Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αγαλλιώ,
- Διγ. (Mavr.) Gr. VII 117, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2948, Gesprächb. (Vasm.) 11125, Περί γέρ. (Wagn.) 160, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1697, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3145, 40214, Θυσ. (Μέγ.)2 857, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Έ́ 1371, 1387, 1476.
Το μτγν. αγαλλιώ.
Χαίρομαι πολύ, ευφραίνομαι (Η σημασ. ήδη μτγν., Bauer, Wört. λ. αγαλλιάω): εκεί όπου οι άγγελοι χαίρονται και αγαλλιούσι Θυσ.2 857· και ην αγαλλιώμενος μετά και της συζύγου·| έν μόνον τούτο την ψυχήν διηνεκώς ελύπει Διγ. Τρ. 2948. — Πβ. αγαλλιάζω, αναγαλλιάζω, αναγαλλιώ.αγγουρίτσιν- το, Περί γέρ. (Wagn.) 166.
Από το ουσ. αγγούρι(ν) και την υποκορ. κατάλ. ‑ίτσιν.
Μικρό, τρυφερό αγγούρι: Και το κορμί το έμορφον ως δροσερό αγγουρίτσιν Περί γέρ. (Wagn.) 166.αγκάλιασμα- το, Περί γέρ. (Wagn.) 59, 60, Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 370.
Από το αγκαλιάζω. Η λ. και στο Βλάχ. και σήμ. (ΙΛ λ. αγκάλεασμα).
Περίπτυξη: άνοστα και κακόχνωτα είν’ τ’ αγκαλιάσματά του Περί γέρ. (Wagn.) 60.αγκομαχώ,- Περί γέρ. (Wagn.) 50.
Από το ογκώ και την κατάλ. ‑μαχώ (Hatzid., Glotta 2, 1910, 296). Βλ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 162, Β́́ 502 και Χατζιδ., Αθ. 22, 1910, 251. Για την τροπή του ο σε α βλ. Λορεντζ., Αθ. 16, 1904, 216-217. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Ασθμαίνω, λαχανιάζω: ατόνησε και δεν μπορεί, τάχα ωσάν να σκάπτει,| αγκομαχεί συχνά συχνά και η καρδιά του άφτει Περί γέρ. (Wagn.) 50.αγριοτσουκνίδα- η, Περί γέρ. (Wagn.) 119.
Από το επίθ. άγριος και το ουσ. τσουκνίδα. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Το φυτό τσουκνίδα (μεταφ.) (πβ. ΙΛ λ. αγριοτσουκνίδα 2): τις ήτον που την έσμιξε την αγριοτσουκνίδα| μ’ αυτείνην την ροδόμνοστην και γλυκοκορασίδα; Περί γέρ. (Wagn.) 119.αγριόχοιρος- ο, Συναξ. γαδ. (Wagn.) 38, Χρον. Τόκκων (Schirò) 3463, Περί γέρ. (Wagn.) 51.
Το μτγν. ουσ. αγριόχοιρος. Η λ. και στο Βλάχ. και σήμ. (ΙΛ).
Άγριος χοίρος, αγριογούρουνο (όπως και σήμ.): αρκούδες, αγριόχοιροι, λέοντες και παρδάλοι| και τ’ άλλα πάντα καθεξής μικρά τε και μεγάλα Συναξ. γαδ. 38. —Συνών.: αγριογούρουνον.αγριώνω,- Σπαν. (Λάμπρ.) Va 261, Προδρ. (Hess.-Pern.) I 170, Διγ. (Hess.) Esc. 419, 1144, Ερμον. (Legr.) I 88, K 172, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 413, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 466, Θρ. Κων/π. διάλ. (Ζώρ.) 91, Δούκ. (Grecu) 43115, Θησ. (Foll.) I 43, Θησ. (Βεν.) Έ́ [806], Ζ́́ [1267], Θησ. (Schmitt) 316, Ιμπ. (Legr.) 135, 461, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 9524, 13510, 19, Περί γέρ. (Wagn.) 53, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 742, Σταυριν. (Legr.) 426, 492, 516, Διγ. (Lambr.) O 1332, 2745, 2993. μτχ. αγριωμένος, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 587, Διγ. (Hess.) Esc. 1125, Βέλθ. (Κριαρ.) 936, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2767, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1618, Λίβ. (Wagn.) N 2417, 2447, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1215, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 808, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 374, Θησ. (Βεν.) Β́́ [626], Ζ́́ [434], ΙΆ́ [65], [6531], Κάτης (Băn.) 87, Νεκρ. βασιλ. (Μανούσ.) 45, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 624, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 882, Ιμπ. (Legr.) 184, Συναξ. γυν. (Krumb.) 256, 258, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 118, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 111, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 48, 744, Αλφ. (Κακ.) 109, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 399, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 2, II 5, 5, III 6, 4, 214, IV 6, 3, 24, V 7, 131, Σταυριν. (Legr.) 192, 950, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 1135, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 2, 85, Διγ. (Lambr.) O 305, 816, 2819, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14312.
Από το αρχ. αγριώ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
I. Ενεργ.: Α´ Μτβ. 1) α) Κεντρίζω, ερεθίζω (πβ. ΙΛ στη λ. 1): τούτά ’πεν και το άλογο αγριώνει και λαλεί το Διγ. O 2745· β) εξαγριώνω, εξοργίζω (κάποιον): ως γαρ τα ξύλα του πυρός την φλόγαν επαυξαίνουν,| ούτω και τον θυμούμενον ο λόγος αγριώνει Σπαν. V 261. 2) Κάνω κάτι άγριο: τους οφθαλμούς αγρίωσον, δείξον λοξόν το βλέμμα Προδρ. Ι 170· κι εμούγκριζεν ο λέοντας κι εσφύριζεν ο δράκων| κι εγρίωνεν τα μάτια του Θρ. Κων/π. διάλ. 91· αγριώνει και τα μάτια του σαν ψοφισμένου σκύλου Περί γέρ. 53· Και ως το λονταρόπουλον που η πείνα το κεντάγει (παραλ. 1 στ.) και άμαν ίδει τίποτες φαγί διά να αρπάξει,| την τρίχα του αγριώνει την απ’ όρεξην τήν έχει Θησ. (Foll.) I 43. B´ Αμτβ. α) Περιέρχομαι σε κατάσταση ταραχής: έπαρε το λαβούτο σου και παίξε τό ολίγον,| ότι εραθύμησα εκ των θηρίων τον φόβον και ηγρίωσε η καρδία μου εκ των θηρίων το αίμα Διγ. (Hess.) Esc. 1144· β) αγριεύω, εξοργίζομαι: αλλέως δε μερώνει και όσον τον πειράζομεν χειρότερ’ αγριώνει Σταυριν. 516. ΙΙ. Μέσ.: 1) Γίνομαι άγριος: και η όψις του προσώπου ηγριώθηκεν αυτίκα Ερμον. Ι 88. 2) α) Εξαγριώνομαι, οργίζομαι: Η αρκούδα εγριώθηκεν, σκληρά πολλά θυμώνει,| καταπάνω του Διγενή γυρίζει και μουγκρίζει Διγ. O 1332· ταύτα ακούσας ο τύραννος ηγριώθη Δούκ. 43115· β) συμπεριφέρομαι με αγριότητα: Πάλε ξαναθωρούσαν την πως ήτον χαλασμένη,| πάνω της αγριώνουντον σαν λιόντες πεινασμένοι Θρ. Κύπρ. K 742. Η μτχ. = 1) α) Οργισμένος, αγριωπός: Και πώς ου σχήμα σοβαρόν έχει μ’ αγριωμένον,| ότι της βασιλείας σου άνθρωποι …| εις περιβόλιν αναιδώς εμβαίνουν ιδικό μου Βέλθ. 936· Γέλασε, Χάρο, με χαρά, μην ήλθες αγριωμένος Αλφ. 109· Ανέβηκα και βλέπω την κι εκάθετον εις θρόνον.| Σύρνει το σχήμα σοβαρώς να έναι πολλά αγριωμένη Λόγ. παρηγ. L 587· β) προκ. για θάλασσα, κύματα [πβ. θυμωμένη θάλασσα Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́́ 157]: λέοντας μέγας τον ήκουσεν απέσω απέ το καλάμιν (παραλ. 1 στ.) και εκ το καλάμιν εξέβηκεν ως θάλασσα αγριωμένη Διγ. (Hess.) Esc. 1125· ή στ’ αγριωμένα κύματα να πέσω ν’ αποθάνω Τζάνε, Κρ. πόλ. 14312. 2) Άγριος, ανήμερος (προκ. για θηρίο): ω δυνατό παιδάκι δοξασμένον| τ’ Αλκείδη, … που ’ναi θεριόν σαν τούτο αγριωμένον| μόνιος σου να σκοτώσεις είχες χάρη Πιστ. βοσκ. Ι 6, 3. 3) Άγριος, σκληρός: Αμ’ όσο θέλεις άπονη ας είσαι κι αγριωμένη,| τάσσω σου κι η γιαγάπη μου πάντα να σ’ανιμένει Πανώρ. Β́́ 399. 4) Τραχύς, δύσβατος: Εις ποιόν σκλερόν βουνάριν, ’ς ποιόν δάσος αγριωμένον| να πάγω; Κυπρ. ερωτ. 882· κλεισούρες εδιέβημεν, τόπους αγριωμένους Λίβ. N 2417· και πώς στον (έκδ. εις τον) ερημότοπον ετούτον καταβαίνεις; (παραλ. 1 στ.) εσείς δε πόθεν την οδόν την αγριωμένην ταύτην| ηυρέθητε να τρέχετε χωρίς συνοδοιπόρον; Λίβ. N 2447.αδικοκρισία- η, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 874, 2079, 2715, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 232, Περί γέρ. (Wagn.) 146.
Από το επίρρ. άδικα και το ουσ. κρίση ( = βάσανο). Η λ. ήδη στον Ηφαιστίωνα τον Αστρολόγο (L‑S) και σήμ. (ΙΛ).
Βάσανο που το υφίσταται κανείς άδικα: άδικον πού ’τον εις εσέν και αδικοκρισία| σε (έκδ. ’ς· διόρθ. Πολ. Λ., Μετά Άλ. σ. 58) τέτοια κάλλη σαν αυτά και τόσες εμορφάδες (έκδ. ευμορφάδες· διόρθ. Πολ. Λ., Μετά Άλ. σ. 58),| οπόχει το κορμάκι σου με τόσες εγλυκάδες Περί γέρ. 146 (πβ. αδικοκριτής).αδράκτι- το, Ch. pop. (Pern.) 819, Περί γέρ. (Wagn.) 105, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 317· αδράχτι, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 252· δράκτι, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 270.
Από το μτγν. ουσ. ατράκτιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. άτρακτος (Ανδρ., Λεξ. λ. αδράχτι και Φουρ., ΛΑ 5, 1918 <1920>, 218). Η λ. αδράκτιον και στο Corpus Glossariorum Latinorum (G. Loewe-G. Goetz) 2, 207, 16 (Κουκ., ΒΒΠ Β2 114). Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αδράχτι).
Αδράχτι (όπως και σήμ., ΙΛ λ. αδράχτι 1α): ως πρέπει το χρυσόνεμαν εις αργυρόν αδράκτι Ch. pop. 819.αδυναμία- η, Έκθ. χρον. (Lambr.) 66, 1317, Διακρούσ. (Ξηρ.) 851· αδυναμιά, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 517, Ιμπ. (Legr.) 813, Περί γέρ. (Wagn.) 84, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 173, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Δ́́ 13.
Το αρχ. ουσ. αδυναμία. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Έλλειψη σθένους, δειλία: Παρακαθημένου ουν αυτήν εκ στερεάς και θαλάσσης, εχάλασε το τείχος … Ευρέθη γαρ εν ταις ημέραις εκείναις τις άρχων Γενουβίτης … και ειδώς την αδυναμίαν αυτών, ότι ουδείς των αρχόντων ηθέλησε σταθήναι εν τῃ χαλάστριᾳ αλλ’ εσυνερίζοντο, σταθείς εν μέσῳ του βασιλέως και των αρχόντων έφη: «Δύναμαι εγώ μετά του λαού μου σταθήναι» Έκθ. χρον. 1317. 2) Δύσκολη, μειονεκτική θέση: ο καπετάν πασιάς εις αδυναμίαν μεγάλην ήλθε και εσύναξε τους μπέηδες να συμβουλευθεί, ότι με ποίαν τέχνην να κάμει να νικήσει. Διακρούσ. 851.αλεξανδρινός,- επίθ., Ιατροσόφ. (Oikonomu) 642, Περί γέρ. (Wagn.) 104· ’Λεξανδρινός.
Το μτγν. επίθ. αλεξανδρινός (Δημητράκ.).
α) Που προέρχεται από την Αλεξάνδρεια: και τ’ αλεξανδρινόν σκουλίν εκείνο τό σ’ εδώκα Περί γέρ. (Wagn.) 104· β) ο κάτοικος της Αλεξάνδρειας: όσοι ήσαν εδεκεί ʼΛεξανδρινούς τους κράζει (ενν. ο Αλέξανδρος),| εδέτις και την χώραν του θέλει να ονομάζει Αλεξ. 569.άμαθος,- επίθ., Περί γέρ. (Wagn.) 8, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 7712, 14119, Ζήν. (Σάθ.) Β΄ 127.
Από το στερ. α‑ και το μαθαίνω. Για το σχηματ. βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 109-110. Η λ. και σήμ. κοιν. (ΙΛ).
Αδαής, άπειρος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1, 2): Αμμή οι ανθρώποι του τόπου εκεινού είναι χωριάτες και άμαθοι του πολέμου Χρον. σουλτ. 14119· μόνον εγώ ο πολυπαθής, οπού ήκουσα και ξεύρω,| εσάς, οπού είσθεν άμαθοι, θέλω τα να τα φέρω Περί γέρ. 8. —Συνών.: ακάτεχος 1. — Πβ. και αμάθητος.αμπελοκλάδι- το, Περί γέρ. (Wagn.) 122.
Από το ουσ. αμπέλι(ν) και κλαδί(ν). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Το νόσημα «έρπης», που παρουσιάζεται στο κεφάλι και το πρόσωπο των παιδιών, ή «οξείδωση του στομάχου» (διάρροια και κωλικοί πόνοι), επειδή θεραπεύεται με αμπελοκλάδι· για τη λ. βλ. ΙΛ (βλ. και Κουκ., Αθ. 30, 1919, ΛΑ 31 και Κουκ., ΒΒΠ Γ΄ 342· επίσης ΙΛ στη λ. 5): και να τον κάψει (διόρθ. σε κόψει Κουκ., ΒΒΠ Γ́ 342) και κακόν θανάτου αμπελοκλάδι Περί γέρ. (Wagn.) 122.αναγκάζω,- Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 187, Καλλίμ. (Κριαρ.) 671, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 53518, Ορνεοσ. αγρ. (Hercher) 57018, Διγ. (Hess.) Esc. 123, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 1172, 2653, Διγ. (Καλ.) A 994, 1733, 3824, Ερμον. (Legr.) Z 85, Τ 248, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2512, 2525, 6789, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 376, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 429, Πουλολ. (Krawcz.) 652, Λίβ. (Μαυρ.) P 2299, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1598, Αχιλλ. (Hess.) L 341, Ιμπ. (Κριαρ.) 167, 244, Χρον. Τόκκων (Schirò) 2118, Χειλά, Χρον. (Hopf) 352, Μαχ. (Dawk.) 444, 1601, 18015, 18430, 19821, 23025, 25431, 26228-36, 40814, 41212, 44223, 49810, 55223, 56829, 64019-20, 6642, 65210, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 242, 429, 688, 10013, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 2, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 10320, 1289, Έκθ. χρον. (Lambr.) 5416, Ιμπ. (Legr.) 271, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 112, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 108, Περί γέρ. (Wagn.) 110, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 69, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 6715, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 620, 1802, 1905, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 163, 170, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 33110, 34710, 35128, 36912, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) E΄ 831, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Υπόθ. [72], E΄ [398], Λίμπον. (Legr.) 5, 254, Διγ. (Lambr.) O 592, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 44211, 5024· ’ναγκάζω, Απολλών. (Janssen) 486· ανεγκάζω, Διγ. (Lambr.) O 755, 817, 1347, 2501· ’νεγκάζω, Αχιλλ. (Haag) L 278, Συναξ. γυν. (Krumb.) 208, 316, Διγ. (Lambr.) O 444.
Το αρχ. αναγκάζω. Για την τροπή του α της συλλαβής να σε ε βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ A΄ 30-1, Κουκ., Αθ. 43, 1931, 68 και Φιλ., Θρακ. 5, 1934, 271. Η λ., καθώς και οι τ. της, και σήμ. (ΙΛ).
1) Πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω (κάποιον) (Η σημασ. αρχ. και σημερ., ΙΛ στη λ. A1): Λογιάζω, ανεγκάζει την στανιό της να την πάρει| στην Σοφία, τον τόπο του, διά να τηνε πάγει Διγ. O 755· και τούτο αναγκάζει με να ’μαι πάντα κλιαμένη Διγ. O 592· αναγκασθείς από του πολλού κακού έφυγεν από τον πατέρα αυτού και εις την των Ξανθοπούλων μονήν απήλθε Σφρ., Χρον. μ. 688. Όποιος κι αν ήθελε εβγεί έξω τον αναγκάζαν| να φάγει ’πού τα κρέατα γή όλοι τον ατιμάζαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 44211· Εγώ δεν σε ανέγκασα να έλθεις στανικώς σου Διγ. O 817· ουδέ μ’ αυτήν να κοιμηθώ εγώ ενέγκασά την Διγ. O 444· Όρεξή μου μ’ αναγκάζει να μουλλώσω μεν σε πλήξω Κυπρ. ερωτ. 1289. 2) Πιέζω στενοχωρώντας, στενοχωρώ, φέρνω σε δύσκολη θέση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A3· βλ. και Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 532 και Ερωτόκρ., σ. 489· συναφής σημασ.: «περιορίζω κάποιον σε κάτι» στα Αποφθ. πατέρ. 213): Πρικαίνεις κι αναγκάζεις με, άτιε κι εσύ Φροσύνη Ερωτόκρ. E΄ 831· τότε πολλά αναγκάσθησαν κλαίοντες την αδελφήν τους Διγ. Esc. 123· Από πολλές ανάγκασες, οπού τον αναγκάσαν Ιμπ. 167· ενέγκασεν τον άνδραν της και εις θάνατον τον βάνει Συναξ. γυν. 316· ει δε και αλλαχού ποθείς, ου μη σε αναγκάσω Διγ. Τρ. 1172· ανάγκαζε, τυράννει με, πίκραινε, φλόγιζέ με Λίβ. P 2299· αν εύρουν εις κατώφορον ψυχήν αναγκασμένην,| εκεί περισυνάγονται Γλυκά, Στ. 187· επολεμήσαν το κάστρον και εζημιώσαν τον λιμιώναν και το εξώκαστρον δεν ημπορήσα να το πάρουν, διατί αναγκάζουνταν Μαχ. 1601. Πβ. αναγκεύω. 3) (Με αντικ. τη λ. πόλη) πιέζω (ως εχθρός), πολιορκώ: ήλθαμεν ... με τον ορισμόν του ρηγός να μας παραδώσουν την Κερυνίαν και ας πάμε να την αναγκάσομεν Μαχ. 44223. 4) (Με αντικ. πράγμα ή γεγονός) πιέζω, ασκώ πίεση για να γίνει κάτι, επισπεύδω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A5): αναγκάζοντας ο αυθέντης ο πρεβεδούρος την δουλειά να γένει με πάσα σπουδή Σουμμ., Ρεμπελ. 163· συνεκατέβαινε το τοιούτον συμπενθέριον, εμού πλέον των άλλων συναινούντος τούτο και αναγκάζοντος Σφρ., Χρον. μ. 10013. 5) Επιβάλλω (κάτι): έριδας και μάχας πλείστας και θανάτους αναγκάζει Ερμον. Z 85· αύθις επαπειλάται μοι, τον γάμον αναγκάζει Καλλίμ. 671· και παραμπρός να σου το πω και μη μου τ’ αναγκάσεις Λίβ. Esc. 1598· ω Κύριε, που τ’ ανάγκασεν να μη ιδεί το θέρος Περί γέρ. 110· η ρμ́ Νεαρά ορίζει ότι και αμφότερα τα δύο πρόσωπα ημπορούν να σώζεται ο γάμος και να παρθενεύουν της συναφείας ουδείς αναγκάζει Ελλην. νόμ. 53518. 6) Αναζωπυρώ (προκ. για φωτιά) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A6): Μα την φωτιά ’ναγκάσετε και πλιο μηδέν αργείτε Σουμμ., Παστ. φίδ. E΄ [398]. 7) α) Επίμονα παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω (κάποιον) (Η σημασ. ήδη μτγν., Bauer, Wört. στη λ.· πβ. και ΙΛ στη λ. A1): Έκτωρ δε πάλιν τους Τρώας| αναγκάζει προς την μάχην Ερμον. T 248· ορέχτη κι ανγκάστηκεν από τους εδικούς του| να φουσσατέψει να ελθεί εκείσε εις την Πούλιαν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6789· έσφιξεν τον σουλτάνον και ανάγκαζέν τον να πέψει την αρμάδαν εις την Κύπρον Μαχ. 65210· ο αφέντης της Σπάρας πολλά ανάγκαζεν τον πάπαν και τους αφέντες τους άλλους διά να γένει το πασάντζιν τούτον Μαχ. 19821· ο λογισμός μου εβιάζε με, ο νους μου ηνάγκαζέ με Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 2· ωσάν είδε το πλήθος το πολύ των Τούρκων δεν είχε τι κάμει, μόνε ηνάγκαζε να πολεμούνε Χρον. σουλτ. 6715· Πολλά τον ενεγκάσασιν ίνα τσαγκίν φορέσει Αχιλλ. L 278· Και πάλιν επορεύοντο μετά σπουδής τον δρόμον| αλλήλως τους (έκδ. αλλήλους τους· διορθώσ.) ηναγκάζοντο ταχύ να περιτρέχουν Διγ. A 994 β) Πιέζω με αλλεπάλληλες παρακλήσεις, προσπαθώ να πείσω: Πολλοί τον ηναγκάζασι να πάσιν μετ’ εκείνον Ιμπ. 244. 8) (Με αντικ. όν. ζώου ή πτηνού) ερεθίζω, παρακινώ (σε μια ενέργεια) (Για τη σημασ. πβ. ΙΛ στη λ. A2): ανάγκαζαν τον σκορδιαλόν διά να φιλονικήσει Πουλολ. Αθ. 429· το άλογον ανέγκασεν, τρέχει και τηνε σώνει Διγ. O 1347· Εκείνος το εννόησεν, αρχίζει ν’ ανεγκάζει| το άλογο και το ’δερνεν και πτερνιστήρια βάζει Διγ. O 2501· ανάγκασον φαγείν τον ιέρακα Ορνεοσ. 57018. 9) Θρηνώ (κάτι) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. B2): εμήν την υποχώρησιν ηνάγκαζε βαρέως Διγ. A 3824. 10) (Απρόσ.) είναι ανάγκη: αμή νυν, αν το επάρω, αναγκάζει να διαφερόμεθα μετά τον αδελφόν μου Σφρ., Χρον. μ. 429. Πβ. αναγκαίος 1β2. 11) (Ενεργ. και μέσ.) σπεύδω, βιάζομαι, είμαι βιαστικός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. B1· για τη σημασ. βλ. και Ανδρ., Σημασ. εξ. 37): πριν τον καιρόν ανάγκαζα και επεθύμου να κτήσω το ρηγάτον Ιεροσολύμων Μαχ. 23025· εμήνυσεν του ρηγός μοναύτα ν’ αναγκαστεί να πέψει το πλέρωμάν τους Μαχ. 18015· ελάτε, αναγκαστείτε ωδά κοντά μου Κυπρ. ερωτ. 10320· Επειδή τούτον έβαλέν το ο Θεός εις τον νουν σου, αναγκάστου να στραφείς Μαχ. 55223. — Πβ. αναγκαστός, ανάγκη 5.ανατρέφω,- Ιερακοσ. (Hercher) 37523, 49918, Διγ. (Hess.) Esc. 613, Διγ. (Καλ.) Esc. 613, Βέλθ. (Κριαρ.) 362, 886, Gesprächb. (Vasm.) 1082514, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1079, Λίβ. (Wagn.) N 2806, Αχιλλ. (Hess.) L 539, Νεκρ. βασιλ. (Μανούσ.) 52, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1085, 1738, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 373· αναθρέφω, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3054, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 8048, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 213, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 259, Ιατροσ. κώδ. (Άμ.) 163 χιζ́, Φλώρ. (Κριαρ.) 144, 154, 417, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 159, Απολλών. (Janssen) 431, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1113, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3155, Αχιλλ. (Haag) L 33, 720, Αχιλλ. (Hess.) L 700, Αχιλλ. (Hess.) N 996, Ιμπ. (Κριαρ.) 50, Αλφ. ξεν. (Ζώρ.) 58, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1208, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) ΧΙΙΙ 46, Φαλιέρ., Ενύπν. (Ζώρ.) 43, Sprachlehre 132, Περί γέρ. (Wagn.) 35, Πεντ. (Hess.) Λευιτ. X 6, ΧΧΙ 10, Αρ. VI 5, Δευτ. XXI 12, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 122, Κατζ. (Πολ. Λ.) Á́ 236, Δ́ 282, É́ 170, 466, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ́ 67, Ερωφ. (Ξανθ.) Á́ 150, Γ́ 154, 276, Δ́ 124, 143, 379, 659, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 197, V 5, 118, 253, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 448, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 34221, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Á́ 142, 1015, B́ 599, 829, Γ́ 90, Δ́ 617, 1213, Θυσ. (Μέγ.)2 769, 807, Στάθ. (Σάθ.) Á́ 254, Ιντ. β́ 72, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 149, Φορτουν. (Ξανθ.) Á́ 18, Ιντ. ά́ 167, Γ́ 380, 616, Δ́ 571, É́ 125, Ζήν. (Σάθ.) É́ 60, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 13416, 1788, 58528· αναθρέβω, Λίβ. (Wagn.) N 1897.
Το αρχ. ανατρέφω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αναθρέφω).
Ά́́ Ενεργ. 1) α) Ανατρέφω, μεγαλώνω (κάποιον) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αναθρέφω 1): Για να με δώσεις τση φωτιάς μ’ ενέθρεφες, γονή μου; Θυσ.2 807· εγώ ’μαι οπού σε ενέθρεψα και εκατεκάλλυνά σε Αχιλλ. N 996· Στα χέρια σου μ’ αναθρεψες, μεγάλον έκαμές με Ερωφ. Δ́ 659· —Συνών.: αναγιώνω Αα, ανασταίνω 4· β) (προκ. για φυτά) περιποιούμαι (Για τη σημασ. πβ. ανατρέφω άμπελον Trinchera, Syll. 400, 289): και του δενδρού τ’ οπωρικό τ’ ανάθρεψεν η κόρη| με προσοχή και με τιμή Περί γέρ. 35· γ) (προκ. για κόμη) τρέφω: να αναθρέψει ανάθρεμμα τρίχα του κεφαλιού του Πεντ. Αρ. VI 5. 2) Ενισχύω, επαυξάνω: Τους πόνους και τας συμφοράς ή ξενιτειά αναθρέφει Αλφ. ξεν. 58. 3) (Με βιασμό αντί του ανατρέπω) αφαιρώ την «κίδαριν» (πβ. αποκιδαρώσετε ΠΔ, Tisch., Λευιτ. X 6· βλ. Dieterich, IF 24, 1909, 109): τα κεφάλια σας μη αναθρέψετε και τα ρούχα σας μη ξεσκίσετε Πεντ. Λευιτ. X 6. B´ (Μέσ.) αυξάνομαι, μεγαλώνω· α) (προκ. για πρόσωπα) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αναθρέφω): και ενεθράφην το παιδίν, γίνη χρονών τεσσάρων Αχιλλ. (Haag) L 33· Αμ’ όποιος σε φτωχειά πολλή αναθραφτεί (παραλ. 2 στ.), του ριζικού την όργητα ποτέ δεν τη φοβάται Ερωτόκρ. Δ́ 617· παπάδες, γέροντες κι εσείς αναθρεμμένοι νέοι| του Χάντακος Τζάνε, Κρ. πόλ. 13416· —Συνών.: αναγιώνω Β· β) (προκ. για πτηνά): βρέχε αυτόν (δηλ. τον ιέρακα) μετά ελαίου χλιαρού και ύδατος και ανατραφήσεται Ιερακοσ. 49918· γ) (προκ. για φυτά): ώσπερ το ρόδον άσπρον έν’ και κόκκινον και ωραίον,| ούτως το κάλλος έπλασεν η φύσις και των δύο·| κρινοτριανταφυλλόροδα, ερωτοαναθρεμμένα,| αναθρεμμένα σύντομα, ερωτοηγαπημένα Φλώρ. 154· Σταφύλι να αναθραφεί εις την άμουλα Ιατροσ. κώδ. 163 χιζ́́.ανατριχώ,- Περί γέρ. (Wagn.) 55.
Από την πρόθ. ανά και το ουσ. τρίχα. Πβ. το επίρρ. ανάτριχα Ι (ΙΛ) και τα ανατριχιάζω, ανατριχιώ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. ανατριχιάζω).
(Αμτβ.) σηκώνονται οι τρίχες μου: ανατριχούν τα γένια του και τρίζουν σαν χηναίου Περί γέρ. (Wagn.) 55.ανορδίνιαστος,- επίθ., Περί γέρ. (Wagn.) 95· αρδίνιαστος, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 56, 77.
Από το στερ. αν‑ και το ορδινιάζω.
α) Ατακτοποίητος, ασυγύριστος (Η σημ. και σήμ. ΙΛ στη λ. 1): ανάπλεκη, ανορδίνιαστη, κρέμονται τα μαλλιά της Περί γέρ. 95. β) (προκ. για στράτευμα) ανέτοιμος για μάχη: εις τους εχθρούς εμπήκε·| τους εύρηκεν αρδίνιαστους ’ξ εκείνην την μερίαν Κορων., Μπούας 77.άνοστος,- επίθ., Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1523, Περί γέρ. (Wagn.) 60, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 18, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ΄ 167, 366, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 716, 1770, Β΄ 2346, Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 112, Β΄ 368, 446, Ιντ. β΄ 171, Δ΄ 356.
Το αρχ. επίθ. άνοστος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
α) Που δεν έχει χάρη, άχαρος: άνοστα και κακόχνωτα είν’ τ’ αγκαλιάσματά του Περί γέρ. 60· ξεφάντωσες πολλ’ άνοστες είν’ τούτες να σ’ αρέσου Πανώρ. Γ΄ 167· άνοστος κατασταίνεται ο πόθος σα γεράσει Ερωτόκρ. Α΄ 1770· β) άσχημος (Η σημασ. και σήμ. στην Κύπρο, Κληρίδης, Κυπρ. Σπ. 8, 1944, 100· πβ. και ΙΛ στη λ. 1β): κανένα νιο ανοστότερο, φτωχό και κασσιδιάρη Πανώρ. Γ΄ 366· —Συνών.: αθώρετος· γ) δυσάρεστος (Πβ. ΙΛ στη λ. 1β): εγίνην τόσον άνοστον σ’ αυτόν μου πράμαν| που διάλεξα καλύτερά ’ν’ στραφήν στο κλάμαν Κυπρ. ερωτ. 1523· πβ. αδέξιος· δ) (προκ. για λόγια) που δεν είναι ευχάριστος (σε λογοπαίγνιο με υπαινιγμό σε φαγητό): Τούτα τα λόγια τ’ άνοστα πώς τα μισά η κοιλιά μου! Κατζ. Α΄ 18. Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = ανόητα λόγια: πού τα ’βρες τούτα τ’ άνοστα οπού μ’ αναθιβάνεις; Ερωτόκρ. Α΄ 716. Πβ. ανοστάγρα, ανοστάδα, ανοστία α.αντάμα,- επίρρ.· εντάμα, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 12348, Προδρ. (Hess.-Pern.) Ι 179, Καλλίμ. (Κριαρ.) 786, Βέλθ. (Κριαρ.) 768, 786, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 27, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 55, Φλώρ. (Κριαρ.) 665, 1736, Λίβ. (Lamb.) Sc. 137, 1441, 2894, Λίβ. (Lamb.) N 129, 615, 766, Αχιλλ. (Hess.) N 1472, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 3511, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 432, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 442, 541, Συναξ. γυν. (Krumb.) 47, 68, 357· εντάμι, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 96· ενταμώς, Λίβ. (Lamb.) Esc. 4160, Συναξ. γυν. (Krumb.) 834· ενταμού, Ιατροσόφ. (Du Cange, λ. μπούφα)· αντάμα, Τρωικά (Praecht.) 52510, 53113, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 14, Ασσίζ. (Σάθ.) 9911, 33216-7, 34418, 4771-2, Διγ. (Καλ.) Esc. 188, Διγ. (Hess.) Esc. 415, 581, 1118, 1304, Διγ. (Καλ.) A 937, 2603, Ακ. Σπαν. (Legr.) 41401, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 177, Πτωχολ. (Schick) P 147, Πτωχολ. (Ζώρ.) Z 5, Συναξ. γαδ. (Wagn.) 309, Φλώρ. (Κριαρ.) 123, 290, 1030, 1699, 1829, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 155, 241, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 708, Απολλών. (Janssen) 157, 279, 403, 553, 698, 836, Λίβ. (Μαυρ.) P 110, Λίβ. (Lamb.) Esc. 246, 740, 2586, 3605, Λίβ. (Wagn.) N 1114, 2279, Αχιλλ. (Haag) L 100, 911, Αχιλλ. (Hess.) L 185, 1073, 1075, 1141, Ιμπ. (Κριαρ.) 298, 440, Τζαμπλάκ. (Ζώρ.) 39, Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 265, Φυσιολ. (Pitra) 37237, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 2315, Μαχ. (Dawk.) 613, 307, 4425, 4632, 10012, 21416, 25825, 26433, 29031, 50219, 50422, 63424, 64019, Θησ. (Foll.) I 60, 118, Θησ. (Βεν.) Β΄ [443], Δ΄ [237], Ε΄ [1028], Ζ΄ [128], Αρμούρ. (Κυριακ.) 200, Ch. pop. (Pern.) 376, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 73, ΧΙ 8, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 48, 525, Βουστρ. (Σάθ.) 420, 474, 498, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 36, 53, 525, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 33, 70, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 105, 107, 574, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 7914, 1554, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 233, 270 315, Άσμα σεισμ. (Σπυριδ.) 38, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 100, Μυστ. παθ. (Parlang.-Μανούσ.) 30, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 355, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 45, 54, 373, 536, Ιστ. Βατοπ. (Βαλ.) 40, Περί γέρ. (Wagn.) 129, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙΙΙ 6, Δευτ. ΧΙΙ 22, ΧΧΙΙ 10, XXV 5, Αχέλ. (Pern.) 120, 377, 1831, 2480, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 12, 42, 123, 1061, 1283, 1421, Αιτωλ., Βοηβ. (Băn.) 75, 141, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 324, 377, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 284, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 677, 13110, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 371, 392, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [411], Αλφ. (Κακ.) 2391, Ποίημ. Αλ. Κύπρ. (Τζεδ.) 1281, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 234, Ερωφ. (Ξανθ.) Δ΄ 121, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 6, 189, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 522, 571, Σταυριν. (Legr.) 803, Βίος αγ. Νικ. (Legr.) 184, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 867, 907, 2677, Θυσ. (Μέγ.)2 670, Ιερόθ. Αββ. (Legr.) 331, Ευγέν. (Vitti) 588, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [636], Ε΄ [32, 1107], Λίμπον. (Legr.) Εισαγ. 77, 228, Πρόλ. κωμ. (Βεργ.) 19, Διγ. (Lambr.) O 1930, 2711, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 23220, 3819, Διακρούσ. (Ξηρ.) 9221· ανδάμα, Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 172, 174· αντάμε, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 11011· αντάμι, Απολλών. (Wagn.) 640, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 12215, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [188, 271], Δ΄ [354], Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 334, Γ΄ 231, 361, Δ΄ 247, Ε΄ 433, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ΄ 314, Δ΄ 398, Ερωφ. (Ξανθ.) Πρόλ. Χάρ. 54, Α΄ 362, Ιντ. α΄ 65, Β΄ 39, 384, Ιντ. β΄ 93, Γ΄ 200, Ιντ. γ΄ 73, Δ΄ 318, Ε΄ 238, 512, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 2, 353· ΙΙ 3, 60· V 6, 252, Θυσ. (Μέγ.)2 385, 955, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 282, Β΄ 182, Ιντ. β΄ 22, Γ΄ 181, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Α΄ 134, Β΄ 98, Γ΄ 57, Δ΄ 9, 67, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β΄ [1254], Ε΄ [1094, 1100], Λίμπον. (Legr.) 51, Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 190, Ιντ. α΄ 130, β΄ 94, 162, Γ΄ 130, Ιντ. γ΄ 50, Δ΄ 58, Ιντ. δ΄ 106, Ε΄ 75, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 226, Ε΄ 280, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 584, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 24019, 41817, 44724, 52721· αντάμιν, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ΄ 72· ανταμώς, Ασσίζ. (Σάθ.) 1530, 8617, 12818, Τριβ., Ταγιαπ. (Irmsch.) 244, (έκδ. ανταμό σας· διορθώσ.), Γύπ. Γ΄ 336, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [964], Δ΄ [1455]· αντάμως, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 170· ανταμού, Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙΙ 212 (χφφ SA) (κριτ. υπ.).
Από τη μτγν. φρ. εν τῳ άμα (Βλ. Κοραή, Άτ. Β΄ 124-125 και Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 215). Ο τ. ανδάμα από τάση αρχαϊστική. Το αρχικό α από αφομοίωση. Ο τ. αντάμε κατά επιρρ. σε ‑ε (Βλ. Γεωργακ., B-NJ 14, 1938, 145). Οι τ. αντάμι, εντάμι κατά το ομάδι, μαζί (Πβ. Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ., σ. 497, λ. αντάμη). Οι τ. ανταμώς, ενταμώς κατά τα επιρρ. σε ‑ως (Βλ. και Χατζιδ., ΕΕΠ 7, 1910 /11, 84). Ο τ. ανταμώς σε έγγρ. του 1477 (Darrouzès, Χαριστ. Ορλάνδ. Α΄ 304) και σε αντίγραφο του Χρον. Τόκκων από το Σοφιανό (βλ. Shirò, RES-EE 7, 1969, 217). Οι τ. ανταμού, ενταμού κατά τα επιρρ. σε ‑ού. Ο τ. ανταμού και σε κρητ. έγγρ. του 1446 (Μανούσ., Θησαυρ. 3, 1964, 98) και σε επιστ. του 1453 (Darrouzès, REB 22, 1964, 111). Η λ. ήδη το 10 αι. (Διαθ. Νίκων. (Λάμπρ.) 22415, 22634) και σήμ. κοιν. και στα ιδιώμ. με διάφορους τ. (ΙΛ). Πβ. και Krumbacher, Συναξ. γυν. σ. 414.
Α´ Επίρρ. 1) α) (Τροπ.) (συχνά με το επίθ. όλος, ιδίως σε κυπριακά κείμ.· η επανάληψη αντάμι αντάμι για επίταση) μαζί (Πβ. άμα Α, Εκφρ. 3β · η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): μ’ όλη τη δόξ’ αντάμι Ερωφ. Α΄ 362· έναν, απὄχει κι αρετές και βασιλειάν αντάμι Ερωφ. Δ΄ 318· ως είδασιν τ’ αδέλφια της την κόρην μαραμένην,| αντάμα οι πέντε εστενάξασιν Διγ. Esc. 188· όλοι αντάμα εγράψαν εις χαρτίν τες αφορμές Μαχ. 4632· αντάμι αντάμι θυσιάν να τσ’ είχα κάμει (ενν. τις ψυχές) Πιστ. βοσκ.V 6, 252· —Συνών.: άμα Α, Εκφρ. 3β, αμφοτέρως 1· β) (προκ. για προσέγγιση ή συμπλοκή) μαζί, μεταξύ (Πβ. ΙΛ στη λ. 2): γυρεύουσι τα ταίρια τους αντάμα να σμιχτούσι Ερωτοπ. 708· ο είς τον έτερον θεωρεί εντάμα να συγκρούσουν Φλώρ. 665· οι λαγωοί και αετοί εμάλωναν αντάμα Αιτωλ., Μύθ. 106· Πβ. αναμεταξύ 1β. 2) (Χρον.) συγχρόνως, αμέσως, συνεχώς: σ’ έν’ ανοιγοσφάλισμα των ομματιών του αντάμι Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ΄ 67· ίασε και τας ψυχάς και το κορμίν εντάμα Συναξ. γυν. 68· γη ποιοι ’χασίνε κάμει| τούτες σας τσι Πυράμιδες μέρα και νύκτ’ αντάμι κοπιάζοντας έτσ’ εύκαιρα; Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 54. Πβ. άμα Α, Εκφρ. 3α. —Συνών.: αδιάλειπα, αδιάλειπτα, αδιαλείπτως. Β´ Πρόθ. (με γεν., με αιτ., με τις προθ. με, μετά, εις + αιτ.) μαζί (Πβ. ΙΛ στη λ. 5): να είναι όλοι αντάμα του, να στέκουν μετά κείνον Αχιλλ. L 205· έλα λοιπόν αντάμα μας Διγ. O 2711· αντάμα με την πλήξην η χαρά μου Κυπρ. ερωτ. 7914· ας έλθει εις το οσπίτιν μου αντάμα μετά μένα Ιμπ. 440· και εις εμέν αντάμα εκάθετον κι επρόσεχεν η κόρη Λίβ. Esc. 3605. Πβ. άμα Β1.αντάρα- η, Ακ. Σπαν. (Legr.) 41404, Θησ. (Βεν.) Ζ΄ [377, 1048, 1136], Η΄ [31], Θ΄ [481], ΙΑ΄ [125], Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 754, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 294, Σκλάβ. (Μπουμπ.) 123, Τριβ., Ρε (Irmsch.) 176, Τριβ., Ταγιαπ. (Irmsch.) 236, Περί γέρ. (Wagn.) 132, Πεντ. (Hess.) Δευτ. IV 11, V 19, ΧΙΙΙ 6, Αχέλ. (Pern.) 2031, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 254, 986, 1212, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 167, 183, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 450, 555, Γ΄ 975, 1635, Δ΄ 182, 1827, Θυσ. (Μέγ.)2 68, 270, 283, 754, Ευγέν. (Vitti) Πρόλ. 74, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Πρόλ. [43], Γ΄ [825], Ε΄ [1148], Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 252, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 18424, Διακρούσ. (Ξηρ.) 9322· εντάρα, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 754.
Από το αναταράσσω (Δεκαβ., Αθ. 27, 1915, ΛΑ 158 κε.· πβ. και Κουκ., Αθ. 42, 1930, 51 και 43, 1931, 71). Άλλες ετυμολ. βλ. ΙΛ, λ. αντάρα, ετυμ. Βλ. και Spadaro (Byz. 38, 1968, 543). Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Πβ. και το σημερ. κατσαντάρα, Γεωργακ., ΛΔ 2, 1940, 128).
1) α) Θύελλα με σφοδρό άνεμο και συννεφιά (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ 3): όλες τση φαίνουνται χιονιές κι ανεμικές κι αντάρες Ερωτόκρ. Β΄ 450· εφοβήθηκε κι αυτή τσ’ αντάρας το σκοτίδι Ερωτόκρ. Δ΄ 182· Με τον καιρόν οι συννεφιές παύγουσι κι οι αντάρες Ερωτόκρ. Γ΄ 1635· και κάμει αντάρα και βροχή κι ο ουρανός μαυρίσει Ερωτόκρ. Δ΄ 1827· πβ. αήρ-αέρας 3α· β) (μεταφ.) αναταραχή: και τότε παραιτήθηκα του κόσμου τες αντάρες Γαδ. διήγ. 294. Πβ. αγανάκτησις ‑ση 2γ. —Συνών.: ανακάτωμα(ν) 1, ανακατωσιά, ανακάτωσις ‑ση 2, ανάλωσις 2. 2) α) Σκοτείνιασμα του ουρανού, ομίχλη (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4): από τον τόσον σκοτασμόν και την μεγάλην αντάρα| εμπήκε ο κόσμος σ’ όχλησην και φόβον και τρομάρα Σκλάβ. 123· β) (μεταφ. προκ. για το νου) σκοτούρα, σύγχυση: Υγιέ μου, βιάζεσαι να δεις τση ψης σου την τρομάρα,| του λογισμού τη σκότιση, του νου σου την αντάρα Θυσ.2 754. 3) α) Φασαρία, θόρυβος, αναστάτωση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, στη λ. 1α): Δίχως αντάρα και φωνή τούτ’ η δουλειά ας γένει Θυσ.2 283· βοή πολλή εγίνηκε, σύγχυσις και αντάρα Διακρούσ. 9322· εθαυμαζότουνα ... εις την ... αποτσιποσύνην του λαού ετούτου ... διά τες άπρεπες αντάρες οπού έκαμναν Σουμμ., Ρεμπελ. 167· πβ. αλαλάι· —Συνών.: αγανάκτησις ‑ση 2 γ, αναβουβαριασμός, ανακάτωμα(ν) 1, ανακατωσιά, αναλογή, αναμιγή. αναμίγι, αναρχία 1· β) βοή: Το έδαφος δεν τρέμει πλια, αντάρες δεν γροικιώνται Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1148]· μαχαιριές στα μάτια του ... και αντάρα στ’ αφτιά του Ακ. Σπαν. 41404. 4) Διασκέδαση, ξεφάντωμα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): του πόθου τες ξεφάντωσες, της νεότης τες τρομάρες| έφαγεν ο αχρόνιστος δίχως χαρές κι αντάρες Περί γέρ. 132. 5) Αποστασία (Πβ. ΙΛ στη λ. 1β): ο προφήτης εκείνος ... να αποθάνει ότι εσύντυχεν αντάρα ιπί τον Κύριο τον Θεό σας Πεντ. Δευτ. ΧΙΙΙ 6. 6) (Μεταφ.) στενοχώρια (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): καημούς και πάθη, βάσανα και αντάρες Λεηλ. Παροικ. 252· πικριές, αγκούσα και τρομάρες| και τώρη πάλιν με έβαλες ’ς τόσες βαρές αντάρες Τριβ., Ρε 176· εκλαίγασι πολλότατοι κι είχασι πλήσι’ αντάραν Τζάνε, Κρ. πόλ. 18424· Σ’ είντα σκουντούφλα βρίσκεσαι, ανεμική κι αντάρα; Θυσ.2 68. Πβ. ανάγκη 2α. —Συνών.: αγανάκτησις ‑ση 1δ, αγανακτισμός α, αγκούσα Β, άγκωμα, αδημονία 2α, ανάγκαση 4.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Διγ. (Mavr.) Gr. VII 117, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2948, Gesprächb. (Vasm.) 11125, Περί γέρ. (Wagn.) 160, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1697, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3145, 40214, Θυσ. (Μέγ.)2 857, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Έ́ 1371, 1387, 1476.