Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- γεύμα(ν)
- το, Σταφ., Ιατροσ. 491, Προδρ., Ανέκδ. ποιημ. 3326, Προδρ. I 201, 234, III 140, IV 58, Κρασοπ. 71, Ερμον. Φ 335, Πουλολ. Αθ. 196, Φλώρ. 1287, 1486, Περί ξεν. A 182, Λίβ. N 1345, Αχιλλ. N 177, Κορων., Μπούας 44· γέμα(ν), Φλώρ. 1468, Σαχλ., Αφήγ. 515· γιόμα(ν), Σπαν. (Ζώρ.) V 455, 610, 630, Βέλθ. 1053, Φλώρ. 1460, Περί ξεν. V 182, Ερωτοπ. 255, Αχιλλ. N 960, Μαχ. 1440, 1621, 4425, Αρμούρ. 106, Σκλέντζα, Ποιήμ. 127, 71, 83, Βουστρ. 431, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 298, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 29, Σαχλ., Αφήγ. 574, Βεντράμ., Γυν. 23, Φαλλίδ. 15, Βοσκοπ. 366, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. α΄ 121, Δ΄ 398, Ζήν. Πρόλ. 198, Ε΄ 29, 75, 118, Διακρούσ. 7723 (γεν. εν. γιομάτου), κ.α.
Το αρχ. ουσ. γεύμα. Ο τ. γέμα και στο Du Cange (λ. γεύεσθαι). Η λ. και οι τ. της και σήμ. (Δημητράκ., λ. γεύμα, γέμα και γιόμα).
1) Το πρόγευμα (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. γιόμα 1): το πουρνόν, υιούτσικε, καλόν γιόμα τού κάμνει Σπαν. (Ζώρ.) V 610. 2) Το μεσημβρινό φαγητό, γεύμα (Η σημασ. στον Ευστ., Steph., Θησ., 591D και σήμ., Δημητράκ., λ. γιόμα 1. Βλ. και Θαβώρ., Προσδιορ. ημερον. 98): εις γιόμα τον εκάλεσεν την επιούσα ημέραν Φλώρ. 1460· εκάλεσεν ομάδι| ’ς τούτο το γιόμα Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. α΄ 121. 3) Το μεσημέρι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. γέμα 2 και γιόμα 2. Βλ. και Θαβώρ., Προσδιορ. ημερον. 98): πρι να φτάσει το γιόμαν να ’ρίσεις να τους σκοτώσουν όλους Μαχ. 1440· Η κόρη δε το δείλινον, ώραν από το γιόμαν Αχιλλ. N 960.δίφθογγος,- επίθ., Προδρ., Ανέκδ. ποιημ. 3324, Προδρ. IV 206 (έκδ. δεύτερον· διόρθ. Μπουμπ., Αθ. 67, 1963/64, 133).
Το μτγν. ουσ. δίφθογγος ως επίθ. Η λ. και στον Κατσαΐτ., Ιφ. Β́ 248.
(Προκ. για λέξη) που έχει δίφθογγο ή που επαναλαμβάνεται δυο φορές: Πολλά την είπον, πείνα μου, δίφθογγον να σε γράφω Προδρ., Ανέκδ. ποιημ. 3324· Πείνα μου, πάλιν πείνα μου και δίφθογγο σε γράφω Προδρ. IV 206.ζυμώνω,- Προδρ., Ανέκδ. ποιημ. 3321, Ορνεοσ. 58327, Περί ξεν. A 241, Λέοντ., Αίν. I 82, 166, Τζάνε, Κρ. πόλ. 3617.
Το αρχ. ζυμόω. Η λ. και σήμ.
Ζυμώνω: γληγόρεψε τριών κιλών αλευριού σιμιδάλι, ζύμωσε και κάμε πίτες Πεντ. Γέν. XVIII 6· έφερνεν κι ένα σχοινί με τέχνην σκεπασμένον,| μέσα εις το μπουρέκιον το είχε ζυμωμένον Ιστ. Βλαχ. 738· (μεταφ.): άλλοι (ενν. ήσαν) άπαξ άθεοι, άλλοι εικονομάχοι,| σχισματικοί και ασελγείς, με φθόνον ζυμωμένοι Θρ. Κων/π. Βαρβ. 19.μετριάζω, (I),- Γλυκά, Στ. 242, Προδρ., Ανέκδ. ποιημ. 3327· μιτριάζω, Γεωργηλ., Θαν. 521· μιτριγιάζω.
Το αρχ. μετριάζω. Ο τ. μιτριάζω στο Du Cange Appendix, λ. μητριάζειν και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 660, λ. μητριάζω και Πιλαβάκης, Πρακτ. Α′ Κυπρ. Σ Γ΄ β΄ 283) και στη Χίο (Κριαρ., ΔΧρ.ΑΕ, περ. δ΄, τ. 10, 1980-81, 79). Ο τ. μιτριγιάζω με επίταση της συνίζησης (Κριαρ., ΔΧρ.ΑΕ, περ. δ΄, τ. 10, 1980-81, 78). Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. Α´ Αμτβ. 1) Είμαι μετριόφρων, ταπεινώνομαι: μάλιστα να μετριάζει εις τους ανθρώπους της ως άνθρωπος Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 3514· ίνα κατ’ αρετήν τινάς πείσω συζήν και μετριάζειν εν προσώπῳ Χριστού Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1125. 2) Αστειεύομαι, χαριτολογώ: Το λέγεις, Λίγκε, αληθινά ή τάχα μετριάζεις; Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [65]· τον βραχίονα αυτής (ενν. της Θεανώς) γυμνόν τις ιδών μετριάζων είπεν: «καλός ο βραχίων» Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 157. 3) Διασκεδάζω, παίζω (Για τη σημασ. βλ. Αλεξίου [Διγ. Esc. σ. 227]): απότι αναπαύθημαν, έδοξέ μας μετριάζειν| και όλοι σας ανατρέχετε απέσω εις <το> ποτάμιν Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1719. 4) Συμβιβάζομαι: εκείνος εζήτησεν γράσαν τάρμε οκτώ μέρες … και ο ρήγας απιλογήθην ίτσου μετριάζοντα μιτά του … να του έδωκεν έναν εγγυτήν … και ήτον κουντέντος να του ποίσει την γράσαν Άνθ. χαρ. 29630-1. 5) Μειώνομαι σε ένταση: η ορμή των ατάκτων και Θεόν μη φοβουμένων μετριάζεται και συστέλλεται φόβῳ των κρατούντων Ευγ. Ιωαννουλ., Επιστ. 2019. Β´ (Μτβ.) (με γεν.) ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω: Έργαστε, καταπώς γροικώ, εσύ μου μετριάζεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1428 ]· δεν είπα τίποτας κακό, αμέ εμιτρίγιασά σου,| γιατί τα μασκαρέματα ’ρέγεται η αφεντιά σου Στάθ. (Martini) Β́ 163. IΙ. Μέσ. 1) Αστεΐζομαι, χωρατεύω: μετά τούτο όρισεν (ενν. ο Λέων) ίνα μετριασθώσιν να συντυχαίνει μόνος είς, ν’ απιλογείται άλλος Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 115 κριτ. υπ. 2) Χαριεντίζομαι (ερωτικά): διά να μετριάζομέστεν οι δύο μας ως νέοι,| να παιγνιδοπαίζομεν οι δύο μοναχοί μας Λίβ. Esc. 3258.ολιγοθυμώ,- Προδρ., Ανέκδ. ποιημ. 3, Ημερολ. 127, 131, Λίβ. P 2134, Λίβ. Esc. 3738, Λίβ. N 2771, 3094, Αχιλλ. N 897, 1070· λιγοθυμώ, Κρασοπ. (Eideneier) S 137, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 194, 1864, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 14141 (Δωδώνη 5 1976, 367), Ιατροσ. κώδ. ϡϟϚ́ Φλώρ. 995, Ερωτοπ. 216, 217, Λίβ. P 2317, Λίβ. Esc. 3105, 3739, 3834, 3837, Λίβ. N 3088, 3170, Αχιλλ. L 771, 783, Αχιλλ. N 1078, 1397, Αχιλλ. O 469, Ιμπ. 294, 799, 878, Ch. pop. 165, Πηγά, Χρυσοπ. 119(30), Διγ. Άνδρ. 41014· μτχ. παθητ. παρκ. λιγοθυμημένος, Διγ. O 2610· λιγοθυμισμένος, Ιμπ. (Wagn.) 762· ολιγοθυμημένος, Ιμπ. (Legr.) 974.
Από το επίθ. *ολιγόθυμος (Βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 225)· κατά Ανδρ., Λεξ., λ. λιγοθυμώ, από το λιποθυμώ με παρετυμολογική επίδρ. του επιθ. ολίγος (Βλ. και Φιλ., Θρακ. 4, 1933, 289, λ. λιγοθυμώ). Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. Τ. ’λλιοθυμώ στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β́ 637). Η λ. τον 8. ή 9. αι. (Lampe, Lex., λ. ολιγοθυμέω) και στον Αχμέτ, Ον. 12619.
1) α) Χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ: την δέ ημέραν, τους εσκέπαζε (ενν. ο Θεός τους Εβραίους) με ένα σύννεφον, να μην τους καυματίζει ο ήλιος, να ολιγοθυμούσι Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 35· εκείνος (ενν. ο Διγενής) έπεσεν, στην γην κάτ’ απλωμένος| κι εκείτουντον ο ταπεινός σαν λιγοθυμημένος Διγ. O 2610· εκ του πόνου του πολλού λιγοθυμά καί πίπτει Βέλθ. 77· πάραυτα ετρόμαξεν, λιγοθυμά και πέφτει Λίβ. Esc. 3734· β) (εδώ από πείνα· πβ. Georgac., Αφ. Τριαντ. 524): λιγοθυμώ, λιγοψυχώ από πολλής μου πείνας Προδρ. (Eideneier) III 105· γ) (σε σχ. υπερβολής): για σεν λιγοθυμώ,| κερά μου, όντα σε θυμηθώ Αγν., Ποιήμ. Β 49· η κόρη ελιγοθύμησεν στ’ αγούρου τες αγκάλες Αχιλλ. L 1080· δ) (με υποκ. τη λ. ψυχή): σπαράσσεται η καρδία του (ενν. του Λίβιστρου), λιγοθυμά η ψυχή του Λίβ. Esc. 3735. 2) Εξασθενώ, χάνω τις σωματικές μου δυνάμεις: ελαβώθην εν τῳ μήρῳ| και δεινώς λιγοθυμήσας| έπαυσεν του πολεμίζειν Ερμον. Κ 289. 3) Λιποψυχώ, χάνω το κουράγιο μου: Μηδέν βαραίνεσαι ποτέ, μηδέν λιγοθυμήσεις,| μηδέ ποτέ σου στον Θεόν κάμε μη βλασφημήσεις Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1863]· έπαθες τόσας συμφοράς ...| και ουδέν ελιγοθύμησες Λίβ. P 2417· λιγοθυμεί, λιγοψυχεί και αυτή γλυκοφιλεί τον,| κλαίουν, βρυχούνται και οι δυο Βυζ. Ιλιάδ. 314. 4) α) Επιθυμώ πολύ, λαχταρώ (Για τη σημασ. βλ. Ανδρ., Σημασ. εξ. 55): ψυχή γαρ ερωτότρωτος ... (παραλ. 1 στ.) ... εις τό ποθεί ολιγοθυμεί να μάθει τι επεσέβη Λίβ. Esc. 3725· Ακούσας ταύτα ο Φλώριος σπαράσσεται η καρδιά του,| λιγοψυχά, λιγοθυμά να μάθει διά την κόρην Φλώρ. 1252· β) (εδώ προκ. για ερωτικό πόθο): Σαν είδε η κεράτσα του δεν είχε τό πεθύμα,| διατί την ενεγύριζεν (ενν. ο Ιωσήφ) κι εκείνη λιγοθύμα,| ξεμοναχεύει εις μοναξάν και αυτόν περιλαμπάνει Χούμνου, Κοσμογ. 1666. — Βλ. και ά. λιποθυμώ.πείνα- η, Προδρ., Ανέκδ. ποιημ. 4, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 89, 115, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 47, 387, Σαχλ., Αφήγ. 304, Σφρ., Χρον. (Maisano) 764, Κορων., Μπούας 12, 17, 147, Πεντ. Γέν. XII 10, XLI 56, XLII 19, XLVII 4, Δευτ. XXVIII 48, Κώδ. Χρονογρ. 6129, Πηγά, Χρυσοπ. 132 (23), Πανώρ. Πρόλ. 87, Λίμπον. 521, Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 115, 233, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 20618· γεν. εν. πείνα, Εβρ. ελεγ. 160· πεινάς, Πεντ. Δευτ. XXXII 24.
[Το αρχ. ουσ. πείνα. Η λ. και σήμ.]
1) Έντονη ανάγκη για τροφή: Ερμον. Ω 289, Πανώρ. Δ́ 148· (εδώ σε γεν. ή σε εμπρόθ. προσδ. με το ρ. λιγώνομαι): τάσσω σου να λιγωθείς τση πείνας Φορτουν. (Vinc.) Β́ 100· ο λογισμός πάλι στο νου μου φέρνει| πως θα μ’ αζιγανέψετε να φάτε το δικό μου,| εκείνο απού θα φάγω εγώ, κι ύστερα ...| να λιγωθώ απ’ την πείνα μου Φορτουν. (Vinc.) Έ́ 405· (επιτ., σε μεταφ.): πικρόν θανατικόν …| ... ηύρε … την Ρόδον … και έφα τους ανθρώπους της με λιμασμένην (έκδ. λοι‑) πείνα Γεωργηλ., Θαν. 23. 2) α1) Έλλειψη ή στέρηση τροφής, ασιτία: Κορων., Μπούας 67, Θησ. Πρόλ. [182]· α2) γενικευμένη έλλειψη τροφίμων, λιμός: Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 324, Κορων., Μπούας 133, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 24r· φρ. τρώει κάπ. η πείνα, χάνομαι ή ψοφώ της πείνα(ς) = λιμοκτονώ, πεθαίνω από ασιτία: άλλους έφαγε το σπαθί, άλλους έφαγε η πείνα Εβρ. ελεγ. 162· δεν είχαν τι να φαν και χάνονταν της πείνα Εβρ. ελεγ. 160· εστενοχωρήσαν τους συντρόφους μας της Αμμοχούστου και … εψοφούσαν της πείνας Μαχ. 43420· β) έλλειψη των αναγκαίων για επιβίωση, ανέχεια, φτώχεια: εβάσταξεν να πουληθεί διά μεγάλην στενοχωρίαν τήν είχεν απού πείναν Ασσίζ. 1519· διά πείναν λιμού, τουτέστιν διά στενοχωρίαν του φαγείν και πιείν Ασσίζ. 13124· είπαν με: «μάθε Οππιανόν, πείναν ουδέν φοβείσαι» Προδρ. (Eideneier) III 273-16 χφ P κριτ. υπ. 3) (Μεταφ.) σφοδρή, ασυγκράτητη επιθυμία για κ.: Ροδολ. (Αποσκ.) Πρόλ. Μελλ. 24· (προκ. για την ερωτική επιθυμία): Ύπα ν’ ανοίξεις κι έρχομαι με την επεθυμιά μου.| Και μέσα ’ς τούτην την χαράν τήν δε μπορώ ’ξεικάσω,| γιατ’ είχα των πολλών χρονών την πείναν να χορτάσω ... Φαλιέρ., Ιστ.2 750.σκοτίζω,- Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 232 χφ K κριτ. υπ., 235, Σαχλ. N 103, Σαχλ., Αφήγ. 309, Σαχλ. Α΄ (Wagn.) PM 113, Παρασπ., Βάρν. C 453, Αργυρ., Βάρν. K 448, Μαχ. 25020, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι III 25, XI 67, Αλεξ.2 872, Κορων., Μπούας 150, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ε 391, Αχέλ. 2321, Μ. Χρονογρ. 341, Δαρκές, Προσκυν. 237, Μορεζ., Κλίνη φ. 259v, Λαυρ., Οπτασία Σ 114, Γιατροσ. Ιβ. 100, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 14737, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 373, Βίος Δημ. Μοσχ. 652, Παλαμήδ., Βοηβ. 504, Ιστ. Βλαχ. 503, 2846, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2206, Ψευδο-Σφρ. 4826, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Εισαγ. 15, Λουκ. κγ́ 45, Ροδινός (Βαλ.) 229, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 396, Διγ. Ο 416, Διακρούσ., Πένθος 70, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 55126, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 161, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 538, κ.α.
Το μτγν. σκοτίζω. Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. 1) Κάνω κ. σκοτεινό, σκοτεινιάζω κ., συσκοτίζω· κρύβω, καλύπτω (εδώ τον ήλιο): όλοι έριχναν απέσω εις το κάστρον και οι σαγίτες εσέβαιναν ως τα σύγνεφα, ώστε τον ήλιον εσκότισαν Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2373· (μεταφ.): την ψυχήν μου εσκότισας, ημαύρωσας το φως μου Διγ. A 4260. 2) (Μεταφ.) α) κάνω κάπ. να χάσει την πνευματική του διαύγεια: Ποια λησμονιά σ’ επλάκωσε, ποια μάγια σ’ εσκοτίσα,| ποιοι φόβοι τόση δύναμη σε τρόμον εγυρίσα;| Γείρου, και τα φουσσάτα μας να ’ρθεις σε προσκαλούσι Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 113· β) (συχν. με αντικ. τα ουσ. νους, γνώσις, λογισμός κλπ.) συσκοτίζω τη διάνοια, θολώνω τη σκέψη: Τα γερατειά ελωλάνασι, θαρρώ, μα την αλήθεια,| το σύμβουλο και κάθεται και λέγει παραμύθια,| λογιάζοντας πως μετ’ αυτά το νου μου να σκοτίσω,| τέτοιο μεγάλο φταίσιμον αγδίκιωτο ν’ αφήσω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 613· να σκοπήσουν (ενν. οι κριτάδες) αν και την γνώσιν του (ενν. του προσώπου που ελάλησε κατά του βασιλέως, ή που εμελέτησε να κάμει κακόν) ή από μέθην ή άλλο πάθος την εσκότισε τίποτε και ήτον έξω φρενών Zygomalas, Synopsis 143 B 15· και τι να λέγω ουκ ημπορώ, και τι να γράφω ουκ οίδα,| σκοτίζει μου τον λογισμόν ο χαλασμός της Πόλης Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 278. 3) Θολώνω κ., καθιστώ ασαφές κ.: η διόλου μνήμη της φυγής, ην εν τῃ ψυχῄ αυτού είχε (ενν. ο Αλέξιος), και το του στρατού περίφοβον και το μηδέν αυτῴ υπέρ των Ρωμαίων κινδυνεύσαι προαιρούμενον το τι πρέπον ην ποιήσαι αυτόν εσκότιζε Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 158. 4) Θαμπώνω την όραση, τα μάτια κάπ.: Οι καπνοί οπού αναβαίνουν εις το κεφάλι και σκοτίζουν τα μάτια και δίδουν πολλήν βλάβην Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 5· (μεταφ.): εσκοτίσθηκα από την πολλήν λάμψιν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 231v· Η πλάτσα της (ενν. της Βενετίας) μ’ εσκότισεν αρχήν όταν την είδα.| Πολλά ’τον μέγας και ψηλός και ’πεικασμένος άρχος| οπού ’δωσεν και την βουλήν κι εκτίστη ο Άγιος Μάρκος Βεν. 14· Αύθις τε τήρησον ευθύς τα κάτω εκ της μέσης| κεκολλημένα μάρμαρα και τας τούτων συνθέσεις,| το κάλλος της στιλβώσεως, την χάριν οπού έχουν· (παραλ. 1 στ.) Λευκά ευμήκιστα εισί και γέμουσι κυμάτια| λεπτοπυκνά και καθενός σκοτίζουσι τα μάτια Παϊσ., Ιστ. Σινά 538. 5) Ζαλίζω: Ο Νώες, σαν καλός γεωργός, εφύτευσεν αμπέλιν| και σύντομα έκαμε κρασίν και μοιάζει σαν το μέλι.| Και παραπίνει περισσόν, διατί του νοστιμήθη,| κι εισμιόν αυτόν εσκότισεν κι ύπνον εποκοιμήθη Χούμνου, Κοσμογ. 540· (μεταφ.): πάντοτε τον εσκότιζε του χρυσαφιού η ζάλη Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 586· οι μέριμνες του πόθου μου τόσα που μ’ εσκοτίσαν,| για να ’ν’ πολλές και δυνατές, εισμιόν μ’ αποκοιμίσαν Φαλιέρ., Ιστ.2 7. 6) Πλανώ κάπ.: Ελπίζομεν εις τους χρησμούς, στες ψευδοπροφητείες,| και τον καιρόν μας χάνομεν στες ματαιολογίες,| εις τον Βορράν, στον άνεμον έχομεν την ελπίδα| να πάρουν αποπάνω μας του Τούρκου την παγίδα· (παραλ. 2 στ.) Αυτό το θάρρος είν’ τρελόν, τίποτες δεν αξίζει, όποιος το συλλογισθεί του λόγου του σκοτίζει Ιστ. Βλαχ. 2342· 7) Νεκρώνω· (σε μεταφ.): Έδε δημίου πικρότερον ετούτον το πιττάκιν, (παραλ. 1 στ.) έδε γραφή οπού εβάσταζεν σπαθίν ακονισμένον,| οργής μαχαίριν δίστομον τό εχάλκευσεν ο πόθος| να κατακόπτει σώματα και να σκοτίζει αιστήσεις·| εμέναν δε εθανάτωσεν τελείως η γραφή σου Λίβ. Va 1808. II. Μέσ. 1) α) Γίνομαι σκοτεινός (μεταφ.): εάν αφ’ ημών των ιερέων ακαρτερείτε να λάβετε φως, οπού είστεν σκότος, και ημείς εσκοτίσθημεν, πόθεν να το λάβετε; Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 343r· β) σκοτεινιάζω, βυθίζομαι στο σκοτάδι: η σελήνη και οι αστέρες μη όντος ηλίου φαίνουσιν,| όντος δε αυτού σκοτίζεται και αφανίζεται το εκείνων φως και η θεωρία Ψευδο-Σφρ. 4826· Εκεί προς το μεσάνυκτον η ξαστεριά εσκοτίσθην,| οι άνεμοι εταράχθησαν κι η θάλασσα εβρουχίσθην Απόκοπ.2 345· Και τότε να ιδείς πόλεμον καλών παλληκαρίων (παραλ. 1 στ.) και από τον κτύπον τον πολύν και από το δος και λάβε,| οι κάμποι φόβον είχασιν και τα βουνιά αηδονούσαν,| τα δένδρη εξεριζώνοντα και ο ήλιος εσκοτίσθη Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 39· Βλέπω το πλήθος του λαού που ήρχετο με βία (παραλ. 5 στ.) Αέρας εσκοτίστηκεν, η θάλασσα ’μουγκάτο| κι η γης εσυχνοτρόμαζεν εκ τα θεμέλια κάτω,| εκ τας βροντάς και αστραπάς και χαλασμούς της χώρας,| που έκαμναν εδώ κι εκεί τότε κατά της ώρας Διακρούσ. (Κακλ.) 487· (σε μεταφ.): φεύγετε, παραπτώματα, αποσκορακιστείτε, (παραλ. 1 στ.) να λάμψει πρώτον ήλιος, είτα και το φεγγάριν| και άστρα τα μικρούτσικα να σκοτισθούν παντάπαν.| Εγώ γαρ είμαι ήλιος, το φέγγος, η βουβάλα,| εσείς δε κακορίζικα ως νύκτα και ως άστρα,| κακότυχα, μικρούτσικα και καταφρονεμένα Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 574. 2) Θολώνω, χάνω τη λάμψη μου: να καπνίσομε τον λίθο,| να ψοφήσει το σκουλήκι| που του δίδει τόσην λάμψη. (παραλ. 3 στ.) και εκάπνισε τον λίθον,| κι εν τῳ άμα εσκοτίσθη Πτωχολ. B 230. 3) α) Ζαλίζομαι (σχετικά βλ. Nicholas-Baloglou, Quadr. 353-354 σχόλ. 788): Όταν γηράσεις και εσύ (ενν. αλογάκιν), βάνουν σε εις τον μύλον,| τυφλώνουν σε, κακότυχον, δέρνουν σε με την βίτσαν,| γυρίζεις και σκοτίζεσαι ημέραν τε και νύκταν, (παραλ. 1 στ.) και από τον κόπον τον πολύν και από την σκοτίαν| ούτε να φάγεις ημπορείς ούτε νερόν να πίνεις Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 786· β) μου έρχεται σκοτοδίνη: άρπαξε (ενν. ο Δαβίδ) την σφενδόνα του από τον τσέπην του και μίαν πέτραν και ... την ρίχνει και κτυπάγει τον Γολιάθ εις την κεφαλήν ομπρός εις το μέτωπον, και παρευθύς εσκοτίσθη και έπεσεν εις την γην Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 191r· λιποθυμείς, σκοτίζεσαι, κοντοανασαίνεις, πίπτεις Γλυκά, Στ. 157· Τῃ χθες ουκ εζυμώσαμεν· άλευρον γαρ ουκ ήτον.| Υπέρπυρόν μοι, πίστευσον, ουκ είχα ν’ αγοράσω,| και ηρξάμην ολιγοθυμείν, και ως αν εσκοτιζόμην Προδρ., Ανέκδ. ποιημ. 3323· γ) βρίσκομαι σε σύγχυση, «τα χάνω»: Ο δε βασιλεύς εσκοτίσθη και αλησμόνησε να τον ερωτήσει (ενν. τον λαμπροφόρον), πώς λέγουν το όνομά του και πόθεν είναι Hagia Sophia ω 5226. 4) Ανησυχώ για κάπ. (με την πρόθ. εις): Καλή μου και πανθαύμαστη, το άνθος των Ερώτων,| καν όσοι με αποπέφτουσι, βλέπε να μη φωνιάξεις| και ακούσω την φωνίτσα σου και σκοτιστώ εις εσέναν| και λάθη με και δώσουν με σπαθέαν ή ραβδέαν| και πάρει τους η όρεξη και έλθουν προς εσέναν Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1479. Φρ. 1) Σκοτίζεται ο νους (μου)/ο σκοπός μου = (α) αναστατώνομαι, ταράζομαι (βλ. και ά. νους Φρ. 63): αιχμαλωτίσθη| η αδελφή μας και γι’ αυτό ο νους μας εσκοτίσθη Διγ. O 342· Τόσο κακό που έγινε στα δόλια τα Χανία| δεν έχω στόμα να το ειπώ, γλώσσα ουδ’ ομιλία· (παραλ. 6 στ.) Και, εις κοντολογιά να ειπείς, ο νους και εσκοτίστη,| ο κόσμος τους εφάνηκε πως εκαταποντίσθη Διακρούσ. (Κακλ.) 537· Όνταν την ευγενειάσ σου να βιγλίσω,| χάννεται ο λογισμός μου| σκοτίζεται ο σκοπός μου| και δεν ηξεύρω πόθεν ν’ αρχινίσω Κυπρ. ερωτ. 9117· (β) χάνω την πνευματική μου διαύγεια, θολώνει η σκέψη μου: Λοιπόν πλέον ου δύναμαι τώρα διά να γράψω,| εκ τα φαρμάκια τα πολλά, ο νους μου εσκοτίσθην Περί ξεν. (Μαυρομ.) 536. 2) α) Σκοτίζονται οι οφθαλμοί μου/τα μάτια μου = χάνω την πνευματική μου διαύγεια, δε σκέφτομαι καθαρά (βλ. και οφθαλμός Φρ. 4): σκοτίζει μου τους οφθαλμούς της εντροπής το νέφος Προδρ., Δεητ. 75· β) σκοτίζεται το φως μου = θολώνει η σκέψη μου, δε σκέφτομαι καθαρά: Πολλά, την είπον, πείνα μου, δίφθογγον να σε γράφω.| Μόνον με έασον μικρόν μη σκοτισθεί το φως μου Προδρ., Ανέκδ. ποιημ. 3325· Ιδού ρομφαία και σφαγή, υιέ μου και Θεέ μου,| ο θάνατός σου γέγονεν εις την εμήν καρδίαν·| τα σπλάχνα μου εράγισαν, το φως μου εσκοτίσθη| και την καρδίαν μου δεινή επέρασεν ρομφαία Θρ. Θεοτ. (Bakk.) 73· Όσοι αναγινώσκετε και όσοι διηγάσθε,| εάν ευρείτε και σφαλτόν, να μη με βλασφημάτε,| ότι εγώ ως αμαθής είπα να γράψω ρίμα,| το φως μου εσκοτίσθηκεν εκ των δακρυών το χύμα,| θυμώντας τα καμώματα τ’ αφέντη του Μιχάλη Σταυριν. 1294. Η μτχ. παρκ. (ε)σκοτισμένος ως επίθ. = 1) Που βρίσκεται στο σκοτάδι: Δέσποτα Θεέ, Πάτερ Παντοκράτωρ, ο φωτίσας τα πριν εσκοτισμένα και εκ του μη όντος εις το είναι ποιήσας την ορατήν ταύτην κτίσιν και την αόρατον ..., εσένα επικαλούμαι και δέομαι Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 15410· (μεταφ., προκ. για πνευματικό και ηθικό σκότος): ... η οποία χώρα (ενν. των Ινδών) παλαιόθεν ήτον εσκοτισμένη από τον ζόφον της ειδωλολατρείας και ετρέφονταν με πράξες και με καμώματα παράνομα και άπρεπα Ιστ. Βαρλαάμ 61· εβαπτίσθησαν ... και ανεδείχθησαν υιοί φωτός οι πριν εσκοτισμένοι Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 20825. 2) (Μεταφ.) στενοχωρημένος: Να ηξεύρεις, αφότις εχωρίστηκα εις την Μακεδονίαν την βασιλείαν σου, σπλάχνος μου, παμφίλτατε υιέ μου, η καρδίτσα μου ουδέν εχάρην, αμή έναι σκοτισμένη και πικραμένη ολουνούς τους χρόνους Διήγ. Αλ. F (Konst.) 16813. 3) Ζαλισμένος: Καλά κι αν ήτονε περσά ακόμη σκοτισμένος (ενν. ο Αρκίτας),| εκ του φαρίου το σύμπεσμα, το δολερόν εκείνο·| ουκ ήτον τόσ’ αδύνατος ακόμη εκ το κορμί του,| όπου να μην εκάθετον έμορφα εις τ’ αμάξι Θησ. Θ́ [321]· (σε παρομοίωση): Ωσάν αυτός οπού ξυπνά εξαίφνης εκ τον ύπνον| και παρευθύς σηκώνεται, σαν να ’τον σκοτισμένος| εδώ και κει το πρόσωπον γυρίζει και εβλέπει·| το τι έκτυπος ’γίνετον, θέλει να τον γροικήσει,| έτσι καθείς απ’ αυτουνούς ... Θησ. Ź́ [1352]. 4) Λιπόθυμος, αναίσθητος: Της Τάρσιας εμίλησε, κι εδιάβηκεν ομπρός του·| το δειν την ο Στραγγιλιός, εχάθη ο λογισμός του,| και απόμεινεν ολόσβηστος, τυφλός και σκοτισμένος,| ασάλευτος αμίλητος, σα να ’τον μαργωμένος,| γιατί το θάρρος του ’τονε πως έναι αποθαμένη| και ο δούλος του ο πιστικός την έχει σκοτωμένη Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1707. 5) (Μεταφ.) πλανεμένος: Αλλά μη μου πηδήσει πάλιν άλλος αντίθεος και αιρετικός, να δώσει πάλιν άλλην τόσην δύναμιν του αυτεξουσίου, όσην του έδιδεν ο σκοτισμένος Πελάγιος, και να λέγει, πως ο άνθρωπος ατός του δύναται να πράξει την σωτηρίαν του, και την απώλειάν του ατός του την ενεργά, χωρίς να τον βοηθά ο Θεός Πηγά, Χρυσοπ. 319 (6)· όστις εκείνος αγαπά τον κόσμον, αδελφοί μου,| τον πρόσκαιρον και τον φθαρτόν και τον εσκοτισμένον,| οπού επλάνησεν πολλούς και κατεγκρέμισέν τους Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 94. 6) Θαμπωμένος· (μεταφ.): σ’ αυτήν (ενν. την Σωσάννα) οι δυο κακόγεροι ήταν αχορτασμένοι,| ’κ την εμορφιά της την πολλήν ήσανε σκοτισμένοι Δεφ., Σωσ. 204. 7) Τυφλός, τυφλωμένος: Μίαν ημέρα το λοιπόν, σαν ήλθεν αφ’ τον γύρο,| στέλλει και κράζει για φαγί τον πρώτο των μαγείρω.| Ήλθεν ο μάγειρας ομπρός και ήτον μεθυσμένος·| ραπίζει τον ο Διγενής κι ευρέθη σκοτισμένος,| γιατί καθώς του έδωσεν το ράπισμα τυφλώθη Διγ. O 2144· (μεταφ., προκ. για πνευματική τύφλωση): Φωτίσαντες (ενν. οι μαθηταί του Κυρίου) γουν όλα τα έθνη οπού ήσανε σκοτισμένα από την τυφλάγραν της ειδωλολατρείας … Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5221· Δεν οίδαν οι ταλαίπωροι (ενν. οι Τούρκοι) τι λέσιν οι προφήται, (παραλ. 11 στ.). Αυτά δεν βλέπουν οι τυφλοί, αυτείνοι οι σκοτισμένοι,| αλλά εις τον διάβολον είναι παραδομένοι Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 6645.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- το, Σταφ., Ιατροσ. 491, Προδρ., Ανέκδ. ποιημ. 3326, Προδρ. I 201, 234, III 140, IV 58, Κρασοπ. 71, Ερμον. Φ 335, Πουλολ. Αθ. 196, Φλώρ. 1287, 1486, Περί ξεν. A 182, Λίβ. N 1345, Αχιλλ. N 177, Κορων., Μπούας 44· γέμα(ν), Φλώρ. 1468, Σαχλ., Αφήγ. 515· γιόμα(ν), Σπαν. (Ζώρ.) V 455, 610, 630, Βέλθ. 1053, Φλώρ. 1460, Περί ξεν. V 182, Ερωτοπ. 255, Αχιλλ. N 960, Μαχ. 1440, 1621, 4425, Αρμούρ. 106, Σκλέντζα, Ποιήμ. 127, 71, 83, Βουστρ. 431, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 298, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 29, Σαχλ., Αφήγ. 574, Βεντράμ., Γυν. 23, Φαλλίδ. 15, Βοσκοπ. 366, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. α΄ 121, Δ΄ 398, Ζήν. Πρόλ. 198, Ε΄ 29, 75, 118, Διακρούσ. 7723 (γεν. εν. γιομάτου), κ.α.