στις εκφρ. πρόσωπον της γης/του νερού) επιφάνεια, έκταση: εις του νερού το πρόσωπον πάλιν να τ’ ανηβάσω (ενν. τα ομμάτια) Βέλθ. 634· Επικατάρατος λοιπόν να τρέμεις και να φεύγεις,| κι από το πρόσωπον της γης όρη, βουνά να οδεύγεις Χούμνου, Κοσμογ. 200· εξολοθρευθήκασιν όλοι κακούς θανάτους,| από το πρόσωπον της γης εσβήσθη τ’ όνομά τους Ιστ. Βλαχ. 1324· (εδώ σε εβραϊσμό στον πληθ.): Ιδού, έδιωξες εμέν σήμερα αποπάνου τα πρόσωπα της ηγής Πεντ. Γέν. IV 14· επορεύτην το κιβωτό ιπί πρόσωπα των νερών Πεντ. Γέν. VII 18· γ2) η εξωτερική επιφάνεια υφάσματος (για το πράγμα βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Β́2 33): ο ιεριάς ... να ραντίσει εφτά φορές ομπροστά στο Κύριο εις τα πρόσωπα της κουρτίνας Πεντ. Λευιτ. IV 17. 5) Ο άνθρωπος ως ξεχωριστή οντότητα, άτομο: εγώ γαρ και η εμή αδελφή υπάρχομεν προσώπατα δύο Ελλην. νόμ. 56829· Έρως εις την ασχόλησιν πρόσωπα ου διακρίνει Λίβ. διασκευή α 926· ο δίκαιος Κριτής γυρεύει να χωρίσει| το δίκαιο από το άδικο και πρόσωπον δεν βλέπει Πένθ. θαν.2 497· (στη θέση αντων.): οι αυτοί νόμοι και συνήθειαι να είναι οι αυτοί ... και να τους διαφεντεύω, ως καθώς διαφεντεύω το πρόσωπόν μου όλον Επιστ. Μωάμ. 6713· πάντα πλούτη και χαρές να ’ναι στ’ αρχοντικό σας| κι όλες του κόσμου τες τιμές να ’χει το πρόσωπό σας Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 13610· (σε περίφραση): από ομπροστά γερατειό να σηκωθείς και να διαπρεπίσεις πρόσωπα γέρου Πεντ. Λευιτ. XIX 32. 6) Το «πρόσωπο» του Θεού, ο Θεός (για τη σημασ. βλ. και Lampe, Lex., στη λ. IB): Έχομε θάρρος στο Θεό ...| να τωσε δώσει κόλαση, κρίση πολλά μεγάλη,| γιατί μας εχωρίσασι απού το πρόσωπόν Του| κι επέψασί μας εδεπά εις τον αφορεσμόν Του Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 239· (εδώ σε εβραϊσμό στον πληθ.): επαρακάλεσεν ο Μωσε τα πρόσωπα του Κύριου του Θεού του και είπεν Πεντ. Έξ. XXXII 11· (προκ. για το Χριστό): έστειλε (ενν. ο Ιησούς) μαντατοφόρους μπροστά εις το πρόσωπόν Του ... και εμπήκαν εις μίαν χώραν των Σαμαρειτών διά να τον ετοιμάσουν τόπον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. θ́ 52. 7) (Θεολ., προκ. για την αγία Τριάδα) υπόσταση: Πιστεύομεν ότι εισίν εν τῳ Θεῴ άλλα τρία ιδιώματα ... Και ταύτα τα τρία ιδιώματα ονομάζομεν τρεις υποστάσεις, ήγουν τρία πρόσωπα Ιστ. πατρ. 854· (εδώ προκ. για το θεό Έρωτα): λέγει με διά τα πρόσωπα του Έρωτος τα τρία Λίβ. Va 735. 8) Διάθεση, τρόπος συμπεριφοράς: ο βισκούντης εντέχεται ... με αγάπην και καλόν πρόσωπον να ακούσει το έγκλημαν του αγκαλεσίου Ασσίζ. 2623· φρ. δείχνω πρόσωπον (+επιθετ. προσδ.) = συμπεριφέρομαι (με ορισμένο τρόπο): επεί λείψουν χαρίσματα και τα δωρήματά σου,| δείχνει (ενν. η κοπέλα) σε άλλον πρόσωπον και σκυθρωπόν και μαύρον Σπαν. (Ζώρ.) V 380· να δείξει (ενν. η βασίλισσα Ευδοκία) πρόσωπον καλόν και αγάπην εις την χώραν Χρον. Τόκκων 1269· Διά καλόν πρόσωπον όπου τους έδειξεν ο κύρης της Τύρου εκόμπωσέν τους Μαχ. 4213· (προκ. να δηλωθούν ντροπή ή ενοχές): Εις εκατόν επιλεκτούς ποτέ ουκ εφοβήθην| και εδάρτε εις έναν μοναχόν θέλω στέκειν να εβλέπω;| Και μετά ποίον πρόσωπον την Μαξιμού να ιδούμεν; Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1438. 9) (Γραμμ.) κάθε τύπος αντωνυμίας ή ρήματος, που φανερώνει εκείνον που μιλά: η αντωνυμία, διά να γενεί τέλειος ο λόγος, δίδει τα πρόσωπα εις τα ρήματα Σοφιαν., Γραμμ. 77. Εκφρ. 1) α) Από προσώπου + γεν. = μπροστά από, ενώπιον: ηνίκα την εμήν ράβδον ετιναξάμην,| έφυγον ωσεί πρόβατα από προσώπου λύκου Διγ. Z 3093· β) από προσώπου μου, σου, του ... = δικός μου, σου, του ... (πβ. και Επιτομή, από (I) 5α): έτσι του κάμνει εκείνη η θαυμαστή Πουλιχερία η αδελφή αυτού· γράφει τον μίαν γραφήν ως από προσώπου του Κατάλ. οικουμ. συν. 98v. 2) Εις πρόσωπον + αιτιατ. = με τη μορφή κάπ.: να σμιχθεί (ενν. ο Κτεναβώ) με την βασίλισσαν την Ολυμπιάδα εις πρόσωπον τον θεόν των Ελλήνων τον Ναβόν Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1036. 3) α) Εις (το/τα)/στο πρόσωπον/α = (α) βλ. ά. εις Εκφρ. 31· (β) μπροστά, ενώπιον: καθένας εις το πρόσωπον του βασιλέως επολέμα προθυμότερον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 424· β) εις πρόσωπον + γεν. = για λογαριασμό, για όφελος κάπ.: το μεν άρρεν (ενν. παιδίον) ανδρωθέν λαμβάνομεν ενταύθα| εις πρόσωπον αυτού πατρός, εκεί δε προς μητέρα| το θήλυ συναυλίζεται Βίος Αλ. 4829. 4) Ιπί (τα) πρόσωπα + γεν. = (α) βλ. ά. επί Ά1 εκφρ.· (β) μπροστά· απέναντι· ενώπιον: επλίκεψαν από την Χαβιλα ως τη Σουρ ος ιπί πρόσωπα της Αίγυφτος ...· ιπί πρόσωπα ολωνών των αδερφιών του έπεσεν Πεντ. Γέν. XXV 18 δις· να μην είναι εσέν είδωλα άλλα ιπί τα πρόσωπά μου Πεντ. Δευτ. V 7· (με χρον. σημασ.): και απέθανεν ο Αραν ιπί πρόσωπα του Θεραχ, του πατρός του Πεντ. Γέν. XI 28. 5) Ιπί πρόσωπα + αιτιατ. = εις βάρος κάπ.: την ημέρα οπού κλερονομήσει τα παιδιά του το ός να είναι αυτουνού, να μη μπορέσει να πρωτοκοκίσει τον υιόν της αγαπημένης ιπί πρόσωπα υιόν της μισισμένης τον πρωτόκοκο Πεντ. Δευτ. XXI 16. 6) Με πρόσωπον = από πολύ κοντά: ουδείς πυρός πολλού την καύσιν δεν ’πομένει| με πρόσωπον να την ιδεί, αλλά μακρά πηγαίνει Κορων., Μπούας 58. 7) Προς πρόσωπα = μπροστά, απέναντι: να σιμώσουν αυτήν τα παιδιά του Ααρων ομπροστά στο Κύριο προς πρόσωπα το θεσιαστήρι Πεντ. Λευιτ. VI 7. 8) Πρόσωπον προς πρόσωπον = (προκ. να δηλωθεί άμεση επικοινωνία δύο ατόμων) πρόσωπο με πρόσωπο, αντικριστά: Των μαρτύρων οι λόγοι πιάνονται, ουχί των ανθρώπων εκεινών, οπού ακούσουν λόγους από τους μάρτυρας ...· πρόσωπον γαρ προς πρόσωπον ερωτώνται οι μάρτυρες Μαλαξός, Νομοκ. 95· τοιούτος (ενν. ο Μωυσής γίνεται), ώστε να μιλεί στόμα κατά στόμα με τον Θεόν και πρόσωπον προς πρόσωπον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 48· (στον πληθ.): Και δεν εσηκώθην προφήτης πλια εις τον Ισραελ σαν το Μωσε, ός τον ήξερεν ο Κύριος πρόσωπα προς πρόσωπα Πεντ. Δευτ. XXXIV 10. Φρ. 1) Βάνω τα πρόσωπά μου εις, προς ... = στρέφω το πρόσωπό μου προς μια κατεύθυνση· κατευθύνομαι: εσηκώθην και απέρασεν το ποταμό (ενν. ο Ιαακωβ), και έβαλεν τα πρόσωπά του εις το όρος του Γιλεαδ Πεντ. Γέν. XXXI 21· έβαλεν προς την έρημο τα πρόσωπά του (ενν. ο Βιλεαμ) Πεντ. Αρ. XXIV 1. 2) Βγαίνω από το πρόσωπο της γης, βλ. ά. βγαίνω 1β φρ. (α). 3) Βγαίνω από τα πρόσωπα κάπ. = φεύγω, απομακρύνομαι από κάπ.: εβγωμό εβγήκεν ο Ιαακωβ από τα πρόσωπα του Ιτσχακ του πατρός του Πεντ. Γέν. XXVII 30. 4) Γελώ (μέσα/ομπρός) στο πρόσωπον κάπ. = κοροϊδεύω, εμπαίζω φανερά: εσύ γελάς μας φανερά μέσα στο πρόσωπόν μας Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 60· εσύ γελάς μας φανερά ομπρός στο πρόσωπόν μας Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 107. 5) Γνωρίζω/θωρώ πρόσωπον/α = κάνω διακρίσεις, ξεχωρίζω, μεροληπτώ: μη κλίνεις κρίση, μη γνωρίσεις πρόσωπα και μη πάρεις φιλοδωριά Πεντ. Δευτ. XVI 19· να κρίνεις (ενν. βασιλεύ) την αλήθειαν με την δικαιοσύνην,| να μην θωρείς εις πρόσωπον, μηδέ να παίρνεις δώρα Ιστ. Βλαχ. 1389. 6) Δείχνω πρόσωπον, βλ. ά. δείχνω IÁ2. 7) Δίδω (το/τα) πρόσωπο/α, βλ. ά. δίδω IÁ7β φρ. 8) Δίδω εις πρόσωπον = μονομαχώ πρόσωπο με πρόσωπο: ει βούλει, ανάστηθι και λάβε σου τα όπλα| και δώσομεν εις πρόσωπον, ως δοκεί τοις ανδρείοις Διγ. (Trapp) Gr. 2601. 9) Έχω δύο πρόσωπα = είμαι υποκριτής, διπρόσωπος: όσ’ είχασι δυο πρόσωπα ανθρώπους να κομπώνου,| θέλουσι να ’χουν κατοικιά στο σπίτι του δαιμόνου Τζάνε, Κατάν. 429. 10) Έχω πρόσωπον = (α) έχω το θράσος, έχω τα μούτρα να ...: έχεις λοιπόν και πρόσωπον και στέκεις και δηγάσαι| και δε θυμάσαι τά ’καμες, να τρέμεις να φοβάσαι; Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1703· έχεις πρόσωπον και βλέπεις,| ουδέ χάριτας μοι λέγεις ...; Πτωχολ. α 773· (β) έχω το θάρρος, το κουράγιο να ...: κακορίζικες εμείς, πώς έχομεν πλέον πρόσωπον να γυρίσομεν ομπροσθά εις τον βασιλέα ...; Μπερτόλδος 39· (γ) έχω αξία, κύρος: πλέον εις τον βασιλέα δεν έχω πρόσωπον, μόνον εντροπήν και ονειδισμούς Δωρ. Μον. XXXVII. 11) Δε θωρώ Θεού πρόσωπο, βλ. ά. θεωρώ (Ι) IÁ1γ φρ. 12) Κάνω πρόσωπον = προσποιούμαι: Ο δε βασιλεύς, κάνοντας πρόσωπον πως μανίζει, λέγει ... Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 905. 13) Πέφτουν τα πρόσωπά μου, βλ. ά. πέφτω Φρ. 10. 14) Πηγαίνω στο πρόσωπο(ν) + γεν. = φθάνω κοντά σε κάπ.· παρουσιάζομαι: αυτός υπάρχει, γνώριζε, όπου κρατεί την κόρην·| ας μην πηγαίνομεν λοιπόν στο πρόσωπον εκείνου,| αλλά ας ερευνήσομεν ένθα την κόρην έχει Διγ. A 3462· Πούρι να πέψει η χάρη Του, σαν πάει στο πρόσωπό Του| τούτη η θυσία που μελετώ, να πάψει το θυμό Του Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 371. 15) Ποιώ πρόσωπον = (στρατ.) παρατάσσομαι μετωπικά: πρόσωπον εποίκασιν κοντά στο παραγιάλιν| κι εβλέπαν την αρμάδαν του έξω να μην την βγάλει Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 63. 16) Ποιώ καλόν/κακόν πρόσωπον, βλ. ά. ποιώ Φρ. 83. 17) Ποιώ το πρόσωπον, βλ. ά. ποιώ Ά9β. 18) Σηκώνω (τα) πρόσωπα, βλ. ά. σηκώνω. 19) Φέγγω τα πρόσωπά μου, βλ. ά. φέγγω. Η λ. ως επίρρ. = μετωπικά: στην χώραν ήταν καταυτού χωσμένοι μες στ’ αργάκιν,| και πρόσωπον εμπήκασιν σ’ όλον το παραγιάλιν Θρ. Κύπρ. M 21.ρεύμα- το, Σταφ., Ιατροσ. 1954, Ιερακοσ. 37813, 38012, 38230, 38720, 39616, Ορνεοσ. αγρ. 54513, Βίος Αλ. 3558, 3652, Ιατροσ. κώδ. υκή, ωνβ́, ωνζ́, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 853, Ταμυρλ. 84, Δούκ. 2157, Θησ. Ζ́ [1076], Κορων., Μπούας 38, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 403, Επιστ. ιατρ. ποδ. 50, 80, 89, 91· ρέμα, Θησ. ΙΆ [304]· ρέμαν, Σταφ., Ιατροσ. 1946, 54, Ασσίζ. 5025, 29913, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 846, 1005· ρούμα, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 42524.
Το αρχ. ουσ. ρεύμα. Ο τ. ρέμα στο Du Cange και σήμ. Ο τ. ρέμαν και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ. (λ. ρέμα), Ερωτόκρ., Γλωσσάρ., 48). Ο τ. ρούμα από τ. ρόμα (<ρέμα· απ. ιδιωμ., βλ. Φιλ., Γλωσσογν. Β’ 90) με τροπή του ‑ο‑ σε ‑ου‑ (βλ. Μωυσιάδης, Ετυμ. 109·) και σήμ. ιδιωμ. (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ.). Η λ. και σήμ.
1) Ροή υδάτινης μάζας, συνηθέστ. ποταμού ή θάλασσας: Σταυριν. 391, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 294, Χριστ. διδασκ. 49· Εις ποταμόν ένας ψαράς πλεμάτι είχε στήσει,| του ποταμού τριγύρισε το ρέμα να ’μποδίσει,| κι έδεσε πέτρα με σκοινί κι έδερνε το ποτάμι| να δώσει ταραχήν πολλήν, το ψάρι κει να δράμει Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 872· και πάραυθα εκεί έσυρεν το ρέμα το γεφύρι,| εδώ κι εκεί το σκόρπισεν ... Παλαμήδ., Βοηβ. 371· (εδώ προκ. για δάκρυα): Προδρ., Δεητ. 69· (προκ. για την επιφάνεια της θάλασσας): Περί τα πράγματα, τά ρίπτουνται εις την θάλασσαν διά κακόν καιρόν,| και κάτινες ευρίσκουν τα εις τον βυθόν της θάλασσας ού εις το ρέμαν των νερών, και τείντα μέλλει να λάβει εκείνος οπού τα ηύρεν εις το βυθόν και τείντά του μερτικόν να λάβει εκείνος απού τα ηύρεν εις τον αφρόν της θάλασσας Ασσίζ. 25225. 2) (Ιατρ.) α) παθολογική ροή/συγκέντρωση σωματικών υγρών ή χυμών: Εις ρεύμα οφθαλμού Ιατροσ. κώδ. Ϡοθ́· Περί ρέμαν κεφαλής Ιατροσόφ. (Oikonomu) 9714· Εις ρεύμα ποδός Ιερακοσ. 49727· β) (συνεκδ.) σωματικά υγρά ή χυμοί που παρουσιάζουν παθολογική έκκριση/συγκέντρωση: Τα της κορύζης είδη διάφορα όντα και ποικίλα τίκτονται ποτέ μεν από κρεών σεσημμένων, …, άλλοτε δε από ρεύματος κεφαλής εμπεσόντος τῳ φάρυγγι ... Ιερακοσ. 40919· ρεύμα φερόμενον από των οφθαλμών και των ρινών Ιερακοσ. 42416· γ) ρευματική πάθηση: ψευδοπλόκε, ψευδολόγε, ψύξη και ρέμα στα χέρια σου Σπανός (Eideneier) D 1048. 3) Ρεματιά: Αυτές εδιάβηκαν εκεί, σε ρέματα κι εις τράφους,| που κείτονταν οι βασιλείς του Άργου ’ποθαμένοι Θησ. Β́ [771]. 4) Ξεροπόταμος: Δέκα χιλιάδες ήτονε εκείνοι οπού βοηθούσα,| και βόιδια κι ετραβίζανε κι άνδρες κι εκουβαλούσα| χώματα, πέτρες και κλαδιά, τα ρυάκια να γεμίζου (παραλ. 16 στ.) τα ρούματα να φράξουσι και τα βουνά να ’σάσει (ενν. ο Χουσεΐνης) Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 26520. 5) Στην έκφρ. Μέγαν Ρέμα(ν) ως τοπων.: Από το Φανάρι εις το Μέγαν Ρέμαν μίλια κ́ Πορτολ. B 4124· Από το Μέγαν Ρέμα εις τη Χερσώνα μίλια δ́ προς τον βορέαν Πορτολ. B 4128.σκοτίζω,- Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 232 χφ K κριτ. υπ., 235, Σαχλ. N 103, Σαχλ., Αφήγ. 309, Σαχλ. Α΄ (Wagn.) PM 113, Παρασπ., Βάρν. C 453, Αργυρ., Βάρν. K 448, Μαχ. 25020, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι III 25, XI 67, Αλεξ.2 872, Κορων., Μπούας 150, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ε 391, Αχέλ. 2321, Μ. Χρονογρ. 341, Δαρκές, Προσκυν. 237, Μορεζ., Κλίνη φ. 259v, Λαυρ., Οπτασία Σ 114, Γιατροσ. Ιβ. 100, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 14737, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 373, Βίος Δημ. Μοσχ. 652, Παλαμήδ., Βοηβ. 504, Ιστ. Βλαχ. 503, 2846, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2206, Ψευδο-Σφρ. 4826, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Εισαγ. 15, Λουκ. κγ́ 45, Ροδινός (Βαλ.) 229, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 396, Διγ. Ο 416, Διακρούσ., Πένθος 70, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 55126, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 161, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 538, κ.α.
Το μτγν. σκοτίζω. Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. 1) Κάνω κ. σκοτεινό, σκοτεινιάζω κ., συσκοτίζω· κρύβω, καλύπτω (εδώ τον ήλιο): όλοι έριχναν απέσω εις το κάστρον και οι σαγίτες εσέβαιναν ως τα σύγνεφα, ώστε τον ήλιον εσκότισαν Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2373· (μεταφ.): την ψυχήν μου εσκότισας, ημαύρωσας το φως μου Διγ. A 4260. 2) (Μεταφ.) α) κάνω κάπ. να χάσει την πνευματική του διαύγεια: Ποια λησμονιά σ’ επλάκωσε, ποια μάγια σ’ εσκοτίσα,| ποιοι φόβοι τόση δύναμη σε τρόμον εγυρίσα;| Γείρου, και τα φουσσάτα μας να ’ρθεις σε προσκαλούσι Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 113· β) (συχν. με αντικ. τα ουσ. νους, γνώσις, λογισμός κλπ.) συσκοτίζω τη διάνοια, θολώνω τη σκέψη: Τα γερατειά ελωλάνασι, θαρρώ, μα την αλήθεια,| το σύμβουλο και κάθεται και λέγει παραμύθια,| λογιάζοντας πως μετ’ αυτά το νου μου να σκοτίσω,| τέτοιο μεγάλο φταίσιμον αγδίκιωτο ν’ αφήσω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 613· να σκοπήσουν (ενν. οι κριτάδες) αν και την γνώσιν του (ενν. του προσώπου που ελάλησε κατά του βασιλέως, ή που εμελέτησε να κάμει κακόν) ή από μέθην ή άλλο πάθος την εσκότισε τίποτε και ήτον έξω φρενών Zygomalas, Synopsis 143 B 15· και τι να λέγω ουκ ημπορώ, και τι να γράφω ουκ οίδα,| σκοτίζει μου τον λογισμόν ο χαλασμός της Πόλης Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 278. 3) Θολώνω κ., καθιστώ ασαφές κ.: η διόλου μνήμη της φυγής, ην εν τῃ ψυχῄ αυτού είχε (ενν. ο Αλέξιος), και το του στρατού περίφοβον και το μηδέν αυτῴ υπέρ των Ρωμαίων κινδυνεύσαι προαιρούμενον το τι πρέπον ην ποιήσαι αυτόν εσκότιζε Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 158. 4) Θαμπώνω την όραση, τα μάτια κάπ.: Οι καπνοί οπού αναβαίνουν εις το κεφάλι και σκοτίζουν τα μάτια και δίδουν πολλήν βλάβην Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 5· (μεταφ.): εσκοτίσθηκα από την πολλήν λάμψιν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 231v· Η πλάτσα της (ενν. της Βενετίας) μ’ εσκότισεν αρχήν όταν την είδα.| Πολλά ’τον μέγας και ψηλός και ’πεικασμένος άρχος| οπού ’δωσεν και την βουλήν κι εκτίστη ο Άγιος Μάρκος Βεν. 14· Αύθις τε τήρησον ευθύς τα κάτω εκ της μέσης| κεκολλημένα μάρμαρα και τας τούτων συνθέσεις,| το κάλλος της στιλβώσεως, την χάριν οπού έχουν· (παραλ. 1 στ.) Λευκά ευμήκιστα εισί και γέμουσι κυμάτια| λεπτοπυκνά και καθενός σκοτίζουσι τα μάτια Παϊσ., Ιστ. Σινά 538. 5) Ζαλίζω: Ο Νώες, σαν καλός γεωργός, εφύτευσεν αμπέλιν| και σύντομα έκαμε κρασίν και μοιάζει σαν το μέλι.| Και παραπίνει περισσόν, διατί του νοστιμήθη,| κι εισμιόν αυτόν εσκότισεν κι ύπνον εποκοιμήθη Χούμνου, Κοσμογ. 540· (μεταφ.): πάντοτε τον εσκότιζε του χρυσαφιού η ζάλη Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 586· οι μέριμνες του πόθου μου τόσα που μ’ εσκοτίσαν,| για να ’ν’ πολλές και δυνατές, εισμιόν μ’ αποκοιμίσαν Φαλιέρ., Ιστ.2 7. 6) Πλανώ κάπ.: Ελπίζομεν εις τους χρησμούς, στες ψευδοπροφητείες,| και τον καιρόν μας χάνομεν στες ματαιολογίες,| εις τον Βορράν, στον άνεμον έχομεν την ελπίδα| να πάρουν αποπάνω μας του Τούρκου την παγίδα· (παραλ. 2 στ.) Αυτό το θάρρος είν’ τρελόν, τίποτες δεν αξίζει, όποιος το συλλογισθεί του λόγου του σκοτίζει Ιστ. Βλαχ. 2342· 7) Νεκρώνω· (σε μεταφ.): Έδε δημίου πικρότερον ετούτον το πιττάκιν, (παραλ. 1 στ.) έδε γραφή οπού εβάσταζεν σπαθίν ακονισμένον,| οργής μαχαίριν δίστομον τό εχάλκευσεν ο πόθος| να κατακόπτει σώματα και να σκοτίζει αιστήσεις·| εμέναν δε εθανάτωσεν τελείως η γραφή σου Λίβ. Va 1808. II. Μέσ. 1) α) Γίνομαι σκοτεινός (μεταφ.): εάν αφ’ ημών των ιερέων ακαρτερείτε να λάβετε φως, οπού είστεν σκότος, και ημείς εσκοτίσθημεν, πόθεν να το λάβετε; Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 343r· β) σκοτεινιάζω, βυθίζομαι στο σκοτάδι: η σελήνη και οι αστέρες μη όντος ηλίου φαίνουσιν,| όντος δε αυτού σκοτίζεται και αφανίζεται το εκείνων φως και η θεωρία Ψευδο-Σφρ. 4826· Εκεί προς το μεσάνυκτον η ξαστεριά εσκοτίσθην,| οι άνεμοι εταράχθησαν κι η θάλασσα εβρουχίσθην Απόκοπ.2 345· Και τότε να ιδείς πόλεμον καλών παλληκαρίων (παραλ. 1 στ.) και από τον κτύπον τον πολύν και από το δος και λάβε,| οι κάμποι φόβον είχασιν και τα βουνιά αηδονούσαν,| τα δένδρη εξεριζώνοντα και ο ήλιος εσκοτίσθη Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 39· Βλέπω το πλήθος του λαού που ήρχετο με βία (παραλ. 5 στ.) Αέρας εσκοτίστηκεν, η θάλασσα ’μουγκάτο| κι η γης εσυχνοτρόμαζεν εκ τα θεμέλια κάτω,| εκ τας βροντάς και αστραπάς και χαλασμούς της χώρας,| που έκαμναν εδώ κι εκεί τότε κατά της ώρας Διακρούσ. (Κακλ.) 487· (σε μεταφ.): φεύγετε, παραπτώματα, αποσκορακιστείτε, (παραλ. 1 στ.) να λάμψει πρώτον ήλιος, είτα και το φεγγάριν| και άστρα τα μικρούτσικα να σκοτισθούν παντάπαν.| Εγώ γαρ είμαι ήλιος, το φέγγος, η βουβάλα,| εσείς δε κακορίζικα ως νύκτα και ως άστρα,| κακότυχα, μικρούτσικα και καταφρονεμένα Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 574. 2) Θολώνω, χάνω τη λάμψη μου: να καπνίσομε τον λίθο,| να ψοφήσει το σκουλήκι| που του δίδει τόσην λάμψη. (παραλ. 3 στ.) και εκάπνισε τον λίθον,| κι εν τῳ άμα εσκοτίσθη Πτωχολ. B 230. 3) α) Ζαλίζομαι (σχετικά βλ. Nicholas-Baloglou, Quadr. 353-354 σχόλ. 788): Όταν γηράσεις και εσύ (ενν. αλογάκιν), βάνουν σε εις τον μύλον,| τυφλώνουν σε, κακότυχον, δέρνουν σε με την βίτσαν,| γυρίζεις και σκοτίζεσαι ημέραν τε και νύκταν, (παραλ. 1 στ.) και από τον κόπον τον πολύν και από την σκοτίαν| ούτε να φάγεις ημπορείς ούτε νερόν να πίνεις Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 786· β) μου έρχεται σκοτοδίνη: άρπαξε (ενν. ο Δαβίδ) την σφενδόνα του από τον τσέπην του και μίαν πέτραν και ... την ρίχνει και κτυπάγει τον Γολιάθ εις την κεφαλήν ομπρός εις το μέτωπον, και παρευθύς εσκοτίσθη και έπεσεν εις την γην Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 191r· λιποθυμείς, σκοτίζεσαι, κοντοανασαίνεις, πίπτεις Γλυκά, Στ. 157· Τῃ χθες ουκ εζυμώσαμεν· άλευρον γαρ ουκ ήτον.| Υπέρπυρόν μοι, πίστευσον, ουκ είχα ν’ αγοράσω,| και ηρξάμην ολιγοθυμείν, και ως αν εσκοτιζόμην Προδρ., Ανέκδ. ποιημ. 3323· γ) βρίσκομαι σε σύγχυση, «τα χάνω»: Ο δε βασιλεύς εσκοτίσθη και αλησμόνησε να τον ερωτήσει (ενν. τον λαμπροφόρον), πώς λέγουν το όνομά του και πόθεν είναι Hagia Sophia ω 5226. 4) Ανησυχώ για κάπ. (με την πρόθ. εις): Καλή μου και πανθαύμαστη, το άνθος των Ερώτων,| καν όσοι με αποπέφτουσι, βλέπε να μη φωνιάξεις| και ακούσω την φωνίτσα σου και σκοτιστώ εις εσέναν| και λάθη με και δώσουν με σπαθέαν ή ραβδέαν| και πάρει τους η όρεξη και έλθουν προς εσέναν Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1479. Φρ. 1) Σκοτίζεται ο νους (μου)/ο σκοπός μου = (α) αναστατώνομαι, ταράζομαι (βλ. και ά. νους Φρ. 63): αιχμαλωτίσθη| η αδελφή μας και γι’ αυτό ο νους μας εσκοτίσθη Διγ. O 342· Τόσο κακό που έγινε στα δόλια τα Χανία| δεν έχω στόμα να το ειπώ, γλώσσα ουδ’ ομιλία· (παραλ. 6 στ.) Και, εις κοντολογιά να ειπείς, ο νους και εσκοτίστη,| ο κόσμος τους εφάνηκε πως εκαταποντίσθη Διακρούσ. (Κακλ.) 537· Όνταν την ευγενειάσ σου να βιγλίσω,| χάννεται ο λογισμός μου| σκοτίζεται ο σκοπός μου| και δεν ηξεύρω πόθεν ν’ αρχινίσω Κυπρ. ερωτ. 9117· (β) χάνω την πνευματική μου διαύγεια, θολώνει η σκέψη μου: Λοιπόν πλέον ου δύναμαι τώρα διά να γράψω,| εκ τα φαρμάκια τα πολλά, ο νους μου εσκοτίσθην Περί ξεν. (Μαυρομ.) 536. 2) α) Σκοτίζονται οι οφθαλμοί μου/τα μάτια μου = χάνω την πνευματική μου διαύγεια, δε σκέφτομαι καθαρά (βλ. και οφθαλμός Φρ. 4): σκοτίζει μου τους οφθαλμούς της εντροπής το νέφος Προδρ., Δεητ. 75· β) σκοτίζεται το φως μου = θολώνει η σκέψη μου, δε σκέφτομαι καθαρά: Πολλά, την είπον, πείνα μου, δίφθογγον να σε γράφω.| Μόνον με έασον μικρόν μη σκοτισθεί το φως μου Προδρ., Ανέκδ. ποιημ. 3325· Ιδού ρομφαία και σφαγή, υιέ μου και Θεέ μου,| ο θάνατός σου γέγονεν εις την εμήν καρδίαν·| τα σπλάχνα μου εράγισαν, το φως μου εσκοτίσθη| και την καρδίαν μου δεινή επέρασεν ρομφαία Θρ. Θεοτ. (Bakk.) 73· Όσοι αναγινώσκετε και όσοι διηγάσθε,| εάν ευρείτε και σφαλτόν, να μη με βλασφημάτε,| ότι εγώ ως αμαθής είπα να γράψω ρίμα,| το φως μου εσκοτίσθηκεν εκ των δακρυών το χύμα,| θυμώντας τα καμώματα τ’ αφέντη του Μιχάλη Σταυριν. 1294. Η μτχ. παρκ. (ε)σκοτισμένος ως επίθ. = 1) Που βρίσκεται στο σκοτάδι: Δέσποτα Θεέ, Πάτερ Παντοκράτωρ, ο φωτίσας τα πριν εσκοτισμένα και εκ του μη όντος εις το είναι ποιήσας την ορατήν ταύτην κτίσιν και την αόρατον ..., εσένα επικαλούμαι και δέομαι Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 15410· (μεταφ., προκ. για πνευματικό και ηθικό σκότος): ... η οποία χώρα (ενν. των Ινδών) παλαιόθεν ήτον εσκοτισμένη από τον ζόφον της ειδωλολατρείας και ετρέφονταν με πράξες και με καμώματα παράνομα και άπρεπα Ιστ. Βαρλαάμ 61· εβαπτίσθησαν ... και ανεδείχθησαν υιοί φωτός οι πριν εσκοτισμένοι Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 20825. 2) (Μεταφ.) στενοχωρημένος: Να ηξεύρεις, αφότις εχωρίστηκα εις την Μακεδονίαν την βασιλείαν σου, σπλάχνος μου, παμφίλτατε υιέ μου, η καρδίτσα μου ουδέν εχάρην, αμή έναι σκοτισμένη και πικραμένη ολουνούς τους χρόνους Διήγ. Αλ. F (Konst.) 16813. 3) Ζαλισμένος: Καλά κι αν ήτονε περσά ακόμη σκοτισμένος (ενν. ο Αρκίτας),| εκ του φαρίου το σύμπεσμα, το δολερόν εκείνο·| ουκ ήτον τόσ’ αδύνατος ακόμη εκ το κορμί του,| όπου να μην εκάθετον έμορφα εις τ’ αμάξι Θησ. Θ́ [321]· (σε παρομοίωση): Ωσάν αυτός οπού ξυπνά εξαίφνης εκ τον ύπνον| και παρευθύς σηκώνεται, σαν να ’τον σκοτισμένος| εδώ και κει το πρόσωπον γυρίζει και εβλέπει·| το τι έκτυπος ’γίνετον, θέλει να τον γροικήσει,| έτσι καθείς απ’ αυτουνούς ... Θησ. Ź́ [1352]. 4) Λιπόθυμος, αναίσθητος: Της Τάρσιας εμίλησε, κι εδιάβηκεν ομπρός του·| το δειν την ο Στραγγιλιός, εχάθη ο λογισμός του,| και απόμεινεν ολόσβηστος, τυφλός και σκοτισμένος,| ασάλευτος αμίλητος, σα να ’τον μαργωμένος,| γιατί το θάρρος του ’τονε πως έναι αποθαμένη| και ο δούλος του ο πιστικός την έχει σκοτωμένη Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1707. 5) (Μεταφ.) πλανεμένος: Αλλά μη μου πηδήσει πάλιν άλλος αντίθεος και αιρετικός, να δώσει πάλιν άλλην τόσην δύναμιν του αυτεξουσίου, όσην του έδιδεν ο σκοτισμένος Πελάγιος, και να λέγει, πως ο άνθρωπος ατός του δύναται να πράξει την σωτηρίαν του, και την απώλειάν του ατός του την ενεργά, χωρίς να τον βοηθά ο Θεός Πηγά, Χρυσοπ. 319 (6)· όστις εκείνος αγαπά τον κόσμον, αδελφοί μου,| τον πρόσκαιρον και τον φθαρτόν και τον εσκοτισμένον,| οπού επλάνησεν πολλούς και κατεγκρέμισέν τους Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 94. 6) Θαμπωμένος· (μεταφ.): σ’ αυτήν (ενν. την Σωσάννα) οι δυο κακόγεροι ήταν αχορτασμένοι,| ’κ την εμορφιά της την πολλήν ήσανε σκοτισμένοι Δεφ., Σωσ. 204. 7) Τυφλός, τυφλωμένος: Μίαν ημέρα το λοιπόν, σαν ήλθεν αφ’ τον γύρο,| στέλλει και κράζει για φαγί τον πρώτο των μαγείρω.| Ήλθεν ο μάγειρας ομπρός και ήτον μεθυσμένος·| ραπίζει τον ο Διγενής κι ευρέθη σκοτισμένος,| γιατί καθώς του έδωσεν το ράπισμα τυφλώθη Διγ. O 2144· (μεταφ., προκ. για πνευματική τύφλωση): Φωτίσαντες (ενν. οι μαθηταί του Κυρίου) γουν όλα τα έθνη οπού ήσανε σκοτισμένα από την τυφλάγραν της ειδωλολατρείας … Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5221· Δεν οίδαν οι ταλαίπωροι (ενν. οι Τούρκοι) τι λέσιν οι προφήται, (παραλ. 11 στ.). Αυτά δεν βλέπουν οι τυφλοί, αυτείνοι οι σκοτισμένοι,| αλλά εις τον διάβολον είναι παραδομένοι Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 6645.στάσις- η, Καλλίμ. 210, Δούκ. 16912, Byz. Kleinchron. Á́ 25984, Έκθ. χρον. 3215, Ιστ. πολιτ. 442, 527, 674, Ιστ. πατρ. 1139‑10, Ψευδο-Σφρ. 15020, 24026, 36824, 4042, 24, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 18862, 1579 λ́ 1, Ιστορ. δεσποτών Ηπείρ. 1811· στάση· πληθ. στάσες.
Το αρχ. ουσ. στάσις. Ο τ. και σήμ.
1) Σημείο όπου μπορεί να σταματήσει κανείς: Δεν έχει ο κόσμος πούπετες αναπαμένη στάση,| όλα με πόνους και πικριές πάντα κυλιούν και πάσι Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 231· (σε μεταφ.): Εις ύλην έφθασα βυθού και στάσιν ουχ ευρίσκω,| εις θάλασσαν ενέπεσα πολλών πλημμελημάτων Προδρ., Δεητ. 62· φρ. ποιώ την στάσιν = (προκ. για πλοία) αράζω: Ελθόντες (ενν. ο στόλος) εκ της εώων περαίας κάτωθεν ολίγον τι του Διπλού Κίονος και μέχρι της εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου εγγύς την στάσιν μετά αγκύρων εποίησαν Ψευδο-Σφρ. 38433. 2) Θέση, τοποθεσία: είδα πάντα τα προλεγόμενα κελλία τε και μοναστήρια· και τα μεν πολλά απ’ αυτά έτερα ευρίσκονταν εις την αρχαίαν στάσιν τους με του Θεού την βοήθειαν και καλώς εκυβερνούνταν, τα δε άλλα εφθάρησαν Βησσαρ., Διαθ. 23456· (μεταφ.): να γυρίζομεν και ημείς εις τον καλόν τόπον των αρετών, ... να έλθομεν εις την καλήν στάσιν των καλών έργων, οδιά να γένομεν και κληρονόμοι της ουρανίου βασιλείας Μορεζ., Κλίνη φ. 415r. 3) α) Σταθερότητα: Μη θαρρευτείς και συ ποτέ της γυναικός τα λόγια,| να μη σε βρούνε δυστυχιές, δάκρυα και μοιρολόγια (παραλ. 2 στ.). Διατί σ’ αυτές στάση δεν έν’, καμμιά εμπιστοσύνη,| ’ς κείνο που δείχνει και αγαπά δεν έχει ελεημοσύνη Δεφ., Λόγ. 409· β) επιβολή, επίδραση· ισχύς: «... όνειρον είδα τρομερό, άνθρωπον πτεροφόρον (παραλ. 1 στ.). Φωτιά εκράτιεν κι έθελεν να με καταφλογίσει ...» (παραλ. 1 στ.). Οι βάγιες σαν το ’κούσασι ...,| ... λέγουν της (ενν. της κόρης) ποσώς να μην τρομάζει,| ’τι τ’ όνειρον του δαίμονος για τούτον έχει στάση·| τον πειρασμόν απόδιωξε και άφεις τον να σκάσει Διγ. Ο 115. 4) Κατάσταση (βλ. και Κακουλίδη-Πάνου [Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. σ. 130 σημ. 48]): οπόταν το αίμα λείπει πλέον, τότες πλέον αύξει και γυρίζει πάλι προς την πρώτην αυτού στάσιν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 40r. 5) Σειρά: Είναι δε το μάκρος της καθολικής εκκλησίας ... οργίαι δεκοκτώ, το δε πλάτος, οργίαι δέκα. Όμως το τόσον πλάτος μερίζεται εις τρία, επειδή έχει δύο στάσες κολώνες, μίαν από κάθε μέρος Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 154. 6) Τάξη: Ο δε πρωτοπαπάς ετιμήθη λαβών την μετά τον πρωτονοτάριον στάσιν και μετ’ αυτόν Μαλαξός, Νομοκ. 518. 7) α) Σύσταση, δημιουργία· έκφρ. από στάσεως κόσμου = ανέκαθεν (πβ. εκφρ. από κτίσεως/καταβολής κόσμου): Πού να βρουν οι φτωχοί δεκάξι σολδία να τως δούδουν διά να μπορού ν’ αλέθουν να τρώσι, πού να δούδουν πλιότερα στο μουζούριν τ’ άλας από σολδία 14, από πλέρωναν από στάσεως κόσμου, να τως το βάλουν τώρα σολδία 96, απού έρχεται 600 στα ’κατό πλιότερα Επιστ. Κρ. 1574 148· β) αποκατάσταση, επανόρθωση· (εδώ μεταφ.): Δούλη και μήτηρ του Χριστού, χαρά των λυπουμένων, (παραλ. 7 στ.) ... έγερσις των πεσμένων,| ζωής η ανακαίνισις, στάσις των χαλασμένων Σκλέντζα, Ποιήμ. 716. 8) α) Αναταραχή, αναστάτωση: διαβολάς και συσκευάς κατά της χώρας των Ιωαννίνων οι Μαλακασσαίοι περιεργάζονται ... συνεργόν έχοντες τον κωφόν Νικηφόρον τον περάτην, όστις ... πλήθος αναρίθμητον εν τῳ νησίῳ διαπερᾴ και ούτω στάσις μεγάλη εν τῃ πόλῃ εγεγόνει Ιστ. Ηπείρ. XVIII7· β) εξέγερση, επανάσταση, ανταρσία: οι χριστιανοί, οί κατοικούν τανύν εις την Κωνσταντινούπολιν, μέλλει ποιήσουν στάσιν και επιβουλία κατά της σης βασιλείας εις το ποιήσαι έτερον βασιλέα Byz. Kleinchron. Á́ 42635· ίνα μη ο συρφετώδης όχλος ατακτήσας αφηνιάσῃ, έθος γαρ ην αυτοίς (ενν. τοις Τούρκοις) εν ταις αλλαγαίς των ηγεμόνων ενεργείν στάσιν, διά τούτο και την τελευτήν πολλάκις κρύπτοντες λέγουσι τῳ λαῴ, ως ο ηγεμών ασθενεί Δούκ. 2833· γ) ρήξη, διχόνοια: σκάνδαλα ανεφύησαν και στάσις μεγάλη εγεγόνει αναμεταξύ των Ενετών και Λιγουρίων· έλεγον γαρ οι Λιγούριοι και διισχυρίζοντο του είναι αυτούς εμπειροτάτους των Ενετών εν παντί πράγματι Ψευδο-Σφρ. 40214· τούτο γαρ εστίν ίδιον της γνώσεως του στρατηγού το ου μόνον μετά αρμάτων μάχεσθαι, αλλά και μετά ειρήνης και ετέρας εργασίας μεθ’ ης δύναται καταβαλείν τον εχθρόν ...· καθώς και ο βασιλεύς εφαίνετο ποιών. Θέλων γαρ στάσιν και μάχην αναμέσον του Βαϊμούντου και των κομήτων εμβαλείν τοιούτον τι εμηχανήσατο ... Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 341. 9) α) Τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει κανείς μια κατάσταση: Και καλά και ο Θεός κυριεύει και κυβερνά τα πάντα, πλην δεν τα κυβερνά και κυριεύει όλα όμοια εις μίαν στάσιν, αμή εις τινάς τρόπους και αποκάτω εις τινάς αυθέντας και ηγεμόνας Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 39r· β) συμπεριφορά: ην ιδείν ξένην στάσιν εν τοις εμπιστευθείσιν ακούειν λογισμούς ανθρώπων. Και ερχόμενοι οι χριστιανοί του εξομολογήσασθαι ... ηρωτώντο παρ’ εκείνων ... ει έτυχεν ακούσαι λειτουργίαν παρ’ ενωτικού ιερέως Δούκ. 3239· 10) α) Σχήμα, μορφή: ο Θεός εις την αρχήν έκαμε μία ύλην χοντρή, η οποία δεν είχεν τύπωσιν μήτε στάσιν. Και έκαμέ την εις τοιούτον τρόπον ότι να ημπορεί να εβγάλει και να κάμει είτι ήθελεν. Και εδιεχώρισέ την πολυποίκιλα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 17v· β) (προκ. για το ανθρώπινο σώμα· πβ. νεοελλ. παράστημα, κορμοστασιά): Και το κορμί της (ενν. της κόρης) έλεγες κυπαρισσίτσιν έναι,| το όλο του κορμίου της εξ εκλογής να κείται.| Τοιαύτη προσώπου σύνθεσις, τοιαύτη κορμίου στάσις! Λίβ. Va 2240. 11) Προσευχή ή ακολουθία κατά την οποία στέκεται κανείς συν. όρθιος (για τη σημασ. βλ. και Lampe, Lex., σημασ. B2)· έκφρ. πανύχιος/πάννυχος στάσις (βλ. ά. παννύχιος και πάννυχος): Ην γαρ ο αυτός πατριάρχης άκρος την αρετήν και πεπαιδευμένος την μοναχικήν πολιτείαν ως άλλος ουδείς· ήν γαρ εν αυτώ αγρυπνία και στάσις πάννυχος και νηστεία και ακτημοσύνη Έκθ. χρον. 4724· Μίαν και μόνην λύπην είχεν, ότι δεν έκαμνεν παιδίον, και διά τούτο πάντοτε επαρεκάλει τον Θεόν και έκαμνεν ολονυκτίους δεήσεις και στάσεις παννυχίους Διγ. Άνδρ. 40217. 12) Συμβούλιο, συνέλευση: να μηνύσει (ενν. ο βασιλεύς) τον μέγαν δούκα τον Νοταράν, ότι το μεσαστίκιον ... «... να το αφήσει εκείνος, να έχει δε και το πρωτείον της στάσεως και της βουλής και πρόσοδόν τινα δι’ άλλου τρόπου ...» Σφρ., Χρον. (Maisano) 12016.στενόν- το, Προδρ., Δεητ. 91, Ασσίζ. 2035, 15, 16, 21, 23, 23211, 19, 4822, 5, 10, Χρον. Τόκκων 2923, 3743, Αργυρ., Βάρν. Κ 142, Σφρ., Χρον. (Maisano) 2010, 11818, Θησ. ΙΒ́ [745], Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 494 κριτ. υπ., Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 313, 356, Θρ. Κύπρ. Μ 271, 313, 324, Χρον. βασιλέων 1214, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 28, κ.α.· στενό, Σαχλ. Ά́ (Wagn.) PM 105, Σαχλ., Αφήγ. 42, 116, Χρον. σουλτ. 4326, Επιστ. 16. αι. 1476, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 55, Έ́ 1215, Στάθ. (Martini) Β́ 189, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 939, Φορτουν. (Vinc.) Β́ 467, Γ́ 741, κ.α.· στενό(ν), Γεωργηλ., Θαν. 68, 291, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 660, Φαλλίδ. (Παναγ.) 87, 129, Διγ. Άνδρ. 34734, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ. 1246, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 62v, Ροδινός (Βαλ.) 84, Λεηλ. Παροικ. 234, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 6111, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 6424, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. Ϛ́ 2 σημ., κ.α.
Το αρχ. ουσ. στενόν (L—S, λ. στενός). Ο τ. στενό και σήμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 798, Λουκά, Γλωσσάρ.).
1) Στενός δρόμος (κατοικημένης περιοχής), σοκάκι: Τα παραθύρια τα ψηλά, κυρά μου που καθίζεις,| συχνοδιαβαίνω το στενόν και δεν με αναντρανίζεις Ερωτοπ. 613· Περί του φουρκαλημάτου των στενών Ασσίζ. 2226· (σε προσωποπ.): Κλαι σας οι ρύμες άμετρα και τα στενά θρηνούσι Γεωργηλ., Θαν. 62· Γελούν τση χώρας τα στενά, κι οι στράτες καμαρώνου| όλα γροικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ́ 789. 2) Στενό πέρασμα θαλάσσιο η χερσαίο: τι πέραμαν εβάσταξεν και τι στενόν εκράτει |ο σαθροφόρος βασιλεύς, ο πάντων αμελήτης; Παρασπ., Βάρν. C 158· τα κάτεργά μας στέκονται και το στενόν κρατούσιν Παρασπ., Βάρν. C 151· (συχν. στον πληθ.): δι’ απελάτων ήκουσεν (ενν. ο Διγενής) άγαν ανδρειωμένων,| ότι κρατούσι τα στενά, ποιούν ανδραγαθίας,| και ζήλος ήλθεν εις αυτόν του ειδέναι εκείνους Διγ. Ζ 1556· δεν ημπορούσανε να περάσουνε από τα στενά της Καλλίπολης από εναντίον καιρό Χρον. σουλτ. 579· Σιμά προς τα παράγιαλα, Ανατολής το μέρος,| στης Μυτιλήνης τα στενά, στου Πογαζίου το μέρος Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 6144· (εδώ προκ. για το πέρασμα που οδηγεί στον Άδη): Παρακαλώ σε κλείσε τα (ενν. το στόμα και τους οφθαλμούς, τα θλιβερά ρουθούνια), και ποίσε να περάσω| γουργά του Χάρου το στενό, εκεί να μην αργήσω Θησ. Ί́ [418]. Η λ. ως τοπων.: Σφρ., Χρον. (Maisano) 13012. — Βλ. και στενός.στένωσις- η, Σταφ., Ιατροσ. 8228, 10284, 290, 11294, 296, Προδρ., Δεητ. 91, Ιατροσ. κώδ. φγ́, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 4014.
Το αρχ. ουσ. στένωσις (TLG). Η λ. στον τ. στένωση και σήμ.
1) Έλλειψη βασικών αγαθών, στέρηση: εις την Κρήτη ακόμα βρίσκονται, κει μέσα στα Χανία,| με πείνα και με στένωσιν και με περίσσαν βίαν,| διατί κλεισμένοι βρίσκονται απ’ όλες τες ιντράδες Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5560. 2) Δυσκολία: Πώς ουκ επλήσθης, άπληστε, και πώς ουκ εκορέσθης| εις τας τοσαύτας μου ποινάς και θλίψεις και στενώσεις,| τους πειρασμούς, τας φυλακάς, τας βίας, τας ανάγκας ...; Προδρ., Δεητ. 166. 3) Περιορισμός (εδώ: της διανοητικής ικανότητας)· σύγχυση, διαταραχή: Ο Ουγούτσιος είπεν: Η οκνιά κατεβαίννει απού στένωσιν της γνώμης και πάντα φέρνει θλίψιν Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 91. 4) (Ιατρ.) αναπνευστική δυσκολία, δύσπνοια: Γλύκισμα θαυμαστόν εις γέροντες ... εις στένωσιν και βοηθεί το εμφυτόν και τα υγρά διώκει Ιατροσ. κώδ. υζ́· Διά την δύσπνοιαν (ήγουν την στένωσιν) και τον βήχα Νικ. Ιεροπ., Εκδ. ιατρ. 13.στολή- η, Προδρ., Δεητ. 136, Καλλίμ. 129, Διγ. (Τrapp) Gr. 2505, Διγ. Ζ 1491, 2952, 2953, 3444, Οψαρ. 36113, Φλώρ. 22, 808, Ερωτοπ. 671, Αχιλλ. L 252 (έκδ. στόλη· διορθώσ.), Αχιλλ. (Smith) N 366, 1734, 1811, Αχιλλ. (Smith) O 745, Ιμπ. 466, Δούκ. 12111, 22733, Θησ. Β́ [234], Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 371, Απόκοπ.2 490, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 129, Αχέλ. 58, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 542, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 29, Πιστ. βοσκ. ΙΙΙ 6, 262, Διγ. Άνδρ. 3797, Eρωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β´ 169, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Γ́ 1070, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. β́ 134, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ μετά στ. 50, Διακρούσ. (Κακλ.) 1155, κ.α.
Το αρχ. ουσ. στολή (L-S, λ. στολάζομαι). Η λ. και σήμ.
1) α) Φορεσιά, ένδυμα, ρούχο (βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Β́2 20-21): Ευθύς ουν εξεπήδησεν ο Κατακρόμμυδος δισέντυτος, τρισέντυτος, μετά κοκκίνης στολής Πωρικ. (Winterwerb) III 69· β) μεταφ. β1) η θεία Χάρη: Εφάγασιν κι οι δυο (ενν. ο Αδάμ και η Εύα) απαυτού κι ευρέθησαν γδυμένοι,| κι η θεοΰφαντος στολή μ’ αυτούς δεν απομένει Χούμνου, Κοσμογ. 78· β2) το καινούργιο σώμα του ανθρώπου μετά την Ανάσταση των νεκρών: Της σάρκας έναι το λοιπό ίδιον της ν’ αποθαίνει (παραλ. 1 στ.) και ως κορνιαχτός να γίνεται, ώστα που να ’ρθει η κρίση| ν’ αναστηθεί με νέα ζωή, στολή και μ’ άλλη φύση Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 58 κριτ. υπ. 2) α) Διακριτική ενδυμασία ανάλογα με την εθνική καταγωγή, κοινωνική τάξη, αξίωμα, κλπ.: ήμειψε (ενν. ο αμιράς) την στολήν ευθύς περιβαλών ρωμαίαν,| θαυμαστόν επιλούρικον, χρυσόν ρεραντισμένον,| οξέον λευκοτρίβλαττον, γρύψους ωραϊσμένους Διγ. (Trapp) Gr. 865· φορεσιές να κάμουσι όμορφες θέλ’ ορίσει (ενν. ο αφέντης)| ξαργισιμιές και το κορμί όλο να σου στολίσει,| τα ρούχα τα χωριάτικα και τη στολή να ρίξει| και τότες ομορφύτερη του κόσμου να σε δείξει Πανώρ.2 Αφ. 43· Εγώ, κλωνάρι κι αδελφός Αυγούστου, εγώ η δόξα| του κόσμου και της βασιλειάς, όλοι οι εχθροί μου εμνόξα| να μην αφήσουσι στολή να βάλω ουδέ κορόνα,| στης τύχης τα γελάσματα να μ’ έχου στον αιώνα! Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 251· β) (ειδικ.) ιερατικό ένδυμα, άμφιο: ξανοίγει ο διάκων ... Και τότες θεωρεί και εβγαίνουσι ένας κλήρος ιερέων εντυμένοι στολές άσπρες ..., και πάλιν άλλος κλήρος ενδεδυμένοι στολές κόκκινες Μορεζ., Κλίνη φ. 359v (δις)· των ιερέων τας στολάς Θρ. αλ. 29· Ο Ιγνάτιος, έστοντας να ενδυθεί την αρχιερατικήν στολήν ... επήγε περπατώντας Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 8230. 3) α) Στολίδι: Ποιος είχε τέτοιον λογισμόν και νου, να το λογιάσει| η Αρχιστράτα τά φορεί και να τα λογαριάσει;| Τόσον λογάριν και καλό, στολές, μαργαριτάρια| εγέμασιν τα ρούχα της, τα χρήσιμα λιθάρια Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 715· β) (μεταφ., συν. σε προσφών.) στολίδι, καμάρι (βλ. και Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., στη λ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., στη λ.): Και συ, Κωνσταντινούπολις, πώς εκαταφρονέθης| και από γένος μιαρόν εκατακυριεύθης·| εχάθηκεν η δόξα σου, εχάθη κι η τιμή σου| και σε ορίζουν βάρβαροι τώρα με την πομπή σου| και πάτησαν τα τείχη σου και πήραν την στολή σου Ιστ. Βλαχ. 2379 (=·Γέν. Ρωμ. 21)· Αθούσα, ξόμπλι τσ’ ομορφιάς, στολή τω βοσκοπούλω Πανώρ.2 Γ́ 481· Αυθέντη, κράλη ευγενικέ, στολή των ανδρειωμένων Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 524· γ) (προκ. για ποιητικό κείμενο) ομορφιά, χάρη: Και ανέν και βρίσκεται άτεχνη (ενν. τούτη η κωμωδιά) και χοντροκαμωμένη,| και από ποιητικές στολές γδυμνή και ρημασμένη,| οι χάρες και επιστήμες σου θέλουσι τηνε ντύσει,| και φορεσές το σκέπος σου θέλει τηνε στολίσει Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 40.στρέβλωσις- η.
Το μτγν. ουσ. στρέβλωσις. H λ. στρέβλωση και σήμ. με διαφορ. σημασ.
1) Ο βασανισμός με στρέβλη (βλ. ά.): ο Γκιώνης ακολουθών αυτούς κατά κράτος νικά και εις χείρας αυτού ο δεσπότης εξέδοτο ... και εις δεσμά και στρεβλώσεις μετά των αρχόντων αυτού αποκλείει εν τῃ φρουρᾴ Ιστ. Ηπείρ. XXXIX8. 2) (Γενικ.) βασανιστήριο, μαρτύριο: Πόσας ανάγκας έπαθον, πόσας υπέστην βίας,| πόσας υπέστην συμφοράς και μάλλον ατιμίας,| και νυν ευρείν ελπίζουσα της αθυμίας λύσιν| μάλλον ευρίσκω τον δεσμόν σφιγγόμενόν μοι πλέον| |και πάσχω πάλιν φυλακήν και στρέβλωσιν και βίαν Προδρ., Δεητ. 22.συμπάθεια- η, Λόγ. παρηγ. L 703, Προδρ., Δεητ. 6, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 160, Καλλίμ. 1849, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 241, 243, Λίβ. διασκευή α 422, Λίβ. Va 384, Μαλαξός, Νομοκ. 401, Κανον. διατ. Α 1262, Β 379, 620· Διήγ. ωραιότ. 72, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 376· συμπαθεία, Ερμον. Η 328.
Το αρχ. ουσ. συμπάθεια (TLG). Ο τ. μτγν. (TLG, γρ. ‑ία). Η λ. και σήμ.
1) α) Κατανόηση και συμμετοχή στον πόνο και τη δυστυχία του άλλου, συμπόνια: Έναι γαρ τούτο ασυμπάθητον και έξω του αποστολικού κανόνος· εκείνος οπού έναι άξιος συμπαθείας διά το πάθος της ασθενείας, να τον εκατακρίνεις ως ανάξιον Μαλαξός, Νομοκ. 180· β) (προκ. για το Θεό) έλεος: Εάν γίνεται ότι ... έσφαξεν (ενν. τις άνθρωπος) και τους δύο, τουτέστιν την συμβίον του και τον φίλον της, το δίκαιον κρίνει ... ότι εκείνος ... να ένι κίτες ... κατά την ασσίζαν του ρε Αμαρήν, του ποίου ο Θεός να ποιήσει αληθινή συμπάθειαν Ασσίζ. 4774· ο Πάυλος οπού πηγαινάμενος εις την Δαμασκόν ... ήκουσεν «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;» ευθύς έπεσεν κάτω και εζήτα συμπάθειαν και ομού γνώμην τι να κάμει Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 146· γ) ανοχή, επιείκεια: Ο δε λς́ κανών λέγει, ότι των στρατιωτών, οπού υπάσιν εις πόλεμον και αφανισθούσιν, αι γυναίκες, αν επάρουσιν άλλους άνδρας, έχουσι τινά συμπάθειαν Νομοκριτ. 69· Εάν τις πέσει εις καλογραίαν ή εις παπαδιάν ή εις διακόνισσαν επιτιμάται εις τον αφορισμόν, κατά δε πολλήν συμπάθειαν χρόνους ί ακοινώνητος και μετανοίας ν́ το πρωί και ν́ το εσπέρας Κανον. διατ. Α 923. 2) α) Καλή διάθεση, θετικό συναίσθημα απέναντι σε κάπ.: « ... Λοιπόν, τέκνον μου, λέγε μοι πεπαρρησιασμένως,| και είτι χρήζεις, δώσω σοι εξ εμής βασιλείας».| Ο δε Ακρίτης προς αυτόν δουλικώς απεκρίθη·| «Καλώς έχοιο, δέσποτα, μετά και του στρατού σου,| εμοί γαρ ικανή εστιν η συμπάθεια μόνη.| Τας δωρεάς και τας τιμάς, άσπερ μοι βούλει δούναι,| παράσχου ταύτας, δέσποτα, πένησι στρατιώταις ...» Διγ. Z 2346· Ο δε Τζινεήτ πολλά συμβουλεύσας του ποιήσαι καταπειθή τον άνδρα του καταδιώξαι οπίσω αυτών, ουκ ηνέσχετο, το μεν διά την άκραν αυτού συμπάθειαν, το δε και φοβούμενος αεί τας ραδιουργίας του Τζινεήτ Δούκ. 12132‑33· β) ανταπόκριση, ανταπόδοση: Συμπάθειαν εύρες (ενν. Μαρία) και μισθόν με τόσην σπλαχνοσύνην,| τήν έδειξες εις τον Ιησούν με την ταπεινοσύνην Σκλέντζα, Ποιήμ. 199. 3) Μετριασμός ποινής, χάρη: ιδούσα (ενν. η δέσποινα) τον Μιχαήλ έκλαυσεν ελεήσασα αυτόν και δραμούσα τρέχει προς τον βασιλέα και παρεκάλει αυτόν ... ως αν χαρίσηται τούτον αυτῄ και μη τυφλώσει αυτόν. Και ο βασιλεύς πέμπει ... συμπάθειαν του μη τυφλωθήναι ... Τούτον ουν λαβών υπέστρεψε και εις τον πλησίον του παλατίου κτισθέντα πύργον εκεί τούτον εφυλάκισε Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 240. — Βλ. και συμπάθειος, συμπάθιον.σώζω,- Σπαν. A 517, Σπαν. O 205, Γλυκά, Στ. 418, Προδρ., Δεητ. 184, Κρασοπ. (Eideneier) V 65, Διάτ. Κυπρ. 5077, Ελλην. νόμ. 56010, Ασσίζ. 2914, 36310, Ιερακοσ. 50325, Διγ. (Trapp) Gr. 2462, Διγ. Z 2903, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1154, Ερμον. Ω 72, Χρον. Μορ. H 2582, Χρον. Μορ. P 8945, Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 204, Απολλών. (Κεχ.) 257, Λίβ. διασκευή α 2954, Λίβ. Esc. 2439, Λίβ. Va 2248, Αλφ. ξεν. Αμ. (Μαυρομ.) 81, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 298, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 366, Συναξ. γυν. 67, Κορων., Μπούας 66, Δεφ., Λόγ. 524, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΘ΄ Υπόθ., Αξαγ., Κάρολ. Έ́ 1094, Αχέλ. 1305, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 411, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 858, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 21119, Ιστ. πατρ. 1185, Μορεζ., Κλίνη φ. 378r, Ιστ. Βλαχ. 2041, Λίμπον. 178, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 306, Διγ. O 566, Διακρούσ. (Κακλ.) 1048, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 8907, κ.π.α.· μέσ. σώζουμαι, Ελλην. νόμ. 5652· υποτ. παθητ. αορ. σωστώ, Ασσίζ. 47516· μτχ. μέσ. ενεστ. σωζάμενος, Επιστ. 16.-17. αι. 142.
Το αρχ. σώζω. Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. 1) α) Γλυτώνω κάπ./κ. από θάνατο, κίνδυνο, βλάβη, καταστροφή, κ.τ.ό.: «Άφες την κόρην» λέγοντες «και σώσον τον εαυτόν σου·| ειδ’ ου, κερδίσεις θάνατον απείθειαν ως έχων» Διγ. (Trapp) Gr. 2464· Ω θαυμαστέ Μερκούριε, έρκος και φυλακή μας,| όπου μας σώζεις την ζωήν κι αυξάνεις την τιμήν μας Κορων., Μπούας 61· πολλάκις δέκα| γενναίοι κύνες, υλακήν μεγάλην εμποιούντες,| όλας αγέλας έσωσαν ποιμνίων από λύκων Βίος Αλ. (Aerts) 2656· β) απαλλάσσω, λυτρώνω κάπ. από δυσάρεστα συναισθήματα: έμεινα εις την έρημον και επεριπάτουν εκεί δεχόμενος τον Θεόν να με σώσει από τον φόβον οπού είχα και από την ταραχήν να μην πέσω εις αμαρτίαν και απολεσθώ Ιστ. Βαρλαάμ 392. 2) (Θεολ., προκ. για τη σωτηρία του ανθρώπου): Ο βασιλεύς των ουρανών επί της γης εφάνη,| επ’ αληθείᾳ άνθρωπος, αλλ’ ουκ εκ φαντασίας·| χρόνους πολλούς εποίησεν ένεκεν γαρ ανθρώπου,| ότ’ εβουλήθη άπαντας σώσαι εκ του μη όντος Αλφ. ξεν. Αμ. (Μαυρομ.) 86· Αυτούνο το παιδίν ... (παραλ. 1 στ.) αυτούνος έναι Υιός Θεού ... (παραλ. 1 στ.) Και όταν αυτούνο καταβεί τον κόσμον διά να σώσει,| αυτούνος έν’ το έλεος, νεόν νόμον να δώσει Χούμνου, Κοσμογ. 363· (προκ. για τον πνευματικό αγώνα του ανθρώπου για τη σωτηρία της ψυχής του): εκείνοι (ενν. οι άγιοι) εγκρατεύονταν εις όλην την ζωήν τους,| ποτέ κρασί δεν έπιναν να σώσουν την ψυχήν τους Ιστ. Βλαχ. 2126. 3) Διατηρώ κ. ασφαλές, διαφυλάττω, διασώζω: καθόλου το σώμα σώζεται με χορτασμόν και κένωσιν, η δε ψυχή με κόπον και ανάπαυσιν Σοφιαν., Παιδαγ. 113· Γιαύτος σου λέω, Βενετιά, ποτέ να μη με δώσεις,| ούτε ποτέ μη μ’ αρνηθείς, μα κράτει εμέ (ενν. την Κρήτη), να σώσεις| τη φήμην οπού σου ’χανε στον κόσμον και γροικάται,| κι Αγαρηνός σε σκιάζεται και πλήσια σε φοβάται Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 39120. 4) (Νομ.) επικυρώνω: πληρουμένων των δέκα ημερών, σώζεται η απόφασις και βάλλεται εις νομήν· και γράφει ο νοτάριος και δίδει την απόφασιν εις ό,τι μέρος την ζητήσει Ελλην. νόμ. 52320. 5) Έχω τις απαραίτητες οικονομικές (και κοινωνικές) δυνατότητες: Ας το διακρίνει, αφέντη μου, το κράτος της βασιλείας σου,| προς την ουσίαν του καθενός όπου είμεθεν ενταύτα| να δώσει να εξαγοραστεί, ’κ την φυλακήν να έβγει.| Κι αν θέλεις τούτο, δέσποτα, άγιε βασιλέα,| να βιαστούμε ο καθεείς τό δύναται και σώζει Χρον. Μορ. P 4298· να δέχεσαι έκαστον προς την τάξιν του και την αρετήν του, ίνα μήτε οι άρχοντες υβρίζουσι τους αρχομένους, μήτε οι αρχόμενοι τους άρχοντας. Έξευρε ουν έκαστον εις τι σώζει και σύρνε τον εκεί, ίνα μη κεφαλατικεύουσιν τα ελάφια τους λέοντας, αλλά μάλλον οι λέοντες τα ελάφια Βασιλ. Κεφάλ. Παραιν. 119· Ειδέ δεν στρέξουσιν οι γονείς του κοριτσίου να ευλογήσουσι το παιδί τους με τον άνδρα οπού το έφθειρε, αν έχει βίον και σώζει, να δώσει του κοριτσίου οπού έφθειρε εκατόν πενήντα φλουρία Νομοκριτ. 73. 6) (Αμτβ.) φτάνω κάπου: ρίψαντες σίδηρα εστάθησαν (ενν. τα καράβια) τοσούτον από της γης, όσον μη σώζειν σαγίταν εντός Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 38· Τῳ κγῳ’ έτει Μαρτίῳ ... έσωσεν (ενν. ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ) εν τῳ λιμένι των Κεχρεών Σφρ., Χρον. (Maisano) 101. 7) Καταφέρνω να εξομοιωθώ στις επιδόσεις με κάπ. (που υπερτερεί): Περνάς τον Πάρη στες ’μορφιές, τον Σολομών στην γνώση,| άνθρωπος δεν ευρίσκεται στον κόσμο να σε σώσει Κορων., Μπούας 151· Όλ’ οι Ρωμαίοι μια μεριά, δεν δύνονται να σώσουν| την αφεντιά σου, ουδεποσώς το καν εις το μισό σου Κορων., Μπούας 151. 8) (Για αριθμό, ποσό κ.τ.ό.) συμπληρώνω: αν σε λείψει τίποτες και χάσεις το εδικόν σου,| και σώζουσιν οι φίλοι σου εξ όσο οπού σε λείπει Σπαν. (Ζώρ.) V 314· σώζοντες τον αριθμόν, ίνα σαφώς εξείπω,| άπαντες τριακόσιοι αρμάτων εμπλησμένοι Διγ. Z 2900. 9) (Τριτοπρόσ.) είμαι αρκετός, επαρκώ: Αλήθεια, δίδεις με πολλά, πλην αν τα συμψηφίσεις,| τετράμηνον ου σώζουν με, ψυχοκρατούν ουδόλως Προδρ. (Eideneier)2 Β́ 25· Λοιπόν, εξάφες τα πολλά, ...| σώζουν σε τά επάσχισες τους παροπίσω χρόνους·| χάρησε, ζήσε τον καιρόν, όσον απάρτι ζήσεις,| με την χαράν, με την τρυφήν, με την ευημερίαν Λίβ. διασκευή α 4444· η ρόγα που έλαβαν ουδέν τους σώζει μόνη| του να πληρώσουν τ’ άρματα και τ’ άλογα που αγοράσαν,| διά να έλθουσιν τιμητικά εδώ στην χρείαν όπου έχεις Χρον. Μορ. H 8945· μόνην με καταλείψατε, μόνην εμέ αφήτε,| εμένα μόνην μοναχήν και με καυχίτσαν μίαν.| Αυτή και το τραπέζιν μου, αυτή και την στρωμνήν μου| και πάσαν μου ανάπαυσιν σώζει να την δουλεύει Καλλίμ. 2416. 10) (Απρόσ.) α) φτάνει, αρκεί: Και μόνον δεν τους έσωζεν να εβγάλουν την ψυχήν σου,| αμή έκοψαν τα κάλλη σου και αγνώριστος υπάρχεις Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 106· Και λέγω σου· σώζει σε εις την Ανατολήν να βασιλεύεις. Και της Περσίας το φουσσάτον ... όριζε, το δε εκ την Δύσιν άπεχε Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1572‑3· πρεσβύτερος οπού να έλαβε γυναίκα και ευρέθη συγγενής αυτού, ... ούτε κρυφώς ούτε φανερώς να τολμήσει να ευλογήσει ούτε να μεταλάβει τινάν άνθρωπον, ότι σώζει αυτόν μόνον να καθέζεται εις την καθέδραν των ιερέων, ουχί άλλην εκκλησιαστικήν υπηρεσίαν να υπηρετεί Μαλαξός, Νομοκ. 164· β) είναι δυνατό, είναι εύκολο: ην ιδείν πάντας ομού, άνδρας τε και γυναίκας,| εξελθόντας εις απαντήν μετά της στρατηγίσσης,| ώστε μη σώζειν ευχερώς τούτους απαριθμήσαι Διγ. (Trapp) Gr. 926. 11) Μπορώ, κατορθώνω να κάνω κ.: των χριστιανών οι αρχιερείς και ιερείς, όσους αφορίζουν νομίμως εις πταίσιμον οπού να σφάλουν και δεν σώζουν ζώντας τους να διορθούν ... εις εκείνον το πταίσιμον οπού αφορίσθησαν, η γης δεν λύει το κορμί εκείνο του αφορισμένου Ιστ. πατρ. 1185. II. Μέσ. 1) Γλυτώνω από θάνατο, κίνδυνο, βλάβη, καταστροφή, κ.τ.ό.: ήσαν γαρ νήαι απολειφθείσαι και οι ναύαρχοι αυτών φυγόντες συν ταις άλλαις ναυσίν εσώζοντο Δούκ. 37328· Οι βάρκες εκ των μπουμπαρδών τες τρύπες εβουλούσαν,| και τα φουσσάτα των Τουρκών στανιό τους κολυμπούσαν,| κι ετότε άλλοι πνίγονταν και άλλοι, για να σωθούσι,| πλέγοντες εξετρέχασιν σε βάρκα ν’ ανεβούσι Αχέλ. 1740· Ήρπασαν γαρ και ηφάνισαν τα του κάστρου εκτός· όσοι γαρ έφθασαν εμβήναι έσω ούτοι μόνον εσώθησαν Έκθ. χρον. 8017. 2) α) Διατηρούμαι, διαφυλάσσομαι, παραμένω: έχει την σήμερον χρόνους τόσους και ου δύναται συναφθήναι μετ’ εμού καθώς και οι έτεροι άνδρες, αλλ’ ουν σώζομαι παρθένος μέχρι την σήμερον Ελλην. νόμ. 5313· β) υπάρχω: ο μέγας ούτος βασιλεύς εθέσπισε να λαμβάνει χειροτονίαν επισκόπου και να είναι ομού ηγούμενος και επίσκοπος, να έχει και τα δύο ταύτα αξιώματα· και πρεπόντως, διά να σώζονται εις ένα υποκείμενον, το του ηγουμένου, δύο αξιώματα, ηγεμονίας και ιεραρχίας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 177. 3) (Θεολ., προκ. για τη σωτηρία του ανθρώπου): Τα μοναστήρια των Φραγκών όμοιως και των Ρωμαίων| ... παρακαλούσιν| τον Βασιλέαν των ουρανών, νυχτός τε και ημέρας,| να σώζονται οι χριστιανοί οπού ’ναι βαφτισμένοι Χρον. Μορ. Ρ 7781· Και του είπεν (ενν. ο Ιωάσαφ): «Ποία ζωή να κάμνω διά να σωθώ;» Και ο Βαρλαάμ: «Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός επαράγγειλεν ότι όποιος θέλει να σωθεί, να αποθάνει πτωχός και να μετρά τον θάνατον, πως έχει να αποθάνει, και πως ο Ιησούς Χριστός έχει να κρίνει ζώντας και νεκρούς» Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 1097, 8· ελογιάσασιν (ενν. πολλοί άλλοι) πως ημπορούσι να σωθούσι χωρίς εξομολόγησιν, το οποίον είναι αδύνατον Μορεζ., Κλίνη φ. 453r. 4) (Νομ.) απαλλάσσομαι από κατηγορία, αθωώνομαι· (εδώ προκ. για απαλλαγή μετά από θεοκρισία): το δίκαιον κρίνει και κελεύει ότι εφειδήν βάνει τον θεόν μάρτυρα, ότι χρή να βαστάξει ... την τζουίζαν, και αν σωστεί εκ της τζουίζας εντέχεται να μείνει ελεύτερος με το κείμενον παρά εκείνου του φόνου Ασσίζ. 47516. 5) Προλαβαίνω· καταφέρνω να κάνω κ.: άπελθε, επισύναξον τους φυγείν σωζομένους| και ανδραγάθει συν αυτοίς δυνατώς Διγ. (Trapp) Gr. 2979. Φρ. να σωθείς = σε παρακαλώ (πβ. νεοελλ. φρ. να χαρείς/ να ζήσεις): Πάλιν την γραίαν λέγουν:| «Λέγε μας, μάννα, να σωθείς, λόγον μηδέ μας κρύψεις».| Και πάλιν η κακόμοιρος η μάγισσα η γραία| ήρκεψεν την υπόθεσιν διά να μας διηγείται Λίβ. Va 2582· Λοιπόν, κερά μου, να σωθείς, εις τούτο δίδαξέ με,| είντα να ποίσω ο ταπεινός, τα κοσμικά ν’ αφήσω Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1505· Εντρέπου, κύρη, να σωθείς· εντρέπου καν ολίγον,| ουκ είσαι χωρικούτσικον ουδέ μικρόν νινίτσιν Προδρ. (Eideneier)2 Á́ 193. Η μτχ. μέσ. ενεστ. σωζάμενος ως επίθ. = «φτασμένος»· επιφανής, καταξιωμένος: είναι νέος, αληθινά ... ενάρετος, φιλομαθής, καλά γεννημένος, σωζάμενος εις τον τόπον του Επιστ. 16.-17. αι. 142. Το αρσ. της μτχ. μέσ. ενεστ. σωζόμενος ως ουσ. = (θεολ.) ο λυτρωμένος άνθρωπος: διά της χάριτος της Παρθένου Μαρίας όχι μόνον την άφεσιν των αμαρτιών του εύρεν (ενν. ο άρχων εκείνος), μα ηξιώθη και ... έτυχεν εις την συντροφιάν των σωζομένων Μορεζ., Κλίνη φ. 175r· έκφρ. πόλις σωζομένων = η Νέα Ιερουσαλήμ, ο παράδεισος: Δι’ αύτους οπού σέβονται Χριστόν εσταυρωμένον,| που θέλουσιν αξιωθείν εις πόλιν σωζομένων Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 3280. Η γεν. της μτχ. μέσ. ενεστ. σωζομένου σε επιρρ. χρ. = α) με την προϋπόθεση, με τον όρο ότι/να ...: όταν πλεονάζει εις σε ξανθή χολή μάλλον μετά αίματος, πρώτον μεν την φλεβοτομίαν παραλάμβανε, είτα την κάθαρσιν, σωζομένου ότι να φανώσι σημεία της πέψεως εις τα ούρα Επιστ. ιατρ. ποδ. 69· Οι Ουγγροί έστειλαν ίσως αποκρισιαρίους λέγοντες ότι: «σωζομένου του να έχητε και μετά της Πόλεως αγάπην, εποιήσαμεν και ημείς μεθ’ υμών την αγάπην· ειδ’ ου, θέλομεν την χαλάσειν» Σφρ., Χρον. (Maisano) 1409‑10· β) σύμφωνα με ...: να ποίσουν προς τον πρίγκιπαν, σωζομένου του όρκου,| την πίστιν γαρ και την λιζίαν, όπου χρεωστούν του ρήγα Χρον. Μορ. P 8636· Ταύτα δε λέγω σωζομένου του δικαίου, και τα εξής, προβάλλομαι δε του αυξήσαι και ελαττώσαι Ελλην. νόμ. 5171· έκφρ. σωζομένου της τιμής μου = στο λόγο της τιμής μου, στην τιμή μου (πρόκ. για μετάφρ. του γαλλ. honneur gardé· βλ. Dawkins [Μαχ. II σ. 269]): Ο ποδέστας ... εσύντυχεν με καλήν τάξιν και γλυκεία λογία, και είπεν τους άρχοντες: «Από τό ξηγάσθε ότι ... δεν εθέλησα να ποίσω δίκαιον, σωζομένου της τιμής μου απαρχής η αφεντία του ρηγός όρισεν και εθανατώσαν πολλούς πραματευτάδες Γενουβήσους εις την όρεξίν του ...» Μαχ. 3224· γ) εκτός από· εξαιρουμένου ...: Εάν μου αφήσει η γυναίκα ... την προίκαν της ..., χρεωστεί, εάν έναι διάκων, να κρατεί την προίκαν έως χρόνον, και, εάν δευτερογαμήσει, στρέφει την προίκαν, σωζομένου του τετάρτου, ήγουν του κάσσου· ειδέ γένεται ο διάκων ιερεύς ή καλόγερος, κερδαίνει την προίκα όλην Ελλην. νόμ. 57927. Η μτχ. παρκ. σωσμένος ως επίθ. = 1) (Θεολ.) που έχει λυτρωθεί από την αμαρτία: Ακόμη θέλω να σας πω διά τες ευλογημένες| γυναίκες άξιες της τιμής και της ψυχής σωσμένες Βεντράμ., Γυν. 213. 2) (Νομ.) απαλλαγμένος από κατηγορία, αθώος: και αν μένει σωσμένος παρά της τζουίτζας, εντέχεται ούτε να κριθεί Ασσίζ. 3496. Η μτχ. μέσ. ενεστ. Σωζόμενος ως κύρ. όν.: Σεβήρ., Διαθ. 19179. — Βλ. και σώνω.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Πρόδρ. (Legr.) 78, Προδρ., Δεητ. 53. Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙΙ 1f (χφφ. ΗS) (κριτ. υπ.), Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 6104, Φυσιολ. (Legr.) 784· ανεζωώ, Φυσιολ. (Legr.) 819.