Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- επαίρνω,
- Διδ. Σολ. Ρ 16, Διγ. (Trapp) Esc. 1854, Χρον. Μορ. H 391, 564, 6307, Περί ξεν. A 31, Λίβ. P 2367, 2441, Λίβ. Sc. 2490, 3224, Λίβ. N 2929, Αχιλλ. L 235, Αχιλλ. N 164, Αχιλλ. O 248, Χρον. Τόκκων 1276, Χούμνου, Κοσμογ. 639, 640, 1252, 1603, 1839, Αλεξ. 2347, Σαχλ. N 285, Σαχλ., Αφήγ. 398, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 174, Δεφ., Σωσ. 109, Πτωχολ. α 255, Ιστ. πατρ. 1884, Βακτ. αρχιερ. 135, 147, 163, 170 κ.π.α.· απαίρνω, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 344, Πόλ. Τρωάδ. 585, Χρον. Μορ. H 129, 138, 205, 397, 738, 1036, 1370, 1416, 1424, 5012, 5145, 6119, 7612, 7865, 9093, Σφρ., Χρον. μ. 429, 615-6, 8011, 12619, 12814, 32, 13213, 1404, 14226, Γεωργηλ., Βελ. 114, Ψευδο-Σφρ. 56420, 56635, κ.π.α.· απαίρω, Προδρ. I 173· επαίρω, Προδρ. II 19i (κριτ. υπ.), Λίβ. Sc. 149, Καλλίμ. 1763, Βυζ. Ιλιάδ. 28· παίρνω, Ασσίζ. 7826, 4284, Χρον. Μορ. H 8902, Αχιλλ. (Haag) L 1280, Πικατ. 352, ] Αιτωλ., Μύθ. 597, Θρ. Κύπρ. M 451, Χρον. σουλτ. 1107, Ερωφ. Δ΄ 561, Βοσκοπ. 260, Φαλλίδ. 119, Παλαμήδ., Βοηβ. 504, 746, Ερωτόκρ. Α΄ 1210, Β΄ 2273, Δ΄ 248, 500, 520, Ε΄ 387, Τζάνε, Κρ. πόλ. 18622, 22019, 24226, 38810, 5051, Αποκ. Θεοτ. II 84, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [49, 1218], Δ΄ [592], Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 182, Ε΄ 84, Ζήν. Α΄ 300 κ.π.α.· ’παίρω, Χρον. σουλτ. 6412, Έγγρ. του 1634 (Βισβίζη, ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 7831)· προστ. ενεστ. έπαιρνε, Δεφ., Λόγ. 63· αόρ. ηπήρεν, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 59r.
Από το αρχ. επαίρω (Κοραή, Άτ. Α΄ 115 και Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 426 σημ. 1). Ο τ. παίρνω και σήμ. (Δημητράκ.). Για την παλαιότ. χρ. των τ. βλ. Psalt., Gramm. 246, Pern., Ét. linguist. B΄ 345, Χατζιδ., ΜΝΕ A΄ 295 και Καλιτσ., BZ 44, 1951, 308· για τη σημερ. χρ. βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 444, Ξανθουδίδη [Ερωτόκρ. σ. 649], Κριαρ., Ν. Εστ. 94, Χριστούγ. 1973, σ. 20 και [Ανακάλ. σ. 14, 38] και Andr., Lex., λ. επαίρω. Ο τ. ’παίρω και σήμ. σε ιδιώμ. (Andr., Lex.).
1) α) Παίρνω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 1): ήπαιρνε το λαγούτον του και σιγανά επορπάτει Ερωτόκρ. Α΄ 391· εμείς το δίκαιο ας πάρομεν με τ’ άρματα απατές μας Θησ. (Foll.) I 35· (φρ.) (1) (ε)παίρνω απάνω ή επάνω μου = (α) αναλαμβάνω την ευθύνη (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 12): ει μεν τό ποιήσεις ως λαλώ, απάνω μου το επαίρνω Χρον. Μορ. H 6333· (β) αλαζονεύομαι (Η σημασ. και σήμ.): περίσσια το επήρε απάνου τους, διότι η δικαιοσύνη δεν τους επαίδευε και την κατεφρονούσαν και φόβον κανένα δεν είχαν από τινάν Σουμμ., Ρεμπελ. 147· (2) παίρνω απόφαση = αποφασίζω (Η σημασ. και σήμ.)· (3) παίρνω βεντέτταν, εκδίκησιν, σοτισφατσιόν =εκδικούμαι (Η φρ. παίρνω εκδίκησιν και σήμ.)· (4) παίρνω την βουλήν (μου, σου, κλπ.) =συσκέπτομαι, κάνω συμβούλιο: είχαν ποιήσει σώρεψην να επάρουν την βουλήν τους| διά τα μαντάτα οπού ήκουσαν Χρον. Μορ. H 4394· (5) δίδω και παίρνω βλ. ά. δίδω I Α΄ 1α φρ.· (6) παίρνω εγγράφως = καταγράφω: Γαδάρου τ᾽ αμαρτήματα εγγράφως να τα πάρει Γαδ. διήγ. 324· (8) παίρνω τα μάτια μου και … = φεύγω (από απογοήτευση, ανάγκη κλπ.) (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 1): επάρε τα μάτια σου και πήγαινε αλλού ποθές εις μακρινόν τόπον Συναδ., Χρον. 58· (9) επαίρνω οπίσω = (νομ.) ακυρώνω: Περί αρραβώνος, ότι τον επαίρνουν οπίσω οι γονείς, αν ευρεθεί αιτία χωρίσεως Βακτ. αρχιερ. 136· (10) παίρνω όρκον = ορκίζομαι (Η σημασ. και σήμ.)· (11) παίρνω τον όρκον κάπ. = ορκίζω κάπ.: έπεψεν α΄ καβαλάρην να πάρει τον όρκον τους εις την Κερυνείαν Μαχ. 524· (12) παίρνω τον σκοπόν μου = (α) παρατηρώ: ο φοβερός ο λέων (παραλ. 2 στ.) … το κεφάλιν του ψηλά σηκώνει και γυρίζει| εδώ κι εκεί τα μάτια του και παίρνει τον σκοπόν του Θησ. Ζ΄ [1216]· (β) προσέχω: να το μηνύσουν του αφέντη μου να παίρνει σκοπόν είντα ανθρούπους πέμπει μαντατοφόρους Μαχ. 1845· (γ) φυλάγομαι από κάπ.: Ηγαπημένε μας αδελφέ, έπαρε σκοπόν απέ τους Βουλγάρους, ότι συμβουλεύγουνται να σε σκοτώσουν Μαχ. 54626· β) παίρνω κοντά μου, μαζί μου (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 1): Έπαρ᾽ και τον Αλέξανδρον την τέχνη ν᾽ αρμηνεύσεις·| πάντα κοντά σου σύρνε τον να τονε μαθητεύσεις Αλεξ. 257· (φρ.) (1) με παίρνει ο άγγελος, ο θάνατος, ο Θεός, ο Χάρος = πεθαίνω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 1)· (2) διάολ’ έπαρέ τονε (ως κατάρα): Χύσου διάολ’ έπαρέ τονε! και δε μπορά ᾽φουκρούμαι Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 222· γ) παίρνω μαζί μου βίαια, συλλαμβάνω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 1): φοβούμεθα μηδέν έλθουν οι εχθροί σου και πάρουν σε, και δεν μας φαίνεται δίκαιο να σε πάρουν απέ τα χέρια μας Μαχ. 52629-30· δ) παρασύρω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 1): εκατέβην ο ποταμός της Λεμεσού της βαθείας και επήρεν τα σπίτια Ανων., Ιστ. σημ. ρμα΄· μία βάρκα είδαμε κι η θάλασσα την παίρνει Διήγ. ωραιότ. 371· ε) παίρνω μακριά, απομακρύνω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 2): όρισεν δε ο βασιλεύς … τον κλέπτην να μην πάρουσιν απάνω από την φούρκαν Συναξ. γυν. 383· Επάρετε τους φονιάδες και τους παράβουλους αππώδε! Μαχ. 57411· ϛ΄) αφαιρώ (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 2): οι χρόνοι και τα γερατειά την όρεξη μας παίρνου Πανώρ. Γ΄ 289· (φρ) (1) παίρνω τη ζωή κάπ. = σκοτώνω κάπ.: να τονε κατασφάξουσι, να πάρου τη ζωή του Τζάνε, Κρ. πόλ. 21921· (2) απαίρνω την κεφαλή = αποκεφαλίζω, σκοτώνω: πηδήσας κατά του θηρός, την κεφαλήν απήρα Διγ. Z 2839· (3) παίρνομαι από το νου μου = παραλογίζομαι, τρελαίνομαι: μιλώντας σαν μιλείς, από τον νου σου επάρθης.| Τ’ αλάφι να ’ναι ζωντανόν, πώς είναι μπορεμένον,| ανέν κι, ως λέγεις, στην καρδιάν βρίσκεται λαβωμένον; Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [658]· ζ) αναλαμβάνω: το επισκοπάτον του να το επάρει άλλος Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. 51· παίρνοντας την βασιλείαν ο Δαβίδ ... ελόγιασε να φέρει την κιβωτόν του Κυρίου στη Βηθλεέμ Ροδινός (Βαλ.) 96· η) οδηγώ, μεταφέρω κάπ. κάπου: αυτόν (ενν. τον Ισαάκ) διά αγάπην μου εις όρος έπαρέ τον Περί Ιωσήφ 25· παίρνοντάς τον μέσα στην θάλασσαν, να τον καταποντίσουν εις το πέλαγος Ροδινός (Βαλ.) 213. 2) α) Αποκτώ (Η σημασ. και σήμ.): να τον θαυμάσουσι πολλοί και όνομα να πάρει Αιτωλ., Μύθ. 964· Άμποτε, τέκνον μου καλόν, να πάρεις ευτυχίαν Αχιλλ. (Haag) L 258· (φρ.) (1) (ε)παίρνω καρδία(ν), ψυχή = ενθαρρύνομαι: επήραν καρδίαν και εστάθησαν και πολεμίζαν Μαχ. 13230· (2) παίρνω κακήν καρδία = στενοχωρούμαι: μεν πάρεις καμμίαν κακήν καρδία και εγώ να ποίσω πάσα πράμαν Βουστρ. 419· (3) παίρνω καλή καρδιά =ευχαριστούμαι: γιατ᾽ έρχουνται για λόγου τση μεγάλοι καβαλάροι| να κονταροχτυπήσουσι, καλήν καρδιά να πάρει Ερωτόκρ. Α΄ 1390· (4) παίρνω την πράξη = αποκτώ πείρα: είσαι| ακάτεχος στην αρχοντιά κι αμάθητος στην τάξη| και σήμερ’ από λόγου μου θέλω να πάρεις πράξη Ερωτόκρ. Β΄ 2122· β) (μεταφ.) μαθαίνω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 14): Ω Παναγιά, πού τα ᾽μαθές και ᾽ς ποιο σκολειόν εμπήκες| κι εξόμπλιασες κι επήρες τα, τιβοτες δεν εφήκες Ριμ. κόρ. 689 (κριτ. υπ.)· γ) κερδίζω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 10): εστάθηκε αδύνατά τον πόλεμον να πάρει Τζάνε, Κρ. πόλ. 16920· (φρ.) παίρνω καλόν = κερδίζω, ωφελούμαι: εσκοτωθήκανε πολλοί, και τι καλόν επήραν; Τζάνε, Κρ. πόλ. 45112· δ) κληρονομώ (Η σημασ. και σήμ.): Περί ανηλίκου, ότι είτι πουλήσει και απεθάνει, το επαίρνουν τα παιδιά του ύστερα Βακτ. αρχιερ. 135· ε) αποκτώ σύζυγο, παντρεύομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 3): θέλει λάχει ως το ᾽στερο καμιά ʼλλη να τον (ενν. το Γύπαρη) πάρει Πανώρ. Γ΄ 371· παίρνοντας τον Πανάρετο κι όχι απ’ αυτούς κιανένα Ερωφ. Δ΄ 973· (φρ.) (1) (ε)παίρνω εις άντρα, εις γυναίκα, (για) γαμπρόν ή νύφην, εις δέσποιναν, συμβίαν = παντρεύομαι: απήρεν εις άντρα ευλογητικόν τον … Χρον. Μορ. H 3273· να επάρει εις γυναίκαν του του βασιλέως θυγάτηρ Χρον. Μορ. H 2477· μήνυμα τον εμήνυσεν γαμπρόν να τονε πάρει Λίβ. N 2476· να έπαιρνε διά νύφην του αυτός ο ρήγας Κάρλος Χρον. Μορ. H 6288· ει μη την κόρην την καλήν εις δέσποιναν επάρεις Καλλίμ. 1123· μετά παίρνει έτερην συμβίαν Ασσίζ. 14028· (2) επαίρνομαι εις ορμασίαν = παντρεύομαι: επάρθησαν εις ορμασίαν Ασσίζ. 3662· ϛ΄) ανακτώ: πάλιν η αυθεντιά της Βενετιάς επαίρνε τους τόπους οπού έχασε Κορων., Μπούας 102· ζ΄) καταλαμβάνω, κυριεύω (Η σημασ. σε δημ. τραγ., Δημητράκ., λ. παίρνω 2): επήρεν ο άνομος Τούρκος την Πόλην Μαχ. 68221· (μεταφ.) καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι από κάπ. συναίσθημα: το τόσον μανικόν επήρεν η ψυχή σου| και ήθελες να είδες άνθρωπον άδικα νεκρωμένον Λίβ. Esc. 1959· (φρ.) με παίρνουν τα δάκρυα, το κλάμα = ξεσπώ σε δάκρυα, κλάμα (Η σημασ. και σήμ.): τότε πάλι η λυγερή τα δάκρυα την επήραν Ερωτοπ. 320· γροικώντα τούτα τα λογία, επήρεν τους το κλάμαν Μαχ. 65027· η) αρπάζω, κλέβω (Η σημασ. σε δημ. τραγ., Δημητράκ., λ. παίρνω 2): τους παίρνει το βασίλειον κι εις άλλους το χαρίζει Διακρούσ. 1024· μισέρη, κλέπτης, πιάσε τον, ’τι παίρνει τα καλίγια Πουλολ. 358. 3) Δέχομαι: σαϊτιά πάσα καρδιά ζητά από σε να πάρει Ερωφ. Ιντ. γ΄ 48· λουμπαρδιά δεύτερη παίρνει και εθανατώθη Τζάνε, Κρ. πόλ. 34622· εκ τες ξυλιές οπού ᾽παιρνε ώστε να ξεφορτώσει Γαδ. διήγ. (Wagn.) 20. 4) Θεωρώ (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 11 ): εσού οπού είσαι σοφός, γεμάτος σοφίαν, έπαρ’ τα ως γιο να ’χε σου πειν ο Αριστοτέλης Μαχ. 4726· (φρ.) (1) παίρνω βάρος ή σε βάρος ή σε βαρύ = (α) στενοχωριέμαι: αν είπαμε και τίποτες μηδέν το πάρεις βάρος Ch. pop. 846· αν δεν έρτεις, ξέρε το, πως το παίρνω σε βάρος Διγ. O 2004· (β) βαριέμαι: μη το πάρεις σε βαρύ να μου γράψεις κι εμένα δύο λόγια Μανολ., Επιστ. 173· (2) (ε)παίρνω κ. εις γέλιο = θεωρώ κ. γελοίο, κοροϊδεύω κ.: όρισεν ο βασιλεύς να το έχει εις άπαντας αιώνας και επήραν το ο κόσμος εις γέλιον Διήγ. Αγ. Σοφ. 1509· (3) (ε)παίρνω κάπ. σ’ έχθρητα ή από κακού = αντιμετωπίζω κάπ. εχθρικά, εχθρεύομαι κάπ.: γυναίκα πονηρά σ᾽ έχθρητα να σε πάρει Βεντράμ., Γυν. 10· επήρασί με από κακού Χειλά, Χρον. 356. 5) Χωρώ (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 13): οι κάμποι δεν τ’ αρέσουσι κι ο τόπος δεν τον παίρνει Ερωτόκρ. Β΄ 347. 6) Αρχίζω να …, ξεκινώ να … (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 17): όταν έπαιρνεν η ημέρα να βραδιάσει Διγ. Άνδρ. 39415· (φρ.) παίρνω γλώσσα = αρχίζω να μιλώ: Οι σανιτάδες ήσαν κει, κι απής επήρα γλώσσα,| σε λίγο τότες παρευθύς την πράτικα μας δώσα Στάθ. (Martini) Γ΄ 81. 7) Προχωρώ, κατευθύνομαι: γυρεύει τόπον για φορτί και προς τη ρούγα παίρνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 1899· στα ξένα εδιάβηκεν, την ξενιτειάν επήρε Σπαν. O 5· (φρ.) (1) παίρνω αποπάνω κάτω = κατηφορίζω: αμεριμνήσαν κι εκάθουνταν κάτω χαμηλά· και τότε (ενν. οι Γενουβήσοι) επήραν απουπάνω κάτω Μαχ. 45213· (2) παίρνω τα βουνία = από φόβο ή παραφροσύνη κατευθύνομαι προς τα βουνά (Η σημασ. και σήμ.): ως είδαν δε ότι έφυγαν κι επήραν τα βουνία Χρον. Μορ. P 4852· (3) δεν παίρνω ζάλο = δεν κάνω βήμα από τη θέση μου: πήγαινε εσύ κι αποδεκεί ποτέ μην πάρεις ζάλο Στάθ. (Martini) Γ΄ 63· (4) (ε)παίρνω τα ζάλα, το πάτημά μου = περπατώ, προχωρώ: πλια βια ’χα ογιά το δάσκαλο και πλια ήπαιρνα τα ζάλα| παρά η γαϊδάρα όντας γλακά Στάθ. (Martini) Β΄ 79· θωρείς τηνε το πώς κλεφτά παίρνει το πάτημά της Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1179]· (5) παίρνω την οδόν (μου, κλπ.) = φεύγω: ως το είπεν ο μισέρ Τζεφρές …,| ούτως και το επλήρωσεν κι επήρε την οδόν του Χρον. Μορ. P 1608· (6) παίρνω τα πόδια μου = περπατώ (Η σημασ. και σήμ.): Να μην δύναται ουδεποσώς να πάρει τα πόδια του Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 461. Φρ. 1) Παίρνω (σαν) αέρα = ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι: Ας πούμε άλλο τίποτες να πάρω σαν αέρα,| διατί σε τέτοιον λογισμόν αν ήμουν όλη μέρα,| ήθελα σκάσει ... ωσάν σύκο ή πεπόνι Δεφ., Λόγ. 509· Τώρα λοιπόν ανάσανα κι επήρα λίγο αέρα| από τα τόσα βάσανα τα έχω νύχτα μέρα Φαλιέρ., Ενύπν.2 7. 2) Παίρνω ανάπαψη = βρίσκω ησυχία: τ’ αλάφι ...| λογιάζοντας ανάπαψη στον πόνον του να πάρει| ώρες ʼς τσι κάμπους πορπατεί κι ώρες στα δάση μπαίνει Πανώρ. Β́ 150· τα μέλη μου είντ’ ανάπαψη να πάρουσι μπορούσα ...; Πανώρ. Α΄ 162· ήρθεν η γι-ώρα, Γύπαρη, να σμίξεις μετά κείνη| απού ’λεγες ανάπαψη να πάρεις δε σ’ αφήνει Πανώρ. Ε΄ 332. 3) Παίρνω βουλή = αποφασίζω: τινάς ουδέν επιάνε τον εις φρόνα και εις γνώσιν.| Εκείνος τες καλύτερες πάντα βουλές επαίρνε Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 4348. 4) Παίρνω εξουσιά μου = έχω υπό τον έλεγχό μου, εξουσιάζω: Όρισε τι έν’ τό ʼρέγεσαι. Τον πήρα εξουσιά μου| αυτόν που μέλλει ν’ αγρυπνά πλια παρά σεν, κυρά μου Φαλιέρ., Ενύπν.2 23. 5) Παίρνω θάνατο = πεθαίνω: να πάρεις θάνατο δε θέλω να σ’ αφήσω Πανώρ. Β́ 580· για τούτη θάνατους πικρούς χίλιους την ώρα παίρνω Πανώρ. Α΄ 110. 6) Παίρνω καλόν καιρόν = τυχαίνω σε καλοκαιρία: στο κάτεργον εμπήκασι …,| καλόν καιρόν επήρασι και μετ’ αυτόν επηαίναν,| νύκτα και μέρα περπατούν Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [881]. 7) Παίρνομαι κάτω = απογοητεύομαι, πέφτει το ηθικό μου: σαν τη λυγερήν ιδού κι είν’ πάντα ξεγνοιασμένη (παραλ. 2 στ.), παίρνουνται κάτω το ζιμιό σκολάζουσι τον κόπο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1130. 8) Παίρνω κρίση = ενημερώνομαι σε απόφαση: το πουρνό να έλθετε να πάρετε την κρίσιν Βυζ. Ιλιάδ. 217. 9) Παίρνω λόγο (από το στόμα κάπ.) = επιδιώκω να ακούσω κ.: εγύρευαν να πάρουν από το στόμα του λόγον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. ια΄ 54. 10) Παίρνω το νου κάπ. = αιχμαλωτίζω τη σκέψη κάπ.: την καρδιά μου εξέσκισε κι επάρε μου το νου μου Πανώρ. Α΄ 164. 11) Παίρνω ξόμπλι = παραδειγματίζομαι: όποιοι άλλοι τα διαβάσουσι να παίρνουσι από μένα| ξόμπλι να φεύγου τα μαλλιά τα παραχρουσωμένα Πανώρ. Β΄ 461· ιδές τα έργα των γονεών ...,| έπαρε ξόμπλι απ’ αυτούς ως για την κορασίαν Δεφ., Λόγ. 292. 12) Παίρνω (τ’) όνομα(ν), βλ. ά. όνομα Φρ. 8α. 13) Παίρνω την παραγωγή μου (προκ. για λέξη) = παράγομαι, ετυμολογούμαι: η πατρίδα ... εκράχτηκε μ’ αυτό το γλυκύ όνομα ... παίροντας την παραγωγήν του από όνομα οπού περισσότερον ... αγαπιέται Ροδινός (Βαλ.) 161. 14) Παίρνω παρηγοριά = παρηγορούμαι: πάντα παρηγοριά πολλή παίρνουν όσοι μπορούσι| την απονιά τση κόρη τως κλαίγοντας να μιλούσι Πανώρ. Α΄ 223· έπαρ’ κι εσύ παρηγοριά, ως έκαμεν κι εκείνος Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1516]. 15) Παίρνω πρίκα = πικραίνομαι, στενοχωρούμαι: αντίς χαρά π’ ανίμενα πολλήν επήρα πρίκα Πανώρ. Δ́ 246. 16) Παίρνω την τιμή κάπ. = ατιμάζω: όλοι τους θέλουν την εντροπή μας| κι ολημερνίς γυρεύγουσι να πάρουν την τιμή μας Πανώρ. Δ́ 26· φοβούμαι μήπως και κιανείς βοσκός την απαντήξει (παραλ. 1 στ.) κι οϊμέ χαλάσει μού τηνε και την τιμή τση πάρει Πανώρ. Β΄ 55. 17) Παίρνω χαρά = χαίρομαι: δε μπορεί κιανείς σωστή χαρά να πάρει| δίχως να γνώσει παραμπρός πρίκες πολλές και βάρη Πανώρ. Πρόλ. 85. — Βλ. και επαίρω.λεπτύνω,- Ιερακοσ. 44528.
Το αρχ. λεπτύνω. Τ. λεπταίνω στο Βλάχ. και σήμ.
I. Ενεργ. 1) α) Κάνω κ. λεπτό (εδώ) κάνω βαθειά τομή σε κ.: μέρος λεπτύνας του κρέατος επικάλυψον εν τῳ μέρει βαμπάκιον καθαρόν ως το όλον δοκείν είναι κρέας Ιερακοσ. 50127· β) κάνω κάπ. ή κ. ισχνό, αδύνατο: τον υπό τρυφής υπερσαρκήσαντα (ενν. ιέρακα) … και αμελούντα της θήρας λεπτυνείς ούτως Ιερακοσ. 44712· (μεταφ.) αποδυναμώνω: κουράζουσι (ενν. αι εναντίαι δυνάμεις) και λεεπτύνουσιν αυτούς (ενν. τους ανθρώπους), ίνα μη εντρυφώσει εις αυτούς το Πνεύμα το άγιον Φυσιολ. (Zur.) XX 3b20. 2) Ξεφλουδίζω: ότε πλησθόσιν από υετού (ενν. οι άμητοι), … κουράζουσι (ενν. αι μύρμηκες) τον κόκκον εις το μέσον και λεπτύνουσιν αυτούς ίνα μη φυτρώσουσιν Φυσιολ. (Zur.) XX 3b12. 3) Διαλύω, συντρίβω: τα Βαβυλώνια τείχη ως χουν λεπτύνει η παρά της χωνείας της εμής αφεθείσα (ενν. πέτρα) Δούκ. 30912. 4) Εξευγενίζω: Ω Χριστέ …(παραλ. 3 στ.). Στερέωσόν μου τον σκοπόν και φώτισον τον νουν μου| και κάθαρον και λέπτυνον όλον τον λογισμόν μου Βίος Δημ. Μοσχ. 80. 5) Αναλύω, ερμηνεύω: Πού γαρ εδύνατο εις το καθέν δόγμα της εκκλησίας ει μη είχον (ενν. οι πατέρες) λεπτύνειν τα τοιαύτα πρότερον, είθ’ ούτως διδάζαι τα άγια δόγματα αυτής; Μάρκ., Βουλκ. 34119. ΙΙ. Μέσ. 1) α) Γίνομαι λεπτός: Διγ. (Trapp) Gr. 2403· β) γίνομαι ισχνός, αδυνατίζω· εξασθενώ: εάν … λεπτύνηται το όρνεον και ει ανόρεκτον, βούτυρον παλαιόν ολίγον έκθερμον παράβαλε και θεραπεύσεις Ιερακοσ. 44529. 2) (Μεταφ.) διαλύομαι, εξανεμίζομαι: ως κόνις λεπτυνθήσεται βαοβάρων άπαν θράσος Προδρ. 111 249 κριτ. υπ.· Περί Ιωσήφ 395.μαννίτσα- η, Περί ξεν. A 381, 384, 406, 420, 515, Γεωργηλ., Θαν. 161, Ιμπ. (Legr.) 492, Σκλάβ. 32, Συναξ. γυν. 1049, Περί Ιωσήφ 511, 516, 518.
Από το ουσ. μάννα και την κατάλ. ‑ίτσα. Λ. μανίτζα στο Meursius. Η λ. και σήμ.
Μαννούλα: ονειρεύεται ο ελεεινός, άκουσον τι εβλέπει (παραλ. 1 στ.)· τάχατες η μαννίτσα του λόγια του συντυχαίνει Περί ξεν. A 34· (ως προσφών. σε ηλικιωμένα πρόσωπα) το παιδόπουλον λέγει: «μαννίτσα, κάτσε| και την ευχήν σου το λοιπόν δώσ’ με» Καλλίμ. 1091.ξεθηκαρώνω·- ξεφηκαρώνω.
Από το στερ. ξε‑ και το *θηκαρώνω. Ο τ. στη μτχ. παθητ. παρκ. στο Βλάχ. (λ. ξεφικαρωμένος) και σήμ. στην Άνδρο (Βογιατζ., Γλώσσα Άνδρ. 240). Τ. ξηφηκαρώννω στην Κύπρο (Λουκά, Γλωσσάρ. 342, Παπαδ. Θ., Κυπρ. Σπ. 38-39, 1974/75, 161, λ. ξιφηκαρώννω). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
Τραβώ (μαχαίρι, ξίφος) από τη θήκη: έβγαλε (ενν. ο Αβραάμ) το μαχαίρι του και το ξεφηκαρώνει| διά αγάπην του Θεού να σφάξει τον υιόν του Περί Ιωσήφ 50.πεδουκλώνω,- Χρον. Μορ. H 5076, Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [737]· μπεδουκλώνω, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1016· μποδουκλώνω, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 688· πεδοκλώνω, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 244.
[Από το πεδουκλόω [<πεδικλόω (Μαυρικ., Στρατηγ. (Dennis) XI 2 36, XII B 22, 109)] που απ. τον 8.-9. αι. (Lampe, Lex.). Τ. μπε(ρ)δουκλώνω σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Κονδυλάκης, Κρ. Λεξιλ.)· λ. μπερδουκλώνω, μπουρδουκλώνω [από συμφ. μπερδεύω και πεδουκλώνω και υποχωρητική αφομ. (ε-ου> ου-ου)] και περδουκλώνω (με παρετυμ. από το μπερδεύω) και σήμ. (ΛΚΝ). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. (ΛΚΝ).]
I. Ενεργ. 1) Δένω τα πόδια κάπ.: ο Αβραάμ ’τοιμάζεται να κάμει την θυσίαν·| και πεδουκλώνει τον υιόν, εβγάζει το μαχαίρι,| δεκτήν θυσίαν στον Θεόν θέλει αυτόν προσφέρει Περί Ιωσήφ 47. 2) Κάνω κάπ. να σκοντάψει ή να μπερδέψει το βήμα του και να πέσει: παραγλιστρά ο Ρωτόκριτος, πέτρα τον πεδουκλώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1867. II. (Μέσ.) μπερδεύω το βήμα μου, σκοντάφτω: το άλογο εθυμώθηκεν, τον καβαλλάρη επήρε| εκεί κοντά στον πρίγκιπα απέσω εις έναν βάτον·| επεδουκλώθη το άλογον και έπεσαν οι δύο Χρον. Μορ. P 5076· ο τυφλός οπού ποτέ στράτα καλή δε βρίσκει, σκοντάφτει, πεδουκλώνεται και πέφτει και βαρίσκει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 1536· (σε μεταφ.): Δε θέλει να πολυμιλεί (ενν. η Αρετή), μη λάχει και μπερδέσει| και θέλοντας να βουηθηθεί, πεδουκλωθεί και πέσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ́ 1448. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = μπλεγμένος, μπερδεμένος· (εδώ μεταφ.): ήτονε στον έρωτα του πόθου πλανεμένη (ενν. η κόρη)| και στης αγάπης την φιλιάν ήτον πεδουκλωμένη Ριμ. κόρ. 617.πρεσβύτης- ο, Ρίμ. θαν. 23, Περί Ιωσήφ 251, Πανώρ.2 Δ́ 185, 213, Έ 314, 371 κ.α., Πιστ. βοσκ. IV 3, 170, V 2, 211, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [487], [612].
Το αρχ. ουσ. πρεσβύτης. Η λ. και σήμ. λόγ.
1) Ηλικιωμένος άνδρας, γέρος: Μαλαξός, Νομοκ. 538· (σε προσφών.): Πτωχολ. α 914. 2) Ιερέας, «γέροντας» (πβ. ά. πρεσβύτερος· βλ. και Krawczynski [Πουλολ. σ. 129 σημ.], καθώς και Πηδώνια Κομν., Χορτάτσης 101-3): πολλάκις αν εγέννησεν καμία από τας Εβραίας,| και ανέβαινεν εις τον ναόν, τάχα να σαραντίσει,| πουλία εκ τα πουλία μου έδιδεν τον πρεσβύτην Πουλολ. (Τσαβαρή)2 586· Επάκουσε η θεά τα παρακάλια| του πιστεμένου αγαφτικού και δούλου| δικού τση και πρεσβύτη του ναού τση Πιστ. βοσκ. I 2, 212· (ως επων. του Μεγάλου Βασιλείου): Ετέλειωσα τό άρχισα με του Θεού την χάρην,| στους χίλιους πεντακόσιους, τον μήναν το Γενάρην,| στην πρώτη, του Βασίλειου, άγιου του πρεσβύτη Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1899. 3) Απεσταλμένος, πρεσβευτής: Δεν θέλεις δυνηθεί να υποτάξεις τους Σαμίους, έσοντας να είναι ο Αίσωπος να τους δίδει βουλές. Κάλλιον έναι να αποστείλεις πρεσβύτην, ήγουν ελτζή, να σου δώσουν τον Αίσωπον και τάξε τους μεγάλες δωρεές και χαρίσματα Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 3731.σπλάγχνον- το, Διγ. Ζ 3985, 4114, Λίβ. διασκευή α 1682, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1148, 729· σπλάγχνο(ν), Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 372, Παράφρ. Μανασσ. 290, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 22, 244, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 875, Αλφ. ξεν. Αθ. (Μαυρομ.) 26, Δούκ. 36525, Διήγ. Αλ. V 24, 25, Θρ. Θεοτ. (Bakk.) 73, Hist. imp. (Iadevaia) I 1620, 2509, IIa 401, 1416, Γιατροσ. Ιβ. 66, Σταυριν. 1020, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 13232, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 8522, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [614], Χορ. έ́ [6]· σπλάχνο, Μανολ., Επιστ. 173 (έκδ. σπλάνχο)· σπλάχνο(ν), Καλλίμ. 506, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 10627, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 9924, 10726, Κυπρ. ερωτ. 13821, Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. 1426· σπλάχνον· γεν. πληθ. σπλάγχνη, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 198, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [190], [350], [358], Β́ [11], [264], Γ́ [264], Δ́ [611].
Το αρχ. ουσ. σπλάγχνον. Οι τ. σπλάγχνο και σπλάχνο και σήμ. Ο τ. σπλάχνον ήδη μτγν. (TLG) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου).
1) α) (Στον πληθ.) γενική ονομασία των οργάνων που βρίσκονται μέσα στις κοιλότητες του σώματος, τα εσωτερικά όργανα του ανθρώπου ή των ζώων (καρδιά, συκώτι, νεφρά κ.τ.ό.), εντόσθια, σωθικά: Ταύτα δ’ ειπών Αλέξανδρος και τῳ βωμῴ προσθύσας| αυτήν θυσίαν άπασαν, μέγιστος παραυτίκα| αεροπόρος αετός θυσίαν αφαρπάσας| και πάντα σπλάγχνα θύματος, απέπτη προς αιθέρα Βίος Αλ. (Aerts) 1422· ας βάλει εις τον νουν του ο άνθρωπος, όταν θέλει να λάβει την αναπνία του ή να αναστενάξει, πόθεν του έρχεται η αναθυμίασις και πώς τα σπλάγχνη του ταράζονται όλα και ταυρίζονται Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 54v· εφοβέριζε (ενν. ο Βάρδας) να χώσει το σπαθί του μέσα εις τα σπλάγχνα του αρχιερέως Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 7021· όταν μ’ εβάστα η μάννα μου απέσω στην κοιλίαν της,| φίδι να ήθελα γενεί, τα σπλάγχνα της να φάγω,| αντάμα ν’ αποθάνομεν, στον κόσμον μη φανούμεν,| να μη με τρώγει η ξενιτεία και να με τυραννίζει Περί ξεν. (Μαυρομ.) 260· οίος ουδέν έλαβεν πικρίαν της ξενιτείας,| αν είχεν σπλάγχνα χάλκινα και σιδερήν καρδίαν| και φύσιν αδαμάντινον, πάλι ήθελεν λυπείσθαι Αλφ. ξεν. Αθ. (Μαυρομ.) 3· β) (εδώ) κοιλιά, κοιλότητα στομαχιού (πβ. ΠΔ, Ιωνάς 2,1): ο Ιωνάς ... μετά τες τρεις ημέρες οπού εβγήκεν από τα σπλάχνα του κήτους εδίδαξεν τους Νινευήτας Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 81· (μεταφ.): ο μέγας Ιγνάτιος πιάνοντας ... την κυβέρνησιν της εκκλησίας ... εκυβέρνα την εκκλησίαν πλια τεχνικά, πλια θεϊκά και πλια στεριά παρά πρωτύτερα ... Τους ολιγοψύχους πάλιν τους εξαναπόκταν με την χάριν της διδασκαλίας του αγίου πνεύματος και ... εσπούδαζεν, όσον εδύνετον, να τους κερδαίσει εις τα σπλάγχνα του Ιησού Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 10928. 2) (Στον πληθ., μεταφ.) η έδρα των συναισθημάτων, του συναισθηματικού κόσμου του ανθρώπου: Νυνί δε αθλιότερος ειμί παντός ανθρώπου| και τα σπλάγχνα τιτρώσκει μου η άμετρος οδύνη Διγ. (Trapp) Gr. 3280· Κόψετε το κεφάλιν μου, χριστιανοί Ρωμαίοι·| επάρετέ το, Κρητικοί, βαστάτε το στην Κρήτην (παραλ. 3 στ.) μηδέν με πιάσουν τα σκυλιά, μηδέν με κυριεύσουν·| (ότι ανελεήμονα των ασεβών τα σπλάχνα) Ανακάλ. 43· Τόσο, ήξευρε, μας αγαπούν (ενν. οι άνδρες εμάς, τις γυναίκες), και μας επιθυμούνε,| όσον σ’ εμάς το πρόσωπον δροσάτο το θωρούνε,| κι αν χάσομε την ομορφιάν, την δροσερή μας νιότη,| οπού στα σπλάγχνη των ανδρών δίδει τόση γλυκότη, μνέσκομε σαν της μέλισσας το μοναχό κουβέλι| που δεν του μένει τίποτες κερήθρα, ουδέ μέλι Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [664]· ω μέγα Αναστάσιε, ... (παραλ. 2 στ.) Αυτά τα ρούχα που φορείς έβγαλε, και στολίσου| τα ρούχα τα βασιλικά, για να σε προσκυνήσου| οι στρατηγοί κι η χώρα μας ...| να διώξεις οχ τα σπλάχνα μας της πρίκας το σκοτάδι Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 186. 3) α) Αγάπη, στοργή (σε εν. και πληθ.): τότε η μητέρα του, άκο και τι του λέγει (ενν. του αμιρά):| «Τέκνον μου ποθεινότατον, έρχομαι όπου θέλεις·| έρχομαι διά το σπλάχνον σου και την πολλήν σου αγάπην| ...» Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 562· Κάρουλος ο θεόργιστος όχι να ομονοιάσει| με δεσπότην, πατέραν του· ήθελε ν’ αφεντεύει,| μάλλον να εδουλώνετον, καθώς ήτον το δίκαιον,| να έδειχνε καλογνωμιάν και σπλάγχνον ως υιός του Χρον. Τόκκων 2206· Έπρεπε γουν τον Πρίαμον ότι ούτως ως εγεννήθη το βρέφος ευθύς να το αφανίσει. Νικηθείς δε υπό των πατρικών σπλάγχνων ηλέησεν το παιδίν και έδωκέν το έξω εις χωρίον να το αναθρέψουσιν Τρωικά 5219‑10· ήσαν άπαντα κενά και νόμος και προφήται,| και βίβλοι και μαθήματα και γνώσις και σοφία, (παραλ. 1 στ.) άπερ ο πάντων αυτουργός κινούμενος εκ σπλάγχνων| προς τούτους (ενν. τους παίδας Ισραήλ) εξαπέστειλεν ευεργετών πλουσίως Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 24· Αλίμονον, δεν είν’ τινάς, οπού να με λυπάται,| να έχει σπλάχν’ αδελφικά, θεόν να τον φοβάται,| να με γλυτώσει απ’ εδώ από αυτόν τον φόνον; Περί Ιωσήφ 277· β) καλοσύνη, αγαθότητα, ευσπλαγχνία: Τίμιε πάτερ θαυμαστέ, Φραγκίσκε τρισμακάριε, (παραλ. 21 στ.) Το σπλάγχνον σου το φυσικόν στον κόσμον εξαπλώθη,| η πλούσια πραότης σου παντού εφανερώθη Σκλέντζα, Ποιήμ. 523. 4) Στον πληθ. σε περίφρ. για να δοθεί έμφαση: Αυθέντη, οκάτι ζήτημα θέλω να σε ζητήσω:| παρακαλώ σε, δος μου το διά σπλάγχνα ελεημοσύνης Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 457· Ας προσκυνήσει (ενν. ο παπα Λάμπος ο Στάνος) ... μετ’ ευλαβείας απάσης από μέρους μου τον θεοφιλή πρεσβύτην και μητροπολίτην πανιερότατον κύριον Νεόφυτον της Αδριανού και ας συστήσει τον ρηθέντα παπάν εις τα σπλάγχνα της φιλανθρωπίας του, και θαρρώ διά την πολλήν του καλοσύνην θέλει τον ψυχοπονεθεί Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 14934· ηθέλησα διά ψυχικήν ωφέλειαν να μεταγλωττίσω το παρόν βιβλίο ... ελπίζω ο μικρός κόπος ετούτος, τον οποίον έκαμα παρακινημένος από τα σπλάγχνα της αγάπης εις δόξαν Θεού ... θέλει δώσει πολύν καρπόν και μεγάλην ωφέλειαν εκείνων οπού το αναγινώσκουσι με προσοχήν και ευλάβειαν Βουστρ., Μετάφρ. 255. 5) α) Παιδί, τέκνο: Υιέ μου, σπλάχνον μου γλυκύ, και πώς σε υστερήθην,| πώς έξαφνα σε έχασα, πώς ούτως κατεκρίθην; Περί Ιωσήφ 776· (προκ. για το λαό των Εβραίων): Λυπήσου μας (ενν. Θεέ) το σπλάχνο σου, το έθνος το δικό σου,| μηδέν αφήσεις να χαρεί απάνω μας οχθρός σου Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4936· β) γενικ. για δήλ. στενής συγγένειας: Παρακαλώ σας, αδελφοί, ...| εγώ είμαι ο Ιωσήφ, γνήσιος αδελφός σας,| να μη με θανατώσετε, εδώ στην ερημίαν! (παραλ. 7 στ.) Δεν είμαι σάρκα σας κι εγώ και σπλάχνο σας ο ξένος,| γιατί να είμ’ ο δυστυχής απ’ όλους μισημένος; Περί Ιωσήφ 236· (εδώ σε περίφρ. προκ. για τη μητέρα): Μετά ταύτα ήλθε και αυτής (ενν. της μητρός του Ακρίτου) το τέλος και απέθανεν και έκλαυσέν την πολλά ... κλαίων έλεγεν προς την μητέρα· « ... Τις έκοψεν την ρίζαν της ζωής μου; Τις έσβεσεν το φως μου και δεν δύνομαι πλέον να εβλέπω; Ή τις με εχώρισεν από των μητρικών μου σπλάγχνων;...» Διγ. Άνδρ. 40410. Εκφρ. 1) Τα σπλάγχνα της καρδιάς = τα ενδότερα, τα βάθη της καρδιάς: (σε μεταφ.): Έφθασε τον δωδέκατον χρόνον η κόρη εκείνη, (παραλ. 1 στ.) και την σελήνην εκ παντός ενίκα εις το κάλλος (παραλ. 14 στ.). Και μέσα της εκάθετον το τόξον της αγάπης| και κάθε νέον ’τόξευεν στα σπλάγχνα της καρδίας Διγ. Ζ 139. 2) Από σπλάγχνων μέσων = από τα βάθη της ψυχής (μου): Η δε (ενν. η Χρυσορρόη), στενάξασα πικρώς ως από σπλάγχνων μέσων,| εκίνησαν εξ οφθαλμών, φευ, ποταμός δακρύων Καλλίμ. 602. 3) Παιδί/τέκνον από τα σπλά(γ)χνα κάπ. = (για έμφαση· πβ. έκφρ. τέκνα οσφύος τινός, ά. οσφύς) παιδί, απόγονος κάπ.: ηπήρεν (ενν. ο Φίλιππος) το παιδίον εις τας χείρας του και κατεφίλησέ το ... και είπεν· «Δόξα σοι ο θεός, οπού είδα και εγώ παιδί από τα σπλάγχνα μου ...» Διήγ. Αλ. V 28· είπεν του (ενν. η Ολυμπιάδα στον Νεκτεναβό)· « ... Ημπορείς να ποιήσεις με τα βοτανικά σου τίποτες εις εμένα, μήνα ποιήσω τέκνον από τα σπλάχνα μου; ...» Διήγ. Αλ. F (Lolos) 9821‑22. Φρ. 1) Ανοίγω τα σπλάχνα, βλ. ά. ανοίγω 5γ. 2) α) Καίω/φλογίζω τα σπλά(γ)χνη κάπ. = προκαλώ σε κάπ. μεγάλο ψυχικό πόνο: Τέτοιας λογής οργίζομαι και τον μισά η καρδιά μου,| π’ αδύνατον μου φαίνεται ότ’ εις τα σωθικά μου| νά ’μπει ποτέ καμιάς λογής αγάπη και ν’ ανάψει| φλόγα του πόθου για τ’ αυτόν τα σπλάγχνη μου να κάψει Σουμ. Παστ. φίδ. Ά́ 704· εγώ, που τόσον τον ποθώ, εύκαιρ’ αναστενάζω, (παραλ. 1 στ.) κι εκείνο που περσότερο τα σπλάχνη μου φλογίζει,| τονε θωρώ χίλια φιλιά γλυκιά να σου χαρίζει Σουμμ. Παστ. φίδ. Β́ 409· β) καίονται/φλογίζονται τα σπλά(γ)χνα μου = θλίβομαι, λυπούμαι πολύ, νιώθω μεγάλο ψυχικό πόνο (πβ. φρ. καίγεται η καρδιά μου, ά. καίω II 4): Ανέγνωσαν τα γράμματα και ούτως εδηλώναν| και ως ήκουσεν (ενν. ο αμιράς) τα γράμματα, εθλίβην η ψυχή του,| εκαύσθηκαν τα σπλάχνα του, εχάθην η καρδία του Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 300· ομμάτια πολυστένακτα και σπλάγχνα φλογισμένα Προδρ. (Eideneier) Β́ 19-2 χφ Η κριτ. υπ. 3) Λαμβάνω σπλάγχνα οικτιρμών = γίνομαι σπλαχνικός: ήξειν φασί ... τον τε Ηλίαν και Ενώχ απεσταλμένους υπό Θεού σπλάγχνα οικτιρμών λαβόντος, διδάξαι και επιστρέψαι τους τε άλλους και δη το ταλαίπωρον των Εβραίων έθνος εις την του Χριστού ... πίστιν Ψευδο-Σφρ. 31227. 4) Τα σπλάχνα μου ραγίζουν, βλ. ά. ραγίζω 3α φρ. (3). — Βλ. και σπλάγχνoς.τελείως,- επίρρ., Γλυκά, Στ. 278, Καλλίμ. 681, Διάτ. Κυπρ. 5132, Διγ. Z 4482, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1129, Βέλθ. 723, Ερμον. Ψ 271, Χρον. Μορ. P 5129, Βίος Αλ. (Aerts) 1654, Φλώρ. 380, 1682, Σαχλ. Α΄ (Wagn.) M 349, Hist. imp. (Iadevaia) IIa 1083, Λίβ. διασκευή α 2510, 3536, Λίβ. Va 1645, 3130, Χρον. Τόκκων 722, Θρ. Κων/π. (Mich.) 63, Σφρ., Χρον. (Maisano) 3612, Νεκρ. βασιλ. 126, Κορων., Μπούας 28, 113, Μαλαξός, Νομοκ. 113, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 744, Ιστ. πατρ. 1016, 1594, Προσκυν. Ιβ. 694 (Σινά) 11710, Μορεζ., Κλίνη φ. 4r, Hagia Sophia ω 51220‑21, Δωρ. Μον. XXIX, Διακρούσ. (Κακλ.) 849, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2186, 6565, κ.α.· τελέως, Εις τον έρωτα 16, Ερμον. Α 340, Σφρ., Χρον. (Maisano) 682, Ιστ. πατρ. 1452, Ψευδο-Σφρ. 5227‑8.
Το αρχ. επίρρ. τελείως. Ο τ. τελέως αρχ. Η λ. και σήμ.
1) α) Εντελώς, ολότελα: τους τόπους τους καλλιότερους όπου είναι από τον κόσμον,| η μάχη γαρ τους καταλεί, τελείως τους ερημάζει Χρον. Μορ. H 8684· απέ την λύπην την πολλήν και την στενοχωρίαν| το κάλλος του προσώπου της τελείως ηλλοιώθην Φλώρ. 75· Οι γλυκόμνοστες τροφές ... πολλές φορές σύρνουσιν εις όρεξιν φαγιού όχι μόνον τους πεινασμένους, αλλά και καμιάν φοράν και τους τελείως χορτασμένους προσερεθίζωσιν Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 3· β) χωρίς αμφιβολία, σίγουρα: οπού τελείως ενόμιζα εμήν κυρίαν να ποίσω,| κείνη μ’ εκατεφρόνησεν κι έποικεν τέτοιον πράγμαν Φλώρ. 1722· Μερκούριε θαυμαστέ, οι εχθροί έφθασάν με,| και αν συ λείψεις απ’ εμέ, τελείως εχάλασάν με Κορων., Μπούας 105. 2) (Με άρν.) καθόλου: Τέκνον μου, λέγει, Ισαάκ, ξύπνα και μη κοιμάσαι,| πάμε απάνω στο βουνόν, τελείως μη φοβάσαι Περί Ιωσήφ 32· τελείως δεν ήθελε να το ακούσει (ενν. ο Γεώργιος Σχολάριος) ουδέ να το στέρξει διά να γένει πατριάρχης Ιστ. πατρ. 8010· — Βλ. και τέλεια.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Διδ. Σολ. Ρ 16, Διγ. (Trapp) Esc. 1854, Χρον. Μορ. H 391, 564, 6307, Περί ξεν. A 31, Λίβ. P 2367, 2441, Λίβ. Sc. 2490, 3224, Λίβ. N 2929, Αχιλλ. L 235, Αχιλλ. N 164, Αχιλλ. O 248, Χρον. Τόκκων 1276, Χούμνου, Κοσμογ. 639, 640, 1252, 1603, 1839, Αλεξ. 2347, Σαχλ. N 285, Σαχλ., Αφήγ. 398, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 174, Δεφ., Σωσ. 109, Πτωχολ. α 255, Ιστ. πατρ. 1884, Βακτ. αρχιερ. 135, 147, 163, 170 κ.π.α.· απαίρνω, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 344, Πόλ. Τρωάδ. 585, Χρον. Μορ. H 129, 138, 205, 397, 738, 1036, 1370, 1416, 1424, 5012, 5145, 6119, 7612, 7865, 9093, Σφρ., Χρον. μ. 429, 615-6, 8011, 12619, 12814, 32, 13213, 1404, 14226, Γεωργηλ., Βελ. 114, Ψευδο-Σφρ. 56420, 56635, κ.π.α.· απαίρω, Προδρ. I 173· επαίρω, Προδρ. II 19i (κριτ. υπ.), Λίβ. Sc. 149, Καλλίμ. 1763, Βυζ. Ιλιάδ. 28· παίρνω, Ασσίζ. 7826, 4284, Χρον. Μορ. H 8902, Αχιλλ. (Haag) L 1280, Πικατ. 352, ] Αιτωλ., Μύθ. 597, Θρ. Κύπρ. M 451, Χρον. σουλτ. 1107, Ερωφ. Δ΄ 561, Βοσκοπ. 260, Φαλλίδ. 119, Παλαμήδ., Βοηβ. 504, 746, Ερωτόκρ. Α΄ 1210, Β΄ 2273, Δ΄ 248, 500, 520, Ε΄ 387, Τζάνε, Κρ. πόλ. 18622, 22019, 24226, 38810, 5051, Αποκ. Θεοτ. II 84, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [49, 1218], Δ΄ [592], Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 182, Ε΄ 84, Ζήν. Α΄ 300 κ.π.α.· ’παίρω, Χρον. σουλτ. 6412, Έγγρ. του 1634 (Βισβίζη, ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 7831)· προστ. ενεστ. έπαιρνε, Δεφ., Λόγ. 63· αόρ. ηπήρεν, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 59r.