Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- ραγίζω,
- Διγ. A 2678, Επιθαλ. Ανδρ. Β′ 552, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 43, 201, 423, Απολλών. (Κεχ.) 627, Λίβ. διασκευή α 77, 706, Λίβ. Esc. 41, 44, 635, 3131, Αχιλλ. (Smith) N 1277, Θρ. Κων/π. (Mich.) 53, Θρ. Κων/π. H 3, Θρ. Κων/π. B 3, Θρ. Κων/π. διάλ. 6, Ch. pop. 772, Απόκοπ.2 243, 413, Σκλάβ. 23, Κορων., Μπούας 109, Αχέλ. 684, Σταυριν. 1139, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 94, 1667, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 783, Ιερόθ. Αββ. 332, Διήγ. ωραιότ. 264, Διγ. O 1824, Διακρούσ. (Κακλ.) 651· ραΐζω, Διγ. A 4399, Πανώρ.2 Β́ 170, Έ 181, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 1318, Στάθ. (Martini) Γ́ 130, Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 545.
Από τον παθητ. αόρ. του ρήγνυμι και την κατάλ. ‑ίζω (βλ. και Ανδρ., Λεξ., Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 55). Ο τ. με αποβολή του ‑γ‑ στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ. Η λ. και σήμ.
Ά Αμτβ. (ενεργ. και μέσ.) 1) α) (Προκ. για αντικείμενο) σχίζεται η επιφάνειά μου χωρίς να γίνομαι κομμάτια, αποκτώ ή παθαίνω ρωγμή: τα σελοσκαλοχάλινα θωρούσιν έναν ένα| και πασπατεύγουν τ’ άρματα αν είναι ραγισμένα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2284· β) (προκ. για κτίσμα) παθαίνω ρωγμή: ’Κκλησία γερή δεν έμεινεν, οπού να μην ραγίσει (ενν. από το σεισμό) Σκλάβ. 37· τ’ απελατίκιν έσυρεν ...| και τίναξεν το χέριν του και κτύπησεν το κάστρον| και από πάνω κάτω ράγισεν το δυνατόν το κάστρον Αχιλλ. L 884· γ) (προκ. για πλοίο) υφίσταμαι ρήγμα: τότε το ξύλον έπεσεν στ’ αριστερόν το πλάγι| κι εποίκεν κτύπον φοβερόν και, ως έδειξεν, εράγην Απόκοπ.2 358· δ) (τριτοπρόσ., με υποκ. τη λ. ουρανός) αστράφτει: Βροντή εγένετο φρικτή, ο ουρανός εράγη Κρασοπ. (Eideneier) AO 107· ε) (προκ. για τη γη) παθαίνω βαθεία ρωγμή όπως σε ισχυρό σεισμό, ανοίγω στα δύο: Ω γη πώς δεν ραΐζεσαι κι εμένα να ρουφήσεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1267]· ας πέσουν ’πού τον ουρανόν κάρβουνα και φωτία| κι η γης εκ τον πάτον ας ραγεί, να σκίσει διαμία Παλαμήδ., Ψαλμ. 427. 2) α) (Προκ. για οστό του σώματος) παθαίνω κάταγμα, σπάω: και το κοντάρι αν ήσπασεν, η χέρα δεν εράγη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1898· (σε κατάρα): Ανοίξῃ η κοιλία σου και τα πλευρά σου ραΐσουσι Σπανός (Eideneier) D 309· β) (μεταφ.) εξασθενώ σωματικά λόγω γηρατειών: πιστεύω δε πως εις ολίγον καιρόν να με έχεις και εμένα εκεί να με γηροκομήσεις, οπόταν τούτο το οστράκινον σκεύος του σώματός μου θέλει ραγίσει Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 127. 3) α) Σπάω σε κομμάτια, διαλύομαι: και ο βούτσος να εβρόνταγε, να ραγισθεί εις δύο Κρασοπ. (Eideneier) S 99· γιατί ’πεσα κι εράγη το σπαθί μου Βοσκοπ.2 323· (εδώ σε παρομοίωση): σαν το γυαλί ραγίζουνται (ενν. οι μεγαλότητες και τα πλούτη), σαν τον καπνό διαβαίνου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 607· (σε παροιμ. φρ.): Ουκ οίδα εγώ διότι εμίανα το αγγελικόν σχήμα και εραγίστην το σκεύος και έγινα χειρότερος από τον διάβολον παρήκουος ...; Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 178v· φρ. (1) ραγίζει/ραγίζεται η καρδιά (μου, σου, του ...) = (α) από έντονη λύπη και στενοχώρια: Δακρύζουν τα ομμάτια του (ενν. του ξένου), ραγίζεται η καρδία του,| την μάννα κράζει πάντοτε: «Πού ’σαι γλυκεία μαννίτσα ...» Περί ξεν. (Μαυρομ.) 519· Ώφου, ωχ, οϊμένα, τι γροικώ; Ψυχή, πώς δε χωρίζεις| απού το δόλιο μου κορμί; Καρδιά, πώς δε ραγίζεις; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 422· (β) από δυνατή ερωτική συγκίνηση: Στρέφομαι και θωρώ τη μες στα μάτια| κι εράγην η καρδιά μου τρία κομμάτια,| γιατί Έρωτες είχαν κι εδοξεύγα| και να με σαϊτέψουν εγυρεύγα Βοσκοπ.2 18· (γ) από φόβο: Ο δε Πάρις ως ουν είδεν τον Μενέλαον ομπρός του| εν τοις έμπροσθεν φανέντα, η καρδία του εραγίσθη Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Γ́ [49]· (2) ραγίζουν οι πέτρες = (α) προκ. να εκφραστεί βαθιά λύπη: έκλαυσεν, εθρηνήθηκεν αυτός και η Χρυσάντζα·| και αφ’ την θλίψιν την πολλήν κι οι πέτρες εραγίσαν Βέλθ. 1279· Ν’ αρχίσω ο κακότυχος να γράψω τά παθάνω (παραλ. 2 στ.), οι πέτρες να ραγίσουσιν, ο ήλιος να μαυρίσει,| δένδρη να εξεριζωθούν και ποταμοί να φρύξουν Περί ξεν. (Μαυρομ.) 283· (β) για τη δήλ. συνταρακτικού γεγονότος: εκεί πάλιν οι ασεβείς ήθελαν Τον εμπαίξειν:| «Αν κατεβείς ’πό τον σταυρόν, θέλομεν Σε πιστεύσειν».| Αι πέτρες τότε ράισαν και τα μνημεία ανοίξαν| και αυτοί οι ασεβέστατοι τότες σ’ αυτό εφρίξαν Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 8699· (3) τα σπλάχνα μου ραγίζουν = αισθάνομαι πολύ έντονο ψυχικό πόνο, «γίνομαι κομμάτια»: τα σπλάχνα μου εράγισαν, το φως μου εσκοτίσθη| και την καρδίαν μου δεινή επέρασεν ρομφαία Θρ. Θεοτ. 63· β) (μεταφ.) λυπάμαι βαθιά, νιώθω μεγάλη στενοχώρια: Και τις εκείνο το πικρόν χωρίς οδύνης είπῃ,| τις ου κενώσει ποταμούς δακρύων προ του λόγου,| τις ου ραγῄ την αίσθησιν και συντακῄ καρδίαν; Καλλίμ. 447· Όποιος σε τέτοιαν συμφοράν, λύπην σ’ εσέ δεν έχει| νιούτσικη κακορίζικη, και πόνον ν’ αγροικήσει| σ’ τόσον μεγάλο σου κακόν, και να μηδέν ραγίσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [588]. Β́ Μτβ. 1) Προκαλώ ρωγμή, σχίζω· (εδώ) σκάβω: Και παρευθύς ο βασιλεύς εκέλευσε ραγίσαι| την άμμον, ίνα τύχωσιν ύδωρ γλυκύν εκείσε Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 363. 2) (Μεταφ.) κλονίζω, κάμπτω: τα δάκρυά της εράγιζαν σκληρού ανθρώπου γνώμην Διγ. A 2674. 3) (Με αντικ. την λ. καρδιά) λυπώ βαθιά, προκαλώ μεγάλη στενοχώρια: Ράγισε τώρα την καρδιά, κλαύσε την αμαρτία Αλφ. (Μπουμπ.) II 33· αρχινίσανε τες φωνές συντροφιασμένες με το κλάψιμο εις τρόπον οπού την καρδίαν των ανθρώπων εράιζαν την ώραν εκείνην και εισέ λύπησιν μεγάλην τον έφερναν Σουμμ., Ρεμπελ. 180. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που έχει ρωγμές: παρακκλησίδιον μικρόν όλον ζωγραφισμένον,| νυν δ’ εκ της παλαιότητος πρόκειται ραϊσμένον Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1134.ράφανον,- το· Ιερακοσ. 4274, 7, Ορνεοσ. αγρ. 54019, 56526, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 23, 98· ράπανον, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1706, Ονειροκρ. Ιβ. 44· ρέπανον· ρέφανον, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 4311.
Tο μτγν. ουσ. ράφανον‑ρέφανον (TLG). Τ. ράπανο στο Βλαστού, Συνών.2 (λ. ραφανίδα). Ο τ. ράπανον πιθ. μτγν. (TLG) και στο Meursius. Ο τ. ρέπανον στο Steph., Θησ. (λ. ραφανίς)· βλ. και LBG. Η λ. ρέφανον και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.).
Το φυτό ράφανος ο εδώδιμος (raphanus sativus)· ρεπάνι, ραπάνι: κι εφόρτωνέ με λάχανα, σέλινα και αντίδια| σπανάκια και μαρούλια, ράπανα και κρεμμύδια Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 330· Λαβών μαύρον ρέπανον έψησον οπτόν και έκβαλε τον ζωμόν και το ρέπανον ας τρώγει ο ασθενών Ιατροσόφ. (Oikonomu) 9720, 21. — Βλ. και ραπάνι(ν).ριπίδι(ον)- το, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 595.
Το μτγν. ουσ. ριπίδιον (TLG). Η λ. στον τ. ριπίδι και σήμ.
1) Βεντάλια (για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Δ́ 394): Εμέναν (ενν. το παώνιν) έχουν βασιλείς απέσω εις τα παλάτια,| τα αυγά μου πάλιν τρώγουν τα οι ευγενίδες όλες (παραλ. 1 στ.) και τα πτερά μου πολεμούν πάλιν χρυσά ριπίδια Πουλολ. (Τσαβαρή)2 162. 2) (Εκκλ.) λειτουργικό λάβαρο, το εξαπτέρυγον (βλ. ά. σημασ. 2, καθώς και Sophocl., λ. ριπίδιον): τα ριπίδια άπερ βαστούν οι διάκονοι οπόταν ο ιερεύς κάνει την μεγάλην και αγίαν Είσοδον δηλούν τα χερουβείμ και τα εξαπτέρυγα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 399v.ροδάνθος- το.
Από τα ουσ. ρόδον και άνθος. Λ. ροδάνθον σε δημ. άσμ. (Παπαδ. Θ., Δημ. κυπρ. άσμ. 264).
Το άνθος της τριανταφυλλιάς, τριαντάφυλλο (Καδάς [Προσκ. Σινά σ. 258])· (εδώ συνεκδ.) η τριανταφυλλιά: ένα παράδεισον τερπνόν, μέγιστον περιβόλι (παραλ. 1 στ.). Κέκτηται δένδρα έγκαρπα, ωραία και ποικίλα,| ελαίας, συκαμύγδαλα, ροδάνθη μετά φύλλα Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1376.ροδέα,- η, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 418, Προσκυν. Κουτλ. 156 (Σινά) 14225‑26, Προσκυν. Ιβ. 535.22 (Σινά) 8819‑20, Διγ. Άνδρ. 39815, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1689· ρογδία, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 148, 153, 216· ροδιά· ροϊδέα, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1279 (έκδ. ροιδέα· διορθώσ.)· ροϊδία, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 491, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1275, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 6, 58, 68.
Από το μτγν. ουσ. ροΐδιον και την κατάλ. ‑έα (Κόντος, Αθ. 3, 1891, 571) με αποβολή του ημιφώνου ‑ι‑. Ο τ. ρογδία (από τ. ρόγδι, βλ. ά. ρόδι) στο Du Cange (λ. ρόδια) και τ. ρογδιά σήμ. ιδιωμ. (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.). Τ. ροδία στο LBG και σήμ. στο τσακων. ιδίωμα (Κωστ., Λεξ. τσακων.). Ο τ. ροδιά στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ροϊδέα σε έγγρ. του 11. αι. (Νυσταζ.-Πελεκ., Βυζ. έγγρ. Πάτμου Β′ 5468, 56107β) και στο Meursius· βλ. και LBG. Ο τ. ροϊδία στο Somav. Τ. ροϊδιά σήμ. (Κριαρ., Λεξ., Μπαμπιν., Λεξ., λ. ροδιά). Η λ. το 12. αι. (TLG), σε έγγρ. του 13. αι. (Act. Xér. 9B45) και σήμ. ιδιωμ. (Βαγιακ., Πρακτ. Β′ Συμπ. Γλωσσολ. Bορειοελλ. Χώρου 15).
Το οπωροφόρο δέντρο ροδιά ή ροϊδιά: συκέας, απιδέας τε, ροδέας και μηλέας Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1689· περιβόλιον ... πολλά ωραιότατον με κλήματα και συκές και μυγδαλές και ροδιές περισσές Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 170· Λέγουσι τινές ότι το κλαδί της ρογδίας είναι άθηρον, ήγουν φεύγουσιν απ’ αυτό τα οφίδια, διά τούτο το βάνουσιν εις τα στρώματα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 153· Ροϊδία και μηλέα εφιλονικούσαν διά ευμορφίαν Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 441.σαλαβατίζω,- Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4657, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1271, Διακρούσ. (Κακλ.) 44, 114, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1508, 18518, 2116, 2576, 26419, 29214, 56314, 5758, 9, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1267· σαλαβαντίζω.
Από το τουρκ. salâvat (Χατζ., Λεξ., στη λ.). Ο τ. και σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ 135 (σαλαβαdίζω), Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ.). Τ. σαλαβατίτζω σήμ. ιδιωμ. (Μιχαλαριά-Βογιατζή, Λεξ. Σύμης). Η λ. στο Du Cange (σαλαβατίζειν) και σήμ. ιδιωμ. (Χατζ., Λεξ., Παπαθαν., Γλωσσ. ρουμελ., Σύρκου, Μεγαρ. ιδίωμ.), καθώς και λογοτ. στο ΑΛΝΕ.
1) (Για μουσουλμάνο) προσεύχομαι μεγαλόφωνα, τελώ την προσευχή σύμφωνα με τον καθορισμένο τελετουργικό τρόπο: τῃ μεγάλῃ Κυριακῄ του Πάσχα, το μεσονύκτιον, ηγέρθησαν οι τερβίσηδες και υπήγαν εις την Αγίαν Σοφίαν να σαλαβατίσουν κατά το αυτών έθος Byz. Kleinchron. Ά 26085· ναούς και μοναστήρια είπε (ενν. ο πασάς) να τα χαλάσουν,| να βγάλουν τα ’κονίσματα, μετζίτια να φτιάσουν,| διά να βάλει χότζηδες για να σαλαβατίζουν| και τας εικόνας τας σεπτάς οι άνομοι να βρίζουν Διακρούσ. (Κακλ.) 755· (σπάν. προκ. για εβραίο): Με την πολλή γλυκότητα τον Κύριο εδοξάζα (ενν. οι αρχιερείς)| και όλοι το κύριελέησο, όσον μπορού, εκράζα.| Κι απήτις εδοξάσασι κι απή εσαλαβαντίσα (παραλ. 2 στ.) του Ιωσήφ τη Δέσποινα λέσι να παραλάβει| και να την έχει συντροφιά δοξάζοντας τον Κύριο,| απού την ήδωκε σ’ αυτόν με φοβερό μυστήριο Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1856. 2) (Συνεκδ.) α) αλλαξοπιστώ, εξισλαμίζομαι: κι όλο της Κρήτης το νησί από τον Τούρκο ’πάρθη,| οπού πολλοί χριστιανοί γιαμιά σαλαβατίσα| και τους σταυρούς ερίχτανε, την πίστιν αθετήσα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2447· Ν’ αρχίσω φόνους άμετρους και τσακισμούς ’ς τσ’ αρμάδες (παραλ. 1 στ.), για σκλάβους οπού πιάνασι κι έχου τσι και δουλεύγου,| και λευτεριά τ’ Αγαρηνού να λάβουσι γυρεύγου·| και παν και τους χαδεύουσι για να σαλαβατίσου,| και πέμπου τσι τσαλμάδες τως να τους περιτομήσου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3176· β) (μτβ.) εξισλαμίζω κάπ.: Άνδρες, γυναίκες και παιδιά κι όσοι με (ενν. τη χώρα) καρτερείτε,| ογιά να μη με πάρουσι, συχνιά παρακαλείτε·| όλη ας με ρίξουν εις τη γη κι όλη ας με καταλύσου,| μονάχας οι Αγαρηνοί μη με σαλαβατίσου,| μηδέ μου βγάλουν το σταυρό και βάλουν το φεγγάρι,| το Μαουμέτη μηδέ δω απάνω στο λιοντάρι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 49816. — Βλ. και σαλαβατώ.σαλατικό(ν)- το, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1383, 1501, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5151, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1583.
Το ουδ. του επιθ. *σαλατικός (<ουσ. σαλάτα και την κατάλ. –ικός) ως ουσ. Ο πληθ. στο Somav. Η λ. σαλατικό και σήμ.
(Συν. στον πληθ.) λαχανικό που χρησιμοποιείται για σαλάτα: προς τα εν δεξιᾴ μέρη του μετοχίου| κήπος οράται φυτευτός έγγιστα του τοιχίου·| σαλατικά και λάχανα έστι πεφυτευμένος Παϊσ., Ιστ. Σινά 1587.σανιδόστεγος,- επίθ.
Από τα ουσ. σανίδι(ον) και στέγη. Η λ. σε έγγρ. του 12. αι. (Act. Doch. 476, 80)· βλ. και LBG.
Που έχει ξύλινη στέγη· ξυλόστεγος: Ο νάρθηξ σανιδόστεγος, περιζωγραφισμένος,| λευκοειδής γαρ πέφυκεν, ασβεστοκεχρισμένος Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1099.σανιδωτός,- επίθ.
Το μτγν. επίθ. σανιδωτός. Η λ. και σήμ. (Κριαρ., Λεξ., Μπαμπιν., Λεξ.)
Που είναι στρωμένος με σανίδες, σανιδένιος: Το στέγος δε της εκκλησίας Βάτου της παναγίας| πέφυκεν ον σανιδωτόν ... Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 822.σαπώνιν- το, Προδρ. (Eideneier)2 Β́ 37, Ιερακοσ. 42623, 47219, Ορνεοσ. αγρ. 55516· σαπούνι, Γιατροσ. Ιβ. 92, 112· σαπούνιν, Προδρ. (Eideneier)2 Β́ 37 χφ Η κριτ. υπ., Βουστρ. (Κεχ.) 10411, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 6119, 6210· σαπώνι, Δεφ., Σωσ. 101.
Το μτγν. ουσ. σαπώνιν (TLG). Ο τ. σαπούνι στο Βλάχ., σε έγγρ. του 18. αι. (Σκουβαρά, Ολυμπιώτ. 434) και σήμ.· βλ. και LBG, λ. σαπώνιον. Ο τ. σαπούνιν (από το ουσ. σαπώνιν με τροπή του ‑ω‑ σε ‑ου‑, βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 289 και Μωυσιάδης, Ετυμ. 100-101) στο Du Cange (λ. σάπων) και σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου)· βλ. και LBG, λ. σαπώνιον. Ο τ. σαπώνι και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.). Η λ. στο Du Cange (λ. σάπων) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.)· βλ. και LBG, λ. σαπώνιον.
Σαπούνι: Ζητώ σαπούνιν να λουθώ, και λέγουν με: «το ζέμαν» Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 154· Η Τρίπολις ποιεί έλαιο πολύ και γίνεται πολύ σαπούνι και φορτώνουσι τα πλοία και φέρνουσι εις την Κωνσταντίνου πόλιν και εις Σαλονίκη και εν άλλοις τόποις Μηλ., Οδοιπ. 635· Δίδουσι (ενν. οι καλογέροι) και απόκρυφα σαπούνιν ίνα πλύνουν,| οι δε λαμβάνοντες αυτοί ευθέως αποκλίνουν Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1313· (σε μεταφ.): τα τιμημένα δεν ψηφάς, μα θες τα ντροπιασμένα (παραλ. 4 στ.) και θες ν’ αφήσεις εντροπήν εις τα ρηγάτα μέσα (παραλ. 1 στ.) Παιδάκι μου, όποιες στην τιμήν έτοιο ασκημάδι βάνου,| σαπούνια δεν τα πλύνουσι μηδέ νερά τα βγάνου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1198· (για φαρμακευτική χρ.): Περί εσοχάδας και εξοχάδας. Κρίθον και κέρατον κάψας και σαπούνιν και αριστολόχιν μίξας χρίε Ιατροσόφ. (Oikonomu) 906· Περί ελαίας μαύρης. Κέντησέ την να αιματώσει και βάλε εις χαρτί σαπούνι και ασβέστη άβρεχον και βάλε όσον να την σκεπάσει Γιατροσ. Ιβ. 98· Περί ψώρης ... Σαπώνιν, αφρόνιτρον τα ίσα μίξας όξει δριμυτάτῳ άλειφε τον ιέρακα, προθερμάνας αυτόν εν βαλανείῳ ή εν ηλίῳ Ιερακοσ. 47116· (εδώ ως εμπρηστική ύλη): ερίκτασιν (ενν. οι Αμαζόνες) φωτιές συχνά προς τα καράβια,| στ’ αρματωμένα κάτεργα, πολλά εκάψαν απαύτα (παραλ. 4 στ.) και μετά τούτο ερίκτασιν πίσσα με το σαπούνι| κι ασβέστη προς τους Έλληνας, σμικτά με το ρετσίνι Θησ. (Foll.) I 53.σαφηνίζω,- Προδρ. (Eideneier)2 Ά́ 41, Γ́ 239, Δ́ 37, Καλλίμ. 829, Διγ. Z 979, Ερμον. Πρόλ. 35, Α 343, Βίος Αλ. 3299, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1419, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1415, Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 74, 363, Προσκυν. Ιβ. 535 1101, Μαρκάδ. 678, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πρόλ. 11.
Το αρχ. σαφηνίζω. Η λ. και σήμ.
Κάνω κ. σαφές, εξηγώ, ξεκαθαρίζω: Φλώρ. 1785.σεμνός,- επίθ., Κομν., Διδασκ. Δ 176, Καλλίμ. 2069, Βίος Αλ. 1622, Σωσ. 1, Θησ. Θ́ [272], Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. πριν στ. 1, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 6397.
Το αρχ. επίθ. σεμνός. Η λ. και σήμ.
1) α) (Ως επιθετ. προσδ. θεοτήτων) σεβάσμιος, ιερός (η σημασ. ήδη αρχ.): Τσ’ Όργητες, τες σεμνές θεές Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 41· β) (προκ. για την κοιλιά της Παναγίας που κυοφόρησε το Χριστό) ιερός, αγιασμένος: εις το σπίτι της σεμνοτάτης σου κοιλίας, ωσάν εις ένα φωτεινόν παλάτι, εδέχθηκες (ενν. Παναγία) αυτόν τον Θεόν Ροδινός (Βαλ.) 97. 2) α) Σοβαρός, ευπρεπής, μετρημένος: Έχε δε πάντα σου σεμνά, πάντα πεπαιδευμένα,| οι δ’ αγαπώντες τα καλά πάντες να σε αγαπώσι Σπαν. (Λάμπρ.) Va 522· τρόπος καλός κι ενάρετος και καθαρότης βίου,| ήθος σεμνόν και ταπεινόν και μετριοφροσύνη,| ούτε ο πλούτος αληθώς, ου δόξα επαινείται Σπαν. A 146· Τι το λοιπόν εγένετο; Συνάγονται οι πάντες,| προσέρχουνται τῳ βασιλεί και λέγουν προς εκείνον| μετά σεμνού του σχήματος και γλυκυτέρων λόγων ... Καλλίμ. 1028· β) που εμπνέει το σεβασμό, αξιοσέβαστος: κινούμενοι εξ ιδίας προαιρέσεως, ομολογούμεν και μαρτυρούμεν τον άνωθεν πνευματικόν και εφημέριον ... άξιον, σεμνόν, ήσυχον και τίμιον κατά πάντα Βλαστού, Επιστ. 17714. 3) Ασκητικός, ισχνός (για τη σημασ. βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 135): εβγαίνει γραία ταλαίπωρος, μαύρη ως Σαρακήνα,| σεμνή και ολοσκέπαστος, και κάθηται εις το βράχος Λίβ. διασκευή α 2900 κριτ. υπ. 4) (Προκ. για πράγμα) μεγαλοπρεπής: Διγ. (Trapp) Gr. 3183. 5) Μικρός στο μέγεθος (για τη σημασ. βλ. και Lampe, Lex., στη λ. σημασ. 7): Ει βούλει γουν την δεξιάν θύραν ενδιαβήναι,| εις παρακκλήσιον σεμνόν μέλλεις καταταγήναι,| όπερ κατονομάζουσι των Αγίων Πατέρων Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 698. Το αρσ. του επιθ. στον πληθ. ως ουσ. = οι ευγενείς, οι άρχοντες: Οι σεμνοί τῳ γένει ατίμως περιῄσαν, οι πλούσιοι ανόσιοι Ψευδο-Σφρ. 43216. Ο συγκρ. του ουδ. του επιθ. ως ουσ. = σεμνότητα: πορνείαν και άλλες αμαρτιές, που δεν τες ονομάζω,| αλλά για το σεμνότερον θέλω να τις σωπάζω Πένθ. θαν.2 358.σερασέρι(ν)- το, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 330· σερασέρι, Κουκουζ., Διήγ. οπτ. γυν. 102, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 339, 1218· σηρασέρι, Παϊσ., Ιστ. Σινά 613.
Από το τουρκ. seraser (περσ. προέλ., Redhouse). Η λ. (‑ιν) στο Du Cange.
Μεταξωτό χρυσοποίκιλτο ύφασμα: Έστι και έτερον χρυσούν, ωραίον σερασέρι,| όπερ κρεμούν τας εορτάς κι έχει έν μεσαστέρι Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 613· (εδώ σε θέση επιθ.): Έπειτα τον εφόρησαν (ενν. τον καπιτάν πασία) καφτάνι σερασέρι,| στο κάτεργον εσέβηκεν να πάγει στο σεφέρι Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 7417.σιαγών- η, Ερμον. Σ 279, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 182v, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 1312, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1308.
Το αρχ. ουσ. σιαγών. Τ. σιαγόνα τον 9. αι. (TLG), στο Du Cange και σήμ.
α) Το σαγόνι, η γνάθος: Διγ. Z 3872· β) (σε μεταφ.): προσέτι δε και βούτυρον και έλαιον παρέχουν,| όξος, ρούπιν και ζάχαριν, δι’ ά άπαντες τρέχουν·| ακόμη και κασσίτερον, μαχαίρια και βελόνας| αίς τισι εμπυρίζουσιν αυτών τας σιαγόνας Παϊσ., Ιστ. Σινά 1312.σιδερένιος,- επίθ., Χρον. Τόκκων 3674, Πεντ. Αρ. XXXV 16, Δευτ. III 11, XXVIII 48, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 136, Σοφιαν., Γραμμ. 46, Πιστ. βοσκ. I 1, 107, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2, Αποκάλ. Ιω. β́ 27, Διαθ. 17. αι. 790, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 1219· σιδερέινος, Διήγ. Αλ. V 54, 60, 68, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1907· σιδερένος, Μαχ. 19218, 55422, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1408], Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1341· σιδηρένιος, Ιστ. πατρ. 11421· σιδηρένος, Προσκυν. Κουτλ. 390 1301.
Από το ουσ. σίδερο(ν) και την κατάλ. ‑ένιος (Ανδρ., Λεξ.)· για τους τ. σιδερέινος και σιδερένος βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 118, Pern., Ét. linguist. II 136. Ο τ. σιδερέινος σε έγγρ. του 16. αι. (Βλαχάκη, Κρητολ. 12/13, 1981, 184)· πβ. τ. σιδιρέ#14νους σήμ. ιδιωμ. (Ντίνας, Iδίωμ. Κοζάν. Β́). Ο τ. σιδερένος στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. B́ 781, Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., λ. σί(δ)ερο, Παπαδ. Α., Λεξ. λ. σιδερέν#15ς, κ.α.). Ο τ. σιδηρένιος σε κείμ. του 18. αι. (Τραπεζούντιος, Νομοκ. 418)· πβ. και τ. σιδηρένιους σήμ. ιδιωμ. (Δημητρίου, Λεξ. Σάμ., Τζιαμούρτας, Γλωσσ. Καραγκούνηδων, Χαντζιάρας, Θεσσαλ. γλωσσάρ. κ.α.). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
1) Που έχει κατασκευαστεί από σίδηρο: επήρεν (ενν. ο ρήγας) την πόρταν την σιδερένην του καστελλίου και εβάλεν την εις το νησσίν του Κουρίκου Μαχ. 1924· έβγαλεν (ενν. ο αμιράλλης) β́ βέργες σιδερένες από το παραθύρι και εκρεμμάσθην με σκοινίν και ευρέθην έξω του πύργου Μαχ. 27024· Φορούσιν (ενν. Άριστος και ο Ρωτόκριτος) άρματα διπλά, σκουτάρια σιδερένια| και το σημάδι της μαλιάς εστέκαν και ανιμένα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1643· Εσφάλισαν (ενν. άρχοντες απάνθρωποι) τα ποδάρια του (ενν. του αγίου γέροντος) εις δύο σιδερένιους κούσπους, ωσάν να ήτον φονέας Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 794‑5· (συνεκδ.) οπλισμένος με σιδερένια πανοπλία· εδώ προκ. για τη σιδερένια καλύπτρα του κεφαλιού του αλόγου: Κεντούν (ενν. ο Κρητικός και ο Χαρίδημος), ξυπνούσι τ’ άλογα και τα κορμιά μουλώνου,| στο σιδερένιο κούτελο κι οι δυο ντως αξαμώνου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1874· (σε παρομoίωση) που είναι δυνατός, γερός σαν κ. σιδερένιο: Ζηλεύγουν την αγάπην μας κυρά μου, οι γείτονές σου,| διατί κρατείται δυνατή ως πύργος σιδερένος Ερωτοπ. 52· εμένα λέγεις πλια καιρού πως είμαι παρά σένα,| απού κρατού τ’ αδόντια μου σα να ’σα σιδερένα Πανώρ.2 Γ́ 302. 2) (Μεταφ.) α) ανθεκτικός, σκληρός, ασυγκίνητος: Ποτέ ’δειξεν στον κόσμο τόσον κάλλος,| όσον έδωκεν στην κυρά μου η φύση| ουδέ ’ς κανέναν πάθος ...| ως γιον εμένα ... (παραλ. 2 στ.) Τίνας οτόσα κάλλη είδεν πλασμένος;| κι απού ’χει πια μου πάθη εν σιδερένος Κυπρ. ερωτ. 718· (συχν. με ουσ. όπως καρδιά, μάτια, λογισμός, στήθος): Μάτια δεν ήτονε στεγνά κι όλοι αναστενάζου,| να στέκου και το θάνατο ομπρός τως να κοιτάζου. (παραλ. 4 στ.) Ποια σιδερένια είν’ καρδιά τότες να μη θελήσει| να χύνει δάκρυα ποταμό,| τον κόσμο να λυπήσει; Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 48213· Ποιος να ’χει πέτρινη καρδιά και σιδερένια μάτια| να τηνε βλέπει (ενν. τη Δέσποινα) κι η καρδιά να μη γενεί κομμάτια Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3968· Δυο μάτια θλίβεις λυγερή ... (παραλ. 1 στ.) κι εσύ έχεις πέτρινην καρδιάν και νουν εξαγριωμένον,| και σιδερένιον λογισμόν και χείλη σφαλισμένα Ερωτοπ. 207· Μία κόρη τόσ’ ευγενική ... (παραλ. 7 στ.) ... μόνον εις εσένανε να ’ναι μελετημένη (παραλ. 1 στ.) κι εσύ, κοπέλι πελελόν ανάξιο τέτοιας χάρης,| περιφανής δεν την ψηφάς, δεν θέλεις να την πάρεις!| Πώς θέλεις να μηδέν ειπώ το πως καρδιά αγριωμένου| θηρίου βαστάς με σκέπασιν ’νος στήθους σιδερένιου; Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [86]· β) δυνατός· εδώ προκ. για την ένταση της φωνής: έχουν τόσες παρρησιές (ενν. οι πρέντζιποι), π’ αν είχα εκατό γλώσσες| και να ’χα εκατό στόματα και σιδερένιες τόσες| φωνές να ειπούν τες χάρες τους, τα χείλη δεν μπορούσι| παρά που ν’ αποφρίξουνε και να μη δυναστούσι Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 66.σιδέριος,- επίθ., Παϊσ., Ιστ. Σινά 1343· σιδερ(ε)ίος, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 240, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1350, 1516, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1346, 1367, 1512· σιδεριός, Φαλιέρ., Ιστ.2 453 κριτ. υπ.· σιδήριος, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΓ́ [152].
Από το ουσ. σίδερο(ν) και την κατάλ. ‑ιος. Ο τ. σιδήριος το 12.-13 αι. (LBG).
Σιδερένιος, κατασκευασμένος από σίδηρο: αφού απέθανεν (ενν. ο Ιωσήφ) τον έβαλαν εις ένα κιβούρι σιδερίο Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 152V· ένθα ορώνται σήμανδρα ξύλινα και σιδέρια (παραλ. 1 στ.) τρία υπάρχουν ξύλινα και τρία σιδερεία Παϊσ., Ιστ. Σινά 1345. — Βλ. και σιδήρεος.σιδηροσκέπαστος,- επίθ., Παϊσ., Ιστ. Σινά 354· σιδηροσκεπαστός.
Από το ά συνθ. σιδηρο‑ και το επίθ. σκεπαστός. Τ. σιδεροσκέπαστος στο ΑΛΝΕ.
Επικαλυμμένος με σίδηρο· εδώ προκ. για πόρτα: Ερχόμενος ... γύροθεν εμβλέπεις μίαν πόρταν·| της μάνδρας αύτη πέφυκεν ...| Εκ ξύλων έστι σκευαστή και σιδηρά καρφία| έχει ...| Όταν δε την αυτήν εισδύς, οράς αριστερά σου| πύλη σιδηροσκεπαστή ...| Και αύθις ταύτης έξωθεν τυχάνει άλλη μία| εν δεξιοίς κοντόστενος, της αύτης παρομοία·| μετά σιδήρου και αυτή· κατέχειν και αι δύο| τῳ τείχει του μοναστηριού Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 162354.σιταρχίζω,- Παϊσ., Ιστ. Σινά 2230, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 2224, Χρον. Μορ. Ρ 73, 1235· σωταρχίζω, Χρον. Μορ. Η 73, 1178, 1214, 1235, 1421, 1543, 1605, 1677, 2050, 2087, 3530, 4609, 6497, 6512, Χρον. Μορ. Ρ 1178, 1214, 1421, 1543, 1605, 1677, 2050, 2087, 3530, 4609, 5617, 5624, 5637, 6497, 6711.
Από το σιταρχώ και την κατάλ. –ίζω. Για τον τ. βλ. Hesseling, BZ 14, 1905, 293, Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 492 σημ. 1 και Lex. Chron. Mor. Τ. σταρ#20ίζω σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.). Η λ. σε κείμ. του 11. αι. (Κεκ., Στρατ. 2629)· βλ. και LBG (λ. σιταρχίζομαι).
α) Eφοδιάζω με όπλα, προμήθειες ή/και στρατεύματα: Εν τούτῳ ορίζει ο πρίγκιπας το Νίκλι να σωταρχίσουν| από όλα γαρ τα πράγματα όπου είχεν χρεία το κάστρον Χρον. Μορ. Η 6711· Τό ακούσει το ο πρίγκιπας και πληροφορεθεί το,| την χώραν εσωτάρχισεν της Λακοδαιμονίας| από λαόν και πράγματα να έχουν διά ζωήν τους Χρον. Μορ. Η 5637· Αφών την Πάτρα επήρασιν, τες φύλαξες εβάλαν,| το κάστρον εσωτάρχισαν, είθ’ ούτως και την χώραν| από λαόν και άρματα, ως πρέπει και αρμόζει Χρον. Μορ. Ρ 1421· β) (εδώ) αποθηκεύω: Απεναντίας δε αυτού (ενν. του Νείλου) πέλουν αι πυραμίδες| (εύγε σοι του παρείναι σε και ταύτας αν κατείδες)·|ούτω γαρ επικέκληνται ελληνιστί τα όρη| ως σίτον σιταρχίζων πριν Φαραώ, ού ηυπόρει Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 2230σίτος- ο, Προδρ. (Eideneier)2 Β́ 26, 26-14 χφ Η κριτ. υπ., Ασσίζ. 29312, Ωροσκ. 412, Metrol.2 14313, Απολλών. (Κεχ.) 77, 122, 126, 128, 472, Δούκ. 7911-12, 856, 3212, 5, Χούμνου, Κοσμογ. 1821, Hagia Sophia α 4646, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 542, Παϊσ., Ιστ. Σινά 2230, 2247, Μορεζ., Κλίνη 481r, Ψευδο-Σφρ. 28217, 3928, 54017-18, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 139, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 995 ρπή 9, Φυσιολ. (Kaim.) 38a14, 38b14, 39a19, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 2224, 2241, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 131.
Το αρχ. ουσ. σίτος. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ, Μπαμπιν., Λεξ.)· βλ. και ΑΛΝΕ.
1) α) Μονοετές φυτό, το κυριότερο από τα δημητριακά· σιτάρι: εγένετο ... διά τας πολλάς αμαρτίας ημών αφορία του σίτου παντελής κατά τε Δύσιν και Ανατολήν από της πολλής ανομβρίας Notizb. 151· του δε σίτου, ούσαι χαμναί αι αθέραι, λαμβάνουσι (ενν. οι μύρμηγκες) τους κόκκους αυτού ευκόλως Φυσιολ. (Zur.) XX 3b7· β) ο σπόρος, ο καρπός του παραπάνω φυτού: τα προς χρείαν εισί σπάνια, οίον σίτος, κριθαί, όσπρια, κρέη και άλλο τι τρόφιμον Δούκ. 2492· Εάν τις ιδεί ότι έσπειρε σίτον εις την γην και εφύτρωσεν, έχει μέριμνα παρά τον βίον του Ονειροκρ. Ιβ. 60· (σε παρομοίωση): Ως ένι εκ τα γεννήματα κρειττότερος ο σίτος,| ούτως ήτον καλλιότερη ολών των κορασίων (ενν. η Ελένη) Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 2066· ανοίξας τους θησαυρούς εξήντλει τα παρά των Ρωμαίων κερδηθέντα κειμήλια χρυσά, αργύρεα, λίθους τιμίους, μαργαρίτας δίκην κόκκων σίτου μετρουμένους εν χοίνικι Δούκ. 10317· (εδώ σε μεταφ.): κἂν σίτος είη καθαρός, κἂν αίρα σιτοφθόρος,| καρποφορά προσάγεται πάντως αποδεκτέα| τῳ και δεσπότῃ και πατρί πάντων και κηδεμόνι (ενν. τῳ Θεῴ),| και προσφορά παντέλειος και καθαρά θυσία Γλυκά, Αναγ. 196, 203. 2) α) Tροφή παρασκευασμένη από σιτάρι, άρτος: (εδώ στον πληθ.): Η δε γη είχεν φυτρωμένα αγριοέλινα, και διά την ευμορφίαν της πρασινάδας ουδέν έθηκαν τάβλας ... αμή επάνω εις τα βότανα έθηκαν το ψωμί ... και αφότου έφαγαν τόδε ήτον εμπροσθέν των, είδεν εις από την μέσην των τα σέλινα και επήρεν και έφαγεν ... Τότε είπον τινές· Ημείς με τους σίτους μας εφάγαμεν και τας τάβλας Hist. imp. (Iadevaia) I 2132· β) (γενικ.) κάθε είδους τροφή, φαγητό: Εάν ανορεκτεί κύων …δος αυτῴ φαγείν από παντός σίτου Κυνοσ. 59222. Φρ. καθαρίζω την ήρα από τον σίτον = ξεκαθαρίζω, απομονώνω τα αρνητικά στοιχεία από τα θετικά, τα κακά από τα καλά (πβ. φρ. ξεχωρίζω την ήρα από το σιτάρι σήμ.): Έξωσον (ενν. Χριστέ μου) από την Ιερουσαλήμ και από τους Αγίους Τόπους| γένος το μιαρότατον και τους κακούς ανθρώπους.| Καθάρισον, Φιλάνθρωπε, την ήρα από τον σίτον| και όλοι να ’ναι ευσεβείς ως πρότερον που ήτον Ιωακ. Κυπρ., Πάλη (Kaplanis) 9997.σκευάζω,- Καλλίμ. 2269, 2288, Βέλθ. 657, Βίος Αλ. (Aerts) 1471, 5273, Λίβ. Esc. 2986, 3054, Αχιλλ. (Smith) N 802, Λίβ. Va 2776, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Η΄ [379], ΚΔ΄ [521], Παϊσ., Ιστ. Σινά 44, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 44.
Το αρχ. σκευάζω. Η λ. και σήμ. λόγ. (Μπαμπιν., Λεξ.).
I. Ενεργ. 1) Παρασκευάζω, ετοιμάζω: Ο σινισκάλκος ο δεινός, ο ψεύστης και διώκτης (παραλ. 1 στ.) εσκεύασεν το φάρμακον διά κακοβουλίας Φλώρ. 584· Επορεύθη (ενν. ο Θεόληπτος) δε και εν τῃ Βλαχίᾳ ... εις το σκευάσαι μέγα μύρον Έκθ. χρον. 6731· (μεταφ.): Λοιπόν οκάτι σήμερον η τύχη μου σκευάζει| και πάλιν άλλο βούλεται πικρόν να με ποτίσει Καλλίμ. 1795. 2) α) Κατασκευάζω, φτιάχνω: θέλω του σκευάσει (ενν. του υιού σου)| όπλα δυνατά και ωραία,| τα οποία αυτοί οι άνδρες| πολύ θέλουν τα θαυμάσει Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΘ΄ [454]· επάνω δε του κτίσματος του λαμπροτάτου εκείνου| αντί πυργοβολήματα ήσαν συντεθειμένα| λέων, δρακόντων κεφαλαί από χρυσών ποικίλων.| Τεχνίτης το εσκεύασεν από πολλής σοφίας Βέλθ. 249· έσω του κήπου περπατεί και εσύλλεγεν τα σύκα (παραλ. 1 στ.), μετέπειτα εις ήλιον τάχα εξήπλωνέ τα·| και αρμαθούς εσκεύαζεν με πλάκας και ’λητάρια Ημερολ. 139· (προκ. για χαρακτηριστικά του προσώπου): έσω δε τούτου (ενν. του προσώπου) χάριτας εσκεύασεν η φύσις,| … αψόγους, αναλόγους| όσον προς την στρογγύλωσιν έπρεπε του προσώπου Λίβ. διασκευή α 2544· (προκ. για μαγικό κατασκεύασμα): Στράταν επερπατήσαμεν ημέραν έως το βράδυ,| να ’χομεν προς αλλήλω μας και μέριμνας και λόγους,| της γραίας το ευόδωμα, τον πόρον της θαλάσσης| και το άλογον τό εσκεύασεν εκ μηχανής η γραία Λίβ. Va 2836· β) (προκ. για κείμενο, λόγο) συντάσσω: εγνωρίστην … διά ποίους ο Μέγας Βασίλειος τον λόγον εσκεύασεν και έπτιασεν Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 615. 3) Στολίζω, διακοσμώ: πόδας διττάς δε τας αυτού κνήμας βαβυλωνίους| ... δοκίμῳ τε χρυσίῳ| λίθοις μαργάροις τας αυτάς εντέχνως σκευασθείσας Βίος Αλ. (Aerts) 3424. 4) Επινοώ, μηχανεύομαι: μήπως από του φόβου της εσκεύασεν η γραία| δόλον εκ τέχνης μαγικής προς το να μας ποντίσει Λίβ. διασκευή α 3114· μη τις υμών κακότροπος εξείπῃ τῳ Δαρείῳ| ήν εσκευάσατε βουλήν κακώς αυτόν προδούναι Βίος Αλ. (Aerts) 1802. II. (Μέσ.) προετοιμάζομαι· εξοπλίζομαι: « … θέλει είσται η βασιλεία του (ενν. του παιδίου) εις εκείνην την λατρείαν οπού διώκεις εσύ τώρα, τουτέστι των χριστιανών, και … δεν θέλω ψευσθεί εις ετούτα οπού εσκευάσθηκα και είπα». Ετούτα είπεν ο αστρολόγος ... Ιστ. Βαρλαάμ 453· Τρώες δ’ εκ του άλλου μέρους| έβαλον τα καλά όπλα| κι εσκευάσθησαν στην μάχην Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΒ’ [21].Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Διγ. A 2678, Επιθαλ. Ανδρ. Β′ 552, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 43, 201, 423, Απολλών. (Κεχ.) 627, Λίβ. διασκευή α 77, 706, Λίβ. Esc. 41, 44, 635, 3131, Αχιλλ. (Smith) N 1277, Θρ. Κων/π. (Mich.) 53, Θρ. Κων/π. H 3, Θρ. Κων/π. B 3, Θρ. Κων/π. διάλ. 6, Ch. pop. 772, Απόκοπ.2 243, 413, Σκλάβ. 23, Κορων., Μπούας 109, Αχέλ. 684, Σταυριν. 1139, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 94, 1667, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 783, Ιερόθ. Αββ. 332, Διήγ. ωραιότ. 264, Διγ. O 1824, Διακρούσ. (Κακλ.) 651· ραΐζω, Διγ. A 4399, Πανώρ.2 Β́ 170, Έ 181, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 1318, Στάθ. (Martini) Γ́ 130, Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 545.