Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αβγό(ν)
- το, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 13376, Ασσίζ. (Σάθ.) 49220, Ορνεοσ. (Hercher) 57930, Πουλολ. (Krawcz.) 160, Ιατροσ. κώδ. (Άμ.) χκ́, Ch. pop. (Pern.) 511, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 133, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 227, 610, 1161, Αιτωλ., Βοηβ. (Băn.) 214, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 40020, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4186, Διακρούσ. (Ξηρ.) 8824.
Από τη συνεκφορά τα ωά> ταουά> ταουγά> ταβγά‑τ’ αβγό (Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 322, 328-329 και Τριαντ., Ν. Εστ. 33, 1943, 303-305). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Αβγό, όπως και σήμ. (ΙΛ στη λ. 1): όπου είν’ τ’ αβγά της μελενά και τα πουλιά της μαύρα Ch. pop. (Pern.) 511.άβραστος,- επίθ., Πουλολ. (Krawcz.) 61.
Από το στερ. α‑ και το επίθ. βραστός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Νωθρός, βαρετός, ανούσιος (πβ. Πουλολ. (Krawcz.) 44 σχόλ. Και ΙΛ στη λ. Β 1): με τον μακρόν τον σφόνδυλον με το πολύν καμάριν,| κουναβλοπόδης, άβραστος, με τας μαύρας τας κάλτσας (παραλ. 3 στ.), εσύ ’σαι καμηλόραχος <και> κακοπερπατάρης Πουλολ. (Krawcz.) 61.αγανακτώ,- Σπαν. (Hanna) B 505, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 154, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 477, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 464, Προδρ. (Hess.-Pern.) I 183, II H 19f, III 216 (χφ gg) (κριτ. υπ.), 309, IV 274, Καλλίμ. (Κριαρ.) 411, 1120, 1202, 1547, 1709, 1770, 1867, Διάτ. Κυπρ. (Σάθ.) 50231, Διγ. (Mavr.) Gr. I 182, Πουλολ. (Krawcz.) 545, Gesprächb. (Vasm.) 257, 26359, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 76, 453, Λίβ. (Μαυρ.) P 33, 615, Λίβ. (Lamb.) Esc. 20, 890, 3581, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1040, 2398, Λίβ. (Wagn.) N 56, 753, 1442, 1860, Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 35, Αλφ. ξεν. (Ζώρ.) 117, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 690, Μαχ. (Dawk.) 17228, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1037 A, Ch. pop. (Pern.) 434, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 411, Ριμ. κόρ. (Pern.) 735, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 182, 309, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 80, 242, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 9528, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 46, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1976, Ερωτόκρ. Ά́ 1577, Ευγέν. (Vitti) 879, Φορτουν. (Ξανθ.) Β́́ 470, Διακρούσ. (Ξηρ.) 6960, 11312· αγανακτώ ή γανακτώ, Μαχ. (Dawk.) 36428, 42818, 58410, 64435, Φορτουν. (Ξανθ.) Δ́́ 480, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 52617· αγαναχτώ, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 1577· αγαναχτώ ή γαναχτώ, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙΧ 11, XLVII 13· γαναχτώ, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 892· μτχ. αγανακτισμένος, Ch. pop. (Pern.) 783, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 285, Ιερόθ. Αββ. (Legr.) 337· γανακτισμένος, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 54318.
Το αρχ. αγανακτώ. Οι τ. αγαναχτώ, γαναχτώ και σήμ. (ΙΛ λ. αγαναχτώ). Για τη μτχ. βλ. και Χαριτων., Αθ. 36, 1924, 198.
Α´ Αμτβ. 1) α) εξανίσταμαι: Απήν διαβεί το κάμωμα, αυτούς αν ερωτήσεις| τείντά ’χαν και μαλώνασι, πολλά ν’ αγανακτήσεις·| διατί δεν είχαν αφορμήν, υπόθεσιν καμίαν Σαχλ., Αφήγ. 242· β) εκδηλώνω την αγανάκτησή μου, βαρυγγωμώ: και να υπομένω ο ταπεινός αδύνατον υπάρχει,| α δε λαλήσω, α δεν ειπώ, α δεν αγανακτήσω Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 35· σκοντάφτει, πεδουκλώνεται και πέφτει και βαρίσκει·| αγαναχτά στη ζήση ντου, το θάνατό ντου κράζει Ερωτόκρ. Ά́ 1577. 2) Ταράζομαι, τρομάζω: Το αίμα δε κατέρεε την γην εκείνην όλην·| οι ίπποι ηγανάκτησαν, πάντας έκπληξις είχεν Διγ. Gr. I 182· πάλιν μέγας έγινε σεισμός με βοήν και αυτός, ώστε οπού … ήλθομεν ως νεκροί αλλαξοπροσωπισμένοι και αγανακτισμένοι Ιερόθ. Αββ. 337. 3) α) Κουράζομαι, βαριέμαι, απαυδώ (πβ. αγανάκτησις 1β): Ω θάνατε, … ποτέ δεν εγανάκτησες στη μέση να γυρίζεις,| με το δρεπάνι τ’ άπονο πάντα να τους θερίζεις Τζάνε, Κρ. πόλ. 52617· Εγώ γαρ ηγανάκτησα τρώγειν τας παλαμίδας Προδρ. III 216 (χφ gg) (κριτ. υπ.)· να έκλαι’ η καρδιά μου, ώστε ν’ αγανακτήσει Διακρούσ. 11312· β) κάνω μεγάλη προσπάθεια, κουράζομαι υπερβολικά (πβ. ΙΛ λ. αγαναχτώ Α2): κι από μακρά εγανάκτησα ποιός είσαι να γνωρίσω Φορτουν. Δ́́ 480· και εις αυτόν τον τρόπον δεν αγανακτούσαν τα χερία του, και έτσι ενίκησε τον Αμαλήκ ο Ιωσιέ Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 174r· γ) δυσανασχετώ, δυσκολεύομαι (πβ. ΙΛ λ. αγαναχτώ Α 1γ): και τση Αυγουστίνας είχα πει νά ’ρθει να σε γυρέψει,| μα τούτη, αν πάγει και ποθές, αγανακτά να στρέψει Φορτουν. Β́́ 470. 4) Υποφέρω, βασανίζομαι: και εγανέχτησεν η γης η Αίγυφτο και η γης του Κεναάν από ομπροστά την πείνα Πεντ. Γέν. XLVII 13· Α βουληθείς να μ’ αρνηθείς και να μ’ αλησμονήσεις,| εις την Τουρκιά, στα σίδερα, πολλά ν’ αγανακτήσεις Ριμ. κόρ. 735· και τι την θέλω την ζωή την αγανακτισμένη Ch. pop. 738. Β´ Μτβ. 1) α) Θυμώνω, αγανακτώ (με κάποιον ή με κάτι) (Για τη μτβ. χρήση βλ. και Ανδρ., Προσφ. Κυριακ. 1953, 53): αν βάλω χέρα νά ’ρχομαι, θέλεις με αγανακτήσει Ερωτοπ. 453· μεγαλοψύχως δέξαι με και μη με αγανακτήσεις Προδρ. ΙΙ Η 19 f· την μοίραν της ν’ αγανακτά, την τύχην ν’ ατιμάζει Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 309· και παρεμπρός να σέ το ειπώ, μη με το αγανακτήσεις Λίβ. N 1442· β) δυσφορώ (για κάτι), δεν ανέχομαι (κάτι): Αγανακτώ τους λόγους σας, φονεύει μέ το πλήθος,| ο τόπος τούτος πνίγει με και το παλάτιν τούτο Καλλίμ. 1867· γ) βαριέμαι (κάτι): Κάπα μου, οπού δύναται, κάπα μου, ας σε αγοράσει,| κάπα μου, ηγανάκτησα, κάπα, τας χάριτάς σου Προδρ. IV 274. 2) Κάνω κάποιον να αγανακτήσει, πιέζω κάποιον (πβ. ΙΛ λ. αγαναχτώ Β 1): τους υποτακτίτας εκ την υπακοήν αυτού εκκλίναι κακώσας και αγανακτήσας πεποίηκεν Διάτ. Κυπρ. 50231· και αφού τόν ηγανάκτησα και εβιάσα (κριτ. υπ.) τον τοσούτον,| θλιμμένα εστράφην προς εμέ και απηλογήσατό με Λίβ. Sc. 2398.αγριόμπουφος- ο, Πουλολ. (Krawcz.) 648.
Από το επίθ. άγριος και το ουσ. μπούφος.
Μπούφος άξεστος, αγροίκος: κι εσύ τολμάς, αγριόμπουφε, υβρίζεις μεν ( = εμένα) την κίχλαν Πουλολ. (Krawcz.) 648.αγριόφωνος,- επίθ., Πουλολ. (Krawcz.) 8, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 10.
Το αρχ. επίθ. αγριόφωνος.
Που έχει άγρια, τραχειά φωνή: Ειπέ μοι, κύκνε σύσσουμε και μικροσφονδυλάτε, μελανόποδη, αγριόφωνε, λιμνοαναθρεμμένε Πουλολ. (Ζώρ.) Z 10.αγριώνω,- Σπαν. (Λάμπρ.) Va 261, Προδρ. (Hess.-Pern.) I 170, Διγ. (Hess.) Esc. 419, 1144, Ερμον. (Legr.) I 88, K 172, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 413, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 466, Θρ. Κων/π. διάλ. (Ζώρ.) 91, Δούκ. (Grecu) 43115, Θησ. (Foll.) I 43, Θησ. (Βεν.) Έ́ [806], Ζ́́ [1267], Θησ. (Schmitt) 316, Ιμπ. (Legr.) 135, 461, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 9524, 13510, 19, Περί γέρ. (Wagn.) 53, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 742, Σταυριν. (Legr.) 426, 492, 516, Διγ. (Lambr.) O 1332, 2745, 2993. μτχ. αγριωμένος, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 587, Διγ. (Hess.) Esc. 1125, Βέλθ. (Κριαρ.) 936, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2767, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1618, Λίβ. (Wagn.) N 2417, 2447, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1215, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 808, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 374, Θησ. (Βεν.) Β́́ [626], Ζ́́ [434], ΙΆ́ [65], [6531], Κάτης (Băn.) 87, Νεκρ. βασιλ. (Μανούσ.) 45, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 624, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 882, Ιμπ. (Legr.) 184, Συναξ. γυν. (Krumb.) 256, 258, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 118, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 111, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 48, 744, Αλφ. (Κακ.) 109, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 399, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 2, II 5, 5, III 6, 4, 214, IV 6, 3, 24, V 7, 131, Σταυριν. (Legr.) 192, 950, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 1135, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 2, 85, Διγ. (Lambr.) O 305, 816, 2819, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14312.
Από το αρχ. αγριώ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
I. Ενεργ.: Α´ Μτβ. 1) α) Κεντρίζω, ερεθίζω (πβ. ΙΛ στη λ. 1): τούτά ’πεν και το άλογο αγριώνει και λαλεί το Διγ. O 2745· β) εξαγριώνω, εξοργίζω (κάποιον): ως γαρ τα ξύλα του πυρός την φλόγαν επαυξαίνουν,| ούτω και τον θυμούμενον ο λόγος αγριώνει Σπαν. V 261. 2) Κάνω κάτι άγριο: τους οφθαλμούς αγρίωσον, δείξον λοξόν το βλέμμα Προδρ. Ι 170· κι εμούγκριζεν ο λέοντας κι εσφύριζεν ο δράκων| κι εγρίωνεν τα μάτια του Θρ. Κων/π. διάλ. 91· αγριώνει και τα μάτια του σαν ψοφισμένου σκύλου Περί γέρ. 53· Και ως το λονταρόπουλον που η πείνα το κεντάγει (παραλ. 1 στ.) και άμαν ίδει τίποτες φαγί διά να αρπάξει,| την τρίχα του αγριώνει την απ’ όρεξην τήν έχει Θησ. (Foll.) I 43. B´ Αμτβ. α) Περιέρχομαι σε κατάσταση ταραχής: έπαρε το λαβούτο σου και παίξε τό ολίγον,| ότι εραθύμησα εκ των θηρίων τον φόβον και ηγρίωσε η καρδία μου εκ των θηρίων το αίμα Διγ. (Hess.) Esc. 1144· β) αγριεύω, εξοργίζομαι: αλλέως δε μερώνει και όσον τον πειράζομεν χειρότερ’ αγριώνει Σταυριν. 516. ΙΙ. Μέσ.: 1) Γίνομαι άγριος: και η όψις του προσώπου ηγριώθηκεν αυτίκα Ερμον. Ι 88. 2) α) Εξαγριώνομαι, οργίζομαι: Η αρκούδα εγριώθηκεν, σκληρά πολλά θυμώνει,| καταπάνω του Διγενή γυρίζει και μουγκρίζει Διγ. O 1332· ταύτα ακούσας ο τύραννος ηγριώθη Δούκ. 43115· β) συμπεριφέρομαι με αγριότητα: Πάλε ξαναθωρούσαν την πως ήτον χαλασμένη,| πάνω της αγριώνουντον σαν λιόντες πεινασμένοι Θρ. Κύπρ. K 742. Η μτχ. = 1) α) Οργισμένος, αγριωπός: Και πώς ου σχήμα σοβαρόν έχει μ’ αγριωμένον,| ότι της βασιλείας σου άνθρωποι …| εις περιβόλιν αναιδώς εμβαίνουν ιδικό μου Βέλθ. 936· Γέλασε, Χάρο, με χαρά, μην ήλθες αγριωμένος Αλφ. 109· Ανέβηκα και βλέπω την κι εκάθετον εις θρόνον.| Σύρνει το σχήμα σοβαρώς να έναι πολλά αγριωμένη Λόγ. παρηγ. L 587· β) προκ. για θάλασσα, κύματα [πβ. θυμωμένη θάλασσα Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́́ 157]: λέοντας μέγας τον ήκουσεν απέσω απέ το καλάμιν (παραλ. 1 στ.) και εκ το καλάμιν εξέβηκεν ως θάλασσα αγριωμένη Διγ. (Hess.) Esc. 1125· ή στ’ αγριωμένα κύματα να πέσω ν’ αποθάνω Τζάνε, Κρ. πόλ. 14312. 2) Άγριος, ανήμερος (προκ. για θηρίο): ω δυνατό παιδάκι δοξασμένον| τ’ Αλκείδη, … που ’ναi θεριόν σαν τούτο αγριωμένον| μόνιος σου να σκοτώσεις είχες χάρη Πιστ. βοσκ. Ι 6, 3. 3) Άγριος, σκληρός: Αμ’ όσο θέλεις άπονη ας είσαι κι αγριωμένη,| τάσσω σου κι η γιαγάπη μου πάντα να σ’ανιμένει Πανώρ. Β́́ 399. 4) Τραχύς, δύσβατος: Εις ποιόν σκλερόν βουνάριν, ’ς ποιόν δάσος αγριωμένον| να πάγω; Κυπρ. ερωτ. 882· κλεισούρες εδιέβημεν, τόπους αγριωμένους Λίβ. N 2417· και πώς στον (έκδ. εις τον) ερημότοπον ετούτον καταβαίνεις; (παραλ. 1 στ.) εσείς δε πόθεν την οδόν την αγριωμένην ταύτην| ηυρέθητε να τρέχετε χωρίς συνοδοιπόρον; Λίβ. N 2447.αγωνίζομαι,- Σπαν. (Hanna) A 303, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 184, 323, Διγ. (Hess.) Esc. 490, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 237, Πουλολ. (Krawcz.) 521, Λίβ. (Wagn.) N 54, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 408.
Το αρχ. αγωνίζομαι. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Αντιστέκομαι (σε κάτι), αποκρούω (κάτι): ποτέ μηδέν οκνείτε,| ως διά να γείρω εγλήγορα ως για την ποθητήν μου·| βροχάς, χειμώνας, παγετούς πάντας αγωνισθείτε Διγ. (Hess.) Esc. 490· β) καταβάλλω προσπάθεια (για κάτι): Τον Χάρον τους εσπείρασι, θάνατον εθερίσαν,| κόπους τούς αγωνίζονταν, αλλών τους εχαρίσαν Απόκοπ. 408· (πβ. αγωνούμαι 2α). 2) Κοπιάζω, βασανίζομαι (πβ. ΙΛ στη λ. 1): ειπέ μοι γουν, περιστερά, τον όλον χρόνον τι έχεις| και πάντα αγωνίζεσαι και πάντα μουρμουρίζεις;| και πάντα εις τας εκκλησιάς σεβαίνεις και πορνεύεις,| όπου σταθείς και σηκωθείς, ψύλλους πάντα συνάζεις; Πουλολ. 521. 3) Προσπαθώ, επιδιώκω (Η σημασ. και στο Λόγ. νουθ. 10134· πβ. ΙΛ στη λ. 1): Θέλεις να έχεις μετ’ εσέ ούς έχεις εξουσιά σου;| Αγωνίσου του να σ’ εντρέπονται παρού να σε φοβούνται Σπαν. P 51 (πβ. αγωνίζω). 4) Αγωνίζομαι (προκ. για πνευματικό αγώνα, πβ. Lampe, Lex. στη λ. 2): Πολλοί των ανθρώπων όσοι κατ’ εμέ αμελώς και ραθύμως διάκεινται προς την επίπονον οδόν της αρετής ειώθασι λέγειν ουτωσί: ότι ήμεθα τότε εν ταις ημέραις των πατέρων ημών των πρώην λαμψάντων εν ασκήσει, ηγωνισάμεθα αν και ημείς κατ’ αυτούς Βίος οσ. Αθαν. 237 (πβ. αγωνιστής).αδελφοποιτός- ο, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3936, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 369, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 433, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 36, 289, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 14922, 15126, 1595, Συναξ. γυν. (Krumb.) 1201, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1076.
Από το αδελφός και το ποιώ. Ο τ. αδελφοποιητός ήδη στα Πάτρια Κων/π. 791 και Συμ. Μάγιστρ. (Βόνν.) 65612. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αδερφοποιτός).
α) Αυτός που γίνεται αδελφός (βλ. λ. αδελφοποιία): όταν θέλει και βούλεται τού να σε απεργώσει,| τότε σε κάμνει σύντεκνον ή αδελφοποιτόν του·| ή κάμνει σε συμπέθερον διά να σε εξολοθρέψει Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3936 (πβ. αδελφοσύνη 2β)· β) στενός φίλος (πβ. ΙΛ λ. αδερφοποιτός 2α): την όρνιθα, τον πασιγόν έχω αδελφοποιτάδες| και όλα τα επίλοιπα του πλήθους των ορνέων Πουλολ. Z 369.αδιάντροπος,- επίθ., Σπαν. (Hanna) V 127 (διορθώσ. από αδιάνθρωπος), Πωρικ. (Winterwerb) I 135 κριτ. υπ., Διγ. (Καλ.) A 1951, Διγ. Z 1922, Ερμον. (Legr.) Γ 111, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 237, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 281, Πουλολ. (Krawcz.) 221, 329, 442, Θρ. Κων/π. διάλ. (Ζώρ.) 70, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 138, Βίος γέρ. (Schick) V 625, Αλφ. (Μπουμπ.) ΙΙ 34, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ́́ 226, Έ́ 286, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 247, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 211, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 175, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 35618, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 270, Έ́ 62, 240, Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 15 κριτ. υπ.
Από το επίθ. αδιάτροπος (που απ. στο Νικηφόρο Πρεσβύτερο, Βίος αγ. Ανδρέου, PG 111, 724B και σε κείμ. του 10. αι. (Βλ. ΕΕΦΣΠΚ 5, 1989, 187), παράλληλο του αδιάτρεπτος, που ήδη σε Σχολ. (L‑S) κατά τα αδιάστρεπτος-αδιάστροφος, αδιάσταλτος-αδιάστολος, αδιάτμητος-αδιάτομος. Το ν από επίδρ. του εντρέπομαι. Πβ. το αρχ. διατρέπομαι, Στέφ., Θησ. Κατά Ανδρ., Λεξ. από το στερ. α‑ και το *διεντρέπομαι. Πβ. Κουκ., Αθ. 56, 1952, 314. Για τη λ. βλ. και Georgac., Glotta 36, 1957, 108. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Που δεν ντρέπεται, αναίσχυντος, αναιδής (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Διά τούτο όποιος αγαπά, γονείς του δε φοβάται,| ου συγγενείς εντρέπεται, ου γείτονας αιδείται,| αλλά είναι αδιάντροπος και σκλάβος της αγάπης Διγ. A 1951· Κι ένα σκυλίν αγαρηνόν, αδιάντροπον κοπέλιν,| του Μεχεμέτη απόγονον και του δαιμόνου σπέρμα Θρ. Κων/π. διάλ. 70.αθερίνα- η, Προδρ. (Hess.-Pern.) III 160 (χφφ gSA) (κριτ. υπ.), Ακ. Σπαν. (Legr.) 3065-66, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 250, Πουλολ. (Krawcz.) 344, Οψαρ. (Krumb.) 36120, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 630 (η αιτιατ. πληθ. αθερινάς από μετρ. αν.).
Το αρχ. ουσ. αθερίνη. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Είδος μικρού ψαριού, αθερίνα: Ακ. Σπαν. (Legr.) 3065-66, Πουλολ. (Krawcz.) 344.άθλιος,- επίθ., Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1245, Πουλολ. (Krawcz.) 384, 646 (βλ. και Πολ. Λ., Ελλην. 19, 1966, 177), Απολλών. (Janssen) 32, 354, Απαρν. (Πολ. Λ.) 18, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 14421, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 204, 269, Θρ. Θεοτ. (Μανούσ.) 47, Ιστ. Βατοπ. (Βαλ.) 39, Αχέλ. (Pern.) 1195, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 191, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 46, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 59· πληθ. αθλοί, Θησ. Δ΄ [156].
Το αρχ. επίθ. άθλιος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Κακός, ελεεινός, απαίσιος (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): Έδε ανομία και αμαρτία, οπού έποικεν ο άθλιος,| να πνίξει τον αφέντην του, την αφεντίαν να επάρει Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1245.Αιγύπτισσα- η, Πουλολ. (Krawcz.) 428· Αιγύφτισσα, Πεντ. (Hess.) Γέν. XVI 1, 3, ΧΧΙ 9, Έξ. Ι 19.
Από το κύρ. όν. Αιγύπτιος και τη κατάλ. ‑ισσα (βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 80-1).
Α´ Γυναίκα που κατάγεται από την Αίγυπτο: Και είδεν η Σάρα τον υιόν της Άγαρ της Αιγύφτισσας Πεντ. Γέν. ΧΧΙ 9. Β´ Πολύ μελαχροινή, μαύρη (πβ. και το σημερ. γύφτισσα, Δημητράκ.): Αιγύπτισσα με το μανδίν, γιλού με το καρκάλιν (παραλ. 1 στ.), γυναίκα καρβουνάρισσα, από το Μαύρον Όρος Πουλολ. 428.αιματοπότης- ο, Μανασσ., Αρίστ. (Τσολ.) ΙΙ 322, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 278, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 322, Πουλολ. (Krawcz.) 358, 363, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 24, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31524.
Το αρχ. ουσ. αιματοπώτης, μτγν. αιματοπότης. Η λ. και σήμ. στον Πόντο με τους τύπους αιματοπότης και αιματοπόχτης (ΙΛ λ. αιματοπότης). Το θηλ. αιματοπώτις ήδη μτγν.
Αυτός που πίνει αίμα, αιμοβόρος (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., Βλαστού, Συνών.): λύκος ο νυκτοβαδιστής και ο αιματοπότης Διήγ. παιδ. 24· Ην δ’ άρ’ ουδέν δεινότερον καρδίας μνησικάκου,| ουδέ ψυχής αλάστορος και γνώμης φονευτρίας,| αιματοπότιδος πικράς φόνους ροφάν διψώσης Μανασσ., Αρίστ. ΙΙ 322. — Πβ. αιματοβόρος, αιματοπίνος, αιματοχαρής, αιματόχαρτος, αιμοβόρος β, αιμοπότης, αιμοχαρής.αιματώνω,- Διγ. (Καλ.) Esc. 1406, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2080, Διγ. (Καλ.) A 3077, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 535, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 158, Πουλολ. (Krawcz.) 169, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 430, 464, Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 306, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 421, Θησ. (Βεν.) Β́́ [107], Ζ́́ [415], Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1136, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 4811, 519, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 149, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 107, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 215, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Έ́ 1147, Λίμπον. (Legr.) 43, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 248, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 28628, 37525, 48717· ματώνω, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 147, Βεν. (Λάμπρ.) 79, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 408, 415, 785, Θησ. (Βεν.) Β́́ [842], Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 755, Συναξ. γυν. (Krumb.) 666, Αχέλ. (Pern.) 236, 512, Ερωφ. (Ξανθ.) Γ́́ 436, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 37833, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 717, 1701, Δ́́ 1283, 1597, Θυσ. (Μέγ.)2 463, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 583, Δ́́ 194, Έ́ 1287, Ζήν. (Σάθ.) Β́́ 184, Γ́́ 115, 143, Έ́ 1, 383, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 278, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 2871, 2941, 5316.
Το αρχ. αιματώ. Η λ. και σήμ. και με τους δύο τύπους (Δημητράκ.).
Α´ Μτβ.: Πληγώνω: όλοι να αποθάνουσι διά τον Μαχουμέτην| και διά τον αυθέντην των όλοι να ματωθούσι Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 785: Ηύρηκε τήν πολυαγαπά κρυγιά και ματωμένη Ερωτόκρ. Β́́ 717. Β´ Αμτβ.: Βάφομαι με αίμα, πληγώνομαι: τα σωθικά ματώσασι κι αίμα πολύν εφτύσα| και μες στα φύλλα της καρδιάς τον πόνον εγροικήσα Ερωτόκρ. Β́́ 1701. Β´ Αμτβ.: 1) Βάφομαι με αίμα, πληγώνομαι: τα σωθικά εματώσασι κι αίμα πολύν εφτύσα| σ’ όλα τα φύλλα της καρδιάς τον πόνον εγροικήσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1701. 2) Κοκκινίζω: μη ματωθούν οι ακτίνες σου (ενν. ήλιε) στο αίμα των Λατίνων Αθ. 51, 1941, 33. 3) Συγκρούομαι σε μάχη: Κι εκείνα τ’ άστρη που θωρούν καλά ’ς το μαρτυρήσουν,| το πως στανιό μου πολεμώ κι είμαι πολλά θλιμμένος,| και ο θεός ο Πρίαπος των λιβαδίων τούτων| που θέλει να ματώσομεν αντάμα μετά τούτων Θησ. Ε΄ [628]. Η μτχ. αιματωμένος και ματωμένος = 1) α) Που σχετίζεται με αίμα, φόνο, αιματοχυσία: Τούτα τ’ αρπαξιμιά τα ματωμένα| πλούτη κι η βασιλειά σου δε μπορούσι| όφελος να σου δώσουσι κιανένα Ερωφ. Γ́́ 436· Και μέσα στην αναμιγήν, στην ματωμένην μάχην Τζάνε, Κρ. πόλ. 2871· β) που σχετίζεται με αίμα (σε κυριολ. και μεταφ. σημασ.), ψυχικό πόνο: Πότε να σε απάντησα με δάκρυα ματωμένα Ερωτοπ. 147 (πβ. την αρχ. παροιμία αίματα κλαίειν και τη νεοελλ. γαίματα κλαίω, βλ. Πολ. Ν., Παροιμ. Ά́ 351)· Ετούτες οπού φαίνονται πέτρες μου ματωμένες| σαν να ήσαν γλώσσες φλογερές, παντοτινά αναμμένες Λίμπον. 55· Μα κρίνω, δεν το δέχεσαι (ενν. το στήθος μου), γιατί ’ναι ματωμένο| κι ογιατί καίγει ως να ’τονε καμίνιν αφτωμένο Πανώρ. Β΄ 215· γ) καμωμένος με αίμα: επήρε το ραβδίν μου| και γράμματα μοι έγραψε απάνω αιματωμένα Διγ. A 3077. 2) Κοκκινωπός (εξαιτίας του πορφυρού λίθου) (Για τη χρ. βλ. Λάμπρος, ΝΕ 6, 1909, 381, και πβ. ΝΕ 8, 1911, 195 και 204): Αντίκρυτά τους εκεινών (ενν. των παραστάσεων των γυναικών και του παιδιού) τέσσαρες ματωμένοι (ενν. άνθρωποι· παραστάσεις ανδρών)| ...| κι εκείνοι απολιθώθησαν κι εγίνησαν ως λίθοι Βεν. (Λάμπρ.) 79· 3) Που περιέχει αίμα: Οι Εβραίοι επαίρναν το νερόν αυτό το ματωμένον,| σ’ αυτούς καθάριο ευρίσκετο και νόστιμον πιωμένον Χούμνου, Κοσμογ. 2281.αίφυια- η, Πουλολ. (Krawcz.) 132, 137, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 137· όφυια, Ιερακοσ. (Hercher) 38030, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 119, 126, 368, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 121, 420, 498, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 132 κριτ. υπ., 137 κριτ. υπ.
Από το αρχ. ουσ. αίθυια (βλ. Κουκ., ΒΒΠ Ε΄ 374 ή Κουκ., ΕΕΒΣ, 21, 33-34 και Στεφανίδ., Αθ. 28, 1916, ΛΑ 80, ΛΑ 1928, 66. Οι τ. αίθα και όφυια και σήμ. σε ιδιώμ. (βλ. ΙΛ στη λ. αίθα). Ο τ. αιφυία αναγράφεται στο Du Cange (λ. εφυΐα).
Πτηνό θαλάσσιο (για την επιστημονική ονομασία mergus merganser βλ. Αποστολίδη, Επετ. Παρνασσ. 1, 1896, 116, ΙΛ λ. αίθα, Στεφανίδ., Αθ. 28, 1916, ΛΑ 80 και L‑S λ. αίθυια. Για το συσχετισμό με το σημερ. βουτηχτάρα βλ. Αποστολίδη, Επετ. Παρνασσ. 1, 1896, 116, Στεφανίδ., Αθ. 28, 1916, ΛΑ 80 και ΙΛ λ. βουτηχτάρα): κι η αίφυια (έκδ. έφια) ήρξατο υβρίζειν το παώνιν Πουλολ. (Krawcz.) 132. τον γλάρον και την όφυια πρώτα μου εξαδέλφια Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 420.ακάθαρτος,- επίθ., Πουλολ. (Krawcz.) 585, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 971, 974, Φυσιολ. (Legr.) 200, Φυσιολ. (Pitra) 3422, 34410-11, 3642.
Το αρχ. επίθ. ακάθαρτος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Που δεν τρώγεται το κρέας του (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1β· πβ. ΠΔ [Tisch.] Λευιτ. V 2): Ο νυκτοκόραξ γαρ εστίν ακάθαρτον του νόμου Φυσιολ. 200. 2) Αμαρτωλός: πάσα πόρνος ή ακάθαρτος ή πλεονέκτης Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 357v.ακάθιστος,- επίθ., Πουλολ. (Ζώρ.) Z 115, Πουλολ. (Krawcz.) 128.
Από το στερ. α‑ και το επίθ. καθιστός. Η λ. ήδη στα Αποφθ. πατέρ. (Lampe, Lex.), στον Αντίοχο Μοναχό (Sophocl.) και σήμ. (ΙΛ).
Που δε μένει σταθερά σ’ έναν τόπο: ατζίγγανε, μαυρότεχνε, εμέν τα συντυχαίνεις,| ακάθιστε, ως εκεινούς εμέν τα καταλέγεις Πουλολ. 128.ακμήν,- επίρρ., Σπαν. (Μαυρ.) P 437, Προδρ. (Hess.-Pern.) III 67, Διγ. (Mavr.) Gr. VI 133, VIII 190, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2018, Βέλθ. (Κριαρ.) 1238, Βίος Αλ. (Reichm.) 1103, 1705, 2323, 3546, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 310, 472, 513, 535, 598, 878, 888, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 241, 250, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1645, Δούκ. (Grecu) 14510, 28732, Ζήν. (Σάθ.) Α΄ 19 (διόρθ. Κριαρ., B-NJ 12, 1936, 57, από: ακόμη)· ακμή, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 16, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 596· ακομήν, Φλώρ. (Κριαρ.) 1664· ακομή, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 178, Ασσίζ. (Σάθ.) 3016, 8525, 955, 11022, 1319, 1632, 5251, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 611, 796, 1028, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1028, Πτωχολ. (Ζώρ.) N 686, Φλώρ. (Κριαρ.) 1285, Λίβ. (Lamb.) Sc. 462, 2634, 3197, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3801 (έκδ. ακόμη· διόρθ. Πολ. Λ., Ελλην. 13, 1954, 421)· Λίβ. (Wagn.) N 3779, Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 617, Μαχ. (Dawk.) 3210, 35, 3813, 425, 4623, 4824, 521, 15, 5433, 606, 27816, 31837, 32826, 33432, 55021, 6025, 60831, Αχέλ. (Pern.) 203, 1228, 2280, 2429, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 8222, 1756, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 440, Γ΄ 270, Δ΄ 505, Ε΄ 366, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 168, III 5, 63, IV 5, 260· Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Χορ. [δ΄ 25], Ζήν. (Σάθ.) Γ΄ 327· ακόμη, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 65, Προδρ. (Hess.-Pern.) III 67 (χφ Η) (κριτ. υπ.), Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 34537, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2629, 8669, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 184, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 256, 597, 605, 625, 628, 914, 920, Απολλών. (Janssen) 457, Λίβ. (Wagn.) N 480, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3801 (βλ. ακομή), Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 367, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 150, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 77, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 402, Πεντ. (Hess.) Γέν. IV 25, VII 4, VIII 12, 21, 22, IX 11, 15, XLVI 29, Λευιτ. XXV 51, Αιτωλ., Βοηβ. (Băn.) 222, Πανώρ. (Κριαρ.) Α΄ 251, 438, Β΄ 51, 248, Γ΄ 274, 278, 335, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 558, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 457, Δ΄ 45, Ροδολ. (Μανούσ.) Ε΄ 278, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 58, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 178, ρξθ΄, Λίμπον. (Legr.) 234, 298, Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 286, Ζήν. (Σάθ.) Γ΄ 246 (βλ. και ακμήν), Ε΄ 315, Θυσ. (Μέγ.)2 303· ’κόμη, Πουλολ. (Krawcz.) 649 (έκδ. κόμη· βλ. και Πολ. Λ., Ελλην. 19, 1966, 178), Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1047, 1438· ακόμα, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 145, 474, Ζήν. (Σάθ.) Ε΄ 299· ακομά, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 3, 158 (χφ ακόμα· όχι πιθ. διόρθ. Κριαρ., B-NJ 19, 1966, 281, σε ακομή).
Το αρχ. επίρρ. ακμήν (αιτ. του ουσ. ακμή). Η λ. ήδη στον Ξενοφ., Ανάβ. IV 3, 26 (βλ. και Κοραή, Λεξιλ. σημ., λ. ακόμη). Για τη χρήση της αιτιατ. του ουσ. ακμή βλ. Ανδρ., Σημασ. εξ. 67. Για το ο του τ. ακομή, καθώς και τον αναβιβ. του τόνου του τ. ακόμη, βλ. ΙΛ λ. ακόμη. Το α του τ. ακομά πιθανότερο αναλογικά προς πολλά επιρρ. σε α και όχι δωρικό (Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 55). Οι τ. ακόμη και ακόμα και σήμ. ως κοιν. και σε ιδιώμ., καθώς και οι τ. ακμήν και ακομή σε ιδιώμ. (ΙΛ λ. ακόμη). Για την προέλευση του τ. ακόμα βλ. και Joseph Brian, More on ακόμα (Die Sprache 26, τεύχ. 1, 1980, 58). Τ. αγμήν στο Ρωμανό (βλ. Μανδηλαρά, Αθ. 62, 1958, 336). Ο τ. ’κόμα στο Τραγ. Σούσ. (Δουλγ., Κρ. Χρ. 9, 1955, 369) και σήμ. σε ιδιώμ. (ΙΛ λ. ακόμη). Για τη νεωτερική εμφάνιση της λ. και το σχηματισμό των τ. της βλ. περαιτέρω ΙΛ λ. ακόμη (ετυμ.).
1) (Χωρίς άρνηση) εξακολουθητικά, ακόμη (Η σημασ. ήδη στον Ξενοφ., Ανάβ. IV 3, 26· πβ. και ήλθον ακμήν γ’ επ’ αυτήν Ευριπ., Φοίν. 1081, και σήμ. ΙΛ στη λ. ακόμη 1): Οράς εκείνους, βασιλεύ, τους περιφλέκτους οίκους| ακμήν τους επιστάζοντας εξ ουρανού την μήνιν; Βίος Αλ. 2323· να ρίψω| την άγκουραν στην θάλασσαν, πριν να συντρίψω| την πικραμμένην βάρκαμ μου, που ’κόμη ολπίζει Κυπρ. ερωτ. 1438· εφοβήθην μήπως και καταστήσει καμίαν παραβουλίαν, ότι ακόμη εφοβάτον Μαχ. 6025· Έχουν τους πόνους μου ακόμη και αντίς μου αναστενάζουν Λίβ. Sc. 2634· πολλά ήσαν αλαζονικοί, ακόμη το κρατούσαν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 796. 2) (Με και ή χωρίς και) επιπροσθέτως, επίσης (Η σημασ. ήδη στις αρχές 5. αι., Λαυσιακή ιστορία Παλλαδίου Ελενουπόλεως, ΝΕ 13, 1916, 137, και σήμ., ΙΛ στη λ. ακόμη 3): και αν την ολοσκοτώσει| μπορεί ακόμη τη ζήση| να την ξαναχαρίσει Πιστ. βοσκ. Ι 1, 168· Πέρσαι γε και Σαρακενοί, ακμή και άλλα γένη Διήγ. Βελ. 596· ακμήν και το δερμάτι μου έχουν το οι σουλτάνοι Διήγ. παιδ. 878· ακομή τον ιούλην μήναν αξνζ΄ Χριστού όρισεν ο ρε Ούγκες και εφουρκίσαν ρ΄ ανθρώπους εις την Αμόχουστον, εις την Κερυνίαν, εις την Πάφον Μαχ. 606· ακόμη ενθυμίζω σε και έχεις τα στον νουν σου Απολλών. 461· ωσάν φύσει φιλόπατρις δεν ήλλαξε την γνώμη| και με τους ίδιους άρχοντες εγύρισεν ακόμη| εις την Κων/πολιν εμπρός εις τον ευχούχον Λίμπον. 298· και απάντεξεν ακόμη εφτά μέρες Πεντ. Γέν. VIII 12· καθώς το γράφεται ακόμη ο Δούκας της Βενετίας Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1028. Πβ. αλλά 2. 3) (Χωρίς άρνηση) μόλις, προ ολίγου καιρού: Λέγει του: «Ναι, ακομή προχθές εξενοδόχησά τους» Φλώρ. 1285· της ηγεμονίας αυτού έτι μη παγιωθείσης, αλλ’ ακμήν εις σύστασιν προχωρησάσης Δούκ. 28732. 4) α) (Με συγκριτικά επίθ. ή επιρρ.) επιτατικό (Η χρήση ήδη στον 8. αι: ακμήν βαρύτερον, ΝΕ 12, 1915, 371 και σήμ., ΙΛ στη λ. ακόμη 3): ότι ακόμην ωραιότερο ουκ είδα γεννημένον Φλώρ. 1664· αν θέλει να κρατεί μάχην με τους Ρωμαίους,| ακόμη και χειρότερα θέλει απορήσει ο τόπος Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8669· β) (Με το και και με άλλα μέρη του λόγου, εκτός από συγκριτικά επίθ. ή επιρρ.) επιτατικό: και μάλιστα (Η σημασ. ήδη μτγν.· πβ. ο δε Ιησούς είπεν: ακμήν και υμείς ασύνετοι έστε; Ματθ. 15, 16): Ακομή και η βασίλισσα επήγεν μοναχή της εις τον καθέναν και επαρακάλεν το να τελειωθεί Μαχ. 32826· και να στραφούν τα βιβλία και γραφές της λόντζας, τά αρπάξαν ακόμη και από τα σεντούκια τους πραματευτάδες Μαχ. 31837. 5) (Με άρνηση) ακόμα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. ακόμη 2): Ο νους σου την αγάπην μας ακόμα να την μάθει; Φαλιέρ., Ιστ. V 474· τα γράμματα του τόμου ακομή δεν εστέγνωσαν Ιστ. πατρ. 1756· εάν ετελείωσεν εκείνην την δουλείαν ... και ουδέν επλερώθην ακομή και χρεωστεί του τα, εντέχεται να τον πλερώσει Ασσίζ. 8525· Μα τον Αρέτα ακομή δεν είδα να ’ρτει κάτω Στάθ. Α΄ 325.άκρα- η, Προδρ. (Hess.-Pern.) I 82, Ασσίζ. (Σάθ.) 3113, 3137, Ιερακοσ. (Hercher) 49124, 4996, Ορνεοσ. αγρ. (Hercher) 5271, Διγ. (Mavr.) Gr. I 54, IV 53, 1051, VI 431, VII 5, Διγ. (Hess.) Esc. 405, Διγ. (Καλ.) Esc. 405, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 61, 681, 1438. 1475, 1535, 1608, 1618, 2280, 2694, 3096, Διγ. (Καλ.) A 1366, 2302, 3369, Ερμον. (Legr.) 312, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6513, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 6513, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 288, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 620, Σατιρ. ποίημ. (Morgan) 293, Αχιλλ. (Haag) L 308, 474, Αχιλλ. (Hess.) L 288, 442, 454, Αχιλλ. (Hess.) N 385, 563, 564, 584, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 704, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 145 (βλ. σημασιολ. 1γ), Μαχ. (Dawk.) 64015, Δούκ. (Grecu) 19329, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 85, Συναξ. γυν. (Krumb.) 14, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΧΙΙΙ 69, ΧLVII 21, XLIX 13, Έξ. XXV 18, 19, XXIX 12, XXX 2, 10, XXXVI 12, XXXVII 25, Λευιτ. IV 7, 18, XVI 18, XIX 27, XXI 5, XXX 22, Αρ. XXIV 17, Δευτ. ΧΧΧΙΙΙ 17, Μηλ., Οδοιπ. (Παπαγ. Σπ.) 640, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) 394, Σταυριν. (Legr.) 444, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32320, 3393, 34223, 36213, 3638, 3866, 39426, 3981, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1157, 2160, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 3244, 32521, 51616· άκρη, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 59, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3281, Χρον. Τόκκων (Schirò) 3012, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙΧ 4, Έξ. XL 24, Αρ. ΧΧΧΙΙΙ 6, 37, XXXIV 11, Δευτ. IV 32, XXX 4, XXXIII 49, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 14318-19, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 159, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ΄ 438, Μαρκάδ. (Legr.) 295· άκρια, Διγ. (Lambr.) O 364, 1246, 1434, 2135, 2138.
Το αρχ. ουσ. άκρα. Η λ. και σήμ. κοιν. και σε ιδιώμ. Ο τ. άκρια και σήμ. σε ιδιώμ. (ΙΛ). Κατά το Χατζιδ., Αθ. 9, 1897, 201 και Χατζιδ., ΜΝΕ B́́ 309, με αναλογικό σχηματισμό κατ’ άλλα σε ‑ια. Κατά το Φιλ., Γλωσσογν. Γ΄ 217, με συμφ. των ουσ. άκρη και άκρα.
1) α) Αρχή έκτασης (Για τη σημασ. πβ. ΙΛ στη λ. 1): τα κάγκελα εξηλώθησαν απ’ άκρας έως άκραν Προδρ. Ι 82· απ’ την μίαν άκρην του ουρανού έως την άλλην άκρην Χρον. Τόκκων 3012· και τον λαό απέρασεν αυτόν εις τα κάστρα από άκρα σύνορο της Αίγυφτος και ως την άκρα του Πεντ. Γέν. XLVII 21· β) αρχή γεγονότος (βλ. Ησύχ., λ. άκρα· η σημασ. και σήμ. ΙΛ στη λ. 1β): ούτως και εγώ είμαι θαρρετός ως να μηδέν αρέσει| των γυναικών ουδεποσώς ουδέ άκρα ουδέ μέση.| Διατί από ’δώ θέλω να ειπώ και θέλω διά να αρχέψω Συναξ. γυν. 14. 2) α) Άκρο, τέλος έκτασης (βλ. Ησύχ., λ. άκρα· πβ. L‑S στη λ. 6· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ): και εσείς πώς εφυλάξατε κατάραν της μητρός σας,| όταν εκαταφθάσατε την άκραν της κλεισούρας; Διγ. Esc. 405· εις την άκρα του χωραφιού του Πεντ. Γέν. ΧΧΙΙΙ 9· διά να φυλάγει έξω εις το Σταυρωμένο, οπού είναι η άκρη της χώρας Σουμμ., Ρεμπελ. 159· και έως την άκραν της γης υπήγαμεν Διήγ. Αλ. V 85· αμή στέκεσαι ολημερίς στην άκραν στο ’κρωτήρι Πουλολ. Z 288· β) άκρο αντικειμένου: την άλυσιν την αργυράν, της μέσης την καδένα·| όλην την μέσην ζώνεται και φθάνει έως κάτω| και ξετελεύ’ η άκρα της (έκδ.: ξετελεύει άκρατα ’ς· διόρθ. Πολ. Λ., Μετά Άλ. σ. 41) στου καλικιού τον πάτο Γεωργηλ., Θαν. 145· μετά δακρύου έλαφου και βίτουμε Ιουδαϊκού όσον η άκρα του μαχαιρίου χωρεί Ορνεοσ. 5271· πρώτον εμέ το κέρας μου χρώνται καλαμαράδες (παραλ. 1 στ.), αλλά και οι τορνάρηδες εις άπασαν την χρείαν (παραλ. 1 στ.) κι εις ηλακάτας τορνευτάς σφονδυλοτορνημένας,| εις άκρας σκουτελίων τε, εις άκρας λατσουνίων Διήγ. παιδ. 620· γ) τέλος χρονικής περιόδου (πβ. ΙΛ στη λ. 1γ): και λέγει του ότι να του στρέψει εκείνον το αμάχι ού καλλιότερον εις την άκραν των ιε΄ ημερών Ασσίζ. 3113· και αν ουδέν το πλερώσει εις την άκραν των ιε΄ ημερών Ασσίζ. 31317. 3) (Πληθ.) τα έσχατα σημεία μιας χώρας, τα σύνορα (Η σημασ. ήδη στον Κεκ., Στρατ. 1814, 2111, 294): και εξουσίαν νέμω σοι του διοικείν τας άκρας Διγ. Gr. IV 1051· και εις τας άκρας ώκησα μετά της ποθητής μου Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 1608· Ακρίτης ονομάσθηκεν, εφύλαγεν τας άκρας Διγ. Άνδρ. 1366. 4) Ακτή, παραλία θάλασσας (μετά από παράλειψη, πιθ. ήδη παλαιά, του επιθ. ποντία· πβ. Steph., Θησ., λ. άκρα στ. 1271· η σημασ. και σήμ. ΙΛ στη λ. 2): Κι αυτή, ωσάν τον γροίκησεν, στην άκρη κατεβαίνει| κι αγάλ’ αγάλι έρχεται, στο καΐκι σεβαίνει Μαρκάδ. 295· Και ο Σελίμης έστειλε κάτεργα πλεούμενα το μέρος του γιαλού, γυρεύοντας την άκρη και μέση να τον ευρούνε Χρον. σουλτ. 14318. 5) Όχθη ποταμού (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ, στη λ. 3): ορίζει τα φουσσάτα του γοργά να ’τοιμασθούσιν,| στην άκρ’ από τον Δούναβην όλοι τους να βρεθούσιν Σταυριν. 444· στοχάζετ’ έναν ποταμό· στου ποταμού την άκρια| έναν λέοντα είδενε και ήτονε σφαμένος Διγ. O 1434. 6) Γωνία, παράμερο σημείο μέσα στο χώρο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4): Εκεί ’ς μίαν άκραν κόπανα στη Σούδα μέσα ’ράσσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 32521. 7) Άκρο οργάνου του ανθρώπινου σώματος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4): και με την άκρα τ’ αμματιού μαντάτο τση μηνούσι Ερωτόκρ. Α΄ 1157· Μη τριγυρίσετε άκρα του κεφαλιού σας και μη διαφτείρεις την άκρα του γένου σου Πεντ. Λευιτ. ΧΙΧ 27. 8) Πτέρυγα παράταξης: και πάλιν εις την μέσην τους, ευρίσκετον ο νέος,| στην ώραν πάλι ευρίσκετον πετόμενος στην άκραν| και επλήθυνεν ο ποταμός της αιματοχυσίας Αχιλλ. (Haag) L 474. 9) Κορυφαίος, αρχηγός ομάδας (Για τη σημασ. βλ. Lampe, Lex., λ. άκρος 2· πβ. και L‑S, λ. άκρος ΙΙΙ και ΙΛ στη λ. 6 και 7): εστράτησεν άστρο από το Ιακώβ και εσηκώθην ραβδί από τον Ισραέλ και να συντρίψει άκρες του Μωάβ και να ξετειχώσει όλα τα παιδιά του Σεθ Πεντ. Αρ. XXIV 17. Πβ. αιγίς. Εκφρ. 1) Εις άκραν και εις άκρην = εντελώς, απόλυτα, υπερβολικά (πβ. L‑S, λ. άκρον ΙΙ): την εις άκραν σωφρονούσαν Ερμον. 312· Ωσαύτως εσκοτώθησαν στον πόλεμον εκείνον| σεργέντες και καβαλαριοί (έκδ. καβαλλαρέοι· διορθώσ.), πλήθος πολύ εις άκρην Χρον. Μορ. P 3281. 2) Από άκρη = ανεξαιρέτως, πέρα για πέρα (πβ. L‑S, λ. άκρα 4): και οι ανθρώποι του κάστρου, ανθρώποι της Σεδόμ, ετριγύρισαν ιπί το σπίτι από παιδί και ως γέρος, όλος ο λαός από άκρη Πεντ. Γέν. ΧΙΧ 4. Φρ. βγαίνω εις την άκραν = τα καταφέρνω, πετυχαίνω: διά τούτον προυμουτιάζω του εις τον Θεόν να ποίσω όλην μου την αφεντίαν να δω αν ημπορήσω να βγω εις την άκραν του και να κάψω το βρομονήσσιν της Κύπρου Μαχ. 64015. Η λ. και ως τοπων. (BZ 47, 1954, 293, και ΙΛ στηλ. 1γ).ακρίδα (Ι)- η, Ακ. Σπαν. (Legr.) 37291, Ωροσκ. (Λάμπρ.) 4122, Πουλολ. (Krawcz.) 383, Παρασπ., Βάρν. (Mor.) C 165, Μαχ. (Dawk.) 402, 6028, 727, 6824, Πεντ. (Hess.) Έξ. Χ 12, 13, 14, Λευιτ. ΧΙ 22, Δευτ. XXVIII 38, Ανων., Ιστ. σημ. (Σάθ.) ρμα΄, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1274, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) Βαρβ. 16, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 39012.
Το αρχ. ουσ. ακρίς.
1) Ακρίδα (συχνά όπως και σήμ., σε περιληπτική χρήση, που απαντά ήδη στον 3. π.Χ. αι., (L‑S και L‑S Suppl.): Τον αυτόν καιρόν εφύσησεν πολλή ακρίδα Μαχ. 6824· σπόρο πολύ να βγάλεις εις το χωράφι και ολίγο να μαζώξεις, ότι να το καταλύσει η ακρίδα Πεντ. Δευτ. XXVIII 38. 2) Επιδρομή ακρίδων: εις τους 1351 άρχεψεν η ευλογημένη ακρίδα και ήρτεν εις την Κύπρον Μαχ. 6028· όταν γινίσκεται θανατικόν ή ακρίδα ή αβροχία, ... να εβγάλουν τον φανερωμένον σταυρόν και να τον λιτανεύσουν τριγύρου της εκκλησίας Μαχ. 727· έπεσεν ’ς τούτα τα νησιά αφανισμός κι ακρίδα Τζάνε, Κρ. πόλ. 39012.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- το, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 13376, Ασσίζ. (Σάθ.) 49220, Ορνεοσ. (Hercher) 57930, Πουλολ. (Krawcz.) 160, Ιατροσ. κώδ. (Άμ.) χκ́, Ch. pop. (Pern.) 511, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 133, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 227, 610, 1161, Αιτωλ., Βοηβ. (Băn.) 214, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 40020, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4186, Διακρούσ. (Ξηρ.) 8824.