Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αμπασσαδόρος
- ο, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 23, 25, 33, 97, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 5731, Δωρ. Μον. (Buchon) XXIII, XXVII, XLI, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 176, 182· ’μπασσαδόρος, Σταυριν. (Legr.) 539, Ποίημ. Αλ. Κύπρ. (Τζεδ.) 3170, Ιωακ. Κύπρ. 403, Καρτάν., Άνθ. 269· αμπασσιαδόρος Κορων., Μπούας (Σάθ.) 18· αμπαδασσόρος, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 183.
Το βενετ. ambassador (βλ. και Kretschmer, BZ 10, 1901, 586, και Triand., Lehnw. 137 = Τριαντ., Άπ. Α΄ 440). Η λ. σε όλους τους τ. της και σήμ., ΙΛ, λ. αμπασσαδώρος. Ο τ. αμπασσαδούρος απαντά στον Καρτάν., Άνθ. 269· βλ. και Du Cange, λ. αμπασσαδούρος και Kretschmer, ό.π. Ο τ. αμπασσιαδόρος από επίδρ. του ιταλ. ambasciatore (πβ. και ΙΛ, λ. αμπασσαδώρος, ετυμ.) και ο τ. αμπαδασσόρος οφείλεται σε αντιμετάθ. Σε κυπρ. χφ (Παντ.) 156 και τ. αμπαχιαδόρος, που πρέπει να ταυτιστεί με τον τ. αμπασσιαδόρος, για τον οποίο βλ. Παντ., Αθ. 34, 1922, 144· πβ. και Βαγιακ., Αθ. 59, 1955, 57.
Πληρεξούσιος, απεσταλμένος: Και την άλλη μερέα ο πασάς του σουλτάν Μουσταφά ονόματι Μπαγιαζίτης ήρθε εις την Πόλη αμπασσαδόρος και εμίλησε με τον βασιλέα Παλαιολόγο Χρον. σουλτ. 5731· ο αμπαδασσόρος των αρχόντων απηλογήθη ότι ... Σουμμ., Ρεμπελ. 183· και ούτως το βουλήθησαν στείλασ’ αμπασσιαδόρους| στην αυθεντίαν των Βενετιών αξίους δημηγόρους Κορων., Μπούας 18. —Συνών.: αποκρισιάριος, αποστολάτορας, αποσωστής, αράλντος, μαντατοφόρος.ανακατώνω,- Τρωικά (Praecht.) 52620, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1304, 1333, Θρ. Κων/π. διάλ. (Ζώρ.) 18, Παρασπ., Βάρν. (Mor.) C 272, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 268, Μαχ. (Dawk.) 24830, 55232, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 5824, Θησ. (Βεν.) Z΄ [436], IA΄ [826], Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) X 39, Βουστρ. (Σάθ.) 533, 540, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 275, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 492, Ιμπ. (Legr.) 948, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 29, 68, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) AN 225, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 380, Πεντ. (Hess.) Γέν. XI 7, 9, Έξ. XXIX 2, 40, XXX 35, Λευιτ. II 4, VII 10, 12, IX 4, XXIII 13, Αρ. VI 15, VII 13, 25, 31, 37, 43, VIII 8, XXVIII 5, Αχέλ. (Pern.) 872, 2505, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 243, Ποίημ. Αλ. Κύπρ. (Τζεδ.) 1747, Πανώρ. (Κριαρ.) B΄ 117, 313, Γ΄ 254, Ερωφ. (Ξανθ.) Γ΄ 233, Δ΄ 134, 167, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 4, 150· II 5, 146· III 3, 304· 5, 313· 7, 5· IV 2, 125· 5, 213· V 7, 94, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 457, 1860, 1880, 1883, 2730, 2731, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 39419, 39813, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Δ΄ 52, 654, 1003, E΄ 561, Στάθ. (Σάθ.) B΄ 18, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [239, 347], Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 212, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β΄ [811, 1148], Γ΄ [422, 428], Δ΄[770, 985], Ε΄ [1442, 1500], Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 118, Β΄ 305, Δ΄ 7, E΄ 14, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 20627, 26815, 27223, 28219, 3249, 43225, 45025, 4852, 4877, 56511, Διακρούσ. (Ξηρ.) 842· ανεκατώνω, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 682, Β΄ 787, 802, 1113, 2149, Φορτουν. (Ξανθ.) Β΄ 105.
Από το επίθ. ανάκατος ή από το *ανωκατώνω <άνω-κάτω (πβ. το σημερ. κρητ. ανωκατίζω, ΙΛ, λ. ανακατίζω και Χατζιδ., ΕΕΠ 9, 1912/3, 21 και Χατζιδ., Ακαδημ. αναγν. B΄ 464). Η λ. και σήμ. και στους δύο τ. (ΙΛ).
Ά́ Κυριολ. 1) α) Αναταράζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A1): στα θολά νερά και στ’ ανεκατωμένα Ερωτόκρ. A΄ 682· Και το γιαλό άσπρο και θολό, βαθιά ανακατωμένο Ερωτόκρ. Δ΄ 654· β) κινώ σκεύος για να μετακινηθεί το περιεχόμενό του (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A1): ν’ ανακατώσω πάλι αργά για σε τον κουνενό μου Πανώρ. Γ΄ 254, 2) α1) Αναμειγνύω διαφορετικά πράγματα ή και ομάδες ανθρώπων (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): φωτιά με τα λινόξυλα να ’ν’ ανακατωμένη Ερωφ. Δ΄ 134· πρίκα με χαρά φέρνω ανακατωμένη Ροδολ. Γ΄ [347]· όλα τα καλά ’ναι| μ’ αρίφνητα κακά ανακατωμένα Πιστ. βοσκ. IV 5, 213· ν’ ανεκατώνεις το γλυκύ με την πολλή πρικότη Φορτουν. Β΄ 105· Ήβανε χίλιους λογισμούς κι ο νους τσ’ ανακατώνει Ερωτόκρ. Ε΄ 561· δεν ήσαν όλοι ανακατωμένοι, αλλά χώρια οι άνδρες και χώρια οι γυναίκες Διγ. Άνδρ. 39419· είχες αποκοτήσει στα φιλιά μας| τ’ άφταιστα, τα φιλιά σου| κι εσύ τα πονηρά ν’ ανακατώσεις Πιστ. βοσκ. III 3, 304· τη φωτιά και το σκοτάδι| ανάμεσα τση μέρας και τση νύκτας| ν’ ανακατώνει αρχίζει (ενν. η αυγή) Πιστ. βοσκ. I 4, 150· Η άβυσσος εξέρασεν πίσσ’ ανακατωμένην| και ’πύριν βρέχει ουρανός με ’στίαν αφτουμένην Χούμνου, Π.Δ. X 39· πβ. αναδεύω 1, ανάκατος 1· α2) νοθεύω: γιάντα τα περασμένα μου πάθη μου καινουργιώνεις| και τη χαρά οπού μ’ άξωσες περίσσα ανακατώνεις; Στάθ. Β΄ 18· β) (προκ. για πρόσ.) φέρνω σε επαφή, σε επικοινωνία (Πβ. Σοφιαν., Παιδαγ. (Legr.) 118): Ετύχαινε σαν ήκουσε πως είμ’ επά, να φύγει,| όχι ν’ ανεκατώνεται και μετά με να σμίγει Ερωτόκρ. Β΄ 802· εχώθης| σ’ εκείνον τον ευγενικόν χορόν κι ανακατώθης| ανάμεσα σ’ αρχοντικά κοράσια τιμημένα Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [422]· γ) (προκ. για πράγματα) φέρνω σε συνάφεια: και ανεκατώθην το αίμα του με των πολλών το αίμα Θρ. Κων/π. διάλ. 18· αυτή και ανακάτωσεν απάσας τας αιρέσεις Ιστ. Βλαχ. 2731. 3) Ζυμώνω (Πβ. το αρχ. φύρω = ζυμώνω): πίτες λιπανάβατες ανακατωμένες με το λάδι Πεντ. Λευιτ. II 4. 4) α) (Προκ. για άψυχα) μπερδεύω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A3, Δημητράκ. στη λ. 3): οι κλάδοι των δένδρων ανακατώνουνταν απ’ αλλήλων, των δε φύλλων αι συμπλοκαί έκαμναν επάνωθεν ουρανόν Διγ. Άνδρ. 39813· β) (προκ. για ζητήματα): τας υποθέσεις οπού ήσαν ανακατωμέναι τας έγραψεν κατά τάξιν Βακτ. αρχιερ. 212. 5) Στενοχωρώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. B1): την ανακάτωσεν η άμετρή μου πρίκα Ερωφ. Δ΄ 167· Σήμερα θύμηση πρικιά μηδέν ανακατώσει| το στήθος σου Ροδολ. Γ΄ [239]· βλέπομεν λοιπόν την κοσμικήν την πλάση| την πάσαν ώραν καθενός το ριζικό ν’ αλλάσσει| και μετ’ αυτό το μπέρδεμα ανακατώνομαστε Φαλιέρ., Ρίμ. AN 225· Όλη ανακατωμένη και με βαράν καρδιά ’θελα κινήσει Πιστ. βοσκ. III 7, 5· Και πλήσια ανακατώνομαι κι όλονε με συγχύζει Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [985]· Αφέντη, πράμα εγνοιανό πολλά μ’ ανεκατώνει Ερωτόκρ. B΄ 787. 6) Αναστατώνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. B1): Θέλω να τον καστιγαρίσω, διατί τούτος ανακατώνει τους ανθρώπους και γινίσκονται πολλά σκάνταλα Βουστρ. 540· Ποιά συμφορά, Αναστάσιε, την χώρα ανακατώνει; Ζήν. Δ΄ 7· Τότες λουμπάρδες ακούσανε κι όλοι ανακατωθήκαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 3249· όντε βροντά κι αφρίζει| ’ς καιρό π’ ανεκατώνεται με ταραχή μεγάλη Ερωτόκρ. B΄ 1113· Την ... φωνήν του Μεεμέτη (παραλ. 1 στ.) να την καταπατήσουσι κάτω χαμαί κειμένην,| διότι ανακάτωσεν όλην την οικουμένην Ιστ. Βλαχ. 2731. Πβ. αναγέρνω 2, αναδεύω 2, ανακάτωμα(ν) 1, ανακάτωσις ‑ση 1. —Συνών.: αναμιγίζω, αναμίγω Β1β. 7) Έρχομαι σε ερωτική συνάφεια (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A6· πβ. και το θνητῄ θεός| χρήζων μιγήναι Αισχ., Προμ. 737): να σμίξω, ν’ ανακατωθώ, μια σάρκα να γενούμε| και δυο ψυχές πασίχαρες σ’ ένα κορμί να μπούμε Πανώρ. B΄ 313. B́ Μεταφ. 1) Διερευνώ, «σκαλίζω» (κάτι): λοιπόν το περί της συνόδου μελέτα μεν αυτό και ανακάτωνε, και μάλισθ’ όταν έχεις χρείαν τινά φοβίσαι τους ασεβείς Σφρ., Χρον. μ. 5824. 2) α) (Προκ. για τόπο) φέρνω επάνω κάτω, διατρέχω, περιηγούμαι: Έξι αδερφούς ωσάν εμέ έχω τριγύρου γύρου (παραλ. 1 στ.)· την Ίδα όλη δύνουνται ζιμιό ν’ ανακατώσου Πανώρ. B΄ 117· β) (αμτβ.) μετακινούμαι αναζητώντας: ηύρες τον τάφον εύκαιρον κι εστράφης εις την χώρα.| Κλαίγοντα ενεκάτωσες νά ’βρεις τους αποστόλους Σκλέντζα, Ποιήμ. 1139. Πβ. αναγέρνω 1. 3) Προκαλώ σύγχυση, συγκινώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. B1): έκραξεν το όνομά της Βαβέλ, ότι εκεί ανακάτωσεν ο Κύριος τη γλώσσα όλης της ηγής Πεντ. Γέν. XXII 4· τούτη λιγάκι μόνο η άργητά της το νου μου ανακατώνει Πιστ. βοσκ. III 5, 313. Γ΄ Μέσ. 1) Αναμειγνύομαι (σε κάτι), επεμβαίνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. B4): κανένα σου επίσκοπον μη τον χειροτονήσεις| με δώρα, με αργύρια και με την σιμωνία·| μηδέ ν’ ανακατώνεσαι, ότ’ είναι αμαρτία Ιστ. Βλαχ. 1860· Εις τ’ άρματα τους έβλεπες πολλά ’νακατωμένους Θησ. IA΄ [826]. 2) Συγκρούομαι (πβ. και το μιγήναι εν δαΐ Ιλ. Ξ 386): Και να μου δώσει ο Θεός χάρην και να σμιχθούμεν| μ’ αυτόν τον Πιαλέ πασιά και ν’ ανακατωθούμεν Ποίημ. Αλ. Κύπρ. (Τζεδ.) 1747· όταν οι Τούρκοι άτακτοι σαν όρνιθες εμπήκαν| με τους καλούς Χριστιανούς και όλ’ ανακατωθήκαν Αχέλ. 2505· Να βλέπουνε τα μάτια μου να ’ναι ανακατωμένα| τα δυο φουσσάτα να κολλού Τζάνε, Κρ. πόλ. 43225. —Συνών.: ανασμίγω Β. 3) Κάνω φασαρία συζητώντας: και ανακατώθησαν μεσόν τους και επέψαν τον σιρ Αντώνη Καντέλη να έλθει εις τον ρήγα Μαχ. 55232.ανίσως,- σύνδ., Ασσίζ. (Σάθ.) 3810, 15, 31, 3918, 416, 474, 491, 7218, 737, 30817, Διγ. (Καλ.) A 2727, Μαχ. (Dawk.) 33637, Βουστρ. (Σάθ.) 422, 450, 472, 475, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 179, 435, 541, 6917, 8711, 9135, 9358, 993, 1026, 22, 10455, 67, 77, 1117, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 742, Ποίημ. Αλ. Κύπρ. (Τζεδ.) 1194, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 195, Πιστ. βοσκ. (Joann.) ΙΙΙ 4, 19, Ευγέν. (Vitti) 1364, 1391, Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 59, Β΄ 51, 135, 150, Γ΄ 325, Ιντ. γ΄ 133, 161, Δ΄ 524, Ιντ. δ΄ 102, Αλφ. (Mor.) IV 67· ανισώς, Μαχ. (Dawk.) 164, 2021, 23, 13616, 35, 15812, 16811, 19016, 20818, 24611, 25620, 32213, 3383, 40421, 50226, 51619, 56222, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 263, 737, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [5], Δ΄ [25, 485], Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 225, 268, Δ΄ 39, Ε΄ 357, Ερωφ. (Ξανθ.) Β΄ 59, 457, Ιντ. γ΄ 2, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 1, 186, 1, 342· 5, 186, ΙΙ 3, 26, ΙΙΙ 5, 64, IV 1, 39· 3, 9, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Α΄ 59, Β΄ 99, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ε΄ [340, 1272]. Φορτουν. (Ξανθ.) Γ΄ 425 (έκδ. ανίσως· διόρθ. Αλεξ. Στ., Κρ. Χρ. 8, 1954, 271), Ιντ. γ΄ 122, Δ΄ 112· ανοσώς, Μαχ. (Dawk.) 2764· ανισωστάς, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Δ΄ 689, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) ΙΙ 44, 55, Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 130, 241, 292.
Από τον υποθ. σύνδ. αν και το επίρρ. ίσως. Ο τ. ανισωστάς κατά παρέκταση από αναλογία προς άλλα επιρρ. όπως διχωστάς, μαλλιοστάς κ.τ.ό. (Βλ. Χατζιδ., ΕΕΠ 7, 1910 /11, 80 και Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ. σ. 496). Για τη λ. και τους τ. βλ. Ψάλτη, ΛΑ 5, 1918 /20, 41 κε. Για τον τ. ανισώς πβ. δίχως - διχώς. Η λ. ήδη στη Διαθ. Νίκων. (Λάμπρ.) 228 και σήμ. (ΙΛ).
1) (Υποθ. με επόμ. συνήθως το σύνδ. και ή ενίοτε τον ότι, αν [ή τον ότι να, και να με υποτακτ.]) αν τυχόν, αν συμβεί να ..., αν (Η σημασ. ήδη στη Διαθ. Νίκων. (Λάμπρ.) 228 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): ανίσως και είσαι αληθώς εκείνος ο Ακρίτης,| λάλησόν με, αυθέντα μου, διά τον ποθητόν μου Διγ. A 2727· ανίσως ότι κάτεργα αρματωμένα γενουβήσικα να έλθουν εις την Κύπρον και να μηδέν έχουν πραματείες, να μηδέν είναι κρατούμενοι να εμπούν εις την Αμόχουστον Μαχ. 13635· ανίσως ότι εκείνος ού εκείνη οπού αγκαλέ τον αρεστιασμένον ουδέν έχουν εξουσίαν εις εκείνον Ασσίζ. 30817· ανίσως ο κύρης ή η κυρά αν τον δέρνουν Ασσίζ. 737· ανίσως και ποτέ να καταντήσεις| εκεί που να θαφτούν τα κόκκαλά μου, μηδέν είσαι τόσον σκλερός μιτά μου Κυπρ. ερωτ. 10477· θάνατος μόνο το λοιπό, τούτ’ ανισώς και λάχει,| να δώσει τέλος ’ς τση καρδιάς μπορεί μόνο τη μάχη Ερωφ. Β΄ 457· κι εσύ ανισώς και κάμωμα σαν τούτο είχες γροικήσει,| πιστεύγω πως ως μάννα μου γλυκειά είχες μ’ αμποδίσει Ροδολ. Δ΄ [485]· ανίσως κι είναι βασιλιός, το σφάλμα του ας παιδέψει Φορτουν. Ιντ. γ΄ 133· σου τάσσω ανισωστάς και βγούμενε με νίκη| οξώτου από ταχιά κι αργά θες τρώγει να χορταίνεις Φορτουν. Α΄ 130. Πβ. αν 1, ανέ(ν) 1· έκφρ. ανίσως και ... ή = είτε ... είτε: Ανίσως κι είμαι ζωντανός ή αποθαμμένος Κυπρ. ερωτ. 6917. Πβ. αν, Εκφρ. 2) (Εναντιωμ., παραχωρητ. με επόμ. συνήθως το σύνδ. και) αν και, μολονότι, ενώ, ακόμη και αν: δεν είχα ζήλαν κείνους που γελούσαν,| ότι, ανισώς και χαίρουνται, ποθούσιν,| τίτοιες χαρές δεν μοιάζουν της χαράς μου Κυπρ. ερωτ. 263· ανίσως και καθ’ ώραν δεν βιγλούνται (ενν. οι καρδιές που ποθούνται),| η πεθυμιά διά κείνον δεν γυρίζει Κυπρ. ερωτ. 435· ανισώς να ’χαμεν λείπειν εθέλετ’ έχειν πρόφασην Μαχ. 32213· Ανισωστάς κι οι άγνωστοι χάνονται, δε ’φελούσι,| οι φρόνιμοι πολλές φορές τα δύσκολα νικούσι Ερωτόκρ. Δ΄ 689. Πβ. αν 2, ανέ(ν) 2. —Συνών.: αγκαλά. 3) (Αιτιολ. με επόμ. συνήθως το σύνδ. και) επειδή: Ανίσως, ω κυρά μου, κι όμορφ’ είσαι| τόσον ... (παραλ. 2 στ.) δεν έν’ θαύμα αν είσαι| αξ αύτου μου περίτου αγαπημένη Κυπρ. ερωτ. 8711· μην το ’χεις για μεγάλο| ’ς τούτο ανισώς τον πόλεμον ήρθα κι εγώ να βάλω (παραλ. 1 στ.) ... ’ς κίνδυνο το κορμί μου Ερωφ. Ιντ. γ΄ 2· παραπόνεση σ’ εμέ κιαμιά μην έχεις| ανίσως και τα πάθη μου ακόμη δεν κατέχεις Φορτουν. Β΄ 150. 4) (Απορημ. με επόμ. το σύνδ. και) μήπως και, εάν (εισάγοντας εξαρτημένη πρότ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): να δω ανισώς και θέλουσι να στρέψουσιν οπίσω| την Έλεναν Φορτουν. Ιντ. γ΄ 122· να του μηνύσεις ανισώς και ο όρκος εγίνην έμπροσθέν σου Μαχ. 51619· να πέψει μαντατοφόρους εις τον σουλτάνον ανισώς και θέλει να ποίσει την αγάπην Μαχ. 16811. Πβ. αν 4, ανέ(ν) 4. —Συνών.: αμή 5.αντάμα,- επίρρ.· εντάμα, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 12348, Προδρ. (Hess.-Pern.) Ι 179, Καλλίμ. (Κριαρ.) 786, Βέλθ. (Κριαρ.) 768, 786, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 27, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 55, Φλώρ. (Κριαρ.) 665, 1736, Λίβ. (Lamb.) Sc. 137, 1441, 2894, Λίβ. (Lamb.) N 129, 615, 766, Αχιλλ. (Hess.) N 1472, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 3511, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 432, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 442, 541, Συναξ. γυν. (Krumb.) 47, 68, 357· εντάμι, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 96· ενταμώς, Λίβ. (Lamb.) Esc. 4160, Συναξ. γυν. (Krumb.) 834· ενταμού, Ιατροσόφ. (Du Cange, λ. μπούφα)· αντάμα, Τρωικά (Praecht.) 52510, 53113, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 14, Ασσίζ. (Σάθ.) 9911, 33216-7, 34418, 4771-2, Διγ. (Καλ.) Esc. 188, Διγ. (Hess.) Esc. 415, 581, 1118, 1304, Διγ. (Καλ.) A 937, 2603, Ακ. Σπαν. (Legr.) 41401, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 177, Πτωχολ. (Schick) P 147, Πτωχολ. (Ζώρ.) Z 5, Συναξ. γαδ. (Wagn.) 309, Φλώρ. (Κριαρ.) 123, 290, 1030, 1699, 1829, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 155, 241, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 708, Απολλών. (Janssen) 157, 279, 403, 553, 698, 836, Λίβ. (Μαυρ.) P 110, Λίβ. (Lamb.) Esc. 246, 740, 2586, 3605, Λίβ. (Wagn.) N 1114, 2279, Αχιλλ. (Haag) L 100, 911, Αχιλλ. (Hess.) L 185, 1073, 1075, 1141, Ιμπ. (Κριαρ.) 298, 440, Τζαμπλάκ. (Ζώρ.) 39, Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 265, Φυσιολ. (Pitra) 37237, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 2315, Μαχ. (Dawk.) 613, 307, 4425, 4632, 10012, 21416, 25825, 26433, 29031, 50219, 50422, 63424, 64019, Θησ. (Foll.) I 60, 118, Θησ. (Βεν.) Β΄ [443], Δ΄ [237], Ε΄ [1028], Ζ΄ [128], Αρμούρ. (Κυριακ.) 200, Ch. pop. (Pern.) 376, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 73, ΧΙ 8, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 48, 525, Βουστρ. (Σάθ.) 420, 474, 498, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 36, 53, 525, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 33, 70, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 105, 107, 574, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 7914, 1554, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 233, 270 315, Άσμα σεισμ. (Σπυριδ.) 38, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 100, Μυστ. παθ. (Parlang.-Μανούσ.) 30, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 355, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 45, 54, 373, 536, Ιστ. Βατοπ. (Βαλ.) 40, Περί γέρ. (Wagn.) 129, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙΙΙ 6, Δευτ. ΧΙΙ 22, ΧΧΙΙ 10, XXV 5, Αχέλ. (Pern.) 120, 377, 1831, 2480, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 12, 42, 123, 1061, 1283, 1421, Αιτωλ., Βοηβ. (Băn.) 75, 141, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 324, 377, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 284, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 677, 13110, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 371, 392, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [411], Αλφ. (Κακ.) 2391, Ποίημ. Αλ. Κύπρ. (Τζεδ.) 1281, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 234, Ερωφ. (Ξανθ.) Δ΄ 121, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 6, 189, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 522, 571, Σταυριν. (Legr.) 803, Βίος αγ. Νικ. (Legr.) 184, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 867, 907, 2677, Θυσ. (Μέγ.)2 670, Ιερόθ. Αββ. (Legr.) 331, Ευγέν. (Vitti) 588, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [636], Ε΄ [32, 1107], Λίμπον. (Legr.) Εισαγ. 77, 228, Πρόλ. κωμ. (Βεργ.) 19, Διγ. (Lambr.) O 1930, 2711, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 23220, 3819, Διακρούσ. (Ξηρ.) 9221· ανδάμα, Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 172, 174· αντάμε, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 11011· αντάμι, Απολλών. (Wagn.) 640, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 12215, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [188, 271], Δ΄ [354], Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 334, Γ΄ 231, 361, Δ΄ 247, Ε΄ 433, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ΄ 314, Δ΄ 398, Ερωφ. (Ξανθ.) Πρόλ. Χάρ. 54, Α΄ 362, Ιντ. α΄ 65, Β΄ 39, 384, Ιντ. β΄ 93, Γ΄ 200, Ιντ. γ΄ 73, Δ΄ 318, Ε΄ 238, 512, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 2, 353· ΙΙ 3, 60· V 6, 252, Θυσ. (Μέγ.)2 385, 955, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 282, Β΄ 182, Ιντ. β΄ 22, Γ΄ 181, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Α΄ 134, Β΄ 98, Γ΄ 57, Δ΄ 9, 67, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β΄ [1254], Ε΄ [1094, 1100], Λίμπον. (Legr.) 51, Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 190, Ιντ. α΄ 130, β΄ 94, 162, Γ΄ 130, Ιντ. γ΄ 50, Δ΄ 58, Ιντ. δ΄ 106, Ε΄ 75, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 226, Ε΄ 280, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 584, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 24019, 41817, 44724, 52721· αντάμιν, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ΄ 72· ανταμώς, Ασσίζ. (Σάθ.) 1530, 8617, 12818, Τριβ., Ταγιαπ. (Irmsch.) 244, (έκδ. ανταμό σας· διορθώσ.), Γύπ. Γ΄ 336, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [964], Δ΄ [1455]· αντάμως, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 170· ανταμού, Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙΙ 212 (χφφ SA) (κριτ. υπ.).
Από τη μτγν. φρ. εν τῳ άμα (Βλ. Κοραή, Άτ. Β΄ 124-125 και Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 215). Ο τ. ανδάμα από τάση αρχαϊστική. Το αρχικό α από αφομοίωση. Ο τ. αντάμε κατά επιρρ. σε ‑ε (Βλ. Γεωργακ., B-NJ 14, 1938, 145). Οι τ. αντάμι, εντάμι κατά το ομάδι, μαζί (Πβ. Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ., σ. 497, λ. αντάμη). Οι τ. ανταμώς, ενταμώς κατά τα επιρρ. σε ‑ως (Βλ. και Χατζιδ., ΕΕΠ 7, 1910 /11, 84). Ο τ. ανταμώς σε έγγρ. του 1477 (Darrouzès, Χαριστ. Ορλάνδ. Α΄ 304) και σε αντίγραφο του Χρον. Τόκκων από το Σοφιανό (βλ. Shirò, RES-EE 7, 1969, 217). Οι τ. ανταμού, ενταμού κατά τα επιρρ. σε ‑ού. Ο τ. ανταμού και σε κρητ. έγγρ. του 1446 (Μανούσ., Θησαυρ. 3, 1964, 98) και σε επιστ. του 1453 (Darrouzès, REB 22, 1964, 111). Η λ. ήδη το 10 αι. (Διαθ. Νίκων. (Λάμπρ.) 22415, 22634) και σήμ. κοιν. και στα ιδιώμ. με διάφορους τ. (ΙΛ). Πβ. και Krumbacher, Συναξ. γυν. σ. 414.
Α´ Επίρρ. 1) α) (Τροπ.) (συχνά με το επίθ. όλος, ιδίως σε κυπριακά κείμ.· η επανάληψη αντάμι αντάμι για επίταση) μαζί (Πβ. άμα Α, Εκφρ. 3β · η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): μ’ όλη τη δόξ’ αντάμι Ερωφ. Α΄ 362· έναν, απὄχει κι αρετές και βασιλειάν αντάμι Ερωφ. Δ΄ 318· ως είδασιν τ’ αδέλφια της την κόρην μαραμένην,| αντάμα οι πέντε εστενάξασιν Διγ. Esc. 188· όλοι αντάμα εγράψαν εις χαρτίν τες αφορμές Μαχ. 4632· αντάμι αντάμι θυσιάν να τσ’ είχα κάμει (ενν. τις ψυχές) Πιστ. βοσκ.V 6, 252· —Συνών.: άμα Α, Εκφρ. 3β, αμφοτέρως 1· β) (προκ. για προσέγγιση ή συμπλοκή) μαζί, μεταξύ (Πβ. ΙΛ στη λ. 2): γυρεύουσι τα ταίρια τους αντάμα να σμιχτούσι Ερωτοπ. 708· ο είς τον έτερον θεωρεί εντάμα να συγκρούσουν Φλώρ. 665· οι λαγωοί και αετοί εμάλωναν αντάμα Αιτωλ., Μύθ. 106· Πβ. αναμεταξύ 1β. 2) (Χρον.) συγχρόνως, αμέσως, συνεχώς: σ’ έν’ ανοιγοσφάλισμα των ομματιών του αντάμι Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ΄ 67· ίασε και τας ψυχάς και το κορμίν εντάμα Συναξ. γυν. 68· γη ποιοι ’χασίνε κάμει| τούτες σας τσι Πυράμιδες μέρα και νύκτ’ αντάμι κοπιάζοντας έτσ’ εύκαιρα; Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 54. Πβ. άμα Α, Εκφρ. 3α. —Συνών.: αδιάλειπα, αδιάλειπτα, αδιαλείπτως. Β´ Πρόθ. (με γεν., με αιτ., με τις προθ. με, μετά, εις + αιτ.) μαζί (Πβ. ΙΛ στη λ. 5): να είναι όλοι αντάμα του, να στέκουν μετά κείνον Αχιλλ. L 205· έλα λοιπόν αντάμα μας Διγ. O 2711· αντάμα με την πλήξην η χαρά μου Κυπρ. ερωτ. 7914· ας έλθει εις το οσπίτιν μου αντάμα μετά μένα Ιμπ. 440· και εις εμέν αντάμα εκάθετον κι επρόσεχεν η κόρη Λίβ. Esc. 3605. Πβ. άμα Β1.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- ο, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 23, 25, 33, 97, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 5731, Δωρ. Μον. (Buchon) XXIII, XXVII, XLI, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 176, 182· ’μπασσαδόρος, Σταυριν. (Legr.) 539, Ποίημ. Αλ. Κύπρ. (Τζεδ.) 3170, Ιωακ. Κύπρ. 403, Καρτάν., Άνθ. 269· αμπασσιαδόρος Κορων., Μπούας (Σάθ.) 18· αμπαδασσόρος, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 183.