Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- εαυτός,
- αντων., Σπαν. A 174, Σπαν. (Μαυρ.) P 391, Προδρ. II Η 5, IV 173, 182, Καλλίμ. 1164, Διγ. Z 799, 813, 1441, 2913, 3709, Διγ. (Trapp) Esc. 221, 653, Ερμον. Θ 290, Συναξ. γαδ. 270, Διήγ. πόλ. Θεοδ. 41, Λίβ. Esc. 2423, Βυζ. Ιλιάδ. 438, 714, Δαρκές, Προσκυν. 193, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 426, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16254, Διγ. Άνδρ. 3325, Ερωτόκρ. Έ́ 991, Ροδολ. Ά́ [50], Βακτ. αρχιερ. 145, Περί μεθύσου 20· αυτός, Ασσίζ. 1517, Μαχ., 4638, 6233, 31617, 6561· ενιαυτός, Ασσίζ. 1967, Χρον. Μορ. H 948, 4824, 5091, 7316, 7322, Λίβ. N 1324, 1870, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 93, Θησ. Ζ́ [1481]· ιαυτός? Λίβ. Esc. 143.
Η αρχ. αντων. εαυτού (L‑S, λ. εαυτού) και σήμ. στο αρσ. για όλα τα πρόσ. (Δημητράκ., λ. εαυτού). Τ. νιαυτός στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.).
1) (Ενίοτε και με το άρθρο) καθ’ εαυτού (μου), καθ’ εαυτόν, καθ’ εαυτοίς, εις εαυτόν, εις τον εαυτόν (μου κλπ.) = μόνος προς τον εαυτόν (μου), από μέσα (μου) (Για τη σημασ. βλ. Δημητράκ., λ. εαυτού 4): εσυλλογίσθη εις τον εαυτόν του λέγοντας Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16254· οκάτι ψιθυρίσματα λαλεί καθ’ εαυτού της Καλλίμ. 1164. 2) Με άρθρο σε όλες τις πτώσεις και με τη γεν. των προσωπ. αντων. (μου, σου κλπ.) = το άτομό (μου), εγώ (εσύ κλπ.), εμένα (εσένα κλπ.) (Για τη σημασ. βλ. Δημητράκ., λ. εαυτού 5): τείντα σφάλμαν έκαμες, ποιο κρίμα σε μανίζει| ’ς τείντα έπεσες κι ο εαυτός ο ίδιος σ’ αμποδίζει Ροδολ. Ά́ [50]· τον εαυτό μ’ αρνήθηκα και μετά σένα ήμου Ερωτόκρ. Έ́ 991· ήλθαν εις αυτόνς σου να συντύχουν Μαχ. 4638. 3) Φρ. αναιρώ, φονεύω τον εαυτόν (μου) = αυτοκτονώ (Πβ. και Steph., Θησ., λ. εαυτού 12A και 13D): αποθνήσκει| και αναιρεί τον εαυτόν από παραπληξίας Διγ. Z 813· Περί διαθήκης οπού κάμνει ένας υγιής και ύστερα φονεύσει τον εαυτόν του Βακτ. αρχιερ. 145. 4) Φρ. χάνω τον ενιαυτόν (μου) = χάνω τη ζωή μου, σκοτώνομαι: αφόν ψοφήσουν τα άλογα και πέσουν οι καβαλάροι,| ωσάν γυναίκες και παιδία τους θέλουσιν κερδίσει| και θέλει χάσει ο πρίγκιπας πρώτα τον ενιαυτόν του| κι απάνου γαρ τον τόπον του και τον λαόν του όλον Χρον. Μορ. H 5091. 5) Φρ. έρχομαι εις εαυτόν ή εις τον εαυτόν (μου) ή στου εαυτού (μου) = συνέρχομαι, αναλαμβάνω (Για τη σημασ. βλ. Δημητράκ., λ. εαυτού 5): με πολλήν ώραν ήλθεν το κοράσιον εις τον εαυτόν του και λέγει Διγ. Άνδρ. 3325· Μόλις δε το κοράσιον εις εαυτήν ελθούσα Διγ. Z 799· σμίξε με τους ζωντανούς, ελθέ στου εαυτού σου Περί μεθύσου 20. 6) Έκφρ. τα εαυτού = τα δικά του: ο πάντοθεν κυκλούμενος μυρίαις δυστυχίαις| και περιτειχιζόμενος κακών αναριθμήτων| βούλεται ειπείν τα εαυτού προς τον αυτού δεσπότην Προδρ. II Η 5.εγκρατεύω,- Ελλην. νόμ. 5835, Περί μεθύσου 60979.
Το ενεργ. του εγκρατεύομαι, που απ. στον Αριστοτέλη (L‑S, λ. εγκρατεύομαι).
1) Είμαι εγκρατής (ιδίως ως προς τις σωματικές ηδονές) (Η σημασ. στον Αριστοτέλη, L‑S, λ. εγκρατεύομαι I): γυναίκα εχήρευσεν και ουδέν δύνεται εγκρατεύσαι, αλλά θέλει να πέσει εις δεύτερον γάμον Ελλην. νόμ. 5835. 2) (Μέσ.) συγκρατούμαι, κάνω εγκράτεια (από κ.): εγκρατεύεσθαι του πολύ φαγείν και του πολύ πιειν και του γελάν Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι III 61.εξεστηκός,- επίθ., Βέλθ. 721, Αχιλλ. N 1665, Θησ. Πρόλ. [62], Ε΄ [677], Ζ΄ [1347], [1356], Χούμνου, Κοσμογ. 1723, Γεωργηλ., Θαν. 52, Περί μεθύσου 60821, Κορων., Μπούας 18, Χρον. σουλτ. 3617, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄[489], Διγ. O 163, Διακρούσ. 7220· ’ξεστηκός· ’ξηστηκός, Μαχ. 3827.
Η μτχ. παρκ. του εξίσταμαι ως επίθ. Οι τ. ’ξεστηκός και ʼξηστηκός και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 693). Η λ. στο Du Cange.
1) α) Εμβρόντητος, κατάπληκτος, έκθαμβος (Η σημασ. στο Du Cange και σήμ. στην Κύπρο, Σακ., Κυπρ. Β΄ 693): βλέποντας τα κάλλη της εξεστηκός εγίνη Διγ. O 163· «έμειναν πολλά εξεστηκοί θαυμάζοντες την λεπτότητα …» Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών υμε΄· β) αναστατωμένος, ταραγμένος: ωσάν να ήτον ʼξεστηκή, έξω απέ τον νουν της (παραλ. 3 στ.),| το χρώμα άλλασσε του έλλαμπρου προσώπου Θησ. Η΄ [944]· γ) θυμωμένος: Ως ήκουσεν ο βασιλεύς το πράγμα πώς εγίνη,| πολλά του κακοφάνηκεν κι εξεστηκός εγίνη Διακρούσ. 7220. 2) Αναίσθητος, λιπόθυμος: ανασασμόν ουκ έδειχνε ποσώς εις το κορμί του.| Εξεστηκός εστέκετον, ωσάν αποθαμένος Θησ. Ε΄ [677]· Μη κείτεσαι εξεστηκός, ωσάν δαιμονισμένος| μέσα στην λάσπην, άθλιε, νεκρός εξαπλωμένος Περί μεθύσου 60821.θαύμασμα(ν)- το, Διήγ. εις τους κρασοπατέρας 157, Περί μεθύσου 157, Πόλ. Τρωάδ. 141, Ιμπ. (Legr.) 114, 364, Φαλιέρ., Θρ. 153, Βεν. 55, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 1031, Θησ. Δ΄ [153], I΄ [13]1, Χούμνου, Κοσμογ. 1109, 1949, 2647, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1178, Ριμ. Απολλων. 33, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 119, Περί γέρ. 41, Διήγ. ωραιότ. 121, Βυζ. Ιλιάδ. 617, Αχέλ. 1417, 2327, Στάθ. (Martini) Γ΄ 475, Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ΄ 61, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [911], Ε΄ [223], Λεηλ. Παροικ. 560, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2546, 2643, 55115, 57717 κ.π.α.· θάμαγμα, Πεντ. Έξ. III 20, IV 21, VII 3, XI 9, 10, XV 11, XXXIV 10, Αρ. XXVI10, Δευτ. VI 22, VII 19, XIII 2, XXVI 8, XXVIII 46, XXIX 2· θάμασμα(ν), Αχιλλ. (Haag) L 477, Αχιλλ. L 457 (έκδ. θάμασμον· διορθώσ.), 1021, Φαλιέρ., Θρ. 296, Θησ. Ϛ΄ [124], Αλεξ. 2662, Περί γέρ. 111, Βυζ. Ιλιάδ. 108, Γύπ. Πρόλ. Διός 71, Πανώρ. Α΄ 70, 274, Ερωτόκρ. Α΄ 60, 643, Β΄ 392, 1171, 2076, 2157, Γ΄ 61, Ε΄ 1375, Ευγέν. 267, Στάθ. (Martini) Β΄ 106, Γ΄ 475, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 125, Συναδ., Χρον. 56, Ροδολ. Α΄ [60], Διήγ. ωραιότ. 636, 690, Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 134, Πρόλ. κωμ. 8, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 8, Τζάνε, Κρ. πόλ. 17612, κ.π.α.
Από το θαυμάζω και την κατάλ. ‑μα. Ο τ. θάμασμα(ν) στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex.). Ο τ. θάμαγμα (αναλογ. προς άλλα ουσ. σε ‑γμα) και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.).
1) α) Θαυμασμός: Ετράβηξες ... εις έπαινον και θαύμασμα δικό σου τες γλώσσες ώριμες των λαμπρών ποιητάδων, ολίγες απαληθινά, αν τες συγκρίνομεν με την αξίαν σου Σοφιαν., Γραμμ. (Legr. Préface) σ. 12· β) απορία, έκπληξη, ξάφνιασμα: Τα νυκτικά φαντάσματα, θάμασμα μη σου φέρου| να βλέπεις να σηκώνομαι, να πορπατώ ταχτέρου Ροδολ. Α΄ [559]· Κι έχω το θάμασμα πολύ να λέγουν οι ανθρώποι ... Σκλάβ. 207· θαύμασμαν έχουσιν φρικτόν τις να τ’ αναθιβάλει·| πολλά παραξενίζουνται μικροί τε και μεγάλοι Ιμπ. (Legr.) 1031. 2) α) Θαύμα: ένα μεγάλο θάμασμα στο παραθύρι γίνη:| οι πέτρες και τα σίδερα κλαίσι την ώρα κείνη Ερωτόκρ. Γ΄ 1567· Με χόρτα λέσι μια ’λοιφή πως κάνει και με γάλα| και μετά κείνη γίνουνται θαμάσματα μεγάλα Πανώρ. Α΄ 274· β) πράγμα, φαινόμενο φοβερό: όχι σα βλέπω μοναχάς να βλάφτει γεις τον άλλο,| μα και τον ίδιον του κιανείς, ω θάμασμα μεγάλο Στάθ. (Martini) Β΄ 106· Άκου καινούργιο θαύμασμα και μια ’δικιά μεγάλη| σε μιαν αδόλωτη καρδιά οπού ποτέ δεν σφάλλει Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1121]· Γη, θρήνησον πικρώς και το θέαμα κλαύσον,| ότι είδες θαυμάσματα πολλά να σφάξουν την αδελφήν μας Διγ. (Trapp) Esc. 93· γ) (πληθ.) θαυμαστή πράξη, κατόρθωμα: Ο Βαραγάμος με θυμόν στη μέσην τους εμπήκεν,| μ’ επιθυμιά και όρεξιν θαυμάσματα εποίχεν·| εκεί ’ριχτεν κι εσκότωνεν με δύναμιν και ανδρεία Αχέλ. 641· Πολλά θαυμάσματά ’καμνε ο φουμιστός Αρκίτας| εδώ κι εκεί ανατρέχοντα Θησ. Η΄ [851]· Μ’ ολίγους άνδρας πάντοτε θαυμάσματα να κάμει Κορων., Μπούας 31.ιξός,- ο, Ιερακοσ. 3422, 48822, Περί μεθύσου 60845· οξός, Ch. pop. 502, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [201], Μπερτολδίνος 165.
Το αρχ. ουσ. ιξός. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (Βλ. Andr., Lex.). Η λ. και σήμ.
1) Ουσία κολλητική του φυτού ιξός: η μέθη είναι σαν οξός, οπού κολνά και σέρνει Ιστ. Βλαχ. 2091· ράβδους, ιξού πλήρεις, κύκλῳ περιπήξαντες θηρώσιν Ιερακοσ. 34132. 2) Παγίδα, δόλωμα· ξόβεργα: εγλυτώσαμεν ... μεγάλην τυραννίδα,| σαν το πουλί από οξόν και από την παγίδα Ιστ. Βλαχ. 212.μουστάκι(ο)ν- το, Σπανός (Eideneier) Α 65, D 14, 155· μουσθάκι, Πεντ. Λευιτ. XIII 45· μουστάκι, Περί μεθύσου 60710 [= Ιστ. Βλαχ. 2056].
Από το αρχ. ουσ. μύσταξ >μυστάκιον >μουστάκιον. Για τη λ. βλ. L‑S και Ανδρ., Λεξ., λ. μουστάκι. Ο τ. μουστάκι στο Βλάχ. και σήμ.. Τ. μουστάτζιν σήμ. στην Κύπρο (Βλ. Georgac., The -ιτσ- suffixes 313). Ο τ. μουστάκιν σήμ. στην Κύπρο (Κυπρ. άσμ. 1246) και στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.). Η λ. στο Meursius.
1) α) Μουστάκι: οι Τούρκοι όλοι το γένειον είχον εξυρισμένον πάρεξ του μουστακίου Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 398· με φωνήν αγριότατη, τρέμοντας το μουστάκι,| του ρήγα απιλογήθηκε (ενν. ο Καραμανίτης) Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 949· Χριστέ, να την επέπεσα καθά ήτον φουσκωμένη (ενν. η τσούκα)| ... να ηρξάμην ρουκανίζειν,| να εχρίσθη το μουστάκιν μου, να εχόρτασα λιγδίτσαν Προδρ. III 192· (εδώ σκωπτικά προκ. για κ. μη πραγματικό): Σπανού το μουστάκιν εμάκρυνεν Σπανός (Eideneier) Α 366· Ω κακέ σπανέ τριγένη, τα μουστάκια σου κάψε τα Σπανός (Eideneier) Α 100· β) (προκ. για ζώα): έστριφτεν το μουστάκιν του (ενν. ο κάτης) κι έσεν την κεφαλήν τον Κάτης 95· μεγαλομουστακάτε (ενν. ποντικέ),| τι μου σεις το μουστάκιν σου απάνω τε και κάτω; Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 128. 2) Πρόσωπο· όψη: εσύ έχεις ένα άσχημον μουστάκιον, ανίσως και το επίλοιπον ανταποκρένεται με το πρόσωπον, πρέπει εσύ να είσαι ένας άσχημος μπόγιας Μπερτόλδος 60· την εβάρησεν, μην ηξεύροντας πως αυτή είναι καταδότης, αλλά έλαχεν σε εκείνα τα μέρη μη έχοντας μουστάκιον καταδότου Μπερτόλδος 46· Φρ. δεν (εδώ μην) έχω μουστάκι να φανώ = ντρέπομαι, δεν τολμώ να εμφανιστώ: να μην μου έλθουν οπίσω, έστοντας και να μην έχουν μουστάκι να φανούσι τούτους τους τόπους, επειδή έμοιαζαν περισσότερον των μπαμπουίνων παρά αλλονών Μπερτόλδος 83.ξεγυμνώνω,- Πεντ. Αρ. XXII 23, Μ. Χρονογρ. 3514, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 130v, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 125· εξεγυμνώνω, Περί μεθύσου 60953, Χρον. Μορ. P 5110· ξηγυμνώνω, Θρ. Κων/π. διάλ. 128.
Από το στερ. ξε‑ και το γυμνώνω. Η λ. στο Τραπεζούντιος, Νομοκ. 383, 445, 516, στο Somav. (όπου και τ. ξεγδυμνώνω που απ. και σήμ.) και σήμ.
I. Ενεργ. 1) α) Γδύνω κάπ., του αφαιρώ τα ρούχα: τι θλίψιν και αδημονιάν είχεν η κυρά Ειρήνη (παραλ. 3 στ.), όταν την εξεγύμνωναν κι ήτουν να την υβρίσουν Θρ. Κων/π. B 121· Επήρε και τα ρούχα μας και εξεγύμνωσέ μας (ενν. ο γάδαρος),| επήρε μας και την τιμήν κι εκατεντρόπιασέ μας Γαδ. διήγ. 531· β) (μεταφ.): μέθη πολλούς επτώχυνε, πολλούς εξεγυμνώνει| και τρίχα στο κεφάλι τους απάνω δεν φυτρώνει Ιστ. Βλαχ. 2099· γ) ληστεύω κάπ. αφαιρώντας του και τα ρούχα: οι ληστάρχοι με εξεγυμνώσανε Μηλ., Οδοιπ. 639. 2) (Προκ. για σπαθί) βγάζω από τη θήκη: εξεγύμνωσεν (ενν. ο Λέανδρος) το σπαθίον του ... και όρμησε να με δώσει επάνω εις την κεφαλήν Διγ. Άνδρ. 39219· εις πόλεμον να ’λθούσιν,| να εξεγυμνώσουσι σπαθία, το αίμα να λουσθούσιν Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 340. 3) (Προκ. για πτηνό) μαδώ τα φτερά, ξεπουπουλίζω: αν σ’ευρεί (ενν. ο αυθέντης) πούπετε να σε πιάσει,| να σκίσει τα ρουθούνια σου και να σε ξεγυμνώσει Πουλολ. (Τσαβαρή)2 566. IΙ. (Μέσ.) (μεταφ.) στερούμαι, χάνω: διά τας αμαρτίας μου εξεγυμνώθηκα (ενν. ο Κων/νος) την τιμήν της βασιλείας Θρ. Κων/π. P suppl. 24920· ευρίσκομαι εδώ πολλά φυλακωμένος,| ξεγυμνωμένος παντελώς από παντοίαν ελπίδα Θησ. Γ΄ [244]. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) α) Γυμνός: Αδάμ και Εύα στέκονται έξω ξεγυμνωμένοι Βεν. 61· β) μισόγυμνος: Οι μάννες οι ταλαίπωρες υπάν ξεγυμνωμένες,| της Πόλης οι πολίτισσες εξανασκεπασμένες Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 208. 2) Φτωχός, που δεν έχει περιουσία: Εσείς γαρ όταν ήλθετε εδώ εις τον Μορέαν,| είστε γυμνοί, ξετράχηλοι (έκδ. τετράχηλοι· διορθώσ. παρά την ύπαρξη του τραχηλίζω· βλ. και ξετραχηλίζομαι) όλοι εξεγυμνωμένοι·| κι αφότου ήλθετε εδώ στου βασιλέως τον τόπον (παραλ. 2 στ.) εσείς γαρ επλουτύνετε κι ο βασιλέας τι έχει; Χρον. Μορ. H 5110.ξεκολλημός- ο, Ιστ. Βλαχ. 2092.
Από το ξεκολλώ και την κατάλ. —μάς.
Το να ξεκολλά κανείς από κ· φρ. δεν έχω ξεκολλημόν = δεν μπορώ να ξεκολλήσω (Η φρ. και σήμ. μεταφ.): Η μέθη είναι ωσάν ιξός οπού κολλά και σέρνει| και δεν έχει ξεκολλημόν κείνος οπού την φέρνει Περί μεθύσου 46.ξέρασμα- το, Περί μεθύσου 60710, Διαθ. Νίκωνος 260.
Από τον αόρ. του ξερνώ και την κατάλ. ‑μα (Δαγκίτσης, Λεξ., βλ. όμως και Ανδρ., Λεξ.). Τ. εξέρασμα στο Steph., Θησ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
1) Εμετός, ξερατό: σαν μοχθηροί εκείτονταν (ενν. οι μέθυσοι) στην λάσπην εις την στράτα| και ήσαν τα μουστάκια τους ξεράσματα γεμάτα Ιστ. Βλαχ. 2056· Έτσι ο ράφτης με το ξέρασμα όλος σημαδεμένος με το ζυμάρι του καστανίου, επήγεν εις το σπίτι μουρμουρίζοντας να πλύνει το πρόσωπόν του Μπερτολδίνος 111. 2) (Σε μεταφ.) αντιπάθεια, αποστροφή: Δύο βαρέλια από μίαν πραγματείαν οπού κάνει στομάχι, σαν είμεστεν εμείς, οι οποίοι σε ολίγον καιρόν θέλομεν έλθει εις ξέρασμα σιμά εις όλους Μπερτολδίνος 116.ξερνώ,- Πωρικ. V 94, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 53, 464, Σαχλ., Αφήγ. 310, 599, 602, Φυσιολ. (Legr.) 1054, Περί μεθύσου 60968, Αλεξ. 2768, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 55r, 56v (γ́ εν. ενεστ. ξερνάγει), Μαλαξός, Νομοκ. 210, Π. Ν. Διαθ. φ. 246β 16, 17, Διαθ. Νίκωνος 260, Ζήν. Έ́ 335, Μπερτολδίνος 1.14· εξερνώ, Ιατροσ. κώδ. τλς́· ξερώ, Ορνεοσ. αγρ. 52226, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 567, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 245· ξιρνώ, Ιατροσ. κώδ. χοβ́· αόρ. ενεξέρασε, Χούμνου, Κοσμογ. 1131 κριτ. υπ.
Από τον αόρ. του αρχ. εξεράω (Ανδρ., Λεξ.). Ο τ. ξερώ πιθ. τον 7. αι. (Βλ. Sophocl., λ. ξεράω), στο Du Cange Appendix (λ. ξερείν) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ. και Καρανικόλας, Συμ. 3, 1977, 83). Ο τ. ξιρνώ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
I. Ενεργ. Α´ Αμτβ. 1) α) Κάνω εμετό: Περί μοναχού, εάν ξεράσει από μέθης Μαλαξός, Νομοκ. 219· να πιουν να χορτάσουν,| γεμάτα να σηκώσουσιν ώστε που να ξεράσουν Ιστ. Βλαχ. 2114· Όταν καυματισθεί όρνεον, διά τον πλεονασμόν της χολής ξερά Ορνεοσ. αγρ. 58028· Ελειτούργησες και από γαστριμαργίας εξέρασες αυτήν την ημέραν; Κανον. διατ. (Χριστοδούλου) 404248· β) (προκ. να δηλωθεί αποστροφή, αηδία για κ.): Ερωτικοί ενόμασαν ήλιον την γυναίκα, ήκουσα την μωρίαν τους και θέλω να ξεράσω Κρασοπ. (Eideneier) I 6. Β́ Μτβ. 1) α) Αποβάλλω κ. με εμετό: Τους μεθυστάδες εδεκεί ομάδι θα σταθούσι| και το κρασί το περισσό που πίναν να ξερνούσι Τζάνε, Κατάν. 426· εξέρνουν και τά έφαγα και τ’ άντερά μου ακόμη Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 377· εξέρναν αίματα κι αφρούς μαύρους απού το στόμα Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 374· εξέρνα αίμα από το στόμα αυτού και κάτω από τον πάτον του έτρεχε καθώς το νερό από το σωληνάρι Ιστ. πατρ. 15019· φρ. αίμα να ξεράσεις ως κατάρα: τρία πιθάρια αίμα να ξεράσεις Σπανός (Eideneier) Β́ 173· β) (μεταφ. προκ. για το Θεό, που κατά τη Δευτέρα Παρουσία θα αποστρέψει το πρόσωπό Του από τους χλιαρούς χριστιανούς): Επειδή λοιπόν είσαι χλιαρός, ... μέλλω να σε ξεράσω από το στόμα μου Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Αποκάλ. Ιω. γ́ 16· γ) (σε μεταφ.): μη δώσεις έτοιου κηπουρού το μήλο να το φάγει (παραλ. 3 στ.), γιατί, αν τη φάγει (ενν. τη βρώση), δε μπορεί ποτέ να τη χωνέψει·| ξερνά τη, δεν τη δέχεται, πρι στην κοιλιά του σώσει·| ... γιατί έτοιος λαιμός δεν είναι για έτοια βρώση Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 81· Δεν ημπορεί αμαρτωλός, άδης να τονε βάλει,| α δεν τον φάσι τα θεριά, να τον ξεράσου πάλι δ) (επιτ.) αποβάλλω, βγάζω (εδώ μεταφ.): αμή έβγαλές το (ενν. το όνομα) αλύπητη όξω κι εξούρισές το,| για να μην μείνει στην καρδιάν σήμερ’ εξέρασές το Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1246]. 2) (Μεταφ.) υφίσταμαι τις συνέπειες, τιμωρούμαι για κάπ. κακή μου πράξη, «πληρώνω»: Τους κλέπτες και τους άρπαγους όλους θα τους κρεμάσουν| ανάποδα και τες κλεψιές κακά θα τες ξεράσουν Τζάνε, Κατάν. 358· Ω ουρανέ, πώς το βαστάς, αν δε μου τα ξεράσεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1256]. 3) α) Εκτοξεύω, χύνω: το φίδι όταν διψάγει και θέλει να πάγει να πιει νερόν, ομπρός ξερνάγει το φαρμάκι του και τότες πίνει Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 60r· ώσπερ το φίδι ξερνάγει ομπρός το φαρμάκι, ... έτσι και ο νοητός όφις ο διάβολος ... Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 55r· β) (σε μεταφ.): είχε το φαρμάκι μέσα εις την κοιλίαν του φυλαμένον κατά του πατριάρχου και εγύρευε καιρόν επιτήδειον να εύρει να το ξεράσει Ιστ. πατρ. 13010· 4) (Συνεκδ.) λερώνω (τα γένια μου) με εμετό: ο βασιλεύς ... κατηράσατο την Στάφυλον ούτως: ...το αίμα σου να πίνουσιν οι πάντες, ... τα γένια τους να ξερνούσιν, σκύλοι και κάτες να τους λείχουν Πωρικ. P 10718. 5) (Μεταφ. προκ. για εχθρικά συναισθήματα) εκδηλώνω, εξωτερικεύω: ύστερον δέ, ως έτυχεν καιρού και δυνάμεως και παρρησίας, εξέρασεν την πικρίαν και το κακόν της ψυχής του Χρονογρ. (Λαμψ.) 244. 6) α) (Προκ. για τη γη, για τα βάθη της γης) αποβάλλω, βγάζω από το εσωτερικό μου, φέρνω στην επιφάνεια: Είναι εκεί ένας τόπος εις τον οποίον κάθε χρόνον ξερνά αποκάτω η γη λείψανα παλαιά ανθρώπων Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 266· (εδώ βίαια): Η άβυσσος εξέρασεν πίσσ’ ανακατωμένη| και ’πύριν βρέχει ο ουρανός με ’στιαν αφτουμένη Χούμνου, Κοσμογ. 1131 (πβ. και ΠΔ Γέν. XIX 24)· β) (μεταφ. για τον Άδη κατά τη Δευτέρα Παρουσία): Ανιστορίζον, παρακαλώ σε, τον πύρινον εκείνον ποταμόν, τας φλόγας εκείνας τας ακαμάτους, όταν και ο Άδης θέλει αναστενάξει και να ξεράσει τους νεκρούς Πηγά, Χρυσοπ. 82 (31). 7) (Μεταφ. προκ. για γη, χώρα· βλ. και ΠΔ Λευιτ. XX 22: ου μη προαοχθιση υμίν η γη) αηδιάζω, θυμώνω με κάπ. και δεν τον ανέχομαι, τον αποβάλλω, τον διώχνω: να φυλάξετε όλους τους τύπους μου και όλες τις κρίσες μου και να κάμετε αυτά και να μην ξεράσει εσάς η γης ος εγώ φέρνω εσάς εκεί να κάθεστε εις αυτήν Πεντ. Λευιτ. XX 22. IΙ. (Μέσ.) κάνω εμετό: βάνοντας το χέρι της η μάμμη η Σαλώμη διά να την ψηλαφήσει (ενν. τη Θεοτόκο) εξεράσθη Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 232r. Η μτχ. παθητ. παρκ. ως επίθ. = (υβριστ.) σιχαμένος, αηδιαστικός: Ήλθες, τρυπανορούθουνη, τρυγόνα ξερασμένη Πουλολ. (Τσαβαρή)2 418· Σώπασε, κακοτύχερε, γεράκιν ξερασμένον Πουλολ. (Τσαβαρή)2 53.όχεντρα- η, Φυσιολ. (Legr.) 225, Διήγ. Αλ. G 27834, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 9310, 25910, 28718, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. γ΄ 7, ιβ΄ 34, κγ΄ 33, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 120, Πανώρ. Γ΄ 99, Ροδινός (Βαλ.) 232, Τζάνε, Κατάν. 461, Περί μεθύσου 608· όντρα, Πανώρ. Γ΄ 99 κριτ. υπ.
Από το ουσ. έχεντρα <αρχ. έχιδνα (Για την ετυμολ. βλ. Ανδρ., Λεξ.· πβ. και Δαγκίτσης, Λεξ.). Για το σχηματ. του τ. βλ. Ξανθ., B-NJ 2, 1921, 78 = Ξανθ., Μελετ. 206-7. Τ. έχεντρα στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. (Πλατάκης, Κρητολ. 14-15, 1982, 123, Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 229). Τ. όχενδρα στο Du Cange και σήμ. στην Άνδρο (Βογιατζ., Γλώσσα Άνδρ. 116). Τ. όχιντρα σήμ. στην Ίμβρο (Ξεινός, Γλωσσ. Ίμβρου 130). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Ϛ΄ 187, λ. όχεdρα, Λουκά, Γλωσσάρ., Κουκ., ΒΒΠ Γ΄ 309 σημ. 1, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Παντ., Φωνητ. Κύπρ. 25, κ.α.).
Οχιά: ο κόρακας φαίνεται από την μαυράδαν του και η όχεντρα από το φαρμάκιν Χρονογρ. (Λαμψ.) 245· (σε μεταφ.): η μέθη είναι όχεντρα τυφλή με δίχως μάτια| και όποιον εδάγκωσε, τον έκαμε κομμάτια Ιστ. Βλαχ. 2097. Η λ. στον τ. Οχέντρες ως τοπων.: Πορτολ. A 2541‑2.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- αντων., Σπαν. A 174, Σπαν. (Μαυρ.) P 391, Προδρ. II Η 5, IV 173, 182, Καλλίμ. 1164, Διγ. Z 799, 813, 1441, 2913, 3709, Διγ. (Trapp) Esc. 221, 653, Ερμον. Θ 290, Συναξ. γαδ. 270, Διήγ. πόλ. Θεοδ. 41, Λίβ. Esc. 2423, Βυζ. Ιλιάδ. 438, 714, Δαρκές, Προσκυν. 193, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 426, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16254, Διγ. Άνδρ. 3325, Ερωτόκρ. Έ́ 991, Ροδολ. Ά́ [50], Βακτ. αρχιερ. 145, Περί μεθύσου 20· αυτός, Ασσίζ. 1517, Μαχ., 4638, 6233, 31617, 6561· ενιαυτός, Ασσίζ. 1967, Χρον. Μορ. H 948, 4824, 5091, 7316, 7322, Λίβ. N 1324, 1870, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 93, Θησ. Ζ́ [1481]· ιαυτός? Λίβ. Esc. 143.