Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 51 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ.

  • δεξιά,
    επίρρ., Ασσίζ. 2824, Ερωτοπ. 32, Αχιλλ. N 1789, Τζαμπλάκ. 10, Βεν. 38, Πεντ. Δευτ. II 27, V 29, XVII 11, 20, XXVIII 14, Ιστ. πατρ. 1102, Παϊσ., Ιστ. Σινά 147, 392, 1069, 1593, Ιστ. Βλαχ. 1550, Τζάνε, Κρ. πόλ. 24213· δεξά, Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 168, Ερωτόκρ. Β́ 543, Δ́ 1055, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́ [86], Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 213.
    Το αρχ. επίρρ. δεξιά (L‑S Suppl., λ. δεξιός). Η λ. και σήμ. Ο τ. δεξά και σήμ. σε ιδιώμ. (Πρωίας Λεξ.).
    Προς τα δεξιά (Η σημασ. αρχ., L‑S Suppl., λ. δεξιός, και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): Δεξιά μου στάσου, λυγερή, θέλω να σε συντύχω Ερωτοπ. 32.
       
  • εκδέχομαι·
    αγδέχομαι, Μαχ. 63014· γδέχομαι, Αχέλ. 557, 824, Μαχ. 41220, Θρ. Κύπρ. K 841, Κυπρ. ερωτ. 606, 732, 3, 10460, 1269, Πανώρ. Ά́ 402, Γ́́ 203, Ερωφ. Ά́ 571, Δ́́ 519, Στάθ. Β́́ 236, 237, Έγγρ. του 1660 (Καραθανάσης, Κρ. Χρ. 25, 1973, 71), Τζάνε, Κρ. πόλ. 17724, 35824, 4141, 4603, 55818, 56711· εγδέχομαι, Ασσίζ. 517, 29926, Μαχ. 6211, 7434, 7813, 12627, 14424, 15425, 16424‑5, 1664, 17038, 17621, 17816, 1882, 1901, 19432, 24814, 26413, 34214, 43821, 44413‑4, 45420, 54230, 65222, 67629, Γεωργηλ., Θαν. 199, Βουστρ. 418, 440, 535, 541, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 96, Φαλιέρ., Λόγ. 248, Κυπρ. ερωτ. 9349, 9731, Στάθ. Ά́ 220, 272, Τζάνε, Κρ. πόλ. 17311, 32124, 3477, Λεηλ. Παροικ. 160· εχδέχομαι, Ασσίζ. 3514, Μαχ. 57611, Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 175· ’κδέχομαι, Ρίμ. θαν. 69.
    Το αρχ. εκδέχομαι. Ο τ. αγδέχομαι και σήμ. στην Κύπρο (Andr., Lex.). Οι τ. γδέχομαι και εγδέχομαι και σήμ. σε ιδιώμ. (Andr., Lex.).
       
  • έμπτυσμα
    το, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 728, Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 17.
    Το μτγν. ουσ. έμπτυσμα.
    Φτύσιμο (Η σημασ. μτγν., L‑S): Εμπτύσματα, ραπίσματα, βλασφημίας Διακρούσ., Πένθος 63.
       
  • εξαγορασμός
    ο· ʼξαγορασμός, Πεντ., Λευιτ. XIX 20, Αρ. XVIII 15, Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 71.
    Από το εξαγοράζω και την κατάλ. ‑μός. Ο τ. στο Βλάχ. (λ. ξαγορασμός). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    Εξαγορά (Βλ. Δημητράκ. στη λ. 1): αν ᾽ξαγορασμό να ᾽ξαγοράσει το χωράφι οπού αγιάζει αυτό και να προσμίξει πέντατο ασήμι του ξετίμιωμά σου απάνου του και να κυριωθεί αυτουνού Πεντ. Λευιτ. XXVII 19.
       
  • εξακάνθινος,
    επίθ.
    Από το επίθ. ακάνθινος με πιθ. επίδρ. της έκφρ. εξ ακανθών.
    Ακάνθινος: στην κεφαλήν του εβάλετε εξακάνθινον ζόγιαν Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 67.
       
  • κάψα
    η, Φαλιέρ., Ιστ.2 484, Θησ. Δ΄ [642], Β΄ [1037], Η΄ [971], ΙΓ΄ [765], Κάτης 47, Χούμνου, Κοσμογ. 2469, Αλεξ. 2565, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 328, Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 41, Πεντ. Δευτ. XXVIII 22, Κυπρ. ερωτ. 234, 713, 9741, 1059, 10927, Πανώρ. Αφ. 8, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [1060], Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 457.
    Από τον αόρ. έκαψα (Βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 76, Β΄ 249). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    1) Μεγάλη ζέστη, καύσωνας: στην κάψα κι εις το χιόνι Πανώρ. Δ΄ 30· το καλοκαίρι δροσερό και το χειμώνα κάψα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 1682· από την κάψαν την πολλήν περίσσα διψασμένοι Διακρούσ. 10626. 2) Πυρετός: ο άρρωστος αυτός είχε μεγάλην κάψαν Αιτωλ., Μύθ. 306. 3) α) Έξαψη, ζωηρός πόθος: Γιατί εκαίσουν στην ιστία, στην κάψαν του ερώτου Θησ. Πρόλ. [95]· Μηδέ με σφίγγεις και πλαντώ. Καλέ, δεν έχεις κάψα; Φαλιέρ., Ιστ.2 689· β) στενοχώρια, δύσκολη περίσταση: ο καύχος της την ερωτά και λέγει την: «Είντά ’χεις»;| Και απιλογάται η μάννα της με μάνητα μεγάλη:| «Άφες την την κακότυχον, μηδέν της δίδεις κάψαν» Σαχλ. N 353.
       
  • λαγκός
    ο, Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. (Βασιλείου) 95 (πληθ. λαγκοί)· πληθ. λαγκά, Πανώρ. Α΄34 [κριτ. υπ.), 220, 264, Β΄ 235, 471, Γ΄ 340, Πιστ. βοσκ. II 5,2.
    Πιθ. από το ουσ. λάγκος <λάκκος, που απ. σε έγγρ. του 11. και 12. αι. (Για τη λ. βλ. Κουκ., Αθ. 30, 1919, ΛΑ 36 και Αθ. 49, 1939, 82, καθώς και Kahane, Graeca et Romanica A΄ 586-7), με καταβιβ. του τόνου αναλογ. προς το γκρεμνός κ.ά. Κατά Amantos, Suffixe 26 και Άμ., Αθ. 27, 1915, ΛΑ 38 και σημ. 1, καθώς και Ξανθ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 155 η λ. σχετ. και με το ουσ. λαγών (> *λαγγών)· πβ. επίσης Βογιατζ., Αθ. 27, 1915, ΛΑ 142-3, αλλά και Κουκ., Αθ. 30, 1918, ΛΑ 37. Για άλλες ετυμολ. βλ. Meyer, NS II 37 και Φιλ., Γλωσσογν. Γ΄ 71, 74 (πβ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 212). Ο πληθ. λαγκά και σε δημ. τραγ. (Αλεξ. Στ., Κρ. Ανθολ.2 238 και Δετοράκης, Τραγ. Κρήτ. 216). Η λ. σε έγγρ. του 1625 (Κρ. συμβόλ. 128), καθώς και το 18. αι. (Βουρδουμπάκις, Χρ. Κρ. 1, 1912, 480 και 494· εδώ πιθ. το ουδ. λαγκό το). Η λ. και σήμ. στην Κρήτη (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Γ΄, λ. λαgός).
    Λαγκάδι, χαράδρα: με κλαίσι τα λαγκά, τα δάση, τα χαράκια Πανώρ. Β΄ 291 κριτ. υπ.· κοντό τους κάμπους να κρατώ γή στα λαγκά να στρέψω; Θυσ.2 1047.
       
  • λαμπρότης
    η, Φλώρ. 495, Λίβ. P 492, 2170, Λίβ. Sc. 1983, Διγ. Άνδρ. 3759· λαμπρότη, Κορων., Μπούας 152· λαμπρότητα, Λίβ. Sc. 2134, Λίβ. Esc. 3172, λαμπυρότη.
    Το αρχ. ουσ. λαμπρότης. Ο τ. λαμπρότητα στο Βλάχ. και σήμ. Για τον τ. λαμπυρότη πβ. τον τ. λαμπυρός του επιθ. λαμπρός (Βλ. ετυμολ. του ά.).
    1) Λάμψη, ακτινοβολία: την λαμπρότην των αστρών Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην.τη λαμπυρότη την πολλήν απὄχει (ενν. το φεγγάρι) να του σβήσου (ενν. τα νέφη) Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 114· σαν την λαμπρότην τσ’ αστραπής Αχέλ. 1337· την τον χρυσού λαμπρότηταν Καλλίμ. 1141· το κάλλος της ενίκα την λαμπρότητα τον ηλίου Διγ. Άνδρ. 386I5· (μεταφ.) λάμψη, ομορφιά: ας ίδω την λαμπρότηταν της ηλιογεννημένης Φλώρ. 1548· των ανθών λαμπρότης Διγ. Z 2751. 2) Πολυτέλεια, λάμψη, μεγαλοπρέπεια, επιβλητικότητα: το μήκος, την λαμπρότηταν, την εκ του κάλλους χάριν (ενν. του λουτρού) Καλλίμ. 296· άλλην (ενν. τράπεζαν) με την λαμπρότηταν, άλλην με των χαρίτων.| Λίθινα σκεύη παρ’ αυτής των πολυτίμων λίθων Καλλίμ. 392· πώς εύρεν τας πολυτελείς λαμπρότητας εκείνας (ενν. του δρακοντόκαστρου) Καλλίμ. 1424. 3) Μεταφ. α) αίγλη, δόξα, μεγαλείο, πλούτος: αρνούμαι και το γένος μου και την λαμπρότητάν μου Αχιλλ. N 1030· ήλθαμεν εις την χώραν του και εις την λαμπρότητάν του Λίβ. Esc. 3315· βασιλέων το καύχημα, ευγενών η λαμπρότης (ενν. ο Διγενής Ακρίτης) Διγ. (Trapp) Gr. 3621· πληγή ωσάν είν’ ετούτη, να σε ρίξει| κι ό,τι λαμπρότητα έχεις (ενν. Πόλις εσύ) να σου γλυώσει Ροδολ. Πρόλ. Μέλλ. [11]· β) (θεία αίγλη): οσίων αγαλλίαμα και ασκητών λαμπρότης (ενν. συ Θεοτόκε) Εις Θεοτ.της λαμπρότητας αυτού (ενν. τον Χριστού) ξένους να μας ποιήσει Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 147. 4) (Ως τιμητική προσηγορία): κατηξιώθη να γένει πενθερός τοιούτου αυθεντός ωσάν είναι η λαμπρότης σου Ματθ. Μυρ., Ακ. 375· αποκοτώ και πέμπω το (ενν. το ποίημα) σημάδι τση πολλής μου| ευλάβειας (έκδ. ευλαβείας· διορθώσ.) και ταπείνωσης …| απού έχω κι είχα … εις τη λαμπρότητά σου Ροδολ. Αφ. [33].
       
  • λιθόστρωτος,
    επίθ., Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 124, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1752.
    Το αρχ. επίθ. λιθόστρωτος. Η λ. και σήμ.
    Που είναι στρωμένος με πέτρες: Λεωφόροι δε ταύτης της Μοσχοβίας| ευρύχωροί τε εισί και λιθόστρωτοι Κυρίλλου, Ρωσσ. περιγρ. 484.
       
  • λυσσάζω,
    Αχέλ. 414, 2191, Διακρούσ. 10014.
    Από τον αόρ. του λυσσώ και την κατάλ. ‑άζω. Η μτχ. λυσσασμένος στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.
    Πάσχω από την αρρώστια της λύσσας· (μεταφ.) ενεργώ παράφορα, παράλογα, οργισμένα, βίαια: ο δε πασάς ελύσσασε κι έλεγε να πασχίσει| … πάντας να τυραννήσει Αχέλ. 1186· (υβριστ.): γένος λυσσασμένον Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 36. Η μτχ. παθ. παρκ. ως επίθ. = μανιακός, παράφορος, βίαιος: εκάναν ό,τι δύνουνταν σαν σκύλοι λυσσασμένοι Αχέλ. 1991· εις το παλάτι εμπήκασι σα σκύλοι λυσσασμένοι Ζήν. Ε΄ 154. — Βλ. και λυσσιάζω.
       
  • μάννα
    το, Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. (Βασιλείου) 44, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 173r, 173αv.
    Το μτγν. ουσ. μάννα το (L‑S, λ. μάννα II και Bauer, Wört., στη λ.). Τ. μαν <εβρ. man στην Πεντ. Έξ. XVI 31, 32, 33, 35. Η λ. και σήμ.
    Θεόπεμπτη τροφή των Εβραίων: βρέχει των ο Κύριος ορτύκια και το μάννα| χρόνους σαράντα Χούμνου, Κοσμογ. 2551· αν εθυμούνταν (ενν. οι Εβραίοι) να φαν κρέας, έτρωγαν το μάννα και εφαίνετόν τους ότι κρέας τρώγουν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 173αv.
       
  • μήνα,
    μόρ., Σπαν. B 665, Λόγ. παρηγ. L 68, 316, Προδρ. III 169, 400g χφ g κριτ. υπ., Καλλίμ. 1898, 1901, Βέλθ. 1124, 1133, 1219, Σπανός (Eideneier) Α 280, Φλώρ. 830, Περί ξεν. A 24, Περί ξεν. V 60, Λίβ. P 2763, Αχιλλ. N 1519, Ιμπ. 163, 177, 532, Χρον. Τόκκων 94, 495, Φαλιέρ., Ενύπν.2 120, Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. (Βασιλείου) 7, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 57v, 280r, Περί γέρ. 80, Πηγά, Χρυσοπ. 129 (11), 238 (21), 260 (27), Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. ζ΄ 9, θ΄15, Ευγέν. 480, κ.α.
    Από τη συνεκφ. των μορ. μη και να (Ανδρ., Λεξ., Δαγκίτσης, Λεξ.· λιγότερο πιθανό από το μην αναλογ. με επιρρ. σε -α, Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β’ 170· πβ. και Ανδρ., Λεξ. Η λ. στο Somav. και σήμ.
    1) (Σε ευθεία ερωτ. πρόταση) α) μήπως: Μήνα εδιάβησαν απεδώ, νεότερε, απελάτες; Διγ. (Trapp) Esc. 1195· Μήνα τρώγω ωσάν εσέν πτώμα και κωλοσαύρας; Πουλολ. (Τσαβαρή) 407· Μήνα σε φαίνεται, άνθρωπε, ο θάνατος ου τρέχει; Αλφ. 1456· Μήνα βλέπετε όνειρον; Διγ. Άνδρ. 33923· Ξενίζεται η καλή θυγατέρα· … Τι κάμνει, τι λογίζεται; Μήνα μικροψυχά και να αδημονά; Πηγά, Χρυσοπ. 117 (23)· β) (με άρν. μην) μήπως δεν: Μήνα μην είναι μύρον νοητόν το Πνεύμα το άγιον …; Πηγά, Χρυσοπ. 158 (28)· Μήνα μην είναι εδώ εις Κωνσταντινούπολην … άνθρωποι … έμπειροι του θείου νόμου …; Πηγά, Χρυσοπ. 394 (42). 2) (Σε πλάγια ερωτ. πρόταση) μήπως: ηρώτησε τον Στίλπωνα μήνα έχασε τίποτε εις τον πόλεμον Σοφιαν., Παιδαγ. 273· τον λογισμόν μου έπασχα μήνά ʼνʼ θαλάσσης κύμα Παρασπ., Βάρν. C 444. 3) α) (Σε είδος πλάγιας ερωτ. πρότασης μετά από ρ. που δείχνει ενέργεια, για να δηλωθεί κ. το ενδεχόμενο ή επιδιωκόμενο και επιθυμητό) μήπως και, μπας και: Όρμησα τάχατε κἀγώ το να γενώ τσαγγάρης,| μήνα χορτάσω το ψωμίν τό λέγουν αφρατίτσιν Προδρ. IV 80· ας πέσω μήνα κοιμηθώ Καλλίμ. 1946· επαίρνει το δοξάριν του και υπά να κυνηγήσει,| μήνα δοξεύσει πέρδικαν Ιμπ. 535· ταυτά ʼλεγεν ο Γάδαρος, μήνα τους φοβερίσει Γαδ. διήγ. 91· εβουλάθηκε να με στείλει εις την Ρώμην,| μήνα αλλάξω λογισμόν, να μετατρέψω γνώμην Τριβ., Ρε 136· β) (ως ανεξάρτητη με ευχετική σημασ.): λέγει πάντα μέσα της: «μήνα τον πάρει ο Χάρος,| και τότε …| να πάρω έναν νιούτσικον …» Περί γέρ. 74. 4) (Σε ενδοιαστ.—ή τελική— πρόταση): μην τυχόν (ή για να μη): αναχώρησε από την πλάνην, μήνα ακούσεις δεύτερον λόγον Πηγά, Χρυσοπ. 179 (19)· Ατός σου με τα χέρια σου δώσε διά την ψυχή σου,| μήν’ αποθάνεις και να πεις να δώσουν οι δικοί σου Φαλιέρ., Λόγ. 322.
       
  • νόμος
    ο, Προδρ. III 289, Ασσίζ. 241, 3215, 16, 1692, 30810, 3754, 48020, Χρον. Μορ. H 8033, Λίβ. Sc. 2043, Λίβ. Esc. 1790, Ιμπ. 279, Μαχ. 2469, 30633, Αχέλ. 112, 198, Πανώρ. Γ΄ 20, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β΄ 403, Πιστ. βοσκ. III 4, 25, 33, 34, V 5, 32, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1234], Ε΄ [355, 601, 602], Ζήν. Α΄ 384, Γ΄ 314, Διγ. O 91.
    Το αρχ. ουσ. νόμος. Η λ. και σήμ.
    1) α) Συνήθεια, έθιμο, θεσμός πατροπαράδοτος: Χρον. Μορ. H 1250, 2095, Πανώρ. Β΄ 329, Λίβ. P 2208· β) κανόνας που ισχύει στον πόλεμο, άγραφος νόμος του πολέμου: Να στείλει … δυο υποκρισαρέους| ... να κράξουν τους Ρωμαίους,| λόγον να πάρουν απ’ αυτούς τι θα γενεί ακόμη| κι οι Τούρκοι να τσ’ αφήσουνε, δεν τους το λεν οι νόμοι Τζάνε, Κρ. πόλ. 53212· ουκ έστι δυνατόν παραδούναι την πόλιν ... ειμή πρώτον αυτοί πολεμικῴ νόμῳ κτανθήσονται Δούκ. 43510. 2) α) Κανόνας δικαίου, νόμος: Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Χορ. β΄ 473, Μαχ. 2607, Ασσίζ. 1122· β) (περιληπτ .) το σύνολο των νόμων πολιτείας, νομοθεσία: ο νόμος φθέγγεται πάσι τοις υπό χώραν| διδόναι τούτων βασιλεί τιμήν και φόρους άμα Βίος Αλ. 2534· άρχοντα ... ου δίδωσι ο νόμος καθυβρίζειν Προδρ. III 233· Περί ανήβου, ότι δεν έχει εξουσίαν να εγκαλεί εκείνους οπού τους βοηθεί ο νόμος Βακτ. αρχιερ. 135· γ) (προκ. για τον ανθρώπινο νόμο σ’ αντίθεση με το φυσικό ή το νόμο της Εκκλησίας): Σ’ άλλον εδόθη η άπονη, μα ʼμορφη Ερωπρικούσα.| Κι όχι με νόμον κοσμικόν, οπ’ όλους εμποδίζει,| νόμος του πόθου μοναχά εσένα την στερίζει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1233]· δ) (μεταφ.): η γυναίκα νόμο τση να ʼχει τ’ αντρός τση πρέπει| τη θέληση Ροδολ. (Αποσκ.) Α΄ 651· ε) (σε προσωποπ.): Ω των ανθρώπων αλύπητε νόμε π’ ανανθρωπίζεις,| γιατί για πόθου πλερωμήν τον θάνατον χαρίζεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [555]· άπονέ μας νόμε,| γιάντα την φύσην βλάφτεις; Πιστ. βοσκ. III 4, 34. 3) α) (Συνεκδ. και προκ. για οικονομική υποχρέωση που απορρέει από την εφαρμογή του νόμου) αυτό που ορίζει ο νόμος: ο Συριάνος ουδέν πλερώνει διά δαρμόν παρά ήμισον νόμον Ασσίζ. 2311· η γυναίκα ουδέν παίρνει παρά ήμισον νόμον και ουδέν πλερώνει παρά ήμισον νόμον, με το κείμενον και με την ασσίζαν Ασσίζ. 2317, 8· β) (συνεκδ.) αυτός που συμμορφώνεται προς τους νόμους: όποιος δίδει νόμον| των αλλονών, τυχαίνει| νόμος και αυτός να γένει Πιστ. βοσκ. V 5, 34. 4) α) (Συνεκδ.) διακυβέρνηση: ο τόπος ο δικός μου| πάντα σε θέλει προσκυνά και νόμον από σένα| θέλ’ ανιμένει Ερωφ. Ιντ. α΄ 87· β) φρ. δίδω, χαρίζω νόμους = κυβερνώ: Χέρια, που σας ετύχαινε σκήπτρο να σας βαραίνει| και μοναχά να δίδετε νόμο στην οικουμένη! Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ε΄ 470· στρατιώτες ... τους κάνω να γενούσι| μεγάλους κι εις τον πόλεμο τα σκήπτρα να κρατούσι| και ... να χαρίζου| νόμους στες χώρες, τσι επαρχιές όλες να τες ορίζου Ζήν. Πρόλ. 86. 5) α) Νομοκάνονας, νομικό εγχειρίδιο για την απονομή της δικαιοσύνης: ορίζει (ενν. η Αλουπού) και της φέρνουσι τον νόμον εμπροστά της| και με πολλήν ευλάβειαν ανοίγει και διαβάζει Γαδ. διήγ. 362· β) (μεταφ.) οδηγός συμπεριφοράς· υπόδειγμα, κανόνας, αρχή: ξετελειωμένος βασιλιός κι άξος σε πάσα τρόπο,| που οι εμιλιές του ήσα σκολειό και νόμος των ανθρώπω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 32. 6) α) Θέσπισμα, διάταγμα που έχει ισχύ νόμου: γραφάς και νόμους έγραψε (ενν. ο Αλέξανδρος) προς πάσαν Περσών χώραν,| ωσαύτως και προστάγματα Βίος Αλ. 3931· β) (γραπτή) συμφωνία, συνθήκη: βασιλείς ’μνόγουνε στο νόμο που εκάμανε για τον πόλεμο Ευρετ. Ερωτοκρ. 766403· του αποθαμένου ο βασιλιός τον πόλεμο ν’ αφήνει| και να χρωστεί παντοτινά κείνος κι οι κληρονόμοι| χαράτσι τ’ αλλονού ρηγός, έτσι μιλούν οι νόμοι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ΄ 1616· του βιζίρη γνώμη| εκείνο αποφάσισε και να γραπτούν οι νόμοι Τζάνε, Κρ. πόλ. 5144. 7) α) Η φυσική τάξη των πραγμάτων, ο φυσικός νόμος: οχ την φύση ελάβετε (ενν. άγρια θεριά) να ʼχετε στην αγάπη| νόμον σαν πρέπει ελεύθερον Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [554]· Ω φύσις ατελείωτη, τόσον σκληρή θες να ’σαι,| κι εις κείνο που σου δόθηκε τον νόμο εναντιάσαι; Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [560]· β) η ηθική τάξη των πραγμάτων: Τα πράματα στην όρεξιν στέκουνται των ανθρώπων,| μα ο νόμος δεν το ξαπολεί δίχως ʼπιτήδειον τρόπον Φαλιέρ., Ιστ.2 122· γ) (προκ. για το πεπρωμένο): το Μελλούμενο τ’ άπονο ... τάσσει| ... πως απού το νόμο του ... δεν αλλάσσει Ροδολ. (Αποσκ.) Δ΄ 76· δ) (προκ. για τον έρωτα, αγάπη, κ.τ.ό.): Εγώ είμαι ο νόμος του Έρωτος ...| και ομνύετε οι πάντες| ... να είστε δούλοι του, να μην τον αθετείτε Λίβ. Esc. 518· αλλού ’ναι η κόρη σου, καημένε· (παραλ. 1 στ.) ... γιατί νόμος| καινής άλλης αγάπης| την παίρνει εσένα μόνον Πιστ. βοσκ. III 8, 23· Σ’ άλλον εδόθη η άπονη, μα ʼμορφη Ερωπρικούσα.| Κι όχι με νόμον κοσμικόν, οπ’ όλους εμποδίζει,| νόμος του πόθου μοναχά εσένα την στερίζει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1234]. 8) α) Θρησκευτικός νόμος, οι εντολές μιας θρησκείας: αν είν’ και φυλακίσει σε, ζήτα συγνώμη| ... Ίτσου κρινίσκουν οι  ... θείγοι νόμοι Κυπρ. ερωτ. 15326· αρνηταί της πίστεως και παραβάται νόμου Διγ. Z 602· ο νόμος λέγει: «μη φάγεις γαλήν, μηδέ το όμοιον αυτής» Φυσιολ. M 341· κρατούμε του Χριστού την πίστιν και τον νόμον Χρον. Μορ. H 772· β) (συνεκδ.) θρησκεία: σ’ όλον τον κόσμον άπιστον το γένος να ξαπλώσει,| του Μαχομέτου ο ψευτός νόμος να μην αφήσει| την παναγίαν πίστιν σου ειμή να την βουλήσει Αχέλ. 1308· (εδώ σε ιδιάζ. χρ.): επήγεν εις την Σαρακηνίαν και θέλει να στραφεί εις την χριστιανοσύνην διά να ένι χριστιανός ... αφήκεν τον κακόν νόμον διά τον καλόν Ασσίζ. 1966· γ) (προκ. για τις εντολές του Μωάμεθ): γεγόναμεν και βδελυκτοί παρ’ όλων των ανθρώπων (παραλ. 1 στ.) ως μη φυλάξαντες καλώς τους νόμους του προφήτου Διγ. Z 603· δ) (προκ. για το μωσαϊκό νόμο): εις του Σινά σάς έδωκε τας πλάκας και τον νόμον Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. (Βασιλείου) 46· έκφρ. παλαιός νόμος = οι εντολές της εβραϊκής θρησκείας, ο μωσαϊκός νόμος (η έκφρ. στο Somav.): ωσάν το έγραψαν ποτέ εις τον νόμον τον παλαίον,| άνδραν ουδέ λιθάζασιν, μόνον και την γυναίκα, λέγω Συναξ. γυν. 97· Εσύ ... γινώσκεις τον τον παλαιόν τον νόμον:| πολλάκις αν εγέννησεν καμιά από τας Εβραίας| και ανέβαινεν εις τον ναόν, τάχα να σαραντίσει,| πουλία εκ τα πουλία μου έδιδεν τον πρεσβύτην Πουλολ. (Τσαβαρή)2 583· ε) (εδώ προκ. για τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης): καθώς εγράφη ο Σαμψών εκείνος ο ανδρείος (παραλ. 1 στ.) ο νόμος ο μωσαϊκός το λέγει κι επαινά τον Διγ. A 3864· έκφρ. ο άγιος νόμος του Θεού = η Παλαιά Διαθήκη: είπαμε με (?) των αγίων, παλαιών τε και νέων,| του αγίου νόμου του Θεού· ας πούμε και Ιταλαίων,| ήγουν των εξακουστών Ρωμάνων, των λεγόμενων Λατίνων| και των Γρηκών των θαυμαστών Συναξ. γυν. 340· ς) έκφρ. νέος νόμος = η Καινή Διαθήκη, η χριστιανική διδασκαλία (η έκφρ. στο Somav.): όταν αυτούνο (ενν. το παιδίν) καταβεί τον κόσμον διά να σώσει,| αυτούνος έν’ το έλεος, νέον νόμον να δώσει Χούμνου, Κοσμογ. 364. 9) Εκκλησιαστική νομοθεσία, οι κανόνες της Εκκλησίας: ο ... Βασίλειος ευλογήθη την κόρην, καθώς ορίζει ο νόμος των ευσεβών χριστιανών Διγ. Άνδρ. 3622-3· με κωλύει ο νόμος της καθ’ ημάς Εκκλησίας, οπού θέλει ότι τινάς να μη γίνεται τρισεπίσκοπος Μεταξά, Επιστ. 4724-25· από την αρετήν αυτού, ψήφῳ των αρχιερέων, των κληρικών και παντός του λαού, εχειροτόνησεν αυτόν πατριάρχην ο Ηρακλείας μετά και άλλων αρχιερέων, κατά νόμους Ιστ. πατρ. 958. 10) Νομοθετική ισχύς (εδώ προκ. για τα είδωλα): Αυτός (ενν. ο Νέβρων) εγιωμέτρησε θάλασσαν και τον κόσμον| κι έδωκεν κι εις τα είδωλα πίστιν και μέγαν νόμον.| Κι ουδέν ευρέθηκεν λαός Θεόν να ονομάζουν,| μα δόθησαν στα είδωλα όλοι να θυσιάζουν Χούμνου, Κοσμογ. 592. 11) (Συνεκδ.) εθνότητα με ξεχωριστή πίστη και εθιμική τάξη: ο Σαρακηνός ουδέν ημπορεί μαρτυράν κατά των Ιουδαίων, ουδέ ο Εβραίος κατά των Σαρακηνών ... ότι το δίκαιον ορίζει ότι απ’ εκείνον τον νόμον απού ένι εκείνος οπού αγκαλέ, απ’ εκείνον τον νόμον χρήζεται μάρτυρες Ασσίζ. 3088· ημπορεί να τον εξαναπουλήσει τον χριστιανόν ... αμμέ όχι εις άλλον νόμον, τουτέστιν να τον πουλήσει χριστιανούς και όχι άλλης γενεάς Ασσίζ. 19618· Συριάνος ή Ακουβίτης ή Ρωμαίος ή Νεστούρης ή ετέρου άλλου νόμου Ασσίζ. 1025. Έκφρ. καιρός νόμου = η ηλικία των εξήντα χρόνων πέρα από την οποία μπορεί κάπ. να στείλει άλλον για να τον εκπροσωπήσει στο δικαστήριο (βλ. και Ασσίζ. 10615): Αυτού λέγει το δίκαιον περί εκείνου οπού θέλει να σύρει μαρτυρίαν εις την αυλήν και αν ένι λαβωμένος ού ένι γηραιός οπού εδιάβασεν καιρόν νόμου και αν ημπορεί να αλλαχτεί διά άλλον άνθρωπον Ασσίζ. 35627. Φρ. α) Βρίσκομαι ή γίνομαι ή έρχομαι ή φτάνω εις σε) τον νόμον (ηλικίας) ή (του) νόμου (της ηλικίας) = ενηλικιώνομαι (βλ. και ά. ηλικία 1 φρ. α): τες θυγατέρες σας μην τες παραθαρρείτε,| μην πείτε πως δεν βρίσκονται σε νόμον ελικίας Βεντράμ., Γυν. 257· να γένουνται τα παιδία του νόμου να επάρουν την προίκα της μητρός αυτών Ελλην. νόμ. 5825· αφότου ήλθεν ο Γιωτής του νόμου ηλικίας,| την αφεντία επαράλαβεν, το Μεγαλοκυράτο Χρον. Μορ. H 8047· Έφθασεν δώδεκα χρονών, νόμου της ηλικίας| και ... ηνδρειώθηκεν Διγ. O 1255· β) είμαι του νόμου (ηλικίας) = είμαι ενήλικος: εάν ένι (ενν. τα παιδία) του νόμου, ημπορούν να χωρίσουν ... τας κλήρας Ασσίζ. 1294· ο αφέντης μας ... και κληρονόμος των αυτών ρηγάτων ένι ζωντανός και είναι νόμου ηλικίας Μαχ. 30619.
       
  • ξεβαίνω,
    Προδρ. ΙΙΙ 132b χφφ HgSA κριτ. υπ., Απολλών. 690, Κορων., Μπούας 143, Βυζ. Ιλιάδ. 874, Αχέλ. 194· εξεβαίνω, Βυζ. Ιλιάδ. 414, 936· (ε)ξηβαίνω, Διήγ. Βελ. χ 527, Άνθ. χαρ. 29114· αόρ. (ε)ξέβηκα, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 112, Βέλθ. 832, Πόλ. Τρωάδ. 321, Χρον. Μορ. H 2759, Χρον. Μορ. P 252, 1100, Λίβ. P 1111, Λίβ. Esc. 289, Λίβ. N 1525, Αχιλλ. L 1102, Χρον. Τόκκων 128, Κορων., Μπούας 16, 80, 133, Σταυριν. 539, Διγ. Άνδρ. 33629, κ.α.· (ε)ξέβη(ν), Καλλίμ. 968, 975, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1721, Χρον. Μορ. H 5061, Χρον. Μορ. P 7261, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 501, Φλώρ. 640, Απολλών. 643, Λίβ. Esc. 3434, Αχιλλ. N 1373, Ιμπ. 652, Χρον. Τόκκων 601, 759, Μαχ. 15026, 20425, Θησ. Β΄ [482], Βουστρ. 495, Αλεξ. 1593, Αχέλ. 2419, 2432, κ.π.α.· εξήβηκα, Ιμπ. (Lambr.) 233· (ε)ξήβην, Χρον. Μορ. P 8824· υποτ. αορ. (ε)ξέβω, Χρον. Μορ. H 4314, Χρον. Μορ. P 5601, Ιμπ. 245, 660, Χρον. Τόκκων 125, Θησ. (Foll.) I 108, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 468, Κορων., Μπούας 144, Αχέλ. 1857· (ε)ξεβώ, Πόλ. Τρωάδ. 12, Χρον. Τόκκων 117, 1698, Θησ. Β΄ [506], Θησ. (Foll.) I 72, Κορων., Μπούας 136· (ε)ξηβώ, Χρον. Μορ. P 1117, Ιμπ. 491, Διήγ. Βελ. χ 391.
    Από τον παρατ. του αρχ. εκβαίνω. Τ. ξεβαίννω και ξηβαίννω και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 681), καθώς και τ. ξηβαίνου στη Σαμοθράκη (Κρεκούκιας, Πρακτ. Β′ Συμπ. Γλωσσολ. Bορειοελλ. Χώρου 156). Η λ. και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.).
    Α´ Αμτβ. 1) α) Βγαίνω (συν. από κλειστό σε ανοικτό χώρο): ακούσας ταύτα παρευθύς εκ το παλάτι ξέβη Κορων., Μπούας 55· λέγει το δίκαιον περί εκείνου του κλέπτη οπού εξέβην εκ του οίκου ετέρου Ασσίζ. 4424· Εξέβην και εδέχθη τον δούκας ο αδελφός του·| σφιχτά τον επερίλαβεν, γλυκέα τον εφίλει Χρον. Τόκκων 526· με σχήμα γαρ εμπαίνουσιν πάντες στην εκκλησίαν,| είθ’ ούτως εξεβαίνουσιν κι υπάν κι ολονυκτίζουν:| οι γέροντες εις το κρασίν, οι νέοι στα τραγούδια Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 558· εξέβηκαν οι προεστοί από τα μοναστήρια| και την επροϋπάντησαν με τα θυμιατήρια Βίος Δημ. Μοσχ. 497· τα διάβατα όλα έπιασεν, τες στράτες και κλεισούρες,| όπως μη σέβει ή εξεβεί άνθρωπος εις το κάστρον| να φέρει ή επάρει τίποτε μαντάτο εκ τους Ρωμαίους Χρον. Μορ. H 8348· πήγαν (ενν. δύο βαθρακοί) εις πηγάδι| διά να το κατοικήσουσι ...| Ο ένας αποκρίθηκε και είπε ... :| τώρα εδώ τον κίνδυνον τον έχομεν μεγάλον·| ότι φοβούμαι περισσά την στράταν να κατέβω,| ότι σαν ξηρανθεί κι εδώ δεν έχω πώς να ξέβω Αιτωλ., Μύθ. 1910· β) (από πλοίο ύστερα από επίσκεψη σ’ αυτό): απήτις το ευτρέπισεν (ενν. το κάτεργον) απ’ άρματα και πλούτη (παραλ. 1 στ.) αυτός εσέβη μετ’ εμάς κι εμείς μ’ αυτόν αντάμα (παραλ. 7 στ.). Και απήτις μας ευχίστηκεν, εδάκρυσεν κι εξέβην| και τον υπόλοιπον λαόν τότ’ όρισεν κι εσέβην Απόκοπ.2 323· γ) (ιδιάζ. χρ·): Ως χυμίζεται φάλκονας όταν ξεβεί ʼκ την σκούφια,| εχυμίζετον ο Νέστορας όλο χαρά γεμάτος Θησ. (Morgan) I 33· δ1) (από μέρος του σώματος): είδεν ο Πρίαμος όνειρον ... Εφάνη του γαρ ότι εξέβην από την μήτραν της Εκάβης δαυλός αφτούμενος και έκαψεν όλην την Τροίαν Τρωικά 5212· δ2) (μεταφ.): να τα φίλουνα τα μαύρα (ενν. ματάκια σου)| και να ξέβαινεν η λάβρα| εκ τα σκώτια μου τα μαύρα Ch. pop. 194· δ3) (προκ. για την ψυχή): Εσύ με τους συντρόφους σου να το ʼχεις κερδεμένο (ενν. το νίκος)| και η ψυχή μου τίποτες δόξα να απολάβει (παραλ. 4 στ.). Και τούτο θέλω πάρει ʼγώ παρηγοριά στον Άδην,| μετά χαράς θέλει ξεβεί (ενν. η ψυχή) απέσω ʼκ το κορμί μου Θησ. Β΄ [642ε1) (από τη θάλασσα): το κάτεργόν του όρισεν (ενν. ο Θησέος) στην γην να το σιμώσουν| και χώρις σκάλα παρευθύς πηδάει απ’ αύτο κάτω (παραλ. 3 στ.) κι εδιαφεντεύετον φρικτά απόθεν κι απεκείθεν| κι εκ το νερόν εξέβηκεν, τα μάτια του όλο ασπίθες Θησ. (Foll.) I 67· Κάβουρας, ήγουν τσαγανός ʼκ την θάλασσαν εξέβη,| στην στερεάν ηθέλησεν, ορέκτη να ανέβει Αιτωλ., Μύθ. 951· ε2) (από λιμάνι): ενέβησαν (ενν. τα κάτεργα) εις τον λιμνιώναν διά να πολεμίσουν το κάστρον· και εξέβησαν γ΄ καραβία τούρκικα και επολεμίσαν Μαχ. 13027· ς) (προκ. για έξοδο πολιορκημένων): μέρος εκ τους εχθρούς εις το ποτάμι μέναν| κι άλλοι στην χώραν έστεκαν κι ουδόλως εξεβαίναν Κορων., Μπούας 95· εκ το κάστρον εξεβαίνουν (ενν. οι Τρωαδίται)| ωσεί άμμος της θαλάσσης Ερμον. Ρ 378· να φαρμακέψουν το νερόν, μπομπάρδες να καρφώσουν| κι οι έσωθεν χριστιανοί να ξέβουν να γλυτώσουν Αχέλ. 883. 2) α) Βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι: ετσακκίσαν (ενν. οι κάτοικοι της Αμμοχώστου) τα σίδερα και εξέβησαν (ενν. οι Γενουβήσοι) από την φυλακήν, απού τα σίδερα και απέ το χαντάκιν Μαχ. 59422· ανοίκτησαν οι φυλακές, εξέβησαν οι Γενουβήσοι και εξέβησαν και οι αιχμάλωτοι από την Γένουβαν Μαχ. 59635· β) απελευθερώνομαι: Τους Τούρκους εφυλάκισαν να εξαγοραστούσιν.| Πράγματα έδωσαν πολλά ώστε να εξεβούσιν Χρον. Τόκκων 683. 3) Αποβιβάζομαι: σιμών’ η βάρκα προς την γην, ξεβαίνει δε ο κόμης,| βλέπει κἀκεί τον Βέλθανδρον Βέλθ. 1228. Καράβιν όπου μ’ έφερνεν εστάθην εις νησάκιν.| Εξέβηκα εις το νησίν, λουλούδια, ρόδα βλέπω Ιμπ. 813· Πώς ο Θησεύς ηθέλησεν να εξέβει από τα καράβια και αντιστάθησαν οι Αμαζόνες Θησ. (Foll.) I πριν από το στ. 48. 4) α) Φεύγω (από κάπ. τόπο), αναχωρώ· απομακρύνομαι: αύθις απεχαιρέτησε, εξέβη απ’ την χώραν Κορων., Μπούας 32· Οι αποκρισάροι εξέβησαν ενταύτα από την Άρταν,| επέρασαν εις τον Μορέαν, ήλθαν στην Ανδραβίδα Χρον. Μορ. H 8824· Καπετάνιος απόκοπτεν, ποσώς δεν τον αφήνει| να εξεβούσιν αποκεί, εκ τον οχερόν τόπον Χρον. Τόκκων 1716· ο καπετάνιος εκ τον στρατόν εξέβη| να υπάγει να αναπαυθεί στον οίκον του κι εσέβη Κορων., Μπούας 26· εκαβαλίκευσε (ενν. ο δούλος) με πάσαν εξουσίαν| κι εξέβηκεν ως βασιλεύς με πλείστην παρρησίαν Βίος Δημ. Μοσχ. 346· (με γεν.): Πριν δε της Ρώμης να ξεβεί είπε μιαν λειτουργίαν| στ’ Αγίου Πέτρου τον ναόν Κορων., Μπούας 68· β) (σε συνεκδ.): πόσοι εβουλήθησαν να με την αφαρπάξουν| την πάγκαλον, πανέμνοστον, ωραίαν ποθητήν μου,| αρχήν όνταν εξέβηκεν από τα γονικά της Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1739· επήραν ορισμόν και εξέβησαν από μπρος του (ενν. του ρηγός) Μαχ. 2525· γ) (από κάπ. εκδήλωση ή δραστηριότητα, γάμο, μάχη, κλπ.): μ’εντροπήν εξέβηκεν (ενν. ο παραγιαλίτης) εκ την χαράν εκείνην Πουλολ. (Τσαβαρή)2 μετά στ. 323 χφφ ΑΖ κριτ. υπ.· αλλάγια τρία εχωρίσθησαν από του Αχιλλέως,| αλλάγια δέκα έδεραν και εξέβησαν ως άνδρες Αχιλλ. L 410. 5) α) Αποπλέω: όντα τα κάτεργα τα βενέτικα εξέβησαν από την Κύπρον, επήγαν γυρεύγοντα την αυτήν νάβαν Μαχ. 58632· Τούτη η αρμάδα εξέβην την άνωθεν ημέραν και επήγεν εις την Αλικήν Μαχ. 10432· καράβιν είχε (ενν. ο Βαλδουίνος) εξαίρετον, μέγα, λαμπρόν υπήρχε,| εις αύτο εδιέβηκεν εκεί με τρεις χιλιάδες άλλους·| από την Πόλη εξέβησαν, την θάλασσαν επλέψαν Χρον. Μορ. H 1305·   β) ανοίγομαι (στο πέλαγος): ο δε Απολλώνιος εις πέλαγος εξέβη.| Στέκεται, διαλογίζεται το πού θέλει να υπάγει Απολλών. 89. 6) α) Πηγαίνω, μεταβαίνω (σε κάπ. τόπο): εις τον Μορέαν εξέβηκε (ενν. ο κυρ Μανουήλ) να κτίζει το Εξαμίλι Χρον. Τόκκων 2124· ευθύς εσυμβουλεύθησαν το πώς θέλουν ποιήσει.| Και η βουλή απόκοψε ʼς Βόδιτσα να εξεβούσιν,| να μάσουν τα φουσσάτα τους, εκεί να καρτερούσιν Χρον. Τόκκων 754· ο Μουσταφά πασάς όρισε να ξεβούσι|στον κάμπον τα φουσσάτα του για να διορθωθούσι Αχέλ. 271· Φαρίν εκαβαλίκευσα, εξέβην εις τον κάμπον Διγ. Z 2990· β) (με την πρόθ. εις και τις αιτιατ. απαντή(ν), απάντησιν, συναπάντησιν) πηγαίνω να προϋπαντήσω, να συναντήσω κάπ.: Μαθών δε τούτο ο Αχιλλεύς, έρχονται οι γονείς του,| εις απαντήν εξέβησαν άνδρες τε και γυναίκες Αχιλλ. O 326· απαύτου ο Αιγέος| εις απαντή του ξέβηκε, πατέρας του Θησέως Θησ. Β΄ [908είδα τον και εις απάντησιν εξέβην του ευνούχου Λίβ. Sc. 993· Εξέβηκαν οι άρχοντες εις συναπάντησίν της,| από μακρά προσκύνησαν ως ήτον η τιμή της Βίος Δημ. Μοσχ. 495· τις να ξέβηκεν εις συναπάντησίν μας| και τις να μας εδέχθηκεν στην πόρταν της αυλής μας Απόκοπ.2 251· γ) (συνεκδ. για πλήθος) συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι (για να παρακολουθήσω κ.): ο Κωνσταντίνος ... εκαβαλίκευσεν τον μαύρον του και επιλάλησεν και υπήγεν εις τον αμιράν. Και ... οι αδελφοί του ... έφθασαν καταπόδιν ... Εγύρισεν ουν ο αμιράς και είδεν οπίσω και βλέπει τον Κωνσταντίνον ότι έρχεται απάνω του ... και όλοι εξέβησαν διά να ιδούν τον πόλεμον Διγ. Άνδρ. 31914. 7) α) Βγαίνω έξω (από το σπίτι για βόλτα, διασκέδαση, κ.τ.ό.): εν μιᾳ ουν των ημερών, Κυριακήν ημέραν,| Διονυσία ξέβηκεν μετά και την Ζαπέταν,| κι η Ταρσία μετ’ αυτές κι άλλες πολλές γυναίκες.| Ακ την μέσην εδιάβησαν την αγοράν του φόρου Απολλών. 470· μετά μέρας γαρ τινάς η κόρη εγγαστρώθη.| Και παίρνει την (ενν. ο Απολλώνιος) κι εξέβησαν έξω να ευθυμήσουν,| εις περιβόλια έμορφα διά να παραδιαβάσουν Απολλών. 345· Εξέβηκεν ο Διγενής ίνα παραδιαβάσει Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1097· β) κυκλοφορώ: την νύκτα ʼξέρχεσαι και εξεβαίνεις έξω| και την ημέραν κρύβεσαι διά να μην σε βλέπουν Πουλολ. (Τσαβαρή)2 181 χφ Ζ κριτ. υπ. 8) Περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι: Οι δε Φραντσόζοι να ξεβούν ουδόλως ημπορούσαν,| διότι ο τόπος ην στενός Κορων., Μπούας 74· Πιέδε το ονομάζουσι (ενν. το ποτάμι), κοντά ʼναι στο καστέλλι| και να ξεβεί μέσα ʼξ αυτό ή ʼκ το καστέλλι θέλει,| ότι ουκ έστιν έτερη στράτα για να περάσει Κορων., Μπούας 95· Εκείνο (ενν. το Κάστελ-Νόβον) δ’ ήτον δυνατόν, γιατ’ είχ’ ένα ποτάμι,| όστις δε θέλει να ξεβεί ʼκείθεν έχει να κάμει Κορων., Μπούας 95. 9) α) Ξεκινώ, πηγαίνω για ... : Ο ρήγας επήρεν όλην του την παρουνιάν και εξέβην γυρεύγοντα τα παιδιά του Μαχ. 7417· Το δειλινόν οι άρχοντες πιάννουσιν τ’ άλογά τους| κι εξέβησαν συνέμπλα τους όλοι με τ’ άρματά τους Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 248· β) (με την πρόθ. εις + αιτιατ.): ουδέν εβλέπουσιν κανείν προς αύτους να εξέβει| εις όχλησιν, εις πόλεμον, ως έναι συνηθεία Χρον. Τόκκων 602· και μηδέν θαρρείς εις τους Πέρσας να εξέβεις εις πόλεμον μετ’ αυτουνούς, ότι έναι ώσπερ γυναίκες στολισμένες Διήγ. Αλ. G 26418· μίαν ημέραν ξέβηκεν ο Πέτρος εις κυνήγιν Χρον. Τόκκων 881· να εξέβω εις αναγύρευσιν ωραίας της Μαργαρώνας,| να μάθω ζει, απέθανεν, να το πληροφορέσω Ιμπ. 810· πάλιν εις αναζήτησιν εξέβηκα της κόρης Λίβ. Sc. 1418· γ) ξεκινώ, αναχωρώ: επερίλαβα το χαρτίνσ σου και μοναύτα ως γιον ευρίσκουμουν, εξέβηκα να έλθω εις την αφεντιάνσ σου, αμμέ το πλήθος του λαού δεν με αφήκεν Μαχ. 37833· Ευθύς εκαβαλίκευσαν, εξέβησαν οι πάντες·| και τρέχουσι μετά σπουδής κι εις ώρα φθάνουσίν τον Βέλθ. 120· Ειπόντος ταύτα του ρηγός πας ο στρατός εξέβη Κορων., Μπούας 24. 10) α) Εκστρατεύω· κάνω επιδρομή: Τον δε καιρόν εκείνον εξέβη ο Κρούμνος ο αυθέντης των Βουλγάρων μετά στρατιάς και δυνάμεως πολλής Hist. imp. ΙΙ 16· Στες Αμαζόνες ξέβηκα (ενν. ο Αλέξανδρος) μ’ όλη μου τη δυνάμη,| εις τον Πριάνην όρμησα, σ’ εκείνο το ποτάμι Αλεξ. 2555· εξέβησαν εκείνα τα φουσσάτα| του Καλοϊάννη ... (παραλ. 1 στ.) έδραμαν και εκούρσεψαν τους κάμπους και τους τόπους Χρον. Μορ. P 1101· είχεν (ενν. ο αμιράς) και τους αγούρους του άλλους πεντακοσίους.| Επήρεν τους και εξέβηκεν έξω εις Ρωμανίαν·| το Ηρακλέως εκούρσευσεν, το Κόνιον και Αμόρι Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 731· β) βγαίνω (από τα όρια της δικαιοδοσίας μου για πολεμικές επιχειρήσεις): άρχισεν (ενν. ο δούκας), εξέβαινεν έξω εκ τα νησία Χρον. Τόκκων 155· γ) επιτίθεμαι: Ο Πέντε - Βόιας έπειτα μέρος εκ του στρατού του| να ξέβει τότ’ επρόσταξεν ʼναντίον του εχθρού του Κορων., Μπούας 70· κι εκείνοι ξέβαινον θυμούμεν’ ως λεοντάρια| και καβαλάριοι κι απεζοί άξια παλληκάρια Κορων., Μπούας 70. 11) Απομακρύνομαι προσωρινά από το πεδίο της μάχης: εφώναζεν (ενν. ο Αχιλλεύς) και εκ της φωνής πάντες αναισθητούσιν,| ποσώς ουδέν ηυρήκασιν άδειαν ίνα φύγουν,| αλλ’ ως φαλκόνιν έστρεφεν και εκατεφόνευέν τους.| Αφήκεν τους και ανέσαιναν και εξέβηκεν παρέξω,| το απελατίκιν έσυρεν και πάλιν κατεβαίνει Αχιλλ. N 1315· εγύριζεν (ενν. ο Αχιλλεύς) ως αετός κι επήδαν ωσάν πάρδος (παραλ. 1 στ.) ουδέ καθόλον ευρίσκασιν άδειαν διά να φεύγουν (ενν. οι εχθροί)·| εφήκεν κι ενεπαύτησαν κι εξέβησαν παρέξω Αχιλλ. L 999. 12) Εκδιώκομαι, (πιθ.) εκθρονίζομαι: συ δεν είσαι άξιος να έχεις βασιλεία| και γλήγορα θέλεις εξεβεί από την Μοσχοβίαν Βίος Δημ. Μοσχ. 618. 13) Προβάλλω, εμφανίζομαι (βγαίνοντας από κάπου): Εκεί οπού έκλαιεν η κόρη και εσυντύχαινέν με, πάραυτα εξέβησαν από το δάσος Αραβίτες εκατόν, όλοι με κοντάρια Διγ. Άνδρ. 37110-11· το γέλιον της καλής μου| λέοντας μέγας το ήκουσεν απέσω απέ καλάμιν·| και κτύπον ήκουσα ουράς και τα πλευρά του δέρνει| και εκ το καλάμι εξέβηκεν ως θάλασσα αγριωμένη Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1125· (με την πρόθ. εις + αιτιατ.): Γδύνονται ʼκ τους στρατιώτες μου, στον ποταμόν εμπήκαν,| θηριό εξέβη εις αυτούς, σαράντα επνιγήκαν Αλεξ. 2046· (με γεν.· για το χωρίο βλ. Dawkins [Μαχ. Β΄ σ. 49]): όνταν εξημέρωσεν η Δευτέρα και εξέβησαν οι φρέρηδες του όχλου, έρχεψεν η λύπη και το κλάμαν Μαχ. 1016. 14) Βγαίνω, ξεχωρίζω από κάπ. ομάδα· προχωρώ (στο μέσον συγκέντρωσης ξεχωρίζοντας από τους υπόλοιπους): Εξέβη εκ το αλλάγιν του απάνω εις το φαρίν του (παραλ. 1 στ.)· και ανάμεσον των Φραγκών και το δικόν του αλλάγι| υπήγαινεν και έρχετον φημίζοντα δρομαίως Χρον. Μορ. P 5061· Ασκορδιαλός ως ήκουσεν της πάπιας τα λόγια,| εξέβηκεν, εκάθισεν κοντά εις το πλευρόν της Πουλολ. (Τσαβαρή)2 ΑΖ 59· ο λύκος δε ως ήκουσεν εκεί το όνομάν του,| εξέβηκεν κι εστάθηκεν και αυτός εις το μέσον Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 810· τότε ο Βελισάριος ξηβαίνει εις το μέσον,| το έναν του χέριν να κρατεί καυχίν ελεημοσύνης Διήγ. Βελ. χ 527· επαίρνω το κοντάριν μου και εξέβην εις την μέσην,| ανέβην, εκατέβηκα, να παίζει το φαρίν μου Λίβ. Sc. 1191. 15) (Μεταφ.) αποσκιρτώ, αποσχίζομαι, αποστατώ: ο κύρης της Τύρου με την συντροφίαν του έσσω του, και τα ονόματα του(ς) συντροφούς του είναι τούτοι: ... αμμέ από τους άνωθεν ιβ΄ εξέβησαν γ΄ και επήγαν με τον ρήγα, ... ότι αγρωνίσαν πως ήτον κακόν τό εποίκασιν Μαχ. 5617. 16) (Με την πρόθ. εκ + γεν. ή αιτιατ. των ουσ. θέλημα, ορισμός) παραβαίνω: εγώ την βασιλείαν σου ποτέ ουκ έπταισά την (παραλ. 1 στ.) έξω ουδέν εξέβηκα εκ του θελήματός σου Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 203· τον Σολομών εκείνον,| οπού περίσσια ηγάπησεν γυναίκας αλλοτρίους (παραλ. 3 στ.) εξέβην εκ τον ορισμόν του Κυρίου εκείνος Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2128· «Εσύ Αδάμ, προπάτορ μου, ήμαρτες και η Εύα,| να ʼξέβητ’ εκ τον ορισμόν, ν’ απλώσετε στο ξύλον ...» Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 110. 17) Κατεβαίνω: αφότου ελειτούργησεν (ενν. ο πάπας) κι εξέβην από το βήμα,| τον μισίρ Κάρλον έστεψεν ρήγαν της Σικελίας Χρον. Μορ. H 6174· αδελφέ, χαρείς σε απέ τώρα. Εξέβης το κατήφορον εσύ της Δυστυχίας Λόγ. παρηγ. L 406. 18) Κατεβαίνω από άλογο, πεζεύω (Πβ. Λίβ. Sc. 1391 : πεζεύει): συναπαντώ τον πραγματευτήν ανάμεσα του κάμπου,| άλογα να έχει περισσά και ανθρώπους μετά κείνον (παραλ. 1 στ.). Εξέβην, ήλθεν προς εμέν και προσεκύνησέ με Λίβ. Esc. 2529. 19) (Με κατηγ. ) α) καταλήγω σε ορισμένη κατάσταση: Άγορος εκ την χώραν του και από τα γονικά του| αιχμάλωτος εξέβηκεν και μυριοτυραννείται Λίβ. N 1389· εβάλασιν β΄ Μαμουλούκηδες τα κονταριά τους και εκατέβησαν απάνω του και ο νείς έδωκέν του μίαν κονταρίαν εις το πρόσωπον κι εδιαφεντεύτην ... και ο άλλος Σαρακηνός εξέβηκεν εύκαιρος Μαχ. 6646· β) αποδεικνύομαι, αναδεικνύομαι, γίνομαι: εκείνος γαρ εξέβηκεν στ’ άρματα αντρειωμένος·| στρατιώτης ήτον φοβερός, φρόνιμος κι επιδέξιος Χρον. Μορ. H 3091· έναι πολύς κίνδυνος ...| ʼς τόσους μουντάρμους κι απεζούς μ’ ανθρώπους σου να σέβεις| και νικητής μετέπειτα απ’ αύτους να εξέβεις Κορων., Μπούας 90· εκ γένους χαμηλότατου εξέβηκεν τοιούτος (ενν. ο Βελισάριος),| μάλλον ο κόσμος εις αυτόν δοξάζουν και ευφημούν τον Διήγ. Βελ. χ 29· ένα σκυλίν Αγαρηνόν, αδιάντροπον κοπέλιν (παραλ. 1 στ.) εξέβηκεν σοφότερον από τον κόσμον όλον,| έγινεν δοκιμότερος, έγινεν πολεμάρχος Θρ. Κων/π. διάλ. 72· να δώσουν κονταρέας| και είτις εξέβει θαυμαστός, ’πιδέξιος να με αρέσει,| εκείνον θέλω από του νυν άνδρα να τονε πάρω Ιμπ. 312· εγώ πουλία τά γεννώ ή πάλε τά αναθρέφω| εξέβησαν επίσκοποι, έξαρχοι και παπάδες Πουλολ. (Τσαβαρή)2 260· γ) φαίνομαι: είτις εξέβει πρόθυμος να πράξει αντρειωμένα,| πλούτον και δόξαν και τιμήν εκείνῳ να ποιήσω Διήγ. Βελ. N2 195· να κονταροκτυπήσουσιν εις την αυ­λήν του ρήγα·| κι είτις εξέβει πρόθυμος ανδραγαθίας να ποίσει (παραλ. 2 στ.) …  άνδραν να της τον δώσει Ιμπ. 332· δ) (με εμπρόθ. προσδιορ.): ούτω το πλήθος και ημείς στου εχθρού όταν σεβούμεν,| ουδένα κόπον έξομεν με σκλάβους να ξεβούμεν.| Πολλοί γαρ έναι κι άνανδροι και φοβιτσάρ’ ως ’λάφια Κορων., Μπούας 36. 20) Αναδεικνύομαι (σε κάπ. αξίωμα): εις το κουμού της Βενετίας εξέβησαν ανθρώποι| γνώσεως μεγάλης και στρατειάς Χρον. Μορ. H 950. 21) α) (Προκ. για ουράνια σώματα) ανατέλλω: πριν το εξημέρωμα, πριν να ξεβεί ο ήλιος Βέλθ. 929· εβράδυνεν, ενύκτωσεν, εξέβην η σελήνη Καλλίμ. 937· αργά βραδί όταν έφεξεν, εξέβην το φεγγάριν Λίβ. N 1527· β) (σε συνεκδ.): το πρωί, πριχού ξεβεί η λάμψις του ηλίου Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 396. 22) (Προκ. για φήμη) διαδίδομαι: Άκουσμα εξέβην πανταχού εις άπαντα τον κόσμον Ιμπ. 887·                                                                                                                                 Εξέβη τον η ακοή εις άπαντα τον κόσμον,| ανδρειωμένος, ευγενής, πρώτος εις το κοντάρι Ιμπ. 255· εξέβην ο κατάλογος και η φήμη του Λιβίστρου Λίβ. Sc. 2057. 23) Προέρχομαι, πηγάζω: από τες γυναίκες εξεβαίνει το τίποτες της χάριτος της αγάπης Άνθ. χαρ. 2932· Κρήτη, από σεν εξέβηκεν στον κόσμον όλη η φρόνα Σκλάβ. 185. 24) (Με αιτιατ. προσ.· προκ. για μαντεία) έρχομαι στο μυαλό κάπ.: βλέπω βραδίν τον ουρανόν, ανερωτώ το φέγγος,| τα άστρα εξακριβίζομαι και εξέβηκέ με τούτο:| ό,τι αν ορμήσει ο βασιλεύς, κατευοδώσει θέλει Λίβ. P 1944. 25) (Προκ. για το αποτέλεσμα αριθμτ. πράξης, λογαριασμού): Είπεν του: «δώσ’ μου τ’ άσπρα μου, πο σου ’πουν να ξοδιάσεις| και πιάσε το δεφτέριν σου να μου τα λοαργάσεις».| Κοστάντζος πιάνει γλήγορα και ελοάργασέν τα,| ʼκατόν ρεάλια ξέβησαν, παραύτα πλέρωσέν τα Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 626. 26) Βγαίνω, παρεκκλίνω από τη σειρά της αφήγησης: Αμή ας γυρίσομεν τον λόγον μας άλλην μίαν βολάν από εκεί οπού εξέβημεν Ροδινός (Βαλ.) 227. 27) (Προκ. για μέλος του σώματος) ξεσκεπάζομαι, γυμνώνομαι: Χαίρε, σπανέ τριγένη, στάσου, ο κώλος σου εξέβηκε και βάλε τον Σπανός (Eideneier) Α 309. 28) α) (Προκ. για υγρό) τρέχω, χύνομαι: Βροντή εγένετον φρικτή και ουρανός ερράγη,| οι καταρράκτες έρρευσαν άσπρο κρασί ακράτο,| ζαχαρογλυκοπίπερα εξέβηκεν ο μούστος Κρασοπ. (Eideneier) L 77 (110)· β) (προκ. για υγρό του σώματος): ο ιατρός σκίζει την κοιλίαν του εκεί όπου ήτον το κακόν και τούτος ουδέν ήξευρεν να εβγάλει το νερόν οπού ήτον απέσω με δίκαιον και με μέτρος, αμμέ αφήκεν και εξέβην επεσαύτα την πρώτην φοράν ού εις την δευτέραν και απ’ αυτό εκείνος εχάμνισεν επεσαύτα ότι εχάσεν την οπνάν και απέθανεν Ασσίζ. 18320· εις την δεξιάν του την πλευράν έμπηξε (ενν. ο στρατιώτης) το κοντάριν| και εξέβην αίμα και νερόν Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 429· γ) (προκ. για ιδρώτα) εκκρίνομαι: το αίμαν εκατέρρεεν εις τα σκαλόλουρά των| και ο ίδρος τους εξέβαινεν απάνω απ’ τα λουρίκια Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 41. 29) (Προκ. για μέρος του σώματος ανθρώπου ή ζώου που αποσπάται από το σημείο όπου θα έπρεπε κανονικά να βρίσκεται) α) χύνομαι: Κύριος συντρίψει την σπλήναν του και τα έντερα αυτού εξέβουν Σπανός (Eideneier) Α 64· β) ξερριζώνομαι: και αναγέμισον τον αυτόν όνυχα μετά του αίματος και έμπηξον εις τον τόπον εξ ου εξέβη Ορνεοσ. αγρ. 5571. 30) Φυτρώνω: Εστερεώθη η καρδία του τραγογένη· εξέβην κέρατον εις το ’φθίν του Σπανός (Eideneier) A 76. 31) α) (Προκ. για ήχο) παράγομαι, εκπέμπομαι: Γοργόν επήρα το ραβδίν και προσυπήντησά τους| και εκείνοι εμέν εκρούγασιν και εξέβαιναν οι κτύποι Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1174· β) (προκ. για την ανθρώπινη φωνή) βγαίνω: Κι ευθύς προς αύτους όρμησεν έξω του γεφυρίου| με όλην του την συντροφιάν και φωνή λεονταρίου| στο στόμα του εξέβηκε και οι εχθροί τρομάξαν Κορων., Μπούας 64. 32) (Προκ. για ασθένεια) φεύγω, εξαλείφομαι: αν το φέρουν (ενν. το πουλίν) ομπρός εις τον ασθενήν και έναι διά να αποθάνει από την ασθένειαν, γυρίζει το κεφάλιν του και ουδέν τονε βλέπει, ειδέ και έναι ο ασθενής διά να εγλυτώσει, εβλέπει τον και πάσα ασθένεια εξηβαίνει απ’ αυτόν Άνθ. χαρ. 29114. 33) Ξεφεύγω, διαφεύγω: ο Αχιλλεύς εξέβη| από του πολλού κινδύνου Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΑ΄ [155]. 34) (Προκ. για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα) περνώ, τελειώνω: Παρέδραμεν, εμίσευσε, εξέβηκεν η νύκτα,| πάλιν θεωρώ-την την αυγήν Λίβ. Esc. 829. 35) Φεύγω, εγκαταλείπω την εργασία μου: να ποίσει (ενν. ο σεργέντης) την δουλειάν του ως το τέλος του τερμένου τόν εσυνεβάστησαν καιρόν, ότι εφειδή εξέβην δίχως την είδησίν του (ενν. του κυρού) και χωρίς να τελειώσει ο καιρός του τερμένου Ασσίζ. 7119· να ομόσει του αφέντη του ού της κυράς του να τους δουλέψει ως τον καιρόν, τουτέστιν απέ την ημέραν απού εξέβησαν ώσπου να τελειωθεί το τάρμε τους, ότι εφειδήν εξέβη άβουλα του αφέντη του και δίχως να διαβεί το τάρμε του Ασσίζ. 32012. Β´ Μτβ. 1) Βγαίνω από κάπου: εμπαίνω-την την θάλασσαν, βιτσώνω το άλογόν μου (παραλ. 3 στ.), το πώς επεριεπάτησε την θάλασσαν θαυμάζω (παραλ. 2 στ.)· εξέβηκα την θάλασσαν, επάτησα την άμμον Λίβ. Sc. 1884. 2) Αφήνω κάπ. τόπο, φεύγω: τον δούκα αποχαιρέτησαν κι όλους τους Βενετίκους,| την Βενετίαν εξέβησαν, την Λουμπαρδίαν οδέψαν Χρον. Μορ. P 374. 3) Περνώ, διέρχομαι (ποτάμι, στενό, πόρτα, δύσβατο δρόμο): ευθύς με την στρατείαν του τον ποταμόν εξέβη Κορων., Μπούας 124· Και ο Μουρίκης έσωσεν, στην Κορδοβίτσα εσέβη,| το στένωμα εξέβην το, άπλωσε εις τον κάμπον Χρον. Τόκκων 758· Οκάποτε εσιμώσαμεν το κάστρον της Ροδάμνης,| εξέβημεν τα δύσκολα και εσέβημεν λιβάδιν Λίβ. N 618· (με γεν.): ενέβην εις την χώραν και εξέβην της απάνω πόρτας και επήγεν εις την Κερυνείαν Βουστρ. 446 κριτ. υπ. 4) Διανύω, βαδίζω, προχωρώ: όταν τον αποχαιρέτησαν και εξέβησαν τόπον ικανόν, ελάλησεν μόνον την Θεοδώραν και εστράφη και είπεν την Hist. imp. (Rochow) 19544. 5) (Πιθ.) εισβάλλω, εκστρατεύω σε ... : Αφότου γαρ ηπήρασιν της Αντιοχείας την πόλιν,| εκεί εξεχειμάσασιν μέχρι τον Μάρτιον μήνα·| κι εκείθεν εξεβήκασιν τα μέρη της Συρίας,| κουρσεύοντα, κερδίζοντα τα κάστρη και τες χώρες Χρον. Μορ. P 88. 6) (Με αντικ. τις λ. ορισμός, νόμος) παραβαίνω: Αν αγαπώ την θεάμ μου κι εκείνη μέναν,| ποτέ της δεν εξέβηκεν τον ορισμόν μου| κι εις την αγάπην είμεστεν και πίστην έναν Κυπρ. ερωτ. 10214· (με γεν.): Άδικα επιόρκησα, βλάσφημα από λόγου,| πολλούς εσυκοφάντησα, εξέβηκα του νόμου Δαρκές, Προσκυν. [220]. Φρ. 1) Ξεβαίνω από τον νουν = παραλογίζομαι: πάντα κακά μ’ ευρήκασιν οπόθεν καν γυρίσω.| Αϊλί, φωνή φαρμακερή πάλιν οπού με συνέβη| κι από τον νουν θαμάζομαι το πώς ουδέν εξέβη Φαλιέρ., Θρ. 250. 2) Ξεβαίνει κ. από, εκ τον νουν μου = (το) ξεχνώ: αν δεν αγωνίζεσαι να μάθεις τό ου γινώσκεις,| τό έμαθες εχάσες το κι εξέβη από τον νουν σου Κομν., Διδασκ. Δ 225· Ολότελα λησμόνησαν κι εξέβη εκ τον νουν τους| η Θήβα η πανέμορφη και το ψηλόν το γένος Θησ. Γ΄ [361]. 3) Ξεβαίνω εις το φως του κόσμου = γεννιέμαι: όταν εγεννήθη το παιδίον και εξέβην εις το φως του κόσμου και έκλαυσεν Διήγ. Αλ. V 26. 4) Ξεβαίνει λόγος = γίνεται γνωστό: Και όνταν επερίλαβεν ο ρήγας τα χαρτία, επολογήθην τους με γραφές κρυφές και έπεψέν τους εις την Αμόχουστον ... ο καπετάνος των κατέργων ανάγνωσεν τες γραφές έμπροσθεν της βουλής του και εποίκαν αντιλόγους και εξανάπεψέν τους του ρηγός, και δεν εξέβην λόγος είντα ζητούν Μαχ. 33829. 5) Ξεβαίνει η ψυχή, ψυχίτσα μου = πεθαίνω: τα μάτια της εκάμμυσεν, πλέον ου συντυχαίνει| και έπεσεν εις τα χέρια του και εξέβην η ψυχή της (παραλ. 5 στ.) χρυσόν κιβούριν έκαμεν κι έβαλέν-την απέσω Αχιλλ. L 1328· δίδει του δυο τρεις ξυλιές με όλην την δύναμίν του,| ότι ολίγον έλειψε να ξέβει η ψυχή του Τριβ., Ρε 288· Ήθελα, αφέντρια και κυρά, την ώραν, την ημέραν,| όταν επιβουλεύτηκες άλλον άνδρα να πάρεις,| να ξήβην η ψυχίτσα μου Ερωτοπ. 640· (οκτώ μηνών, με φαίνεται, ήμουν εγγαστρωμένη) (παραλ. 2 στ.). Ευθύς τα εντός μου εσπάθησαν και συγκοπή μ’ εσέβη| κι επήγεν κάτω το παδίν και άνω η ψυχή μου εξέβη Απόκοπ.2 430.
       
  • ξίδι
    το, Σταφ., Ιατροσ. 8217, 13358, Γαδ. διήγ. 367, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 284v δις, 291r, 295r, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. κζ́ 34, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 241· ξίδιν, Προδρ. III 221 χφ g κριτ. υπ., Χριστ. διδασκ. 73· οξίδι, Ιατροσ. 7195· οξίδιν, Προδρ. II G 39, III 261 χφφ SA κριτ. υπ., 322 χφ Η κριτ. υπ., Σταφ., Ιατροσ. 237, 15427, Κυνοσ. 59919, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 4413, 8120, 837, 882· οξίδιον, Νομοκ. 38721.
    Το μτγν. ουσ. οξίδιον (L-S). Ο τ. ξίδιν στο Meursius (λ. ξήδιν και ξίδιν). Γ. ξίιν σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β́ 697).
    1) α) Ξίδι: Έπαρε μαύρον κουκκούδιν ... και έσμιξέ το με το ξίδιν δριμύν Ιατροσόφ. (Oikonomu) 8219· Βάλε οξίδιν και κρασίν και δάφνης φύλλα ... και ας βράσουν Σταφ., Ιατροσ. 5120· εζεμάτισε (ενν. ο βασιλεύς) ξίδι και του έριξε στα μάτια και τον ετύφλωσε Χρον. σουλτ. 2514· Σκεύος ευρέθηκεν εκεί, είχε απόσω ξίδιν| συγκερασμένον με χολήν ...| Έδραμεν είς εκ τους Εβραίους, γεμίζει ένα σφουγγάριν| χολήν και ξίδιν ανταμώς, ως διά να τον ποτίσει (πβ. ΚΔ Ιω. ιθ́ 29, Ματθ. κζ́ 48) Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 410, 413· φορτώνουν σε (ενν. όνε) και το κρασίν, οξίδι και το λάδι Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 669· (σε παροιμιακές φρ.)· (μεταφ.· βλ. και Vincent [Φορτουν. σ. 164]): Πολλά κακά συβάζεται το ξίδι με το μέλι| και όμοιος τον όμοιον αγαπά και όμοιος τον όμοιο θέλει Φορτουν. (Vinc.) Β́ 379· (εδώ ως μέσο για να περάσει θυμός ή επιθυμία· βλ. και Δημητράκ., λ. ξίδι(ν) και Παπαδ. Α., ΛΔ 7, 1955, 100): αυτή αιτία ήτονε μάννες κι εξεκληρίσαν (παραλ. 1 στ.) και να ʼθελ’ ήτονε κακά, να ’θελε πίει ξίδι,| παρά την γνώμη π’ έβαλε να πάει στο ταξίδι Τζάνε, Κρ. πόλ. 11521· β) (εδώ προκ. για ξίδι φτιαγμένο όχι από κρασί, αλλά από χουρμάδες ή μουδουβίνα): και από τούτους (ενν. τους κουρμάδες) κάνουσι και ρακί και ξίδι διά την τράπεζαν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 172· από κρασί και μουδουβίνα να χωρίσει ξίδι κρασιού και ξίδι μουδουβίνας να μη πιει Πεντ. Αρ. VI 3· γ) (εδώ σε μεταφ. για να δηλωθεί η αχαριστία· πβ. εκκλ. αντί του μάννα χολή, αντί του ύδατος όξος): διατί <ε>σάς ετάγισε στην έρημον το μάννα,| εσείς χολήν τού εδώκετε, ξίδια συγκερασμένα Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 58· δ) (προκ. να δηλωθεί ξινίλα του στομαχιού): Προς όταν ο άνθρωπος ερεύγεται ωσάν οξίδιν Σταφ., Ιατροσ. 16463. 2) Κρασί ξινισμένο, κακής ποιότητας: εκείνοι να κοτσώνουσιν το χιώτικον εις κόρον,| ο δ’ εδικός μου ο στόμαχος να πάσχει από το ξίδιν Προδρ. III 261 χφ g κριτ. υπ.· ουδέ συμφθάνει ο ταπεινός …|  … το κρασοβόλιν του οξίδιν να πληρώσει Προδρ. III 221 χφ C κριτ. υπ.
       
  • οδυνηρά,
    επίρρ.
    Από το επίθ. οδυνηρός. Η λ. και σήμ.
    Με πόνο (ψυχής), με πολλή θλίψη· σπαρακτικά: να λυπηθώ και να δαρθώ, οδυνηρά να κλάψω Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 107.
       
  • ολημερινόν,
    επίρρ.· ολημερνόν, Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 145.
    Το ουδ. του επιθ.· ολημερινός ως επίρρ. Ο τ. στο Somav. (λ. ολημέρα). Λ. ολημερνά σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων. 360).
    Όλη μέρα· συνεχώς: ας τον προσκυνήσομεν (ενν. τον Χριστό), όλοι να γιατρευτούμεν| από τα αμαρτήματα του πομπονήρου όφη,| απού μας ρίπτει ολημερνόν Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. (Βασιλείου) 148.
       
  • ορφανεύω,
    Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. (Βασιλείου) 89· αρφανεύω.
    Το αρχ. ορφανεύω. Ο τ. στο Somav. και σήμ. λαϊκ. Η λ. και σήμ.
    Α´ Μτβ. 1) Κάνω κάπ. ορφανό: Ω Χάροντα αλύπητε, διατί να με ορφανέψεις Ευγέν. 595. 2) (Προκ. για γονέα) κάνω ή γίνομαι αίτιος να χάσει το παιδί του, απορφανίζω: Ω γη και πώς εσύ βαστάς και δεν ανοίγεις όλη,| να καταπιείς τους ασεβείς … Εβραίους,| οπού … ορφανέψασί με, κι επήραν μου το τέκνον μου Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 86. Β´ (Αμτβ.) μένω ορφανός: την ώρα οπού αρφάνεψα κι έμεινα δίχως μάνα,| να είχαν με θάψει με αυτήν στον Άδην, λέγω, αντάμα Ευγέν. 587· μιτσά ορφανέψαμε, οπού δεν είχαμε κανεί να μας ορμηνέψει ως τη σήμερο Μανολ., Επιστ. 173. Η μτχ. παθητ. παρκ. ως επίθ. = 1) Που έχασε τον ένα ή και τους δύο γονείς, ορφανός: Ήτον και ο πατέρας μου άνδρας χαριτωμένος,| μα ’πόθανεν και ’πόμεινα μικρός ορφανεμένος Διγ. O 426. 2) Που έχασε ή στερήθηκε αγαπημένα πρόσωπα· έρημος: να κάμω … ζωήν ασβολωμένη,| με κλάηματα παντοτινά, τυφλή κι ορφανεμένη Ροδολ. (Αποσκ.) Δ΄ 532· είναι ορφανεμένη (ενν. η Αρετούσα)| και στέκεται στη μπόρεση την εδική του (ενν. του βασιλιού) η ξένη Ροδολ. (Αποσκ.) Δ΄ 333.
       
  • όφης
    ο, Πόλ. Τρωάδ. 266, Μαχ. 64833, Χούμνου, Κοσμογ. 91, 342, 2263, Βεντράμ., Γυν. 36, 70, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 1142, Πορτολ. A 141, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 55r, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 142 δις, 150 τετράκις, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ε΄ 384, 498, Πιστ. βοσκ. I 5, 33, II 8, 44, IV 8, 216, Ροδολ. (Αποσκ.) Α΄ 35, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [1397], Τζάνε, Κατάν. 460, κ.α.
    Το αρχ. ουσ. όφις. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., λ. όφις).
    1) Φίδι: το να βάλουν τα ρούχα τους εις την γην, δόξου έναν όφην και ήρτεν τρεχάτον και ενέβην εις το δέντρον Μαχ. 64830· εις μιόν την βέργαν του ’ριψεν (ενν. ο Μωυσής του Φαραώ) και όφης εκατεστάθη Χούμνου, Κοσμογ. 2261· (προκ. για νερόφιδο): όφης εφάνη φοβερός μέσα εις το ποτάμι Ζήνου, Βατραχ. 133· (ως μέσο τιμωρίας στην Κόλαση): μα ’κεί (ενν. στην κόλαση) δεν είν’ μετάνοια, μα ’ναι φωτιά, σκουλήκοι| και όφηδες διαβολικοί και θυμωμένοι λύκοι Τζάνε, Κατάν. 480· είδεν η Παναγία γυναίκες κρεμασμένες από τα πόδια και όφηδες φοβεροί τους ετρώγασι Αποκ. Θεοτ. 193· να ’ναι δεμένοι (ενν. οι Εβραίοι) μ’ όφηδες Τζάνε, Κατάν. 333. 2) Τερατώδες ερπετό: ο όφης ανασήκωσεν το όμμα του προς αύτον (ενν. τον Ιασού),| διπλώνει, ξεδιπλώνεται, φουσκώνει και χοντραίνει,| συχνά την γλώσσαν έβγανεν, πυρ και φαρμάκι ρίπτει Πόλ. Τρωάδ. 335· (ως φύλακας του κάτω κόσμου): ομπρός στην πόρταν ήτονε, εις το μπασεβγασίδι| όφης τρικεφαλόστομος δεμένος μ’ αλυσίδι| και ωσάν πορτάρης έβλεπε πόρτες και αυλές ομάδι| μήπως και λάθει τον τινάς κι έβγει έξω από τον Άδη Πικατ. 83. 3) Χάλκινο ομοίωμα φιδιού ως σύμβολο του Χριστού (Για τη σημασ. βλ. και Lampe, Lex., λ. όφις 5): όφην του ’πεν (ενν. του Μωυσή) ο Θεός να υψώσει εις κοντάρι,| «χαλκωματένιον κάμε τον, να ’χει μεγάλην χάρη» Χούμνου, Κοσμογ. 2633· ω Μωυσή πανθαύμαστε …,| εσύ μου το προφήτευσες υιόν μου να σταυρώσουν,| όταν εσύ εκρέμασες στην έρημον τον όφην Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 135. 4) Το φίδι του παραδείσου ως όργανο του διαβόλου: παρευθύς έβαλε (ενν. ο διάβολος) εις τον νουν του ότι να γένει όφης και να έχει πρόσωπον ανθρώπου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 72v· σ’ όφην τον φρονιμότατον ο διάβολος εσέβη| και της γυναίκας του Αδάμ με δόλο τσ’ ερμηνεύει Χούμνου, Κοσμογ. 67· όφης εμέν ηπάτησε στο σφάλμαν τό σ’ εποίκα,| εκ του αγίου σου ορισμού κι υπακοής εβγήκα Χούμνου, Κοσμογ. 89. 5) Ο διάβολος (γενικά): ώσπερ το φίδι ξερνάγει το φαρμάκι, έπειτα σμίγεται την σμύρναν, έτσι και ο νοητός όφης, ο διάβολος, σουρίζει και γελά τον άνθρωπον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 55r· ας τον προσκυνήσομεν (ενν. το Χριστό), όλοι να γιατρευτούμεν| από τα αμαρτήματα του παμπονήρου όφη Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 144. 6) (Σε μεταφ. προκ. για άνθρωπο δολερό, ύπουλο): όφη μικρό σ’ ανάθρεψα, για να με φαρμακέψεις Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ΄ 695· θωρώντ’ αγνιάκιν τρυφερόν| ελύγιζεν εθάρρησα·| να ξεύρετε ότι αγνώρισα| όφην πολλά φαρμακερόν Κυπρ. ερωτ. 12524· όταν ελθείς στο σπίτιν σου οπού έναι θεοργισμένον (παραλ. 1 στ.) όλον φαρμάκιν στέκεσαι ωσάν κακός ο όφης,| στο γιόμα και αν καθίσομε, στο δείπνον και αν σεβούμε Σπαν. (Ζώρ.) V 629· φρ. ζώνομαι τον όφην, βλ. ζώνω (I) II A΄ 1. 7) (Μεταφ. προκ. για έντονη λύπη, στενοχώρια): να γροικούν (ενν. οι γυναίκες) τ’ Αγαρηνού τα χουγιατά να κάμνει,| εις την καρδίαν τους έμπαινεν όφης να τους δαγκάνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 27112· γίνωσκε, μαννίτσα μου πονετική, μη μ’ απαντέχεις πλέον (παραλ. 1 στ.), ότι όφης με τριγύρισε, βούλεται να με φάγει Περί ξεν. A 408.
       
  • παμβασιλεύς
    ο, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 80, Γλυκά, Στ. Β΄ 102, Προδρ. (Eideneier) IV 355 χφφ CK κριτ. υπ., Κορων., Μπούας 3, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1336.
    Το αρχ. ουσ. παμβασιλεύς.
    Υπέρτατος εξουσιαστής α) (προκ. για αυτοκράτορα του Βυζαντίου): ω Μανουήλ παμβασιλεύ και γόνε της πορφύρας Προδρ. (Eideneier) IV 355· β) (προκ. για το Θεό): Πανάγαθε, παμβασιλεύ, παντάναξ, παντοκράτωρ Φλώρ. 693· Κύριε Θεέ, παμβασιλεύ, ο κτίσας τους αιώνας Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1808· γ) (προκ. για το Χριστό): Χριστέ, παμβασιλεύ και ποιητά και κτίστα Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. (Βασιλείου) 179.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης