Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- πασιδών ‑όνα
- η, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 329, Διήγ. Αλ. V 32, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1249‑10· πασιδόνα· πασιδών, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 325 χφ E κριτ. υπ., Φυσιολ. (Sbord.) 32316, 17, 20.
[Άγν. ετυμ. Κατά Henrich, Κλητ.-γεν. σε -ο 11 σχετίζεται με το Ποσειδών. Πβ. λ. φασιδών [Κείμενα ανέκδ. (Thomson) 1456· έκδ. φασίδων· διορθώσ.]. Η λ. πασιδών σε σχόλ. (TLG).]
Το πουλί αλκυόνα (πβ. Scholia in Oppianum H. 1.425.1, TLG· βλ. Στεφανίδης, Λαογρ. 9, 1926, 447, Krawczynski [Πουλολ. σ. 91], Τσαβαρή [Πουλολ. σ. 151-152]): η πασιδόνα ήρξατο περιγελάν την κίσσαν Πουλολ. (Τσαβαρή)2 325.πέτομαι,- Λόγ. παρηγ. O 381, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 321, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 202 κριτ. υπ., Φλώρ. 1320, Σαχλ. Α′ (Wagn.) M 339, Ερωτοπ. 232, Λίβ. P 1308, Λίβ. Sc. 1883, Λίβ. Esc. 818, 819, Λίβ. (Lamb.) N 695, Λίβ. N 2717, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2617, Αχιλλ. L 745, Φυσιολ. (Legr.) 226, Θρ. Κων/π. B 81, Ch. pop. 800, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 200v, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1063, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1394, Κυπρ. ερωτ. 9538, Πανώρ. Έ 47, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 621, Ιστ. Βλαχ. 1900, 1901, Διγ. Άνδρ. 3785, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 613, Β́ 166, Στάθ. (Martini) Πρόλ. 32, Ροδινός (Βαλ.) 89, Λεηλ. Παροικ. 138, Διγ. O 250, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 30015, κ.α.· υποτ. αορ. πτώμαι, Κορων., Μπούας 70· απέτομαι, Διήγ. Αλ. V 54, Εκατόλ. M 21, 45.
Το αρχ. πέτομαι. Τ. πέτουμι σήμ. στο ιδίωμα της Σάμου (Δημητρίου, Λεξ. Σάμ., λ. πιτώ). Η λ. στο ΑΛΝΕ και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 512, Αραβαντ., Ηπειρωτ. γλωσσάρ., Τσιτσέλη, Γλωσσάρ. Κεφαλλ., Λάζαρης, Λευκαδ.).
1) Πετώ, φτερουγίζω α) (προκ. για πουλί): Ιερακοσ. 33910, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 462, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 64v· β) (προκ. για τον Έρωτα): Πανώρ. Έ 56· γ) (σε ιδιάζ. χρ. προκ. για βιβλίο): αυτό το βιβλίον του Διατί πετά και περνά όλα τα μυαλά των ανθρώπων. Εις αυτό σπουδάζουν όλα τα έθνη, μικροί και μεγάλοι. Όλοι αγαπούν να το ηξεύρουν αυτό το βιβλίον. Μάλιστα και τώρα οπού εδώ μιλώ, πέτεται μέσα εις τον νουν των πολλών και επιθυμούν να μάθουν διατί το γράφω ετούτο Ροδινός (Βαλ.) 89. 2) (Προκ. για ορμητική κίνηση) τρέχω γρήγορα, ορμώ: Αργυρ., Βάρν. K 185, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 87, Αχιλλ. (Smith) N 627. 3) (Μεταφ.) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι: η φήμη τους (ενν. των Μυρμιδόνων) λαμπρά πέτεται προς τα ύψη| και τες ανδρείες των αλλών βούλεται να καλύψει Αχέλ. 285. 4) (Μεταφ.) υπερηφανεύομαι, καυχώμαι, είμαι αλαζόνας: ο πλούσιος εις τα πλούτη του πέτεται και καυχάται Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 30· Ακόμα δεν σ’ απάντεχα (ενν. σε, Χάρε), γιατί ’μουν πολλά νέος,| στη νιότη μου επέτουμουν, μα ’γώ ’μουν γελασμένος Αλφ. 114· ο άνθρωπος ... σηκώνεται, υψώνεται και πρήσκεται με αυτό το πάθος της υπερηφανείας, απέκει σκορπίζεται και καταντά εις το μηδετίποτες. Πολλοί πέτονται, πολλοί υψώνονται Ροδινός (Βαλ.) 122. 5) (Μεταφ.) χαίρομαι πάρα πολύ, «πετώ από τη χαρά μου»: Η Αρετούσα επέτουντο κι ήτο χαρά γεμάτη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1411. Η μτχ. ενεστ. ως επίθ. = 1) Που πετά στον αέρα, ιπτάμενος α) (προκ. για πουλί): Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 8, Αργυρ., Βάρν. K 184· β) (προκ. για πρόσωπο): κάποιοι στρατιώται πετόμενοι, οπού ήτον καθαένας φως, επεριπάτουν εις αυτήν (ενν. την πόλιν) Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1247· γ) (σε ιδιάζ. χρ. προκ. για βιβλίο): Ήρα τους οφθαλμούς μου και είδον και ιδού τόμος πετόμενος Ροδινός (Βαλ.) 89. 2) Μαγεμένος (Για τη σημασ. βλ. Eideneier [Σπανός σ. 315, λ. πετατόν]· πβ. και ά. πετατόν): πετόμενον σπίτιν, άρκλαν άλογα, μία λακινία πανία, σκρόφας αμπέλιν και φυτείαν λύκους Σπανός (Eideneier) Β 126. Το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ. = πουλί, πτηνό: κτήνη ... και θερία, παν ερπετόν του κόσμου,| συρνάμενα, πετόμενα, μικρά τε και μεγάλα,| όρισεν (ενν. ο Θεός) εις υπακοήν να είναι του πρωτοπλάστου Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1554. — Βλ. και πετώ.πετώ,- Λίβ. P 1594, Λίβ. Sc. 1213, Λίβ. Esc. 3983, Λίβ. N 1622, Αχιλλ. (Smith) O 377, Ιμπ. 425, Αλεξ.2 1709, Ριμ. κόρ. 590, Κορων., Μπούας 32, Αχέλ. 701, 1539, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1082, Χρον. σουλτ. 8225, Ιστ. πατρ. 1551, Κυπρ. ερωτ. 134, 7537, Πανώρ. Γ́ 95, 485, Αλφ. 1181, Διγ. Άνδρ. 31931, 3848, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 256, 360, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [496], Φορτουν. (Vinc.) Β́ 56, Ροδινός (Βαλ.) 89, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 280, Διγ. O 1657, Διακρούσ. 8124, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15317, 20814, κ.π.α.· παρατ. πέτουνα, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17925· μέλλ. πτήσω, Ψευδο-Σφρ. 41631· αόρ. (ε)πέτασα, Γλυκά, Στ. 227, Καλλίμ. 1555, Ασσίζ. 19919, Βέλθ. 722, Πρέσβ. ιππ. 116, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 80, Λίβ. P 1579, 2558, Λίβ. Sc. 553, 1915, Λίβ. Esc. 1306, 1729, Λίβ. N 1339, 1524, Αχιλλ. L 713, 1179, Φυσιολ. (Legr.) 208, Αλεξ.2 1636, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1484, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 97, Κυπρ. ερωτ. 114, 2414, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 9327, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 77, Διγ. O 2750, κ.α.· απετώ, Λίβ. Esc. 1969, 2318, 3074, Λίβ. N 1710, Ιμπ. 128, Θησ. (Foll.) Ι 71, Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 82, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 209r, 247r, Πεντ. Δευτ. XXVIII 49, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 594, 9115, Χρον. σουλτ. 896, 9016, Ιστ. Βλαχ. 2345, Ιερόθ. Αββ. 335, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [316], Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 141, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Έ 1503, Μπερτολδίνος 104, 141· μέσ. πετούμαι, Αχέλ. 1474, Κυπρ. ερωτ. 12617, Πανώρ. Β́ μετά στ. 537, Πιστ. βοσκ. IV 2, 178, Στάθ. (Martini) Γ́ 21, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ μετά στ. 94, Δ́ μετά στ. 188, Διακρούσ. 845, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 42421, 5076· παθ. αόρ. επετάσθην, Διγ. (Trapp) Gr. 141, Διγ. Z 908, 2919, Ερμον. Ρ 293, Λίβ. P 282, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΓ́ [106]· υποτ. παθ. αορ. πετακτώ, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 486· προστ. παθ. αορ. (β́ πληθ. πρόσ.) πετακτείτε, Ανέκδ. ιντ. κρητ. θεάτρ. Ά 68· μτχ. μέσ. ενεστ. απετούμενος, Πεντ. Γέν. I 21, 22, VII 8· πετάμενος, Ασσίζ. 2003, Διγ. Z 330, 3183, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2616, Παρασπ., Βάρν. C 194, 421· πετούμενος, Θησ. Έ [784], Χούμνου, Κοσμογ. 22, 60, 242, 448, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 154, Ζήνου, Βατραχ. 98, Δεφ., Λόγ. 107, Δεφ., Σωσ. 47, Πεντ. Γέν. I 20, VI 7, VII 3, 14, κ.α., Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 1, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 137, 245· μτχ. παρκ. πετασμένος, Διήγ. πανωφ. 59.
Το μτγν. πετάω (L‑S, λ. πετάννυμι). Ο τ. απετώ στο Somav., στον Κατσαΐτ., Ιφ. Έ 540 και σήμ. ιδιωμ. (Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., λ. πετάω). Το μέσ. πετούμαι στο Somav. και σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ.). Ο μέλλ. πτήσω εσφαλμ. σχηματ. από πιθ. επίδρ. του μέλλ. πτήσομαι του πέτομαι και του ουσ. πτήσις. Για την υποτ. παθ. αορ. πετακτώ βλ. Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 27. Οι μτχ. πετάμενος και πετούμενος και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ., στη λ.). Η μτχ. πετασμένος στο Somav. Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) Ρίχνω κ. σε κάπ. για να το πιάσει: εγράψασιν τα χέρια της πιττάκιν| και εις εμέν το απέταξεν Λίβ. Esc. 1689· Πάλιν πετά με την γραφήν, απλώνω, εκράτησά την Λίβ. P 1563. 2) α) Τινάζω, ρίχνω μακριά, εκσφενδονίζω: η σκλερία επέταξέν τους εις το καστέλλο Ρούζου, και ηύραν έναν καράβιν βενέτικον, και επήραν το Μαχ. 2029· Εμένα η ψη μου με βαστά να μπω σ’ ένα φουσσάτο,| με το σπαθί μου μοναχάς να ρίχνω απάνω κάτω,| να κόψω χίλιες κεφαλές, μέλη να τεταρτιάσω,| πόδια και χέρια να πετώ, κορμιά να ξεκοιλιάσω Στάθ. (Martini) Γ́ 218· ως ακλουθά καμιάν φοράν, ευθύς όταν βροντήσει,| στρόβιλος μέγας, φοβερός, και τον γιαλόν βρουχίσει| και άνωθεν ως τον ουρανόν πετά την μαύρην σκόνη ... Αχέλ. 1462· επέτ’ απάνω (ενν. η θάλασσα) έτσι ψηλά στα ύψη τα νερά τση,| που πασαένας έκρινε βροχές τα κύματά τση Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 253· (σε μεταφ.): κύμα με δέρνει φοβερόν της αποχωρησίας,| πετά με κάτου εις άβυσσον της ποθοανελπισίας Λίβ. Esc. 1610· στον Άδην τους πετά συζώντανους ο Χάρος Απόκοπ.2 262· β) εκτοξεύω κ. εναντίον κάπ.: Έστησε (ενν. ο Τούρκος) τα καστέλλια του τρίγυρα (ενν. στα Χανιά) κι αρματώνει,| τα βόλια μέσα να πετά, να βρέχου σαν το χιόνι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1522· επετούσα| πέτρες απάνω των Τουρκώ Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 27116· οι χριστιανοί αρχίζου να πετούσι| μπάλες και μπόμπες στα τειχιά, ν’ ανοίγου, να χαλούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 38819· (σε μεταφ.): σ’ εμέ τα μάτια τση χίλιες φωτιές πετούσι| κι όλο μ’ αναλαμπάνουσι κι εκείνη δεν κεντούσι; Πανώρ. Β́ 377· φρ. πετώ τουφέκια/τουφεκιές = πυροβολώ: ήτανε όλοι (ενν. οι καβαλιέροι) με καρδιά, τουφέκια να πετούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 47818· Επιάσαν τα τουφέκια τως οι Τούρκοι και κινούσι| και σώνου προς τα κάτεργα και τουφεκιές πετούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3942· γ) βγάζω έξω ορμητικά: Ενοίξασι (ενν. τα θεριά) τα στόματα, τρεις γλώσσες επετάξα,| εκάμα μουγκρισμό πολύ και τα μαλλιά ετινάξα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 139. 3) Ρίχνω κάπ. κάτω: σύσσελλον τον επέταξα από το φαρίν του,| να κείται εκείνος παρεκτός και εκείθεν το άλογόν του Λίβ. P 951. 4) α) Απορρίπτω κ. ως άχρηστο: εσύραν το σχοινίν, εδήσασι τα χέρια,| τα πόδια μου κλαπώσασιν, τα πάντα μου πετάσαν,| εις φυλακήν μ’ εβάλασιν Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 213· β) (μεταφ.) διώχνω από τη σκέψη μου, ξεχνώ: άφες τα πάντα, παρεκτός ρίψε τα, πέτασέ τα,| έλα μετά με, Κλιτοβών, εις το Αργυρόν το Κάστρον Λίβ. Sc. 3095. 5) Αφαιρώ, απομακρύνω κ.: Μια κουρτελέα του ’δωκε (ενν. ο Πέτρος) κι επέταξε τ’ αφτίν του| και πάλι εξαναγιάγειρε να πάρει τη ζωήν του Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3040· (εδώ προκ. για αποτρίχωση): άλλες βάνουν την κλωστήν| και απετούσιν (έκδ. απαιτούσιν· διορθώσ.) το δασύ,| και άλλες ξύουνται με γιαλία,| διά να εβγάζουν τα μαλλία Συναξ. γυν. 525. 6) Εκδιώκω, απομακρύνω βίαια κάπ.: «Πώς εδυνήθη» λέγει της (ενν. ο Βοϊβόνδας Πέτρος της μάννας του) φρόνιμα και με τάξιν| «άρχων ο Καντακουζηνός όλους να μας πετάξει» Αιτωλ., Βοηβ. 4· όλ’ οι Ρωμαίοι κει ’ρθανε, οπού ’τον προκομμένοι,| να πάνε να μαλώσουνε τον οχουθρό, να διάξου,| να πάρου τες τριντζέρες τως κι όξω να τους πετάξου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 48524. Β́ Αμτβ. 1) α) (Προκ. για πουλί ή έντομο) πετώ, φτερουγίζω: Τέσσερα τρυγονόπουλα στους ουρανούς πετούσιν,| καθ’ ώραν υψηλώνουσι και χαμηλά θωρούσι Ερωτοπ. 706· αν ακούσεις τίποτε κτύπον μικρόν ομπρός σου,| κλαδίν ή χόρτον να σειστεί ή μύγα να πετάσει,| φεύγεις ώσπερ διάβολος εκ του θυμιαμάτου Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 332· (εδώ προκ. για τον Έρωτα): ευθύς εις την καρδίαν της ετόξευσεν (ενν. ο Έρωτας) απέσω| και εκ το δένδρον επέτασεν, εχάθην απομπρός της Αχιλλ. (Smith) N 1089· (εδώ προκ. για τον αρχάγγελο Μιχαήλ): Ποσώς ο αρχιστράτηγος σ’ αυτά δεν αποκρίθη,| αλλά από τον ουρανόν επέτα προς τα βύθη Αχέλ. 1333· β) (με την πρόθ. από + αιτιατ.) πετώ μακριά, απομακρύνομαι πετώντας: Και λίγες φορές τον θωρείς (ενν. τον αετό) να πετάσει από τα όρνια οπού δεν ημπορούν να χορτάσουν μοναχά τους απού δεν του ακλουθούσιν. Και λίγες φορές τον θωρείς να πετάσει απέ τα όρνια οπού δεν ημπορούν νά ’ρτουν ταπισά του διά να έχουσιν τούτον το φαν απού τους αφήνει Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 101 δις. 2) α) Κινούμαι γρήγορα, ορμητικά: Γιατί θώρεν κι ακλουθώ της,| έφευγεν ομπρός πετώντα Κυπρ. ερωτ. 11634· ’δέ νέφος όνταφ φεύγει ομπρό στ’ ανέμιν| ’δέ τόσα γλήγορα πετά ξουφάριν| γιον φεύγουν τούτης της ζωής οι χρόνοι Κυπρ. ερωτ. 1075· (σε παρομοίωση): εξώφευγε τσι κοπανιές κι ήβλεπε το σπαθί του| κι ωσάν αϊτός επά κι εκεί επέτα το κορμί του Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1072· Τα χέρια και τα πόδια τως σαν άνεμος πετούσι| και σαν όντε βροντά ουρανός οι κοπανιές κτυπούσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1813· ωσάν τον άνεμον πετά (ενν. η φωτιά) κι ηυρίσκεται όπου θέλει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1126]· β) ορμώ (να κάνω κ.): Λιοντάρι χρυσοπτέρυγο, στον κόσμο δοξασμένο,| γύρισε προς τον οχουθρό και γίνου μανισμένο·| πέταξε και ’ξολόθρεψε φουσσάτο του Οτομάνο Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4989· οι Τούρκοι, να τ’ ακούσουνε, όλοι τως επηδούσα| και με βοή λέσι το ναι, κι εμπαίνα κι επετούσα| νά ’ρθου το γληγορύτερο στα ξύλα, να κινήσου,| νά ’ρθου στην πεθυμητική Κρήτη, να την πατήσου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14724· ο Τούρκος δεν εσύχαζε, μα ’πέτα να χαλούσι| τα σπίτια κι όλες τσ’ εκκλησιές, τη μπόρεση να δούσι| οπού ’χε το φουσσάτο του Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 26829· γ) πηγαίνω κάπου βιαστικά, σπεύδω: σπούδασον, φθάσον, πέτασε γοργόν επί το Μίλιν Προδρ. (Eideneier) IV 119 χφ H κριτ. υπ.· δ) κινούμαι προς τα κάτω με ορμή, πέφτω (Για τη σημασ. βλ. Τσαβαρή [Πουλολ. σ. 369]): ως το χαλάζιν να πετάς (ενν. συ, ορτύκιν) και ως κούρβουλον να πέφτεις,| και τα παιδία του αμπελικού να σε τσαλαπατούσιν Πουλολ. (Τσαβαρή)2 476. 3) (Μεταφ.) α) χάνομαι, εξαφανίζομαι: Ήργησαν πάντα, χάθησαν, έφυγαν, επετάσαν,| όλα τα εστερεύθηκα, ομοίως και το φως μου Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 488· οι δόξες είναι αστραπές που φέγγου, μα πετούσι,| κι εις ένα ανοιγοσφάλισμα των αμματιώ σκορπούσι Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 338· φτωχοί, τ’ αρπάτε φεύγουσι, τά σφίγγετε πετούσι,| τά περμαζώνετε σκορπού, τά κτίζετε χαλούσι Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 131· β) φεύγω, απομακρύνομαι: Οι λογισμοί επετάξασι, στον ουρανόν εφτάσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 507· Ας ηξεύρει λοιπόν τούτο, αν ορίζει, το οποίον θαρρώ να μην επέταξεν από τον νουν της Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 14921· όποιος εμένα θέλει ευρείν, εισμιόν με θέλει σφάξει| και η ψυχή εκ το κορμίν σύντομα θε πετάξει Χούμνου, Κοσμογ. 204· γ) ξεφεύγω: Αφέντη μου πολύκαρπε, κοκκινομηλοφόρε, (παραλ. 2 στ.) κι εσύ με τα κολάκια σου και με την φρόνεσίν σου| επιάσες με στα βρόχια σου και ουκ ημπορώ πετάσειν Ερωτοπ. 472· Δεξιά μου κάθουνται οι έρωτες και αριστερά μου η αγάπη,| τα γόνατά μου αδυναμιάν, τα χέρια μου τρομάρα,| το στόμα μου αναροξιάν, δεν ημπορώ πετάσειν Ερωτοπ. 518· δ) (προκ. για το χρόνο) περνώ, φεύγω: ας την εξεφαντώσομε (ενν. την ομορφιά), ότι ο καιρός πετάει| και τρέχουν οι χρόνοι μας ομπρός, κι η ομορφιά μας πάει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [695]. 4) (Μεταφ. προκ. για την καρδιά) «φτερουγίζω», χτυπώ δυνατά, σκιρτώ: τ’ όνομά του ως το ’γραψε (ενν. ο Ρωτόκριτος), στήν αγαπά ξανοίγει,| κι εκείνη εγροίκα την καρδιά το πως πετά, να φύγει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 536. 5) (Μεταφ.) χαίρομαι πολύ: Σαν ήμαθε την αφορμήν οπού το ρήγα κρίνει,| εφάνιστή του επέταξε κι ολόχαρος εγίνη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1444. 6) (Προκ. για υγρό) πετάγομαι, εκτινάσσομαι, ξεχύνομαι: Δίδει (ενν. ο Πιλάτος) τονε (ενν. τον Ιησού) και γδύνουν τον, δένουν τον στην κολόνα| και σκουρτσάδες του δίδασι απού ’πέτα το αίμα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3363. ΙI. Μέσ. 1) α) Κινούμαι γρήγορα σαν να πετώ: τούτο και μόνον ήξευρα, να κάθομαι εις την σέλαν (ενν. του δάου),| του να πετούμαι εις ουρανούς και εις νέφη ν’ ανηβαίνω Λίβ. Esc. 3284· (σε παρομοίωση): καθώς λιοντάρι τρώγει (ενν. η φωτιά)| κι ως σίδερο σουβλίζει| κι ως άνεμος πετάται Πιστ. βοσκ. I 5, 17· β) περπατώ απαλά σαν να πετώ, αλαφροπερπατώ: Εμάζωνε (ενν. το φαρίν) τα ποδάρια του εις ένα τόπον και έπειτα ήπλωνέν τα και εφαίνετον ως ότι λεπτοπεριπατεί και ως χαμόθεν πετάσθαι Διγ. Άνδρ. 31917. 2) α) Κινούμαι γρήγορα και ξαφνικά προς κάπ. κατεύθυνση, ορμώ: Το Xάρον εκοιτάζανε στη μέση να πετάται,| να κόφτει Τούρκους και Ρωμιούς, Φράγκους να μη λυπάται Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16719· μέσα εσύρθηκε στο μαγερειό και μπαίνει| τάχατες ογιά να χωστεί· κι εμένα τονε παίρνει| το αμμάτι μου και το ζιμιό στο μαγερειό πετούμαι Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 35· β) ορμώ, χυμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάπ.: Άγρια λιοντάρια, αφήσετε τσι τρύπες και τα σπήλια| και πετακτείτε απάνω μου τούτη την ώρα χίλια Ανέκδ. ιντ. κρητ. θεάτρ. Ά 68· απήτις δώσουσι φωτιά, όλοι να πεταχτούνε| απάνω στους Αγαρηνούς, ογιά να τιμηθούνε Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 50011. 3) α) Τινάζομαι, εκσφενδονίζομαι: χέρια ην πολλά κομμένα, το σπαθί κρατεί καθένα,| και κεφάλια να πετούνται, σαν νεράντζια να θωρούνται Διακρούσ. 6955· (σε μεταφ.): Χίλιες απού τα μάτια τση φωτιές επεταχτήκα| κι εις την καημένη μου καρδιά την πληγωμένη εμπήκα Πανώρ. Ά 331· β) βγαίνω εντελώς, πετάγομαι (έξω): Είπασι πως κι οι γλώσσες τως εφαίνουντα καμένες,| όξω έναν γκυνόστομον να ήτον πετασμένες Διήγ. ωραιότ. 824· Άνοιξε τούτη (ενν. το σεντούκιν)· παρευθύς ο δαίμων επετάσθην Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2099· (σε μεταφ.): από τον Έρωτα οπού ήτον καθισμένος| ... σαν την μέλισσα, στα χείλη της χωσμένος,|εγροίκησα να πεταχτεί το ’ξυμυτό κεντρί του| και νά ’μπει μες στα σπλάγχνη μου μ’ όλην την δύναμίν του Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [263]. 4) (Προκ. για αφήγηση) αναφέρομαι σε κ.: Ομοίως και ο θεορρήμων Χρυσόστομος, οπού εσυναφέραμεν ομπρός, πούμπλικα και φανερά διδάσκει και φωνάζει (να πετακτούμεν πάλιν εις τα χρηστότατά του λόγια). Λέγει ... Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 486· Ας πετακτούμεν πάλιν από τούτα εις άλλα όμοια κάζη, οπού έχουν τοιούτην δύναμιν και όμοιον τρόπον Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 192. Φρ. 1) Ακοάς πετώ τινί = ακούω με προσοχή κάπ., «δίνω βάση» στα λόγια του: αν ακοάς πετάσωσι κριταί τοις κατηγόροις,| και πάντα παραδέχοιντο κακώς θεληματούντες, (παραλ. 2 στ.) ... τῃ μέθῃ του θυμού πάντες αναλωθώσι Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 271. 2) Απετώ πυρ εκ το πρόσωπον = είμαι πολύ θυμωμένος, εξοργίζομαι: πυρ απετά εκ το πρόσωπον (ενν. ο Αχιλλεύς), φαίνεται εκ τον θυμόν του·| εδά ας φυλάγεται Έκτορας, εάν θέλει να έχει ζήσει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7054. 3) Πετούμαι στ’ άστρα, βλ. Επιτομή, λ. άστρον 1α φρ. (β). 4) Πετώ εις τ’ άστρη, βλ. Επιτομή, λ. άστρον 1α φρ. (γ). 5) Πετώ στον αέρα = διαδίδομαι, εξαπλώνομαι: Ζήλεια κακή κι αντίδικη, δυσκολονικημένη (παραλ. 1 στ.), ξάπλωνε πούρι όσο θες και πέτα στον αέρα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 45911. 6) Πετώ στου ουρανού τα ύψη, βλ. ουρανός Φρ. 7. 7) Πετώ ’ς τσ’ ουρανούς, βλ. ουρανός Φρ. 1. 8) Πετώ ψηλά ψηλά = είμαι καλότυχος, ευτυχισμένος: ωσάν καράβι στο γιαλό με διχωστάς τιμόνι,| να λείπει το κατάρτι του, πάντα ζητά τον πάτο,| κι όποιος ψηλά ψηλά πετά, εύκολα δίδει κάτω Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 45822. Η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ. = που πετά στον αέρα, ιπτάμενος (συν. για πουλί): ο Νώε ευλόγησε την περιστεράν ... λέγοντάς της ότι να έναι ευλογημένη από όλα τα πετούμενα πουλία Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 98r· από τα όρνεα τα πετούμενα και από το συκώτι του προβάτου και από τα όνειρα εφαίνετον αυτεινών των παλαιών ότι ήξευραν τα μέλλοντα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 209r· Τας δε κλίμακας ακωλύτως επήγνυον (ενν. οι Τούρκοι) και ανέβαινον ως αετοί πετώμενοι Δούκ. 35911· (σε μεταφ.): Βλέπω, Κύριε, πετούμενον δρεπάνι,| το μάκρος πήχες είκοσι, το πλάτος πήχες δέκα Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2526. Το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ. = πουλί, πτηνό: να ’ξουσιάσουν (ενν. οι άνθρωποι) εις ψάρι της θαλασσούς και εις πετούμενο του ουρανού και εις το χτήνο Πεντ. Γέν. Ι 26· συρνάμενα, πετούμενα, όλα να τα κυριεύγεις,| και πάντα με τη γνώση σου όλα να τ’ αφεντεύγεις Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1028· Συρνάμενα, πετάμενα, όλα, μ’ αυτά να ζείτε Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1508.πηδώ,- Ασσίζ. 2059, 45714, 4759, Διγ. Z 1467, 1551, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 456, 566, 674, Σπανός (Eideneier) A 171, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 908, Χρον. Μορ. H 1107, Χρον. Μορ. P 1060, 1107, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 125, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 280, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 402, Σαχλ., Αφήγ. 669, Λίβ. P 1444, Λίβ. Sc. 401, 3081, Λίβ. Esc. 1517, 1685, Λίβ. N 1364, Αχιλλ. L 52, 120, Αχιλλ. (Smith) N 1151, 1171, Αχιλλ. (Smith) O 79, 182, 670, Ιμπ. 395, Χρον. Τόκκων 2385, Δούκ. 572, Κάτης (Χόλτον) 12, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 121, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 270, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 477, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 88, Συναξ. γυν. 233, 588, Πικατ. 251, Κορων., Μπούας 40, 120, Βεντράμ., Φιλ. 97, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 586, Ρίμ. θαν. 131, Αχέλ. 1094, 2088, 2471, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1012, Ακρ. τραγ. 4, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 122, Διγ. Άνδρ. 3303, 33417, 37533, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 236, Δ́ 1692, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 14v, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 123, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 85, Διγ. O 2595, 2726, Διακρούσ. 10625, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14511, 22510, 2713, 53913, κ.π.α.· απηδάγω, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 159v· απηδώ, Ασσίζ. 213, 2122, 26815, 18, 4575, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 759, Λίβ. Sc. 967, Χρον. Τόκκων 618, 1067, Θησ. (Foll.) I 57, Διήγ. Αλ. V 34 δις, Κορων., Μπούας 137, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 595, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 245v, Τριβ., Ταγιαπ. 123, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ́ [148], Πεντ. Λευιτ. XI 21, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 410, 615, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 14, Χρον. σουλτ. 6826, 11017, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 10713, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 2, Προσκυν. Ιβ. 845 1369, 1370, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [276], Δ́ [944], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 401, Ροδινός (Βαλ.) 217, 233, Μπερτολδίνος 150, κ.π.α.· αππηδώ, Μαχ. 11031, 17230, 19032, 43410‑11, 44031, 45417, 4944, 5508, 5565‑6, 60031, 63626, 6527, 65634, 66217, Βουστρ. (Κεχ.) 3046· ππηδώ, Μαχ. 46619· γ́ εν. πρόσ. παρατ. απήδουνε, Μπερτολδίνος 160.
Το αρχ. πηδάω. Οι τ. απηδώ, αππηδώ και ππηδώ και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 460, λ. απηδώ, 467, λ. αππηδώ, 761, λ. ππη(δ)ώ, Λουκά, Γλωσσάρ., λ. αππηδώ, Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ., λ. αππη(δ)ώ). Τ. αππηώ (Σακ., Κυπρ. Β́ 468, Χατζ., Λεξ., Φαρμακ., Γλωσσάρ. 7, Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.) και ππηώ (Σακ., Κυπρ. Β́ 761, Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.) σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα. Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. Ά Αμτβ. 1) α) Υψώνομαι πάνω από το έδαφος τινάζοντας το σώμα μου προς τα πάνω, πραγματοποιώ επιτόπιο άλμα: Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 455, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1391· β) μετακινούμαι, διασχίζω με άλμα μια απόσταση στο χώρο: Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 611, Διγ. Άνδρ. 37114· β1) εδώ κι εκεί (χωρίς συγκεκριμένο προορισμό): τα άλογα των Κουζιλμπάσηδων εξαγρέψανε από τις λουμπάρδες και τα πολλά τουφέκια και απηδούσανε εδώθεν κείθεν Χρον. σουλτ. προσθ. 602· Έπεσε κάτω εις την γην πουλάκι νυκτερίδα| ’ς τόπον που ’πέτα το πτωχόν, κι εδώ κι εκεί επήδα Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1082· β2) (για κίνηση από έξω προς τα μέσα και αντίστροφα) εισέρχομαι ή εξέρχομαι από ένα χώρο με ορμή: ανέβηκα την σκάλαν μου τῃ τούτων οδηγίᾳ (ενν. των παίδων)| και ευθύς πηδήσας και εισελθών και προτραπείς καθίσαι,| το πότε να με κράξωσι να φάγω προσεδόκουν Προδρ. (Eideneier) I 262· Και, νυκτός μέσης ελθούσης,| ηύραν τον καιρόν αρμόζων,| κι εκ τον δούρειον τον ίππον| επηδήσασιν αυτίκα Ερμον. Χ 206· Απήδησε τούτο το θηρίον από το κλουβί του με πολλήν ορμήν Ροδινός (Βαλ.) 233· Η γαρίδα απηδά συχνά όξω από το τηγάνιον δια να ελευθερωθεί, και ευρίσκεται εις τα κάρβουνα Μπερτόλδος 22· θέλω να υπάγω να μαζώξω ένα από τ’ εκείνον το ψάριον, το οποίον απήδησεν όξω από το βιβαρόπουλον Μπερτολδίνος 144· (σε προσωποπ.): Είδα απέσω από γραφήν ...| το να πηδήσει θάνατος σωματεμψυχωμένος| και να νεκρώσει αυθεντικά την όλην μου καρδίαν Λίβ. Sc. 683· γ) μεταφ. γ1) (προκ. για τις σπίθες της φωτιάς): Όταν άπτει πυρ εις πλήθος (παραλ. 3 στ.), αν πηδήσει φως εκ ταύτης,| οίον εύρει πλέον των άλλων| πλησιέστερον των πάντων| εκεινού τα γένια ανάπτει Πτωχολ. α 93· γ2) (προκ. για το μούστο που βράζει κατά τη διαδικασία της αλκοολικής ζύμωσης): ο μούστος ολοζώντανος πηδά και κοντοβήχει,| το δε ελάδι το πτωχό κείτεται αποθαμένο Κρασοπ. (Eideneier) V 70. 2) Ανεβαίνω κάπου ή κατεβαίνω με άλμα· α) (προκ. για άλογο) καβαλικεύω ή ξεκαβαλικεύω με ορμή: Και εγλήγορα επήδησεν από το άλογόν του| και σύρνει το σπαθίτσιν του και σύντομα εκατέβην Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1244· (συχνά πλεοναστικά σε σχ. ασύνδετο με το καβαλλικεύω): Και παρευθύς εκείνος γε πηδά, καβαλλικεύει Διγ. Z 1141· Ο βασιλεύς ως ήκουσε την άφιξιν εκείνων,| ότι και πως εστράφηκαν Έλληνες κατ’ εκείνου (παραλ. 1 στ.), αν εθυμώθηκε πολλά, τινάς μηδέν ηρώτα.| Ευθύς βαρούν τα βούκινα, πηδούν, καβαλλικεύουν| και παραχρήμα εξήλθασι της πόλεως Τρωάδος Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 908· Όρισεν γαρ ο βασιλέας τον πρωτοστράτοράν του| και τα σαλπίγγια ελάλησαν, πηδούν, καβαλλικεύουν Χρον. Μορ. H 1107· β) πέφτω, ρίχνομαι κάτω (από ψηλά): κι απείτις εσκοτώνουντα, ’πίκουπα εγυρίσα| να φεύγου και να τρέχουσι και κάτω να πηδούσι| απού τα τείχη τα ψηλά Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2875· γ) (προκ. για πλοίο) αποβιβάζομαι: Σιμώνουν εις τον αιγιαλόν, κρούγουν τα πλοία έξω,| και ο λαός επήδησεν εκ τα κάτεργα έξω Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 270. 3) α) Σηκώνομαι απότομα από τη θέση μου, πετιέμαι πάνω: Ο γέρων ως εγροίκησε τα έκλαμπρα μανδάτα,| από του θρόνου του πηδά, τους άρχοντας συνάγει Βέλθ. 1317· Γνωρίζει ταύτα ο Φλώριος, εγέρνεται συντόμως| τον λόγον ενθυμούμενος κόρης της Πλάτζια-Φλώρης| «όταν ιδείς δε θολωθέν το ζάφειρον, αυτίκα| γνώριζε ότι θλίβομαι και ότι κακά παθάνω».| Γοργά συχνά επήδησεν απέκει όπου εκοιμάτον Φλώρ. 503· Και ωσάν ήκουσα εγώ της φωνής σου επήδησα από της κλίνης μου και παρευθύς έφθασα το θηρίον και εσκότωσά το Διγ. Άνδρ. 40735· β1) χοροπηδώ από χαρά ή πόνο: Ένα παιδί που σπούδαζεν έκλεψε πινακίδα| και με χαράν στο σπίτι του επήγαινε κι επήδα Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 472· Εις τόπον ήτον γάδαρος στην ράχην πληγωμένος, (παραλ. 1 στ.) κόρακας εδιάβηκεν απάνω του κι εστάθη,| ετσίμπα τον εις την πληγήν, ...| επήδα και εχόρευε ’κ τον πόνον ο καημένος Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1145· κι ερίχτασινε (ενν. οι Τούρκοι) τ’ άρματα ...| ... κι επροδίδανε μ’ είντα χαρά μεγάλη (παραλ. 1 στ.)· κι άλλοι εβαφτίζοντα γιαμιά ... (παραλ. 2 στ.) ... κι ο Χοσαῒν επήδα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 32114· β2) αναπηδώ από φόβο: εξέστην (ενν. ο Φίλιππος) από τον φόβον του και επήδησεν επί το σελίν του Διήγ. Αλ. F (Lolos) 10614· Είδες ποτέ σου βατραχούς εις των λιμνών τα χείλη, (παραλ. 1 στ.) όταν διαβάτες απερνούν κι αυτοί γροικήσουν μόνον| τον κτύπον πώς όλοι πηδούν φοβούμενοι τον φόνον Παλαμήδ., Βοηβ. 800. 4) (Μεταφ.) α) (προκ. για δάκρυα, αίμα) αναβλύζω, πετάγομαι ορμητικά: Και ταύτα η κόρη ως ήκουσεν, βαρέα αναστενάζει| και επήδησαν τα δάκρυα της και εχάθηκεν ο νους της Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 312· Ήκουσεν πάλι ο Λίβιστρος, εθλίβην εκ του λόγου,| στενάζει από καρδίας του, τα δάκρυα του πηδούσιν Λίβ. Esc. 4242· Το φουσσάτον της Μακεδονίας έκοπταν και έσφαζαν τους Αθηναίους και τα αίματα απηδούσαν αποπάνω τους Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1757· β) εμφανίζομαι, ξεπετιέμαι: ο άγιος κτυπώντας την γην επήδησεν έξω ένα Ευαγγέλιον Ροδινός (Βαλ.) 213· 5) Κινούμαι (με ορμή) εναντίον, επιτίθεμαι: Ο δε ιέραξ ακούων το πρόσεχε προσέχει τον νουν τῃ των περδίκων πτήσει, και ητοιμάσθη πηδήσαι Ιερακοσ. 51219‑20· Εκείνος δε (ενν. ο δράκων) επήδησεν άτακτα και εβίαζε την κόρην Διγ. Άνδρ. 37529· φρ. πηδώ από περιστηθίου, βλ. ά. από 17 φρ.· (συχνά σε παρομοίωση): εγύριζεν (ενν. ο Αχιλλεύς) ως αετός και πήδαν ωσάν πάρδος Αχιλλ. L 996· επήδησα ωσάν αετός, οπού πέτεται εις τας πέρδικας Διγ. Άνδρ. 3785· (μεταφ., προκ. για έντομα· βλ. και πήδημα 2α): παρευθύς θέλουν έβγει τόσα κουνούπια, ότι θέλουν απηδάγει εις τους άνδρες και εις τες γυναίκες και εις τα ζώα να μην τους αφήνουν να αναπεύονται Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 159v. 6) (Προκ. για πολεμικές επιχειρήσεις) α) κάνω επίθεση, εφορμώ: Ο πόλεμος ο φοβερός ...| εκράτει από το ταχύ έως το μεσημέρι.| Ολημερίς εκρούγασιν, αργά πηδούσαν πάλι| με τόσον πλήθος π’ είχασι η μια μεριά κι άλλη Διακρούσ. 7917· κι έστεκε να πηδήσουνε, τη χώρα να νικήσου,| μηδέ γυναίκα γή παιδί κι άντρα να μην αφήσου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 54313· (σε παρομοίωση): την ώραν ου θεωρούσιν| πότε να δώσουν τα όργανα και πότε να κτυπήσουν| και ως λέοντες προς τους εχθρούς οι πάντες να πηδήσουν Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 310· β) (προκ. για τείχη) κάνω έφοδο: Τοιαύτα λόγια ακούσαντες όλοι από τον βασιλέαν, εγίνηκαν προθυμότεροι, παρά άλλην φοράν· όθεν έστεκαν να ιδούσι σημάδι, και τότε να πηδήσουσιν απάνω εις τα τειχία Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 413· γ) (προκ. για πλοίο) εφορμώ και κυριεύω, κυριεύω με ρεσάλτο: εππηδήσαν εις το κάτεργον και εκόψαν πολλούς Κυπριώτες Μαχ. 12615· (με τελική πρόταση): Οι Γενουβήσοι εμάθαν το και αρματώσαν δύο κάτεργα ... και εβγήκαν γυρεύγοντά τους, και ήρταν ομπρός να πηδήσου να τους πάρουν Μαχ. 55414· δ) περνώ ορμητικά και με εχθρική διάθεση στην απέναντι ακτή· (εδώ προκ. για τα Στενά των Δαρδανελλίων): Συχνάκις ουν οι Τούρκοι πηδώντες επόρθουν Χερρόνησον Δούκ. 677· ε) επεκτείνομαι γρήγορα και ορμητικά σε ξένα εδάφη: παρακαλώ ... (παραλ. 1 στ.) μόνον να ομονοιάσουσιν, αν θέλουσιν και μόνον,| τον Τούρκον ξεριζώνουν τον σύρριζον εκ την Δύσιν, (παραλ. 4 στ.)· ότι βλέπω και πήδησε και ’κάτσε κι εις την Δύσιν,| ως πάρδος λεοντόπαρδος, ως λέων πεινασμένος Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 444· (με εμπρόθ. προσδιορ. που δηλώνει το σημείο εκκίνησης): Εκ του Ηρακλείου τον καιρόν εγέρθην ο Μωάμεθ·| και απ’ εξαύτου την αρχήν εφάνη τέτοιον έθνος,| και πάτησεν εις Ρωμανιάν ...| την άτυχον κι ελεεινήν την Κωνσταντίνου πόλιν· (παραλ. 1 στ.) ’ξ Ανατολών επήδησεν και ’κάτσεν κι εις την Δύσιν Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 484· και του Δαν είπεν (ενν. ο Μοσε)· ο Δαν κουτάβι λιοντάρι, να απηδήσει από το Βασάν Πεντ. Δευτ. XXXIII 22. στ) (προκ. για ξαφνική, αιφνιδιαστική κίνηση για ανατροπή της ισχύουσας πολιτικής κατάστασης, πραξικόπημα· βλ. και πήδημα 2β): τότε αππήδησαν οι Βενετίκοι και επιάσαν το ρέτινον του αλόγου του το δεξιόν Μαχ. 30833. 7) Xορεύω με τη συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού: ας ψάλλουν άλλοι σ’ όργανα, με τύμπανα ας πηδούσι| και με κιθάρες όμορφα παντόθε ας τραγουδούσι Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 71· Τα ρόδα, τα τραντάφυλλα κι οι μυρισμένοι κρίνοι,| κι οι δούλοι οι εμπιστικοί τάχατες που ’ν’ εκείνοι,| να πιάσουν όμορφο χορό, με τέχνες να πηδούνε,| κι άλλοι να ρίχτουν τουφεκιές κι άλλοι να τραγουδούνε; Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 57015. 8) (Μεταφ., προκ. για δυσάρεστο γεγονός, συμφορά, κακό) πηγάζω, γεννιέμαι: πολλά κακά ήθελεν απηδήσουν μετά ταύτα Ασσίζ. 19512. 9) (Με υποκ. τη λ. μέλη) τινάζομαι, τρέμω: αν είδες (ενν. βεργόλικη) και τα μέλη μου το πώς πηδούν και φεύγουν,| την ώραν να λυπήθηκες, να μ’ έγραψες πιττάκιν Ερωτοπ. 584. 10) (Με το επίρρ. χάμαι) πατώ στο έδαφος: από την βίαν ο μαύρος του ουδέν επήδα χάμαι Πικατ. 249. 11) (Μεταφ., με εμπρόθ. προσδ.) τολμώ: αν είχε να ’καμε με σας, εις τούτο δεν επήδα,| ότι να τον χαλάσετε δύνασθ’ εν ευκολίᾳ Κορων., Μπούας 24. 12) (Προκ. για βλήμα πυροβόλου όπλου) πέφτω με ορμή: Τέσσερις ώρες μοναχάς λουμπάρδες εκτυπούσα (παραλ. 2 στ.), κι οι μπάλες εκεί επέφτασιν ωσά χοντρό χαλάζι.| Κι όλοι εκολούσαν του φορτιού, να σπάσουν τα κανόνια,| κι οι μπάλες επηδούσανε, κι επέφταν τα παβιόνια Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 19014· εμπαίνασι (ενν. γυναίκες) καθημερνό να κουβαλούσι χώμα,| πέτρες και τράβες στα τειχιά ογιά να χτίσου δώμα,| να ’ν’ αποκάτω ο λαός, η μπάλα οπ’ επήδα,| οπού χιλιάδες ήρχονταν καθ’ ώρα και τους δίδα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2713. Β́ Μτβ. 1) Περνώ με άλμα πάνω από κ., πηδώ πάνω από κάπου: Διγ. Z 1988· (με σύστ. αντικ.· βλ. και πήδημα 1α): Είς άνθρωπος εξενιτεύθη και πάλιν εγύρισεν εις την πατρίδα του. Και έλεγεν ότι εις πολλούς τόπους έκαμεν αδραγαθίες μεγάλες, ομοίως και εις την Ρόδον απήδησεν ένα απήδημα μέγα, το οποίον τινάς δεν ημπόρεσε να το απηδήσει Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 14 δις. 2) α) Ορμώ εναντίον κάπ., επιτίθεμαι σε κάπ.: Και τότε πάλε το παιδίν ανανογάται λέγει:| «Αν τους πηδήσω αρμάτωτους, πάντα καυχάσθαι θέλουν,| ότι τους ηύρα αρμάτωτους και επήρα τους την πρόβαν» Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 69· Κι ως έλθει νά ’μπει στην σπηλιάν, θέλω να τον πηδήσω,| οχ το πλευρόν, και παρευθύς ξάφνου να του καρφώσω,| ετούτο τ’ άρμα που βαστώ, και να τον θανατώσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1282]· (με αντικ. σε γεν.): Περί εκείνου του ανθρώπου οπού απηδά άλλου να τον δέρει ή να τον σκοτώσει Ασσίζ. 20430· Και τῃ ις́ Μαΐου ηύραν τους Φράγκους απού αππήδησαν του Τζουανή εις την στράταν Βουστρ. (Κεχ.) 3046· (με γεν. και είδος σύστ. αντικ.): Περί των απηδημάτων απού απηδά είς άνθρωπος ετέρου Ασσίζ. 212· (με είδος σύστ. αντικ.): Περί των απηδημάτων οπού απηδᾴ είς άνθρωπος επάνω εις άλλον άνθρωπον και δέρνει τον και ανασπᾴ τα γένεια του και λαβώνει τον Ασσίζ. 20326· (μεταφ., προκ. για την επίθεση του διαβόλου εναντίον του ανθρώπου): Και ημείς νοητοί νοήσωμεν ότι ηνίκα ο πατήρ ημών Αδάμ γυμνός ην, ουκ ίσχυσεν (ενν. ο όφις) αυτόν πηδήσαι. Εάν ουν και συ έχῃς το ένδυμα του παλαιού ανθρώπου, τουτέστιν τα σύσκηνα της ηδονής, ως πεπαλαιωμένος ημερών επέρχεταί σοι Φυσιολ. (Zur.) XIV 3a5· β) (προκ. για πολιορκία τειχών) επιτίθεμαι, κάνω έφοδο: Έπειτα οι Τρώες εμοιράσθησαν ... κι απηδούσι τα τείχη των Ελλήνων Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΓ́ Υπόθ.· 3) α) (Προκ. για άνδρα) συνουσιάζομαι, έρχομαι σε σαρκική επαφή με γυναίκα: Και κείνος οπ’ ορέγεται πολλά να την πηδήσει (ενν. την πολιτική)| ανάκειται ο κακότυχος να την καλοκαρδίσει·| δίδει της ρούχα να φορεί, δηνάρια να ξοδιάζει Σαχλ. N 310· β) (παθητ., προκ. για γυναίκα): με τους καύχους αποκλείται| εις το σπίτι και κουνιέται·| δείχνει τάχα ότι μαδιέται,| αλλ’ αυτή πολλά πηδιέται Συναξ. γυν. 1174· γ) (προκ. για αρσενικό ζώο) βατεύω: Εγώ έστειλα και ήφεράν μου από την Ρούμελην άλογα και έβαλα και επήδησαν εδώ φοράδια· μόνον να ακούσουν τα άλογα της Βαβυλωνίας οπού χλιμιτρούν εγγαστρώνονται αυτά τα φοράδια Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 454· (απαξιωτικά, προκ. για γυναίκα ελευθερίων ηθών): εντροπήν ουδέν ψηφούν (ενν. οι γυναίκες)| να ποπεύονται κρυφά,| και όταν έλθει να την εφτάσει,| θέλει διά να την πιάσει,| έναι νόμος διά να χάσει| το προίκιόν της, αν πλαντάξει·| τότες απομένει γδούρια,| και πηδούν τη τα γαδούρια Συναξ. γυν. 800· 4) (Μεταφ., προκ. για γραπτή αφήγηση γεγονότων) παραλείπω, προσπερνώ κ.: Αλλά τι το ποιήσαν με πηδήσαι πέντε μηνών διάστημα; Δούκ. 31931. 5) (Τριτοπρόσ.) κατά τη διάρκεια μιας ενέργειάς μου με βρίσκει ξαφνικά ένα φυσικό φαινόμενο (βροχή, φουρτούνα, κλπ.) (Για τη σημασ. βλ. Μανούσ., ΕΕΦΣΠΘ 8, 1963, 309): ωσάν μου τ’ όρμησεν ο νους, έπιασα μονοπάτι·| κι εκεί βροχή μ’ επήδησεν και ολημερίς μ’ εκράτει Νεκρ. βασιλ. 10· πηγαίνοντας η αρμάδα, την απήδησε μεγάλη φουρτούνα εις την Μαύρη Θάλασσα και επνίγησαν πολλά πλεούμενα Χρον. σουλτ. 6724. Φρ. 1) Aπηδά κ. εις το κεφάλι(ον) κάπ. = περνά κ. από το μυαλό κάπ., σκέφτομαι ξαφνικά κ.· (εδώ προκ. για ανοησία, τρέλα): Αλλά τι λωλάδα είναι ετούτη οπού του απήδησεν εις το κεφάλιον; Μπερτόλδος 17· Τι ζουρλαμάδα σου απήδησεν εις το κεφάλι; Μπερτόλδος 18. 2) Μου (σου, του) απηδά φαντασία = με πιάνει έντονη διάθεση για κ., μου έρχεται όρεξη για κ.: και δεν ήθελα ότι μιάν ημέραν να του απήδουνε καμία φαντασία να μου έκαμνε καμία μεγαλύτερη, οπού να με εμάδουνε περισσότερον από τούτες Μπερτολδίνος 160. 3) Παίζω και πηδώ, βλ. παίζω Φρ. 5. 4) Πηδά η ψυχή μου = επιθυμώ πολύ, λαχταρώ, ποθώ: Του Μερκουρίου δε ο νους δεν ήτον στο τραπέζι (παραλ. 1 στ.). Μα μέσα εις το κούφος του επήδαν η ψυχή του,| να πάγει εις τον πόλεμον ν’ αυξήσει την τιμήν του Κορων., Μπούας 15. 5) Πηδώ στη μέση/στο μέσον = (α) (προκ. για ομήγυρη/συνάθροιση) προχωρώ στο κέντρο προκ. να εκφράσω την άποψή μου: ο μπούφος πήδησεν ως βαρύκωλος στο μέσον| και την πτωχήν την κίχλαν ήρξατο καθυβρίζειν Πουλολ. (Τσαβαρή)2 597· (β) παρεμβαίνω για να υπερασπιστώ κάπ., μπαίνω στη μέση: Δεμένην κι εις τον θάνατον, θυσιά διά να γένει.| Αύτη ο Μυρτίνος βλέποντας, στην μέση είχε πηδήσει (παραλ. 1 στ.). Του λόγου του ήλθε κι έταξε, στον θάνατον να δώσει,| για να μπορέσει την ζωήν της κόρης να γλυτώσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [211]. Η μτχ. παρκ. απηδημένος ως ουσ. = αυτός που δέχεται επίθεση: το δίκαιον κρίνει και κελεύει, ότι εκείνος οπού του απήδησεν, τουτέστιν ο απηδημένος, ημπορεί να δείξει ... ότι εκείνος οπού ένι λαβωμένος επήδησέν του πρωτύτερα Ασσίζ. 45712.πρώτον,- επίρρ., Καλλίμ. 2309, Πτωχολ. P 103, 357, Χρον. Μορ. H 703, 3253, 3983, Χρον. Μορ. P 69, 3253, 3780, 4500, Βίος Αλ. 1918, Απολλών. (Κεχ.) 825, Λίβ. διασκευή α 101, 767, 1283, κ.α., Αχιλλ. (Smith) N 244, Φαλιέρ., Ιστ.2 189 κριτ. υπ., 205, 357 κριτ. υπ., 726 κριτ. υπ., Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 287 κριτ. υπ., Μαχ. 51627, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 477 κριτ. υπ., Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 76, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1813, Πτωχολ. α 132, Κώδ. Χρονογρ. 4917, Σεβήρ., Διαθ. 1899, 19176, Ιστ. Βλαχ. 39, Δευτ. Παρουσ. 324, Λίβ. Va 105, 616, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Υπόθ. Ιω., κ.π.α.· πρώτο, Σπαν. O 111, Χρον. Μορ. P 69, 231, 293, 2603, Δεφ., Λόγ. 404, 476, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 490, Διαθ. 17. αι. 68.
Το αρχ. επίρρ. πρώτον (L‑S, λ. πρότερος). Η λ. και σήμ.
1) α1) (Σε απαρίθμηση προκ. για κ. που προηγείται από κ. άλλο) πρώτα, αρχικά: Νομοκριτ. 83, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 267, Πορτολ. B 3411· Πορευόμαστε από την νήσο Κρήτη, και πρώτο μεν ευρίσκομε την νήσο Διάκυνθο Μηλ., Οδοιπ. 638· συχνά με επόμ. τα: «δεύτερον» (ή) και «τρίτον», «και μετά ταύτα», «απαύτου», «απέκει» κλπ.: Ερμον. Ι 310, 315, Χρον. Μορ. P 6115, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7233· πρώτο ελάλησεν ο αφέντης της Καρυταίνου| και δεύτερον από αυτού ο αφέντης της Ακόβου Χρον. Μορ. H 6637· αν έλθεις γαρ εις πόλεμον εις τοσούτα φουσσάτα,| πρώτο ημπορεί απ’ αμαρτίας να χάσεις το κορμί σου,| και δεύτερον, χειρότερον, αν πέσεις εις τας χείρας| του Παλαιολόγου βασιλέως ...,| ποτέ την Άρτα ουδέν θεωρείς ουδέ το Δεσποτάτο Χρον. Μορ. H 3780· Κατάπιε πρώτον αυτές τες πίρολες και απέκει βάνω σου την γιατρείαν Μπερτολδίνος 150· α2) (προκ. για αυτό που έχει μεγαλύτερη αξία ή σημασία) πρώτα πρώτα, κυρίως: Φλώρ. 1399, Σφρ., Χρον. (Maisano) 1541, Ιστ. Βλαχ. 1396· ποτέ σου μη οργίζεσαι, υιέ, χωρίς αιτίας.| Πρώτο καλά το μάνθανε και τον θυμόν σου κράτει| φρόνιμον το περπάτημα και ταπεινόν το γέλος Σπαν. O 111· β) για πρώτη φορά: Τότε πείραν ο θαυμαστός πρώτον θλίψεως έσχε,| μαθών γαρ νόσον τῳ πατρί περιελθούσαν τότε Διγ. (Trapp) Gr. 3247. 2) Προηγουμένως, παλιότερα: καλά ότι, λέγω, εβάσταξα εμένα εις το φανεί μου| βλέποντας πού ηυρίσκομαι και πρώτον ευρισκόμου Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 52· Κι εμέ πρώτον εις τα ομμάτια μου ανάψε την αγάπην (ενν. η Φιαμέτα)| και πάντοτε η καρδίτσα μου τρέμει να την εβλέπει Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 37. 3) (Σε σύγκριση) καλύτερα, προτιμότερο: πρώτον να λάβω θάνατον κι όλοι εσείς με μένα,| παρού να διάβω απεδώ με όσα φουσσάτα έχω Χρον. Μορ. P 8396· πρώτον να τους έκαψαν ή να τους ακληρήσουν,| παρού να τους εβγάλουσιν εκ τα συνήθεια Χρον. Μορ. P 7904. Εκφρ. 1) Από πρώτον = από την αρχή (βλ. και επίρρ. αποπρώτα): αυτά τα υποδήματα τά εφόρεις από πρώτον| και το φουστάνιν τό έβαλες, ως ήσουν τοπικάρης·| άλλον ποτέ την ράχην σου ουκ είδα το να αλλάξεις Πουλολ. (Τσαβαρή)2 310. 2) Πρώτον αρχής, πρώτον και αρχή(ν), βλ. Επιτομή αρχή Β́ 1 Eκφρ. (β). 3) Εις (το)/στο πρώτο(ν), βλ. πρώτος II Γ’ Eκφρ. 2β, 2γ. 4) Εν πρώτοις, βλ. πρώτος II Γ’ Eκφρ. 5. 5) Κατά πρώτον = πρώτα: κατά πρώτον λέγει με τούτο το καταλόγιν Λίβ. Va 497. 6) Παρά το πρώτον, βλ. Επιτομή παρά Εκφρ. 10. 7) Πρώτον πρώτον = πρώτα απ’ όλα: και πρώτον πρώτον λέγει με μετά όρκου από ψυχής του· «(παραλ. 7 στ.) ιδού απετώρα γνώριζε το τι έναι τό στενάζω» Λίβ. Esc. 71. 8) Το πρώτο(ν), βλ. πρώτος II Γ’ Eκφρ. 2α.ραβδίζω,- Πουλολ. (Τσαβαρή)2 618, Βίος Αλ. 1569, Δούκ. 33712, 36711, Βουστρ. (Κεχ.) 1466, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 334, Αλεξ.2 682, 1612, Μπερτολδίνος 145, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2305, Διγ. O 2802, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22528.
Tο αρχ. ραβδίζω. Η λ. και σήμ.
α) Xτυπώ, δέρνω κάπ. με ραβδί· ξυλοκοπώ: Αλεξ.2 2714·, Μορεζ., Κλίνη φ. 114v, Ιστ. Βλαχ. 2645· β) (ειδικ.) χτυπώ με ραβδί τα κλαδιά ενός δέντρου για να πέσουν κάτω οι καρποί: Ω δένδρη μου πανώραια, και τις να σας αρδεύσει;| Τις να ραβδίσει τον καρπόν ωραίον τον δικόν σας; Ανάλ. Αθ. 51· Πλην γίνωσκε και τούτο, ότι η καρυά αγαπά το ραβδί εκ φύσεως και, όσον την ραβδίσεις δυνατά τον ένα χρόνον, τόσον καρπίζει καλύτερα τον ερχόμενον Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 155. Η μτχ παρκ. ως ουσ. = αυτός που έχει χτυπηθεί με ραβδί, που έχει ξυλοκοπηθεί: Οι άνθρωποι ερχόντησαν και ήσαν πληγωμένοι,| και πλέο δεν τα ’γγίζασι αυτείν’ οι ραβδισμένοι.| Τους ραβδισμένους βλέπομε και όλοι απορούμε,| εκείνους που τους δέρνουσι να δούμε δεν μπορούμε Αλεξ.2 1614-15.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- η, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 329, Διήγ. Αλ. V 32, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1249‑10· πασιδόνα· πασιδών, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 325 χφ E κριτ. υπ., Φυσιολ. (Sbord.) 32316, 17, 20.