Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- πάσχω,
- Σπαν. A 172, Καλλίμ. 245, Διγ. Z 3465, Βέλθ. 357, 386, Φλώρ. 853, Λίβ. P 431, 1173, 1668, Λίβ. Sc. 1040, 2324, 2631, Λίβ. Esc. 45, 58, 681, 1298, Λίβ. (Lamb.) N 77, 557, Λίβ. N 2303, Αχιλλ. (Smith) N 917, 950, 951, Αχιλλ. (Smith) O 342, 358, 359, 589, Απόκοπ.2 207, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 353r, Αχέλ. 2102, Κυπρ. ερωτ. 395, Διγ. Άνδρ. 35614, 3635, 37129, Λεηλ. Παροικ. 115, 119, 351, κ.α.· πάσκω, Λίβ. Esc. 379, 4032, Κυπρ. ερωτ. 17, 12, 612, Πανώρ. Πρόλ. 68, Δ́ 40, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 235, 415, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 630, Β́ 13, 94, Γ́ 41, 706, Δ́ 91 κ.α., Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 291, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 134, Β́ 219, Γ́ 314, Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 33, 297, B́ 42, Γ́ 498, Λεηλ. Παροικ. 391, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 19218.
[Το αρχ. πάσχω. Ο τ. στο Somav., στη λ., και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 720, Κωστ., Λεξ. τσακων., Pern., Ét. linguist. III 499). Η λ. και σήμ.]
Α´ Μτβ. 1) Υφίσταμαι, παθαίνω κ. παρόμοιο με ..., βρίσκομαι σε παρόμοια κατάσταση με ...: Σπαν. V 197. 2) α) Παθαίνω, υφίσταμαι κ. δυσάρεστο ή κακό· υποφέρω βάσανα, συμφορές: Ερμον. Θ 337, Διγ. Z 3585, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 115, Θρ. Κων/π. διάλ. 35 δις· β) (προκ. για ερωτικά βάσανα): Ανδρειωθείς (ενν. ο Αχιλλεύς) εις τον Έρωταν ουκ είπεν τι έν’ τό πάσχειν Αχιλλ. (Smith) N 663· γ) υφίσταμαι τιμωρία, τιμωρούμαι: Προδρ. (Eideneier) IV 499· δ) (με αντικ. ουσ. που δηλώνουν συγκεκριμένη ηθική, ψυχική και άλλων ειδών βλάβη) υφίσταμαι, δοκιμάζω, υπομένω· δ1) εντροπή, κατῃσχυμμή, λύπη: οι Τούρκοι δύο μεριάς κρατούν να διώξουν και να φύγουν| και θέλω πάθειν εντροπήν, κατῃσχυμμήν και λύπην; Αργυρ., Βάρν. K 282· δ2) θυμός: τον θυμόν θεού λυτρώσαι,| εκ ψυχών και των σωμάτων| όνπερ πάσχομεν ενθάδε,| και πλείον φοβούμαι πάθειν Ερμον. Θ 123, 124· δ3) κακόν: να την παρακαλέσω (ενν. τη Δυστυχία) να με λυτρώσει εκ τα κακά τά πάσχω και πανθάνω Λόγ. παρηγ. L 86· δ4) καταδίκη: τούτην την καταδίκην μου τήν έχω και τήν πάσχω,| την υπομένω από έρωταν τόν εκατεδικάστην Λίβ. (Lamb.) N 377· δ5) οδύνη: και έπαθεν (ενν. ο στρατιώτης) πολλάς οδύνας| έως να εύρει την ωραίαν Λίβ. P 1666· δ6) πόθος: την κόρην εφανέρωσα τον πόθον της ψυχής μου,| είπα διά την αγάπην της τόν έπασχα τον πόθον Λίβ. Sc. 1488· δ7) πόνος: έρριψα εις την καρδίαν μου τον πόθον της φουδούλας, (παραλ. 1 στ.) έπασχεν πόνους φοβερούς δι’ εκείνην η ψυχή μου Λίβ. Sc. 2321· δ8) τιμωρία: έβαλα σε εις τιμωρίαν| εις πικρήν και δουλοτάτην,| οίαν ουκ έπαθες ποτέ σου,| γέρον πεπαλαιωμένε Πτωχολ. α 352. 3) Παθαίνω κάπ. ασθένεια (ψυχική ή σωματική): Υιέ μου, οπού θυμώνεται πολλά και υπέρ μέτρον,| μόνος του γίνεται λωλός και με το θέλημά του| κι εργάζεται τό πάσχουσιν όσοι δαιμονισθούσιν Κομν., Διδασκ. Δ 238· (με σύστ. αντικ.): Πάσχει ο ιέραξ τούτο το πάθος υπό πολλού καπνού Ιερακοσ. 42923. 4) Συμπονώ, λυπούμαι κάπ., συμπάσχω με κάπ.: συμπονεί και πάσχει τον ως συγγενής και φίλος Φλώρ. 524· ήκουσεν η παράξενος και συνεπόνεσέ με,| έπασχεν τας κακώσεις μου, την θλίψιν μου ελυπάτον Λίβ. Esc. 2636· (με αναφορ. πρόταση): μάθε διά τον πόθον σου η κόρη αναστενάζει,| και αγάπην σου επαρέλαβε και πάσχει τά λυπάσαι Λίβ. Esc. 1586. 5) α) Προσπαθώ, αγωνίζομαι, πασχίζω: ο Ρώκριτος στη μέση| αλύπητα τσι πολεμά και πάσκει να κερδαίσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1098· στην κλίνη μου πόσες φορές τα μέλη μου ακουμπίζω| και πάσχω ν’ αποκοιμηθώ κι αμμάτι δε σφαλίζω Στάθ. (Martini) Ά́ 276· Περί τεχνίτου πανούργου και πονηρού, οπού ... πάσχει με λόγια να γελά τους ανθρώπους να τους παίρνει περισσότερα από τον μισθόν του Βακτ. αρχιερ. 182· β) προσπαθώ να κάνω κ., δημιουργώ κ. με κόπο: Νά ’ναι ποτέ να με λαλείς μ’ αλήθεια και με φύση| ή σαν αυτόν οπού χαλά τά πάσκει, αφήν τα κτίσει; Φαλιέρ., Ιστ.2 466· γ) κοντεύω να ..., κινδυνεύω να ..., παραλίγο να ...: εγώ γροικώ τα μέλη μου και πάσχου να πλαντάξου| κι εσύ μου λες: Εις την ιστιάν έμπα γοργό, φυλάξου! Φαλιέρ., Ιστ.2 57· ωσά θωρώ τη χέρα μου πάσκεις να τηνε σπάσεις Φαλιέρ., Ιστ.2 442. 6) Βασανίζω, ταλαιπωρώ, κάνω κάπ. να υποφέρει: Ρηγάδες με εμηνύσασιν, θέλω να σε πανδρεύσω| και να χαρώ και να ευφρανθώ και ν’ απομεριμνήσω·| να μην με πάσχει ο λογισμός, να μεριμνά η ψυχή μου Ιμπ. 286· ο διάβολος ημών το γένος πάσχει,| ποικίλος ων και πάνουργος, πολλά μας ενθυμίζει·| τον νουν ημών αναπετά κι εξάφτει και πυρώνει Φυσιολ. (Legr.) 851· φρ. πάσκω τον καιρόν = χαραμίζω τον χρόνο μου, χάνω τον καιρό μου: βαριούμαι τον καιρόν όφκαιρα να τον πάσκω Φαλιέρ., Ιστ.2 383. 7) (Προκ. για τόπο) πολιορκώ: Να κάμουν τι δεν ήξευραν, όφελος για να ποίσουν,| ή το νησί να πάσχουσιν ή πόλεμον ν’ αφήσουν Αχέλ. 1985. Β́ Αμτβ. 1) α) Υποφέρω, βασανίζομαι: αρκούν σε νυν τά έπαθες και περισσεύουσίν σε,| πώς πάσχεις ως παντόρφανος κι αποξενιτεμένος Σπαν. A 35· αν έμαθες το τις ειμί και διά τίνα πάσχω, (παραλ. 1 στ.) το πόσων χρόνων διάστημα παρέδραμον δι’ εσέναν,| νόσους, κινδύνους έπαθον και ανάγκας ας υπέστην Λίβ. P 1290· Έπρεπέ τον να φόρεσε μαντί και καμηλαύχι| και ρασινόν ποκάμισον, διά την ψυχήν να πάσχει Περί γέρ. (Δαν.) 128· β) (προκ. για ερωτικά βάσανα): πάντα να πάσχω ο ταπεινός και να ’μαι πονεμένος| ως διά την γλυκοπόθητον κόρην, την Πλάτζια-Φλώρε Φλώρ. 1516· Διά πόθον πάσχει και πονεί, δι’ αγάπην τυραννείται Φλώρ. 820· γ) τιμωρούμαι: Σπαν. A 82, Προδρ. (Eideneier) IV 503· (προκ. για την αιώνια καταδίκη των αμαρτωλών στην κόλαση): «Αμαρτωλοί, πορεύθητε πάντες ανυποστρόφως,| όπου Ταρτάρου κάκωσις, όπου ζοφώδης Άδης».| Εφ’ ῴ και κατεκρίθησαν πάσχειν εις τους αιώνας,| ευρόντες ανταπόδοσιν ταχείαν των πρακτέων Γλυκά, Στ. 488· Ο δ’ αύθις τον ομόφυλον εστέρησε του βίου| και τούτου χάριν έπασχεν ως κατακεκριμένος Γλυκά, Στ. 493· κοιλάδα ονομάζεται, καθώς Δαβίδ διδάσκει,| ον τρόπον ο αμαρτωλός εκεί μέλλει να πάσκει,| ότε ημέρα φοβερά γίνεται και η κρίσις Προσκυν. Ιβ. 535 786. 2) Υποφέρω, πάσχω από ασθένεια: —Βλέπω σοι αλλοιωμένον τῳ χρώματι. —Ήμην πεπονθώς. —Και τι ήτον το πάθος σου; —Ήτον μοι κεφαλόπονος Sprachlehre 119· (με αιτιατ. του μέλους που πάσχει): Εις πάσχοντα τας ψύας Ιερακοσ. 46913· Εάν υπό κακοχυμίας πάσχει (ενν. ο ιέραξ) τον στόμαχον αυτού, δος αυτῴ κρέας μετά ροδελαίου Ιερακοσ. 4537. 3) Συμπονώ, λυπούμαι, συμπάσχω: μάθε διά τον πόθον σου και η κόρη αναστενάζει,| και αγάπην σου επαρέλαβεν και πάσχει εις τό λυπείσαι Λίβ. Sc. 468· Ας με πονεί οπού με θεωρεί και οπού με βλέπει ας πάσχει,| ας θλίβεται οπού τα ομμάτια του γυρίζουν προς εμέναν,| τούτην την καταδίκην μου ...| τήν υπομένω από έρωταν τόν εκατεδικάστην Λίβ. (Lamb.) N 375· ανέκραζεν και στέναζεν τό τ’ έπαθεν η κόρη·| αν ήξευρες το γένος μου και τίνος κόρη είμαι,| να έπασχες και να ’κλαιες αντάμα μετά μένα Απολλών. 698. 4) α) (Με την πρόθ. διά/για + αιτιατ.) αγωνίζομαι, προσπαθώ, πασχίζω για κάπ. ή κ.: οπόταν γαρ εις κίνδυνον φίλος διά φίλον πάσχει,| εκείνο έχε αληθινόν, ότι έναι ως πρέπει φίλος,| όταν δε εις πράγμα εύκολον τάχα συντρέχει ο φίλος,| διά του καιρού το εύκολον πάσχει διά φιλίαν Φλώρ. 1556, 1559· εις ένα, οπού πόθον πολύν, αγάπην και φροντίδα| είχε να πάσχει, να κοπιά πάντα διά την πατρίδα Λίμπον. Αφ. 18· Μέγα Μαστόρου, φανερά καλά και του εφάνη| πως για καλόν επάσχασιν, πολλά του κακοφάνη Αχέλ. 2139· β) αγωνίζομαι, μάχομαι, πολεμώ: Αυτοί λοιπόν ’πειδ’ ήσανε καθόλ’ απελπισμένοι| εκάναν ό,τι δύνουνταν σαν σκύλοι λυσσασμένοι· (παραλ. 2 στ.) και όταν δεν εκρούγασιν με την αλτελαρία| τίποτις άλλο κάνασιν κι επάσχασιν με βία Αχέλ. 1995· Αππέξω ορδινιάζασιν Τούρκοι μεν συγχυσμένοι,| αππέσσω πάλιν το λοιπόν πάσχουν οι ανδρειωμένοι Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 730.περιτοπλέον,- επίρρ., Περί γέρ. (Δαν.) 169· περιτοπλέο, Αχέλ. 1032· περιτοπλιό, Ιμπ. (Legr.) 309.
Από συμφ. των επιρρ. περίτου και πλέον.
Κυρίως, ιδιαιτέρως, προπαντός: Μα τ’ άλλο χριος περιτοπλιό με σφίγγει της φιλιάς σου| να θέλω να παρηγορώ, ποθώντα την υγειά σου Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 11· Άρχοντες πλούσιοι και πτωχοί, ...,| ... οπὂχετε ύπανδρες θυγατέρες,| περιτοπλέον οι κορασίες που θε να πανδρευτείτε,| γροικήσετε τα λόγια μου Περί γέρ. (Δαν.) 3. — Βλ. και περιτοπλέας.πικροφάρμακον- το· πρικοφάρμακον.
Από το επίθ. πικρός και το ουσ. φάρμακον. Ο τ. με μετάθεση συμφώνου.
Το δηλητήριο· (εδώ σε κατάρα· βλ. Κουκ., ΒΒΠ Γ́ 344): να φα το πρικοφάρμακον αντάμα με τον πόνον,| διατί έφθειρεν της κορασίας τον ζαχαράτον κλώνον Περί γέρ. (Δαν.) 129.πιπιλίζω,- Φαλιέρ., Ιστ.2 643, Πιστ. βοσκ. I 4 259, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1058], Β́ [242], Τζάνε, Κατάν. 321.
Πιθ. από το πιπίζω (βλ. λ.) από συμφ. με το ιταλ. pipilare· κατά Ανδρ., Λεξ., στη λ. από το ιταλ. pipilare· κατά Κοραή, Άτ. Β́ 87-8, λ. βυζάνω από το πιπίζω· βλ. και Καλογερά, Ηχοπ. λέξ. 213-5. Η λ. στον Ησύχ. (TLG, LBG), στο Meursius (πιππιλλίζειν) και σήμ.
Ρουφώ με το στόμα, βυζαίνω: Χορτάσετε, χορτάσετε το αίμα τ’ ακριβό μου,| επάρετέ τη τη ζωή εμέ και των παιδιώ μου (παραλ. 2 στ.). Εδώ ’ναι οι φλέγες, βασιλιά, τι στέκεις; Άνοιξέ τες·| σκύψε, το αίμα βύζασε, θρέψου, πιπίλισέ τες| και χόρτασε! Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 150· αν είναι και γιαμιά γιαμιά γάλα δεν το ταγίσει (ενν. η μάννα το μωρόν),| στο στόμα τα δακτύλια του βάνει να πιπιλίσει,| δείχνει τη χρεια του το ζιμιό κι ομολογά τά θέλει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 2206· οι νέοι ας χαίρονται και οπού γροικάει ας βλέπει,| να στάζει ζαχαρόδροσον σαν τ’ όμορφον σταφύλι,| να πιπιλίζει ένας τ’ αλλού το στόμα και τα χείλη Περί γέρ. (Δαν.) 156.πλέον (I),- επίρρ., Σπαν. A 233, Καλλίμ. 554, Διγ. Z 1895 (βλ. και κριτ. υπ.), Διγ. Esc. 894, 960, 1385, 1668, Χρον. Μορ. H 5033, Χρον. Μορ. P 611, 4062, 6746, 7350, 9037, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 538, Φλώρ. 1415, Ερωτοπ. 285, 600, Αχιλλ. (Smith) N 89, Αχιλλ. (Smith) O 176, 505, 737, Ιμπ. 757, 857, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 160, Ανακάλ. 118, Σφρ., Χρον. (Maisano) 14423, Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 89, 117, 152, Γεωργηλ., Θαν. 141, Απόκοπ.2 283, Ιμπ. (Legr.) 707, Hagia Sophia ω 518, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 12128, Κορων., Μπούας 59, Περί γέρ. (Δαν.) 58, Πτωχολ. α 66, Σταυριν. 1122, Ιστ. Βλαχ. 1287, Σουμμ., Ρεμπελ. 159, Διγ. Άνδρ. 32120, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 70r, Διήγ. πανωφ. 57, Μπερτόλδος 39, κ.π.α.· μπλιο, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 339, Διαθ. 17. αι. 10103, Πανώρ. Ά 116, Β́́ 230, 382, Γ́ 146, 356, 383, 413, Δ́ 60, 96, 121, Έ 174, 278, Στάθ. (Martini) Á 74, B́ 299, 321, Γ́ 168, 358, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 48, 144, 255, Έ 174, 216· πγιον, Μαχ. 67817· πέλον, Μαλαξός, Νομοκ. 477· πιλιό, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [862], Γ́ [510], [589], Δ́ [210], Έ [358], [1662]· πιο, Ανακάλ. 60· πίον, Ασσίζ. 16630, Μαχ. 1425, 13411, 1848, 3529, Βουστρ. (Κεχ.) 1347, 21010· πιον, Κυπρ. ερωτ. 54, 103, 1111, 1414, 219, 326, 393, 405, 462, 618, 7715, 901, 923, 65,, 9314, 21, 9422, 9713, 1021, 10412, 59, 1097, 11136, 1228, 1496, κ.α.· πλείο, Σπαν. (Μαυρ.) P 183, Ασσίζ. 29719, 36429, Μαχ. 3426, Θησ. Πρόλ. [89], [117], [152], [210], Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) V 380 κ.α. (γρ. πλίο), Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Η [260], [280], ΙΖ [357]· πλείον, Αναγν., Στ. πολιτ. 10, Ασσίζ. 2917, 8118, 1154, 11719, 16215, 16530, 31, 17425, 19126, 29719, 41719, 4613, Διγ. (Trapp) Gr. 2310, Ανάλ. Αθ. 28, Ερμον. Κ 295, Φ 2, 328 (ή επίθ. πλείων), Χρον. Μορ. H 4062, 6674, Μαχ. 17622, 4281, Μάρκ., Βουλκ. 33920, Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 141, κ.α.· πλέο, Σταφ., Ιατροσ. 15424, Ασσίζ. 4210, 1511, Χρον. Μορ. P 1657, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1197, 1372, Φαλιέρ., Ιστ.2 24, Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 210, Θησ. Β́ [625], Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 68, Αλεξ.2 862, 1899, Σκλάβ. 276, Πένθ. θαν.2 47, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 100v, Πορτολ. A 22110, 34524, Αχέλ. 145, 2322, Βίος Δημ. Μοσχ. 427, Ιερόθ. Αββ. 333, Διήγ. πανωφ. 56, κ.α.· πλεό (/πλεο), Θησ. (Morgan) X 113, Δευτ. Παρουσ. 41, Δεφ., Λόγ. 204, 341, 521, Βυζ. Ιλιάδ. 122, 270· πλεόν, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 85, Χρησμ. I 120, Χ 38, Φυσιολ. (Legr.) 215, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 148 κριτ. υπ., Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 359, 1028, Αιτωλ., Βοηβ. 210· πλιο, Φαλιέρ., Ιστ.2 359, Ch. pop. 295, Κορων., Μπούας 136, Πανώρ. Γ́ 250, Δ́ 239, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 486, Γ́ 239, Δ́ 162, Έ 127, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 49, Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 23, Πιστ. βοσκ. Β́ 2, 255, Βοσκοπ.2 408, 471, 474, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 9240, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 96, 453, 721, 914, 992, 2077, Β́ 60, 965, Γ́ 1123, Δ́ 1117, Έ 583, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 9, 43, 219, 373, 781, 1041, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 476, Έ 216, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1143], Δ́ [17], [784], Φορτουν. (Vinc.) Ά 373, Δ́ 152, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 296, Δ́ 114, Τζάνε, Κρ. πόλ. 15326, 54322, κ.π.α.· πλιον, Ερωτοπ. 703, Χούμνου, Κοσμογ. 2705, Απόκοπ.2 459, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) N 167, Ιμπ. (Legr.) 707, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 381, Πιστ. βοσκ. III 1, 24 (γρ. πλιον του· διαφορ. γρ. πλιο ντου), IV 3, 117, 8, 146, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 606, 796, Β́ 1582, Έ 614, 1293, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 497, Δ́ 338, Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 201 (γρ. πλιον του· διαφορ. γρ. πλιο ντου).
[Το αρχ. επίρρ. πλέον - πλείον (βλ. τ.). Ο τ. πιο και σήμ. Οι τ. μπλιο (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ.), πιλιό (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Β́ 169, λ. πηλιό), πίον (Σακ., Κυπρ. Β́ 734), πλείον (Andr., Lex., λ. πλείων), πλέο (Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., λ. πλέο(ν), Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Andr., Lex., λ. πλείων), πλεο (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 540, λ. πλεά), πλιο (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Ά 311, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. πλιο(ν), Ζαφειρίου, Ιδίωμ. Σάμ., λ. πλια, Χαντζιάρας, Θεσσαλ. γλωσσάρ., λ. πλειό, Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., λ. πλια), πλιον (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.) και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. πιον σε δημώδη κυπρ. άσματα (Παπαδ. Θ., Δημ. κυπρ. άσμ. Α.28 60Β, Β.11 87, Β.17 7, 8 κ.α.) όπως και τ. πκιον (Παπαδ. Θ., Δημ. κυπρ. άσμ., Β.34, 42, Β.40 197 κ.α.) που απ. και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμ. (Λουκά, Γλωσσάρ., λ. πκιον). Τ. bλεο, μπιλιό, πεό(ν), πλέ’, πλέεν κ.ά. τ. σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Β́ 374, λ. bιλεό, Δ́ 540, λ. πλεά, Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., λ. μπιλιό, , Σακ., Κυπρ. Β́ 726, λ. πεό(ν), Andr., Lex., λ. πλείων). Η λ. και σήμ.]
1) α) Πιο πολύ, περισσότερο (συν. με β́ όρο σύγκρισης): η γλώσσα η κακή πλέο ’κ την στια φλογίζει| κι εις βάσανα και πειρασμόν και χαλασμόν εγγίζει Δεφ., Λόγ. 191· Διγ. Z 1327· Μια λυγερή που πλιότερον παρά το χιόνι ασπρίζει,| κι από το ρόδον της αυγής, πλιο του δροσομυρίζει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [76]· (εδώ με τον επιδοτικό και): οι μανικόν υλάσσοντες και πλέον του Κερβέρου Γλυκά, Στ. 463· β) (συν. με αριθμητ.) περισσότερο, παραπάνω (σε θέση επιρρ./επιθ. ή πρόθ.): άργησεν εις την Βενετίαν πλέον από μήνες δύο Χρον. Μορ. P 2187· γράφοντα ...| το πότε εκατέλαβεν εκεί εις την Βενετίαν| και πώς τον εμποδίσασιν μήνας δύο και πλείον Χρον. Μορ. H 2223· επετάξανε πλέο παρά 150 λουμπαρδές Χρον. σουλτ. 8225· έκφρ. ή πλέον ή έλαττον = πάνω κάτω, περίπου: Δούκ. 2777. 2) α) (Με επόμ. επίθ., μτχ. επίθ., επίρρ. θετ. βαθμού σχηματίζει το συγκρ. ή το σχετικό υπερθ. βαθμό): τα πλι’ ακριβά μου πράματα έριξα της θαλάσσου Βεντράμ., Φιλ. 172· τους πιον χαμηλούς εποίκεν τους να έχουν ελευθερίες Μαχ. 2412· Λέγει: «Δεν ξεύρεις, άλλονε δεν έχω ’μπιστεμένον| ωσάν τον Αλοΐζιον και πλιο ηγαπημένον;» Τριβ., Ρε 244· Ωσάν το κάμνει η μέλισσα, θέλει πνιγεί απέσω,| δεν ξεύρω πλιο τιμητικά τέτοιαν αιτιά να χύσω Δεφ., Λόγ. 494· β) (με επόμ. επίθ./επιρρ. συγκρ. βαθμού ενδεχομ. κάπ. φορές για περισσότερη έμφαση· βλ. και Κακουλίδη-Πάνου - Καραντζόλα [Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. σ. 523]): Εάν λέγουν διά αρχιερέα ή ιερέα ότι κάμνει τα πλέο χειρότερα αμαρτήματα ... Μαλαξός, Νομοκ. 127· ο Κάιν ... επρόσφερνε εις τον Θεόν ... τα πλέον χειρότερα και ατυχότερα πράγματα οπού να είχεν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 82r· Εφάνη μου λοιπόν κι εμέν, κυρά μου, να σε γράψω| μίαν ιστόριαν παλαιά ... (παραλ. 8 στ.). Για πλείο ηδονικότερον εσένανε, κυρά μου,| διαστίχου θέλω να γενεί τούτη η πεθυμία μου Θησ. Πρόλ. 115· γ) (εδώ ισοδυναμεί με το «πιο σημαντικός»): την τιμήν τους πὄναι πλέο από τη ζωήν τους Συναξ. γυν. 782. 3) Επιπλέον (πβ. επιθετ. χρ., βλ. και πλέον (ΙΙ) 1): τα ιγονικά τους να έχουσιν κι άλλα πλείον να τους δώσει Χρον. Μορ. H 1637 (βλ. και Lex. Chron. Mor., σ. 375, λ. πλείον). 4) Τίποτε περισσότερο (πβ. ονοματική χρ.): αν ένι ότι εκείνος οπού το εγόρασεν εκείνον τον βίο, μετανώσει απέ κείνη την αγορά τήν εποίκεν, εντέχεται να χάσει την αρραβώνα του, χωρίς πλείον, και με τούτον να ένι αμέριμνος Ασσίζ. 28614. 5) (Με ρ. που δηλώνουν υπεροχή) κατά πολύ: των επιλοίπων γαρ ναών υπερβέβηκε πλέο επί τῃ ωραιότητι Παϊσ., Ιστ. Σινά 1239. 6) Πια, πλέον (βλ. και Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β́ 230)· ειδικ. α) από δω και πέρα, στο εξής: αφόν τον επήραν πγιον δεν εγέλασεν από την πικρίαν του Μαχ. 67817· Ήλιε μου, ... (παραλ. 1 στ.) ... εις την Κωσταντινόπολην, την πρώην φουμισμένην| και τώρα την Τουρκόπολην, δεν πρέπει πιο να φέγγεις Ανακάλ. 60· Γιατί σε βλέπω ανήμπορο, γιαύτος δε σε ’ξορίζω| μα ο γιος σου μην πατήσει πλιο σ’ τσι τόπους οπ’ ορίζω Ερωτόκρ. Γ́ 926· (στην αρχή της πρότ. για έμφαση): έναι χρήση,| αδ δεν ευρώ τινάν να μου γροικήσει| με λύπην, πιον οτόσα μην βακρύζω Κυπρ. ερωτ. 904· (σε επανάληψη για λόγους έμφασης): Ώχου, να μην ιδιούν πιλιό τα μάτια μας πιλιό την εξουρία Εβρ. ελεγ. 162 δις· (σε παροιμ. χρ.): καιρός οπ’ απερνά ουδέ γυρίζει πλέο Φαλιέρ., Ενύπν.2 97· β) τώρα (σε αντίθεση προς το παρελθόν): Κείνη η φωτιά που μου ’φεγγε πλιο λάμψη δε μου δίδει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 761· γ) (με τον αδύνατο τ. της προσωπ. αντων. ενδεχομ. για έμφαση ή/και δήλωση προσωπικής συμμετοχής): Δεν έχω πλιο μου ’νάκαρα, η δύναμή μου εχάθη·| ετούτα φέρνουν οι καημοί, τω σωθικώ τα πάθη Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 325· όσοι περάσουν την πλατεάν εις κόλασιν παγαίνουν| και σκότος το αιώνιον, και πλέο τους δεν εβγαίνουν Πένθ. θαν.2 586· από την ώρα εκείνη| οπού ’χασε το ταίρι του, ολόμαυρος εγίνη·| κι α ζήσει χρόνους εκατό, πλιο του δε θε ν’ αλλάξει,| ’πειδή κι η Μοίρα του ήθελε, έτσι να τον πειράξει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 767· δ) (επιφ., για την υποδήλωση συναισθημάτων όπως ανησυχία, έντονη θλίψη, απογοήτευση κλπ.): Μα σ’ είντα βρίσκομαι ο φτωχός, α λάχει και ξυπνήσει| και δει με πως τηνε φιλώ κι αδυνατά μανίσει!| Ποια λόγια τη μερώνου πλιο; Ποια δούλεψη μεγάλη| στην όρεξή τση το φτωχό ... με θέλει βάλει; Πανώρ. Β́ 229· Μοίρα μου, κι είντα λείπεσαι να κάνεις πλιο σ’ εμένα;| Τη σήμερο μ’ ενίκησες, όχι στα περασμένα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 1007· Είντα μας ’ξίζου οι θησαυροί, τι πλιο οι φιλιές φελούσι,| αν οι ζωές τελειώνουσι κι οι βασιλειές χαλούσι ...; Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 623. Εκφρ. α) Όσον πλέον ... εισπλέον = όσο πιο πολύ ... τόσο περισσότερο: Ο αφέντης της Καρύταινας ανεψιός μου υπάρχει| και άνθρωπός μου λίζιος ευρίσκεται και πρώτος·| και όσον πλέον έσφαλεν εισπλέον θλίψιν το έχω Χρον. Μορ. H 5898· β) όσον ... πλέον = όσο ... τόσο περισσότερο: όσον τον μαστιχώνει πλέον πρέπει να τον προσέχει Χρον. Μορ. H 4875· γ) πλιο ... πλιο = όσο περισσότερο ... τόσο ... (βλ. Κριαράς [Ιμπ. σ. 273]): Ηγάπησέν τον εκ ψυχής σουλτάνος τον Ιμπέρη,| αυθέντην τον εποίησεν εις την Σαρακηνίαν.| Δίδει τον άδειαν και τιμήν, φουρκίζει και απολλαίνει.| Πλιο ετρέμαν τον Ιμπέριον, πλιο τον επροσκυνούσαν Ιμπ. 631 δις· δ) τόσον (...) γιον πιον = όσο το δυνατόν πιο ... ή όσο το δυνατόν πιο πολύ: τόσον βουργά γιον πιον να με πληγώσεις| γιατί δεν πλήσσω αν είμαι λαβωμένος Κυπρ. ερωτ. 6920. — Βλ. και πλέον (ΙΙ), πλέα (Ι), (ΙΙ), πλείων, πλέος.πλήσκω,- Χούμνου, Κοσμογ. 1499, Αγν., Ποιήμ. Ά 84, Δ́ 56, Κορων., Μπούας 150, Περί γέρ. (Δαν.) 64, 69, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 243, 434, Πιστ. βοσκ. I 5, 215, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 852, Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 448, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1128], Διγ. O 334.
Από τον αόρ. του πλήσσω κατά τα ρ. σε ‑ίσκω >‑σκω. Η λ. στο Somav. (πλίσκω)· το μέσ. και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. *πλήσκω).
1) Στενοχωριέμαι: Γυρίζω δω, γυρίζω κει, την Μοίραν δεν ηυρίσκω,| ουδέ την νιαν που κράτουνα· ώχου και πόσα πλήσκω Φαλιέρ., Ενύπν.2 122· φοβάται και πρικαίνεται, μανίζει, σκα και πλήσκει| κι ανάπαψη στον λογισμό ... δε βρίσκει Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 723· Μα ξεύρε πως αντίμεψιν απ’ αύτονε δεν βρίσκει| στον πόθον, μα καθημερνώς μόνη της θέλει πλήσκει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1032]. 2) Οργίζομαι, θυμώνω: τούτο βλέποντα ο Θησεύς, πλήσκει απέ την χολήν του,| μέσα του ελογίζετον κι εσκόπα τι να ποίσει Θησ. (Foll.) I 96· εγώ εσυλλογίσθηκα και τρόπον ουχ ευρίσκω,| εχθρούς μας να νικήσομε, μ’ αγανακτώ και πλήσκω,| ότι για να περάσομεν είμεθα ’μποδισμένοι Κορων., Μπούας 95. —Βλ. και πλήσσω ‑ττω.πλούτος (II)- το, Σπαν. B 140, Σπαν. O 97, Διδ. Σολ. Ρ 10, Διγ. Z 2522, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 461, 1570, Χρον. Μορ. H 3011, 4142, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 250, Αχιλλ. (Smith) N 323, Τζαμπλάκ. (Λαμπ.) 95, Αλφ. 14113, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 137, Διήγ. Βελ. χ 102, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 692, Παρασπ., Βάρν. C 214, Μαχ. 55226, Θησ. Δ́ [813], Ch. pop. 654, Νεκρ. βασιλ. 73, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 610, 792, Ιμπ. (Legr.) 20, Διήγ. Αλ. G 27435, Περί γέρ. (Δαν.) 27, Πεντ. Γέν. XII 5, XIII 6, Δευτ. VIII 17, Αχέλ. 529, Χρον. σουλτ. 5813, Παϊσ., Ιστ. Σινά 2194, Πανώρ. Δ́ 80, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.), Πρόλ. 45, Γ́ 215, Δ́ 323, Φαλλίδ. (Παναγ.) 43, Παλαμήδ., Βοηβ. 393, Μπερτόλδος 58, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 71, Β́ 2408, Έ 995, Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 94, Διήγ. ωραιότ. 729, Φορτουν. (Vinc.), Γ́ 380, Δ́ 357, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 358, Διακρούσ. 1123, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 54121, 56726, κ.π.α.
Το μτγν. ουσ. πλούτος το. Η λ. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ.).
1) α) (Μεγάλη) περιουσία: έκαμε (ενν. ο Ψαμμήτιχος) πλούτος περισσό, βίος, πολύ λογάρι Βεντράμ., Φιλ. 131· Ήκουσες πώς οι βασιλείς εχάσαν βασιλείας, (παραλ. 1 στ.) χώρες και κάστρη περισσά, μεγάλας αφεντίας,| πλούτη, λογάρι’ αρίφνητα, μεγάλες επαρχίας Ντελλαπ., Ερωτήμ. 625· (μεταφ.): Γυναίκα εξανέντροπην τινάν ουδέν φοβείται (παραλ. 2 στ.) μόνον κακά λογιάζεται, ξυπνή κι όντα κοιμάται.| Κι αν έναι και πτωχή γυνή και να ’χει πονηρία,| της φαίνεται το πλούτος της έχει το στη μανία Βεντράμ., Γυν. 58· β) αγαθά μεγάλης αξίας· β1) υλικά αντικείμενα με μεγάλη οικονομική αξία (τιμαλφή, χρήματα κ.τ.ό.): Μα πάντα πλούτη και χαρές να ’ναι στ’ αρχοντικό σας| κι όλες του κόσμου τες τιμές να ’χει το πρόσωπό σας Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1369· έστειλε (ενν. ο βιζίρης) κι εξεκλείδωσε τες πόρτες (ενν. της χώρας), για να μπουνε| κι έτρεχε όλος ο λαός, τα πλούτη για να βρούνε Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 55916· β2) (μεταφ.) πολύτιμες πνευματικές ιδιότητες: κι είναι το πνέμα λεύτερο, προβλέπει και κατέχει (παραλ. 1 στ.) εκείνον οπού ογλήγορα έχει άθρωπος να πάθει (παραλ. 1 στ.) κι έτσι γιατί είν’ αθάνατο, του εδόθη η χάρη τούτη| κι είναι μεγάλο χάρισμα απάνω εις τ’ άλλα πλούτη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 120. 2) Μεγάλη ποσότητα, αφθονία: ελπίζει να της χωρισθεί να ορμαστεί άλλην, ή διά κάλλος ευμορφότερον, ή διά πλούτος προικός Ελλην. νόμ. 53019. 3) Ευημερία, ευμάρεια: Μα ποιος να πέσει σε φτωχειά, στα πλούτη μαθημένος,| και να μην έχει βάσανα πάσα καιρό ο καημένος; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 313· άλλοι το πλούτος πεθυμού και τη φτωχειά μισούσι,| κι άλλοι ξετρέχου το κακό, σπουδάζου να το βρούσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 207· (σε προσωποπ.): αφόν εσίμωσε (ενν. ο Παλαμών), για να σεβεί την θύραν,| ήβρε το Πλούτος πὄστεκε την θύραν να φυλάγει Θησ. Ζ́ [702].Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Σπαν. A 172, Καλλίμ. 245, Διγ. Z 3465, Βέλθ. 357, 386, Φλώρ. 853, Λίβ. P 431, 1173, 1668, Λίβ. Sc. 1040, 2324, 2631, Λίβ. Esc. 45, 58, 681, 1298, Λίβ. (Lamb.) N 77, 557, Λίβ. N 2303, Αχιλλ. (Smith) N 917, 950, 951, Αχιλλ. (Smith) O 342, 358, 359, 589, Απόκοπ.2 207, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 353r, Αχέλ. 2102, Κυπρ. ερωτ. 395, Διγ. Άνδρ. 35614, 3635, 37129, Λεηλ. Παροικ. 115, 119, 351, κ.α.· πάσκω, Λίβ. Esc. 379, 4032, Κυπρ. ερωτ. 17, 12, 612, Πανώρ. Πρόλ. 68, Δ́ 40, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 235, 415, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 630, Β́ 13, 94, Γ́ 41, 706, Δ́ 91 κ.α., Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 291, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 134, Β́ 219, Γ́ 314, Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 33, 297, B́ 42, Γ́ 498, Λεηλ. Παροικ. 391, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 19218.