Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- επάνω (I),
- επίρρ., Μυστ. 52, Ασσίζ. 11131, 17312, 19311, 21320, 3218, 34420, Ελλην. νόμ. 55524, Διγ. Z 2836, 3036, Βέλθ. 417, Ακ. Σπαν. (Eideneier) Α΄ 451, Χρον. Μορ. P 3318, Βίος Αλ. 3649, Βίος οσ. Αθαν. 238, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 826, Χειλά, Χρον. 346, Δούκ. 23712, Σφρ., Χρον. μ. 1231, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 269, Ιστ. πολιτ. 147, 577, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1321, Διγ. Άνδρ. 33613, 38912, 3935, Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 243, Βακτ. αρχιερ. 180, κ.π.α.· απά, Ασσίζ. 3144 (βλ. απάτουν)· απάνου, Διγ. (Trapp) Esc. 172, 1127, 1284, Ακ. Σπαν. (Eideneier) Α 158, 411, Διήγ. Βελ. 202, Αχιλλ. O 233, 285, 411, Τζαμπλάκ. 42, Χρον. Τόκκων 1604, Παρασπ., Βάρν. C 268, Θησ. (Foll.) I 48, 57, 77, 86, Θησ. Πρόλ. [46], Διήγ. Αλ. V 73, Αλεξ. 28, 1821, 2160, 2467, 2614, 2675, Σαχλ., Αφήγ. 448, Πεντ. Έξ. II 14, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [54, 449], Γ΄ [447], κ.π.α.· απάνω, Σταφ., Ιατροσ. 10287, Παράφρ. Μανασσ. Β΄ 307, Ασσίζ. 2819, Ιατροσ. 2075, Διγ. (Trapp) Esc. 1089, Χρον. Μορ. H 2360, Απολλών. 71, Λίβ. N 3087, Ιμπ. (Legr.) 122, Μαχ. 226, 66034, Βουστρ. 473, Απόκοπ. 32, Κορων., Μπούας 55, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 144, Αιτωλ., Μύθ. 664, Ιστ. πατρ. 10713, Κατζ. Α΄ 163, Ε΄ 300, Σταυριν. 165, Ιστ. Βλαχ. 1698, Διγ. Άνδρ. 3874, Ερωτόκρ. Α΄ 579, Ε΄ 1026, Θυσ.2 595, Διήγ. πανωφ. 59, Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 464, Λεηλ. Παροικ. 495, Τζάνε, Κρ. πόλ. 24530, κ.π.α.· απάνωνα· επάνου, Αχιλλ. N 476 (βλ. R. Lavagnini, RSBN 6-7, 1969-70, 177), Αχιλλ. O 296, Παρασπ., Βάρν. C 168, Έκθ. χρον. 5120, Πεντ. Γέν. XLIII 16, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 224· επάνως, Ασσίζ. 32525· πάνου, Εκατόλ. M 72, Συναδ., Χρον. 45, 58, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [11], Τζάνε, Κρ. πόλ. 28519, 54113· πάνω, Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 645, Τζάνε, Κρ. πόλ. 3787.
— Βλ. και κατεπάνω.
I. (Ως επίρρ.) Α´ Τοπ. 1) επάνω (Βλ. και ΙΛ., λ. απάνω Α 1α και Δημητράκ. στις λ. απάνω και επάνω 1): η κόρη από τον φόβον της εσκώθηκεν απάνω Διγ. Z 222· Τα χέρια τους δεν δύνουνται απάνω να σηκώσουν Απόκοπ. Επίλ. I 505· η γιαλόν απάνωνα (ενν. πάρτε) οπού είναι προς το τράφο Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 35316· (ως προτροπή για να σηκωθεί κανείς) (βλ. και ΙΛ, λ. απάνω ΓΖ φρ.): Λέγει τον: «Απάνου ογλήγορα και κάμε την κουρούνα» Δαρκές, Προσκυν. 82· έκφρ. (1) στ’ απάνω κι εις τα κάτω = πέρα δώθε, παντού (Η χρ. και σήμ. στον τ. πάνω-κάτω): «Το νικητή, τον κερδαιτή, στ’ απάνω κι εις τα κάτω| δεμένο κωλοσύρνω το στ’ αμάξι μ’ αποκάτω» Ερωτόκρ. Β΄ 515· ο Σταυρωμένος ο μεγάλος … και όλος απάνω-κάτω είν’ χρυσωμένος Λεηλ. Παροικ. 496· (2) απάνω-κάτω = (α) σε σύγχυση, σε αναστάτωση (Η χρ. και σήμ.): Ο λογισμός με τυραννά κι έχει με απάνου-κάτω Στάθ. (Martini) Α΄ 219· (β) περίπου (Η χρ. και σήμ. Δημητράκ., λ. επάνω 8): επέκεινα των εξακοσίων χρόνων, απάνω ή κάτω, ως εικάζω, Χειλά, Χρον. 347· φρ. βάνω επάνω-κάτω = καταβάλλω, καταστρέφω (βλ. και ά. βάνω 30α): Ελάτε γληγορότερα μ’ όλο σας το φουσσάτο,| να πάμε να τους βάλουμε όλους απάνω-κάτω.| Κι αν αντιτείνει και τινάς, …| σε φούρκα υψηλότατην να ʼρίσω να φουρκίσουν Διακρούσ. 7722· τον νουν του και την γνώσην του να βάλω απάνω-κάτω,| να τονε θάψω ζωντανό Ζήν. Πρόλ. 190. 2) Πιο πάνω, προηγουμένως: περνώντας βλέπει απομακράς της Ραχιήλ τον τάφον,| οπού ʼτον η μητέρα του, ωσάν απάνω γράφω Χούμνου, Κοσμογ. 1606. Β´ (Χρον.) έκφρ. επάνω όντεν, όταν, που = την ώρα που, την ίδια στιγμή που (Η χρ. του απάνω που και σήμ., ΙΛ, λ. απάνω Α 4 και Δημητράκ., λ. επάνω 7): απάνω που κινούσαμεν, μια φωνή γροικούμεν Διήγ. ωραιότ. 348· απάνω όντεν εκίνησα να πώ του ριζικού μου| να συβουλέψει …,| τότε μου λέγει Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 245. να δώσει εις ώρα της ευλόγησης ό,τι βρεθού απάνω στην ώρα Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 8218. II. (Ως επίθ.) ο απάνω κόσμος = επίγεια ζωή (Η χρ. και σήμ., ΙΛ, λ. απάνω Α 1α φρ. και Δημητράκ., λ. απάνω 14): Δόξα να έχει ο Θεός, οπού πριχού αποθάνω| με το παιδί μου σμίγομε στον κόσμο τον απάνω Κατζ. Ε΄ 242. III. (Ως πρόθ.) Α´ Τοπ. 1) α) Επάνω σε, επάνω από κάπ. ή κ. (Η σημασ. και σήμ., βλ. και ΙΛ, λ. απάνω Γ 1α και Δημητράκ. στη λ. 3 και λ. απάνω 3): κέντησαν αυτόν επάνω του οιδήματος Ιερακοσ. 49329· έκατσεν απάνω της θαυμαστής μούλας γυναικεία Μαχ. 4449· εποίησεν γέφυραν τερπνήν απάνω στον Ευφράτην Διγ. (Trapp) Esc. 1648· έκφρ.: (1) επάνω εις εκατόν = εκατό τοις εκατό: επάνω εις εκατόν να έλεγες ολοσίδηρος ένι Λίβ. P 735· (2) απάνω της θαλάσσου = διά θαλάσσης, μέσῳ θαλάσσης: εάν είς άνθρωπος να δώσει ετέρου ανθρώπου πέρπυρα κε΄ ή ρ΄ να τον ηπάρει απάνω της θαλάσσου ως γιον να ʼπούμεν να τον ηπάρει εις την Κύπρον Ασσίζ. 4628· (3) (προκ. για όρκο) απάνω εις τα άστρα, τα ευαγγέλια, τον όρκον (μου), την ψυχή (μου), κλπ. (γενικότερα για τους τ. των όρκων βλ. Κουκ., ΒΒΠ Γ΄ 346 κε.): κάνω σου όρκο εις τ’ άστρα απάνω Ζήν. Γ΄ 215· ομόσαν έμπροσθεν του ρηγός απάνω εις τα άγια τον Θεού ευαγγέλια Μαχ. 5183 (Για τη σημασ. πβ. φρ. (ομόνω) επάνω εις τα άγια Ασσίζ. 19022)· εσύ κακέ Κατζάραπε, θέλω, στην ψη μου απάνω| να κάμω να φουρκίσου σε Κατζ. Ε΄ 277· β) (μεταφ.) επικεφαλής (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. απάνω Γ 1β και Δημητράκ. στη λ. 2): Καίσαραν τον εποίησεν απάνω εις το φουσσάτον Διήγ. Βελ. 415· εγώ ʼμαι απάνω εις όλους σας, εγώ ʼμαι εδά κερά σας Σαχλ., Αφήγ. 830· φρ. είναι κάπ. ή κ. απάνω εις την κεφαλήν μου, στο κεφάλι μου = εκτιμώ, υπολήπτομαι κάπ. ή κ. (βλ. και Δημητράκ., λ. απάνω 1 φρ.): ούλοι είπαν: ορισμός της απάνω εις την κεφαλήν μας Βουστρ. 521· απάνω εις το κεφάλι μου …εσύ ʼσαι Ch. pop. 351. 2) (Προκ. για προσθήκη ή εξαίρεση) α) επιπλέον· (Η σημασ. και σήμ.): απάνω ʼς τσι καημούς κι απάνω εις πρίκες πρίκα Θυσ.2 203 · έβαλε περισσότερα απάνω εις το χαράτσι Ιστ. πατρ. 15620· β) περισσότερο από (Η σημασ. και σήμ.): έμεινεν ο ναός τότε χρόνους πολλούς έρημος επάνω των είκοσι Χειλά, Χρον. 350· γ) (ως β΄ όρος σύγκρισης): πλήν απάνω εις όλα τα χαρίσματα λαμπρότερον είναι το χάρισμα της σοφί(ας) Πηγά Μ., Περί σοφ. 6836· δ) εκτός: επάνω της προικός έτερα χαρίσματα ουκ ολίγα Ακ. Σπαν. (Eideneier) Α 446· έκφρ. απάνω εις όλα = προπαντός: απάνω εις όλα ευγενικήν γύρεψε να την εύρεις Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 161· απάνω σ’ όλα φίλο μας περίσσα ηγαπημένος Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [218], Β´ (Με το μου, σου, κλπ.) 1) α) (σε χρ. αντί για απλή προσωπική αντωνυμία): ο Κύριος ο Θεός των Οβραιών εσυναντιάστην απάνου μας Πεντ. Έξ. III 18· να ιδεί ο Κύριος απάνου σας και να κρίνει Πεντ. Έξ. V 21· και ιδού παλληκάρι κλαίγει και ελυπηθην απάνου του Πεντ. Έξ. II 6· β) (σε χρ. αντί για την αυτοπαθή αντων.)· φρ. κρατώ απάνω μου = (α) συγκρατούμαι, αντέχω: (Εις τούτο συνέρχεται και ανοίγει τα μάτια του και αναστενάζει) Ειντά ’χεις; κράτιε απάνω σου Πανώρ. Γ΄ 546· (β) υπερηφανεύομαι (Βλ. και Δημητράκ., λ. απάνω 9): να κρατείς απάνω σου, κόρη, να καμαρώνεις Ερωτοπ. 101· γ) στα χέρια, στην κατοχή κάπ. (Βλ. και Δημητράκ., λ. απάνω 9): Εάν … κανείς βίος εκλάπη και … ευρέθην απάνω οκάτινος ανθρώπου Ασσίζ. 44330· βαστά απάνω του τα μαγικά Κατά ζουράρη 143· δ) χαριστικό ή αντιχαριστικό δ1) υπέρ κάπ., επ’ ονόματι κάπ.: ει δε έχει παίδας και βουληθεί ποιήσαι διαθήκην επάνω τους παίδας Ελλην. νόμ. 58418· δ2) σε βάρος κάπ.: περί οπού αγωγιάζει άλλου υποζύγιον και σύρνει το και ψοφά, επάνω τίνος να ένι η ζημία Ασσίζ. 32420· αν τον εποίκεν να αγκρισθεί και να επέθανεν, πρέπει να βάλουν επάνω της ότι εσκότωσέν τον Ασσίζ. 13325· φρ. ας είναι επάνω μου αν … = ας τιμωρηθώ, ας υποστώ τις συνέπειες αν: εις τον καστελάνον θέλω πα διά να τον εγκαλέσω| και ας έν’ απάνω μου λοιπόν, αν δεν τον απολέσω Σαχλ., Αφήγ. 213· δ3) εναντίον κάπ. (Η χρ. και σήμ., Δημητράκ., στη λ. 6): απάνω σου επέσασιν αμέτρητα φουσσάτα Θρ. Κων/π. B 15· λουμπάρδες έριξαν πολλές εις αυτουνούς απάνω Ιστ. Βλαχ. 185· μετά πόσης της οργής επάνω μου κατήλθε Διγ. Z 3110· φρ. βάνω χέριν απάνω κάπ. = κακοποιώ κάπ. (Βλ. και Δημητράκ., λ. χέρι 1): εφοβήθην μηδέν βάλουν χέριν απάνω του ότι εθυμώθησαν Μαχ. 4620· δ4) (ως προτροπή για επίθεση) (Η χρ. και σήμ.): «παιδία συντρόφοι επάνω τους· μηδέν τους εντραπούμεν» Χρον. Μορ. H 5381. Γ´ (Αναφορ.) α) πάνω σε κ., σχετικά με κ. (Η χρ. και σήμ., ΙΛ, λ. απάνω Γ 3 και Δημητράκ., λ. απάνω 4): ουδέν ημπορούν να ομοφρονήσουν επάνω της ρηθείσης κρίσεως Ασσίζ. 9424· κατά τό λαλεί ο Αριστοτέλης εις το βιβλίον του απάνω εις την ψυχήν Άνθ. χαρ. 2903· λέσι οι άνωθεν αδελφοί πως χρωστούσι ... υπέρπυρα τρακόσα απάνω σε κάποια διαφορά όπου λέσι και έχουν Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1964· β) έναντι κάπ. πράγμ.: Προσέταξεν … τούτους πανοικί εν τη Πόλει είναι επάνω ποινής κεφαλικής τιμωρίας Δούκ. 39324· άνοιξε το χαρτίν το βουλλωμένον και ό,τι λαλεί ποίσε ότοιμα απάνω εις αφορισμόν Μαχ. 1436· Δ´ (Χρον.) κατά τη διάρκεια, την ώρα που … (Βλ. και ΙΛ Γ 6): ήφεραν και δικάσιμον απάνω εις το τραπέζιν Πουλολ. 5· απάνω εις την αυτήν ταραχήν ενέβησαν μεσόν τους οι μοναχοί των Λατίνων και εκατηγορήσαν τους Μαχ. 23010· έκφρ.: (1) απάνω εις μίαν στιγμήν = αμέσως: πε και εσύ, ω άνθρωπε, ότι δεν γίνομαι Τούρκος διά να τελειωθείς απάνω εις μίαν στιγμήν Συναδ., Χρον. 31· (2) απάνω σε (τόσες) ημέρες = μετά (τόσες) ημέρες (Βλ. και ΙΛ, λ. απάνω Γ 7, καθώς και Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ, περ. β΄, 6, 1955/6, 237): αναμένετέ με και έρχομαι απάνω εις τρεις ημέρας Αχιλλ. L 11.καθαρίζω,- Σπαν. (Μαυρ.) P 371, Ελλην. νόμ. 54520, 5598, 56012, Ορνεοσ. αγρ. 56922, Αλεξ. 219, Πουλολ. Z 138, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 682, Χρον. Τόκκων 3109, Ασσίζ. 25930, Μαχ. 6821, 39011, Σκλέντζα, Ποιήμ. 33, Βουστρ. 529, 533, Αιτωλ., Μύθ. 466, Κυπρ. ερωτ. 1172, 1379, Ευγέν. 496, Στάθ. (Martini) Α΄ 319, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [531], Ζήν. πρόλ. 23, Τζάνε, Κρ. πόλ. 20724, 56623· καθερίζω, Προδρ. IV 200, Σπανός (Eideneier) A 361, Πουλολ. 149, Θησ. Θ΄ [71], Πεντ. Γέν. XXIV 8, Αρ. XIX 12, Ζήνου, Πρόλ. Πένθ. θαν.2 375.
Το μτγν. καθαρίζω. Η λ. και σήμ.
1) Καθαρίζω (μεταφ.): αφήτις ήλθε ο Χριστός, εφώτισε κι εσιάσε,| την στράταν εκαθάρισε και την γραφήν εφτιάσε Δεφ., Λόγ. 34. 2) α) Απαλλάσσω από τα περιττά, ξεχωρίζω: τα λάχανα καθάριζε και του ’ριχνε τα φύλλα Γαδ. διήγ. (Wagn.) 17· σαν χρυσάφι εις την ’στιάν θε να τσι καθαρίσω (ενν. τους χριστιανούς) Τζάνε, Κρ. πόλ. 21617· β) στερώ κάπ. από κ.: ανισώς και έχετε το θέλημα να καθαρίσετε τον ρήγα από την κληρονομίαν του Μαχ. 47417. 3) Αποσαφηνίζω, εξηγώ: ουδέν καθαρίζει (ενν. ο λίβελλος) ούτε την ημέραν, ούτε τον καιρόν, ούτε την προθεσμίαν του γάμου Ελλην. νόμ. 51729· Δηλοί λατίνικα κατά τους πολιτικούς και καθαρίζει το, καθά κάτω δηλοί Ασσίζ. 2819. 4) Εξαγνίζω: χρεία είναι, αγαπητέ, να καθαρίσομεν τον εαυτόν μας ... από παντός μολυσμού σαρκός Πηγά Μ., Περί σοφ. 68435. 5) Γιατρεύω: Χριστέ, άνοιξον τα μάτια μου, καθάρισον το φως μου Διήγ. ωραιότ. 723. 6) α) Τακτοποιώ: να ιδείς το ταχύ πόσος ασβέστης έρχεται, και καθάρισε και σπίτι διά να τον βάλεις Διαθ. Νίκων. 226· β) ρυθμίζω εκκρεμότητες, προβλήματα: Αυτός, ωσάν απόγραψεν, ήθελεν ν’ αρχινήσει,| όσα χωριά επίντωσεν για να τα καθαρίσει Άσμα διερμ. 380.λωλάδα- η, Ιστ. Βλαχ. 1986, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [160, 826, 1154], Ε΄ [150]· λουλάδα, Περί γέρ. 85.
Από το επίθ. λωλός και την κατάλ. ‑άδα. (Βλ. Ανδρ., Λεξ., λ. λωλάδα). Η λ. και σήμ.
α) Ανοησία: ετούτη η άλλη σοφία του κόσμου και των ανθρώπων μωρία είναι σιμά εις τον Θεόν, ήγουν λωλάδα Πηγά Μ., Περί σοφ. 683· ο Σκεντέρης ήφερε κατήδες και κριτάδες| να κρίνουσι τον Λούπουλον για τες πολλές λωλάδες| οπ’ έκαμε κι εχάλασε τόπον του βασιλέως Ιστ. Βλαχ. 1306· β) τρέλα: ιδές λοιπόν … τέλειαν λωλάδαν| τήν έποικεν … η σκύλα Ηρωδιάδα:| τον Πρόδρομον τον θαυμαστόν …| ενέγκασεν τον άνδραν της και εις θάνατον τον βάνει Συναξ. γυν. 313· δεν είναι το πρεπόν ποτέ κανείς να βάλει| με δίχως γάμον κορασιάν σε γάμου νοστιμάδα.| Γιατί … έχω το για λωλάδα Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [1050].μαλακία- η, Ωροσκ. 416, Πηγά Μ., Περί σοφ. 68685, Βακτ. αρχιερ. 170.
Το αρχ. ουσ. μαλακία. Η λ. και σήμ.
1) Εξασθένηση, αδυναμία, αρρώστια: αλέξιμοι (ενν. πέτραι) γαρ πέλουσιν εις πάσαν μαλακίαν·| εις ρίγον, εις κεφαλαλγίαν και άλλην αρρωστίαν Παϊσ., Ιστ. Σινά 1648· ίνα εύροσι βότανα να ωφελούσιν … εις πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν Ιατροσ. 255. 2) Αυνανισμός: αιμομιξίες, αρσενοκοιτίες,| μαλακίες, παιδοφθορίες Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι X 63.μεθυσία- η, Σπαν. (Ζώρ.) V 417, Πουλολ. (Τσαβαρή) 140, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι X 63, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 69, 195, 296, Σαχλ., Αφήγ. 885, Σοφιαν., Παιδαγ. 271, 287· μεθυσιά, Σαχλ., Αφήγ. 248, 250, 600, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 99, 661, Πηγά Μ., Περί σοφ. 686.
Από τον αόρ. του μεθύω και την κατάλ. -ία. Τ. μεθυσά στο Βλάχ. Η λ. και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ. και Andr., Lex., λ. μέθυσις).
Μέθη, μεθύσι: λείπε εκ τα ποτά, νιέ, φεύγε την μεθυσίαν Σπαν. O 83· (αρχίζουν) την αφήγησιν όλο διά μεθυσίες,| λαλούσι (διά καλά κρασιά) Σαχλ., Αφήγ. 581· τραγούδια, μεθυσιές και χάχαρα μεγάλα Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 126· ένι μεθούκλιν ο έρημος, κουρούνα καμωμένος,| κι αναταράσσομαι κι εγώ υπό της μεθυσιάς του Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 375.κατανεκρώνω.- Από την πρόθ. κατά και το νεκρώνω. Η λ. τον 4. αι. (Lampe, Lex., λ. κατανεκρόω) και σε καταδέσμους (L‑S, λ. κατανεκρόω), καθώς και σήμ.
Νεκρώνω εντελώς· καταπονώ, εξαντλώ κάπ. σωματικά σε μέγιστο βαθμό (Πβ. το σημερ.: «πεθαίνω» κάπ.): Δεν βλέπεις τα ζώα τα άλογα, οπόταν θέλουν να τα ημερώσουν, πώς τα καταμαραίνουν πρώτα και κατανεκρώνουν τα και τότε τα παιδεύουν; Πηγά Μ., Περί σοφ. 56.παρθενεύω,- Ελλην. νόμ. 53518, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 39v, Μαλαξός, Νομοκ. 134, Ψευδο-Σφρ. 36027· παρθενεύγω, Γεωργηλ., Θαν. 490.
[Το αρχ. παρθενεύω. Ο τ. παρθενεύγω στο Βλάχ. Η λ. στο ΑΛΝΕ.]
Είμαι παρθένος, ζω παρθενικό ή άγαμο βίο: Παρθενεύουσιν οι άγγελοι, ας παρθενεύομεν και οι άνθρωποι να γινούμεν άγγελοι Πηγά, Χρυσοπ. 124· οπόταν ίδεις έναν άνθρωπον και πράττει τα έργα τα αγαθά ..., και είναι εγκρατής και παρθενεύει και περιπατεί φρόνιμα ... τούτον κράτιε πως ζει θεϊκά, τούτον λέγε πως έχει τον Θεόν μετά του Πηγά Μ., Περί σοφ. 687· η πρεσβυτέρα, οπού να αποθάνει ο πρεσβύτερος αυτής, εάν δεν δύναται να παρθενεύει, αν θέλει, υπανδρεύεται ανεμποδίστως Μαλαξός, Νομοκ. 155· (προκ. για την Παναγία): Συ κατά σάρκα τον Θεόν εγέννησας και λόγον,| πριν τόκου παρθενεύουσα, παρθένος μετά τόκον Εις Θεοτ. 18· (προκ. για άγαμο κληρικό): Περί κληρικών, ότι προ του να χειροτονηθώσιν υποδιάκονοι υπανδρεύονται ή παρθενεύουν, αμή αφού χειροτονηθώσι διάκονοι πλέον δεν υπανδρεύονται Βακτ. αρχιερ. 158· οι αρχιερείς και οι εν τῳ κλήρῳ, οπού δεν έχουν γυναίκας νομίμους, οι οποίοι παρθενεύουν, να υπηρετούνται υπό ανδρών, ουχί υπό γυναικών Μαλαξός, Νομοκ. 87.πόδας- ο, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 1027, Διαθ. Ακοτ. 14840, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 388, 416, Σκλάβ. 79, Αχέλ. 1216, Κατζ. Β́ 80, 83, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 29, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3933, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 688, 871, 1150 δις, Δ́ 1047, 1855 δις, Στάθ. (Martini) Γ́ 205, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 394, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 691, 700· πληθ. πόδια τα, Πιστ. βοσκ. IV 6, 60, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1167, B́ 1152, 1932.
Από την αιτ. πόδα του αρχ. ουσ. πους, με ενδιάμεσο τ. την αιτ. πόδαν (Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 7). Ο πληθ. τα πόδια από μεταπλ. του αρσ. σε ουδ. (Τσοπ., Συμβολές Β́ 676). Η λ. σε χειρόγρ. του 14. αι. (LBG και Kahane, BZ 66, 1973, 29), στο Βλάχ., σε έγγρ. του 16. αι. (Μαράς, Κατάστιχο 149 Α′ 473, Β́ 29313, 3025, Γ́ 1676 κ.α. και Κασιμ., Έγγρ. 3 (82)) και του 17. αι. (Κωνσταντουδάκη, Θησαυρ. 12, 1975, 12224), σε ηπειρωτικό γιατροσόφι του 19. αι. (Οικονόμου, Δωδώνη 7, 1978, 300) και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ).
1) Το πόδι ως όργανο: α) το ακραίο τμήμα του σκέλους των ανθρώπων ή των σπονδυλωτών ζώων: εστράφηκεν οπίσω της, σφακέλωμαν εποίκεν,| έπτυσεν ως οργισθικά εκτύπησεν τον πόδαν| ωσάν επαπειλήσεται τους δαίμονας, δοκεί μοι Καλλίμ. 1166· Ακούγοντας το Δάσκαλο ο Πέτρος εσυγκλίθη| και του Ιησού έτοιας λογής τότες επιλογήθη: «Όχι τους πόδας μοναχάς μα και την κεφαλή μου| μού πλύνε και τα χέρια μου, Δάσκαλε και Σωτήρ μου» Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2926· κτυπούν (ενν. τα φαριά) τα πόδια τως στη γη, τη σκόνη ανασηκώνου,| το τρέξιμον αναζητούν, αφρίζου και δριμώνου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1653· β) ολόκληρο το καθένα από τα κάτω άκρα του ανθρώπου ή από τα σκέλη των ζώων και των πτηνών: με το σπαθί μου μοναχάς να ρίχνω απάνω κάτω,| να κόψω χίλιες κεφαλές, μέλη να τεταρτιάσω,| πόδια και χέρια να πετώ, κορμιά να ξεκοιλιάσω Στάθ. (Martini) Γ́ 218· ομοίως ο γιατρός εγιάτρεψεν ά μου σκλάβον, ού σκλάβαν οπού είχεν τον πόδαν θλασμένον, ού την χείραν, και είπεν καλά να τον ιάνει Ασσίζ. 43210· εκφρ. προσκόπτει προς λίθον ο πόδας μου/προσκρούει ο πόδας μου εις λίθον = διαπράττω ηθικό παράπτωμα: Και πάλι λέγει επί χειρών αρούσι σε (ενν. οι άγγελοι), ίνα μη προσκόψῃς προς λίθον τον πόδα σου, απάνω εις τα χέρια τως σε θέλουν σηκώνει, λέγει, διά να μη προσκρούσει ο πόδας σου εις λίθον προσκόμματος Πηγά Μ., Περί σοφ. 687 δις· (συνεκδ. προκ. να δηλωθεί το πρόσωπο που βρίσκεται δίπλα στο ουσ.): ιδέ πώς παίζει η χέρα και κτυπά σου| και ο πόδας μου σε φεύγει Πιστ. βοσκ. III 2, 60· Ω πόδες (ενν. του κοιμηθέντος) οπού καθημέραν ετρέχετε εις υπηρεσίαν του Ευαγγελίου, πώς ησυχάσατε; Χίκα, Μονωδ. 182· (εδώ σε παροιμ. φρ.): όποιος κοπιά τα χέρια του, τα πόδια του αναπεύγει,| και ουδέ τον νουν του τυραννά, τη γλώσσα δεν παιδεύγει Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 245· (μεταφ., σε παροιμ. χρ.): Τούτ’ η βουλή, που του ’δωκεν ο φίλος, δεν τ’ αρέσει| (δεν έχει πόδια να σταθεί εκείνος οπού φταίσει) Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1908· Το πράμαν είναι φανερό κι ο κόσμος το κατέχει| γιατί το ψόμα να σταθεί πόδια ποτέ δεν έχει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 878. 2) Μονάδα μέτρησης επιφάνειας (για το πράγμα βλ. Δετοράκης, Κρητολ. 12-13, 1981, 110): και αφήνω του έναν πόδα χωράφια στο μετόχι μου τσι Μελανιές να ’νιαι λίμπερα φραγκάτα του Διαθ. 17. αι. 997. 3) (Μεταφ.) το κατώτερο τμήμα, η βάση μιας κατασκευής ή ενός αντικειμένου: τότε βουλήν εζήτησε τες βάρκες να ’μποδίσει,| διά να μη μπορέσουσι να βγάλουσιν φουσσάτο| στ’ αρχιστρατήγου του τοιχιού (διορθώσ.) τον πόδαν αποκάτω Αχέλ. 1669· Αφήνω τση κουνιάδας μου τση κερά Κορναρόλας ...μια σαλιέρα με τον ψηλόν πόδα, ογιά σημάδι αγάπης να με μακαρίζει Διαθ. 17. αι. 9110. Έκφρ. ο πόδας του εικονίσματος = ξύλινο εκκλησιαστικό έπιπλο σαν αναλόγιο, όπου τοποθετείται περιοδικά εικόνα για προσκύνημα στο ναό· το προσκυνητάριο: ακόμη θέλω μετά θάνατόν μου τα δύο εικονίσματα της κάμεράς μου, την Ανάστασιν του Ιησού Χριστού και το άλλον, την Γέννησιν του Χριστού, να τα παγαίνουν εις τον Χριστόν τον Κεφαλάν, να τα στένουν εις το μέσον, με τον πόδαν, τόν έχω επιταυτού, την Ανάστασιν (ενν. να την στένουν) την Λαμπράν και την Γέννησιν τα Χριστούγεννα Διαθ. Ακοτ. 14835. Φρ. 1) Βάνω/φέρω τον πόδα μου κάπου = έρχομαι, μπαίνω κάπου: θέλω να πάγεις στο καλό, κι άφησ’ τσι καυχησές σου.| Δε βάνεις πλιο τον πόδα σου στο σπίτι μου ποτέ σου Κατζ. Γ́ 458· Τον πόδα του στο σπίτι μου πλιο του δε θέλει φέρει Κατζ. Β́ 390. 2) Βγάνω τον πόδα μου (από κάπου), βλ. ά. βγάνω 1α φρ. (α). 3) Γυρίζω τον πόδα εις άλλα μέρη = (μεταφ.) μεταβάλλω τη συμπεριφορά μου έναντι κάπ., εγκαταλείπω κάπ.: μ’ απής καιρόν αντίδικο η τύχη θέλει φέρει| γυρίζουσιν οι δίμουροι (ενν. φίλοι) τον πόδα εις άλλα μέρη Στάθ. (Martini) Γ́ 154. 4) Θέτω τον πόδα εις τον αυχένα κάπ. = (μεταφ.) εξουσιάζω, υποτάσσω κάπ.: μηδέν με παν στον αμιρά, το σκύλον Μαχουμέτην, (παραλ. 2 στ.) και θέσει πόδαν άτακτο εις τον εμόν αυχένα·| (εις βασιλέως τράχηλον δεν πρέπει πους ανόμου) Ανακάλ. 47. 5) Ίσταμαι πόδα προς πόδα = στέκομαι όρθιος στο έδαφος εναλλάσσοντας τα πόδια μου: Ει δε και έλθοι τινάς (ενν. εις την εκκλησίαν του Θεού) ίνα σταθῄ παραμικρόν ... τῳ τοίχῳ (διορθώσ.) ακουμβίζων κοιμάται πόδα προς πόδα ιστάμενος Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι V 9. 6) Δε σαλεύγω πόδα = παραμένω σταθερός/αμετακίνητος: Τά ελόγιασα απολόγιασα, τά ’θελα να ’δα απόδα,| στο ζάλον οπού στάθηκα πλιο δε σαλεύγω πόδα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 454.πτωχαίνω,- Σπαν. A 498, Ασσίζ. 1229, Σαχλ. N 213, 381, Σαχλ. Α′ (Wagn.) M 357, Χρον. Τόκκων 409, 3715, Μαχ. 6525, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 91, Συναξ. γυν. 872, 1094, Χρον. σουλτ. 2615, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 422, Ιστ. Βλαχ. 2099, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 564, 1682 ρά 5, Λεηλ. Παροικ. 603, Τζάνε Εμμ., Μοιρολ. 13919· επτωχαίνω, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 26v, 41r, 69r, 74r, 107v,169v, 170r· ?επτωχάνω, Σαχλ. N 114· φτωχαίνω, Πεντ. Λευιτ. XXV 25, 35, 47, Χρον. σουλτ. 5322, Πανώρ.2 Δ́ 109, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 215, Δ́ 563, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 21, 380· αόρ. επτώχανα, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 184· (ε)πτώχανα, Σπαν. (Μαυρ.) P 317, Σαχλ. N 135, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 1120· (ε)φτώχανα, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 124 (έκδ. πτωχάνει· διόρθ. Ξανθ., Βυζαντίς 1, 1909, 346), Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 145 (έκδ. πτωχάνει· διόρθ. Ξανθ., ό.π. 347), Σαχλ., Αφήγ. 83 (έκδ. πτώχαινα· διόρθ. Ξανθ., ό.π. 361), Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 197 χφ A κριτ. υπ.
Από το επίθ. πτωχός και την κατάλ. -αίνω. Ο τ. φτωχαίνω στο Βλάχ. και σήμ. Τ. εφτε#20ύνω (Τσοπουρίδης, Λεξ. ποντ. 346, λ. φτωχαίνω) και εφτωχαίνω καθώς και ο αόρ. εφτώχανα (και στο Somav., λ. φτωχαίνω) και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. φτωχαίνω). Η λ. στο Somav. (λ. φτωχαίνω) και σήμ. λόγ. (Μπαμπιν., Λεξ., λ. φτωχαίνω).
Ά (Μτβ.) κάνω κάπ. φτωχό: η ακαμασία πολλούς ανθρώπους εχάλασεν, πολλούς επτώχυνεν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 107r· (σε παροιμ. χρ.· βλ. Septuaginta, Od. 3.7.1, TLG): Αυτός γαρ (ενν. ο Θεός), ..., είναι οπού πλουτίζει και οπού πτωχαίνει, αυτός είναι οπού θανατώνει και οπού ζωογονεί Πηγά Μ., Περί σοφ. 683· (μεταφ.): Οϊμέναν, Ερωφίλη μου, τον Άδη πώς πλουταίνεις| με τσ’ ομορφιές σου τσι πολλές κι όλη τη γη φτωχαίνεις! Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 574. Β́ Αμτβ. 1) Γίνομαι φτωχός: Ήλθε δύστυχος ο χρόνος| και κουρσεύτηκεν η χώρα| όπου ’τον ο γεροντάκης,| πτώχυναν και τα παιδιά του| και επένετον ο γέρων Πτωχολ. A 9· (σε παροιμ. χρ., βλ. παραπάνω Ά): αν είναι κι εφτωχύνασι, κι άλλος πολλά πλουτίζει,| έτσ’ αποφάσισε ο Θεός απ’ όλους μάς ορίζει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1461· (σε παροιμ. χρ. για τις μεταπτώσεις στον ανθρώπινο βίο· βλ. και ά. πτωχεία 1α): είδα πτωχόν κι επλούτυνε και πλούσο να πτωχάνει Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 197· (μεταφ.): την πτωχείαν της ανθρωπίνης φύσεως απού επτώχανεν απού τον πλούτον της χάριτος του Θεού με το σφάλμα της παρακοής, αυτούς να χορτάσω τον άρτον τον εκ του ουρανού καταβάντα, ήγουν την αγίαν κοινωνίαν Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 455. 2) Αδυνατίζω, ισχναίνω: Εις πτωχάναντα (ενν. κύνα) ει παχύναι θέλεις Κυνοσ. 5948.σαλεύω,- Σπαν. B 468, Σπαν. (Μαυρ.) P 129, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 517, Hist. imp. 54, Ιερακοσ. 46413, Διγ. (Trapp) Gr. 3167, Διγ. Z 2832, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 873, Χρον. Μορ. P 7547, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1595, 2753, Αχιλλ. L 1277, Φυσιολ. 35223, 36612, Δούκ. 19126, Αλεξ.2 829, Απόκοπ.2 44, Βίος Αισώπ. (Eideneier) E 2885, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 266, Κορων., Μπούας 120, Αχέλ. 998, Πηγά Μ., Περί σοφ. 688, Λαυρ., Οπτασία Σ. 106, 113, Πιστ. βοσκ. I 1, 322, IV 2, 22, IV 7, 29, Χίκα, Επίγρ. 10, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1036, 12423, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [253], Γ́ [1393], Δ́ [80], Δ́ [1106], Χριστ. διδασκ. 204, Μαρκάδ. 433, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 4469, κ.α.· εσαλεύω· σαλεύγω, Μαχ. 3229, Μορεζ., Κλίνη φ. 540v, 541v, Πανώρ.2 Γ́ 57, Δ́ 122, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 1, Έ 129, Κατζ. Γ́ 68, Πιστ. βοσκ. III 9, 54, 67, Παλαμήδ., Βοηβ. 588, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 11817, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 353, 1394 κριτ. υπ., 1406, 1435, 1696, Δ́ 1657, Έ 49, Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 135, Δ́ 265, Έ 55, Φορτουν. (Vinc.) Ά 319· μτχ. ενεστ. σαλεύοντα, Χούμνου, Κοσμογ. 483· μτχ. παρκ. σαλεμένος.
Το αρχ. σαλεύω. Ο τ. εσαλεύω με προθετ. ε‑. Ο τ. σαλεύγω στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ 136, Κωστ., Λεξ. τσακων., Μιχαλαριά-Βογιατζή, Λεξ. Σύμης Γ́ 121). Η μτχ. παρκ. σαλεμένος στο Somav. και σήμ. Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) α) Κάνω κ. να κουνηθεί πέρα δώθε, σείω: Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1224· Τα οποία (ενν. τα λόγια των Γαλιλαίων) ... ευκολότερα θέλουσι χαλασθεί παρά οπού σαλεύγει ο άνεμος το φύλλο Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 11617· (προκ. για σεισμό): Σκλάβ. 241· Η γη οπού είναι άγλωσσος βοά και μας λέγει| για τις δικές σας αμαρτίας Κύριος με σαλεύγει Διήγ. ωραιότ. 230· (προκ. για φυσικά καιρικά φαινόμενα): Κι ως αστραπή ’π’ ανατολής τρέχει να πάει στην δύσιν,| που ξεριζώνει τα δενδρά, σαλεύει και την κτίσιν,| τοιουτοτρόπως όρμησε μετά την συντροφιάν του,| Μερκούριος ο θαυμαστός Κορων., Μπούας 50· εφαίνονταν ότι βροντές τον κόσμον εσαλεύαν Χρον. Μορ. P 3723· φρ. (1) σαλεύω την γλώσσαν = μιλώ: Τότες η Αλήθεια εστράφηκεν με ταπεινόν το σχήμα, (παραλ. 1 στ.) και με πολλήν γλυκύτητα εσάλεψεν την γλώσσαν| και λέγει ... Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2313· (2) σαλεύγω το κονδύλι = γράφω: Φευ, ... λιγότερον σαλεύγω το κονδύλι| παρ’ όλοι κείνοι τ’ άρματα οι λυσσασμένοι σκύλοι Αχέλ. 413· β) (μεταφ.) προκαλώ συναισθηματική ταραχή, συγκινώ: Έγεμε το ροδόσταμα, εδόκει κυματίζειν·| εκόχλαζεν, εκάπνιζεν καπνόν οκάτι ξένον,| καπνόν φρικτόν δυνάμενον σαλεύειν την καρδίαν Καλλίμ. 327· ο λόγος του (ενν. του Βελισαρίου) ην φοβερός, το πρόσταγμα γενναίον,| πάντα άνθρωπον εσάλευε, και γέροντα και νέον Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 200. 2) α) Κινώ, μετακινώ, μετατοπίζω κ.: Φυσιολ. (Legr.) 122· (προκ. για κίνηση του σώματος ως ένδειξη χαιρετισμού): Πάγει στου ρήγα το ζιμιό, με γνώση χαιρετά τον,| λίγα σαλεύγει το κορμί, λίγα το κλίνει κάτω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 408· (σε μεταφ.): τέτοιας λογής ερχίσασι οι λογισμοί κι εμένα| και ταραχής σαλεύουσι κύματα θυμωμένα Στάθ. Β́ 8· φρ. (1) σαλεύγω τ’ άρματα/πόλεμο/φουσσάτα = προετοιμάζομαι για πόλεμο: κι όντεν εκείνος ήτονε δοσμένος να σαλεύγει| πολέμους, και τσι νίκες του και τρόπαια να γυρεύγει Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 379· με δίκιον του τον πόλεμο και άρματα να σαλεύγει (ενν. ο βασιλιός),| ανέν και νίκη πεθυμά να πάρει, ωσά γυρεύγει Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ́ 11· Και ούτως ως το εσκόπησεν (ενν. ο Θησεύς), σαλεύγει τα φουσσάτα| να παν προς την Ιππόλυταν, κι αυτός υπᾴ μετ’ αύτα Θησ. (Foll.) Ι 85· (2) δε σαλεύγω πόδα, βλ. ά. πόδας Φρ. 6· β) (με αντικ. τις λ. γνώμη, ριζικόν κ.τ.ό.) αλλάζω, μεταβάλλω: οι Ρωμαίοι ακόμη| με νόμους και με γράμματα έχουν την ίδια γνώμη,| εκείνην οποὒχαν παλαιά και δεν την εσαλεύσαν| ουδέποτε των αλλωνών ταις γνώμαις επιστεύσαν Λίμπον. 45 Επίλ.· Απώρας βάλε την βουλήν, με την καλήν την ώραν,| κοπιάσε με τα γόνατα, με τ’ άγιον κορμί σου,| και τῃ βουλῄ σου μάζωξε, σάλευσε ριζικόν σου,| άγιε και πανάγιε, και κορυφή της Ρώμης Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 632· γ) (εδώ) ανακατεύω: τότε έχε μαζωμένες τες ελίες την ώρα εκείνην, ρίξε τες μέσα να κάμουν οκτώ ώρες ή δέκα το περισσότερον και σάλευέ τες συχνά και ελαφρά ... με κομμάτι ξύλον Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 212. 3) (Με αντικ. πρόσωπο) α) κάνω κάπ. να μετακινηθεί από τη θέση του, ξεκουνώ: κι εσύ, Ρινάλδο, κείτεσαι σ’ ανάπαψη μεγάλη (παραλ. 1 στ.) κι οι κόσμοι απ’ όλοι στ’ άρματα μάχουνται και τρομάσσου| να σε σαλέψου δε μπορού, στρατιώτη ’νούς κοράσου! Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 112· Ηθέλησεν ομού τους δυο εκ της ζωής χωρίσαι,| όμως δε πάλιν εν καρδιᾴ φείδεται της μανίας| και ουδέν σαλεύει κἂν ποσώς κανέναν εκ τους δύο Φλώρ. 1709· β) κλονίζω την ισορροπία κάπ., κάνω κάπ. να πέσει: κι η κοπανιά τον ήσωσεν εις το δεξό του αμμάτι·| πόνο μεγάλο του ’δωκε, μα δεν τονε σαλεύγει| και με μεγάλη προθυμιά να γδικιωθεί γυρεύγει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1885· (μεταφ.): Τούτον (ενν. τον άνθρωπον) μηδέ οι πειρασμοί ... μηδέ κίνδυνοι και θάνατος δεν τον σαλεύγουν ... εις την ημέραν την φοβεράν της Κρίσεως Πηγά Μ., Περί σοφ. 688· Έχε γουν την πίστιν εις την καρδίαν σου στερεάν, και μη σε σαλεύσει λογισμός εναντίος Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 1327· Ταύτα και άλλα πλείονα λέγουσα (ενν. η κορασίδα) ... άρχισε με τοιαύτα δίκτυα να σαλεύει τον πύργον της ψυχής αυτού, και έγινε μαλακοτέρα η γνώμη του Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 18633. Β́ Αμτβ. 1) α) Κουνιέμαι, σείομαι: Θωρεί εσαλεύγαν τα κλαδιά, τα δεντρουλάκια εκλίνα·| ’λάφι γή αγρίμι ελόγιασε πως να ’τονε σ’ εκείνα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 699· πως βλέπω φαίνεταί μου| μέσα σε κείνα τα κλαδιά σαν κάποιο| τίβοτας που σαλεύγει Πιστ. βοσκ. IV 7, 144· Θαύμα παράδοξον να σαλεύγουσι αι πτέρυγες της χρυσής περιστεράς! Μορεζ., Κλίνη φ. 253v· (προκ. για το σφυγμό ανθρώπου): εις ... το στήθος αυτού σιμά εις την κλείδωσην ήτον ολίγον ζεστός, και ολίγον εσάλευεν ο σφυγμός Λαυρ., Οπτασία Λ. 376· β) κουνιέμαι πέρα δώθε, ταλαντεύομαι: σαν πύργος ήτο δυνατός εις το φαρίν απάνω·| στο ύστερον εσάλεψε κι ήπεσε απ’ τ’ άλογό του Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2095. 2) α) Κινούμαι, μετατοπίζομαι ελαφρά, αλλάζω θέση: Πα να ξυπνήσω το παιδί, θωρώ το και σαλεύγει| και πασπατεύγει να με βρει, καμμυώντας με γυρεύγει Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 737· βλέπει τον νεκρόν και αρχίζει και εσάλευγε και σφίγγουσιν αι σάρκες του και γέρνεται ομπροστά του Μορεζ., Κλίνη φ. 91r· β) απομακρύνομαι, φεύγω: και σαν τους είδ’ ο Στέφανος άρχισε να σαλεύει,| την στράταν στο Μπραΐλοβον γοργά την εγυρεύει·| εντροπιασμένος έφυγε ...| διότι δεν ημπόρησε για να την πολεμήσει (ενν. την Δόμνα) Ιστ. Βλαχ. 651· Και πάσα πρωτογεννηθέν από τα παιδία μου να το ελευθερώνω, και να έναι διά σημάδι εις τας χείρας σου και να μην σαλεύει από ομπρός από τα μάτια σου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 169v· έτσι τον ορδίνιασε γονατιστός να στέκει| τρεις ώρες και να δέεται, να μη σαλέψει απέκει Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 440· (μεταφ.): πάντοτε να προσέχομεν και ο νους να μη σαλέψει| ποτέ από τούτον τον σκοπόν Πένθ. θαν.2 514· Τότ’ είς εκ πάντων άριστος εις θεωρίαν και πράξιν (παραλ. 1 στ.) ανίστατο δε ταπεινώς κι αφόβως τούτο λέγει,| κι εκ της βουλής του πράγματος ουδόλως δεν σαλεύει Κορων., Μπούας 53· πολλοί πολλά ωφελήθησαν και εβεβαιωθήκασι και δεν εσαλέψαν από την αληθινήν πίστιν Μορεζ., Κλίνη φ. 183v. 3) Αλλάζω, μεταβάλλομαι: Τώρα βλέπω, σαν το λέγουν,| πως τα πράγματα σαλεύουν,| πως η δόξα δεν εμμένει| και οπού στραβά παγαίνει| εις πολλά κακά σεβαίνει Αιτωλ., Βοηβ. 226· Γυρεύουσιν, αφέντη μου, γυναίκα να με πάρουν,| κι εγώ, αφέντη μου, ως το ’κουσα, πολύν κακόν μ’ εφάνη (παραλ. 1 στ.) διατί ουκ εσάλευσεν η περισσή σου αγάπη,| να ρίξω αλλού το βλέμμα μου κι εσέν να λησμονήσω Ερωτοπ. 76. IΙ. Μέσ., αμτβ. 1) α) Κουνιέμαι, κινούμαι: Μα τι θωρώ μου φαίνεται, βλέπω στην μάζα κείνη,| σαν πράγμα και σαλεύεται, κι ανασασμόν να δίνει.| Κι ως λύκος έχει την θωριάν, αλήθεια λύκος είναι Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1198]· (προκ. για πλοίο μέσα στη θάλασσα): Επί τούτοις σαλεύονται και των ηϊονίων τα μέγιστα των αντιπάλων σκάφη και αι τριήρεις και αι γέφυραι αι εν τῳ λιμένι τοις τείχεσι και ταις ακταίς προσπελάζουσι Ψευδο-Σφρ. 42231· καθώς ένα μεγάλον ξύλον, βαλμένον μέσα εις την θάλασσαν, εύκολα σαλεύεται, και χωρίς κόπον το σύρνεις όπου θέλεις, αμή, όταν εβγεί έξω εις τη στεριάν, αν τύχει τέσσερα ζευγάρια βόδια δεν εμπορούν να το σαλέψουν Ροδινός (Βαλ.) 68. 2) (Μεταφ., προκ. για πρόσωπο) α) ξεκουνιέμαι., κινητοποιούμαι: εάν ου συγκροτήσετε και σεις να είστε πρώτοι,| ν’ απώσετε να σώσετε εις όλους τους ρηγάδες (παραλ. 1 στ.) τινάς ουκ εσαλεύεται απ’ όλους τους αυθέντας Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 929· Άρχοντες, γνήσιοι, συγγενείς, χρεία ’ν’ να σαλευθούμεν,| καιρός μάς επανέβηκεν να επιμεληθούμεν,| με του Θεού την δύναμιν να πέψομεν τον στόλον,| ίν’ ακουστεί η φήμη μας τώρα στον κόσμον όλον Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 161· β) κλονίζομαι: Μη θροηθείς, μη σαλευθείς, μη νικηθείς, μη ενδώσεις,| μη κάμψεις γουν μηδαμώς, μη χαλασθείς κατά τι Γλυκά, Στ. 332· κι ορκώ σου κατά του Χριστού κι εις την ψυχήν σου απάνω,| εσέν κι όσοι καθέζονται μετά σε εδώ εις την κούρτην (παραλ. 2 στ.). Μη σαλευτείτε τίποτε διά φτόνον ή φιλίαν·| προσέχετε μη σφάλετε απάνω εις τας ψυχάς σας Χρον. Μορ. H 7547· Μη σαλευτείς στο στένεμα, στο βάθος μη δειλιάσεις,| μην αφουκράσαι τες φωνές, α θέλεις να περάσεις Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 302. Το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως επίθ. = (με άρν.) ακίνητος, αμετάβλητος: ο λόγος όντα ονόμασε τα αιώνια και μη σαλευόμενα και μη όντα ονόμασε την ζωήν ετούτην την πρόσκαιρην Ιστ. Βαρλαάμ 269. Το αρσ. της μτχ. παρκ. ως επίθ. = που είναι ψυχικά διαταραγμένος: Ζάλην έχω εγώ, κυρά μου,| κι ο νους μὂναι σαλεμένος Ch. pop. 106· Διαθήκη λέγεται το δίκαιον θέλημα του ανθρώπου, οπού θέλει να γένει μετά τον θάνατόν του ..., αμή κάμνει χρεία να είναι ο νους του στερεωμένος, να μη είναι σαλευμένος Νομοκριτ. 108. Φρ. 1) α) Σαλεύ(γ)ω την αίσθησιν/τον νου(ν)/τας φρένας = (α) ταράζω, αναστατώνω, συγχύζω κάπ.: Οι λογισμοί του (ενν. του Φορτουνάτου) είνιαι απατά εκείνοι απού σαλεύγου| το νου μου, και τα μέλη μου κρίνουσι και παιδεύγου Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 635· σαλεύει μου την αίσθησιν (ενν. το θέαμα) σαλεύει μου τας φρένας Καλλίμ. 451· Το πυρ γαρ ξύλα δαπανεί, θυμός δε την καρδίαν| και λογισμόν καταθολεί, σαλεύει και τας φρένας,| θερίον άγριον ποιεί τον άνθρωπον εξαίφνης Κομν., Διδασκ. Δ 238· (β) τρελαίνω κάπ.: πολλών μεν εσάλεψε (ενν. ο βασιλεύς) τον νουν, άλλοι δε πάλιν, δεν ημπορούντες να υπομείνουσι τας βασάνους, εσυγκαταβαίνασιν εις το παράνομόν του πρόσταγμα Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3229· β) σαλεύει ο λογισμός/ο νους μου = συγχύζομαι, αναστατώνομαι, ταράζομαι: Οϊμένα, απού τη χαρά γροικώ κι απολιγαίνω,| κι ο λογισμός μου εσάλεψε κι από το νου μου εβγαίνω Στάθ. Γ́ 308· ωσάν άκουσα εγώ εκείνης της φοβεράς ... φωνής, εσάλευσε και ετρόμαξεν ο νους μου και εγύρευα να κρυφτώ Λαυρ., Οπτασία Σ. 112. 2) Σαλεύω επί τινι τας ελπίδας = εναποθέτω τις ελπίδες μου σε κάπ.· στηρίζομαι σε κάπ. (η σημασ. μτγν· βλ. L‑S, λ. σαλεύω II2): Συμεών ... μνηστεύεται Θωμαΐδα ούτω καλουμένην, ορφανήν εκ πατρός ούσαν, επί μητρί δε μόνῃ τας ελπίδας σαλεύουσαν Ιστ. Ηπείρ. II5. 3) Σαλεύομαι εν διχοστασίαις = διχογνωμώ, διαφωνώ: Τότε ο βασιλεύς Μανουήλ ορών τον δήμον εν διχοστασίαις σαλευόμενον ... βουλήν βουλεύεται σοφοτάτην και μάλα συνετικήν Δούκ. 8318.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίρρ., Μυστ. 52, Ασσίζ. 11131, 17312, 19311, 21320, 3218, 34420, Ελλην. νόμ. 55524, Διγ. Z 2836, 3036, Βέλθ. 417, Ακ. Σπαν. (Eideneier) Α΄ 451, Χρον. Μορ. P 3318, Βίος Αλ. 3649, Βίος οσ. Αθαν. 238, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 826, Χειλά, Χρον. 346, Δούκ. 23712, Σφρ., Χρον. μ. 1231, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 269, Ιστ. πολιτ. 147, 577, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1321, Διγ. Άνδρ. 33613, 38912, 3935, Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 243, Βακτ. αρχιερ. 180, κ.π.α.· απά, Ασσίζ. 3144 (βλ. απάτουν)· απάνου, Διγ. (Trapp) Esc. 172, 1127, 1284, Ακ. Σπαν. (Eideneier) Α 158, 411, Διήγ. Βελ. 202, Αχιλλ. O 233, 285, 411, Τζαμπλάκ. 42, Χρον. Τόκκων 1604, Παρασπ., Βάρν. C 268, Θησ. (Foll.) I 48, 57, 77, 86, Θησ. Πρόλ. [46], Διήγ. Αλ. V 73, Αλεξ. 28, 1821, 2160, 2467, 2614, 2675, Σαχλ., Αφήγ. 448, Πεντ. Έξ. II 14, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [54, 449], Γ΄ [447], κ.π.α.· απάνω, Σταφ., Ιατροσ. 10287, Παράφρ. Μανασσ. Β΄ 307, Ασσίζ. 2819, Ιατροσ. 2075, Διγ. (Trapp) Esc. 1089, Χρον. Μορ. H 2360, Απολλών. 71, Λίβ. N 3087, Ιμπ. (Legr.) 122, Μαχ. 226, 66034, Βουστρ. 473, Απόκοπ. 32, Κορων., Μπούας 55, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 144, Αιτωλ., Μύθ. 664, Ιστ. πατρ. 10713, Κατζ. Α΄ 163, Ε΄ 300, Σταυριν. 165, Ιστ. Βλαχ. 1698, Διγ. Άνδρ. 3874, Ερωτόκρ. Α΄ 579, Ε΄ 1026, Θυσ.2 595, Διήγ. πανωφ. 59, Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 464, Λεηλ. Παροικ. 495, Τζάνε, Κρ. πόλ. 24530, κ.π.α.· απάνωνα· επάνου, Αχιλλ. N 476 (βλ. R. Lavagnini, RSBN 6-7, 1969-70, 177), Αχιλλ. O 296, Παρασπ., Βάρν. C 168, Έκθ. χρον. 5120, Πεντ. Γέν. XLIII 16, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 224· επάνως, Ασσίζ. 32525· πάνου, Εκατόλ. M 72, Συναδ., Χρον. 45, 58, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [11], Τζάνε, Κρ. πόλ. 28519, 54113· πάνω, Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 645, Τζάνε, Κρ. πόλ. 3787.