Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 89 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Πορτολ. B

  • καβονάρι
    το· γκαβονάρι.
    Από το ουσ. *καβόνι (ιταλ. cavone, βλ. Battaglia, λ. cavone) και την κατάλ. ‑άρι. Μάλλον απίθ. ετυμολ. από το ουσ. κάβος με επίδρ. του ουσ. βουνάρι. Ο τ. γκαβονάρι από επίδρ. της αιτιατ. τον κάβο (με αλλοίωση του κ).
    Γκρεμός: Τρία μίλια από τα νησία και την στερεάν έρχεσαι προς τον Φοίνικαν. Και έρχου κόσταν κόστα το γκαβονάρι και ράσσου και είναι ένα ακρωτήριν χοντρόν και έλα από την μέσαν του μερέαν Πορτολ. B 232.
       
  • κάβος (I)
    ο, Πορτολ. A 545, 11, 12, 1171, 1182, 12919 κ.α., Πορτολ. B 5717, 5810, 7014 κ.α., Σουμμ., Ρεμπελ. 159 (έκδ. κάμβος πιθ. από υπεραρχαϊσμό ή αντιγραφικό σφάλμα), Τζάνε, Κρ. πόλ. 1482, 1599, 17723, 21329, 2147, 43420.
    Το παλαιότ. ιταλ. cavo (Battaglia λ. cavo2). Η λ. στο Du Cange και σήμ.
    1) Ακρωτήριο ψηλό: να πέμψει είκοσι ... ανθρώπους πάσα βράδι απάνω εις τον κάβο (έκδ. κόμβο) της Πούντας διά να ξανοίξουν όλον το πέλαγος Σουμμ., Ρεμπελ. 159· αν θες να υπάγεις, αλαργάριζε τον κάβον του σιρόκου μίλια δυο, ότι έχει ξέρη Πορτολ. A 1281. 2) Αρχή κυκλικού χορού (Για τη σημασ. βλ. Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ. και Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Β́): ώραιον τραγούδι τραγουδεί (ενν. ο ποντικός) μ’ ώραιο (έκδ. μωρό· διορθώσ.) σκοπό το λέγει| και προς τους άλλους μποντικούς τον κάβον ακοντεύει Κάτης 104· φρ. κρατώ ή πορπατώ τον κάβο =σέρνω το χορό: ο κάτης είπε: «σύντεκνε, χόρευγε, μη φοβάσαι·| κράτει τον κάβο θαρρετά και μη κακοφοράσαι» Κάτης 92· ο σύντεκνος ο μποντικός τον κάβον επορπάτει Κάτης 81. Η λ. σε τοπων.: στον Κάβο Σπάθαν ... άρμενα φανήκαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 18224· απεκεί και απάνω είναι οι Σέττε Κάβοι και είναι μίλια δ΄ από τα Πάταρα Πορτολ. B 2516.
       
  • κάβουρας
    ο, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 939· γεν. καβούρου· ονομ. πληθ. καβούροι.
    Για τη λ. βλ. Ανδρ., Λεξ. και Δαγκίτσης, Λεξ. H λ. στο Somav. και σήμ. Τ. κάουρος σε Κυπρ. άσμ. (Σακ., Κυπρ. Β΄ 574).
    Κάβουρας: οι στρατηγοί εγδύθηκαν κολύμπου για να πάσι,| τότε καβούροι βγήκανε, αρπάσσουν να τους φάσι. Αλεξ. 1680. Η λ. και ως τοπων.: Πορτολ. B 2432.
       
  • καθάριος,
    επίθ., Λίβ. P 2453, 2836, Λίβ. Sc. 1279, Λίβ. Esc. 372, 1841, Λίβ. N 1643, Θησ. Ε΄ [293], IB΄ [608], Χούμνου, Κοσμογ. 743, Γεωργηλ., Θαν. 360, Αλεξ. 2000, 2884, Σαχλ., Αφήγ. 481, Βεντράμ., Φιλ. 336, Πεντ. Γέν. VII 2, Έξ. XXI 28, XXVII 20, Λευιτ. X 10, XXIV 4, Αρ. V 28, Δευτ. XIV 11, Αιτωλ., Μύθ. 8312, Χρον. σουλτ. 8015, Κυπρ. ερωτ. 564, Ερωφ. Ιντ. α΄ 9, Ιστ. Βλαχ. 1050, Στάθ. (Martini) Α΄ 310, Ροδολ. Α΄ [122], Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [238, 529], Β΄ [1232], Ζήν. Δ΄ 262, Διακρούσ. 848, 10312, 14925, κ.π.α.
    Η λ. στον Αριστοτέλη και σήμ.
    1) α) Καθαρός, διαυγής: το τραπέζι και τα αγγειά του και την λυχνιά την καθάρια και όλα τα αγγειά της Πεντ. Έξ. XXXI 8· νερόν καθάριον, κρούσταλλον, ύδωρ μεμυρισμένον Διγ. (Trapp) Esc. 1646· β) λαμπερός, φωτεινός, αστραφτερός, ξάστερος: Του ’λιού οι γιαχτίνες φως ποτέ καθάριο δε μου φέρα Πανώρ. Γ΄ 561· φως της ημέρας το λαμπρό και του καθάριου κόσμου| τα κάλλη ακόμη δε μπορεί καλά να δει το φως μου Ερωφ. Γ΄ 245· σύρνει σπαθίν, εγύμνωσεν καθάριον ως τον ήλιον Φλώρ. 1705· Δεν φαίνουνται στον ουρανό τη νύκτα την καθάρια| τόσ’ άστρα Ερωφ. Α΄ 261· γ) ξεκάθαρος, σαφής, αδιαφιλονίκητος: Αν τονε φεύγω το λοιπόν, καθάριο είναι σημάδι Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [615]· Καθάρια όλα τα πράγματα που μέλλουσι να ’ρθούσι Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [1020]· δ) γνήσιος: Τούτο είν’ καθάριον τρόπαιον, τούτος είν’ του δικού μας Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [895]· ε) αγνός, εξαγνισμένος: εις τα κάστρη σου να το φας ο μαγαρισμένος και ο καθάριος Πεντ. Δευτ. XV 22· απέ το χτήνο το καθάριο και απέ το χτήνο ος δεν είναι καθάριο Πεντ. Γέν. VII 8· καθάρια χριστιανή θέλω αποκαταντήσει Φλώρ. 1762· στ) σωστός, τίμιος: διώχνεις τη στράτα την κακή, δρόμο καθάριο πιάνεις Ερωτόκρ. Γ΄ 1117· για να σας φέρει μοναχά στην στράτα την καθάρια Αχέλ. 540· ζ) γνήσιος, πραγματικός: ουδέν έχει αντάλλαγμα διά καθάριον φίλον Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 93· μάγουλα και χειλάρια| πρινοκοκκάτα, νόστιμα και γλώσσα σας καθάρια; Πένθ. θαν.2 68· όλα κεινού του φαίνουνται καθάρια μοιρολόγια Γαδ. διήγ. 408. 2) Επίπεδος, ίσος: ουδέν ένι διά πόλεμον κάμπος πλατύς, καθάριος Χρον. Μορ. H 6969. 3) Αμιγής: βιστάριν έβαλα τερπνόν, καθάριον μαγδαΐτην Διγ. (Trapp) Esc. 1462. 4) Καθαρόαιμος: άρματα είχον δυνατά και άλογα καθάρια Διγ. A 2968. 5) Αθώος: να μη χυθεί αίμα καθάριο Πεντ. Δευτ. XIX 10. 6) Άπειρος, αμέτοχος: ότι να είναι εις εσέν ανήρ ος να μην είναι καθάριος από σιχάδιασμα νυχτούς Πεντ. Δευτ. XXIII 11· δεν ήτο καθάριος από την πορνεία και μοιχεία Συναδ., Χρον. 40. 7) Διορατικός: εις την τυφλήν μας αίσθησιν καθάρια μάτια ανοίγει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [969]. 8) Απαλλαγμένος (από κ.): σίμωσε και το νησίν της Σκιάθου μακρέα μίλιν α΄ και θέλεις υπάγει καθάριος από την ξέραν Πορτολ. A 2971· όντε θέλεις είσθαι απέσω, έχει φούντος καθάριον Πορτολ. B 3728. Το ουδ. ως ουσ. = διαύγεια: διά το καθάριον και το γλυκόποτόν του Λίβ. N 33.
       
  • καλάμι(ν)
    το, Διγ. Z 1446, Διγ. (Trapp) Esc. 698, 1114, 1359, Λίβ. P 645, 2739, Λίβ. Sc. 1350, Λίβ. Esc. 270, 932, Λίβ. (Lamb.) N 795, Αχιλλ. L 1194, Αχιλλ. N 99, Ιμπ. 79, Ch. pop. 426, Αχέλ. 654, Πανώρ. Β΄ 390, Ερωφ. Γ΄ 217, Βοσκοπ. 4, 476, Ερωτόκρ. Α΄ 102, 386, 1641, Β΄ 1004, Θυσ.2 800, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [180], Τζάνε, Κρ. πόλ. 13423, 2537 κ.π.α.
    Το αρχ. ουσ. καλάμιον. Η λ. και σήμ.
    1) α) Το φυτό καλάμι: ήσαν και καλάμια υψηλά φυτευμένα Διγ. Άνδρ. 37428· τρέμει (ενν. η κόρη) ως το φύλλον του δενδρού, κλονίζεται ως καλάμιν Φλώρ. 992· μα σειέτο όλ’ η χώρα| σαν το καλάμι τα τειχιά πολύ παρά μίαν ώρα Τζάνε, Κρ. πόλ. 16614· μακρύς ήτον ωσάν κυπάρισσος, λιγνός ωσάν καλάμι Αχιλλ. L 32· β) καλαμιώνας: μέσον οδού εδιάβαιναν αδιάβατον καλάμιν Διγ. (Trapp) Esc. 505· είδαν λέαιναν μέσα εις το καλάμιν και εβύζανεν το λεοντόπουλόν της Διγ. Άνδρ. 34524· «Σάσε την χέρα μου, στέσε μου την παλάμη, οπὄναι το τετράποδον ανάντια στο καλάμι» Χούμνου, Κοσμογ. 264. 2) Έκφρ. (1) καλάμιν του ζαχάριτος = ζαχαροκάλαμο: εκεί ο τόπος είναι γεμάτος περιβολία και πολλύν καλάμιν του ζαχάριτος Μαχ. 19028· (2) καλάμι μυρωδικό = ράβδος από ναστοκάλαμο: έπαρε εσέν μυρωδικά, μόσκο άκρατο πεντακόσια και κανέλα ... και καλάμι μυρωδικό Πεντ. Έξ. XXX 23. 3) Αυλός ή φλογέρα από καλάμι: το μεν να παίζει μουσικόν, το δε να παίζει λύραν·| άλλο να παίζει έντεχνον καλάμιν μετά πόθου Βυζ. Ιλιάδ. 63· παίζε το καλάμιν σου, παρηγορού, οδόν έχεις Λόγ. παρηγ. L 367· εφαίνετον ως ποιμένας (ενν. ο Απρίλης)· το έναν του χέριν να κρατεί ποιμενικόν καλάμιν Λίβ. Esc. 1032. 4) Αλιευτικό καλάμι· καλαμίδι: εκράτουν εις το χέρι μου καλάμι με τ’ αγκίστρι κι εψάρευα του ποταμού τα ψάρια Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [977]. 5) (Προκ. για πτηνό) το μπροστινό κόκκαλο της κνήμης: κοντά τα μηρία και τα καλάμια των ποδών αυτού (ενν. του ζαγάνου) Ορνεοσ. 5775. 6) Βραχίονας λυχνίας: έξι καλάμια εβγαίνουν από τα πλάγια της· τριά καλάμια της λυχνιάς από το πλάγι της το ένα και τριά καλάμια της λυχνιάς από το πλάγι της το δεύτερο Πεντ. Έξ. XXV 32· έκαμεν την λυχνιά μάλαμα καθάριο σφυριστή, έκαμεν την λυχνιά, το μερί της και το καλάμι της, οι κούπες της, τα μήλα της και τα άθια της από αυτήν ήτον Πεντ. Έξ. XXXVII 17. 7) Ποτήρι, κύλιξ: να κάμεις τις απαλαριές του και τις χουλιάρες του και τα καλάμια του και τα καθεριστήρια ός να διασκουτευτεί μετά αυτά Πεντ. Έξ. XXV 29. Η λ. και ως τοπων.: Πορτολ. B 259· Στην Σούδα εκατεβήκασι, καστέλλι είχαν κάμει| εκεί σιμά προς το νερόν που λέγασι Καλάμι Τζάνε, Κρ. πόλ. 18318.
       
  • κανάλι(ν)
    το, Βεν. 85, Πορτολ. A 102, 7, 328, 373,1903, 2205 κ.α., Πορτολ. B 4413, 5831· κανάλλιν, Κυπρ. χφ. 158.
    Το ουσ. κανάλιον, που απ. σε παπυρ. (L‑S Suppl.). Η λ. και σημ.
    Θαλάσσιο πέρασμα: ... και τα σανδάλια εγέμισαν λαόν και τζακρατόρους,| όπως να περιπλεύσουσιν εκ τα στενά κανάλια Χρον. Τόκκων 389.
       
  • καρβασαράς
    ο, Πορτολ. B 2916, Συναδ., Χρον. 44.
    Από το τουρκ. karawan-serai (Βλ. Hatzid., Glotta 2, 1910, 297).
    Ξενώνας όπου στάθμευαν καραβάνια: έκαμεν έναν καλόν καρβασαράν διά τους ξένους και διαβάτες Συναδ., Χρον. 51. Η λ. ως τοπων.: Πορτολ. A 3373.
       
  • κασέλα
    η, Ch. pop. 722, Χούμνου, Κοσμογ. 2039, 2045, Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1636], Ιστ. Βλαχ. 2798, Σουμμ., Ρεμπελ. 175, Στάθ. (Martini) Γ΄ 396, Διήγ. πανωφ. 58, Διήγ. ωραιότ. 688, Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 187, 213, Γ΄ 699, Λεηλ. Παροικ. 546, Τζάνε, Κρ. πόλ. 25118, 53918, 5618.
    Το βενετ. cassela (Ανδρ., Λεξ.). Η λ. και σήμ.
    1) Κιβώτιο, σεντούκι (Κουκ., ΒΒΠ Β΄ β΄ 82): Μετά χαράς πάγω εγώ, μα ’ς ποια κασέλα να ’ναι| η βέστα του αφέντη μου; Ευγέν. 959· τσι κασέλες τως τσι καρυδένιες Λεηλ. Παροικ. 535· εις το βουνίν αυτό έναι ώσπερ εκκλησία πρώην και δείκνει σε ώσπερ μία κασέλα (έκδ. κεσέλα· διορθώσ.) Πορτολ. B 2814. 2) Κάσα νεκρού: κασέλα να την βάλομεν (ενν. την πεθαμένη), κι ας έν συμπαθημένη Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [918].
       
  • καστέλλιον
    το, Σφρ., Χρον. μ. 5617, Δωρ. Μον. XIX· καστέλλι(ο)ν, Ηπειρ. 22712, Αχιλλ. L, 302, Αχιλλ. O 306, Μαχ. 14837, 1924, Σφρ., Χρον. μ. 465, 14015, Έκθ. χρον. 7120, Δωρ. Μον. XXXII, Διήγ. πανωφ. 55· καστέλλι(ν), Χρον. Μορ. H 3677, Χρον. Μορ. P 8284, Αχιλλ. L 327, Αχιλλ. O 523, Χρον. Τόκκων 338, 2049, 3243, Μαχ. 11622, Θησ. (Foll.) I, 81, Βυζ. Ιλιάδ. 700, Βεντράμ., Φιλ. 311, Σκλάβ. 23, Γεωργηλ., Βελ. 362, Κορων., Μπούας 6, 95, 139, Πορτολ. A 3311, 6014, 20520, 21132, 22822, 23914, Πορτολ. B 2913, 4114, Αχέλ. 237, 458, 619, 1455, 1753, 2137, Θρ. Κύπρ. M 746, Χρον. σουλτ. 3131, 704, 7927, Ανων., Ιστ. σημ. ρμα΄, Ιστ. πατρ. 16921, Δωρ. Μον. XIX, XX, Ιστ. Βλαχ. 904, 919, Ψευδο-Σφρ. 3285, Διήγ. πανωφ. 58, Διήγ. ωραιότ. 207, 211, Διακρούσ. 856, 1043, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1521, 21215, 21425, 2422, 24410, 35012, 36111, 3722, 37524, 41527, 50419, 50822, κ.π.α.· καστέλλιν, Λόγ. παρηγ. O 427, Χρον. Μορ. H 1402, 1760, 8094, 8284, Αχιλλ. L 299, 305, 975, Αχιλλ. N 396, Αχιλλ. O 205, 224, 313, 327, Μαχ. 9821, 3523, 39821, 52430, 63028, 67821, Σφρ., Χρον. μ. 14227, Βουστρ. 433, Κορων., Μπούας 97, Θρ. Κύπρ. K 8, Θρ. Κύπρ. M 595, 635· καστίλλι(ον), Μαχ. 38422‑3.
    Από το λατ. castellum.
    α) Κάστρο, φρούριο, οχυρό: την δύναμιν του καστελλιού κανείς δεν την εμέτρα Ιστ. Βλαχ. 892· θωρώντας ο πασάς κι οι άρχοντες οι άλλοι (παραλ. 1 στ.) μικρόν καστέλλι σαν αυτό να στέκει ενάντιά τους ... Αχέλ. 762· άλλο καστέλλι έστησε στον άγιον Αθανάση Τζάνε, Κρ. πόλ. 21212· Εκεί καστέλλι ηυρίσκετον πλησίον εις την Άρταν Χρον. Τόκκων 2041· καθ’ εκάστην πολεμούν του καστελλιού την πόρταν Αχιλλ. O 208· β) κώμη σε ύψωμα: να ’ρθομεν στο καστέλλι μας τα σπίτια μας να δούμεν Διήγ. ωραιότ. 674· Ορίζω χώρες άμετρες και τόπους αφεντεύγω,| καστέλλια πλήσα και πολλά έχω και βασιλεύγω Τζάνε, Κρ. πόλ. 57514. Η λ. ως τοπων.: καράβια, κάτεργα χοντρά και σ’ ορδινιά εβάλα| εις το λιμιώνα να ’μπουνε, μα το Καστέλλι αρχίζει| κι άφτει λουμπάρδες Τζάνε, Κρ. πόλ. 41423· Ολόγδυμνα κοράσια εκεί καήκαν| εις το Καστέλλι κάτω κι εχαθήκαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 13826· όπου είναι σήμερον το κινούργιον Καστέλλιν Μαχ. 7810· από το κάβο Ρεσούτο εις μίλια 6 ... ευρίσκεις μία χώρα και λέγουν την Καστέλλι Πορτολ. A 33013.
       
  • κατάκωλα,
    επίρρ., Πορτολ. A 2987.
    — Βλ. και ά. κατάκωλο.
    Στο εσώτατο σημείο, στο μυχό (κόλπου ή λιμανιού): αν έναι μικρόν ξύλον, υπάγει κατάκωλα μέσα, ... ειδέ και είσαι με καράβι μεγάλο, στάσου έξω εις το κανάλι Πορτολ. B 122· μέσα εις τον κόρφον κατάκωλα έχει χώραν Πορτολ. A 33812.
       
  • κατάπουντα,
    επίρρ.
    Από την πρόθ. κατά και το ουσ. πούντα.
    Στην άκρη ακρωτηρίου: πέρασε μέσα την πόνταν και το νησίν και είναι νερά οργίες δ΄. Και εκεί κατάπουντα είναι ο Γέρος Λιμενας Πορτολ. B 2316.
       
  • κατεβαίνω,
    Ασσίζ. 1269, 37126, 3839, Διγ. (Trapp) Esc. 536 (κριτ. υπ.), 954, 1514, Χρον. Μορ. P 4079, Φλώρ. 1481, Λίβ. N 2027, 2195, 2652, Χρον. Τόκκων 2122, 2394, Παρασπ., Βάρν. C 230, 409, Μαχ. 2525, 63623, 65833, Πορτολ. A 22626, Πεντ. Γέν. XI 5, XLII 38, Έξ. II 5, XIX 24, XX 28, Πανώρ. Γ΄ 182, 571, Ε΄ 289, Ερωφ. Δ΄ 550, Ε΄ 567, Διγ. Άνδρ. 31929, 37721, 22, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 595, 1125, Γ΄ 1289, Σουμμ., Παστ. φίδ. Υπόθ. [17-8], Β΄ [766], Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 213, Δ΄ 568, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2006, 21013, 2256, 23830, 4213· καταβαίνω, Λόγ. παρηγ. O 501, Προδρ. I 168, III 100, Διγ. Z 2161, Χρησμ. I 90, X 26, Πεντ. Γέν. XV 11, XXIV 45, Έξ. XIX 21, Τζάνε, Κρ. πόλ. 24529, Εγκ. αγ. Δημ. 10661· κατεβαίννω, Μαχ. 14032, 2465, κ.α.· κατηβαίνω, Σπανός (Eideneier) A 224, Πόλ. Τρωάδ. (Πολ. Λ.) 37, Αχιλλ. L 383, 1177 Παρασπ., Βάρν. C 290, Ch. pop. 502, Διήγ. Αλ. G 283, Διγ. O 423, 1359.
    Το αρχ. καταβαίνω. Για τον τ. κατηβαίνω βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 33. Η λ. και σήμ.
    Α´ Αμτβ. 1) Έρχομαι από τα υψηλότερα στα χαμηλότερα: εκατέβηκα από το όρος Πεντ. Δευτ. IX 15· (προκ. για το Χριστό ή και για άγγελο) έρχομαι στη γη (από τον ουρανό): Επειδή ο Θεός ηθέλησεν τον άνθρωπον να τιμήσει| εξ ουρανού εκατέβηκεν να πέσει εις αύτην την φύσιν Συναξ. γυν. 124· Κατέβη γαρ εις την μήτραν Μαρίας, όπως σώσει το πεπλανημένον γένος των ανθρώπων Φυσιολ. (Kaim.)18· εκατέβην ο Κύριος ιπί το όρος Σινά Πεντ. Έξ. XIX 20· υιός Θεού να κατεβεί ο φοβερός να κρίνει Ρίμ. θαν. 77· εκ τους ουρανούς άγγελος εκατέβη Αχιλλ. L 818.· φρ. (1) κατεβαίνω στον Άδη, στη γη = πεθαίνω: Ανείναι κι είναι απαρθινά, σήμερο κατεβαίνω| στον Άδη μ’ ένα θάνατο περίσσα πρικαμένο Πανώρ. Ε΄ 289· Κρείττον ημείς συζώντανοι στην γην να κατεβούμε Αλεξ. 2811· (2) εκατέβη κάτω η ώρα μου = ήρθε η κρίσιμη στιγμή: άφησ’ με, σε παρακαλώ, κυρ Χάροντα, αν ορίσεις (παραλ. 4 στ.). Να ’τονε μπορεζάμενο αυτείνο έκαμνά το,| μα δεν μπορώ, διατ’ η ώρα σου όλη εκατέβη κάτω Αλφ. 1150. 2) Πέφτω: να κατέβει απάνου τους το χαλάζι και να απεθάνουν Πεντ. Έξ. IX 19. 3) α) (Με σύστ. αντικ.) έρχομαι: καταβημό εκατεβήκαμε εις την αρχή να αγοράσομε φαγί Πεντ. Γέν. XLIII 20· β) έρχομαι από το βορρά προς το νότο: «Καράβιν, πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;» Ανακάλ.γ) έρχομαι από τα μεσόγεια στα παράλια: οι τρεις -των εις την θάλασσαν αντάμα κατεβήκαν Γαδ. διήγ. 137· δ) έρχομαι από το πέλαγος στη στεριά: Κοιτάζουν από τα βουνιά κι άρμενα κατεβαίναν Τζάνε, Κρ. πόλ. 18221· όταν καταβαίνεις από το πέλαγος, δείκνει σε ώσπερ νησί (ενν. η Ποντοηράκλεια) Πορτολ. B 2729· ε) πηγαίνω προς τα ανατολικά (Για τη σημασ. βλ. Dawkins [Μαχ. Β΄, σ. 249]): ήλθαν πολλοί πραματευτάδες όπου είχαν πραματείαν να πέψουν ... εκατέβησαν εις την ανατολήν Μαχ. 58026· να κατεβεί εις το Αρμενάκιν και νά ’ρτει εις την Σελευκίαν Μαχ. 988. 4) Αποχωρώ (από το θρόνο): Η δε Παλαιολογίνα κατέβη της βασιλείας βασιλεύσασα έτος α΄ και μήνας γ΄ Πανάρ. 6616. 5) Αναχωρώ (από «επίσημο» οίκημα), φεύγω: τον καρτερούσασι πως είχε να κατέβει| απ’ το παλάτι του καδή Λίμπον. 369· εμπαίνναν και εκατεβαίνναν εις την αυλήν του ρηγός ... να μπορήσου να του(ς) σάσουν Μαχ. 5221. 6) α) Προχωρώ, φτάνω (έως): έχει έναν τείχον με πύργους πολλούς και κατεβαίνει ως την θάλασσα Πορτολ. A 19831· ωσάν περάσεις την ξέρην, κατέβαινε απάνω εις τον μύλον ολίγον και τότε κατέβαινε απάνω εις το νησίν Πορτολ. A 1511, 2· (προκ. για διήγηση): Χρήση είναι να ξηγηθούμεν την αφορμήν του καλού Κοντεφρέ ντε Πολίου, διά να κατεβούμεν να ξηγηθούμεν τους ρηγάδες τους Λατίνους όπου εστέφθησαν εις την Ιερουσαλήμ Μαχ. 1625· β) προχωρώ ξεπέφτοντας: το πταίσμα του Αδάμ ... εκατέβαινεν από κακόν εις χειρότερον Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 403. 7) Ρέω, τρέχω (προκ. για ποταμό): Ώσπερ να βρέχει ο ουρανός, ποτάμια να κατέβουν Παρασπ., Βάρν. C 270· προς το ποταμό οπού κατεβαίνει από το όρος Πεντ. Δευτ. IX 21· (προκ. για δάκρυα): τα δάκρυα ... (παραλ. 2 στ.) σα ριγουλάκι λαμπιρόν εδέτσι εκατεβαίνα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ε΄1074· παρευθύς τα δάκρυα της κατέβαινον της κόρης Αχιλλ. N 1266· από φλόγα πικρασμού τα δάκρυά σου ας κατέβουν Λόγ. παρηγ. L 484· πώς ήρχισαν τα ομμάτια μου να κατεβαίνου ως βρύσες Ντελλαπ., Ερωτήμ. 14. 8) Είμαι έτοιμος για μάχη, εξορμώ: απάνω στον Αλέξανδρον να κατεβεί στους κάμπους Ιστ. Βλαχ. 960· με τα φουσσάτα τως κι οι δυο στον κάμπο κατεβαίνου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ΄ 1604· επήρε ... εκατόν στρατιώτας και εκατέβη εις τον Ευφράτην Διγ. Άνδρ. 3641· είναι και ότοιμος να κατεβεί και εις τον πόλεμον μετά του Μαχ. 19633. 9) α) Προέρχομαι: καλόν, κακό, ως κι αν είναι,| μονάχανε από κείνο (ενν. τον ουρανό) κατεβαίνει Πιστ. βοσκ. IV 5, 206· ήθελεν να κάψει το κακόν απόθεν εκατέβαινεν Ασσίζ. 43618· β) κατάγομαι: από πού κατεβαίνουσι και είν’ τα συγγενικά μου Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 218· πες μου αν οχ το αίμα σου ετούτος κατεβαίνει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [660]· από γενιάν ψηλή να κατεβαίνει| και όλες τις χάρες να ’χει στο κορμί της| της γης και τ’ ουρανού Πιστ. βοσκ. II 5, 31. 10) Περιέρχομαι, ανήκω σε κάπ. (από κληρονομιά, συγγένεια): ουδέ πρέπει να έχει τό να της κατεβαίνει από συγγένειαν Ασσίζ. 12014· να πουλήσουσιν και να αμαχέψουν διά να φάσιν εκείνον τό κατέβην των παιδίων του από της μητρός αυτών Ασσίζ. 13127· να γένουν δίκαιοι κλερονόμοι να λάβουν τά μέλλει να τους κατεβούν Ασσίζ. 37824· φρ. (1) κατεβαίνω εις θέλημα, εις τον λόγον κάπ. = είμαι σύμφωνος με τη θέληση κάπ.: να κατεβεί εις θέλημα, παιδία μου, του Φερδερίγου Λίβ. Esc. 2970· ο λάλος ... να σε λέγει: « ... από πολλής σε εφύλαγα, αν κατέβεις εις τον λόγον μου» Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 123· (2) κατεβαίνω κάτω = υποδουλώνομαι: ο ξένος ός μεσοθιό σου να ανέβει επάνου σου, απάνου απάνου, και εσύ να κατέβεις κάτου κάτου Πεντ. Δευτ. XXVIII 43. Β´ (Μτβ.) προχωρώ σε κλίση βουνού, κατήφορο, πορεία ποταμού: ανέβην, εκατέβηκεν τον ποταμόν εκείνον Βέλθ. 1139· εσέβην εις τα σύνορα, τα βουνά κατεβαίνει Παλαμήδ., Βοηβ. 997· το παραπόταμον του Αλφέως ολόρθα εκατεβαίναν Χρον. Μορ. H 5029· ωσότου το κατήφορον εκείνο να κατέβει Λόγ. παρηγ. L 389. Η μτχ. παρκ. καταβασμένος ως επίθ. (προκ. για ποταμό) = πλημμυρισμένος ή ορμητικός: Αλλ’ ο Θεός ηθέλησεν το ριζικόν του δούκα| και ηύραν και τον ποταμόν μέγαν καταβασμένον·| έρρουσαν να περάσουσιν, επνίγησαν εξ αύτους Χρον. Τόκκων 438.
       
  • καυλωμένος,
    μτχ. επίθ.
    Από το καυλώνω.
    Που έχει σχήμα στελέχους, βλαστού: θέλεις ιδεί τον Πούπο, οπού έναι ακρωτήρι ψιλόν καυλωμένον Πορτολ. B 2912.
       
  • κλαδερός,
    επίθ., Πιστ. βοσκ. I 4, 162 (έκδ. κλαδεροπλατόνου· διορθώσ. σε κλαδερού πλατάνου).
    Από το ουσ. κλάδος και την κατάλ. ‑ερός. Η λ. στο Βλάχ.
    1) (Προκ. για δέντρο) πολύκλαδος: εστεκόμουνα ...| σ’ ενός πλατάνου κλαδερού την ρίζ’ ακουμπισμένος Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [976]. 2) (Προκ. για φράχτη) που αποτελείται από θάμνους: αυτείνη από την κλαδερήν την φράχτη, οπού σφαλίζει| το περιβόλι και δροσιές με τσ’ ήσκιους το γεμίζει,| ... στέκεται κι αφουγκράται Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [755]. 3) (Προκ. για τόπο) που έχει πολλά δέντρα, κατάφυτος, δασώδης: η μεριά του πουνέτη δείχνει σου ωσάν κλαδερή Πορτολ. B 5723· κοστάριζε το νησί το στρογγυλόν, το κλαδερόν ένα πλωρήσι —μηδέ φοβάσαι Πορτολ. B 5826. Ο πληθ. του ουδ. του επιθ. ως ουσ. = κλαδιά: όποιος κι αν μπει στα δάσητα και θε να κυνηγήσει| τα ρούχα όλα που φορεί στα κλαδερά θ’ αφήσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 42227· άνθισε κι έκαμε καρπόν κι έγινε μυρισμένο,| οπού ’τονε πολλούς καιρούς στα κλαδερά χωσμένο Τζάνε, Κρ. πόλ. 1352.
       
  • κολάτα
    η, Πορτολ. A 2072, 24315, Πορτολ. B 2510· κολάδα, Πορτολ. A 24610.
    Από το ιταλ. culatta (Βλ. Kahane, Sprache 576). Ο τ. από επίδρ. ουσ. σε ‑άδα. Τ. κολάτσα και σήμ. στην Αστυπάλαια (Βλ. Καραναστάση, ΛΔ 8, 1958, 78).
    Μυχός κόλπου: υπάγει μέσα ο κόρφος μίλια δέκα ... και μέσα εις την κολάτα έχει νησία τρία. Από την κολάτα του κόρφου να έλθεις εις την μπούκα Πορτολ. A 2517. Η λ. ως τοπων.: Τζάνε, Κρ. πόλ. 17610, 41917, 4307, 44826.
       
  • κόμπος (I)
    ο, Πιστ. βοσκ. II 8, 47, Ροδολ. Α΄ [321, 413], Β΄ [115], Ε΄ [73, 92, 102], Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [935, 1305], Γ΄ [226, 1351], κ.π.α.
    Το ουσ. κόμβος που απ. τον 4. αι. (Lampe, Lex.). Η λ. και σήμ.
    1) Δέσιμο νήματος ή υφάσματος· κάτι που μοιάζει με κόμπο: το κασσίδι χυμευτόν ήτον παραλλαγμένον| με τα χρυσά μετώπια, με τους χρυσούς τούς κόμπους Διγ. (Trapp) Esc. 1484· κλαπωτόν κομπώσιον είχεν η σέλα εκείνη| με φούντας χρυσοκόκκινας, με χρυσαργύρους κόμπους Αχιλλ. N 1123· ένα μέρος απ’ αυτά (ενν. τα μαλλιά) με χίλιους κόμπους σέρνεις| και διπλωμένα τεχνικά στο κούτελο τα φέρνεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [1179]· τον εχάρισεν εύμορφην πατερίτσαν (παραλ. 2 στ.) και είχε κόμπους τέσσαρας εγκαψοσμαλδωμένους Αρσ., Κόπ. διατρ. [567]. 2) Ανωμαλία του εδάφους· εμπόδιο· (μεταφ.) δυσκολία: παρακάτω έναι τα Αθάνατα και έναι έξω αμμούδα· έχει κόμπον και στέκεσαι Πορτολ. B 4712· Ψέματα λες, ταλαίπωρε, στον κόμπον του λαιμού σου Δεφ., Σωσ. 261. 3) Σταγόνα: σιγῄ, σιωπῄ τα δάκρυα της εστάλαζαν ως κόμποι Λίβ. Sc. 2429. 4) Δάκρυ: εις τα ματοφρύδια μου κρεμάζονται οι κόμποι Συναξ. γαδ. 205. 5) Δεσμός, σύνδεσμος: με του πόθου τον γλυκύ τον κόμπον να δεθούσι Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1117]· της παντρειάς τους τον καλόν κόμπον να τουσε σφίξεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1523]· τον κόμπο, ως φρόνιμος, που εδέσασίνε, λύσε,| και τη φωτιά οπού άναψε ο Πάρης σου τη σβήσε Στάθ. (Martini) Ιντ. β΄ 107. 6) Κρίσιμη στιγμή: Ω στρατηγοί, με τ’ άρματα τρεχάτε σαν τυχαίνει·| ήρθε ο κόμπος, τύραννε! Ζήν. Ε΄ 289. 7) Ο κόμπος, το «καρύδι» του λαιμού: Έβαλε (ενν. ο Αδάμ) το χέρι του εις τον λαιμόν του και έβγαλε το φαγί και την θέλησιν του ... και εκράτησε τον λαιμόν του και έσφιξέ τον, διά τούτο λέγουν ότι ο άνθρωπος και η γυναίκα έχουν εις τον λαιμόν κόμπον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 73v. Φρ. α) δένω κόμπο = σμίγω, συναντιέμαι: εις μιαν αγάπη εδέσασι κόμπον οι όρεξέ μας Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [294]· β) ήρθ’ ο κόμπος εις το κτένι = τα πράγματα έχουν φτάσει σε αδιέξοδο: ήρθ’ ο κόμπος εις το κτένι| κι η ψυή μου απολιγαίνει Φαλλίδ. 90.
       
  • κόστα
    η, Πορτολ. A 21812, 22114, 32617, 3289, 32931, 34413, Πορτολ. B 227, 2321.
    Το ιταλ. costa. Η λ. και σήμ. ως ναυτ. (Kahane-Tietze, Lingua Franca 196-7).
    Ακτή, παραλία: εις όλην την κόστα έχει καλό ράξιμο Πορτολ. A 22913· Αν εσηκωθείς από το Τούνεσι διά να υπάς στην μερέαν του γρέγου, αλαργάριζε την κόστα, ότι έχει μίαν λέγκα κακή Πορτολ. A 18213. Φρ. έρχομαι (την) κόσταν κόσταν = πλέω κατά μήκος της ακτής (Πβ. και Σεγδίτσα, Ναυτ. όροι 55, λ. κόστα κόστα): έρχου κόσταν κόστα το γκαβονάρι και ’ράσσου Πορτολ. B 232· έρχεσαι την κόσταν κόσταν και ευρίσκεις έναν πύργον Πορτολ. B 2310.
       
  • ’κοσταρίζω,
    Γεωργηλ., Θαν. 222, Πορτολ. A 82, 1510, 3516, 379‑10, 1216, Πορτολ. B 4032, 5327.
    Από τον αόρ. του ’κοστάρω.
    Α´ (Αμτβ.) προσεγγίζω την ακτή, παραπλέω: πιάνεις τα πλωρήσια όπου θέλεις και ’κοστάριζε, ότι ο λιμιώνας έναι καλός Πορτολ. A 87· άφηνε τον Αποκόρωνα ζερβά σου και ’κοστάριζε προς το ακρωτήριν της Μελέχας Πορτολ. A 6913. Β´ (Μτβ.) πλησιάζω, πλευρίζω: μα συ (έκδ. ς· διορθώσ.) (ενν. Χάρε) όλους βλέπω και θωρώ πως με τους ’κοσταρίζεις| και μπαίνεις κι εις τα σπίτια των Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 208· ’κοστάριζε την Μήλον κοντά εις την γην· μηδέν φοβάσαι Πορτολ. A 9610. Η μτχ. παθητ. παρκ. ως επίθ. = κοντινός: Μέσα την Κάρπαθον και την Κάσον έχει ξέρην ... και έναι πλέα ’κοσταρισμένη εις την Κάσον Πορτολ. A 834‑5· ωσάν ’κοστάρεις, θωρείς πύργον εις την μέσην και έναι πλέον ’κοσταρισμένος εις το βουνόπουλον του μεσημερίου Πορτολ. A 1325.
       
  • ’κοστάρω,
    Πορτολ. A 348, 13010, 1372, 34029‑30, 3526, Πορτολ. B 5213, κ.α.
    Από το ιταλ. accostare. Η λ. και σήμ. ως ναυτ. (Σεγδίτσα, Ναυτ. όροι 55, λ. κοστάρω) και ιδιωμ. (Kahane, Sprache 583-4· πβ. και Λωρεντζ., Αθ. 16, 1904, 208).
    Α´ Αμτβ. α) Πλησιάζω: μηδέν ’κοστάρεις πλέο εις την γην, αν έναι νύκτα Πορτολ. A 23515· β) προσεγγίζω την ακτή, παραπλέω: μηδέν ’κοστάρεις, ότι έναι ξέρα Πορτολ. A 63. Β´ (Μτβ.) πλησιάζω, προσεγγίζω: αν λάχει και θέλεις να υπάς έως κάτω, μηδέν ’κοστάρεις την ξέρην οπού έναι δεξιά σου Πορτολ. A 1347· την Αρβανίαν μηδέν την ’κοστάρεις πολλά, ότι είναι νερά πτενά Πορτολ. A 4712· άφηνε το νησί ζερβά σου και να ’κοστάρεις το καστέλλι και την πρώτην ξέρα να την αφήσεις δεξιά σου Πορτολ. A 1826.
       
  • κουβούκλιον
    το, Διγ. (Trapp) Gr. 1220, Διγ. Z 1659, 1661, Βέλθ. 446, 452, Αχιλλ. N 1134, 1389, Αχιλλ. O 407, Διγ. Άνδρ. 31612, 32830, 3301, 35025, 3549, Διγ. O 1726, Προσκυν. Ιεροσ. 3962, 20· κουβούκλι, Διγ. Z 195, 1822, Λίβ. Sc. 62, Λίβ. Esc. 909, 1109, 2101, Λίβ. N 962, Πορτολ. B 2924, 25‑6, Διγ. O 932· κουβούκλιν, Προδρ. I 126, Διγ. Z 663, 716, 759, 855, 1189, 1215, 1675, 1704, 1801, Διγ. (Trapp) Esc. 295, 313, 343, 459, 472, 575, 580, 819, 1665, Βέλθ. 442, Λίβ. P 1200, 1214, 1224, 1259, Λίβ. Sc. 79, 264, 302, Λίβ. N 772, 1012, 1055, Αχιλλ. L 574, 823, 974, 1071, Αχιλλ. N 710, Αχιλλ. O 517, Μαχ. 725, Διήγ. Αλ. V 31.
    Από το λατ. cubiculum με αφομοίωση του ‑ί‑ σε ου και συγκ. (Βλ. Τριαντ., Άπ. Α΄ 337, 342) και την κατάλ. ‑ιον. Λ. κουβουκλείον τον 4. αι. (Lampe, Lex.). Η λ. στο Meursius (λ. κουβουκλείον) και σήμ. στον τ. κουβούκλι(ο).
    1) Δωμάτιο, υπνοδωμάτιο (με θολωτή στέγη ή όχι): άνοιξε μίαν κάμαραν και ήτον χρυσάφιν γεμάτον ..., εσφάλισεν πάλιν το κουβούκλιον έμπροσθεν αυτών Διήγ. Αγ. Σοφ. 1545· εις το κουβούκλιν ήμπασιν στην κλίνην του γαμπρού τους Διγ. (Trapp) Esc. 408. 2) Θολωτή στέγη, θόλος· κιβώριο: Έχει και υπερκείμενον γούλεον εκτισμένον,| μετά του κουβουκλίου δε ασβέστῳ κεχρισμένον Παϊσ., Ιστ. Σινά 1270· μέσα εις την λαγκάδαν έναι ένα βουνί και ομοιάζει ωσάν κουβούκλι Πορτολ. B 376· τες κολόνες της αγίας τραπέζης και το κουβούκλιον των απάνω κολόνων Διήγ. Αγ. Σοφ. 15537. 3) Κλουβί: Ο δε Ντεμίρης ακούσας τους αυθάδεις λόγους του Μπαγιαζίτου, θυμωθείς, κουβούκλιον εκ σιδήρου ποιήσας έσω αυτόν ενέβαλε Ψευδο-Σφρ. 22427.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης