Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- παρακαθισμός
- ο, Χρον. Μορ. H 2800, 2900, 2908, 2916, Χρον. Τόκκων 3223.
Από τον αόρ. του παρακαθίζω και την κατάλ. ‑μός. Η λ. τον 9. αι. (TLG), στο Du Cange (λ. παρακαθίζειν) και στο Κουμαν., Συναγ.
1) Πολιορκία: εσώσαν (ενν. τα φουσσάτα) εις τα Γιάννινα, εις το λαμπρόν το κάστρον·| εκείσε εκατουνέψασιν εις παρακαθισμόν του Χρον. Μορ. H 8796· ουδείς ετόλμησε πλησιάσαι ή βοηθήσαι τοις Θεσσαλονικεύσι πολιουρκουμένοις υπό των Φράγκων, ακούοντες και μανθάνοντες, δι’ ων έπεμπον κατασκόπων, τον της πόλεως παρακαθισμόν Παράφρ. Χων. (v. Dieten) II 27· φρ. βάνω παρακαθισμούς = πολιορκώ: έβαλαν παρακαθισμούς στο κάστρο του Αρακλόβου Χρον. Μορ. P 5633. 2) Ενέδρα (Για τη σημασ. βλ. Vitti [Σαχλ. N σ. 192]): την νύκτα οπού περπατεί γυρίζει αρματωμένος και υπά στους παρακαθισμούς σαν έναι μαθημένος· (παραλ. 1 στ.) αλλότες τον πληγώνουσιν, αλλότες να πληγώνει Σαχλ. N 66.παρακοιμώμενος- ο, Οψαρ. 3615, Πανάρ. 6729-681, 7029, 714‑5, 6‑7, Byz. Kleinchron. Ά́ 8134.
[Το μτγν. ουσ. παρακοιμώμενος (L‑S, λ. παρακοιμάομαι). Τ. παρακοιμούμενος σε έγγρ. του 10. αι. (Act. Ivir. Ι 719). Η λ. στον Ψευδο-Κωδ., Οφφικ. 1766 και σε έγγρ. του 14. αι. (Act. Saint-Pantél. 126).]
Ανώτατος βυζαντινός αξιωματούχος που κοιμόταν κοντά στον αυτοκράτορα, αρχηγός των σωματοφυλάκων, επιφορτισμένος και με άλλες εμπιστευτικές υπηρεσίες (Για το πράγμα βλ. και ODB, λ. parakoimomenos): ην (ενν. ο Νικηφόρος) παρ’ αυτῴ έντιμος και τῳ παρακοιμωμένου τιμώμενος αξιώματι Παράφρ. Χων. (v. Dieten) II 21· συνεδριάζοντος δε ... Μούσκλου και Σούρβου των παρακοιμωμένων Πωρικ. (Winterwerb) III 18· εκφρ. ο παρακοιμώμενος του κοιτώνος/της μεγάλης Σφενδόνης (Για το πράγμα βλ. ODB, λ. parakoimomenos και Πλακογιαννάκης, Τίτλ. αξιώμ., 82-83): Τα οφφίκια του παλατίου ... ιδ́ ο πρωτοσέβαστος, ιέ́ ο επικέρνης, ιϚ́ ο παρακοιμώμενος της μεγάλης Σφενδόνης, ιζ́ ο παρακοιμώμενος του κοιτώνος, ιή́ ο μέγας βαϊούλος Μαλαξός, Νομοκ. 515·παρανομώ,- Γλυκά, Στ. 272.
[Το αρχ. παρανομέω. Η λ. και σήμ.]
1) Παραβαίνω νόμο, παρανομώ: Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [1221]. 2) Διαπράττω ανήθικη πράξη σμίγοντας ερωτικά με παντρεμένη γυναίκα: τον Μανόλη από τους Κρεβασμόνους αυτός τον απέσκοψεν και δεν επήρεν την χηρούδα, του παπα-Αργυρού την γυναίκα, να παρανομήσει Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 51v· (μτβ.): διαγελών και διασύρων τους πολίτας διά την ακρασίαν των αυτών γυναικών, ων αυτός παρηνόμει Παράφρ. Χων. (v. Dieten) II 133.παραυτίκα,- επίρρ., Τρωικά 5328, Προδρ. (Eideneier) I 260, IV 135, Καλλίμ. 906, Διγ. (Trapp) Gr. 3218, Διγ. Z 143, 284, 3628, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 581, 11682, Ερμον. Υ 368, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 316, 355, Βίος Αλ. 2226, Λίβ. Esc. 3702, Λίβ. N 3147, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1873, Αχιλλ. (Smith) O 108, 538, Χρον. Τόκκων 1085, Αλεξ. 1634, 2019, Ζήνου, Βατραχ. 153, Πτωχολ. α 971, Διακρούσ. 922, κ.α.· παραυθίκα, Παλαμήδ., Βοηβ. Εισαγ. 7, 186, 350, 609· παρευθίκαν.
Το αρχ. επίρρ. παραυτίκα. Οι τ. με επίδρ. του επιρρ. παρευθύς.
Αμέσως, στη στιγμή, χωρίς καθυστέρηση: Καλλίμ. 1280, Διγ. Z 298, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά́ 48· Οι βάγιες την εσήκωσαν την κόρην παρευθίκαν| και προς εκείνον έλεγαν τον θαυμαστόν Αχιλλέαν Αχιλλ. (Smith) O 470· (με άρθρο σε εμπρόθ. προσδ.): Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 55· έκφρ. παραυθίκα της ώρας = αμέσως, στη στιγμή: όσοι εδυνηθήκασιν ’κ τα βούρκα και εβγήκα| κακώς κακού σκορπίσασιν της ώρας παραυθίκα Παλαμήδ., Βοηβ. 306.πεζικόν- το, Χρον. Μορ. P 1686, 4660, 5025, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 35, Δούκ. 12128, Παράφρ. Χων. (v. Dieten) ΙΙΙ 72· απεζικόν, Μαχ. 6625· πεζικό(ν), Χρον. Μορ. H 1686, 1718, 3718, 3788, 4660, 5025, 6672, 8793, 9182, Χρον. Τόκκων 769.
[Το αρχ. ουσ. πεζικόν (L‑S, λ. πεζικός 2). Ο τ. πεζικό και σήμ.]
Σώμα του στρατού ξηράς και το σύνολο των πεζών στρατιωτών που το αποτελούν: Ιμπ. 18, Παράφρ. Χων. (v. Dieten) ΙΙΙ 149· ο ρήγας να εμποδίσει το έλα τους, να μεν έρτουν αξάφνου απάνω του, έπεψεν τον Τζακ δα Μπελονία να πάρει όλον το απεζικόν και να πάγει ομπρός Μαχ. 62531· (συχνά στον πληθ.) στρατιώτες που ανήκουν στο πεζικό: Και πάλι αν χάσεις τίποτες από τα πεζικά σου, (παραλ. 1 στ.) πάλιν φουσσάτα ου λείπουν σε Χρον. Μορ. P 3788· Κλεισούρες ήσαν δυνατές, στενώματα μεγάλα,| αμή ήσαν τόσα πεζικά εγέμωσαν τα πλάγια Χρον. Τόκκων 2508.πεζικός (I),- επίθ.· απεζικός.
[Το αρχ. επίθ. πεζικός. Η λ. και σήμ.]
Που αναφέρεται στους πεζούς στρατιώτες, στο πεζικό: Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 98· όρισεν τον λαόν τον απεζικόν να πιάσουν τ’ άρματά τους Μαχ. 6603. Το αρσ. ως ουσ. = πεζός στρατιώτης: όσα πουλίτσια πέτονται εις τους αλλότριους κάμπους,| τόσα φουσσάτα έσυρνεν και πεζικούς επήρεν Θρ. Κων/π. διάλ. 82.περιάπτω (I).- [Το αρχ. περιάπτω.]
Ανάβω κ. ώστε να γίνει διάπυρο, πυρακτώνω: οι Αρμένιοι δε κατά του Ρωμαϊκού στρατού τα περιαμμένα αυτών σιδήρια και τας πέτρας ρίπτοντες τον εκ πλίνθου τοίχον γενόμενον ούπως έβλαπτον Παράφρ. Χων. (v. Dieten) I 1.περιαργώ,- Παράφρ. Χων. (v. Dieten) I 149, Λίβ. Esc. 1755.
[Από την πρόθ. περί και το αργώ. Η λ. τον 5. αι. με διαφορ. σημασ. (Lampe, Lex., λ. περιαργέω) και στο Κουμαν., Συναγ., λ. περιαργέω.]
Καθυστερώ κι άλλο, λίγο ακόμη: ταχύ εσηκώθην και έστεκα, επρόσεχά σε, φέγγος,| πώς ενεδύουν τα σύννεφα, να δύνεις αποτώρα·| ηρξάμην σε παρακαλείν δαμί να περιαργήσεις,| να σε εγκαλέσω τά πονώ και απέκει, αν θέλεις, δύνε Λίβ. Sc. 650.περιαύλειος,- επίθ., Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 719 κριτ. υπ.
[Από την πρόθ. περί και το αρχ. επίθ. αύλειος. Η λ. στο Steph., Θησ., λ. περίαυλος.]
Που έχει τριγύρω του περίβολο: Υπό δε την κατάβασιν του τοιούτου βουνού έστι τις περιαύλειος αυλή προς μεσημβρίαν κειμένη ακουμβίζουσα εις το τείχος των παλατίων, ων ανήγειρεν ο βασιλεύς Μανουήλ, κατά δε βορράν άνεμον τῃ θαλάσσῃ εγγίζουσα Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 78.περισυνάγω,- Διγ. A 2701, 3317, Χρον. Μορ. P 1390, 4697, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 282, Θησ. (Foll.) I 23, Παράφρ. Χων. (v. Dieten) I 58· περισυνάσσω, Πένθ. θαν.2 271, 487.
Από την πρόθ. περί και το συνάγω. Η λ. τον 4.-5. αι. (Lampe, Lex.), σε σχόλ. (L‑S) και σήμ. λόγ. (ΑΛΝΕ).
I. (Ενεργ.) συγκεντρώνω, συναθροίζω· (συν. προκ. για στράτευμα): Ατάπακας στρατεύματα περισυνάξας αρκετά κατά του Γοντοφρέ απήλθεν Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 6· εκείνος πάλι (ενν. ο Μιχαήλ Παλαιολόγος) επέρασεν στης Πόλεως τα μέρη| με όσα φουσσάτα ημπόρεσεν να έχει περισυνάξει Χρον. Μορ. P 1291· (προκ. για περιουσιακά στοιχεία, υλικά αγαθά): Προπάντων τ’ αμαρτήματα και τα κακά ν’ αφήσουν| και την ακόλαστον ζωήν, την πρώτην, να πενθήσουν (παραλ. 2 στ.). Και όσα περισυνάξασιν άδικα, να τα στρέψουν,| πτωχούς, γυμνούς, αδύνατους και ορφανά να θρέψουν Πένθ. θαν.2 407· (προκ. για σορούς νεκρών) περισυλλέγω: ως καθώς τους όρισαν, οι αφέντες τους να ποίσουν,| και των νεκρών τα σώματα όλα περισυνάξαν.| Όλους με τα μυριστικά, αρώματα και σμύρναν,| με δάκρυα και με κλάψιμον, όλους εκαταπλύναν Θησ. I [44]. II. (Μέσ.) συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι: άνδρες, γυναίκες ευγενείς, γέροντες, νέοι, πάντες| ας έλθωσιν, ας φθάσωσιν, ας περισυναχθώσιν Λίβ. (Lamb.) N 16· εννέα χρόνους επολέμιζαν οι Έλληνες στην Τρώαν,| εκεί επερισυνάχθησαν όλης της γης φουσσάτα,| εκεί επεριμαζώκθησαν και βασιλείς και αυθέντες,| και όχλησις και ταραχή και πόλεμος και μάχη Βυζ. Ιλιάδ. 879· (σε μεταφ.): Οι πόνοι εξηναισχύντησαν εις τούτας τας ημέρας·| αν εύρουν εις κατώφορον ψυχήν αναγκασμένην,| εκεί περισυνάγονται και πολεμούν την πνίξειν Γλυκά, Στ. 188.περίτειχος- το.
Το μτγν. ουσ. περίτειχος.
Τείχος που περιβάλλει και προστατεύει ένα χώρο· (εδώ) εξωτερικό οχυρωματικό τείχος: οι δε μη δυνηθέντες την του βασιλέως επέλευσιν δέξασθαι εντός του έξωθεν τείχους συγκλείονται. Τείχος γαρ ην και περίτειχος και σούδα εκτός και πέτρα αυτοφυής αυτό περιέφραττε Παράφρ. Χων. (v. Dieten) I 27.περιτριγυρίζω,- Παράφρ. Χων. (v. Dieten) II 61, Δαμασκ. Στουδ., Διάλ. 458, Διγ. Άνδρ. 32716, 39114-15, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 161, Χριστ. διδασκ. 44, 467, Διγ. O 394 Μπερτολδίνος 94· περιτρογυρίζω, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 85v.
Από την πρόθ. περί και το τριγυρίζω. Η λ. στο Meursius και σήμ.· βλ. και LBG.
I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) Περιβάλλω κ., περιφράσσω· (εδώ) οχυρώνω: θέλει κτισθεί η χώρα του Κυρίου, από τους πύργους του Αναμεήλ ως την πόρταν της γωνίας ... και θέλει περιτριγυρισθεί τριγύρου από διαλεγμένες πέτρες Χριστ. διδασκ. 118· (προκ. για φυσική οχύρωση): γύρωθεν δε (ενν. του φρουρίου) ομαλαί αι πέτραι και απίαστοι διά των χειρών. Περιτριγυρίζει δε ταύτας ο Αξιός ποταμός ο νυν Βαρδάριος λεγόμενος βαθύς και απάτητος Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.), 666, κριτ. υπ. 2) α) Περιβάλλω κάπ., περιστοιχίζω: Η κόρη από τον φόβον της εσκώθηκεν απάνω| και τρέχουσιν απάνω της όλες αι βάες τότε,| αρχοντοπούλες έρχονται, την περιτριγυρίζουν,| και διηγείται τ’ όνειρον το φοβερόν εκείνο Διγ. Z 224· (μεταφ.): Περιτριγυριζόμενος με τους πόνους του Άδου, αναγκάζετον με ταλαίπωρον και οικτρόν θάνατον να εξεψυχήσει Διαθ. Νίκωνος 260· β) περικυκλώνω: με επεριτριγυρίσασι πολλά σκυλία Χριστ. διδασκ. 87· Ας αφήσω τα πολλά λόγια και να σας ενθυμίσω εκείνο, οπού έγινεν τώρα γλήγορα εις το Μυλοκοπίδιν, ωσάν μας επεριτριγύρισαν οι Ρωμαίοι Διγ. Άνδρ. 33414‑15. 3) Περιφέρομαι, τριγυρίζω: ο πατριάρχης ... επαρακάλει την δέσποιναν Θεοτόκον και σηκώνει και την αγίαν της εικόνα και περιτριγυρίζει τα τείχια παρακαλώντας την χάριν της ... να μην δύνεται ... να σιμώσει κανείς πολέμιος Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 399· Αμή ωσάν επεριτριγυρίσασιν (ενν. όλοι) όλα τα όρη και τες στράτες και φαράγγια απορπάτηκτα, τον ευρίσκουσι μέσα εις ένα οργυάκι Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 14725. Β́ (Αμτβ.) α) Περιφέρομαι, τριγυρνάω: εις κάμπους και εις τα χωριά να περιτριγυρίζουν| και έως άνοιξιν καιρού πάλιν να πολεμίζουν Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 697· ο δε νέος επεριτριγύριζεν εκεί κοντά και ερώτα ως τάχατες δεν ηξεύρει τίποτες και έλεγεν· «Τάχατες ετούτο είναι το εύμορφον οσπίτιον του στρατηγού ...» Διγ. Άνδρ. 3514· β) γυρίζω άσκοπα στους δρόμους: να μην κάθονται αργοί (ενν. οι ζητιάνοι) και έξω από την πρέπουσαν αυτών υπηρεσίαν, να περιτριγυρίζουν και να αργούν ματαίως Zygomalas, Synopsis 293 Υ 7. II. (Μέσ., αμτβ.) (μεταφ.) ετοιμάζομαι για μάχη, αρματώνομαι: ας καβαλλικεύσωμεν και ας περιτριγυρισθούμεν και ας υπάμεν εις τον τόπον εκείνον, οπού είδες το όνειρον Διγ. Άνδρ. 3309‑10· Εγώ ωσάν τον είδα ότι έπεσεν, ελάλησά τον και είπα τον· «Σηκώσου επάνω και μην πέφτεις. Διότις εγώ δεν θέλω να κείτεσαι και να σε κρούω. Αμή σηκώσου γλήγορα και περιτριγυρίσου αν θέλεις και έλα» Διγ. Άνδρ. 38228· Η μτχ. ενεστ. ως επίθ. = που περιβάλλει, που περικυκλώνει κ.: Οι δε της πόλεως ταύτης κάτοικοι ... τον του κάστρου περιτριγυριζόμενον ποταμόν διαπεράσαντες ... ταις του βασιλέως συμπλέκονται τάξεσι τῃ ταχύτητι των ίππων θαρρούντες αυτών Παράφρ. Χων. (v. Dieten) I 59· διά το να είναι περιτριγυρισμένη (ενν. αύτη η χώρα) με την θάλασσαν … εστάθη και επολέμησε και δεν την επάτησαν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 429.περίφοβος,- επίθ.
Το αρχ. επίθ. περίφοβος. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ).
Που διακατέχεται από μεγάλο φόβο, περιδεής, έντρομος: Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 73, 801. Το ουδ. ως ουσ. = πολύ μεγάλος φόβος, τρόμος: η διόλου μνήμη της φυγής, ην εν τῃ ψυχῄ αυτού είχε (ενν. ο Αλέξιος), και το του στρατού περίφοβον και το μηδέν αυτῴ υπέρ των Ρωμαίων κινδυνεύσαι προαιρούμενον το τι πρέπον ην ποιήσαι αυτόν εσκότιζε Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 156.περιχάρεια ‑εία- η, Σπαν. A 179, Σπαν. B 177, Σπαν. P 112, Σπαν. (Μαυρ.) P 218, Διγ. (Trapp) Gr. 174, 281, 628, Διγ. Z 366, 502, 514, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 11756, Χρον. Μορ. H 1501, 2264, Χρον. Μορ. P 1501, 2264, Φλώρ. 754, 1325, Χρονογρ. (Λαμψ.) 253, Απολλών. (Κεχ.) 53, 372, Αχιλλ. (Smith) N 959, 1039, Δούκ. 22727, 2593, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. III 24, Παράφρ. Χων. (v. Dieten) I 13, 131, Πτωχολ. (Κεχ.) P 269, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 378, Ιστ. Βλαχ. 34.
Το αρχ. ουσ. περιχάρεια. Η λ. περιχαρεία (με καταβιβ. τόνου) μτγν. (L‑S, λ. περιχάρεια, όπου δηλώνεται ως εσφαλμ. γρ. ‑ία). Η λ. περιχαρεία στο Du Cange (γρ. ‑ία, στη λ. περιχάρια).
1) Μεγάλη χαρά, ευφροσύνη: Και ως καθώς ήσαν αρχής όλοι εις περιχαρείαν,| τότε οι πάντες ήτανε εις σε πονοθλιψίαν Θησ. ΙΆ [85]· Η μήτηρ δε ως έμαθεν την έλευσιν εκείνου, (παραλ. 1 στ.) ουκ έστιν, όστις εξειπῄ, ής χαρμονής επλήσθη·| μικρού γαρ και ωρχήσατο από περιχαρείας Διγ. Z 968· απόσωσεν στο σπίτιν της, εποίκεν ωραίον δείπνον,| δειπνούσιν με τον άνδραν της μετά περιχαρείας Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2048· εβγήκασιν οι άρχοντες και ο μητροπολίτης,| με όλους του τους ιερείς ...·| εχάρηκαν, ευθύμησαν μετά περιχαρείας,| έδωσαν δόξαν τῳ Θεῴ και της Υπεραγίας Ιστ. Βλαχ. 229· (σε προσωποπ.): όλο μ’ αγαθοσύνη| η Αφροδίτη γαρ υπά, στο ύψος ανεβαίνει.| Ο ουρανός όλος γελά, όλος περιχαρεία Θησ. Γ́ [57]. 2) Ανακούφιση· φρ. (1) δίδω περιχαρεία στους πόνους κάπ. = ανακουφίζω κάπ.: στους πόνους μου μπορείς καλά περιχαρεία να δώσεις (ενν. συ, η θεά),| αν ποίσεις ει τι πεθυμώ, και θέλω απ’ εσένα Θησ. Ź [515]· (2) λαμβάνω περιχαρεία = ανακουφίζομαι: Αμή εγώ ... έτσι ολίγο λίγο,| χωνεύει θέλ’ ως το κερί, που καίγεται εκ την πύρα·| Καλά κι αν τύχει και ποτέ περιχαρεία να λάβω,| όταν εβλέπω τ’ όμορφον πρόσωπον της Εμήλιας Θησ. Γ́ [793]. 3) α) Εγκαρδιότητα: Λοιπόν επεί απέρχεσαι, εις το Μοντόρι υπάγεις,| χαιρετισμούς προς Φλώριον ειπέ περιχαρείας Φλώρ. 754· τους πάντας τίμα προς χαράν και όλοι να σε τιμούσιν,| τους πάντας προχαιρέτιζε μετά περιχαρείας Φλώρ. 1183· καβαλικεύουν οι άρχοντες, υπάγουν στο παλάτιν| και ο βασιλεύς εδέχθην τους μετά περιχαρείας Φλώρ. 952· β) μειλιχιότητα: ο ρήγας ταύτην κατιδών σφοδρώς αδημονούσαν,| ελάλησε και είπεν της μετά περιχαρείας·| «Μη έπαθες τι, Χρυσάντζα μου; τι σοι δεινόν συνέβη;» Βέλθ. 933· γ) εύνοια· φρ. δείχνω περιχαρεία σε κάπ. = (προκ. για την τύχη) δείχνω εύνοια σε κάπ. (πβ. σήμ. φρ. χαμογελά η τύχη σε κάπ.): Η τύχη μας μας έσυρε εδώ ...| δείχνοντάς μας περιχαρεία με τα συδέματά της.| Αγάπη δεν το θέλησε, με τα δικά μας χέρια| ατοί μας να ποθάνουμε, οι δύο με τα μαχαίρια Θησ. Έ [556]. ΄Εκφρ. μετά περιχαρείας = (α) μετά χαράς, ευχαρίστως: Αυθέντρια Σεμίραμις, η πρώτη της Συρίας,| να σε ειπώ το ερώτημα μετά περιχαρείας Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 351· (β) με προθυμία: μετά πολλής περιχαρείας δέδωκεν (ενν. ο πατρίκιος) αυτά (ενν. τα οικήματα) τῳ βασιλεί Hagia Sophia α 4424· εκ τον σουλτάνον έλαβα μετά περιχαρείας| ό,τι και αν τον εζήτησα Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1270· (γ) με καρτερικότητα: ας φέρουν εις εθύμησιν ...| εκείνους οπού εβάσταξαν τες συμφορές γενναίως, πώς εβαστάξαν τα δεινά μετά περιχαρείας Ντελλαπ., Ερωτήμ. 674.Πέρσης- ο, Διαθ. Αλ. 2558, 2563, Διήγ. Βελ. χ 386, Διήγ. Αλ. V 70, Παράφρ. Χων. (v. Dieten) I 114, 190, 193, 223, 228, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 468, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 270, 429· πληθ. Πέρσηδες, Διήγ. Αλ. V 66, 70, 71 δις, 73, 84, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2475, 2951, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 29612, 2989, 3003, 3049, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 5921, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 122, 5823, 7423, 16010, 1881, 1986· Περσήδες, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 28913, 29510, 29713, 3096, 30919, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 24619‑20, 27212, 28812, 2949, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 111, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 682· Πέρσοι, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 2941, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 169, Έ 155· γεν. πληθ. Περσώ, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 383 (βλ. όμως και Πολ. Λ., Κρ. Χρ. 12, 1958, 319-320)· αιτιατ. πληθ. Πέρσεας, Αλεξ.2 951· Πέρσιας, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 26914.
Το αρχ. εθν. Πέρσης. Η ονομ. πληθ. Πέρσοι, καθώς και οι αιτιατ. πληθ. Πέρσεας (πβ. και L‑S, στη λ.) και Πέρσιας από μεταπλ. Τ. Πέρσος στον Ησύχ. με διαφορ. σημασ. και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Οικονομ., Γραμμ. Πόντ. 383). Η λ. και σήμ.
1) Ο κάτοικος της Περσίας: Βίος Αλ. 2603· Της Ίνδιας τα φουσσάτα και των Μακεδόνων και της Περσίας εσέβην φόβος μέγας και αυτήν τη νύκταν αρχέρισαν οι Πέρσοι να φεύγουν Διήγ. Αλ. F (Lolos) 29218· Ιδόντας ουν ο Νεκτέναβος ότι νικάται υπό τους Πέρσηδας εζαλίσθην ζάλην μεγάλην Διήγ. Αλ. V 23. 2) Τούρκος (Για το πράγμα βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 515, ODB, λ. Persai): Πολλαί δε μέσον Περσών και Ρωμαίων εν τῃ τοιαύτῃ οδῴ μάχαι εγένοντο Παράφρ. Χων. (v. Dieten) I 195· έδραμον δε οι Πέρσαι ευθύς προς το δεξιόν μέρος του Σελήμ κι επολέμουν ανδρειωμένα, φονεύοντες πολλούς Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 359.πετροβόλος,- επίθ., Δούκ. 22712, 3318, Παράφρ. Χων. (v. Dieten) I 268, Ψευδο-Σφρ. 38411· πετρόβολος.
Το αρχ. επίθ. πετροβόλος. Ο τ. πετρόβολος ήδη μτγν. (TLG, LBG, βλ. και L‑S στη λ.)· πβ. και ουδ. πετρόβολον στη Σούδα και τον Ψευδο-Ζωναρ. (TLG). Το αρσ. ως ουσ. ήδη μτγν. όπως και η χρ. του ουδ. και του θηλ. ως ουσ. (TLG).
(Προκ. για μηχανή ή όργανο) που εκτοξεύει πέτρες: Δούκ. 43512· Ψευδο-Σφρ. 38635‑36. Το αρσ. πετρόβολος ως ουσ. = πολεμικό όργανο που εκσφενδονίζει πέτρες, βαλλίστρα (πβ. και μπαλέστρα): ο θάνατος έχει την μπαλέστραν, δηλονότι τον πετρόβολον εις το χέρι της, διά να πετροβολήσει τόσον εις νέους, όσον εις γέροντας Μπερτόλδος 83. Το θηλ. ως ουσ. = μηχανή πολεμική για εκτόξευση πετρών: η ... απειθήσασα ναυς και μη ενδούσα συν τῃ πετροβόλῳ καταποντισθήτω Δούκ. 30715.πετσί(ο)ν- το, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 325, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 638, Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 109, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.), 721 κριτ. υπ., 821 κριτ. υπ., 836 κριτ. υπ., Διήγ. Αλ. G 27217, Θεματογραφία 15, Ψευδο-Σφρ. 54019 [= Πρόστ. Ανδρ. Γ́ 21927]· πετσί, Ασσίζ. 4339, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 5811, Πεντ. Έξ. XXII 26, Άσμα Μάλτ. 63, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 7120, 12411, Άλ. Κύπρ. 389, Στάθ. (Martini) Ά 180, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 716· πετσίν, Προδρ. (Eideneier) IV 144, Ασσίζ. 18028, Σπανός (Eideneier) D 407, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 635, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 515, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 122, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 5910, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2017, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 93· πληθ. πετσά, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 407, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 272· γεν. πληθ. πετσιώ, Ολόκαλος 68.
Από το υποκορ. *πεσκίον του μτγν. ουσ. πέσκος το (Κοραή, Άτ. Ά 94, λ. πετζοτήν· βλ. επίσης Georgac., The -ιτσ- suffixes 28) ή ιταλ. pezzo (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 396). Βλ. και Spadaro, RSBS 3 [Misc. Pertusi III] 75-76, Spadaro, Riv. Stor. Calabr. 373-395, Kahane, Sprache 559. Ο τ. πετσί στο Βλάχ. (πετζί) και σήμ. Ο τ. πετσίν στο Meursius (πετζίν, λ. πετζίον) και σήμ. ιδιώμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. πετσί(ν)). Τ. πιτσί σήμ. ιδιωμ. (Δημητρίου, Λεξ. Σάμ.). Η λ. στο Meursius (πετζίον).
1) Δέρμα (ζώου ή ανθρώπου): Καυχάτον ο κροκόδειλος διά την ευγενείαν,| πως είναι ζώον θαυμαστόν από καλήν γενίαν.| Η αλεπού ’ποκρίθη τον: «φαίνεσ’ ακ το πετσί σου·| πάντοτε είσαι σαν λωβός, πομπή να ’χει η τιμή σου!» Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 95· μηδέ σου δώσω τσι ξυλιές κείνες που σου τοκάρου,| και το πετσί σου γνάψω το σα να ’τονε γαϊδάρου Φορτουν. (Vinc.) Ά 114· (σε μεταφ.): γιατί γυναίκες έχουσι κι αυτοί σαν τη δική μου| και τον καημό μου γνώθουσι χωσμένοι στο πετσί μου Στάθ. (Martini) Γ́ 410· (σε κατάρα): Ω ξυλογούργουρε και αγριομούστακε (ενν. σπανέ), γραίας πετσίν, άγωμε στ’ ανάθεμα πάλιν, παντέρημε Σπανός (Eideneier) A 7· (σε παροιμ.· για τη σημασ. βλ. Spadaro, RSBS 3 [Misc. Pertusi III] 75): Πουλίτσι’ α θέλεις να γυρεύεις και πτερωτά διώκειν,| πολλά πετσία να κόψεις και ανέμους να κερδέσεις Ημερολ. 56· (πλεοναστικά): και των Ελλήνων τους θεούς πολλά τους καταργίζω,| γιατ’ είναι είδωλα κωφά, ...,| έργα χειρών ανθρώπινων χωρίς πετσί και δέρμα Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. 288. 2) α) Κατεργασμένο δέρμα ζώου: Και αποκάτου από τούτο το γιοφύρι έκαμε και εκάμαν του ένα κουντούτο από πετσία, οπού έδιδε το νερόν εις όλην την χώραν ευρύχωρα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 224r· οι Τούρκοι απόξω εκάμνασι κάποιους πύργους ξύλινους και τους εντύσανε με πετσία, διά να μην τουσε κάψει η φωτία Χρον. σουλτ. 7922· β) (συνεκδ.) β1) υποδήματα φτιαγμένα από δέρμα: Ου θέλουν εις το σπίτιν μου λινάριν και βαμβάκιν,| βαψίματα, ραψίματα, πετσώματα, πετσία,| αλεστικόν, φουρνιατικόν, βαλανικόν, σαπώνιν ...; Προδρ. (Eideneier) II 36· θέλουν να δοξάζονται με τα ψευδή στολίδια,|με τα πετσιά όπου φορούν άπαντες εις τους πόδας,| με τα μαλλιά και δέρματα αλπούδων τε και λύκων Διγ. A 4730· β2) περγαμηνή: Πάτερ, πετσίν ουδέν έχω, να ανάβω να αγοράσω| και μελανίτσιν ολιγόν, και τώρα για οπού φθάνω Προδρ. (Eideneier) IV 440. 3) Φλοιός, φλούδα: αγριαγγουρέας ρίζαν, στύψιν και καλακάνθιν ή ελαίας πετσίν και δαφνόλαιον ... δος πιείν Ιατροσόφ. (Oikonomu) 928.Πισαίος (I)- ο.
Το μτγν. εθν. Πισαίος.
1) Ο κάτοικος της αρχαίας πόλης Πίσας της Ήλιδας: και φθάσας (ενν. ο Αλέξανδρος) προς την Ήλιδα εις χώραν των Πισαίων| παρά τε φίλων των αυτού καλλίστως εξενίσθη Βίος Αλ. 800. 2) Αυτός που κατάγεται από την πόλη Πίσα (σημερ. Πίζα) της Ιταλίας (βλ. και Πιζάνης, καθώς και ODB, λ. Pisa): δραμόντες δε οι βάραγγοι και οι Πισαίοι οι προς συμμαχίαν του βασιλέως ευρισκόμενοι, αντέστησαν αυτοίς ανδρικότερον και εξέβαλον αυτούς (ενν. τους Φράγκους) έξω Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 118.πληγώνω,- Διγ. Z 2046, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 683, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 2, Φαλιέρ., Ιστ.2 654, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3815, Πεντ. Γέν. XII 17, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1141, Πανώρ. Ά 48, Έ 34, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 202, Έ 644, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 42, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 4, Γ́ 41, Πιστ. βοσκ. IV 8, 44, Διγ. Άνδρ. 3974, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1574, Β́ 653, 712 κ.α., Στάθ. (Martini) Πρόλ. 16, Ιντ. ά 5, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 460, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [512], Β́ [326], Γ́ [436], Δ́ [1215], Έ [1262], Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 15, Β́ 432, Γ́ 36, Δ́ 131, 133, Έ 265, Διγ. O 786, 1557, 1668, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1697, 5762, Τζάνε Εμμ., Αφ. 14127· πληγώννω, Μαχ. 4548, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 53, Κυπρ. ερωτ. 35, 103, 7, 179, 1813, 6920, 9344, 12712, 13815, 23.
Από το πληγόω (7. αι., LBG). Ο τ. στο Meursius (πληγόννειν, λ. πληγόνειν) και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 739, λ. πληγόννω). Η λ. στο Meursius (πληγόννειν, λ. πληγόνειν) και σήμ.
I. Ενεργ. Ά Mτβ. 1) α) Χτυπώ, τραυματίζω κάπ.: Οι δε ... το τείχος τρυπήσαντες είσοδον εποίησαν ... και εισήλθον από τούτων εντός πολλοί, δραμόντες δε ... οι προς συμμαχίαν του βασιλέως ευρισκόμενοι αντέστησαν αυτοίς ..., πολλούς εξ αυτών πληγώσαντες και τραυματίσαντες Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 120· ο βασιλιός του Ρώκριτου αρμηνεύγει| κι εις του πολέμου τσι δουλειές μιλεί και δασκαλεύει,| πότε να βάνει το σπαθί και πότε το σκουτάρι (παραλ. 1 στ.) και ποιες σπαθιές πληγώνουσι, ποιες πάλι φοβερίζου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1565· (με σύστ. αντικ.): Εάν γένηται ότι οκάτις σκλάβος ή σκλάβα δέρνει ή πληγώνει πληγήν φανερήν ενού χριστιανού ή μιας χριστιανής, το δίκαιον ορίζει ... Ασσίζ. 1544‑5· (προκ. για το Χάρο): Βλέπεις ετούτον τό βαστώ, το σιδερό δοξάρι, και την σαΐταν, τήν βαστώ και το μαύρο κοντάρι;| Τούτα ...| τους δυνατούς πληγώνουσιν, τους άπιαστους σκοτώνου Πικατ. 314· β) (ειδικότ.) προξενώ τραύμα σε μέλος ή όργανο του σώματος (κάπ.): ετρώθη μου η ψυχή, ωραία γαρ υπήρχε,| χείρα όπως επλήγωσα την δεξιάν εκείνης Διγ. (Trapp) Gr. 3119· Οϊμέναν, Ερωφίλη μου, κι ογιάντα δε μπορούσι| τ’ αμμάτια μου τα σκοτεινά δυο βρύσες να γεννούσι,| να σου ξεπλύνου την καρδιά την καταματωμένη,| κι ύστερα με τη χέρα μου και εγώ, καθώς τυχαίνει,|την εδική μου αλύπητα κι άπονα να πληγώσω| κι ωσάν εσένα θάνατο κακό κι εγώ να δώσω! Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 565· (σε μεταφ.): τότε λύπην ο λαμπρός δευτέραν εκλαμβάνει,| τότε ρομφαία την αυτού επλήγωσε καρδίαν Διγ. Z 4132. 2) (Μεταφ.) α) προξενώ θλίψη, στενοχώρια, ψυχικό πόνο: Αφόν τραγούδια και χαρές να με πληγώννουν (παραλ. 1 στ.), ας κλάψει το κοντύλιν μου κι ας τρέξει Κυπρ. ερωτ. 1527· Αφέντη, πράμαν εγνοιανό πολλά μ’ ανακατώνει| κι η μάνητά μου την καρδιάν αλύπητα πληγώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 788· β) προκαλώ ερωτικό πόνο: Θυμήσου πως μ’ επλήγωσες κι έχω θανάτου πόνο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1381· Ώχου φωνή γλυκιά μου, σ’ ένα καιρόν| μου πλήγωσες κι έγιανες την καρδιά μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [78]· (προκ. για τον Έρωτα, τον Πόθο): Έρωτα, υγιέ μου, το λοιπό άγωμε, γύρεψε τσι| κι όσο μπορείς αδυνατά σύρε και δόξεψέ τσι·| τα σωθικά τως πλήγωσε κι άψε τως την καρδιά ντως Πανώρ. Δ́ 375· Χόρτασε κι ακανεί να με πληγώσεις| και τόσα δεν επλήγωσες κανέναν,| Πόθε Κυπρ. ερωτ. 391, 2. 3) α) Προξενώ βλάβη, ζημιά σε κάπ. ή κ.· (προκ. για φρούτα): Τα δε απίδια, όταν θέλεις να τα φυλάξεις καιρόν πολύν, πρώτον μεν τα κόψε από το δένδρον ’πιδέξια να μη τα πληγώσεις ή ποσώς τα ζουλίσεις Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 153· (προκ. για ηθική βλάβη): εκείνοι οπού είναι πληγωμένοι και βρομούν από τες αμαρτίες και κακές επιθυμίες, να τους ιατρεύομεν με καλές νουθεσίες και με διδασκαλίες Λαυρ., Οπτασία Σ. 115· β) (μεταφ.) προκαλώ συμφορές, καταστρέφω: Δύναμη είναι τ’ ουρανού· κι ο Ζευς οπού σηκώνει| τον κόσμο με το χέρι του, μ’ εκείνο τον πληγώνει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 110· (με υποκ. τη λ. Τύχη): Η Τύχη το δοξάριν της ενάντιον το εκοκκιάσεν (παραλ. 2 στ.) κι έριξεν τες σαγίτες της απ’ ύστερην ως πρώτην·| και απ’ όλες μια δεν έσφαλεν, όλους επλήγωσέν τους·| πού να των δώσει ουκ είχε πλια, διατί εθανάτωσέν τους Απόκοπ.2 419. Β́ Αμτβ. α) Χτυπώ, τραυματίζω: η κονταρά του Ρώκριτου πλια δυνατά πληγώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1403· η χέρα μου ... μπορεί κι αξά ’ναι να πληγώνει,| κι αίμα να βγάνει απού τσ’ οχθρούς και να τσ’ αποζυγώνει Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 11· β) (μεταφ.) θίγω, προσβάλλω: Το σφάλμαν οπού στην τιμήν αγγίζει και πληγώνει,| ο θάνατος δεν το σωπά, το μνήμα δεν το χώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 189. II. Μέσ. α) (Αλληλοπ.) χτυπιέμαι, τραυματίζομαι: όντε πιούσι το κρασίν, ωσάν έν’ μαθημένοι| με πελατίκια και ραβδιά και ξεμαχαιρωμένοι,| πληγώνονται και χάνονται Σαχλ., Αφήγ. 239· (μεταφ.): όπ’ αγαπούνται μετ’ αυτά (ενν. τα φιλιά) πληγώνουνται και γιαίνου,| ζούσι, κυρά, και χαίρουνται και δίχως φα χορταίνου Φαλιέρ., Ιστ.2 657· β) αποκτώ πληγές: Προς άρρωστον όταν από πολλού καιρού κείμενος εις το κραβάτιν, και πληγωθώσιν τα κόκκαλά του και τα πλευρά του Ιατροσ. 6156· πάραυτα εβγήκαν εις τους ανθρώπους φλυκτίδες και πρήσματα, και επληγώθησαν όλοι οι Φαραωνίται Ροδινός (Βαλ.) 100· γ) (μεταφ.) στεναχωριέμαι, υποφέρω ψυχικά: γιατί ο Έρως ήκαμεν πολλούς να πληγωθούσιν| ανδρείους και οπίσω του να του ακολουθούσιν Διγ. O 1559· δ) (μεταφ.) προσπαθώ υπερβολικά, επιμένω: Δεν βλέπεις (ενν. Θάνατε) ’τι από μας τινάς να ιδεί την εμορφιάν σου| ποσώς ουδέν τ’ ορέγεται, ουδέ την συντροφιάν σου;| Δεν ξεύρεις ότι διώχνουν τον τον λύκο ’κ το κοπάδι;| κι εσύ γιατί πληγώνεσαι να είσαι μ’ εμάς ομάδι; Πένθ. θαν.2 228. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = (μεταφ.) πληγωμένος ψυχικά, βασανισμένος: απής το σφάλμα γίνηκε, μη στέκεσαι σε θλίψη, (παραλ. 8 στ.) κι η πληγωμένη σου καρδιά παρηγοριάν ας πάρει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 176· όταν τους λάχει δυσκολιά για μπόδιστρο κανένα,| πόση φωτιά στα σωθικά παίρνου τα πληγωμένα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4073· (προκ. για ερωτικό καημό): διπλωμένη| καδένα την αγάπη σου σφικτά κρατεί δεμένη| στην πληγωμένη μου καρδιά Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 41. Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = τραυματίας: ο βισκούντης εντέχεται ... να τους βάλει εις την φυλακήν, έως όπου ... να δει το τι θέλει γενηθείν απέ τον πληγωμένον Ασσίζ. 45912· (μεταφ.): κάθε πληγωμένος| βοήθειαν παίρν’ από σε και μένει γιατρεμένος·| κι άλλους γιατρεύεις ψυχικά, κι άλλους μ’ ελεημοσύνην Τζάνε Εμμ., Αφ. 14127.πολυθεώρητος,- επίθ.
Από το ά συνθ. πολυ‑, το θεωρώ και την κατάλ. ‑τος. Η λ. τον 4.‑5. αι. (Lampe, Lex.) και στο Κουμαν., Συναγ.· βλ. και LBG.
(Εδώ προκ. για γεγονός) που τον παρατηρούν, που τον παρακολουθούν πολλοί: ην το κακόν πολυθεώρητον, μηδέ εις καρδίαν ή νουν ανθρώπινον τούτο ποτέ ανελθόν Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III65.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- ο, Χρον. Μορ. H 2800, 2900, 2908, 2916, Χρον. Τόκκων 3223.