Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 197 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Πεντ. (Hess.)

  • άβυσσος
    η, Κρασοπ. (Λάμπρ.) 31, Ιων. (Hess.) 2156, Λίβ. (Μαυρ.) P 283, 1723, 1726, Λίβ. (Lamb.) Esc. 524, 1610, 2042, Λίβ. (Lamb.) Sc. 507, 965, 984, Λίβ. (Wagn.) N 1787, 1790, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) V 14, X 39, Πικατ. (Κριαρ.) 112, 410, Πεντ. (Hess.) Γέν. Ι 2 δις, VII 11, XLIX 25, Έξ. XV 5,8 XXXII 10, 22, XXXIII 13, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 6, 304, 305, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Έ́ 1193, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. Ά́ 95, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 69, 137, Έ́ 253· άβυσσο, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ε΄ 285· άβυσσος (ή άβυσσο η), Πεντ. (Hess.) Δευτ. VIII 7· άβυσσος ο, Λίβ. (Wagn.) N 1471· πληθ. άβυσσα τα, Φυσιολ. (Legr.) 442 (ουδ.;), Πικατ. (Κριαρ.) 189, Αχέλ. (Pern.) 114, 1009.
    Το μτγν. ουσ. άβυσσος. Ο τ. του αρσ. και του ουδ. και σήμ. σε ιδιώμ. (ΙΛ λ. άβυσσο).
    1) α) Κυριολ.: χάος (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. ΙΙ· πβ. και Lampe, Lex. στη λ. Α και ΙΛ λ. άβυσσο 1β): Και η γης ήταν άβυσσος και αφανιασμός και σκότος ιπί πρόσωπα άβυσσο Πεντ. Γέν. Ι 2· β) Μεταφ.: το αμέτρητο (πβ. Lampe, Lex. Στη λ. Ε): ουκ έχω άσπλαγχνον (χφ εις άσπλ.· βλ. κριτ. υπ.) ψυχήν και αδιάκριτον καρδίαν, άλλα εις αισθήσεως άβυσσον εσέβην η ψυχή μου Λίβ. Sc. 984· κι εμπαίνω σ’ άβυσσον χαράν κι άβυσσον λύπην ηύρα Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ 1188. 2) Βάθη, έγκατα της γης: Ημείς γι’ αυτό βουλήθημεν να ’ναι ξολοθρεμένη,| πρώτη από μας κι εις τ’ άβυσσα της γαίας βουλισμένη Αχέλ. 114· Η άβυσσος εξέρασεν πίσσ’ ανακατωμένην| και πύριν βρέχει ουρανός Χούμνου, Π.Δ. Χ 39. 3) Κάτω κόσμος, άδης, κόλαση (Η σημασ. ήδη μτγν., Bauer, Wört. στη λ. 2. Πβ. και Lampe, Lex. στη λ. Β και ΙΛ λ. άβυσσο 2): μα και όσοι κατοικούσι| θεοί απάνω ’ς τσ’ ουρανούς και κάτω στης αβύσσου| τον πάτο Φορτουν. Ιντ. Ά́́́95· Από τα βάθη σήμερο της σκοτεινής αβύσσου (παραλ. 1 στ.) να μὄβρης ένα δαίμονα Ζήν. Ά́ 69· Να πέσει εις τα τάρταρα, στα βάθη των αβύσσων Φυσιολ. 442· ει μεν εχθές εις άβυσσον και εις άδην επερπάτουν| εκ της οργής σου το άπειρον Λίβ. P 1723. 4) α) Θάλασσα (Η σημασ. ήδη μτγν., Sophocl. στη λ.[1]): Κι έκαμε τα θεριά της γης, τα ψάρια της αβύσσου Πικατ. 410· β) άφθονα υγρά (πβ. ΙΛ λ. άβυσσο 1α): βρύσες και άβυσσες εβγαίναν εις τον κάμπο και εις το όρος Πεντ. Δευτ. VIII 7· και να ποταμοφόριζαν ο άδολος ο οίνος| και να ήλθεν εις το στόμα μου η άβυσσος εκείνη Κρασοπ. 31.
       
  • αγαθυμός
    ο, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΧΧΙΙ 13.
    Από το αγαθύνω με επίδραση της κατάλ. ‑μός (πβ.: στρεμμό να στρέψω Πεντ. Γέν. ΧΧΙV 5, θανατωμό να θανατωθεί αυτ. XXVI 11· κλεμμό εκλέφτηκα αυτ. XL 15).
    Νεόπλαστη λ. για να χρησιμοποιηθεί ως σύστ. αντικ. στο αγαθύνω: αγαθυμό ν’ αγαθύνω μετά σεν και να βάλω τη σπορά σου σαν τον άμμο της θαλασσούς Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΧΧΙΙ 13.
       
  • αγαθύνω,
    Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 782, Πεντ. (Hess.) Γέν. IV 7, XII 13, XXXII 10, 13, XL 14, XLI 37, XLV 16, Έξ. Ι 20, Λευιτ. Χ 19, Αρ. Χ 29, Δευτ. IV 40, V 16, VIII 16, XII 25, XVIII 17, XIX 13, XXII 7, XXVIII 63, XXX 5· αγαθύνω ή γαθύνω, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙΙ 16, ΧΧΧΙV 18, Αρ. XXIV 5, Δευτ. Ι 23, V 25.
    Το μτγν. αγαθύνω. Η λ. και σήμ. στον Πόντο (Παπαδ. Α., Λεξ.).
    1) α) Μεταχειρίζομαι κάποιον με καλό τρόπο: Πε εδά, αδελφή μου εσύ, για να αγαθύνει εμέν γιατ’ εσέν και να ζήσει η ψυχή μου συναφορμά σου Πεντ. Γέν. ΧΙΙ 13· β) κάνω καλό σε κάποιον, ευεργετώ (πβ. L‑S στη λ. ΙΙΙ): αν να με θυμηθείς μετά σεν χαθώς ν’ αγαθύνει εσέν και να κάμεις εδά μετά μεν ελεημοσύνη και να με ανάφερες προς τον Φαρώ Πεντ. Γέν. XL 14. 2) Καταπραΰνω, κατευνάζω, καθησυχάζω (πβ. L‑S στη λ. Ι 2): και τούτο μεν ηγάθυνεν εκείνου την καρδίαν,| άλλο δε πάλιν έκνιζεν Μανασσ., Χρον. 782. 3) Τακτοποιώ (κάτι) σωστά, διευθετώ: άκουσα τη φωνή λογιών του λαού ετουτουνού ός εσύντυχεν προς εσέν· εγάθυναν το όλο το ός εσύντυχαν Πεντ. Δευτ. V 25. 4) Είμαι καλός, ευλογημένος (πβ. Lampe, Lex. στη λ. 3): τι εγάθυναν οι τέντες σου Ιαακώβ Πεντ. Αρ. ΧΧΙV 5. 5) Αρέσω (σε κάποιον): και εγάθυνεν εις τα μάτια μου το πράμα. Πεντ. Δευτ. Ι 23.
       
  • αγανάκτησις η
    η, Σπαν. (Hanna) A 447, Σπαν. (Legr.) P 227, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 248, 277, Καλλίμ. (Κριαρ.) 444, Ασσίζ. (Σάθ.) 15224, 16027, 2372, 45427, 4552, 3, 6, 8, 12, 15, 20, 23, 24 29, Διάτ. Κυπρ. (Σάθ.) 50224, 5039, 50920, 51015, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2827, Βίος Αλ. (Reichm.) 2997, Φλώρ. (Κριαρ.) 515, 884, Λίβ. (Wagn.) N 1327, Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 36, Μαχ. (Dawk.) 1610, 206, 30, 223, 2419, 5019, 887, 10020, 1586, 31436, 31629-30, 32226, 33213, 33627, 37414, 40222, 50228, 5069, 6749, Βουστρ. (Σάθ.) 423, 430, Σκλάβ. (Μπουμπ.) 42, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 547, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 101, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 234, 302, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 80v, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) 512 φ. 246β22, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2476 [ = Γέν. Ρωμ. (Λάμπρ.) 98], Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 4007· γανάκτησις ‑η, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 31, Θυσ. (Μέγ.)2 216· αγανάχτησις ‑η, Ασσίζ. (Σάθ.) 39813, 48714, Πεντ. (Hess.) Έξ. XVIII 8.
    Το αρχ. ουσ. αγανάκτησις. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αγανάχτησι).
    1) α) Αγανάκτηση, οργή (πβ. L‑S στη λ. ΙΙ): την Ιουδαίων έξοδον, κακίστων, αγνωμόνων,| Θεού την αγανάκτησιν, θεράποντος δεήσεις Διγ. Τρ. 2827· β) απαυδησμός (πβ. αγανακτώ Α 3): όλα με πόνους και πικριές πάντα κυλού και πάσι·| Μόνον εβέ και οϊμέ ακούγω να φωνάζουν πολλοί και απ’ αγανάκτησιν τον θάνατον να κράζουν Φαλιέρ., Ρίμ. L 234· γ) κόπος, μόχθος, ταλαιπωρία: Και αυτού τελειώνει ο κόπος τους κι η αγανάκτησίς τους| εις κόλασιν αιώνιον και καύσιν της ψυχής τους Πένθ. θαν. N 547· όλη την αγανάχτηση ός τους ηύρεν εις την στράτα και εγλύτωσέ τους ο Κύριος Πεντ. Έξ. XVIII 8· δ) στενοχώρια, θλίψη (πβ. ΙΛ λ. αγανάχτησι. Η σημασ. και στο Ον. Δανιήλ. (Drexl) 485 και Αχμέτ, Ον. (Drexl) 1511 και 1814): είχεν πολύν τον στεναγμόν και τας αγανακτήσεις Καλλίμ. 444· ε) δυστυχία: έθνος βοά και θρήνεται την αγανάκτησή ντου Π. Ν. Διαθ. 512 φ. 246 β22· Τη σάρκα οπού μου ’δωκες, πλάστη και ποιητή μου,| ας τηνε να θαραπαγεί εις τη γανάκτησή μου Θυσ.2 216· 2) α) Αφορμή αγανάκτησης, βλάβη, ζημία, κακό (που παθαίνει κάποιος): και ήξευρε ουδέ σού, ουδέ εκείνοι οπού να γεννηθούν απού ’ξ αυτόν σου να μεν έχετε αγανάκτησιν απού ’ξ αυτής μας Μαχ. 223· και ο σκλάβος έβαλεν το επάνω τινός, το δίκαιον ορίζει να μηδέν του πιστεύσουν κατά το ͵πειν του, ουδέ κανείς να έχει καμιάν αγανάκτησιν, αν ουδέν έχει περίτου αναθεώρησιν Ασσίζ. 15224· και δος μου την υγειά μου.| Βοήθησε, πάτερ μου αγαθέ, πριν φθάσει να συγκλίνει| εις χρόνον αγανάκτησης και χάσω την κι εκείνη! Φαλιέρ., Ρίμ. L 302· Τούτον δε κατακείμενον ορώντες Μακεδόνες| ενόσουν ούτοι τας ψυχάς, μήπως και γνους Δαρείος| τούτου την αγανάκτησιν και συν πολλῴ τῳ θράσει| τοις Μακεδόσιν επειχθει και τούτους καταστρέψει Βίος Αλ. 2997· β) βλάβη, αδίκημα, παράπτωμα: όλον τούτον οπού ουδέν ένι με το κείμενον ημπορεί να λαληθεί αγανάκτησιν, τουτέστιν ζαβά καμώμενον, και τούτον ένι η αγανάκτηση Ασσίζ. 4552, 3· Εάν γίνεται ότι οκάτις βαπτισμένος, ού καμία βαπτισμένη, αφό ελευτερωθούν, ποιούν καμίαν αγανάχτησην τους αφέντες τους …, εντέχουνται να στραφούν αξαναπαρχής εις την δουλοσύνη τους Ασσίζ. 39813· και αν εκείνος ο Σαρακηνός αν ευρεθεί πλείον πολομώντας αγανάχτησην χριστιανού …, πρέπει να τόν πάρουν και να τόν κρεμάσουν Ασσίζ. 48714· Εβάλαν κούρσος εις την Αμόχουστον δυο τρεις φορές και εποίκαν πολλές αγανάκτησες Μαχ. 40222· γ) αναταραχή, φασαρία: Και εδιαλάλησεν πάσα άνθρωπος να κάτσει φρόνιμα και να πολομούν τες δουλείες τους … και τινάς μηδέν τορμήσει να ποίσει καμίαν αγανάκτησιν Μαχ. 6749.
       
  • αγανακτώ,
    Σπαν. (Hanna) B 505, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 154, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 477, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 464, Προδρ. (Hess.-Pern.) I 183, II H 19f, III 216 (χφ gg) (κριτ. υπ.), 309, IV 274, Καλλίμ. (Κριαρ.) 411, 1120, 1202, 1547, 1709, 1770, 1867, Διάτ. Κυπρ. (Σάθ.) 50231, Διγ. (Mavr.) Gr. I 182, Πουλολ. (Krawcz.) 545, Gesprächb. (Vasm.) 257, 26359, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 76, 453, Λίβ. (Μαυρ.) P 33, 615, Λίβ. (Lamb.) Esc. 20, 890, 3581, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1040, 2398, Λίβ. (Wagn.) N 56, 753, 1442, 1860, Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 35, Αλφ. ξεν. (Ζώρ.) 117, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 690, Μαχ. (Dawk.) 17228, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1037 A, Ch. pop. (Pern.) 434, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 411, Ριμ. κόρ. (Pern.) 735, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 182, 309, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 80, 242, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 9528, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 46, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1976, Ερωτόκρ. Ά́ 1577, Ευγέν. (Vitti) 879, Φορτουν. (Ξανθ.) Β́́ 470, Διακρούσ. (Ξηρ.) 6960, 11312· αγανακτώ ή γανακτώ, Μαχ. (Dawk.) 36428, 42818, 58410, 64435, Φορτουν. (Ξανθ.) Δ́́ 480, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 52617· αγαναχτώ, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 1577· αγαναχτώ ή γαναχτώ, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙΧ 11, XLVII 13· γαναχτώ, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 892· μτχ. αγανακτισμένος, Ch. pop. (Pern.) 783, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 285, Ιερόθ. Αββ. (Legr.) 337· γανακτισμένος, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 54318.
    Το αρχ. αγανακτώ. Οι τ. αγαναχτώ, γαναχτώ και σήμ. (ΙΛ λ. αγαναχτώ). Για τη μτχ. βλ. και Χαριτων., Αθ. 36, 1924, 198.
    Α´ Αμτβ. 1) α) εξανίσταμαι: Απήν διαβεί το κάμωμα, αυτούς αν ερωτήσεις| τείντά ’χαν και μαλώνασι, πολλά ν’ αγανακτήσεις·| διατί δεν είχαν αφορμήν, υπόθεσιν καμίαν Σαχλ., Αφήγ. 242· β) εκδηλώνω την αγανάκτησή μου, βαρυγγωμώ: και να υπομένω ο ταπεινός αδύνατον υπάρχει,| α δε λαλήσω, α δεν ειπώ, α δεν αγανακτήσω Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 35· σκοντάφτει, πεδουκλώνεται και πέφτει και βαρίσκει·| αγαναχτά στη ζήση ντου, το θάνατό ντου κράζει Ερωτόκρ. Ά́ 1577. 2) Ταράζομαι, τρομάζω: Το αίμα δε κατέρεε την γην εκείνην όλην·| οι ίπποι ηγανάκτησαν, πάντας έκπληξις είχεν Διγ. Gr. I 182· πάλιν μέγας έγινε σεισμός με βοήν και αυτός, ώστε οπού … ήλθομεν ως νεκροί αλλαξοπροσωπισμένοι και αγανακτισμένοι Ιερόθ. Αββ. 337. 3) α) Κουράζομαι, βαριέμαι, απαυδώ (πβ. αγανάκτησις 1β): Ω θάνατε, … ποτέ δεν εγανάκτησες στη μέση να γυρίζεις,| με το δρεπάνι τ’ άπονο πάντα να τους θερίζεις Τζάνε, Κρ. πόλ. 52617· Εγώ γαρ ηγανάκτησα τρώγειν τας παλαμίδας Προδρ. III 216 (χφ gg) (κριτ. υπ.)·   να έκλαι’ η καρδιά μου, ώστε ν’ αγανακτήσει Διακρούσ. 11312· β) κάνω μεγάλη προσπάθεια, κουράζομαι υπερβολικά (πβ. ΙΛ λ. αγαναχτώ Α2): κι από μακρά εγανάκτησα ποιός είσαι να γνωρίσω Φορτουν. Δ́́ 480· και εις αυτόν τον τρόπον δεν αγανακτούσαν τα χερία του, και έτσι ενίκησε τον Αμαλήκ ο Ιωσιέ Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 174r· γ) δυσανασχετώ, δυσκολεύομαι (πβ. ΙΛ λ. αγαναχτώ Α 1γ): και τση Αυγουστίνας είχα πει νά ’ρθει να σε γυρέψει,| μα τούτη, αν πάγει και ποθές, αγανακτά να στρέψει Φορτουν. Β́́ 470. 4) Υποφέρω, βασανίζομαι: και εγανέχτησεν η γης η Αίγυφτο και η γης του Κεναάν από ομπροστά την πείνα Πεντ. Γέν. XLVII 13· Α βουληθείς να μ’ αρνηθείς και να μ’ αλησμονήσεις,| εις την Τουρκιά, στα σίδερα, πολλά ν’ αγανακτήσεις Ριμ. κόρ. 735· και τι την θέλω την ζωή την αγανακτισμένη Ch. pop. 738. Β´ Μτβ. 1) α) Θυμώνω, αγανακτώ (με κάποιον ή με κάτι) (Για τη μτβ. χρήση βλ. και Ανδρ., Προσφ. Κυριακ. 1953, 53): αν βάλω χέρα νά ’ρχομαι, θέλεις με αγανακτήσει Ερωτοπ. 453· μεγαλοψύχως δέξαι με και μη με αγανακτήσεις Προδρ. ΙΙ Η 19 f· την μοίραν της ν’ αγανακτά, την τύχην ν’ ατιμάζει Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 309· και παρεμπρός να σέ το ειπώ, μη με το αγανακτήσεις Λίβ. N 1442· β) δυσφορώ (για κάτι), δεν ανέχομαι (κάτι): Αγανακτώ τους λόγους σας, φονεύει μέ το πλήθος,| ο τόπος τούτος πνίγει με και το παλάτιν τούτο Καλλίμ. 1867· γ) βαριέμαι (κάτι): Κάπα μου, οπού δύναται, κάπα μου, ας σε αγοράσει,| κάπα μου, ηγανάκτησα, κάπα, τας χάριτάς σου Προδρ. IV 274. 2) Κάνω κάποιον να αγανακτήσει, πιέζω κάποιον (πβ. ΙΛ λ. αγαναχτώ Β 1): τους υποτακτίτας εκ την υπακοήν αυτού εκκλίναι κακώσας και αγανακτήσας πεποίηκεν Διάτ. Κυπρ. 50231· και αφού τόν ηγανάκτησα και εβιάσα (κριτ. υπ.) τον τοσούτον,| θλιμμένα εστράφην προς εμέ και απηλογήσατό με Λίβ. Sc. 2398.
       
  • αγαπώ,
    Σπαν. (Hanna) B 343, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 296, 302, Σπαν. (Legr.) P 48, 51, 174, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 24, 33, Προδρ. (Hess.-Pern.) II G 103, III 398, Ασσίζ. (Σάθ.) 2755, 4837, Ιερακοσ. (Hercher) 50212, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 569, Διγ. (Καλ.) Esc. 282, 590, 960, Διγ. (Καλ.) A 255, 1317, 1957, Βέλθ. (Κριαρ.) 918, 958, 969, 971, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 276, 286, 288, 729, 982, 1805, 2511, 2658, 3134, 3306, 7078, 8444, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1349, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9613, Φλώρ. (Κριαρ.) 381, 594, Διήγ. πόλ. Θεοδ. (Merc. S. G.) 148, Απολλών. (Wagn.) 750, Αχιλλ. (Hess.) N 460, 920, Αχιλλ. (Haag) L 41, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 52, 239, Ιμπ. (Κριαρ.) 19, 316, 290, 360, Φυσιολ. (Zur.) XI 13, L2, Ch. pop. (Pern.) 174, 324, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 67, Ριμ. κόρ. (Pern.) 752 Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 4 (βλ. Papadim., Viz. Vrem. 1, 1894, 652 και Σαχλ., Αφήγ. σ. 213-214), Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 121 (βλ. και Ξανθ., Κρ. Λαός 1, 1909, 8), Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 332 (βλ. και Ξανθ., Παναθήν. 18, 1909, 180), Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1414, 178, 13, 183, 2214, 255, 384, 628,753, 10455, 1133, 9, 1195, 1234, 1567, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 1113, Συναξ. γυν. (Krumb.) 597, 946, 1103, 1104, 1177, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 214, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 39, Πεντ. (Hess.) Γέν. XXIV 67, XXVII 14, Λευιτ. ΧΙΧ 18, 34, Δευτ. VI 5, VII 13, X 12, XXIII 6, XXX 16, 20, XXXIII 3, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 14017, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 309, 3917, 696, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 8115, 12814, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 2610, 3512, 897, 901, 2, 19, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 374, 418, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1495, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 43, 207, Πανώρ. (Κριαρ.) Ά́ 93, 99, Γ΄ 99, Δ́́ 3, 272, Έ́ 66, 74, 153, Βίος Δημ. Μοσχ. (Knös) 711, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 97, 1316, 1638, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 161, 186, 190, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 33027, 3373, 35529, 36328, 36630, 36714, 38912 δίς, 3982, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 1588, 1661, 2080, 2146, Β́́ 61, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 461, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 1588, 1661, 2080, 2146, Β́́ 61, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 461, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 48 (βλ. και Μανούσ., Κρ. Χρ. 8, 1954, 294 σημ. 8)· γαπώ, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 608, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 119, Ερωτόκρ. Ά́ 1959, Β́́ 150, Ευγέν. (Vitti) 181· αγαπώ ή γαπώ, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 389, 549, Βουστρ. (Σάθ.) 417, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 23, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 177, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 293, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 14, Έ́ 158· ηγαπώ, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5343, 5670, 6850, 8699· μτχ. ηγαπημένος, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 2072, Σπαν. (Hanna) A 6, Σπαν. (Hanna) V Suppl. 3, 55, Σπαν. (Hanna) O 63, Διγ. (Καλ.) A 1959, Βέλθ. (Κριαρ.) 29, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3963, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 709, 8935, Διήγ. Βελ. (Cant.) 126, Φλώρ. (Κριαρ.) 381, Gesprächb. (Vasm.) 26379, Αχιλλ. (Hess.) N 1277, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 254, Ιμπ. (Κριαρ.) 39, 205, Μαχ. (Dawk.) 1428, 37017, 50424, 60430, Ch. pop. (Pern.) 306, 311, 355, 441, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 386, Συναξ. γυν. (Krumb.) 429, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 24, 69, 112, 119, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 61 (βλ. και Πολ. Λ., Μετά Άλ. σ. 45), Βεντράμ., Γυν. (Knös) 91, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 40, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 11, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 62, Γ́́ 323, Έ́ 449, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 188, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32219, Θυσ. (Μέγ.)2 329, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ́́ 1, δ́́ 59, 89, Ροδολ. (Μανούσ.) Έ́ 254, Λίμπον. (Legr.) Αφ. 34, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 5267, 5645, 57315· αγαπημένος, Ασσίζ. (Σάθ.) 23316, Μαχ. (Dawk.) 2019, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 537, Πεντ. (Hess.) Δευτ. ΧΧΙ 15, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 10534, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XII 39, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) 517 φ. 336β 18, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 16, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 381, 503, 507, Γ́́ 92, Δ́́ 388 Έ́ 349, Ερωφ. (Ξανθ.) Β́́ 6, Γ́́ 28, 98, 297, Έ́ 287, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 171, 185, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 859, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Δ́́ 19, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 41, χορ. Δ́́ 60, Έ́ 1345, Φορτουν. (Ξανθ.) Έ́ 115, 159, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 24720, 5038, 5305, 54410· γαπημένος, Ιμπ. (Legr.) 232.
    Το αρχ. αγαπώ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) α) Αισθάνομαι αγάπη, έχω φιλικά αισθήματα (για κάποιον) (πβ. ΙΛ στη λ. 1): και να αγαπήσεις εις τον σύντοφό σου σαν εσέν Πεντ. Λευιτ. ΧΙΧ 18· Φραστικός τρόπος· «παρακαλώ»: αν έλθει η δείνα πώποτε να κάτσει εις τον πυλώνα| ραβδέας καλάς, αν με αγαπάς, και διώξε τον απέκει Προδρ. ΙΙΙ 398· β) αισθάνομαι συμπαθεια (για κάποιον), δείχνω συμπάθεια (σε κάποιον): και να αγαπάσαι ως συμπαθής και δίκαιος, παιδί μου Σπαν. P 174· από μεγάλους και μικρούς ήτον ηγαπημένος Δεφ., Σωσ. 40· ίνα σοι συνήθης γένειται (ενν. ο ιέραξ) και ευχείρωτος και αγαπηθείς παρ’ αυτού Ιερακοσ. 50212· και αν με δει ότι να μιλήσω| γραίαν γυναίκα να αγαπήσω Συναξ. γυν. 946· γ) συμπονώ: αυτές ένι οι υπόληψες των πρωτινών ανθρώπων …,| οπού ’γαπούσαν τ’ αρφανά και επανδρεύασίν τα Γεωργηλ., Θαν. 608· δ) ευνοώ: Να θυσιάσει στους θεούς διά να τον αγαπούσι,| για να μην του προσοργισθούν, να τον καταποντίσουν Χούμνου, Π.Δ. VIII 67· και να σε αγαπήσει (ενν. ο Θεός) και να σε ευλογήσει και να σε πληθύνει Πεντ. Δευτ. VII 13· ε) είμαι αφοσιωμένος, σέβομαι: Ποίος να θαρρέσει εις αυτούς, όρκον να τους πιστέψει,| αφόν τον Θεόν ου σέβονται, αφέντη ουκ αγαπούσι; Χρον. Μορ. (Καλ.) H 729· και να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου· Πεντ. Δευτ. VI 5· διατί πολλά το χαίρεται όταν τον προσκυνάεις| και τους αγίους αγαπάς Ιστ. Βλαχ. 1638. 2) α) Αισθάνομαι έρωτα (για κάποιον), αγαπώ ερωτικά (κάποιον) (πβ. ΙΛ στη λ. 2): Το ’δεισ σου μπορεί να ποίσει (παραλ. 1 στ.) τον Έρωταν ν’ αποθάνει και τον Χάρον ν’ αγαπήσει Κυπρ. ερωτ. 1234· Πάντα, κυρά μου, εγάπουν σε Ερωτοπ. 549· τυφλά προπάτιε στη φιλιά, τυφλή ’τονε στα πάθη,| τυφλά πασπάτευγε να βρει, τόν αγαπά να μάθει Ερωτόκρ. Ά́ 1588· φρ. αγαπώ αλλού = αισθάνομαι ερωτικό αίσθημα για άλλο πρόσωπο (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2α): κατέχω και αγαπάς και αλλού. Και είς οπού διγνωμίζει| πώς ημπορεί τον πόθο ντου καθάρια να κρατίζει; Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 553· β) αισθάνομαι τον ερωτικό πόθο: Η γιὄχεντρα, όνταν αγαπά, ποσώς δε φαρμακεύγει,| μα δω κι εκεί το ταίρι τζη με προθυμιά γυρεύγει Πανώρ. Γ́́ 99· Μα γιάντα λέγω τα θεριά; και τα δεντρά ’γαπούσι·| για κείνο δεν καρπίζουσι, μαζί ά δε φιλιαστούσι Πανώρ. Γ́́ 107. 3) α) Αισθάνομαι κλίση για κάτι, μου αρέσει κάτι, βρίσκω ευχαρίστηση (σε κάτι) (πβ. αγάπη 7 και ΙΛ στη λ. 5γ και ε): ακρίδας ου σιτεύομαι, ουδ’ αγαπώ βοτάνας Προδρ. ΙΙ 6 103· Δεξιώτης ήμουνε καλός κι αγάπου το κυνήγι Πανώρ. Δ́́ 3· Κι αν αγαπάς διά να ακούς πράξεις καλών στρατιώτων Χρον. Μορ. P 1349· Ηγάπα δε περί πολλού τους νέους να τους έχει Ιμπ. 19· β) δέχομαι, επιδοκιμάζω, εκτιμώ (κάτι): πάλιν εζήτησεν ούτος τον ορισμόν μας τον άγιον να υπάγει εις την Αγίαν Ανάστασιν να προσκυνήσει … και ηγαπήσαμεν ει τι εζήτησες και επληρώσαμέν το Ορισμ. Μαμελ. 9613· Ακούσων ταύτα οι άπαντες … | εις σφόδρα το αγαπήσασιν, εστέρξαν κι αφυρώσαν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 982· Ο Θεός το κατά δύναμιν θέλει και αγαπά το| και στρέφει τό εισέ καιρόν πάλιν επταπλασίως Κομν., Διδασκ. Δ 302. 4) Επιθυμώ, θέλω (πβ. αγάπη 8α και ΙΛ στη λ. 5α): εις τον Ευφράτην ποταμόν ηγάπησεν να κατοικήσει Διγ. Άνδρ. 3982· και τη Λουγρέτζ’ αγάπησεν δυνάστιο διά να πάρει Βεντράμ., Φιλ. 214· ηγάπησεν κι εθέλησεν και εγίνετον στρατιώτης Αχιλλ. L 41· να της τον δώσω και να ζει ως αγαπά και θέλει. Βέλθ. 971. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) α) Αγαπητός, προσφιλής: Τέκνον μου ποθεινότατον, παιδίν μου ηγαπημένον Σπαν. Aκι  εσύ παιδάκι μου ακριβό, πολλά μου αγαπημένο Φορτουν. Έ́ 115· β) ιδιαίτερα αγαπητός, ευνοούμενος: Μαρία, μάννα του Θεού …, | με τους αγαπημένους σου ας είν’ κι αυτός ομάδι Π. Ν. Διαθ. 517 φ. 336β 18· γ) που αρέσει σε κάποιον, που προκαλεί ευχαρίστηση: κι εσείς μου μυζηθρόπιτες πολλά μου ηγαπημένες Κατζ. Ά́ 62· το δώρο τάχα δέχεται ωσάν ηγαπημένον Φλώρ. 381. 2) Που φανερώνει έρωτα: Τα μάτια τα περήφανα σ’ εμένα να γυρίσει| κι αν σπλαγχνικά δεν τα βαστά, γλυκιά κι αγαπημένα,| κι αν άσπλαγχνα θέλουν φανεί, σκληρά και θυμωμένα Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́́ 41. Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = 1) Αυτός που έχει κάνει συνθήκη ειρήνης (πβ. αγάπη 6): Τότε ήρθανε χριστιανοί από τα μέρη της αγίας Μαύρας και από άλλους αγαπημένους Χρον. σουλτ. 10534. 2) Φίλος [Η σημασ. και στο Ον. Δανιήλ. (Drexl) 1]: πως με τσ’ αγαπημένους του επήε στο κυνήγι| και με τσι συνανάθροφους … σμίγει Ερωτόκρ. Ά́ 859 (πβ. αγαπητικός Β 1, αγαπητός ως ουσ.). 3) Σε προσφών. προκ. για το αγαπημένο πρόσωπο: Μα ο Ροδολίνος με γλυκιά κανάκια «μη φοβάσαι»,| τσ’ είπεν, «ηγαπημένη μου, κι ωσάν καλύτερά ’σαι» Ροδολ. (Μανούσ.) Έ́ 254.
       
  • αγγείον
    το, Ασσίζ. (Σάθ.) 18211, 1843, 19730, 30416, 44910, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 332, 853, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 172, 192, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 599· αγγειό(ν), Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 302, Πεντ. (Hess.) Γέν. XXIV 53· αγγό, Πεντ. (Hess.) Γέν. XXVII 3, XXXI 37, XLII 25, XLIX 5, Έξ. XI 2, XXII 6, XXV 9, XXXI 7, XXXV 13, XL 9, XLIX 5, Λευιτ. VI 21, Αρ. Ι 50, ΙΙΙ 8, IV 26, 32, XXXI 50, XXXV 16, Δευτ. ΧΧΙΙ 5, ΧΧΙΙΙ 25.
    Το αρχ. ουσ. αγγείον. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αγγειό).
    Α´ Κυριολ. 1) α) οικιακό σκεύος: Ότι επασπάτεψες όλα τα αγγά μου, τι ηύρες από όλα τα αγγά του σπιτιού σου; Πεντ. Γέν. ΧΧΧΙ 37· β) σκεύος λειτουργικό: και να φυλάξουν όλα τα αγγά της τέντας του τάρωμα Πεντ. Αρ. ΙΙΙ 8· Και να αγιάσεις αυτό και όλα τα αγγά του, και να είναι άγιο Πεντ. Έξ. XL 9· γ) ουροδοχείο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αγγειό 1δ): Απέ τα ποία πράγματα το φλογίν του όλον εσάπην και επήγεν αποκάτω του εις το αγγείον Ασσίζ. 18211· Επήγεν η κοιλία του ετοσαύτα εις το αγγείον, ότι πριν ξημερώσει έβγαλε πάντα όσα είχεν απέσω Ασσίζ. 1843. 2) Κυψέλη (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αγγειό 1ε, βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Έ́ 300): Περί μελισσιών και τίνος να ένι το μέλιν τό πολεμούν … εις άλλον αγγείον Ασσίζ. 19730· Εάν γίνεται ότι τα μελίσσια τα ένι εις τα αγγεία μου Ασσίζ. 44910. 3) α) Αντικείμενο εν γένει (σε περίπτωση που δεν παρέχεται το πραγματικό όνομα): Και αν με αγγό σιδερένιο τον έδειρεν και απέθανεν Πεντ. Αρ. XXXV 16· β) προκ. για πολύτιμο αντικείμενο, κόσμημα: και επροσφέραμε την προσφορά του κύριου ανήρ ός ηύρεν αγγό μαλαματένιο στολίδι και βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι και τυπάδι Πεντ. Αρ. XXXI 50· και έβγαλεν ο σκλάβος αγγειά αργυρά και αγγειά μαλαματένια και ρούχα και έδωσεν της Ρίβκα Πεντ. Γέν. ΧΧΙV 53· γ) προκ. για είδος αμφίεσης: Να μη είναι αγγό αντρικό επί γεναίκα, να μη φορέσει άντρας ρούχο γεναικός Πεντ. Δευτ. ΧΧΙΙ 5· δ) προκ. για αντικείμενο εξοπλισμού: και εζωστήκετε ανήρ τα αγγά του πολέμου του Πεντ. Δευτ. Ι 41· σηκωσε εδά τ’ αγγά σου, το σπαθί σου και το δοξάρι σου Πεντ. Γέν. XXVII 3. Β´ Μεταφ. Προκ. για άτομο που δέχεται κατά κάποιο τρόπο μέσα του κακία, ελαττώματα (πβ. Bauer, Wört.): Επήγαν εις την Πόλην και τα πέντε αγγεία του διαβόλου, ετούτοι οι εξοστρακισμένοι και κακά εξορισμένοι Σουμμ., Ρεμπελ.192. Πβ. σκεύος του διαβόλου, Ιστ. Ηπείρ. (Cirac Estop.) ΧΧΙV 5. Ο Συμεών και ο Λευί αδερφοί· αγγά της αδικιάς εις τις κατοικιές του Πεντ. Γέν. XLIX 5.
       
  • άγγελος
    ο, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 307, Σπαν. (Legr.) P 260, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 125, 149, Προδρ., Σεβ. (Παπαδημ.) 106, Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 68d, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 1067, 4669, Διγ. (Hess.) Esc. 1766, 1770, Διγ. (Καλ.) A 1146, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2754, 7804, Σατιρ. ποίημ. (Morgan) 294, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 91, 520, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 229, 667, 668, Απολλών. (Wagn.) 228, 510, Αχιλλ. (Haag) L 1345, Notizb. (Kug.) 29, 87 τρις, Ανακάλ. (Κριαρ.) 112, 115, 118, Θρ. Κων/π. διάλ. (Ζώρ.) 137, Μαχ. (Dawk.) 25632, Ch. pop. (Pern.) 240, Καραβ. (Del.) 49321, 49932, 50423, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VII 82, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 141, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 1539, Ριμ. κόρ. (Pern.) 693, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 318, 693, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 537, Σκλάβ. (Μπουμπ.) 251, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1136, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 588, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙΧ 15, ΧΧΙ 17, ΧΧΙV 7, XXXII 2, Έξ. ΧΧΙΙΙ 20, Μ. Χρονογρ. (Τωμ.) 3517, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 393, 417, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1629, 1938, 2115, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 302, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 33· αγγέλισσα η, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 2114, 224, 597, 1008, 1164.
    Το αρχ. ουσ. άγγελος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Α´ Κυριολ. 1) α) Αόρατον ον, πνεύμα που βρίσκεται στην υπηρεσία του Θεού (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. 3 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 1): Έλεγαν να ’ναι άγγελος απ’ (Πολ. Λ., Πριν Άλ. σ. 129: στους) ουρανούς απάνω Απολλών. (Wagn.) 228· Άγγελον έπεψεν ο Θεός. αυτούνον ορδινιάζει Χούμνου, Π.Δ. VII 82· έκφρ.: Η Κυρία των αγγέλων = η Παναγία (Μ. Χρονογρ. 3517 β) αόρατον ον, πνεύμα που βρίσκεται στην υπηρεσία του διαβόλου (πβ. Lampe, Lex. στη λ. ΙΙ G1 και το σημερ. μαύρος άγγελος, ΙΛ στη λ. Α 3): Διότι εκεί κολάζονται μετά του διαβόλου| και των αγγέλων των αυτού και συνεδρίου όλου Πένθ. θαν. N 588· γ) φύλακας άγγελος (πβ. Lampe, Lex. στη λ. ΙΙ Η 7b και ΙΙ Η 10α. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2): να φυλάττει την εκκλησίαν μέχρι της συντελείας του αιώνος. Η δε κατοίκησις του αγγέλου είναι εις την δεξιάν μερέαν Διήγ. Αγ. Σοφ. 1539. 2) Άγιοι άγγελοι = οι Ταξιάρχες Μιχαήλ και Γαβριήλ (προκ. για την εκκλησία τους) (πβ. και Αγιάγγελος, Αχέλ. (Pern.) 252, 1629):  προ της εορτής των Αγίων Αγγέλων εις την οκτα<μερίαν> ήν έχει ο κλήρος των Αγίων Αγγέλων από του κομμερκίου Notizb. 87. 3) Ο άγγελος του θανάτου (πβ. Lampe, Lex. στη λ. II H 8. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 3): Και η ψυχή μου εβγαίνει ’δα και ο άγγελος με φωνάζει Αχιλλ. L 1345· Κι είσαι άγγελος με το σπαθί να πάρεις την ψυχήν μου Ριμ. κόρ. 639· φρ.: θεωρώ, βλέπω αγγέλους = βλέπω τον άγγελο του θανάτου, διατρέχω τον έσχατο κίνδυνο (πβ. και το σημερ. είδε τον άγγελό του, ΙΛ στη λ. Α3): Εσύ λέγεις «αιλίμονον» κι εκεί θεωρούν αγγέλους Γλυκά, Στ. 125. Β´ Μεταφ. 1) Προκ. για πολύ ικανό, επιτήδειο άνθρωπο (πβ. ΙΛ στη λ. Β 1β): Άνδρες καλοί πολεμισταί, της μάχης στρατιώται| και αρχηγοί εξαίρετοι, άγγελοι με στεφάνι Ριμ. Βελ. 141. 2) Προκ. για ερωτικό πρόσωπο: Κι ελάλεμ μου «μεν σ’ αρνηθώ ποτές τον άγγελόν μου» Κυπρ. ερωτ. 1136· Αφήνω ’δα στον ορισμόν σου| όλον τον εμαυτόν μου, αγγέλισσά μου Κυπρ. ερωτ. 224. Ως κύριο όνομα (πβ. Βαγιακ., Αθ. 63, 1959, 240): τῳ αυτῴ χρόνῳ απέθανεν ο παπακυρ-Άγγελος ο πρωτοσύγκελλος Συναδ., Χρον. 33.
       
  • αγιάζω,
    Ασσίζ. (Σάθ.) 15516, 40625, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9419, Καναν. (PG 156) 69A, Θρ. πατρ. (Krumb.) O 26, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 387, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 790, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 552, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 214, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΙΙ 3, Έξ. ΧΙΙΙ 2, ΧΙΧ 10, 14, 22, ΧΧVIII 3, 38, XXIX 4, Λευιτ. VI 20, X 3, XI 44, XVI 19, XX 7, XXI 8, XXII 32, XXV 10, XXVII 16, Αρ. ΙΙΙ 13, VIII 17, XXVII 14, Δευτ. V 12, XV 19, XXII 9, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 33, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 182, 381, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1235, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 394, 395, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 2089, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 11412.
    Το μτγν. αγιάζω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Α´ Μτβ. 1) α) Καθαγιάζω, ευλογώ (πβ. Bauer, Wört. στη λ. 1 και 2 και ΙΛ στη λ. Α1α): Ηγίασε ταύτην (ενν. την κόρην) η συνουσία του πατριάρχου του συγγενούς του Μωάμεθ Καναν. 69Α· Κι ευλόγησεν ο Θεός την ημέραν την έφτατην και άγιασεν αυτήν Πεντ. Γέν. ΙΙ 3. Ο πατριάρχης σήκωσε χείρα του την αγίαν (παραλ. 1 στ.), αγίασε, συγχώρησε και κατευλόγησέ τους Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 395· β) ραντίζω με αγιασμένο νερό (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ, στη λ. Α1β): και γαρ εις το αγίασμαν τα φραγκοπαπαδούρια| μετά της τρίχας της εμής τους πάντας αγιάζουν Διήγ. παιδ. 387· γ) εξαγνίζω (πβ. Bauer, Wört. στη λ. 2 και 4 και ΙΛ στη λ. Α1γ): και να το καθαρίσει και να το αγιάσει από μαγαρισιές παιδιών του Ισραέλ Πεντ. Λευιτ. XVI 19. 2) Αφιερώνω: εσύντυχεν ο κύριος προς τον Μοσέ …: άγιασε εμέν παν πρωτόκοκο (sic) άνοιγμα παν μήτρας εις τα παιδιά του Ισραέλ εις τον άνθρωπο και εις το χτήνο Πεντ. Έξ. ΧΙΙΙ 2. 3) Τιμώ (ως άγιο) (πβ. Bauer, Wört., στη λ. 3): Φύλαγε την ημέρα του Σαββάθ να το αγιάσεις Πεντ. Δευτ. V 12· εσύντυχεν ο κύριος του ειπεί εις τους σιμούς μου να αγιαστώ και ιπί πρόσωπα ολονού του λαού να τιμηθώ Πεντ. Λευιτ. Χ. 3. Β´ Αμτβ.: γίνομαι άγιος, περνώ στη χορεία των αγίων (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β1): και, αν σκοτώσουν Χριστιανούς, αγιάζουσιν, ως λέγουν Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 790. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) Ιερός (πβ. Bauer, Wört. λ. αγιάζω 2 και ΙΛ στη λ. αγιάζω Β Ι 1): ότι κανείς άνθρωπος λαϊκός ουδέν ημπορεί να δώσει πράγμαν αγιασμένον, ουδέ ευσεβόν, τουτέστιν ιερωμένον, ετέρου ανθρώπου λαϊκού, αμμέ εις την αγίαν εκκλησίαν Ασσίζ. 40625· σκοτώνουν τους μες στην εκκλησιάν οπού ’ναι αγιασμένη Θρ. Κύπρ. K 182· 2) Άγιος (πβ. Bauer, Wört. λ. αγιάζω 2 και ΙΛ λ. αγιάζω Β Ι 2): οπού εκατηγόρησεν αδίκως τον ηγιασμένον πατριάρχην Ιστ. πατρ. 1235.
       
  • αγίασμα(ν)
    το, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 9243, 16451, Ιατροσ. (Legr.) 24204, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 386, Μαχ. (Dawk.) 343, 3612, Δούκ. (Grecu) 38727· άγιασμα, Πεντ. (Hess.) Έξ. XXV 8, Λευιτ. XVI 33, XIX 30, XX 3, XXI 23, XXII 16, Αρ. ΙΙΙ 38, Χ 21, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 4, 12, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Έ́ 420· αγιάσμα, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 188.
    Το μτγν. ουσ. αγίασμα. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Τόπος προορισμένος για τη λατρεία του Θεού, αγιαστήριο (πβ. Bauer, Wört. και Stryker, Protév. Jacq. 302): Και να κάμουν εμέν άγιασμα και να απλικέψω μεσωθιό τους Πεντ. Έξ. XXV 8 (πβ. άγιον 1α). 2) α) Νερό που βγαίνει από τάφο αγίου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): την λέγουν αγίαν Φωτεινήν και ο τάφος της είναι κάτω της γης … και έχει νερόν αγίασμαν και έχει πολύν βάθος νερόν Μαχ. 343· β) νερό καθαγιασμένο (με θρησκευτική τελετή) (πβ. Lampe, Lex., στη λ. 2). Η σημασ. και σήμ. (ΙΛ στη λ. 2): πότιζε τρεις πρωίας μετά αγιάσματος Σταφ., Ιατροσ. 9243· αποτρομούν και ρίκτουσιν αγιάσμα ωσάν παπάδες Απόκοπ. 188. 3) Η (θρησκευτική) τελετή του καθαγιασμού του νερού: και γαρ εις το αγίασμαν τα φραγκοπαπαδούρια| μετά της τρίχας της εμής τους πάντας αγιάζουν Διήγ. παιδ. 386 (πβ. αγιασμός 2). 4) Άγια λείψανα (πβ. Lampe, Lex. στη λ. 2): και εκτίσαν ναόν και εβάλαν τα αγιάσματα (ά. γρ. : τα άγια λείψανα) και θεραπεύουν πάσαν νόσον Μαχ. 3612. 5) Τα άγια δώρα (που πρόσφεραν οι Ιουδαίοι στο Θεό): και να φορτώσουν αυτουνούς κρίμα αμαρτιάς άντε φαν τα αγιάσματά τους, ότι εγώ ο κύριος ο αγιαστής τους Πεντ. Λευιτ. ΧΧΙΙ 16 (πβ. άγιον 2).
       
  • αγιαστής,
    επίθ., Πανάρ. (Λαμψ.) 7419, 765, Πεντ. (Hess.) Έξ. ΧΧΧΙ 13, Λευιτ. ΧΧ 8, ΧΧΙ 8, XXVII 15.
    Από το αγιάζω. Τύπος αγιάστης ήδη σε πάπυρο (Lampe, Lex.).
    α) Αυτός που αγιάζει: και να φυλάξετε τους τύπους μου και να κάμετε αυτουνούς· εγώ ο κύριος ο αγιαστής σας Πεντ. Λευιτ. ΧΧ 8· Και να μη λιτώσει τη σπορά του εις τους λαούς του, ότι εγώ ο κύριος ο αγιαστής του Πεντ. Λευιτ. ΧΧΙ 15· β) επίθ. του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου: αλλ’ εσκήνωσαν εις τον άγιον Ιωάννην τον Αγιαστήν Πανάρ. 7419.
       
  • άγιον
    το, Ασσίζ. (Σάθ.) 4317, 547, 19, 595, 6613, 7822, 1401, 17215, 19210, 19, 29024, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 14, Μαχ. (Dawk.) 56621, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 67, 81, Πεντ. (Hess.) Έξ. XXVI 33, 34, XXVIII 43, XXIX 37, XXX 10, 29, 36, Λευιτ. XVI 3, 16, 17, 23, 27, 33, XXI 22, XXII 6, 12, 14, Δευτ. XXVI 13, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 170, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 163 θ́́.
    Το ουδ. του επιθ. άγιος ως ουσ. Στον πληθ. η λ. ήδη στον Πορφυρογ., Έκθ. (Vogt) Á́ 17517, στα Πάτρια Κων/π. 9410 και σήμ. (ΙΛ λ. άγια).
    1) α) Τόπος προορισμένος για τη λατρεία του Θεού, αγιαστήριο (πβ. L‑S λ. άγιος Ι 1 και Bauer, Wört. λ. άγιος 2aβ):  και να είναι ιπί τον Ααρών και ιπί τα παιδιά του όνταν έρτουν προς τέντα του τάρωμα γη όνταν σιμώσουν προς το θεσιαστήρι να δουλέψουν εις το άγιο Πεντ. Έξ. XXVIII 43 (πβ. αγίασμα(ν) 1)· β) το μπροστινό τμήμα της «σκηνής του μαρτυρίου»: και να χωρίσει η κουρτίνα εσάς ανάμεσα το άγιο και ανάμεσα το άγιο των αγίων Πεντ. Έξ. XXVI 33· γ) άγιο των αγιών, άγιασμα του άγιου, άγια των αγίων = το πίσω τμήμα της «σκηνής του μαρτυρίου»: Πεντ. Έξ. XXVI 33, 34, Λευιτ. XVI 33, Διήγ. Αλ. V 67. εκφρ.: (1) άγιο των αγιών, προκ. για ό,τι ιερώτερο, αγιότερο: εφτά μέρες να συμπαθήσεις ιπί το θεσιαστήρι και να αγιάσεις αυτό και να είναι το θυσιαστήρι άγιο των αγιών Πεντ. Έξ. XXIX 37· (2) τα άγια του Θεού = ο παράδεισος (πβ. ΙΛ λ. άγια 4): Ε, καλέ τουρκοπουλιέρη, διά έναν κουτζούλλην τον φραγκοπάπαδον να ποντίζεται η δουλειά σου! να τον δηγήσω – ν εις τα άγια του Θεού. Ομοίως είπαν και άλλοι δύο: Αύρι να τον σκοτώσομεν τον απόπαπαν Μαχ. 56621. 2) Τα άγια δώρα, οι προσφορές των Ιουδαίων στο Θεό (πβ. Bauer, Wört. λ. άγιος 2aα): και ανήρ ότι να φάει άγιο με λαθασιά και να προσμίξει το πέντατό του απάνου του και να δώσει του ιεριά το άγιο Πεντ. Λευιτ. ΧΧΙΙ 14· και να μη φάει από τα άγια, ότι αν έπλυνεν τη σάρκα του με νερό Πεντ. Λευιτ. ΧΧΙΙ 6 (πβ. αγίασμα(ν) 5). 3) (Πληθ.) τα τίμια δώρα της Θείας Ευχαριστίας [Η σημασ. ήδη στον Πορφυρογ., Έκθ. (Vogt)  Ά́ 17517 και σήμ., ΙΛ λ. άγια 1]: Περί λειτουργίας γινομένης και χυθούν τα άγια Βακτ. αρχιερ. 163 θ́́. 4) Ό,τι πιο εκλεκτό, η πεμπτουσία: ετούτος ήταν το άγιον του διαβόλου και εδασκάλευε τους ποπολάρος καθημερινώς Σουμμ., Ρεμπελ. 170.
       
  • άγιος (ΙΙ),
    επίθ., Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 68α, ΙΙΙ 297, 325s (χφφ gv) (κριτ. υπ.), 381, Ασσίζ. (Σάθ.) 3025, 11323, 1266, 9, 24, 27414, 27914, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 995, Διγ. (Hess.) Esc. 1838, Διγ. (Καλ.) A 1362, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 495, 814, 911, 8752, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1116, 4256, Chron. brève (Schreiner) 198, Πτωχολ. (Schick) P 153, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 961, Απολλών. (Wagn.) 414, Ιμπ. (Κριαρ.) 572, Χρησμ. (Λάμπρ.) 10422, Χρησμ. (Trapp) I 66, Ανακάλ. (Κριαρ.) 3, 28, 70, 76, 99 (αγιάν), 109 (αγιάς), Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 136 (αγιαί), Μαχ. (Dawk.) 9230, 2785, 5183, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1025B, 1030A, 1031B, 1031C, 1052C, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) I 11, II 34, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 241 (αγιάν), Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 16, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 10735, Έκθ. χρον. (Lambr.) 194, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 68, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) AN 80, Πεντ. (Hess.) Έξ. ΙΙΙ 5, ΧΙΙ 16, ΧΙΧ 6, ΧΧVIII 2, Λευιτ. XVI 4, XIX 2, XX 7, XXI 6, XXIII 2, Αρ. V 17, Δευτ. XIV 2, XXVIII 9, Αχέλ. (Pern.) 917, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 10512, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 372, 374, 393, 418, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1666, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β́́ 351, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ́́ 209, 213, 240, 327 (αγιά), 330, 353, Ε΄ 387 (αγιάς), Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. Γ́́ 105, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 245, Σταυριν. (Legr.) 1112, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1054, 2490, 2495, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 176 ρά́, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Χορ. Γ΄ 23, Ε΄ 296, 612, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. Δ́́ 125, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11626.
    Το αρχ. επίθ. άγιος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Προκ. για το Θεό και για ό,τι σχετίζεται με το θείο (πβ. Lampe, Lex. στη λ. Α): να προσκυνεί, να επαινεί, πάντα να σε δοξάζει| το άγιόν σου όνομα και να σε ονομάζει Ιστ. Βλαχ. 2490· αυτή η μήτηρ του Χριστού, λέγω η Παναγία (παραλ. 3 στ.), των ουρανίων στρατειών, πάντων αγιοτέρα Διακρούσ. 11626· η αγία του Θεού εκκλησία ένι κρατημένη … να χωρίσει τον αυτόν γάμον Ασσίζ. 1269. 2) Προκ. για πρόσωπα ή ανθρώπινες ομάδες· ευσεβής, ενάρετος (πβ. Bauer, Wört. 1ba και ΙΛ στη λ. 2α): Εξελέξαντο ουν τον φιλόσοφον κύρι Γεώργιον τον Σχολάριον, … άνδρα αγιότατον και ευλαβέστατον Έκθ. χρον. 194· και να αγιαστείτε και να είστε άγιοι, ότι εγώ ο Κύριος ο Θεός σας Πεντ. Λευιτ. ΧΧ 7· ότι λαός άγιος εσύ του Κύριου του Θεού σου Πεντ. Δευτ. XIV 2. 3) α) Προκ. για πράγματα που σχετίζονται με το Θεό, τους αγίους ή τη λατρεία τους (πβ. Lampe, Lex. στη λ. Β και ΙΛ στη λ. 1): και τον ναόν τον άγιον του να τον διατηρούσι Κορων., Μπούας 68· Περί πουλήσεως λειψάνων αγίων Βακτ. αρχιερ. 176 ρά́· και βαπτισθείς εν ύδατι αγίῳ κολυμβήθρας Διγ. A 1362· ομόσαν έμπροσθεν του ρηγός απάνω εις τα άγια του Θεού ευαγγέλια Μαχ. 5183· και ποίσε μέ καλόν κι άγιον ψιχάδιν| το πνεύμα προς εσέν να βρει την στράταν Κυπρ. ερωτ. 10735· Ω η καημέν’ η μάννα μου, άγια τα κοκκαλά της Κατζ. Β́́ 351· β) προκ. για ανθρώπινους θεσμούς· σεβαστός: καλά ηγνωρίζετε πάντες οι άνθρωποι ότι κατά την αγίαν ασσίζαν των Ιεροσολύμων Ασσίζ. 12624· Τούτον εστίν περί των αγίων θεσπισμάτων Ασσίζ. 27914· πειδή κι οι νόμ’ οι άγιοι έτσι τούτο προστάσσουν Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Έ́ 296. 4) Προκ. για αξιωματούχους της Εκκλησίας και της πολιτείας: να το εγκαλέσομεν τον άγιον βασιλέα Προδρ. ΙΙΙ 381· να γράψω εις τον βασιλέαν, στον άγιον μου αφέντην Χρον. Μορ. P 8752· και έρχουνταν εις τον ρήγαν από τον αγιότατον πάπαν Μαχ. 2785· να υπάγει εις τον αγιότατόν μας πατέρα τον απόστολον| ίνα του δοθεί άδεια να ιερατεύει Ασσίζ. 36425.
       
  • αγιοσύνη
    η, Ιων. (Hess.) 21552, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 5161, 57126, Gesprächb. (Vasm.) 6919, 1162739, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 606, Μαχ. (Dawk.) 823, 9417, 32423, Πεντ. (Hess.) Λευιτ. ΧΧ 3, ΧΧΙΙ 2, 32, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 373, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1850, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 58.
    Το μτγν. ουσ. αγιωσύνη. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αγιωσύνη).
    α) Η ιδιότητα του αγίου (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S λ. αγιωσύνη Ι): και να λιτώσετε το όνομα της αγιοσύνης μου και να αγιαστεί μεσωθιό παιδιά του Ισραέλ Πεντ. Λευιτ. ΧΧΙΙ 32· Έχουν ζωήν αγγελικήν, έχουν ταπεινοσύνην,| έχουν και καθαρότητα, πολλήν αγιοσύνην Ιστ. Βλαχ. 1850 (πβ. αγιότης α)· β) προκ. για εκκλησιαστικούς ο «άγιος» (πβ. L‑S λ. αγιωσύνη ΙΙ. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αγιωσύνη): Και εξέτασεν (ο) αγιότατος πάπας τους μαντατοφόρους … και οι μαντατοφόροι ούτως είπαν: Αφέντη, να ξεύρει η αγιοσύνη σου … Μαχ. 9417 (πβ. αγιότης β).
       
  • αγκάθι
    το· ακάνθιν, Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 124, 179, 198, 211, 216, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 44123· ακάθι, Πεντ. (Hess.) Έξ. ΧΧΙΙ 5 [πβ. Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 190 κριτ. υπ. Βλ. και Du Cange λ. ακάθθιναγκάθι, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 128, Divān (Burg.-Mantran) 88510, Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 190, Θησ. (Βεν.) Γ́́ [94], Έ́ [995], ΙΆ́ [445], Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 449, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 423, 8, Πικατ. (Κριαρ.) 526, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΙΙΙ 18, Αρ. ΧΧΧΙΙΙ 55, Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. Β́́ 76, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 178, 219, 758, 1195, Έ́ 1520, Ζήν. (Σάθ.) Γ́́ 217, Διγ. (Lambr.) O 2398· αγκάνθι, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 291r.
    Από το αρχ. ουσ. ακάνθιον. Για τον τ. ακάθι βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 491. Ο τ. αγκάθι κατά Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 139 σημ. 1 και 502 από παρετυμ. προς τα αγκύλη, αγκίστρι. Ο τ. αγκάνθι με συμφ. των ουσ. αγκάθι και ακάνθιν.
    1) Αγκάθι (όπως και σήμ.): άμμ’ ότις τόπον και καιρόν γυρεύγει,| δίχως τ’ αγκάθια τους αθθούς εγκλέγει Κυπρ. ερωτ. 428. 2) Αγκαθωτό φυτό: Και αγκάθι και τριβόλι να φυτρώσει εσέν και να φας το χορτάρι του χωραφιού Πεντ. Γέν. ΙΙΙ 18.
       
  • αγνάντια,
    επίρρ., εναντία, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 987, 1063, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. Γ́́ 109· ενάντια, Ασσίζ. (Σάθ.) 32725, Αχέλ. (Pern.) 753, 762, 771, 1211· αγνάδια, Χρον. Τόκκων 2535· αγνάντια, Θρ. Κων/π. (Παπαδ.-Κερ.) H 102, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 102, Πεντ. (Hess.) Δευτ. XXVIII 66, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 13419, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 374· ανάντια, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) III 26, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 323, Πορτολ. A 135, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 8415, 36, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 143, Β́ 183, Γ́́ 557· ανάδια, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 176, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 392, 1108, 1693, 1707, Β́́ 208, 311, 546, 758, 1051, 1538, Δ́́ 1797, Θυσ. (Μέγ.)2 913, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 43719, 48511.
    Το αρχ. επίρρ. εναντία. Ο τ. αγνάντια από τη συνεκφ. τα εναντία> ταϊνάντια> ταjνάντια> τ’ αγνάντια (Ανδρ., Λεξ.). Για τον τ. ανάδια βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 96 και Χατζιδ., Αθ. 25, 1913, 294. Κατά Kretschmer, Lesb. Dial. 174 από το *εκνάντια. Ο τ. ανάντια σε έγγρ. του 1610 (Μαυρομάτης, Θησαυρ. 17, 1980, 288) και σήμ., καθώς και οι τ. αγνάντια και ανάδια (ΙΛ λ. αγνάντια). Τ. αγνάντις σε έγγρ. του 1666 (Έγγρ. μον. Φιλοσ. 118)· σήμ. τ. αγνάντι ιδιωμ.
    1) α) Απέναντι, αντίκρυ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 1): να περπατούν τα κάτεργα στου Γαλατά τους κάμπους,| αγνάντια εις το Σκούταρι, στον Άγιον Κωνσταντίνον; Θρ. Κων/π. B 102· Ανάδια μου να σε θωρώ έβγαλε το μαχαίρι| και σίμωσέ μου το κοντά, να σε φιλώ στο χέρι Θυσ.2 913, ώσπερ το φως το τρομικόν των καθαρών υδάτων,| όταν σελήνη ή ήλιος βρεθεί ενάντιά των Αχέλ. 771· (με αιτιατ.): πήγαν και ετέντωσαν αγνάδια την Άρταν Χρον. Τόκκων 2535· β) απευθείας, καταπρόσωπο: αυτοί που τους πονούν τα μάτια| τον ήλιον δεν θέλωσιν να τον ιδούν αγνάντια Στ. αμαθ. (Μιχ.) 16. 2) Εναντίον, με εχθρική διάθεση: και τότε ή από φθόνον τους ή δεν τον εξανοίξαν| οι Τούρκοι μίαν κοπανιάν ενάντιά του ρίξαν Αχέλ. 753· θωρώντας πως και ο καιρός του πάγει εναντία Παλαμήδ., Βοηβ. 1063· λοιπόν θωρώντας ο μπασάς κι οι άρχοντες οι άλλοι (παραλ. 1 στ.) μικρόν καστέλι σαν αυτό να στέκει ενάντιά τους Αχέλ. 762· Γιατί η Ήρα η θεά και η Πάλλα να συντράμου| κτάσσουνται εναντία σας ογιά να γδικιωθούσι Φορτουν. Ιντ. Γ́́ 109.
       
  • αγορά
    η, Προδρ. (Hess.-Pern.) III 404 c (χφ g) (κριτ. υπ.), Ασσίζ. (Σάθ.) 18229, 25018, 2847, Πτωχολ. (Schick) P 128, Πτωχολ. (Ζώρ.) N 185, Rechenb. 84, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VI 6, Πεντ. (Hess.) Γέν. XVII 23, XLIV 2, Λευιτ. ΧΧΙΙ 11, XXV 16, XXVII 22, Πιστ. βοσκ. (Joann.) III 9, 18, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 180 λ́́ Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14319.
    Το αρχ. ουσ. αγορά. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) α) Το να αγοράζει κανείς (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. ΙΙΙ 2b και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): αν μεν υπάγει σ’ αγοράν ιατρικών σπερμάτων Προδρ. ΙΙΙ 404c (χφ g) (κριτ. υπ.)· Περί πούλησεις και αγοράδες και ποία πούληση χρη έσται στερεωμένη Ασσίζ. 25018 (πβ. αγόρασμα 1)· β) τιμή αγοράς (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1 δ): πόσα φλουριά ή άσπρα είχεν αγορά το πανί εκείνο Rechenb. 84. 2) α) Το αγορασμένο πράγμα (βλ. και Σούδα και Κουκ., ΒΒΠ Β1 248. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Ιβ): Και επήρεν ο Αβραάμ τον Ισμαέλ τον υιό του και όλα τα γεννήματα του σπιτιού του και όλη την αγορά του ασημιού του Πεντ. Γέν. XVII 23· β) εμπόρευμα (πβ. Preisigke-Kiessling στη λ. 3): και το βαρκάκι γύρισε στον τόπο του ν’ αράξει,| έξω να βγάλει τσ’ αγορές οπού ’θελε φορτώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 14319.
       
  • αγοράζω
    Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 257, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 293, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 235, Γ́́ 350, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ́́ 414· αγοράζω ή γοράζω, Ασσίζ. (Σάθ.) 3814, 1118, 1925 (έκδ. έχει εγόρα), Πτωχολ. (Schick) P 156, Μαχ. (Dawk.) 204, 63011, Πεντ. (Hess.) Γέν. IV 1.
    Το αρχ. αγοράζω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Αγοράζω κάτι (μεταφ.): Μη λιμπιθείς πλουσότητα να σ’ αγοράσ’ η κόρη,| αμή τα έργα τα καλά και το κορμί της θώρει Δεφ., Λόγ. 293. 2) Αποκτώ: και εγγαστρώθην και εγέννησεν τον Κάιν και είπεν· εγόρασα ανήρ με τον Κύριο Πεντ. Γέν. IV 1. Η μτχ. αγορασμένος = (προκ. για δούλο) που αποκτήθηκε με αγορά, αγοραστός: Κατζ. Γ́́́́ 350 (πβ. αγοραστός).
       
  • αγορασία
    η, Ασσίζ. (Σάθ.) 4414· αγορασιά, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΧΙΙΙ 18, XXXIV 23, Λευιτ. XXV 51.
    Το αρχ. ουσ. αγορασία. Η λ. και στο Germ. 145.
    Απόκτημα από αγορά: και εζύγιασεν ο Αβραάμ του Εφρών το ασήμι … και εκυριώθην το χωράφι … του Αβρράμ για αγορασιά εις τα μάτια παιδιά του Χεθ Πεντ. Γέν. ΧΧΙΙΙ 18.
       
  • αγόρασμα
    το, Πεντ. (Hess.) Γέν. XXXVI 6, XLIX 32, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 133 λθ́́.
    Το αρχ. ουσ. αγόρασμα. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Το να αγοράζει κανείς (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Περί αγοράσματος οργάνων, ότι δεν δύνεται να τα αγοράσει ο επίτροπος αυτών Βακτ. αρχιερ. 133 λθ́́ (πβ. αγορά 1α). 2) Περιουσία (που αποκτάται με αγορά): Και επήρεν ο Εσαύ … το ζωντόβολό του και όλο το χτήνο του και όλο το αγόρασμά του Πεντ. Γέν. XXXVI 6.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης