Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 401 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Πορτολ. A

  • αγνάντια,
    επίρρ., εναντία, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 987, 1063, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. Γ́́ 109· ενάντια, Ασσίζ. (Σάθ.) 32725, Αχέλ. (Pern.) 753, 762, 771, 1211· αγνάδια, Χρον. Τόκκων 2535· αγνάντια, Θρ. Κων/π. (Παπαδ.-Κερ.) H 102, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 102, Πεντ. (Hess.) Δευτ. XXVIII 66, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 13419, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 374· ανάντια, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) III 26, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 323, Πορτολ. A 135, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 8415, 36, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 143, Β́ 183, Γ́́ 557· ανάδια, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 176, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 392, 1108, 1693, 1707, Β́́ 208, 311, 546, 758, 1051, 1538, Δ́́ 1797, Θυσ. (Μέγ.)2 913, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 43719, 48511.
    Το αρχ. επίρρ. εναντία. Ο τ. αγνάντια από τη συνεκφ. τα εναντία> ταϊνάντια> ταjνάντια> τ’ αγνάντια (Ανδρ., Λεξ.). Για τον τ. ανάδια βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 96 και Χατζιδ., Αθ. 25, 1913, 294. Κατά Kretschmer, Lesb. Dial. 174 από το *εκνάντια. Ο τ. ανάντια σε έγγρ. του 1610 (Μαυρομάτης, Θησαυρ. 17, 1980, 288) και σήμ., καθώς και οι τ. αγνάντια και ανάδια (ΙΛ λ. αγνάντια). Τ. αγνάντις σε έγγρ. του 1666 (Έγγρ. μον. Φιλοσ. 118)· σήμ. τ. αγνάντι ιδιωμ.
    1) α) Απέναντι, αντίκρυ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 1): να περπατούν τα κάτεργα στου Γαλατά τους κάμπους,| αγνάντια εις το Σκούταρι, στον Άγιον Κωνσταντίνον; Θρ. Κων/π. B 102· Ανάδια μου να σε θωρώ έβγαλε το μαχαίρι| και σίμωσέ μου το κοντά, να σε φιλώ στο χέρι Θυσ.2 913, ώσπερ το φως το τρομικόν των καθαρών υδάτων,| όταν σελήνη ή ήλιος βρεθεί ενάντιά των Αχέλ. 771· (με αιτιατ.): πήγαν και ετέντωσαν αγνάδια την Άρταν Χρον. Τόκκων 2535· β) απευθείας, καταπρόσωπο: αυτοί που τους πονούν τα μάτια| τον ήλιον δεν θέλωσιν να τον ιδούν αγνάντια Στ. αμαθ. (Μιχ.) 16. 2) Εναντίον, με εχθρική διάθεση: και τότε ή από φθόνον τους ή δεν τον εξανοίξαν| οι Τούρκοι μίαν κοπανιάν ενάντιά του ρίξαν Αχέλ. 753· θωρώντας πως και ο καιρός του πάγει εναντία Παλαμήδ., Βοηβ. 1063· λοιπόν θωρώντας ο μπασάς κι οι άρχοντες οι άλλοι (παραλ. 1 στ.) μικρόν καστέλι σαν αυτό να στέκει ενάντιά τους Αχέλ. 762· Γιατί η Ήρα η θεά και η Πάλλα να συντράμου| κτάσσουνται εναντία σας ογιά να γδικιωθούσι Φορτουν. Ιντ. Γ́́ 109.
       
  • αράξιμο
    το· ’ράξιμο, Πορτολ. A 20725, Ερωτόκρ. Ε΄ 1527.
    Από το αράσσω. Ο τ. και σήμ. (ΙΛ).
    Άραγμα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Εσίμωσε το ξύλο μου, το ’ράξιμο γυρεύγει· ήρθε στ’ ανάβαθα νερά και μπλιό δεν κιντυνεύγει Ερωτόκρ. Ε΄ 1527.
       
  • αμμόβουρκος
    ο, Πορτολ. A 1369 κριτ. υπ. (χφ άμον βούρκον), 1388 κριτ. υπ. (χφφ άμον βούρκο(ν)αμμόβορκος, Πορτολ. A 1388.
    Από τα ουσ. άμμος και βούρκος.
    Βούρκος με άμμο: μέσα τον Ραχίτην και τα Αποκέρια εβγάνει αμμόβορκον Πορτολ. A 1369.
       
  • αμμοκολόνα
    η.
    Από τα ουσ. άμμος και κολόνα.
    Ύψωμα από άμμο: Πορτολ. A 1359, 1377, 1381.
       
  • αμπάσια,
    επίρρ.· αμπάσα, Πορτολ. A 3291.
    Από το ιταλ. abbasso.
    Χαμηλά: θέλεις αφήσει δύο νησιά ζερβά σου χοντρά αμπάσα Πορτολ. A 2213· παραμπρός (έκδ. παρά προς· διορθώσ.) έναι μία πούντα αμπάσια Πορτολ. A 1167.
       
  • αναβιγάρι
    το.
    Πιθ. από το βενετ. da navegar (Βλ. Boerio, λ. carta).
    Χάρτης για την κυβέρνηση πλοίου: απέκει (ενν. το κοπέλι) να γνωρίζει εις το χαρτί τό λέγουν αναβιγάρι, ήγουν εις το ναυτολογικόν· και τούτο διά να γνωρίσει το πώς έχει να ασηκωθεί να υπάγει από έναν λιμνιώναν εις άλλον Πορτολ. A XIII 13.
       
  • αναβολάρης
    ο, Πορτολ. A 314, 176, 964 κ.α.
    Από το ουσ. αναβολή και την κατάλ. ‑άρης. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αναβολάρις).
    Κυβερνήτης πλοίου που κατευθύνεται από το λιμάνι στο πέλαγος (πβ. ά. καταβολάρης): έχει τον λιμνιώναν· και πιάνεις πλωρήσιν και πλωρήσιν και έναι καλός τόπος δι’ αναβολάρην και καταβολάρην Πορτολ. A 312.
       
  • βούκα
    η, Προδρ. III 186, IV 249, Μαρκάδ. 433, Κυπρ. ερωτ. 685, 849, Μαρκάδ. 433· βούκκα, Κυπρ. ερωτ. 685, 849· μπούκα, Καραβ. 4922, 5, Πορτολ. A 3018, 395, 5327, 1372.
    Το λατ. bucca (Ανδρ., Λεξ.) ή από το βενετ. boca (Βλ. Spadaro, Sic. Gymn. 21, 1968, 260).
    1) Μπουκιά (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ.): πρώτην βούκαν έβαλα και δεύτερην και τρίτην Προδρ. IV 249. Βλ. και βουκιά. 2) Μάγουλο (Για τη σημασ. πβ. Du Cange, λ. βούκκη): βαθιά ν’ αναστενάξεις και ν’ αφήσουν| οι βούκες σου την τόσην κοκκινάδα Κυπρ. ερωτ. 849. 3) Καταπακτή πλοίου (Πβ. boca de la nave, Boerio, λ. boca) ή μέγιστο πλάτος πλοίου (βλ. Καραποτόσογλου, Βυζαντ. 12, 1983, 390-1): έναν καράβιν οπού έναι οργίες δέκα εις την καρίναν και εις την μπούκαν ποδάρια είκοσι Καραβ. 4922. 4) Στόμιο λιμανιού, κόλπου, κλπ.: η εγνωριμία της Μάτια Βάκας έναι στην μπούκα δύο σταρία Πορτολ. A 18619.
       
  • γρέγος (II)
    ο, Πορτολ. A 63, 2510, 286, 9, 11, 3568, 23, 3755, κ.π.α.· γρέος, Διήγ. εκρ. Θήρ. 1111.
    Το βενετ. grego (Βλ. Boerio). H λ. και ο τ. και σήμ. (Δημητράκ., λ. γραίγος και γραίος).
    α) Άνεμος βορειοανατολικός (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. γραίγος και γραίος): όταν ήτον νότος, δεν τους επαράβλαβεν, όταν δε ήθελε γυρίσει γρέος, είχαν μεγάλην στενοχωρίαν Διήγ. εκρ. Θήρ. 1111. β) (επιρρ.) προς το βορειανατολικό σημείο του ορίζοντα, βορειανατολικά: οι ξέρες με το κάστρον θωρούν γρέγον γαρμπήν Πορτολ. A 258· Από τον κάβο Γρέγο ως τον κάβο Σόρμο εις την κάρτα του λεβάντη ιβέρ γρέγο έναι μίλια ιβ΄ Πορτολ. A 2294.
       
  • εβραίικος,
    επίθ., Ακ. Σπαν. (Eideneier) A 497, Βεντράμ., Γυν. 66, 166, Πορτολ. A 34321· εβραίκος, Μαχ. 60220, Χούμνου, Κοσμογ. 2028, 2534· οβραίκος, Χούμνου, Κοσμογ. 572.
    Από το εθν. Εβραίος και την κατάλ. ‑ικος. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    Που ανήκει ή αναφέρεται στους Εβραίους, εβραϊκός (Η σημασ. και σήμ.): εβραίικον γδιν Ακ. Σπαν. (Eideneier) Α 497. Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = η εβραϊκή θρησκεία: τα είδωλα επροσκύνησε (ενν. ο Σολομών) και αφήκε τα εβραίικα Βεντράμ., Γυν. 166.
       
  • ζερβός,
    επίθ., Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 1022, Θησ. Γ΄ [182], ΙΑ΄ [403], Αλεξ. 1967, Διήγ. Αγ. Σοφ. 16013, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 320, Σαχλ., Αφήγ. 539, Σοφιαν., Παιδαγ. 103, Στάθ. (Martini) Γ΄ 180, 205, 224, Χρον. σουλτ. 3917, Συναδ., Χρον. 69, Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 149, Διγ. O 2638· ζαρβός, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 1023, Μαχ. 31010· θηλ. ζερβά, Πορτολ. A 32721, Χριστ. διδασκ. 45· ζερβέα, Αρσ., Κόπ. διατρ. [954]· ζερβιά, Πεντ. Γέν. XIII 9, XLVIII 14, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [247]· ουδ. ζερβί, Χρον. σουλτ. 7529, Ευγέν. 850, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [1194], Δ΄ [1507].
    Από το ζαρβός <ζαβρός <ζαβός (βλ. Ανδρ., Λεξ.). Για τον τ. ζαρβός βλ. Χατζιδ., ΕΕΠ 3, 96 και Χατζιδ., Αθ. 25, 1913, 279. Για τον τ. ζερβί βλ. Παπαδ. Α., Αθ. 37, 1925, 167. Η λ. στο Du Cange και σήμ.
    Αριστερός: Όταν ήθελε να γράψει κάτι, έγραφε με το ζερβί το χέρι κάτι μπακλαβάδες Συναδ., Χρον. 66· Εστέκαν στην δεξίαν μερίαν κι εις την ζερβή του πάλι Θησ. Ϛ΄ [167]. Το θηλ. ως ουσ. = το αριστερό χέρι: Σφίγγουνται κι αγκαλιάζουνται, με τη ζερβή παλεύγου,| με τη δεξά για να βαρού τόπ’ ακριβό γυρεύγου Ερωτόκρ. Δ́ 1843· η γη ... έχει... ουρανόν εις την δεξιάν και ουρανόν εις την ζερβιάν Ροδινός (Βαλ.) 63.
       
  • κάβος (I)
    ο, Πορτολ. A 545, 11, 12, 1171, 1182, 12919 κ.α., Πορτολ. B 5717, 5810, 7014 κ.α., Σουμμ., Ρεμπελ. 159 (έκδ. κάμβος πιθ. από υπεραρχαϊσμό ή αντιγραφικό σφάλμα), Τζάνε, Κρ. πόλ. 1482, 1599, 17723, 21329, 2147, 43420.
    Το παλαιότ. ιταλ. cavo (Battaglia λ. cavo2). Η λ. στο Du Cange και σήμ.
    1) Ακρωτήριο ψηλό: να πέμψει είκοσι ... ανθρώπους πάσα βράδι απάνω εις τον κάβο (έκδ. κόμβο) της Πούντας διά να ξανοίξουν όλον το πέλαγος Σουμμ., Ρεμπελ. 159· αν θες να υπάγεις, αλαργάριζε τον κάβον του σιρόκου μίλια δυο, ότι έχει ξέρη Πορτολ. A 1281. 2) Αρχή κυκλικού χορού (Για τη σημασ. βλ. Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ. και Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Β́): ώραιον τραγούδι τραγουδεί (ενν. ο ποντικός) μ’ ώραιο (έκδ. μωρό· διορθώσ.) σκοπό το λέγει| και προς τους άλλους μποντικούς τον κάβον ακοντεύει Κάτης 104· φρ. κρατώ ή πορπατώ τον κάβο =σέρνω το χορό: ο κάτης είπε: «σύντεκνε, χόρευγε, μη φοβάσαι·| κράτει τον κάβο θαρρετά και μη κακοφοράσαι» Κάτης 92· ο σύντεκνος ο μποντικός τον κάβον επορπάτει Κάτης 81. Η λ. σε τοπων.: στον Κάβο Σπάθαν ... άρμενα φανήκαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 18224· απεκεί και απάνω είναι οι Σέττε Κάβοι και είναι μίλια δ΄ από τα Πάταρα Πορτολ. B 2516.
       
  • καδένα (I)
    η, Καραβ. 49331, 49917, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 453, Αχέλ. 1683, 1687, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 465, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 101, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [82], Φορτουν. Γ΄ 681, Ζήν. Ε' 196, 306, Τζάνε, Κρ. πόλ. 25629, 33819, 3398· καγίνα, Άσμα διερμ. 709, 734· καήνα, Θρ. Κύπρ. M 466.
    Το βενετ. cadena (Ανδρ., Λεξ.). Ο τ. καγίνα από το βενετ. caena (βλ. Παπαδόπουλλο Θ. [Άσμα διερμ. σ. 126]). Για τον τ. καήνα βλ. Kahane-Tietze, Lingua Franca 132, λ. caena, πβ. όμως και Μενάρδ., Τοπων. μελ. 311. Η λ. σε έγγρ. του 16. αι. (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 96) και σήμ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Γιαννουλέλλης, Ιδιωμ. λ. δάν. σ. 38).
    α) Αλυσίδα: με σίδερον και μιαν μακράν καδένα τους να ποίσουν Αχέλ. 1673· εις τα ποδάρια είχανε τση σκλάβωσης καδένα Τζάνε, Κρ. πόλ. 37714· καδένα την αγάπη σου σφικτά κρατεί δεμένη Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ΄ 40· θέλει τα χαράτσια| οπού χρωστούσι, αλλέως στην καδένα όλοι να μπούσι Λεηλ. Παροικ. 84· β) αλυσίδα που κλείνει την είσοδο λιμανιού: ο Έπακτος ... έχει πόρτο με καδένα και έναι κτισμένο περφόρτσα και ξύλα χοντρά δεν ημπορούν να μπουν μέσα Πορτολ. A 2102· γ) περιδέραιο, κόσμημα: μια καδένα ολόχρυση στον τράχηλον του βάνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 32824· την άλυσιν την αργυράν, της μέσης την καδένα Γεωργηλ., Θαν. 143.
       
  • κάδρος,
    επίθ.
    Το βενετ. quadro. Το ουδ. ως ουσ. σε έγγρ. του 1559 (Βλ. Κωνσταντουδάκη, Θησαυρ. 12, 1975, 8) και στο Du Cange, λ. κάδρον). Η λ. και σήμ.
    Τετράγωνος: θωρείς ένα ακρωτήριν και έχει απάνω εις την μέσην ένα χωράφιν κάδρον Πορτολ. A 3019.
       
  • καζάντσα
    η· καζάτζα, Πορτολ. A 1455-7.
    Το βενετ. casanza.
    Φυλακή: ο πύργος εις την μερέαν του γρέγου είναι κολλημένος με την καζάτζαν Πορτολ. A 1679.
       
  • καθάριος,
    επίθ., Λίβ. P 2453, 2836, Λίβ. Sc. 1279, Λίβ. Esc. 372, 1841, Λίβ. N 1643, Θησ. Ε΄ [293], IB΄ [608], Χούμνου, Κοσμογ. 743, Γεωργηλ., Θαν. 360, Αλεξ. 2000, 2884, Σαχλ., Αφήγ. 481, Βεντράμ., Φιλ. 336, Πεντ. Γέν. VII 2, Έξ. XXI 28, XXVII 20, Λευιτ. X 10, XXIV 4, Αρ. V 28, Δευτ. XIV 11, Αιτωλ., Μύθ. 8312, Χρον. σουλτ. 8015, Κυπρ. ερωτ. 564, Ερωφ. Ιντ. α΄ 9, Ιστ. Βλαχ. 1050, Στάθ. (Martini) Α΄ 310, Ροδολ. Α΄ [122], Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [238, 529], Β΄ [1232], Ζήν. Δ΄ 262, Διακρούσ. 848, 10312, 14925, κ.π.α.
    Η λ. στον Αριστοτέλη και σήμ.
    1) α) Καθαρός, διαυγής: το τραπέζι και τα αγγειά του και την λυχνιά την καθάρια και όλα τα αγγειά της Πεντ. Έξ. XXXI 8· νερόν καθάριον, κρούσταλλον, ύδωρ μεμυρισμένον Διγ. (Trapp) Esc. 1646· β) λαμπερός, φωτεινός, αστραφτερός, ξάστερος: Του ’λιού οι γιαχτίνες φως ποτέ καθάριο δε μου φέρα Πανώρ. Γ΄ 561· φως της ημέρας το λαμπρό και του καθάριου κόσμου| τα κάλλη ακόμη δε μπορεί καλά να δει το φως μου Ερωφ. Γ΄ 245· σύρνει σπαθίν, εγύμνωσεν καθάριον ως τον ήλιον Φλώρ. 1705· Δεν φαίνουνται στον ουρανό τη νύκτα την καθάρια| τόσ’ άστρα Ερωφ. Α΄ 261· γ) ξεκάθαρος, σαφής, αδιαφιλονίκητος: Αν τονε φεύγω το λοιπόν, καθάριο είναι σημάδι Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [615]· Καθάρια όλα τα πράγματα που μέλλουσι να ’ρθούσι Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [1020]· δ) γνήσιος: Τούτο είν’ καθάριον τρόπαιον, τούτος είν’ του δικού μας Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [895]· ε) αγνός, εξαγνισμένος: εις τα κάστρη σου να το φας ο μαγαρισμένος και ο καθάριος Πεντ. Δευτ. XV 22· απέ το χτήνο το καθάριο και απέ το χτήνο ος δεν είναι καθάριο Πεντ. Γέν. VII 8· καθάρια χριστιανή θέλω αποκαταντήσει Φλώρ. 1762· στ) σωστός, τίμιος: διώχνεις τη στράτα την κακή, δρόμο καθάριο πιάνεις Ερωτόκρ. Γ΄ 1117· για να σας φέρει μοναχά στην στράτα την καθάρια Αχέλ. 540· ζ) γνήσιος, πραγματικός: ουδέν έχει αντάλλαγμα διά καθάριον φίλον Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 93· μάγουλα και χειλάρια| πρινοκοκκάτα, νόστιμα και γλώσσα σας καθάρια; Πένθ. θαν.2 68· όλα κεινού του φαίνουνται καθάρια μοιρολόγια Γαδ. διήγ. 408. 2) Επίπεδος, ίσος: ουδέν ένι διά πόλεμον κάμπος πλατύς, καθάριος Χρον. Μορ. H 6969. 3) Αμιγής: βιστάριν έβαλα τερπνόν, καθάριον μαγδαΐτην Διγ. (Trapp) Esc. 1462. 4) Καθαρόαιμος: άρματα είχον δυνατά και άλογα καθάρια Διγ. A 2968. 5) Αθώος: να μη χυθεί αίμα καθάριο Πεντ. Δευτ. XIX 10. 6) Άπειρος, αμέτοχος: ότι να είναι εις εσέν ανήρ ος να μην είναι καθάριος από σιχάδιασμα νυχτούς Πεντ. Δευτ. XXIII 11· δεν ήτο καθάριος από την πορνεία και μοιχεία Συναδ., Χρον. 40. 7) Διορατικός: εις την τυφλήν μας αίσθησιν καθάρια μάτια ανοίγει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [969]. 8) Απαλλαγμένος (από κ.): σίμωσε και το νησίν της Σκιάθου μακρέα μίλιν α΄ και θέλεις υπάγει καθάριος από την ξέραν Πορτολ. A 2971· όντε θέλεις είσθαι απέσω, έχει φούντος καθάριον Πορτολ. B 3728. Το ουδ. ως ουσ. = διαύγεια: διά το καθάριον και το γλυκόποτόν του Λίβ. N 33.
       
  • καίω,
    Ασσίζ. 19430, 40526, Διγ. (Trapp) Gr. 643, 654, Διγ. (Trapp) Esc. 879, Χρον. Μορ. P 7904, Διήγ. Βελ. 195, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 329, Φλώρ. 538, 813, 1003, Ερωτοπ. 110, Λίβ. P 1400, Λίβ. Sc. 1071, 2385, Λίβ. (Lamb.) N 43, 923, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 120, Αχιλλ. L 523, Αχιλλ. N 789, 966, Αχιλλ. O 12, Ιμπ. 34, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 142, Μαχ. 3417, 19216, 27424, 64015, Θησ. Β΄ [824], Ch. pop. 99, 544, Έκθ. χρον. 7821, Δεφ., Λόγ. 368, Πεντ. Έξ. XXXII 20, Λευιτ. X 6, Δευτ. VII 25, Αχέλ. 1782, Χρον. σουλτ. 1172, Ιστ. πολιτ. 749, Ιστ. πατρ. 19411, Παϊσ., Ιστ. Σινά 450, Κυπρ. ερωτ. 10428, Πανώρ. Α΄ 347, Ερωφ. Δ΄ 128, Ε΄ 409, Ιστ. Βλαχ. 359, Διγ. Άνδρ. 38616, Ερωτόκρ. Α΄ 896, 2044, Β΄ 532, Γ΄ 357, 508, 1724, Ε΄ 1264, Στάθ. (Martini) Β΄ 210, Γ΄ 413, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 158, Δ΄ 5, Συναδ., Χρον. 36, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ΄ 138, Ζήν. Β΄ 322, Δ΄ 277, Διακρούσ. 7811, 8521, Τζάνε, Κρ. πόλ. 15519, 2084, 3027, 32326, 3812, 46820, κ.π.α.· κάβγω, Ασσίζ. 43329, 47317, Μαχ. 1226-7, 35618, 63632, Θρ. Κύπρ. M 130, Κυπρ. ερωτ. 899, 9129, 9342, 10027· καίγω, Βέλθ. 624, Αχιλλ. L 556, Μαχ. 684, Θησ. Β΄ [136], Ch. pop. 79, 426, Δεφ., Λόγ. 617, Πεντ. Λευιτ. XXI 9, Αχέλ. 685, 1864, Παϊσ., Ιστ. Σινά 382, Εκατόλ. M 25, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 390, Κυπρ. ερωτ. 9357, Πανώρ. Α΄ 147, 199, Γ΄ 430, Δ΄ 130, Ε΄ 111, Ερωφ. Α΄ 468, 535, Γ΄ 102, Δ΄ 25, Ερωτόκρ. Α΄ 359, 1253, 2118, Β΄ 254, Γ΄ 846, Θυσ.2 735, 810, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 62, Β΄ 5, 16, Συναδ., Χρον. 45, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [542], Γ΄ [940], Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 360, Ιντ. δ΄ 154, Ζήν. Β΄ 146, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1387, 21010, 2443, 4604, κ.π.α.· κάπτω, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 63, Τζάνε, Κρ. πόλ. 50626· κάφτω, Ασσίζ. 22229, Πουλολ. (Τσαβαρή) 432, Διήγ. Βελ. (Neap.) 180, Ερωτοπ. 215, Αχιλλ. L 103, Ch. pop. 152, Πεντ. Δευτ. XII 31· κιόμαι, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 106, 334· κιούμαι, Κυπρ. ερωτ. 9355· μτχ. καγημένος, Άσμα διερμ. 743· καημένος, Λίβ. Esc. 9, Θησ. Γ΄ [718], Πανώρ. Α΄ 40, 292, Β΄ 147, 439, Γ΄ 34, 430, Δ΄ 64, 225, Ε΄ 67, Ερωφ. Α΄ 100, 293, Β΄ 80, 266, Γ΄ 133, 145, Δ΄ 5, 166, Ε΄ 28, 543, Βοσκοπ. 218, 339, 390, Ιστ. Βλαχ. 271, 928, Ερωτόκρ. Β΄ 528, 2394, Γ΄ 147, 1691, Ε΄ 1383, Θυσ.2 67, Στάθ. (Martini) Β΄ 93, 141, Γ΄ 351, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 48, Δ΄ 75, 153, Ροδολ. Α΄ [532], Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [327], Β΄ [1071], Δ΄ [1352], Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 386, Δ΄ 497, Ζήν. Α΄ 330, Β΄ 90, Λεηλ. Παροικ. 640, Διγ. O 591, 1887, Διακρούσ. 682, 804, 11110, Τζάνε, Κρ. πόλ. 22924, 25320, 57025, κ.π.α.· καυμένος, Σάθ., ΜΒ Ϛ΄ σ. λδ΄.
    Το αρχ. καίω. Ο τ. κάφτω και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα (Βλ. Παπαδ. Α., Λεξ.). Ο τ. καίγω στον Πόντο, την Πελοπόννησο κα. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) Ανάβω: Ω δάση μου πυκνότατα, φύγετ’ από σιμά μου,| μη σασε κάψου σήμερο τ’ αναστενάματά μου Πανώρ. Α΄ 2. 2) (Προκ. για κερί) λειώνω: τα έκαψαν (ενν. τα κομμάτια του χρυσού οι χρυσοχόοι) Δωρ. Μον. (Βαλ.) 42· την ψυχήν και το κορμίν ωσάν κερίν το κάπτει Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 63. 3) α) Καίω κάπ. ή κ. ρίχνοντας ή βάζοντας στη φωτιά: μετά ταύτα να τον κρεμάσουν, ει δε ένι σκλάβα, να την κάψουν Ασσίζ. 15413· εξήλθαν, έθαψαν, έκαυσαν, αναπαύσαν| οι Τρώες ... τους καλούς στρατιώτας Πόλ. Τρωάδ. 736· τούτο το γράμμα με φωτιά το χέρι μου να κάψει; Ζήν. Β΄ 86· β) πυρπολώ: εκάψασιν το εμπόριον, το κάστρον μόνι αφήκαν Χρον. Μορ. H 4666. 4) Θερμαίνω υπερβολικά: θέλει μας καύσει εις την στράταν του ηλίου το καύμα Διγ. Άνδρ. 35524. 5) α) Εξάπτω, ερεθίζω: αχώριστες φωτιές και πάθη ακάτεχά μου| καίσι και βασανίζουσι τη δόλια την καρδιά μου Πανώρ. Ε΄ 100· α θες με ξόμπλι να το δεις, στράφου και δες εμένα| πόσες φωτιές τα μέλη μου καίσινε τα καημένα Πανώρ. Β΄ 360· β) συγκινώ: την καρδιάν της έκαψεν την ευγενικοτάτην Αχιλλ. O 377· αυτείνος (ενν. ο πόθος) έχει την καρδιά τη δόλια μου καημένη Πανώρ. Γ΄ 409· (φρ.) με καίγει κ. στην καρδιά = μου προκαλεί πόνο: Από τη βρύση δροσερό νερό στο πρόσωπό ντου| θέλω να ράνω· στην καρδιά με καίγει το κακό ντου Πανώρ. Γ΄ 544· οι ομορφιές τση στην καρδιά συχνιά πολλά με καίσι Ερωτόκρ. Γ΄ 742. 6) Καταδικάζω: οπού τους έκαψεν η μοίρα τους την ώρα όπου εγεννόνταν Περί ξεν. A 156. Β´ (Αμτβ.) καίω, είμαι σα φλόγα: ογιατί καίγει (ενν. το στήθος) ως να ’τονε καμίνιν αφτωμένο Πανώρ. Β΄ 216· Καίγ’ η καρδιά μου, αντάν θωρεί ... Κυπρ. ερωτ. 495· περίσσα καίγει μια φωτιά απού ’ναι κουκλωμένη Πανώρ. Α΄ 153. II. Μέσ. 1) Καίγομαι, είμαι αναμμένος: (ενν. η καρδιά μου) ωσάν το ξύλο το χλωρό την ώραν απ’ αρχίζει| να καίγεται συχνοκτυπά και το νερό στραγγίζει Πανώρ. Ε΄ 102· Καίεται και κανδήλιον κατενώπιον ταύτης Παϊσ., Ιστ. Σινά 713. 2) Εξαφανίζομαι: Να ’χεν αστράψειν ουρανός, να ’χε καεί η ώρα, όταν εσύ βασίλευσας εκείνην την ημέραν Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 49. 3) Φλέγομαι από πάθος, υποφέρω: ιδέ την αν και καίεται αυτή ωσάν κι εμένα Ch. pop. 342· μα κείνον απού καίγεται για σένα να λυπάσαι Πανώρ. Β΄ 304· ας καίγουνται τα μέλη μου κι ας είν’ τυραννισμένα Ερωτόκρ. Α΄ 1718. 4) Θλίβομαι, λυπούμαι: αν ου μ’ εκράτει, εθλίβετον και αν ου μ’ εθώρει, εκαίτον Ερωτοπ. 399· πλήσα τονε καίγομαι (ενν. το Γύπαρη) σα να’μουν αδερφή του Πανώρ. Γ΄ 455· (φρ.) καίγεται η καρδιά μου = θλίβομαι, λυπούμαι πολύ: τα ξένα μάς εφάγασιν και εκάην η καρδιά μας Περί ξεν. A 169. Η μτχ. συνήθως στον τ. κα(η)μένος ως επίθ. = 1) Ταλαιπωρημένος: Μα ’δά ’μαι γρα κι ανήμπορη κι αν αγαπώ κιανένα,| χώνω τον πόθο μέσα μου με σωθικά καημένα Πανώρ. Α΄ 260· άλλοι γυρίζουν στα στενά καμένοι, διψασμένοι Θρ. Κύπρ. M 271· τότε την νύκταν να εβγείς καμένη από την δίψα Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 244. 2) α) Δυστυχισμένος, ταλαίπωρος, αξιολύπητος: να αναδακρυώσεις και να πεις «Ρωτόκριτε καημένε ...» Ερωτόκρ. Γ΄ 1375· κλαίασιν οι άθλιοι με μιαν φωνή καμένη Θρ. Κύπρ. M 42· ποια ολπίδα μ’ απομένει| μέσα η καημένη μου καρδιά να γιάν’ η δοξεμένη; Πανώρ. Β΄ 374· απέ το δεισ σου στέκομαι καμένος Κυπρ. ερωτ. 9910· β) καταστραμμένος: Χριστέ, τες κάτω γειτονιές να τες ιδώ καημένες,| διατί είν’ πολλές μαστόρισσες, μαυλίστριες μαθημένες Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 404. 3) Θλιβερός, κακός, άτυχος: Για τον καημένον θάνατον, που πήρ’ Ερωπρικούσα Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1411]· τούτον τον πόνον μου ’φερεν η τύχη μου η καμένη Σαχλ., Αφήγ. 604. 4) Ερεθισμένος: σκευασία ωφέλιμος εις το φλέγμα και εις κεκαυμένην χολήν Ιατροσ. κώδ. Ϡκβ΄. 5) Συμπαθητικός: Μέσα στα δέντρη κείνα τ’ αθισμένα,| που βόσκαν τα ’λαφάκια τα καημένα Βοσκοπ.κι εμύριζε το σπήλιο το καημένο Βοσκοπ. 164. Η μτχ. του παρκ. καημένη και ως τόπων.: Πορτολ. A 861.
       
  • καλαμίτα
    η.
    Το ιταλ. calamita. Η λ. και σήμ. στο ιδίωμα της Κεφαλονιάς.
    Έκφρ. πέτρα καλαμίτα = βράχος με σιδηρούχο μετάλλευμα: Η Έλμπα έχει ένα βουνί και έναι όλο πέτρα καλαμίτα Πορτολ. A 3341.
       
  • καλλονή,
    η, Καλλίμ. 11, 197, 236, 279, 414, 800, Διγ. Z 3818, 4072, 4471, Λίβ. P 635, Λίβ. Esc. 920, Λίβ. (Lamb.) N 783, Αλφ. (Μπουμπ.) I 51, IV 25, Βίος αγ. Νικ. 113, Διγ. Άνδρ. 4037, 41124, Διακρούσ. 11714.
    Το αρχ. ουσ. καλλονή. Η λ. και σήμ.
    1) Ωραιότητα, ομορφιά: Των ορθοδόξων καύχημα, είσαι πολλά ’κουσμένη,| των ιερέων η καλλονή, κυρά χαριτωμένη (ενν. συ η Παναγία) Δεφ., Λόγ. 760· Φράσαι καν όλως απορώ την καλλονήν την τόση,| ην είχεν υπεράπειρον η των Ερώτων βρύση Βέλθ. 297. 2) Καλή πρόθεση, καλός σκοπός: ουδέν το έποικε εις κακόν ούτε εις αλαζονείαν,| αλλά έποικέ το εις όρεξιν και καλλονήν μεγάλην Χρον. Μορ. H 2549· πάσαν κόσμου καλλονήν και πάσαν θεραπείαν,| προστάσσω σας, σπουδάζετε να την αποπληρείτε Καλλίμ. 2310. 3) Ευχαρίστηση: Τώρα χαράς και καλλονής, τώρα χαράς ημέραι Καλλίμ. 2132. Η λ. και ως όν. κόλπου: Πορτολ. A 245.
       
  • καλογραία
    η, Πωρικ. V 28, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 508, Τριβ., Ρε 368, Επιστ. Ηγουμ. 17554, Σεβήρ., Διαθ. 19056, Βακτ. αρχιερ. 136, 182· καλογρά, Απολλών. 798, Ιμπ. (Legr.) 651, Γαδ. διήγ. 151, Μ. Χρονογρ. 3412, Αλφ. 1917, 23, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 435, Επιστ. Ηγουμ. 17417, Αποκ. Θεοτ. II 223, Τζάνε, Κρ. πόλ. 23414, Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 437· πληθ. καλογράδες, Επιστ. Ηγουμ. 1743, Βλαστού, Επιστ. 1773, 4, Σεβήρ., Διαθ. 192113, 116, Βακτ. αρχιερ. 167, Διακρούσ. 9429, Τζάνε, Κρ. πόλ. 21424, 23428, 4684, Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 287, Προσκυν. Ιεροσ. 4034· καλόγρια, Σπαν. (Ζώρ.) V 528, Ελλην. νόμ. 53514· καλογριά, Ιμπ. 573, 579, 582, 611, 614, 687, 732, 846, Ανακάλ. 74, Αποκ. Θεοτ. I 196· πληθ. καλογριάδες, Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 252, Βακτ. αρχιερ. 167· καλούγρια, Ασσίζ. 34710· κολογριά, Μαχ. 56630.
    Από το επίθ. καλός και το ουσ. γραία. Ο τ. καλογρά και σήμ. στην Κρήτη (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Β΄. Ο τ. καλογριά και σήμ. Η λ. στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.).
    1) Μοναχή: τους καλογέρους τούς πτωχούς και καλογριές αντάμα Θρ. Κύπρ. M 334· περί χειροτονήσεως επισκόπων, ότι πρώτον πρέπει να κάμει την γυναίκα του καλογραίαν Βακτ. αρχιερ. 185· αλλά φοραίνει ως καλογριά ράσα τετιμημένα Ιμπ. 581. 2) Είδος πτηνού, μελισσοφάγος: όψαροι, σπίνοι, κότσυφοι και γραία καλογραία Πουλολ. (Τσαβαρή) 505. Η λ. και ως τοπων.: Πορτολ. A 1096.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης