Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 20 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.)

  • επάνω (I),
    επίρρ., Μυστ. 52, Ασσίζ. 11131, 17312, 19311, 21320, 3218, 34420, Ελλην. νόμ. 55524, Διγ. Z 2836, 3036, Βέλθ. 417, Ακ. Σπαν. (Eideneier) Α΄ 451, Χρον. Μορ. P 3318, Βίος Αλ. 3649, Βίος οσ. Αθαν. 238, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 826, Χειλά, Χρον. 346, Δούκ. 23712, Σφρ., Χρον. μ. 1231, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 269, Ιστ. πολιτ. 147, 577, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1321, Διγ. Άνδρ. 33613, 38912, 3935, Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 243, Βακτ. αρχιερ. 180, κ.π.α.· απά, Ασσίζ. 3144 (βλ. απάτουναπάνου, Διγ. (Trapp) Esc. 172, 1127, 1284, Ακ. Σπαν. (Eideneier) Α 158, 411, Διήγ. Βελ. 202, Αχιλλ. O 233, 285, 411, Τζαμπλάκ. 42, Χρον. Τόκκων 1604, Παρασπ., Βάρν. C 268, Θησ. (Foll.) I 48, 57, 77, 86, Θησ. Πρόλ. [46], Διήγ. Αλ. V 73, Αλεξ. 28, 1821, 2160, 2467, 2614, 2675, Σαχλ., Αφήγ. 448, Πεντ. Έξ. II 14, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [54, 449], Γ΄ [447], κ.π.α.· απάνω, Σταφ., Ιατροσ. 10287, Παράφρ. Μανασσ. Β΄ 307, Ασσίζ. 2819, Ιατροσ. 2075, Διγ. (Trapp) Esc. 1089, Χρον. Μορ. H 2360, Απολλών. 71, Λίβ. N 3087, Ιμπ. (Legr.) 122, Μαχ. 226, 66034, Βουστρ. 473, Απόκοπ. 32, Κορων., Μπούας 55, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 144, Αιτωλ., Μύθ. 664, Ιστ. πατρ. 10713, Κατζ. Α΄ 163, Ε΄ 300, Σταυριν. 165, Ιστ. Βλαχ. 1698, Διγ. Άνδρ. 3874, Ερωτόκρ. Α΄ 579, Ε΄ 1026, Θυσ.2 595, Διήγ. πανωφ. 59, Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 464, Λεηλ. Παροικ. 495, Τζάνε, Κρ. πόλ. 24530, κ.π.α.· απάνωνα· επάνου, Αχιλλ. N 476 (βλ. R. Lavagnini, RSBN 6-7, 1969-70, 177), Αχιλλ. O 296, Παρασπ., Βάρν. C 168, Έκθ. χρον. 5120, Πεντ. Γέν. XLIII 16, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 224· επάνως, Ασσίζ. 32525· πάνου, Εκατόλ. M 72, Συναδ., Χρον. 45, 58, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [11], Τζάνε, Κρ. πόλ. 28519, 54113· πάνω, Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 645, Τζάνε, Κρ. πόλ. 3787.
    — Βλ. και κατεπάνω.
    I. (Ως επίρρ.) Α´ Τοπ. 1) επάνω (Βλ. και ΙΛ., λ. απάνω Α 1α και Δημητράκ. στις λ. απάνω και επάνω 1): η κόρη από τον φόβον της εσκώθηκεν απάνω Διγ. Z 222· Τα χέρια τους δεν δύνουνται απάνω να σηκώσουν Απόκοπ. Επίλ. I 505· η γιαλόν απάνωνα (ενν. πάρτε) οπού είναι προς το τράφο Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 35316· (ως προτροπή για να σηκωθεί κανείς) (βλ. και ΙΛ, λ. απάνω ΓΖ φρ.): Λέγει τον: «Απάνου ογλήγορα και κάμε την κουρούνα» Δαρκές, Προσκυν. 82· έκφρ. (1) στ’ απάνω κι εις τα κάτω = πέρα δώθε, παντού (Η χρ. και σήμ. στον τ. πάνω-κάτω): «Το νικητή, τον κερδαιτή, στ’ απάνω κι εις τα κάτω| δεμένο κωλοσύρνω το στ’ αμάξι μ’ αποκάτω» Ερωτόκρ. Β΄ 515· ο Σταυρωμένος ο μεγάλος … και όλος απάνω-κάτω είν’ χρυσωμένος Λεηλ. Παροικ. 496· (2) απάνω-κάτω = (α) σε σύγχυση, σε αναστάτωση (Η χρ. και σήμ.): Ο λογισμός με τυραννά κι έχει με απάνου-κάτω Στάθ. (Martini) Α΄ 219· (β) περίπου (Η χρ. και σήμ. Δημητράκ., λ. επάνω 8): επέκεινα των εξακοσίων χρόνων, απάνω ή κάτω, ως εικάζω, Χειλά, Χρον. 347· φρ. βάνω επάνω-κάτω = καταβάλλω, καταστρέφω (βλ. και ά. βάνω 30α): Ελάτε γληγορότερα μ’ όλο σας το φουσσάτο,| να πάμε να τους βάλουμε όλους απάνω-κάτω.| Κι αν αντιτείνει και τινάς, …| σε φούρκα υψηλότατην να ʼρίσω να φουρκίσουν Διακρούσ. 7722· τον νουν του και την γνώσην του να βάλω απάνω-κάτω,| να τονε θάψω ζωντανό Ζήν. Πρόλ. 190. 2) Πιο πάνω, προηγουμένως: περνώντας βλέπει απομακράς της Ραχιήλ τον τάφον,| οπού ʼτον η μητέρα του, ωσάν απάνω γράφω Χούμνου, Κοσμογ. 1606. Β´ (Χρον.) έκφρ. επάνω όντεν, όταν, που = την ώρα που, την ίδια στιγμή που (Η χρ. του απάνω που και σήμ., ΙΛ, λ. απάνω Α 4 και Δημητράκ., λ. επάνω 7): απάνω που κινούσαμεν, μια φωνή γροικούμεν Διήγ. ωραιότ. 348· απάνω όντεν εκίνησα να πώ του ριζικού μου| να συβουλέψει …,| τότε μου λέγει Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 245. να δώσει εις ώρα της ευλόγησης ό,τι βρεθού απάνω στην ώρα Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 8218. II. (Ως επίθ.) ο απάνω κόσμος = επίγεια ζωή (Η χρ. και σήμ., ΙΛ, λ. απάνω Α 1α φρ. και Δημητράκ., λ. απάνω 14): Δόξα να έχει ο Θεός, οπού πριχού αποθάνω| με το παιδί μου σμίγομε στον κόσμο τον απάνω Κατζ. Ε΄ 242. III. (Ως πρόθ.) Α´ Τοπ. 1) α) Επάνω σε, επάνω από κάπ. ή κ. (Η σημασ. και σήμ., βλ. και ΙΛ, λ. απάνω Γ 1α και Δημητράκ. στη λ. 3 και λ. απάνω 3): κέντησαν αυτόν επάνω του οιδήματος Ιερακοσ. 49329· έκατσεν απάνω της θαυμαστής μούλας γυναικεία Μαχ. 4449· εποίησεν γέφυραν τερπνήν απάνω στον Ευφράτην Διγ. (Trapp) Esc. 1648· έκφρ.: (1) επάνω εις εκατόν = εκατό τοις εκατό: επάνω εις εκατόν να έλεγες ολοσίδηρος ένι Λίβ. P 735· (2) απάνω της θαλάσσου = διά θαλάσσης, μέσῳ θαλάσσης: εάν είς άνθρωπος να δώσει ετέρου ανθρώπου πέρπυρα κε΄ ή ρ΄ να τον ηπάρει απάνω της θαλάσσου ως γιον να ʼπούμεν να τον ηπάρει εις την Κύπρον Ασσίζ. 4628· (3) (προκ. για όρκο) απάνω εις τα άστρα, τα ευαγγέλια, τον όρκον (μου), την ψυχή (μου), κλπ. (γενικότερα για τους τ. των όρκων βλ. Κουκ., ΒΒΠ Γ΄ 346 κε.): κάνω σου όρκο εις τ’ άστρα απάνω Ζήν. Γ΄ 215· ομόσαν έμπροσθεν του ρηγός απάνω εις τα άγια τον Θεού ευαγγέλια Μαχ. 5183 (Για τη σημασ. πβ. φρ. (ομόνω) επάνω εις τα άγια Ασσίζ. 19022εσύ κακέ Κατζάραπε, θέλω, στην ψη μου απάνω| να κάμω να φουρκίσου σε Κατζ. Ε΄ 277· β) (μεταφ.) επικεφαλής (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. απάνω Γ 1β και Δημητράκ. στη λ. 2): Καίσαραν τον εποίησεν απάνω εις το φουσσάτον Διήγ. Βελ. 415· εγώ ʼμαι απάνω εις όλους σας, εγώ ʼμαι εδά κερά σας Σαχλ., Αφήγ. 830· φρ. είναι κάπ. ή κ. απάνω εις την κεφαλήν μου, στο κεφάλι μου = εκτιμώ, υπολήπτομαι κάπ. ή κ. (βλ. και Δημητράκ., λ. απάνω 1 φρ.): ούλοι είπαν: ορισμός της απάνω εις την κεφαλήν μας Βουστρ. 521· απάνω εις το κεφάλι μου …εσύ ʼσαι Ch. pop. 351. 2) (Προκ. για προσθήκη ή εξαίρεση) α) επιπλέον· (Η σημασ. και σήμ.): απάνω ʼς τσι καημούς κι απάνω εις πρίκες πρίκα Θυσ.2 203 · έβαλε περισσότερα απάνω εις το χαράτσι Ιστ. πατρ. 15620· β) περισσότερο από (Η σημασ. και σήμ.): έμεινεν ο ναός τότε χρόνους πολλούς έρημος επάνω των είκοσι Χειλά, Χρον. 350· γ) (ως β΄ όρος σύγκρισης): πλήν απάνω εις όλα τα χαρίσματα λαμπρότερον είναι το χάρισμα της σοφί(ας) Πηγά Μ., Περί σοφ. 6836· δ) εκτός: επάνω της προικός έτερα χαρίσματα ουκ ολίγα Ακ. Σπαν. (Eideneier) Α 446· έκφρ. απάνω εις όλα = προπαντός: απάνω εις όλα ευγενικήν γύρεψε να την εύρεις Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 161· απάνω σ’ όλα φίλο μας περίσσα ηγαπημένος Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [218], Β´ (Με το μου, σου, κλπ.) 1) α) (σε χρ. αντί για απλή προσωπική αντωνυμία): ο Κύριος ο Θεός των Οβραιών εσυναντιάστην απάνου μας Πεντ. Έξ. III 18· να ιδεί ο Κύριος απάνου σας και να κρίνει Πεντ. Έξ. V 21· και ιδού παλληκάρι κλαίγει και ελυπηθην απάνου του Πεντ. Έξ. II 6· β) (σε χρ. αντί για την αυτοπαθή αντων.)· φρ. κρατώ απάνω μου = (α) συγκρατούμαι, αντέχω: (Εις τούτο συνέρχεται και ανοίγει τα μάτια του και αναστενάζει) Ειντά ’χεις; κράτιε απάνω σου Πανώρ. Γ΄ 546· (β) υπερηφανεύομαι (Βλ. και Δημητράκ., λ. απάνω 9): να κρατείς απάνω σου, κόρη, να καμαρώνεις Ερωτοπ. 101· γ) στα χέρια, στην κατοχή κάπ. (Βλ. και Δημητράκ., λ. απάνω 9): Εάν … κανείς βίος εκλάπη και … ευρέθην απάνω οκάτινος ανθρώπου Ασσίζ. 44330· βαστά απάνω του τα μαγικά Κατά ζουράρη 143· δ) χαριστικό ή αντιχαριστικό δ1) υπέρ κάπ., επ’ ονόματι κάπ.: ει δε έχει παίδας και βουληθεί ποιήσαι διαθήκην επάνω τους παίδας Ελλην. νόμ. 58418· δ2) σε βάρος κάπ.: περί οπού αγωγιάζει άλλου υποζύγιον και σύρνει το και ψοφά, επάνω τίνος να ένι η ζημία Ασσίζ. 32420· αν τον εποίκεν να αγκρισθεί και να επέθανεν, πρέπει να βάλουν επάνω της ότι εσκότωσέν τον Ασσίζ. 13325· φρ. ας είναι επάνω μου αν … = ας τιμωρηθώ, ας υποστώ τις συνέπειες αν: εις τον καστελάνον θέλω πα διά να τον εγκαλέσω| και ας έν’ απάνω μου λοιπόν, αν δεν τον απολέσω Σαχλ., Αφήγ. 213· δ3) εναντίον κάπ. (Η χρ. και σήμ., Δημητράκ., στη λ. 6): απάνω σου επέσασιν αμέτρητα φουσσάτα Θρ. Κων/π. B 15· λουμπάρδες έριξαν πολλές εις αυτουνούς απάνω Ιστ. Βλαχ. 185· μετά πόσης της οργής επάνω μου κατήλθε Διγ. Z 3110· φρ. βάνω χέριν απάνω κάπ. = κακοποιώ κάπ. (Βλ. και Δημητράκ., λ. χέρι 1): εφοβήθην μηδέν βάλουν χέριν απάνω του ότι εθυμώθησαν Μαχ. 4620· δ4) (ως προτροπή για επίθεση) (Η χρ. και σήμ.): «παιδία συντρόφοι επάνω τους· μηδέν τους εντραπούμεν» Χρον. Μορ. H 5381. Γ´ (Αναφορ.) α) πάνω σε κ., σχετικά με κ. (Η χρ. και σήμ., ΙΛ, λ. απάνω Γ 3 και Δημητράκ., λ. απάνω 4): ουδέν ημπορούν να ομοφρονήσουν επάνω της ρηθείσης κρίσεως Ασσίζ. 9424· κατά τό λαλεί ο Αριστοτέλης εις το βιβλίον του απάνω εις την ψυχήν Άνθ. χαρ. 2903· λέσι οι άνωθεν αδελφοί πως χρωστούσι ... υπέρπυρα τρακόσα απάνω σε κάποια διαφορά όπου λέσι και έχουν Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1964· β) έναντι κάπ. πράγμ.: Προσέταξεν … τούτους πανοικί εν τη Πόλει είναι επάνω ποινής κεφαλικής τιμωρίας Δούκ. 39324· άνοιξε το χαρτίν το βουλλωμένον και ό,τι λαλεί ποίσε ότοιμα απάνω εις αφορισμόν Μαχ. 1436· Δ´ (Χρον.) κατά τη διάρκεια, την ώρα που … (Βλ. και ΙΛ Γ 6): ήφεραν και δικάσιμον απάνω εις το τραπέζιν Πουλολ.απάνω εις την αυτήν ταραχήν ενέβησαν μεσόν τους οι μοναχοί των Λατίνων και εκατηγορήσαν τους Μαχ. 23010· έκφρ.: (1) απάνω εις μίαν στιγμήν = αμέσως: πε και εσύ, ω άνθρωπε, ότι δεν γίνομαι Τούρκος διά να τελειωθείς απάνω εις μίαν στιγμήν Συναδ., Χρον. 31· (2) απάνω σε (τόσες) ημέρες = μετά (τόσες) ημέρες (Βλ. και ΙΛ, λ. απάνω Γ 7, καθώς και Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ, περ. β΄, 6, 1955/6, 237): αναμένετέ με και έρχομαι απάνω εις τρεις ημέρας Αχιλλ. L 11.
       
  • επισφαλίζω,
    Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 248.
    Από την πρόθ. επί και το σφαλίζω.
    Περιορίζω, φράζω: Του κήπου δε απέξωθεν τοίχος επισφαλίζει| τον κήπον τον γηροκομειού, ίνα μη ζώον αυλίζῃ Παϊσ., Ιστ. Σινά 1173.
       
  • μεσοθύρι
    το· μισοθύριν, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 231519.
    Από το ουσ. μεσόθυρον και την κατάλ. -ι.
    (Εκκλ.) η μεσαία πύλη του τέμπλου, η «ωραία πύλη»: Ένδον προβάλλει,| πλην στήθι έξωθεν αυτού ένθα το μεσοθύρι,| ανάβα τους δύο βαθμούς, καν έχεις πόθον τήρει Παϊσ., Ιστ. Σινά 519.
       
  • μεσότοιχον
    το, Φαλιέρ., Ιστ.2 415 κριτ. υπ., Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 239· μεσότοιχο.
    Το μτγν. ουσ. μεσότοιχον. Η λ. και στα Ευστ., Opusc. 10042, 11646 και Ψελλού, Κοινολ. 540. Αρσ. μεσότοιχος (ο) μτγν. και σήμ.
    α) Διαχωριστικός τοίχος, μεσοτοιχία: Απέξω γουν των κολονών …| μεσότοιχον έν πέφυκε σ’ εκάτεραν μερίαν Παϊσ., Ιστ. Σινά 468· β) (μεταφ.) φραγμός, εμπόδιο: Μα τούτο το μεσότοιχο, λέγω, το σιδερένο| ευρίσκω να ’ναι ογιά εχθρός και να ’ν’ κατακριμένο Φαλιέρ., Ιστ.2 415 (για τη σημασ. βλ. και van Gemert [Φαλιέρ., Ιστ.2 σ. 157, 159])· το μεσότοιχον της έχθρητας Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 405.
       
  • μπρούντζινος,
    επίθ., Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 321, 421· μπρόντζινος, Τζάνε, Κρ. πόλ. 51513·   μπρούζινος, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 110r· μπρούτζινος, Προσκυν. Κουτλ. 390 12932, 33· προύζινος, Προσκυν. Κουτλ. 156 846 προύντζινος, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 383, Προσκυν. α′ 12428·   προύτζινος, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 233, Προσκυν. Λαύρ. 874 106, Προσκυν. Κουτλ. 390 12933, Προσκυν. α′ 11312.
    Από το ουσ. μπρούντζος και την κατάλ. ‑ινος. Ο τ. μπρόντζινος σε έγγρ. του 1800 (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 92). Ο τ. μπρούζινος σε έγγρ. του 17. αι. (Τσίτσας, Θησαυρ. 17, 1980, 318). Ο τ. μπρούτζινος στο Meursius (λ. μπρούντζον, μπρούτζινον), σε έγγρ. του 16. (Μέρτζιος, Κρ. Χρ. 15-16 Β΄, 1961/2, 273) και του 18. αι. (Αλιπράντης, Αθ. 75, 1974/5, 117, Apostolopoulos, Ελλην. 27, 1974, 113) και σήμ. Ο τ. προύντζινος στο Σκουβαρά, Ολυμπιώτ. 459 και σε έγγρ. του 1800 (Βισβίζ., ό.π.). Ο τ. προύτζινος στο Du Cange (λ. μπρούντζο και προύτζινες) και σε έγγρ. του 18. αι. (Apostolopoulos, ό.π. 103). Η λ. στο Meursius, ό.π. και σήμ.
    Κατασκευασμένος από μπρούντζο: Μπουμπάρδες να ʼχει μπρούντζινες, τουφέκια γεμισμένα Γαδ. διήγ. 483· Έχει και δύο πόρτες γλυπτές προύτζινες, ωραιότατες Προσκυν. Ολυμπ. 177 9214.
       
  • μυρικώδης·
    Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 1984 (από διόρθ. του Παϊσ., Ιστ. Σινά 1984 μυρίκων των φυτών), πιθ. εσφαλμ. αντί μυρίκης των (φυτών) που παρέχουν τα χφφ.
    μυρικωδών (φυτών), — Βλ. και ά. μυρίκη.
       
  • νεραντζέα
    η, Καλλίμ. 1744, 1752· νεραντζά, Προσκυν. Ιβ. 535 667, 810, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 614, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1702 κριτ. υπ., Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 1496· νεραντζία, Προσκυν. Ιβ. 535 219· νεραντζιά, Προσκυν. Ιβ. 845 672, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1702 (έκδ. νερατζιά· διορθώσ. κατά το κριτ. υπ. )· νερατζά, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 1702, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 172· νερατζιά, Ερωτοπ. 348.
    Από το ουσ. νεράντζιον και την κατάλ. ‑έα. Ο τ. νεραντζιά στο Somav. και σήμ. Ο τ. νερατζά και σήμ. στην Κρήτη (Βλ. Φραγκάκι, Ορολογ. φυτ. 151), όπου και ο τ. νερατζιά (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Ϛ΄, λ. νεραgιά). Τ. νερατζέα και σήμ. στη Μάνη (Βλ. Βαγιακ., Πρακτ. Β′ Συμπ. Γλωσσολ. Bορειοελλ. Χώρου 15). Η λ. στο Meursius (λ. νεράντζιον).
    Νεραντζιά: Ω νεραντζιά με τον καρπόν και λεμονιά με τ’ άνθη Ch. pop. 815. — Τ. νερατζία ως τοπων.: Byz. Kleinchron. A΄ 6663.
       
  • νοσερός,
    επίθ., Ιερακοσ. 41018.
    Το αρχ. επίθ. νοσερός.
    1) Άρρωστος, ασθενής: νοσεροί το σώμα Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 239. 2) (Προκ. για είδος κόρυζας): είδη δε εστί κορύζης τέσσαρα: ξηρά, υγρά, κατεχομένη και νοσερά Ιερακοσ. 4102.
       
  • παγχρυσολουλουδάτος,
    επίθ., Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 233.
    Από τo α΄ συνθ. παν‑ και το επίθ. χρυσολουλουδάτος.
    (Προκ. για ιερατικό σάκο) ολοκέντητος με λουλούδια από χρυσή κλωστή: Οι σάκοι πάλιν πέλουσι παγχρυσολουλουδάτοι,| ως Μάιος με τ’ ανθηρά τα πάντερπνα γεμάτοι Παϊσ., Ιστ. Σινά 675.
       
  • μαφρίκα
    η.
    Πιθ. από το αραβ. mefruk.
    (Πιθ.) είδος πρόχειρου φαγητού: Εκεί πολλάκις ευθυμούν και κάμνουσι μαφρίκες| οι καλογήροι οι πτωχοί διά να περνούν αι πρίκες·| ούτω τας ονομάζουσιν οι τοπικοί Αράβοι (παραλ. 1 στ.). Συ δε, ω φίλε, αν ποθείς να τας κατασκευάσεις (παραλ. 1 στ.), δράξον στακτόπιτα ζεστήν και θρύψον εις πινάκι,| επίχεε και έλαιον και ολίγον μελάκι Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 2161.
       
  • περίαυλον
    το, Δούκ. 36518‑19, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 663 κριτ. υπ., Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 1077.
    [Το μτγν. ουσ. περίαυλον. Λ. περίαυλος ο σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Γ́ 270). Η λ. σε έγγρ. του 12. (Act. Lavr. I 5912, 39), 18. (Ζερλέντης, Νησιωτ. Επετ. 1, 1918, 139) και 19. αι. (Γκίνης, ΕΕΒΣ 39/40, 1972/73, 237). Η λ. στον τ. περίαυλο σήμ. ιδιωμ. (Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ., Βογιατζ., Αθ. 37, 1925, 144) και στο ΑΛΝΕ.]
    Περιφραγμένος χώρος γύρω από κτήριο (συν. ναό), περίβολος, αυλή: Ήλθε ... ο Ιησούς εις την Καπερναούμ ... εις σπίτιν και πάραυτα επεριμαζεύθησαν πολλοί, τόσον ότι δεν εχωρούσαν μηδέ τα περίαυλα Πηγά, Χρυσοπ. 49 (2)· συνεισέρχεσθε (ενν. συ και ο ενοικών καλόγερος) ομού κάτωθεν των κλημάτων,| άπερ δη το περίαυλον (ενν. του μετοχίου) σκέπουν εξ υψωμάτων Παϊσ., Ιστ. Σινά 1576.
       
  • ρόδι
    το, Κρασοπ. (Eideneier) V 56, Πεντ. Έξ. XXVIII 33, 34, XXXIX 25, 26, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 133· ρόγδι, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 133, 153, 157· ρόδι(ο)ν, Ιατροσ. κώδ. ͵αρθ́, Επιστ. ιατρ. ποδ. 73, Γιατροσ. Ιβ. 36, 62, 82, Προσκυν. Ιβ. 845 (Σινά) 134, Προσκυν. Κουτλ. 156 (Σινά) 14229· ρόιδι, Προσκυν. Ιβ. 694 (Σινά) 11217, Προσκυν. Λαύρ. M (Σινά) 809-10, Προσκυν. Ιβ. 845 (Σινά) 131· ροΐδιν, Σταφ., Ιατροσ. 122, 4110, 5122, 130· ροΐδι(ο)(ν), Προδρ. (Eideneier)2 Β́ 44, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 1498, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. Παράρτ. 1323, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 70, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 17, 58.
    Από το ουσ. ρόιδι (<μτγν. ουσ. ροΐδιον). Ο τ. ρόγδι στο Βλάχ. (λ. ρόδι) και σήμ. ιδίωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 631· πβ. και Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Ά́ 179). Ο τ. ρόδιν και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ. (ρόδι(ν)). Ο τ. ρόιδι και σήμ. Ο τ. ροΐδι (<από το μτγν. ουσ. ροΐδιον) στο Βλάχ. (λ. ρόδι) και σήμ. ιδίωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. ρόδι)· βλ. και LBG, λ. ροΐδιον. Ο τ. ροΐδιον ήδη μτγν. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    Ο καρπός της ροδιάς, ρόδι: είδα τον, εγόραζεν απίδια και σταφύλια και μήλα και ρόδια Sprachlehre 175· όσα σπυρία έχει μέσα το μικρότερον ρόγδι, τόσα έχει και το τρανύτερον εκείνου του δένδρου και όχι περισσότερον Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 153· (για φαρμακευτική χρ.): Τα ξινά ρόγδια ας τρώγουσιν οι χολερικοί εις το ύστερον της τραπέζης, διατί εσβήνουσι την χολήν θαυμασιότατα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 215· Διά τες αιμορροούσες ... Να κάμεις εγκάθισμα από ζουμί βάτου και φακής και από πίτυρα και άλλα οπού είναι στυπτικά, ωσάν τα σίδια (ήγουν τα σπυρία του ροδίου) ... Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 27· Περί πόνον ποδών ... μύρτα χλωρά και ρόδα ξηρά, σίδια, ρόδια, βαλάνια κηκίδια και μέλιν κουταλίες δύο γαστρός περίπεμπε Ιατροσόφ. (Oikonomu) 854· (συνεκδ. προκ. για διακοσμητικό στοιχείο με σχήμα ροδιού): έκαμαν ιπί ποδιές του τερλικιού ρόδια γεράνιο και οξύ και πιρνοκοκκάτο (έκδ. πιρνοκόκκ‑· διόρθ. Άμ., Γλωσσ. Μελ. 287) λίνο κλωστό Πεντ. Έξ. XXXIX 24· Όλ’ ήτον καθαρόχρυσος, όλη με το γλυπτήρι (ενν. η στέγη)| και όλη σφυροκτύπητη απ’ άριστον τεχνίτη.| Είχε κλαδία περισσά και λόγγους και αμπέλια| σταφύλια και ρόδια, διάφορα πουλία,| είχε με τέχνην άριστην στην μέσην ένα λεόντα Αρσ., Κόπ. διατρ. [1031]. — Βλ. και ρόιδον.
       
  • ρόιδον
    το· ρόιδο(ν), Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 1281.
    Από το ουσ. ρόιδι (βλ. ά. ρόδι). Η λ. και σήμ. στον τ. ρόιδο.
    Ο καρπός της ροδιάς, ρόδι: Εκεί είναι και μία ροϊδέα από τον καιρόν του προφήτου Μωυσέως και όσοι καλόγεροι είναι, τόσα ρόιδα κάμνει Προσκυν. Λαύρ. Θ (Σινά) 728· (εδώ για φαρμακευτική χρ.): Περί εμετού ... αν γίνει υπερκάθαρσις (ήγουν αν ξεράσει πολύ), δος του μονάχα να ροφήσει ξινόν λεϊμόνι ή ρόιδον ή μήλον Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 43. — Βλ. και ρόδι.
       
  • σιαγών
    η, Ερμον. Σ 279, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 182v, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 1312, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1308.
    Το αρχ. ουσ. σιαγών. Τ. σιαγόνα τον 9. αι. (TLG), στο Du Cange και σήμ.
    α) Το σαγόνι, η γνάθος: Διγ. Z 3872· β) (σε μεταφ.): προσέτι δε και βούτυρον και έλαιον παρέχουν,| όξος, ρούπιν και ζάχαριν, δι’ ά άπαντες τρέχουν·| ακόμη και κασσίτερον, μαχαίρια και βελόνας| αίς τισι εμπυρίζουσιν αυτών τας σιαγόνας Παϊσ., Ιστ. Σινά 1312.
       
  • σιδέριος,
    επίθ., Παϊσ., Ιστ. Σινά 1343· σιδερ(ε)ίος, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 240, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1350, 1516, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1346, 1367, 1512· σιδεριός, Φαλιέρ., Ιστ.2 453 κριτ. υπ.· σιδήριος, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΓ́ [152].
    Από το ουσ. σίδερο(ν) και την κατάλ. ‑ιος. Ο τ. σιδήριος το 12.-13 αι. (LBG).
    Σιδερένιος, κατασκευασμένος από σίδηρο: αφού απέθανεν (ενν. ο Ιωσήφ) τον έβαλαν εις ένα κιβούρι σιδερίο Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 152V· ένθα ορώνται σήμανδρα ξύλινα και σιδέρια (παραλ. 1 στ.) τρία υπάρχουν ξύλινα και τρία σιδερεία Παϊσ., Ιστ. Σινά 1345. — Βλ. και σιδήρεος.
       
  • σιτάριον
    το, Ασσίζ. 4512‑13, Σφρ., Χρον. (Maisano) 4616, Προσκυν. Κουτλ. 390 (Σινά) 1476, 16 Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 142, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 16025· σιτάρι, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 667, Byz. Kleinchron. Á́ 18426, 50730, 5807, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1262, Συναξ. γυν. 909, Ριμ. κόρ. Α 11, V 9, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 145v, 148r δις, Δεφ., Λόγ. 216, Πεντ. Γεν. XXVII 28, 37, XXX 14, Έξ. IX 32, Δευτ. VII 13, XII 17, XIV 23, XXVIII 51, XXXII 14, XXXIII 28, Πορτολ. Α 21032, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1075, Παΐσ., Ιστ. Σινά 1303, 1321, Μορεζ., Κλίνη 481r, 481v, Ολόκαλος 123, 316, 363, 2505, Διήγ. εκρ. Θήρ. 11025, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1198 ρμγ́ 2, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 8, 172, Διαθ. 17. αι. 657, 58, 116‑117· σιτάριν, Ασσίζ. 4513‑14 δις, 17, 19, 521, 5, 16125, 2443, 6, 30020, 3011, 4953 δις, 4, 7, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 134, Σαχλ., Αφήγ. 145, 147, Λιβ. Va 939, Μαχ. 52411, 26, Ch. pop. 49, Χούμνου, Κοσμογ. 173, 1790, Προσκυν. Λαύρ. Μ (Σινά) 8410, Προσκυν. Κουτλ. 390 (Σινά) 14713, Ανων., Ιστ. σημ. ρμά, Μορεζ., Κλίνη 480v, 481v, Κανον. διατ. Α 1059· σιτάρι(ο)(ν), Νεκρολ. φ.190r, Σουμμ., Ρεμπελ. 183, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 388, 573· στάρι, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1560, Έπαιν. Γυν. (Vuturo) 433, Byz. Kleinchron. Á 50730 κριτ. υπ., Αχέλ. 171, 1610, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 240, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 10339, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιγ́ 29, 30, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 24824, 2518, 36011, 3611, 3671, 4386, 5707, Διαθ. 17. αι. 157, 5134, 730, 47, 109, κ.α, 825, 944, 59, 90, κ.α, 1018, 1132· στάρι(ν), Χρον. σουλτ. 8532, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 397· στάριν, Χούμνου, Κοσμογ. 1777, 1786.
    Η λ. στον Ιπποκράτη (Montanari, Λεξ.,TLG). Ο τ. σιτάρι σε έγγρ. του 12. (Caracausi), 14.-15. (TLG), 16. (Κασιμ., Έγγρ. 5 (83), 61 (141), 71 (152) κ.α., Μαράς, Κατάστιχο 149 Ά 25, 7, 693, κ.α., Β́ 86, 1147, κ.α., Γ́ 206 1629 κ.α.), 17. αι. (Πεντόγαλος, Παρνασσός 16, 1974, 51), στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. σιτάριν τον 9. αι. (TLG) σε έγγρ. του 14., 15. (TLG), 16. αι. (Μαράς, Κατάστιχο 149 Ά 220) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Σακ., Κυπρ. Β́ 784). Ο τ. στάρι (με συγκ. του ‑ι‑, βλ. Χατζιδ., Αθ., 23, 1911, 158) σε έγγρ. του 16. (Κασιμ., ό.π. 24 (103), 97 (181), κ.α.), 17. αι. (Ζερβογιάννης, Αμάλθ. 10, 1970, 157), στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. στον Ευστάθιο (TLG) και σε έγγρ. του 12. αι. (Caracausi)· βλ. και LBG.
    1) α) Μονοετές φυτό, είδος δημητριακού· το σιτάρι: είχεν υπάγει (ενν. ο Σαψών) εις τους Παλαιστίνους να πολεμήσει, και εκεί ηυρίσκει και είχαν θερισμένα τα σιτάρια τους ... Και ο Σαψών ... ανάφτει κερία ... και καίγονται όλα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 182r· Το σιτάριον γίνεται εις την παχείαν γην και εις τον κάμπον καλύτερον Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 139· ωσάν να κόπτει ο θεριαστής καλόν παχύν σιτάριν,| έτσε τους εκατέκοφτεν (ενν. ο Αχιλλεύς) και χορτασιάν ουκ είχεν Αχιλλ. L 444· β) ο σπόρος του σιταριού: και εις την ποδέαν του εβάσταζεν (ενν. ο γεωργός) σιτάριν διά σπόρον Λιβ. διασκευή α 1167· και το σιτάριν τό είχεν το κάστρον άλεσέν το (ενν. ο κοντοσταύλης) και έδωκεν το τους μαγκίπους και ’ποίκασιν ψουμίν Μαχ. 52230· στάρι, κριθάρι, φαγητά είχαν για την ζωήν τους Αχέλ. 253· Εγίνην μεγάλη πείνα εις τον κόσμον και εις την Μακεδονίαν επουλήθη το σιτάρι το οκτάρι δι’ άσπρα ρξ́ Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 24r. 2) Μονάδα μέτρησης βάρους (για το πράγμα βλ. Schilbach [Metrol.2 σ. 187, LBG, στη λ.]: Περί του λιτρισμού ... το εξάγιον έχει κουκία κδ́, το κουκίον έχει σιτάρια δ́ Metrol.2 13911.
       
  • σιταρχίζω,
    Παϊσ., Ιστ. Σινά 2230, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 2224, Χρον. Μορ. Ρ 73, 1235· σωταρχίζω, Χρον. Μορ. Η 73, 1178, 1214, 1235, 1421, 1543, 1605, 1677, 2050, 2087, 3530, 4609, 6497, 6512, Χρον. Μορ. Ρ 1178, 1214, 1421, 1543, 1605, 1677, 2050, 2087, 3530, 4609, 5617, 5624, 5637, 6497, 6711.
    Από το σιταρχώ και την κατάλ. –ίζω. Για τον τ. βλ. Hesseling, BZ 14, 1905, 293, Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 492 σημ. 1 και Lex. Chron. Mor. Τ. σταρ#20ίζω σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.). Η λ. σε κείμ. του 11. αι. (Κεκ., Στρατ. 2629)· βλ. και LBG (λ. σιταρχίζομαι).
    α) Eφοδιάζω με όπλα, προμήθειες ή/και στρατεύματα: Εν τούτῳ ορίζει ο πρίγκιπας το Νίκλι να σωταρχίσουν| από όλα γαρ τα πράγματα όπου είχεν χρεία το κάστρον Χρον. Μορ. Η 6711· Τό ακούσει το ο πρίγκιπας και πληροφορεθεί το,| την χώραν εσωτάρχισεν της Λακοδαιμονίας| από λαόν και πράγματα να έχουν διά ζωήν τους Χρον. Μορ. Η 5637· Αφών την Πάτρα επήρασιν, τες φύλαξες εβάλαν,| το κάστρον εσωτάρχισαν, είθ’ ούτως και την χώραν| από λαόν και άρματα, ως πρέπει και αρμόζει Χρον. Μορ. Ρ 1421· β) (εδώ) αποθηκεύω: Απεναντίας δε αυτού (ενν. του Νείλου) πέλουν αι πυραμίδες| (εύγε σοι του παρείναι σε και ταύτας αν κατείδες)·|ούτω γαρ επικέκληνται ελληνιστί τα όρη| ως σίτον σιταρχίζων πριν Φαραώ, ού ηυπόρει Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 2230
       
  • ταβάνι
    το, Zygomalas, Synopsis 277 Ρ 22, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 235, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 823· νταβάνι.
    Από το τουρκ. tavan. Ο τ. (με ηχηροποίηση του αρχικού συμφώνου) και σήμ. λαϊκ. Τ. νταβάνιν σε κείμ. του 18. αι. (Διήγ. Αγ. Σοφ. (Μουζ.) 86). Η λ. στο Somav. και σήμ.
    Η εσωτερική επιφάνεια της στέγης, οροφή: έκαμαν δε την στέγην της (ενν. της Αγίας Βάτου) ίσην, κατά το κοινώς λεγόμενον νταβάνι Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 155· Το στέγος δε της εκκλησιάς Βάτου της παναγίας| πέφυκεν ον σανιδωτόν ...·| κοκκινοπράσινον εστί ταβάνι συνθεμένο Παϊσ., Ιστ. Σινά 823.
       
  • τειχίον
    το, Χρον. Μορ. H 1483, 8431, Χρον. Μορ. P 1462, 2053, 8310, 8398, 8407, Μαχ. 707, 5002, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 69, Zygomalas, Synopsis 198 Θ 1 δις, 199 Θ 1, 210 Κ 32, 259 Π 1, 301 Φ 15, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 226, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1830, Δωρ. Μον. XXIX δις, Διον. ρήτ., Ιστ. 253, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1120, 1131, 1229, 1582, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 161 δις, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4818, 57625, Μετάφρ. Ακάθ. Ύμν. 14120· τειχί, Παϊσ., Ιστ. Σινά 323, 1354, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1350· τειχίο, Πορτολ. A 22514· τειχιό, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 984, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16618, 2232, 28329, 4157, 48826, κ.π.α., Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. θ’ 25· τειχίο(ν), Θησ. (Foll.) I 84, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1750, 1854, Βεντράμ., Φιλ. 317, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 324v, Αχέλ. 1158, Κώδ. Χρονογρ. 691, Χρον. σουλτ. 3020, Ιστ. πατρ. 1607, 16622, Μ. Χρονογρ. 334, 6, Μορεζ., Κλίνη φ. 29v, Εγκ. αγ. Δημ. 109163, 110204, 111207, Διακρούσ. (Κακλ.) 410, 482, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2314, 2316, 7338· τειχιό(ν), Θησ. (Foll.) I 88 δις, 89, 112, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 366, Σκλάβ. 178, Πηγά, Χρυσοπ. 121 (34), Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 126, Δ́ 569, 583, Χορ. δ’ 741, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 111, Δ́ 4, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́́ 1069, Δ́ 920, Στάθ. (Martini) Ά́ 96, Ιντ. β’ 116, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 529, Γ́ 58, Έ́ 27, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 32, Β́ 291, Γ́ 341, Έ́ 52, 70, 371, Προσοψάς, Δράμα γενν. τυφλού 553· τειχιόν, Βυζ. Ιλιάδ. 1027, Αχέλ. 464, 1615, 1669, 2122, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 695, 845, Θρ. Κύπρ. M 342, Προσκυν. Ιβ. 535 256, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 323.
    Το αρχ. ουσ. τειχίον. Ο τ. τειχίο και σήμ. Ο τ. τειχιό στο Βλάχ. (γρ. τειχειό) και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., στη λ., Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ́ 341). Τ. τει#03ιόν σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Χατζ., Λεξ., Φαρμακ., Γλωσσάρ. 227, λ. τει#03#12όν).
    1) α) Τοίχος κτίσματος: Μάθε λοιπόν το ψήλωμαν ποτάπον έν’ του πύργου| και πώς τον εσυνήργησεν εκείνος ο τεχνίτης.| Το ύψος άνω ανέβασεν οργίας ενενήντα,| το πλάτος γαρ το έσωθεν τριάκοντα οργίας,| το πάχος του τειχίου του οργίες είναι δέκα Φλώρ. 1344· οι αυλές των αφεντών έχουν αφτιά κι ακούσι| και τα τειχιά του παλατιού μάτια και συντηρούσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́́ 190· έκφρ. το τειχιό τειχιό = (επιρρ., εδώ για σκαρφάλωμα στο τοίχο) τοίχο τοίχο, κολλητά στον τοίχο, κατά μήκος του τοίχου: Ρίξε, κυρά μου, το σκοινί από το παρεθύρι,| για νά ’ρθω το τειχιό τειχιό, να πιάσω ωριόν ζαφείρι Ch. pop. 328· β) (συνεκδ.) κτήριο, κατασκευή, οικοδόμημα: Μαρτύρων Τεσσαράκοντα είναι η εκκλησία,| τειχίον ωραιότατον και με πολλά κελία Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 236. 2) α) Τείχος πόλης: ως χώρα γαρ απολυτή κείτεται (ενν. η Αντραβίδα) εις τον κάμπον,| ούτε πύργος ούτε τειχία έναι ποσώς εις αύτην Χρον. Μορ. P 1429· Η Κωνσταντινόπολη έχει αχαμνά τειχία, γλήγορα παίρνεται, μόνο τα καστέλλια την φυλάγουν Επιστ. 16. αι. 1583· ο νόμος της πατρίδας μας ο παλαιός ετότες| έκαμε απόξω οχ τα τειχιά να στέκουσι οι στρατιώτες Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 334· (σε παρομοίωση): ευρίσκομεν το Κάριος εις δύο πόλεις ... Είναι γουν και αι δύο εις το αριστερόν μέρος του ποταμού και έχουσι τον ποταμόν ωσάν τειχίον Προσκυν. Διον. 301 (Σινά) 13711· ο τόπος ούτος καλός και επιτήδειος, ευρισκόμενος εις το παραπόταμον του Ντούναβη, όντας ωσάν ένα τειχίον όλης της Βουλγαρίας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 372· β) (συνεκδ.) περιτειχισμένη, οχυρή πόλη: Τριγύρου όλα τα τειχιά Τουρκιά ’τον γεμωσμένα,| η Χώρα όλη γέμισεν, ήτον μεγάλη πένα Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 385· γ) έπαλξη τείχους: άνωθεν τούς είχασι (ενν. των Τουρκών) δυο φλάμπουρα παρμένα| οπού ’χασιν εις το τειχιόν απόκοτοι μπημένα Αχέλ. 689· ευρέθη ο ... Χαϊδάρ πασιάς οπού επολέμα εις ένα μέρος της αυτής Λευκωσίας απάνω εις τα τειχία· διότι η βίγλα οπού εφύλαττε το μέρος εκείνο ... απεκοιμήθη και ηύραν άδειαν τα φουσσάτα και ανέβησαν απάνω Κώδ. Χρονογρ. 5224· οι Ρωμαίοι απομέσα επολεμούσανε και αντιστέκανε και ερρίχνασι απάνω εις το πλήθος των Τουρκών φωτίες αρτιφιτσιάλους με βοτάνι και τειάφι· τα οποία τα ερρίχνασι απάνω από τα τειχία Χρον. σουλτ. 7921· δ) περίβολος μοναστηριού: Κεκόλληνται δε και οι τρεις (ενν. ναοί) τῳ του μοναστηρίου| τειχίῳ Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1126. 3) Φράχτης, εμπόδιο· (σε παρομοίωση): η ψυχή οπού στέκεται εις τούτο το κορμί είναι ωσάν ένα φυλακωμένον, είναι τριγυρισμένη απ’ αυτήν την σάρκα, ωσάν από τόσα τειχιά Ροδινός (Βαλ.) 70· (εδώ μεταφ. προκ. για τα μαλλιά της κόρης που κρύβουν το πρόσωπό της): Όντασ σε ’δα να στεγνώννεις| τα μαλλιά τα χρουσαφένα| που μ’ έδησες, αγιμένα (παραλ. 1 στ.), είπουν και καλά ’ποσώννεις| μόνον να με λευτερώσεις,| νοιάζοντα να τα σηκώσεις| να δω κείνον που μου χώννεις.| Αμμέ σ’ όσον κι ένωσές με| κι έμελλεν να δω το φως μου,| έσυρες τειχιόν ομπρός μου| με τακιάν κι εμπόδισές με Κυπρ. ερωτ. 12719. 4) (Μεταφ., για πρόσωπα) στήριγμα, προστασία: Τειχίον είσαι των παρθένων, ω Θεοτόκε παρθένε, και ολωνών οπού τρέχουσιν εις εσένα Μετάφρ. Ακάθ. Ύμν. 1404. — Βλ. και τοιχίον.
       
  • τέως,
    επίρρ., Ελλην. νόμ. 5543, Βίος Αλ. (Aerts) 107, Λίβ. διασκευή α 57, 313, 353, 648, 1280, 1679, κ.α., Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1662, Χρον. Τόκκων 561, 1141, 2421, 2586, 2876, 3177, Λίβ. Va 61, 285, 340, 524, 1039, κ.α., Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 245, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 241, 288, 2149· τια, Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 422· τιως, Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. 768· το τέως, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 83, 264, 668, 1106, 1386, 1817, 2592, 2671.

    1) Πριν, προηγουμένως, έως τώρα: Τέως εσύ, παράξενη, το διάστημαν του χρόνου,| τό είσαι εις την Αίγυπτον, ουκ ήκουσες να μάθεις| τίποτα διά τον Λίβιστρον, αυτόν τόν με αφηγείσαι; Λίβ. Va 3177· Εκεί (ενν. εις του Φαράν το όρος) γουν φοινίκων πληθύς υψικόμων οράται,| η δε ποσότης των αυτών τέως και νυν μετράται.| Των δε Αράβων έκαστος κέκτηται το οικείον| μοιράδιον των φοινικών, ως δέκα τε και πλείον Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1778. 2) Τότε: Τέως μετά την αφήγησιν την τίτοιαν και τοσαύτην| τήν με ποθοαφηγήσετον η κόρη μετά βίας,| τότε και εγώ επεχείρησα ίνα την αφηγούμαι| και να την λέγω τά έπαθα, τά είδα, τά ηστάνθην Λίβ. διασκευή α 3587· γράψε εις σαΐταν γράμματα και γόμω το δοξάριν| και, όταν ιδείς τας βάιες της κόρης της Ροδάμνης, (παραλ. 1 στ.) ... εσύ ρίξε| εις της κόρης τον ηλιακόν και εις το παραθύριν| και τόξευσε επιτήδεια να πέσει εις τον τόπον,| τέως να δώσεις αφορμήν, αρχήν εις την αγάπην Λίβ. Va 1052. 3) Στο εξής, αποδώ και πέρα: ο μισευμός σου, αφέντρια,| βάλει με θέλει ζωντανόν εις του άδου τον πυθμένα.| Αμέ το τέως, βασίλισσα, αφότις υπαγαίνεις,| του δούλου σου του ταπεινού μηδέν του ελησμονήσεις| και, πριν περάσει τρίμηνον, παρηγορίας πιττάκιν| γράψε, κερά, και πέψε μου διά παρηγόρημά μου Ντελλαπ., Ερωτήμ. 3143· Πολλά καλά με εδίδαξες, κερά, διά την αγάπην (παραλ. 1 στ.). Αμέ το τέως παρακαλώ πολλά την ευγενειά σου,| μηδέν χολιάσεις, δέσποινα, ειστούτον τό σε λέγω.| Δε σου πιστεύω τά λαλείς, ότι το ενάντιον είδα| τώρα εις εμέν τον δυστυχήν και μη με το απιστήσεις Ντελλαπ., Ερωτήμ. 765. 4) α) Τέλος, τελικά: Είδεν καλά και εγνώρισεν (ενν. ο δεσπότης) ότι με την πικρίαν| τίποτε όφελος ποσώς δεν θέλει καταστήσει (παραλ. 3 στ.). Τέως ως φρόνιμος πολλά άνοιξε την καρδιάν του| και άρξετον αγάλλετον ολίγον η ψυχή του Χρον. Τόκκων 3448· β) επιτέλους: Όρμησα τάχα και εγώ το να γενώ τσαγκάρης,| μήνα χορτάσω το ψωμίν, τό λέγουν αφρατίτσιν (παραλ. 2 στ.). Και τέως οκάπου ηύρηκα το ταρτερόν τό λέγουν,| και δίδω το και ηγόρασα σουβλίν από τσαγκάρην Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 149· γ) τέλος πάντων, λοιπόν: αν ήξευρα ο κακότυχος, κερά, να μη χολιάσεις,| να σου είπα και να σου ’δειξα ότι το μίλημά σου| εις μέρος έναι δύσκολον τινάς να το πιστεύσει.| Τέως ας το ειπώ και πάλι εσύ ποίσε, κερά, ως το θέλεις.| Πολλά επαινάς, αφέντρια μου, των γυναικών το γένος (παραλ. 2 στ.). Και εγώ να δείξω ειστοπαντός τώρα την απιστιάν της Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1686· Τέως, ας τα κοντεύομεν, εις τον λόγον να ελθούμεν·| ηπήρε την ο βασιλεύς την αφεντίαν εκείνην| και απαυτού ανέβηκεν εδιάβην εις την Πόλιν Χρον. Τόκκων 3527. 5) α) Τουλάχιστον· έστω και λίγο (πβ. ά. κιας σημασ. 1): Αν γαρ ουκ εγυρίζετο ράψιμον εις τον κόσμον,| οκάποιας τέως γειτόνισσας ρούχον να επαρελύθην,| και παρευθύς να με έκραξεν: «δεύρο, τεχνίτα, δεύρο,| να, κέντησον το ρούχον μου κι έπαρ’ το ράψιμόν σου» Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 162 χφ G κριτ. υπ.· Τι κάμνεις, ω πατέρα μου, και θέλεις να με σφάξεις; (παραλ. 1 στ.) Πώς του παιδιού σου θάνατον να δώσεις απατός σου;| Δεν με λυπάσαι, πάτερ μου, γλυκύτατέ μου πάτερ;| Άφησ’ να σου μιλήσει τιως· ας το ’ξευρες, ω μήτερ! Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. 771· β) (με άρν.) ούτε καν, διόλου (πβ. ά. κιας σημασ. 2): Έρχισαν μέσα (ενν. οι τρεις παίδες εν καμίνῳ), ψάλλουσι και τιως αφ’ τα κορμιά τους| μιαν τρίχα δεν εβλάπτηκεν ή ρούχο αφ’ τα δικά τους Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. 808· Ιδέτεν την ασέβειαν, να μην την προσκυνούσι| εικόνα την βασιλικήν, τιως να μην φοβηθούσι! Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. 537. 6) Ως εκ τούτου, επομένως: Δούλος σου ανεγνώριστος, ξένος, αλλ’ εδικός σου,| τόν ακομή ουκ εγνώρισες, ουδέ συνέτυχές τον,| γραφήν πιττάκιν πέμπω σε, Λίβιστρε, γης τοπάρχα,| να μάθεις τέως εκ την γραφήν ότι δουλώνομαί σε Λίβ. διασκευή α 1679.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης