Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αναβράζομαι,
- Παντεχνή, Κυνηγ. 52.
Από την πρόθ. ανά και το βράζω· βλ. Κουκ., Αθ. 43, 1931, 79, 82· βλ. όμως και Κουκ., Ευστ. Γραμμ. 76. Πβ. το σημερ. αναβράζω (ΙΛ).
Ανβρύζω, αναπηδώ (όπως το νερό): ρανίς αίματος ή παμφόλυξ αναβρασθέντα της σφαγής του θηράματος την λεοντήν κατερράντισεν Παντεχνή, Κυνηγ. 52.ανακυλίω,- Παντεχνή, Κυνηγ. 47.
Το μτγν. ανακυλίω. Πβ. ΙΛ, λ. ανακυλώ.
Οργώνω, καλλιεργώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ανακυλώ A3β): ανηρεύνα τας ανακυλισθείσας αρούρας Παντεχνή, Κυνηγ. 47.απογεύομαι,- Παντεχνή, Κυνηγ. 49, Ιερακοσ. (Hercher) 44333, 50030, 51432, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 364· ’πογεύομαι, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 325.
Το αρχ. απογεύομαι. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Παίρνω τροφή: Ιέρακος δείκνυται νόσος αφανής όταν επί θήραν μη βούληται απογεύσασθαι Ιερακοσ. 44333. 2) Τελειώνω το γεύμα μου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1 β): απήτις επογεύτημε όλοι εμαζωκτήκαν Διήγ. ωραιότ. 325.απολύω,- Παντεχνή, Κυνηγ. 50, Προδρ. IV 132, Ιερακοσ. 3681, 48814, 50025, 5078, Ορνεοσ. αγρ. 52818, 5573, Διγ. Gr. VI 399, Διγ. Τρ. 2282, Διγ. A 3371, Ερμον. Ζ 120, Ορισμ. Μαμελ. 9713, 23, Πουλολ. Αθ. 274, Πουλολ. 321, Βίος Αλ. 3142, Συναξ. γαδ. 6, Gesprächb. 16110, 20199, 332, 6113, Μαχ. 19035, 56628, Δούκ. 13312, 3077, 3112,33119, 3411, 39128, Θησ. (Schmitt) 334 III 75, Ch. pop. 508, Διήγ. Αλ. V 27, Διήγ. Αλ. G 26328, 2642, 28424, 2889, Έκθ. χρον. 2710, 4810, 526, Σκλάβ. 196, Συναξ. γυν. 100, Σοφιαν., Παιδαγ. 119, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 290, Αχέλ. 695, 1631, 2099, Χρον. σουλτ. 7024, 1073, 11231, 12922, Δωρ. Μον. XXXVIII, Κατζ. Ε΄ 50, Πανώρ. Β΄ 535, Πιστ. βοσκ. I 5, 192· II 7, 69, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄[230], Δ΄ [1096], Ε΄ [487], Φορτουν. Δ΄16· απολάω, Ευγέν. 259· απολνώ, Ιστ. Βλαχ. 1644· απολώ, Πουλολ. Z 140, Πουλολ. Αθ. 145, Πουλολ. 151, Φυσιολ. (Zur.) XV4, Αχέλ. 631, 1187, 1852, 2151, Πιστ. βοσκ. IV 7, 159, Στάθ. Γ΄ 36, Τζάνε, Κρ. πόλ. 19720, 2849, 34820, 3843, 4861, 5159· ’πολύω, Αχιλλ. N 540, Σκλέντζα, Ποιήμ. 121, 63, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 511, Στάθ. Β΄ 62, Τζάνε, Κρ. πόλ. 30019.
Το αρχ. απολύω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
I. Ενεργ. 1) α) Αφήνω ελεύθερο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1α): Τι με κρατείς, αδιάντροπε; γλήγορα απόλυσέ με Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [230]· Όρισε και απολύσαν τον να ’ναι σημαδεμένος Πουλολ. Αθ. 274 (βλ. και απελευθερώνω, αποβγάνω 3β)· β) απελευθερώνω (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S στη λ. ΑΙ2 και II. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2): εγίνη Τούρκος και τον απόλυσε Χρον. σουλτ. 11231 (βλ. και αναρρύω, αποβγάνω 3α, απογλυτώνω 1). 2) (Προκ. για στράτευμα) διαλύω το στράτευμα (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. A III 1· πβ. ΙΛ στη λ. Α2): απολύσανε τα φουσσάτα όπου ετοιμαζόντησαν εισέ πόλεμον Χρον. σουλτ. 7024 (βλ. και απέρχομαι 3β). 3) (Προκ. για το σύζυγο) χωρίζω (μτβ.) (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. ΑΙΙΙ2): πολλά μοχθήσας του εκβαλείν αυτήν εκ της πίστεως του Χριστού, ουκ ηδυνήθη ελκύσαι αυτήν, όμως απέλυσεν αυτήν Έκθ. χρον. 2710. 4) (Προκ. για απεσταλμένους) κατευοδώνω: ο Μουχαμέτ δεξιώς αυτούς ίδιον … φιλοτιμήσας και δώροις πλείστοις κορέσας απέλυσεν αυτούς εν ειρήνη Δούκ. 13312. 5) (Προκ. για πλοία) εξαποστέλλω: Μεθ’ ημέρας ουν τρεις της αλώσεως απέλυσε τα πλοία πορεύεσθαι έκαστον εις την αυτών επαρχίαν και πάλιν Δούκ. 39128 (βλ. και αποδιαβάζω 1). 6) α) Αφήνω (κ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α4): κρατείς το εις την γλώσσα σου, ποσώς ουκ απολείς το Πουλολ. Αθ. 145· η μτχ. παρκ. ως επίθ.= αχαλίνωτος: αι ηδοναί είναι πράγμα ακράτητον και απολελυμένον Σοφιαν., Παιδαγ. 119 (βλ. και αμολάρω, απαριάζω 1 β, απαφήνω 1)· β) προσηλώνω κάπου το βλέμμα μου: και απολύσουσιν ατενές εκεί το όμμα Παντεχνή, Κυνηγ. 50. 7) Δίνω άφεση αμαρτιών, παραβλέπω, συγχωρώ: τες αμαρτίες σ’ επόλυκα διά την πολλήν σου αγάπην Σκλέντζα, Ποιήμ. 163. 8) Εγκαταλείπω: διά τούτην την αφορμήν απόλυσεν ο ρήγας την Τρίπολιν γλήγορα διά τον απαίδευτον λαόν Μαχ. 19035 (βλ. και αλλάσσω Α4, αμπαντονάρω, αναχωρίζω Α, απαριάζω 1α, απαρνοϋμαι, απαφήνω 1, αποβάλλω 1). 9) (Προκ. για την εκκλησία) διαλύω το εκκλησίασμα στο τέλος της θείας λειτουργίας (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 6): η εκκλησία απολνά κι ημέρα θέλει γένει Ιστ. Βλαχ. 1644. 10) (Προκ. για πορδή) αφήνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 9): Και πώς κατέχεις κι ήτονε το πράμα τούτο έτσι; Να ζήσω, οπού τα λόγια σου, Φλουρού, επόλυκές τσι Στάθ. Β΄ 62. 11) (Προκ. για χολή, φλέγμα, κλπ.) βγάζω από το στόμα, κάνω εμετό: και ευθέως απολύει πάσαν χολήν και φλέγμα Ορνεοσ. αγρ. 52818. 12) (Προκ. για μυρωδιά) αναδίνω: και βλέπω την ιστίαν του πώς συχνοφλακαρίζει | και πώς πολλάκις των κρεών την τσίκναν απολύει Προδρ. IV 132 (βλ. και απόζω 1). 13) α) Αφήνω κάτι να απλωθεί, χαλαρώνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 15): το χαλινάρι απόλυσες κατά την όρεξήν τους Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [1096]· μ’ απολυμένα ρέτενα στης τύχης μου το θάρρος Θησ. 334 III 75 (βλ. και αντεφαπλώ)· β) (προκ. για τα μαλλιά) αφήνω λυτά (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α15): Η βασίλισσα τα μαλλιά της απόλυκεν έως την γην Διήγ. Αλ. G 2889· γ) (προκ. για τις φτερούγες πουλιού) απλώνω, τεντώνω: όταν ανατέλλει ο ήλιος …, απολεί τας πτέρυγας αυτού ο γρυψ και δέχεται τας ακτίνας του ήλιου Φυσιολ. XV4. 14) (ΙΙροκ. για φωτιά) βγάζω (σπίθες) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 16γ): να πεις να κάμει | φωτιά ποτέ να πιάσει | η σπίθα ν’ απολύσει Πιστ. βοσκ. I 5, 192. 15) Εξαπολύω (κάπ. η κ.) εναντίον άλλου: Και Αλέξανδρος απόλυκεν τέσσερεις χιλιάδες αμάθητα βουβάλια και αγελάδες Διήγ. Αλ. G 28424. 16) Εκσφενδονίζω, ρίχνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A 18): εν τῳ πύργῳ τον Χαλίλ πασιά χώνας χαλκούς απολύουσας πέτρας υπέρ εξακόσιων λίτρων το βάρος Δούκ. 3077· την κάλλια μου σαΐτα (παραλ. 1 στ.) την βάνω στο δοξάρι και απολώ την Πιστ. βοσκ. IV 7, 159 (πβ. και ακοντίζω 2, αμολάρω 3, αμπώθω 2β, αποδισκεύω, απολέρνω 1)· φρ. (1) απολώ κοπανιά = δίνω κοπανιά· Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [487]· (2) απολώ τυφέκια = ρίχνω τουφεκιές, πυροβολώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A 19): Οι Τούρκοι στες τριντζέρες τως έστεκαν κι απολούνε ανάμεσα εις το λαό τουφέκια Τζάνε, Κρ. πόλ. 4861. II. Μέσ. 1) (Αποχωρίζομαι από κάποιον (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. C II): τώνδε εγώ απολυθείς χάριν αναπαυθήναι Διγ. A 3371. 2) Ορμώ, επιτίθεμαι: ευθύς επελυθήκασιν οι αδελφοί οι πέντε Αχιλλ. N 540· Και ωσάν ήρθανε, δεν εστάθη εις τον λόγον του, μόνε απολύθη το φουσσάτο … και τους επιάσανε και τους εκάμανε σκλάβους Χρον. σουλτ. 1073 (βλ. και ανεβαίνω 2, αντιπίπτω).ασπίς (Ι),- η, Σπαν. O 171, Παντεχνή, Κυνηγ. 50, Μανασσ., Αρίστ. (Mazal) 778, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 155, Φυσιολ. 35424, 3736, Δούκ. 1197, Αλφ. 2378· ασπίδα, Ακ. Σπαν. 35211, 44506, Ιμπ. 116, Λέοντ., Αίν. I 222, Φυσιολ. (Legr.) 275, Φυσιολ. 3732, Διήγ. Αλ. V 37, 73, Πικατ. 267, Ιμπ. (Legr.) 121, Σκλάβ. 194, Συναξ. γυν. 232, Πιστ. βοσκ. I 2, 9, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [316], Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 482· ’σπίδα, Ερωτόκρ. Β΄ 250, 1294· ’σπίθα, Πεντ. Άρ. XXI 6, 8.
Το αρχ. ουσ. ασπίς (L‑S II). Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. ασπίδα). Ο τ. ’σπίθα από παρετυμ. προς το σπίθα (Βλ. Ξανθουδίδη [Ερωτόκρ. σ. 413]).
1) Είδος φαρμακερού φιδιού (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. ασπίς II και σήμ., ΙΛ, λ. ασπίδα 1): Μα πλιά ’πονην και πλιά κουφήν από την ίδι’ ασπίδα Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [316]· Με θράσος λέοντος, δύναμιν ασπίδας βρυχισμένης Ιμπ. 116. 2) (Πιθ.) μυθικός δράκος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ασπίδα 2β: άρκος, ασπίς ανήμερος, ηπατοφάγος λέων Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 155.άστατος,- επίθ., Γλυκά, Στ. 376, Παντεχνή, Κυνηγ. 47, Μανασσ., Χρον. 2876, 4377, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 884, Φλώρ. 1805, Λίβ. P 1066, Λίβ. Sc. 1195, 1378, Λίβ. Esc. 2297 (έκδ. άστακτον· διορθώσ.), 2519 (έκδ. άστακτον· διορθώσ.), 2938 (έκδ. άστακτον· διορθώσ.), Λίβ. N 2211, Γεωργηλ., Βελ. 573, Αλφ. (Μπουμπ.) I 63, Πένθ. θαν.2 2, Αλφ. 1479, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 3114, 1952.
Η λ. στον Αριστοτέλη και σήμ. (ΙΛ).
1) Ασταθής, ευμετάβλητος, αβέβαιος (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I2 και σημερ., ΙΛ στη λ. 1): βίος … άστατος Γλυκά, Στ. 376. Βλ. και αχαμνός, ανυπόστατος 2γ, αστατώ μτχ. 1α, ασύστατος. 2) Που δεν παύει να κινείται· αεικίνητος (Βλ. L‑S στη λ. I1 και ΙΛ στη λ. 2): Βλέπεις τον κόσμον, άνθρωπε, τροχός εν’ και γυρίζει (παραλ. 2 στ.). Άστατος ένι, πίστευσον, επί πολλούς γυρίζει Αλφ. 149. Το ουδ. ως ουσ. = αστάθεια, αβεβαιότητα (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. 4): της μοίρας μου το άστατον Λίβ. N 2211, Φλώρ. 1805, Πένθ. θαν.2 2. Βλ. και αστασία.ατενής,- επίθ., Παντεχνή, Κυνηγ. 50, Καλλίμ. 460.
Το αρχ. επίθ. ατενής.
(Προκ. για βλέμμα) που είναι προσηλωμένος (Η χρ. στον Αριστοτέλη, L‑S στη λ. II): απολύουσιν ατενές εκεί το όμμα Παντεχνή, Κυνηγ. 50· (επιρρημ.): έβλεπεν μόνον ατενές, ίστατο μόνον βλέπων Καλλίμ. 460.αυτόσκευος,- επίθ., Παντεχνή, Κυνηγ. 52.
Το μτγν. επίθ. αυτόσκευος.
Ο μη κατασκευασμένος από τεχνίτη· άτεχνος, κακότεχνος (Η σημασ. μτγν., L‑S): εστί δε (δηλ. η παροψίς) αυτόξυλος και αυτόσκευος Παντεχνή, Κυνηγ. 52.βασιλίσκος- ο, Παντεχνή, Κυνηγ. 50, Μανασσ., Αρίστ. I β΄ 18 [= Μανασσ., Αρίστ. (Mazal) 294], Μανασσ., Χρον. 275, 2964, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 758, Ιατροσ. 2620, Λέοντ., Αίν. I 262, Χρησμ. (Λάμπρ.) 119, Φυσιολ. 3732, Διήγ. Αλ. V 26, 37, Αχέλ. 2025.
Η λ. στον Ιπποκράτη. Βλ. Δημητράκ. και Andr., Lex. Πβ. και ΙΛ (λ. βασιλισκάδι).
1) Είδος φιδιού (Η σημασ. στον Ιπποκράτη, L‑S στη λ. II. Βλ. και Δημητράκ. στη λ. 2): όφιν τον βλάπτοντα και τον βασιλίσκον, δράκοντα τον γενναίον Ιατροσ. 2620· επί ασπίδας επιβαίνειν και βασιλίσκους και δράκοντας! Παντεχνή, Κυνηγ. 50· ο γουν φιλοχρυσότατος εκείνος Βασιλίσκος| και κατά Ζήνωνος ιόν εξέχεε κακίας| και βασιλίσκου γέγονε πικρότερος εν έργοις Μανασσ., Χρον. 2964. Βλ. και ασπίς I1. 2) Είδος πουλιού (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. III. Βλ. και Δημητράκ. στη λ. 3): Το κεφάλιν του έκαμεν ως αετού και εις την κεφαλήν του κερατόπουλα χρυσά και ουράν ώσπερ του βασιλίσκου Διήγ. Αλ. V 26. 3) Κανόνι (Πβ. Zingarelli, λ. basilisco): με τους βασιλίσκους τρεις αρχίσασι να κρούσιν Αχέλ. 2025. Η λ. και ως κύρ. όν.: Ζήν. Πρόλ. 95, Γ΄ 164, Μανασσ., Χρον. 2962, κ.α.διάβημα- το, Γλυκά, Στ. 76, Παντεχνή, Κυνηγ. 49, Έκφρ. ξυλοκ. 179, Ακ. Σπαν. (Eideneier) Α 373, Χειλά, Χρον. 347, Ψευδο-Σφρ. 50837, Βίος γέρ. V 899.
Το μτγν. ουσ. διάβημα. Η λ. και σήμ. ως λόγ. (Δημητράκ.).
1) Βήμα (Η σημασ. μτγν., L‑S): κατεύθυνε τα διαβήματα ημών εις οδόν ευθείαν Χειλά, Χρον. 347. 2) Ενέργεια (Βλ. Lampe, Lex. Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): ω γλώσσης ψευδηγόρου, (παραλ. 4 στ.) ήτις εις γην κατέαξε τα διαβήματά μου Γλυκά, Στ. 76.διαγλείφω,- Παντεχνή, Κυνηγ. 52.
Από την πρόθ. διά και το γλείφω.
(Προκ. για ζώο) γλείφω εντελώς: Είτα τι εφίεται και λοιπής βρώσεως το θηρίον …, κατέχει και συσφίγγει ως μη αν απολύσαι ει μη και διαγλείψει όσον ένυγρον εν αυτῄ· και διαλείχον νοτίδα πάσαν αιματηράν απομάξεται Παντεχνή, Κυνηγ. 52.εγχώννυμι,- Παντεχνή, Κυνηγ. 47.
Το μτγν. εγχώννυμι.
Μέσ. (με το ουσ. πειρασμός) χώνομαι (μεταφ.): πειρασμοίς εγχωσθείς, ους οίμαι τον πτερνιστήν ανορύξαι … προσεχρησάμην θέμενος ες επίκουρον Παντεχνή, Κυνηγ. 47.εκτραχηλίζω.- Το αρχ. εκτραχηλίζω.
(Μέσ.) παρασύρομαι (Βλ. Δημητράκ., λ. εκτραχηλίζω 6): Αποτάξαντες εαυτούς στοιχηδόν των άλλων οι ευ ειδότες τα της θηρευτικής και απ’ αλλήλων διαιρεθέντες οίον αδιαιρέτως ως μήτε τῳ πλησιασμῴ εις λόγων ομιλίαν εκτραχηλίζεσθαι Παντεχνή, Κυνηγ. 48.εμβόσκομαι.- Το μτγν. εμβόσκομαι.
(Αμτβ.) «βόσκω», τρέφομαι· ζω (Η σημασ. μτγν., L‑S): ανηρεύνα (ενν. ο ανήρ) τας λόχμας και … αρούρας, … ίνα τοις εμφωλεύουσι τετραπόδοις και τοις εμβοσκομένοις πτηνοίς, τοις μεν επαφιείη τας συνεπομένας κύνας λακαίνας, … τοις δε τους επιβούλους ιέρακας Παντεχνή, Κυνηγ. 47.εναγκαλίζομαι,- Σπαν. B 196.
Το μτγν. εναγκαλίζομαι.
Σφίγγω στην αγκαλιά μου (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I): Κείται μεν το θηρίον εναγκαλιζόμενον τοις εμπροσθίοις τον πτώκα Παντεχνή, Κυνηγ. 51· καν μάθεις ότι καθαράν εφύλαξεν αγάπην,| τότε ενηγκαλίσου τον και δέξου τον ως φίλον Σπαν. B 91.ερωμανώς,- επίρρ.
Από το επίθ. ερωμανής. Η λ. στο Ζωναρά σ. 877.
Με μανία: κατανοήσαντες έτι τον θηρεύειν ερωμανώς εξεχόμενον (ενν. τον μεγιστάνα) ουκ εμπρέπον ημίν συμπαρομαρτείν λογισάμενοι … νόστου μνησθήναι συνείδημεν Παντεχνή, Κυνηγ. 52.ευμηχάνως,- επίρρ.,
Το μτγν. επίρρ. ευμηχάνως (L‑S, λ. ευμήχανος I).
Εύστροφα, με τρόπο έξυπνο: είτά πως ευμηχάνως πάλιν ζωγρείται Παντεχνή, Κυνηγ. 52.ευπερίστροφος,- επίθ.
Από το επίρρ. ευ και το περιστρέφω. Η λ. τον 6. αι. (L‑S).
Που κάνει πολλές περιστροφές: εωρώντο σκυλαγωγοί εφεπόμενοι ταις ευπεριστρόφοις των κυνών ιχνοσκοπίαις Παντεχνή, Κυνηγ. 48.καταγλυκαίνω,- Παντεχνή, Κυνηγ. 49, Ιερακοσ. 4084.
Το αρχ. καταγλυκαίνω. Η λ. στο Βλάχ.
Κάνω κ. πολύ γλυκό, γλυκαίνω: μέλιτι χρίε αυτού τον φάρυγγα και την υπερῴαν, ... ίνα καταγλυκανθεί ο ιέραξ από της πικρίας του φαρμάκου Ιερακοσ. 42024· (μεταφ.): πάλιν όσοις έποικε πολλήν τιμήν η Τύχη,| όσους εκατεγλύκανε εκ το διακριτικόν της Λόγ. παρηγ. L 9.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Παντεχνή, Κυνηγ. 52.