Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αγαρηνικός,
- επίθ., Πανάρ. (Λαμψ.) 7716.
Από το Αγαρηνός και την κατάλ. ‑ικός.
Τουρκικός: και διώκει αυτούς, στείλας και κεφαλάς αγαρηνικάς ενταύθα Πανάρ. (Λαμψ.) 7716. — Πβ αγαρηνός.αγιαστής,- επίθ., Πανάρ. (Λαμψ.) 7419, 765, Πεντ. (Hess.) Έξ. ΧΧΧΙ 13, Λευιτ. ΧΧ 8, ΧΧΙ 8, XXVII 15.
Από το αγιάζω. Τύπος αγιάστης ήδη σε πάπυρο (Lampe, Lex.).
α) Αυτός που αγιάζει: και να φυλάξετε τους τύπους μου και να κάμετε αυτουνούς· εγώ ο κύριος ο αγιαστής σας Πεντ. Λευιτ. ΧΧ 8· Και να μη λιτώσει τη σπορά του εις τους λαούς του, ότι εγώ ο κύριος ο αγιαστής του Πεντ. Λευιτ. ΧΧΙ 15· β) επίθ. του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου: αλλ’ εσκήνωσαν εις τον άγιον Ιωάννην τον Αγιαστήν Πανάρ. 7419.αζάπικος,- επίθ., Πανάρ. (Λαμψ.) 7625.
Από το ουσ. αζάπης. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Που ανήκει στους αζάπηδες, πειρατικός (βλ. και Λαμψ., Πανάρ., Γλωσσ.): απήλθον εις την Κωνσταντινούπολιν διά το κούρσον, ο εποίησαν τα αζάπικα παρασκάλμια τους Αρανιώτας Πανάρ. (Λαμψ.) 7625 (πβ. αζάπης ο, β).αιχμαλωσία- η, Μανασσ., Αρίστ. (Τσολ.) ΙΙ 64, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 354, Hist. imp. (Mor.) 18, Διγ. (Mavr.) Gr. I 197, III 76, Διγ. (Hess.) Esc. 568, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 668, 3076, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 691, 1627, Βίος Αλ. (Reichm.) 4082, Πανάρ. (Λαμψ.) 7222, Καναν. (PG 156) 68A, 73B, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) Πρόλ., Μαχ. (Dawk.) 29235, Δούκ. (Grecu) 9116, 10121, 10720, 33710, 35117, 3774, 3856, 39328, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 5814, 9812, 10413, 13435, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 378, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 6514, Έκθ. χρον. (Lambr.) 512, Ιστ. Ηπείρ. (Cirac Estop.) XXVII2, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 679, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 49 δις, 51, 61, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 12517, Μ. Χρονογρ. (Τωμ.) 3315, Χίκα, Μονωδ. (Μανούσ.) 10, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2547 [ = Γέν. Ρωμ. (Λάμπρ.) 137], Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32028, 33419, 33831, 40514, Διγ. (Lambr.) O 1161, Διακρούσ. (Ξηρ.) 673, 7090, 11014, 11720· αιχμαλωσιά, Διήγ. Βελ. (Cant.) 162, Αχιλλ. (Hess.) N 589, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 410, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 589· αμαλωσιά, Πεντ. (Hess.) Αρ. XXXI 12, Δευτ. ΧΧΙ 10, ΧΧVIII 41, XXXII 42· ηχμαλωσία, Χρον. Τόκκων 3837.
Το μτγν. ουσ. αιχμαλωσία. Για τον τ. αμαλωσιά πβ. το σημερ. τ. αμαλουσία (ΙΛ στη λ. αιχμαλωσία). Ο τ. από επίδραση της αύξησης του αορ. ηχμαλώτισα ή από κώφωση του φθόγγου e κατά τα βόρεια ιδιώμ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Σύλληψη αιχμαλώτων (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. 1): Παρεδόθην η πόλις εις διαγουμάν και αιχμαλωσίαν Καναν. 68Α· Και ήλθεν εις τους τόπους του αφέντη μου και εποίκεν πολλήν αιχμαλωσίαν εις την Αλεξάνδραν και εις άλλους πολλούς τόπους Μαχ. 29235· Διήγησις διά στίχων του δεινού πολέμου …, η οποία περιέχει την σκληρότητα και αιχμαλωσίαν των αθέων Αγαρηνών και πώς εκυρίευσαν όχι μόνον τα Χανιά Διακρούσ. 673 . Πβ. αιχμαλωτισμός. 2) Κατάσταση του αιχμαλώτου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Ουκ εις δουλείαν ουν ημείς ή προς αιχμαλωσίαν υπάρχομεν, αι πρότερον προστεταπεινωμέναι Βίος Αλ. 4082· Αλούς ουν εγώ και πάντα τα δυσχερή και κακά της αιχμαλωσίας υπενεγκών ο άθλιος Σφρ., Χρον. μ. 9812. 3) Σύνολο αιχμαλώτων (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. ΙΙ): Και ωσάν έλαβε τον λαόν της Αιγίνης, ... υπήγε και αιχμαλώτισε και άλλα νησία πολλά του Αρτζιπελάγου. Και εγέμισεν όλην την αρμάδα αιχμαλωσία Κώδ. Χρονογρ. 49· Και έφεραν προς τον Μωσέ και προς τον Ελεάζαρ τον ιεριά και προς τη συναγωγή παιδιά του Ισραέλ την αμαλωσιά και το έπαρμα και το κρούσος Πεντ. Αρ. ΧΧΧΙ 12· να χορτάσω τις σαγίτες μου από αίμα και το σπαθί μου να φάει κρεάς· από αίμα σκοτωμένου και αμαλωσιά από αρχή αποβγάλματα του οχτρού Πεντ. Δευτ. ΧΧΧΙ 42. 4) Λάφυρα: Εισήλθεν εις την Ματζούκαν ο Χατζημίρης, ο υιός του Παϊράμη, μετά φοσάτου πολλού και εκούρσευσεν αιχμαλωσίαν πολλήν Πανάρ. 7222.αιχμαλωτίζω,- Γλυκά, Αναγ. (Ευστρ.) 254, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 55410, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1623, 3304, Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 275, Chron. br. (Loen.) 18, Βίος Αλ. (Reichm.) 1928, 2625, 3333, Αχιλλ. (Hess.) N 180, 588, 639, 653, Αχιλλ. (Hess.) L 103, 459, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 243, Πανάρ. (Λαμψ.) 6812, Λίβ. (Μαυρ.) P 1371, 1374, 1383, 1417, Λίβ. (Lamb.) Sc. 285, 288, 298, 357, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1411, 3983, Λίβ. (Wagn.) N 1259, 1267, 1323, 1371, 1721, Καναν. (PG 156) 65A, 65D, 69C, 80D, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) Πρόλ., Μαχ. (Dawk.) 4444, Δούκ. (Grecu) 33710, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 11418, 1169, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 344, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 2221, 7211, 7413, 1679-10, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 33116, 33614, 37132· ’χμαλωτίζω, Τριβ., Ταγιαπ. (Irmsch.) 232, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Δ΄ 863, Διακρούσ. (Ξηρ.) 719, 1059.
Το μτγν. αιχμαλωτίζω. Η λ. και σήμ. ως λόγ. και ως δημ. στο Λιβύσσι (Λυκίας) (ΙΛ).
I. Ενεργ. 1) Πιάνω κάποιον αιχμάλωτο (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S και σήμ, ΙΛ στη λ. 1): Αλλά δη και αυτοί οι Τούρκοι ... τους μεν ηχμαλώτιζον τους δε απέκτεινον, τους δ’ αυθέντας και τους άρχοντας κατεγέλων Σφρ., Χρον. μ. 11418· Ορίζει αιχμαλωτίζουν τους και σιδηρώνουσίν τους Αχιλλ. N 588· ήκαψε δάση και χωριά κι ανθρώπους ’χμαλωτίζει Ερωτόκρ. Δ΄ 863· αυτός ην ο προ τεσσάρων ετών ελθών εν τῃ Λέσβῳ και αιχμαλωτίσας αιχμαλωσίαν άπειρον Δούκ. 33710· και έκλαιεν εκείνον οπού την ήρπασεν από τους γονείς της και έφερέν την εκεί να αιχμαλωτισθεί Διγ. Άνδρ. 37132· και καθ’ εκάστην τους εχθρούς πάντα να πολεμούμεν,| να τους αιχμαλωτίζομεν και να τους κατελούμεν Αχιλλ. N 653· παρού ότι αιχμαλωτίζομαι διά πόθον ιδικόν σου Λίβ. N 1371. (πβ. ιδιάζουσα χρήση): Σοφιαν., Παιδαγ. (Legr.) 105. 2) α) Υποδουλώνω, κυριεύω: Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως. Ηχμαλωτίσθη δε υπό των Τούρκων Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. Πρόλ.· όπως δουλώσομεν τους Ρωμαίους και αιχμαλωτίσομεν και την Πόλιν Καναν. 69C· να πάρομεν και να αιχμαλωτίσομεν την Κερυνίαν Μαχ. 4444. β) κυριεύω, κατακτώ (μεταφ.): το κάστρον της καρδίας μου μόνη να το υποτάξεις| και αυθεντικά να το διαβείς, τον πύργον της ψυχής μου,| του φθόνου το επιβούλευμα να λείψει από την μέσην| και από το αιχμαλωτίζομαι να λάβω ελευθερίαν και όσα πονώ να τα χαρώ, να μη νικήσει ο φθόνος Λίβ. Sc. 298· και το πτερό σου οπού πετά και αιχμαλωτίζει ανθρώπους Λίβ. Sc. 3983. 3) Λεηλατώ: να αιχμαλωτίσουν τα χωρία και να σφαγούν ανθρώποι Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1623· τες χώρες σου κουρσεύουν,| καταπατούν και καύτουν τες, αιχμαλωτίζουσίν τα Αχιλλ. L 103· να λυπηθεί από καρδιάς και να αναστενάξει| και τα λοιπά περίχωρα πώς αιχμαλωτισθήκαν| από το γένος των Τουρκών και καταρημασθήκαν Διακρούσ. 719. 4) (Προκ. για πράγματα) αρπάζω, οικειοποιούμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): αιχμαλωτίσας πάμπολλα πρόβατα της Περσίδος (παραλ. 2 στ.) προσέταξεν ακολουθείν όπισθεν στρατοπέδου Βίος Αλ. 3333· Έρριψαν δε και πολλά ων εκείθεν ηχμαλώτισαν μη έχοντες φέρειν αυτά Ιστ. πολιτ. 7413. 5) Συλλαμβάνω, κατακτώ κάτι (διανοητικώς): τούτον τον λόγον ει μεν τις ούτω απλώς νοήσει,| προς μόνον το φαινόμενον, ουδέν σπουδαίον έχει (παραλ. 6 στ.)· εγώ δε τούτο το ρητόν πιστώς αιχμαλωτίζων| εις εκδοχήν ανάγομαι τούτου τιμιοτάτην Γλυκά, Αναγ. 254. II. (Παθητ.) δε σημειώνω ανάπτυξη, πρόοδο, μαραζώνω: τα μεν ουν σωματικά ηύξανεν ως αι ημέραι ..., τα δε ψυχικά λίαν ηχμαλωτίζετο και εις άκρον επτώχευε Εξήγ. πέτρ. 275. Η μτχ. παρακ. ως επίθ. = σκλάβος, δούλος: Διά αιχμαλωτισμένη σε επήρα από τους εδικούς σου και έγινες αυθέντρια Διγ. Άνδρ. 33116· Τότε λοιπόν εβγαίνασιν ως αιχμαλωτισμένοι, μαύροι και ολολύπητοι και καταδικασμένοι Διακρούσ. 1059. — Πβ. και αιχμαλωτεύω.αιχμάλωτον- το, Ασσίζ. (Σάθ.) 24911, Διγ. (Mavr.) Gr. I 124, 333, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9722, Πανάρ. (Λαμψ.) 7919, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 2117, 6225, 722, 11620, 14231, 14414, 14525, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 347, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 5221, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 152 Ϟς΄· αιγμάλωτον, Ασσίζ. (Σάθ.) 4042· αιμάνωτο, Ασσίζ. (Σάθ.) 4225 (πιθ. εσφαλμ. γραφή αντί αιμάλωτο)· αμάλωτον, Ασσίζ. (Σάθ.) 15021, 1722, 24626, 4021, 40527, 43412, 43517, 25, Διγ. (Καλ.) Esc. 462, 570, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1259, 1261, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3996, Μαχ. (Dawk.) 1645, 17414, 46425 (και στα τρία χωρία έκδ. τα μάλωτα), 58818, 62211 (έκδ. τα μάλωτα), 64033, Πικατ. (Κριαρ.) 235, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 147, Πεντ. (Hess.) Έξ. ΧΙΙ 29, Αρ. ΧΧΧΙ 19, ’χμάλωτο(ν), Κορων., Μπούας 145, Μαχ. 1645, 17434, 62211. ομάλωτο, Διγ. (Hess.) Esc. 570.
Το ουδ. του επιθ. αιχμάλωτος ως ουσ. Από τη χρήση αιχμάλωτα χρήματα (όπως στον Αισχ., Ευμ. 400)· πβ. Ξενοφ., Ελλ. 2, 3, 8, και Ανάβ. 4, 1, 13, και 5, 9, 4: αιχμάλωτα = λάφυρα και Διόδ. Σικ. 13, 57: το αιχμάλωτον, ανδράποδον. Ίσως και από επίδρ. του ουδ. ανδράποδα. Ο τ. αιγμάλωτος και σε πρωτοβουλγ. επιγρ. (Beševl., Protobulg. Inschr. 41, 13), καθώς και στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 435). Ο τ. αμάλωτον από τον τ. αιγμάλωτον> αιμάλωτον (πβ. τον τ. αιμαλωτεύω στο λ. αιχμαλωτεύω) στην εκφορά του πληθ. τα *αιμάλωτα > τα ’μάλωτα> τ’ αμάλωτα (Γεωργακ., B-NJ 14, 1938, 144)· πβ. και αμαλωτίζω. Ο τ. ’μάλωτον στο Du Cange, λ. μάλωτον. Η λ. με διάφορους τ. συχνή σε ιδιώμ. (ΙΛ)· στην ποντιακή διάλεκτο χρησιμοποιείται προκ. για κατάρα (Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ Β΄ 6, 1955-6, 235, Κουκ., ΒΒΠ Ε΄, παρ. 28 και Ανδρ., Αθ. 44, 1932, 218 και Ανδρ., Σημασ. εξ. 19).
1) (Συνήθ. στον πληθ.) αιχμάλωτος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αιχμάλωτος 1α): απεσύναξεν αυτός πάσαν αιχμαλωσίαν| και με τα ομάλωτα αρίφνους ανδρειωμένους Διγ. Esc. 570· άνδρα ... ος ... και ήνεγκεν εκείθεν αιχμάλωτα πολλά και πλούτον και άλλα Ιστ. πολιτ. 5221· βλέποντας τα αιχμάλωτα που του ’συρναν δεμένα Κορων., Μπούας 6225· ότι τοιαύτην συνήθειαν αρχαίων είχομεν διά τα αιχμάλωτα, ότι να γίνεται ανταλλαγή και να απολύομεν ημείς εξ ων έχομεν, και η βασιλεία σου πάλιν εξ ων έχει αφ’ ημών σκλάβων να πέμπει Ορισμ. Μαμελ. 9722. 2) Δούλος: τιμωρίαν εντέχεται να έχει εκείνον το αιχμάλωτον οπού αγκαλέ τον αφέντην του Ασσίζ. 24911· έναν μου αμάλωτον ένι αστενής απού κοιλιακόν Ασσίζ. 43412· ει δε κανείς ανηύρεν το αιγμάλωτον εις κανένα σπίτιν εύκαιρον, ου αν ένι ότι ο σκλάβος εκρυβήθην Ασσίζ. 4042· να τους πουλούν ως αμάλωτα μόνον και τους Ρωμαίους; Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1261· ημπορούν καλά να ποίσουν διαθήκην και να ελευθερώσουν τα αμάλωτά τους Ασσίζ. 4021· κρατεί εις τον οίκο του ένα αμάλωτον κλεψιμίον Ασσίζ. 26426. 3) Ταλαίπωρος, δυστυχισμένος, κατατρεγμένος (Βλ. και ΙΛ λ. αιχμάλωτος 2): χαρά λοιπόν στον άνθρωπον οπού στο σπίτι του ’σαν| ξένα, πτωχά και αμάλωτα και από τον βίον του εζούσαν Πικατ. 235· εδάρε ποίαν τ’ αμάλωτο να πιάσω πάλιν στράταν Λίβ. Esc. 3996· ναύτες πτωχούς κι αμάλωτα αυτείνους να ’χεις φίλους| να μπεις εις την παράδεισον με τους αγίους αλλήλως Δεφ., Λόγ. 147. — Πβ. και αιχμάλωτος, καθώς και δούλος, σκλάβος.αλλάγιον- το, Αχιλλ. (Hess.) N 369· αλλάγιν, Σπαν. (Hanna) A 466, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 488, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 413, 416, 437, 480, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 644, 1137, 3700, 3707, 3710, 3711, 4657, 4659, 4671, 4662, 5027, 5056, 5059, 5061, 5063, 5339, 5341, 5346, 5351, 5356, 5379, 5386, 5403, 5409, 5679, 6203, 6613, 6651, 6811, 6971, 6974, 6992, 6998, 7003, 7006, 7016, 7018, 7021, 7024, 7028, 7042, 7048, 7067, 8985, 8989, 9020, 9035, 9116, 9131, 9132, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3707, 3948, 5339, Πανάρ. (Λαμψ.) 6520, 22, Αχιλλ. (Haag) L 349, 375, 377, 385, Αχιλλ. (Hess.) N 366, 368, Αχιλλ. (Hess.) L 329, 355 (έκδ. δέκα λόγια· διορθώσ.), 409, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 262, 265, 273, Ιμπ. (Κριαρ.) 462, Παρασπ., Βάρν. (Mor.) C 183, 232, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 228, Μαχ. (Dawk.) 1166, 13018, Θησ. (Foll.) I 54, 69, 70, Θησ. (Βεν.) Η΄ [886], [1141], ΙΑ΄, [521, 2, 8], Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 48, 70, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 204, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 120, Αχέλ. (Pern.) 1079, 1099, 1712, 2439, 2484, Σταυριν. (Legr.) 317, Διακρούσ. (Ξηρ.) 8310, 10628 (έκδ. τα λόγια· Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 302 διόρθ.: τ’ αλλάγια)· αλλάι, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5403· ελλάγι, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 176.
Υποκορ. του ουσ. αλλαγή. Για την επίδοση των υποκορ. σε ‑ιον> ‑ιν από θηλ. ουσ. πβ. αλαλάι (ετυμ.). Για την ετυμ. και σημασ. βλ. Ψάλτ., Αθ. 27, 1915, 99-107 (πβ. Kretschmer, Glotta 11, 1921, 99), Ξανθ., B-NJ 2, 1921, 205, BZ 18, 1909, 590, Guilland, REB 18, 1960, 83-84, 92, Μητσάκη, Αχιλλ. 17. Η λ. ήδη στα Τακτικά που αποδίδονται στο Λέοντα Ϛ΄ (Guilland, ό.π. 84). Βλ. και Du Cange, λ. αλλάγιον και αλλάγια, Sophocl., λ. αλλάγιον και Κοραή, Λεξιλ. σημ., λ. αλλάγι. Οι τ. αλλάγι, αλλάι και σήμ. (ΙΛ, λ. αλλάι).
1) α) Στρατιωτική μονάδα (Για παρόμ. σημασ. στα Τακτικά βλ. Guilland, REB 18, 1960, 84 και 92): Δώδεκα αλλάγια εποίησεν να είναι του πολέμου (παραλ. 2 στ.)· και πάσα ένα αλλάγιον και πάσα ένα σκήπτρον| τριακόσιους έχει θαυμαστούς άνδρας δοκιμασμένους Αχιλλ. N 366, 369· καθ’ ώρ’ απού τον πόλεμον τ’ αλλάγια συναλλάσσαν Αχέλ. 1099· όρθωσεν τα φουσσάτα του εις τρία αλλάγια Διήγ. Αλ. V 70· Εάν σε θέσουν εις αρχήν και πέσεις εις αλλάγιν,| την μεν ψυχήν σου πρόσεχε πάντα τού να φυλάττεις, τους δε συστρατιώτας σου τίμα και ασχολού γε Σπαν. (Λάμπρ.) Va 488· β) τάγμα ιππικού (Για παρόμοια σημασ. στα Τακτικά βλ. Pertusi, BZ 49, 1956, 93): ορίζει αλλάγια θαυμαστά τριακόσια πενήντα| και το καθέν από εκατόν είχεν καβαλαρίους Αχιλλ. N 445. 2) Σμήνος πουλιών (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αλλάι 4): Τα όρνια πώς μαζώνουνται ελάχετε στο βρώμα| και οπίσω τους τ’ αλλάγι τους ως φαμελιά στο δώμα; Απόκοπ. 204. 3) Φορεσιά (Για τη σημασ. βλ. Άμ., Αθ. 28, 1916, ΛΑ 127· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αλλάι 8· πβ. τη σημερ. χρ. του πληθ. αλλάγια (τα) προκ. για την παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά στη Νίσυρο, βλ. Παπαμανώλη, Παραδ. Κόσμημα, σελ. 19). Φέρνουν αλλάγια θαυμαστά, χάσδια χρυσοβουλλάτα| και καμουχάδες χρυσωτούς με το μαργαριτάριν Ιμπ. 462. Πβ. αλλαγή 2α, άλλαγμα 3, αλλακτόν, αλλαξία 4.αμιράς (I)- ο, Διγ. (Mavr.) Gr. Ι 30, 100, IV 21, Διγ. (Καλ.) Esc. 129. 205, 719, 723, 1613, 1639, Διγ. (Hess.) Esc. 7, 126, 132, 196, 340, 348, 485, 494, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 122, 173, 272, 287, 321, 465, 467, 531, 705, 716, Διγ. (Καλ.) A 53, 281, 283, 301, 314, 514, 615, 1131, 1139, 1448, 2468, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 796, 921, 1066, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 494, 879, Φλώρ. (Κριαρ.) 1088, 1311, 1584, 1593, 1602, 1610, 1682, 1816, Πανάρ. (Λαμψ.) 7022, 7611, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 1241, 1307, 1316, 1319, 1321, 1322, 1327, 1339, 1348, Ιμπ. (Κριαρ.) 649, Καναν. (PG 156) 64 C, Επιστ. Μωάμ. (Λάμπρ.) 611, Ανακάλ. (Κριαρ.) 44, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 660, 827, Μαχ. (Dawk.) 10821, 17631, 1785, 30, 18223, 18420, 18831, 2181, 28819, 29021, 6221, 6427, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9622, Δούκ. (Grecu) 20914, 41715, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 404, 14, 4410, 9611, 33, 9820, 1027, 11630, 12022, 15218, Θησ. (Βεν.) Z΄ [1052], Θησ. (Schmitt) 337 VII 99, Αρμούρ. (Κυριακ.) 104, Κάτης (Băn.) 79, Βουστρ. (Σάθ.) 442, Πικατ. (Κριαρ.) 284, Ιμπ. (Legr.) 722, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 1222, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 8315, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31316, 31811, 33, 3295, 36613, 3687, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́ 2045, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 266, Διγ. (Lambr.) O 52, 2121· αμεράς, Διγ. (Hess.) Esc. 530.
Από το αραβ. amir ή emir (Triand., Lehnw. 148 = Τριαντ., Άπ. Ά́ 451, Χατζ., Ξέν. στοιχ., 59, Mor., Byzantinot. B́ 66· βλ. και Nissen, BZ 38, 1938, 372). Ηλ. ήδη σε παπυρ. του 7. αι. (Preisigke-Kiessling, λ. αμίρ), στο Du Cange, λ. αμέρ., και σήμ. (ΙΛ).
α) Άρχοντας, στρατηγός, διοικητής (τίτλος στρατιωτικός και πολιτικός) (βλ. BZ 38, 1938, 372 και Έρ. Βρανούση, Τα αγιολογ. κείμ. οσ. Χριστοδούλου 160 σημ. 3· πβ. και ΙΛ): Ην αμιράς των ευγενών πλουσιότατος σφόδρα Διγ. Gr. I 30· αμήν και το δερμάτι μου έχουν το οι σουλτάνοι,| οι άρχοντες, οι ευγενείς, μεγάλοι αμιράδες Διήγ. παιδ. 879· ο δε στρατάρχης ο μέγας και πάντων εκείνων αμιράς και δεσπότης έφθασεν Καναν. 64 C β) (ως θωπευτική προσφών.· πβ. αμίρισσα) = άρχοντά μου, αφέντη μου: Να ζήσεις, αμιρά μου Φορτουν. Ά́ 266. Απαντά και βυζ. επών. Αμιράς (BZ 11, 406)· πβ. και το βυζ. επών. Αμιρούτσης. Το Αμιράς (και το Αμίρισσα) και ως βαπτιστ. σήμ. (Μπούτουρα, Τα νεοελληνικά κύρια ονόματα 108-9). — Πβ. αγάς, πασάς.αμιρτζαντάριος- ο, Πανάρ. (Λαμψ.) 681.
Από το αραβοτουρκ. emirjandar (Mor., Byzantinot. B΄ 68, λ. αμιράς· πβ. και Verpeaux, Ψευδο-Κωδ., Οφφικ. 341-2 και 348 και Λάμπρ., ΝΕ 2, 1905, 190 σημ. 1). Η Zachariadou (Studia turcol.) σ. 594) μνημονεύει τουρκ. τ. amir candar.
Στρατιωτικό αξίωμα, πρωτοσπαθάριος: Επεί δε οι πρώτοι άρχοντες του ζην απεστερήθησαν, ετιμήθη ο Σχολάρχης ο κυρ Νικήτας μέγας δουξ, ... ο υιός του Σχολάρχη παρακοιμώμενος, Μιχαήλ ο Μειζομάτης αμιρτζαντάριος Πανάρ. (Λαμψ.) 681. — Η λ. και ως κύρ. όν. στους τ. Αμιτζανταράνται, και Αμιτζαντάριοι: Πανάρ. (Λαμψ.) 6521, 6714.άναρχος,- επίθ. Φλώρ. (Κριαρ.) 692, Πανάρ. (Λαμψ.) 7015.
Το αρχ. επίθ. άναρχος.
1) Αυθαίρετος (Πβ. L‑S στη λ. II): Εισήλθεν ο πικέρνης Ιωάννης ο Τζανιχίτης και εκράτησε την Τζάνιχαν, το κάστρον, ανάρχῳ χειρί Πανάρ. 7015. 2) (Προκ. για το Θεό) που δεν έχει αρχή (Η σημασ. ήδη μτγν. Lampe, Lex. στη λ. B1): Θεέ, πατέρων κύριε, άναρχε, παντεπόπτα Φλώρ. 692.αναταράσσομαι,- Πανάρ. (Λαμψ.) 6932, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 375, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 600.
Το αρχ. αναταράσσομαι. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αναταράζω).
1) Ξεσηκώνομαι: εζωγρήθη δε ο μέγας δουξ ο Σχολάρης. Αναταραχθείς δε ο λαός πάλιν ελευθερώθη Πανάρ. 6932. 2) Αισθάνομαι τάση προς εμετό (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αναταράζω 4): ένι μεθούκλιν ο έρημος, κουρούνα καμωμένος| κι αναταράσσομαι κι εγώ υπό της μεθυσιάς του Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 375.άνδρας- ο, Σπαν. (Hanna) A 303, V 188, Ασσίζ. (Σάθ.) 40125‑6, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 885, 1589, Διγ. (Καλ.) Esc. 1147, A 2961, Βέλθ. (Κριαρ.) 98, 404, 416, 928, 975, 988, Ακ. Σπαν. (Legr.) 3076, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 555, Πανάρ. (Λαμψ.) 8125, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 671, Λίβ. (Μαυρ.) P 2221, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1124, 2017, Λίβ. (Wagn.) N 435, 1958, 2972, Αχιλλ. (Haag) L 176, Ιμπ. (Κριαρ.) 308, 313, 335, 369, Δούκ. (Grecu) 29314, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 7833, Θησ. (Βεν.) Πρόλ. [177], Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 328, 523, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 48, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 467, Συναξ. γυν. (Krumb.) 264 (έκδ. αδρός· εσφαλμ. γρ. αντί ανδρός), 385, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 49, 65, 126, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 113, Ερωφ. (Ξανθ.) B́ 437, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 223, 1246, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 729, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 36622, 37318, 38418, Ευγέν. (Vitti) 695, Στάθ. (Σάθ.) B́ 47, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 187, Διγ. (Lambr.) O 1842, 2469, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 2366, Διακρούσ. (Ξηρ.) 1109· άντρας, Ιων. (Hess.) 21460, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3274, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 15314, Πεντ. (Hess.) Γέν. VΙΙ 2, Λευιτ. XXI 3, XXII 12, Πανώρ. (Κριαρ.) Á́ 403, B́́ 551, Γ́ 22, 78, Ερωφ. (Ξανθ.) Δ́ 344, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Á́ 1727, B́́ 1314, Γ́́ 1130, 1455, Φορτουν. (Ξανθ.) B́ 65, Δ́ 196, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 3806.
Από το αρχ. ουσ. ανήρ. Ο τ. άντρας και σήμ. κοιν. (ΙΛ, λ. άντρας).
1) α) Άνδρας (ως προς το φύλο) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. άντρας 1): άντρα αδυνατότερο δεν έκανεν η φύση Φορτουν. Δ́ 196· άνδρας πολλά πανεύμορφος, άσπρος, ξανθός την τρίχαν Λίβ. N 435· β) αρσενικό ζώο: απέ όλο το χτήνο το καθάριο να πάρεις εσέν εφτά, εφτά, άντρα και γεναίκα του Πεντ. Γέν. VΙΙ 2. 2) Γενναίος άνδρας, παλληκάρι (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ, λ. άντρας 3): ως άνδρας αγωνίστησε να ζήσεις, ν’ αποθάνεις·| πάντες γαρ αποθνήσκομεν καν ούτως, καν αλλέως Σπαν. A 303. Πβ. ανδρείος. —Συνών.: άγουρος 1α, αγχεσίμαχος, νέος, νεούτσικος, νεότερος, παλληκάρι(ν), παλληκαρίτσι(ν). 3) Σύζυγος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. άντρας 4): άντρα ποτέ καλύτερο να βρείς βλοητικό σου Πανώρ. Γ́ 22· να ’ν’ άντρας μου και ταίρι μου κι άλλης δεν τον αφήνω Ερωτόκρ. Γ́ 1130· ευχαριστώ τους Έρωτας, καλόν άνδρα μ’ εδώκαν Διγ. Esc. 1147.ανεβαίνω,- Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 404, 455, 698, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 34, Προδρ. (Hess.-Pern.) Ι 131, 261, ΙΙΙ 335 (χφ g) (κριτ. υπ.), 340c (χφ V) (κριτ. υπ.), 344α (χφ Η) (κριτ. υπ.), Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 5803, 6562, Παράφρ. Μανασσ. (Praecht.) Β 300, Διγ. (Καλ.) Esc. 1397, Διγ. (Καλ.) A 104, 120, 2275, Βέλθ. (Κριαρ.) 491, 1139, 1144, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 168, Πανάρ. (Λαμψ.) 772, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 109, Απολλών. (Wagn.) 543, Απολλών. (Janssen) 663, Λίβ. (Μαυρ.) P 931, 1061, Λίβ. (Lamb.) Sc. 3167, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2044, 2132, 2780, 3044, Λίβ. (Lamb.) N 167, Λίβ. (Wagn.) N 1401, Αχιλλ. (Haag) L 270, Αχιλλ. (Hess.) L 250, Αχιλλ. (Hess.) N 1403, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 275, Χρον. Τόκκων (Schirò) 3004, 3119, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 1013, Θησ. (Βεν.) Β΄ [435], Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VII 31, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 739, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 237, Βουστρ. (Σάθ.) 502, 526, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 142, 438, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 63, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 15111, 15625, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 385, Έκθ. χρον. (Lambr.) 4414, 19, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 35, 37, Πικατ. (Κριαρ.) 113, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 69, 77, 145, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 234, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΙΙ 6, ΧΙΙΙ 1, ΧΙΧ 15, ΧΧΧΙ 10, XLI 5, XLIV 34, Έξ. ΙΙ 23, XXXII 30, ΧΧΧΙΙΙ 5, Αρ. ΙΧ 17, 21, Χ 11, ΧXVII 12, Δευτ. Ι 4, ΙΧ 9, XVII 8, XXV 7, ΧΧΙΧ 22, Αχέλ. (Pern.) 692, 1766, 2111, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 83, 1014, 1027, 1223, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 466, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1138, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 247, Γ΄ 480, Ε΄ 25, 410, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ΄ 351, Ερωφ. (Ξανθ.) Γ΄ 341, Πιστ. βοσκ. (Joann.) ΙΙΙ 3, 179· IV 5, 102· 5, 106, Χίκα, Μονωδ. (Μανούσ.) 178, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1964, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31426, 36127, 37925, 3874, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 2119, Β΄ 2304, Γ΄ 398, Ευγέν. (Vitti) 1374, Στάθ. (Σάθ.) Ιντ. β΄ 116, Γ 49, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Δ΄ 135, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 151, Λίμπον. (Legr.) 370, 511, Φορτουν. (Ξανθ.) Πρόλ. 49, 53, Ζήν. (Σάθ.) Δ΄ 136, 294, 361, Ε΄ 25, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 511, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 15513, 16624, 17020, 18316, 2007, 25520, 28111, 2923, 30421, 3164, 38613, 4207, 43016, 48919, 55519, 57918, Διακρούσ. (Ξηρ.) 944, 9625· ’νεβαίνω, Ανακάλ. (Κριαρ.) 28, Μαχ. (Dawk.) 811, 3610, 4636, 15227, 18620, 20422, 2066, 3243, 32629, 33833, 4106, 41426, 44417, 54827, 55027, 55411, 58211, 58415, Βουστρ. (Σάθ.) 418, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 899, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 17614· αναβαίνω, Σπαν. (Hanna) A 592, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 192, 358, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 424, Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙΙ 333, Ιατροσ. (Legr.) 1949, Ιερακοσ. (Hercher) 38132, Κυνοσ. (Hercher) 5974, Λίβ. (Lamb.) Sc. 439, Έκθ. χρον. (Lambr.) 7918, Πεντ. (Hess.) Δευτ. ΙΧ 23, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 137· ’ναβαίνω, Αλφ. (Mor.) IV 74· ανηβαίνω, Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙΙ 340 c (χφ g) (κριτ. υπ.), Διγ. (Hess.) Esc. 1077, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5372, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2503, 3284, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 1004, Θησ. (Βεν.) Ζ΄ [1297], ΙΑ΄ [265]· ’νηβαίνω, Διγ. (Lambr.) O 58, 1896, 2725.
Το αρχ. αναβαίνω. Για τον τ. ανηβαίνω βλ. Hatzid., Einleit. 65, Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 33, 187 και Αθ. 20, 1908, 574, καθώς και Κουκ., Αθ. 43, 1931, 69. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Ανεβαίνω (κάπου) (Η σημασ. αρχ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1): εσίμωσε του παλατιού, ανέβηκε τη σκάλα Ερωτόκρ. Α΄ 2119· και τότε αποσκαλώσαμεν και ανέβημαν το βράχος Λίβ. Esc. 2780· άρχισαν ν’ ανηβαίνουν το ανήβα του Μακρυπλαγίου Χρον. Μορ. P 5372· Ευθύς τ’ ανέβην, ώρμησα και την τροφήν ωρέχθην Απόκοπ. 35· Κατζούρμπο, ας έβγομε από δώ μάνητα πλιο μην πάρω| κι ανέβω απάνω σπίτι τση και πιάσω και τη γδάρω Κατζ. Γ΄ 480· δεν ανέβηκα εις άλογο Διγ. Άνδρ. 37915· την όρθωσιν, το δύσφορον ν’ ανάβω της οδύνης Λόγ. παρηγ. O 424· του πόνου το ανώφορον ήρξου, ψυχή, αναβαίνειν Γλυκά, Στ. 192. Πβ. ανατρέχω 2· —Συνών.: ανάγω 1β· φρ. (1) ανεβαίνω στη μπερλίνα = διακωμωδούμαι (πβ. και μπαίνω στη μπερλίνα Κατζ. Α΄ 362): θε να σε κάμω ν’ ανεβείς σήμερο στη μπερλίνα Κατζ. Ε΄ 410· (2) ανεβαίνω στον κόσμο (ενν. από τον Άδη): Έχεις ελπίδα, λέγε μου, στον κόσμον πλέον ν’ ανέβεις; Πικατ. 113· β) υψώνομαι: αν έχει ως όρος αναβήν, ως κέδρος ανυψώσαι,| χαλάσειν έχει οψέποτε, κατακλιθήν και πέσειν Γλυκά, Στ. 358· γ) ανεβαίνω (με κατεύθυνση προς το Θεό) (Πβ. Lampe, Lex., λ. αναβαίνω Β 6b): πιστεύω και το δίκιο μου εις το Θεό ν’ ανέβει Τζάνε, Κρ. πόλ. 55519· Εσείς εφταίξετε φταίσιμο μεγάλο και τώρα θα ανέβω προς τον Κύριο να τύχει να συμπαθήσω για το φταίσιμό σας Πεντ. Έξ. XXXII 30· δ) ανεβαίνω (με κατεύθυνση προς την καρδιά, το νου, κλπ.) (Η χρ. ήδη μτγν., L‑S, λ. αναβαίνω ΙΙΙ b και Lampe, Lex., λ. αναβαίνω ΙΙ Β): αναβαίνουσι καπνοί δριμύτατοι εις τον εγκέφαλον αυτών και υπό τούτου αλγούσιν Ιερακοσ. 38132· μέρεμνα γαρ ερωτική τον νουν μου ουκ ανέβη Λίβ. Esc. 2132· Τούτα ’πασιν οι επαοιδοί, λέγω οι αστρολόγοι,| κι εις του ρηγός την φρόνησιν ενήβαιναν οι λόγοι Διγ. O 58· ως όταν ετελείωνα μια λέξιν τε και άλλην| και άλλες ανηβαίνασιν εις τον εγκέφαλόν μου Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 1004· κι εμένα πλέο τρομάρα| μ’ ανέβαινε θωρώντας την και ήρχομου εις λιγωμάρα Φαλιέρ., Ιστ. V 234· εκείνη ανέβην εις θυμόν και λέγει Λόγ. παρηγ. L 698. Πβ. ανεβάζω 3α· ε) (υποκ. φωνή, κραυγή, κλπ.) ανεβαίνω: ένθα σημαντηρίου φωνή ουκ αναβαίνει Ιατροσ. 1949· ανέβην η κραυγή τους προς τον Θεό Πεντ. Έξ. ΙΙ 23· μέσον Ρωμαίων και Περσών άγριος θρους ανέβη Μανασσ., Χρον. 6562· ς) προέρχομαι (από χαμηλότερο χώρο): η πύρωσις ανέβαινε εκ των σωληναρίων Διγ. A 120· — Η μτχ. ανεβασμένος όπως και σήμ.: Απανωθιόν των ουρανών, δέσποιν’, ανεβασμένη Σκλέντζα, Ποιήμ. 739. —Συνών.: ανασπώ ΙΙ 3, ανατέλλω Α3. 2) (Με εμπρόθ. προσδιορ.) μπαίνω, εισχωρώ, εισβάλλω, επιτίθεμαι: Θωρώ οι Τούρκοι ’νέβησαν εις την αγίαν Πόλην| και τώρα αφανίζουσιν εμέν και τον λαόν μου Ανακάλ. 28· Τα τρις αλλάγια έδειραν και ανέβησαν ως άνδρας Αχιλλ. O 275· οι δώδεκα ανέβησαν θαρρώντες προς εκείνον Αχιλλ. N 1403· όσοι κι αν ανεβήκανε όλοι νεκροί απομείνα Τζάνε, Κρ. πόλ. 3164· Έκαναν λάκκους τρίγυρα αν τύχει ν’ ανεβούσι (ενν. οι εχθροί) Τζάνε, Κρ. πόλ. 15513. 3) α) Πηγαίνω, έρχομαι: Πάτερ, πετσίν ουδέν έχω να ανάβω να αγοράσω Προδρ. III 333· πάγιλος και ο ποδεστάς ενέβησαν εις την Λευκωσίαν ζητώντα τους μαντατοφόρους Μαχ. 2066· εκείνος μεν εξελθών από του κατέργου ανέβη εις τένδας, ας αυτῴ προητοίμασαν Σφρ., Χρον. μ. 1013· ω κοινή του γένους ψυχή, που ανέβης και άφησες το σώμα ωσάν νενεκρωμένον και ανενέργητον; Χίκα, Μονωδ. 178· Μέσα σ’ ετούτ’ απόκρυφοι σ’ άλλη μερά ’νεβήκαν Αχέλ. 692· Αναβάτε και κλερονομήσετε την ηγή ός έδωκα εσάς Πεντ. Δευτ. IX 23· φρ. ανέβην (και) εκατέβηκα = επήγα και ήρθα, ενδιαφέρθηκα, προσπάθησα: εξέβηκα εκ την θάλασσαν, επάτησα την άμμον, ανέβην κι εκατέβηκα να ιδώ αν εκομπώθην Λίβ. Esc. 3044· ανέβην, εκατέβηκα να παίζω το σπαθίν μου Λίβ. P 931. Πβ. ανατρέχω 1α· β) παρουσιάζομαι (Πβ. L‑S, λ. αναβαίνω ΙΙ 3): όνταν ενέβην ομπρός του αμιράλλη είπεν του Μαχ. 4106· ανέβησαν έμπροσθεν του ρηγός και της βουλής του και ανάφεράν του την μαντατοφορίαν τους Μαχ. 32629· εκείνοι μόνον οι δώδεκα ανέβησαν θαρσουμένοι,| εγλήγορα τον εχαιρετίσασιν κι επροσκυνήσασίν τον Αχιλλ. L 250· Και ανέβην μέσον τους ο κούντης ντε Ρουχάς Βουστρ. 526. 4) Επιβιβάζομαι (σε πλοίο): ενέβην εις το κάτεργον και επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν Μαχ. 811· ενέβησαν απάνω και έποικαν άρμενα Βουστρ. 418· εις την κοιλίαν του καραβιού ανέβηκεν η κόρη Απολλών. 663· εις το καράβι τ’ αφεντός Καπέλλου ανεβαίνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 17020. 5) Φυτρώνω (Πβ. L‑S Κων/νίδη, λ. αναβαίνω ΙΙΙ α): ιδού εφτά στάχα ανεβαίνουν εις καλάμι ένα, εύρωστα και καλά Πεντ. Γέν. XLI 5· να μη φυτρώσει και να μην ανέβη εις αυτήν παν χορτάρι Πεντ. Δευτ. ΧΧΙΧ 22· τούτο δε ποιήσεις επί δέκα ημέρας και αναβήσεται ο όνυξ Κυνοσ. 5974. Πβ. ανατέλλω Α2. 6) Ανατέλλω (Η σημασ. ήδη στο Θεοφ., Χρον. (De Boor) 47011 και σήμ.· βλ. και Θαβώρ., Προσδιορ. ημερον. 95, και ΙΛ στη λ. 1): ο αυγερινός ανέβην Πεντ. Γέν. ΧΙΧ 15. 7) Προάγομαι, τιμώμαι (Η σημασ. και σήμ.· πβ. και ΙΛ στη λ. 5): Περί απειθών κληρικών οπού δεν πείθονται να αναβούσιν εις μεγαλύτερον βαθμόν Βακτ. αρχιερ. 137 να επαινούνται πανταχού κι εις δόξες ν’ ανεβαίνουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 57912· και τώρα το μειράκιον, το σιχαντό το έθνος,| ενέβηκεν, εψήλωσεν, εγίνη αυθέντης μέγας Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 490. Πβ. ανεβάζω 4. 8) α) (Προκ. για θάλασσα) φουσκώνω: Και είπαν πως ανέβηκε η θάλασσα παραπάνω Διήγ. ωραιότ. 151· β) (προκ. επίσης για θάλασσα) πλημμυρίζω: Ως ήβγαλε, ερχίνησε η θάλασσα κι ενέβη| απάνω στα χωράφια και πάλε εκατέβη Διήγ. ωραιότ. 899· γ) (προκ. για φωτιά) δυναμώνω: Όσ’ η φωτιά ανεβαίνει| και το νερό γυρεύγει| πάντα να κατεβαίνει Πιστ. βοσκ. III 3, 179. 9) α) (Προκ. για χρηματ. ποσό) αυξάνομαι, συμποσούμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 7): η προίκα του ανέβαινε εξήντα μυριάδας Διγ. A 2275. Πβ. αναβιβάζω 5, ανεβάζω 5· β) (προκ. για μη υλικά πράγματα) αυξάνομαι (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S , λ. αναβαίνω ΙΙ 8): αναβαίνει ο έπαινος, πληθύνετ’ η τιμή σου Σπαν. A 592.ανευφημώ,- Βίος Αλ. (Reichm.) 4031, Πανάρ. (Λαμψ.) 7112, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2070, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2366, Λίβ. (Wagn.) N 3759, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 391.
Το αρχ. ανευφημώ.
1) (Αμτβ.) επευφημώ, επιδοκιμάζω δημόσια με επευφημίες (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. ΙΙ): ανεκηρύττουν δεύτερον, τρανώς ανευφημούσιν Λίβ. Esc. 2366· Ούτως δημηγορήσαντος καλλίστως Αλεξάνδρου,| οι πάντες επεφώνησαν αυτόν ανευφημούντες Βίος Αλ. 4031· ότε και πόλεμος εγένετο, προσκυνήσαντες τον βασιλέα και ανευφήμησαν Πανάρ. 7112. Πβ. ανευφημίζω 1. 2) Ονομάζω, αναγορεύω: ήκουσεν (ενν. ο Βερδερίχος) ότι ο Λίβιστρος άνδρας μου ανευφημήθην| και ανηγορεύθην βασιλεύς εις το Αργυρόν το Κάστρον Λίβ. Sc. 2070. Πβ. αναγορεύω 1, αναδεικνύω α, ανακηρύττω.άνω,- επίρρ., Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 4103, Σπαν. (Hanna) A 152, Σπαν. (Hanna) B 188, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 562, Προδρ. (Hess.-Pern.) Ι 214, ΙΙ Η 25b, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 752, Ασσίζ. (Σάθ.) 4420, 637, 29218, Επιθαλ. Ανδρ. Β' (Strzyg.) 554, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1666, 1983, 2557, 4152, 6643, Βίος Αλ. (Reichm.) 4016, 4396, Διήγ. Βελ. (Cant.) 449, Πανάρ. (Λαμψ.) 7917, Περί ξεν. (Wagn.) V 113, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 430, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1368, Σταυριν. (Legr.) 1284, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 83, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ε΄ [1013]· άνων, Ασσίζ. (Σάθ.) 4234.
Το αρχ. επίρρ. άνω. Η λ. και σήμ. σε ιδιώμ. (ΙΛ).
1) α) Επάνω (σε κάτι): ουδέν έχει άνω της γης Ασσίζ. 4420· β) επάνω (σε κάποιους)· επικεφαλής: τον είχεν ο βασιλεύς άνω εις τον λαόν του Χρον. Μορ. P 6643· γ) περισσότερο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): όσοι κρατούνε και έχουσι άνω των φιέ τεσσάρων Χρον. Μορ. P 1983· ένα μάρκον ασήμιν και άνων Ασσίζ. 4234· δ) μεταξύ: εις αντρείαν εξάκουστος άνω των στρατιώτων Χρον. Μορ. P 4152· ε) (επιθ.) που βρίσκεται επάνω· εκλεκτός: Τον δ’ ευγενή, τον δ’ υψηλόν, τον εκ της άνω μοίρας Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 752· Εκφρ. (1) (με άρθρο ενίοτε) οι άνω = οι ευγενείς: Επιθαλ. Ανδρ. Β′ 554· (2) άνω εις την θάλασσαν = παραθαλασσίως: Τα κάστρη ...| που ένι άνω εις την θάλασσα ...| έως έχομε τα πλευτικά, εκεί ας απελθούμε Χρον. Μορ. P 1666· (3) η άνω βασιλεία = η βασιλεία των ουρανών: Γλυκά, Στ. 562· (4) η άνω πατρίς = η βασιλεία των ουρανών: Παϊσ., Ιστ. Σινά 1368· (5) η άνω θεία Πρόνοια = η θεία Πρόνοια: Βίος Αλ. 4016, 4396· (6) τ’ άνω φροντιστήρια = η θεία βούληση: Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1013] (πβ. αι άνω δυνάμεις Ιατροσόφ., Legr., XVIII)· (7) (με εμπρόθ. προσδιορ. προκ. για χρόνο) κατά τη διάρκεια: άνω εις την σταύρωσιν Περί ξεν. V 113. 2) Προς τα επάνω· προς τον ουρανό (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): ομνύετε μήτε άνω μήτε κάτω Σπαν. B 188· επήγεν κάτω το παιδίν κι άνω η ψυχή μου εξέβη Απόκοπ. 430· (προκ. για τον ουρανό με άρθρο) τα άνω = τα ύψη: Διήγ. Βελ. 449. 3) Προηγουμένως: ως φθάσας είπον άνω Προδρ. Ι 214· (με άρθρο) τα άνω = τα προηγούμενα: αν εξετάσεις ακριβώς έμπροσθεν και τοις άνω Προδρ. ΙΙ Η 25b. 4) Φρ. κενώνω άνω = βγάζω τροφή από το στόμα, κάνω εμετό: Σταφ., Ιατροσ. 4103.απόδειπνον- το, Πανάρ. (Λαμψ.) 7234, 7321.
Από την αρχ. έκφρ. από δείπνου (Θαβώρ., Προσδιορ. ημερον. 101). Η λ. ήδη τον 7. αι., Lampe, Lex., λ. αποδείπνια (βλ. και Du Cange), σε έγγρ. του 1553 (Δετοράκης, Θησαυρ. 19, 1982, 151) και σήμ. (ΙΛ, λ. απόδειπνο).
Ακολουθία που γίνεται μετά το δείπνο ή ο χρόνος μετά το δείπνο (Η σημασ. ήδη τον 7. αι., Lampe, Lex., λ. αποδείπνια και σήμ., ΙΛ, λ. απόδειπνο 1 ή 2): Μηνί Σεπτέμβριῳ ιζ΄, ημέρα β΄, μετά το απόδειπνον εγεννήθη τῳ βασιλεί υιός Πανάρ. (Λαμψ.) 7234.αποδίδω,- Σπαν. (Hanna) A 649, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 370, Προδρ. (Hess.-Pern.) Ill 7, Μακρεμβ., Υσμ. (Hercher) 17017, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 929, 2221,2239, 3120, Καλλίμ. (Κριαρ.) 2147, Ασσίζ. (Σάθ.) 53130, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 54620, 56524 Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 47, Ερμον. (Legr.) Ζ 90, Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 275, Βίος Αλ. (Reichm.) 2728, Πανάρ. (Λαμψ.) 6528, Δούκ. (Grecu) 7713, 16318, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 7612, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 235, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 352, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 9514, Αλφ. (Μπουμπ.) 116, Αλφ. (Κακ.) 1470, Βίος αγ. Νικ. (Legr.) 153, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 256, 1105, 1363, Γ΄ 51 (επόδωκα), 486, 531, 732, 791, Ε΄ 714, 870, Φορτουν. (Ξανθ.) Δ΄ 88, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 35116· απεδίδω, Σπαν. (Hanna) A 358.
Το αρχ. αποδίδωμι. Η λ. με διάφορους τ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αποδίνω).
1) Επιστρέφω (κάτι) (Η σημασ. αρχ., L‑S και σήμ., ΙΛ στη λ. αποδίνω Α): την εμήν δε θυγατέραν, (παραλ. 1 στ.) αποδότε προς εμέναν Ερμον. Ζ 90· και το κτηθέν, ει βούλοιτο, πάλιν αποδιδόναι Μανασσ., Χρον. 2221. 2) α) (Μετά από συμφωνία) παραδίδω: υποσχεθέντος του επιδούναι μοι πραότηταν προικός τόσην, μετά δε του πληρώσαι τον γάμον ουκ άπέδωκάν μοι τι Ελλην. νόμ. 54620. Βλ. και αποβγάνω 7 β) κληροδοτώ: αν ούκ έχει ή τέκνα ή γονείς ... ευρήσεις το ζητούμενον πρόσωπον το πλέον κοντότερα και ούτως απόδος την κληρονομίαν Ελλην. νόμ. 56524 Βλ. και απαριάζω 2, απαφήνω 4, αποθέτω 2. 3) Ανταποδίδω, δίνω για αντάλλαγμα: είπε πως θεν να δώσει (ένν. ο αγάς)| τον τόπον του· κι ο βασιλιάς τί θέλει τ’ αποδώσει; Εμένα κόπτει και παιδιά, δικούς μου Τζάνε, Κρ. πόλ. 35116 . Βλ. και ανταμείβω, ανταποδίνω 2, αντιμεύω 1α. 4) (Προκ. για κατάθεση καταγγελίας) καταθέτω: ουδέν οφείλω του απολογηθήναι αυτής εν τη αιτήσει, ην απέδωκεν κατ’ εμού Ασσίζ. 53130. 5) (Συνήθως με αντικ. λ. όπως ίασις, δόξα, κλπ.) παρέχω: αναμαθείν τους πόνους του νοσούντος,| είθ’ όντως και την ίασιν εντέχνως αποδούναι Προδρ. ΙΙΙ 7· πάσι δ’ ημίν απέδωκε δόξαν, τιμήν μεγίστην Βίος Αλ. 2728. Η χρ. και σε παροιμ. (Βλ. και Πολ. Ν., BZ 7, 1898, 163): Κατά ρογίν τον ελαδάν ο Θεός ούκ αποδίδει Γλυκά, Στ. 370. 6) α) Φρ.: αποδίδω την ψυχήν, απ. το ζήν, απ. το χρεών, απ. το τέλος = πεθαίνω (Βλ. και L‑S Κων/νίδη, λ. αποδίδωμι II 4): έδωκε το κοινόν χρέος, τον θάνατον, και απέδωκε την ψυχήν αυτού εις χείρας Θεού Ιστ. πατρ. 9514· επεριωρίσθησαν εις τα Λιμνία και εκεί το ζήν απέδοικαν Πανάρ. 6528· επιληψίας εισπεσούσης και φωνήν και γλώτταν κωλυθείς εσπέρας ήδη καταλαβούσης απέδωκε το χρεών επί τής στρωμνής αυτού Δούκ. 16318· όταν ο θάνατο(ς) σ’ ευρή, το τέλος ν’ αποδώσεις; Αλφ. (Μπουμπ.) 116· β) αποκάμνω, εξαντλούμαι (συνήθως μτχ. αποδομένος) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αποδίνω Β2. Βλ. και Βογιατζ., Αθ. 29, 1917, ΛΑ 72): απέδωκε (ενν. το σώμα μου) τοις στεναγμοίς, απέδωκε τοίς θρήνοις Καλλίμ. 2147· Η Νένα τζη να τη θωρεί εδέτσι αποδομένη| φοβώντας τα περσότερα το διάταμα σωπαίνει Ερωτόκρ. Γ΄ 531. Βλ. και αποδώνω· γ) καταλήγω, καταντώ (συνήθως μτχ. αποδομένος) (Βλ. Ξανθουδίδη, Ερωτοκρ., σ. 502 και Βογιατζ., Αθ. 29, 1917, ΛΑ 71. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αποδίνω Β1): Οκ τη φιλαργυρία τους κακά θέλ’ αποδώσουν Βεντράμ., Φιλ. 352· θωρώ σε, πως απόδωκες, και στην καρδιά πονεί μου Ερωτόκρ. Γ΄ 732· επόνεσε ... να δεί για κείνο μίαν κερά, πως είν’ αποδομένη Ερωτόκρ.Ε΄ 870. Βλ. και κακαποδίδω. 7) Φρ.: α) αποδίδω λόγον = δίνω λόγο (για κάτι): όταν ουν μέλλει να κριθεί, τι λόγον ν’ αποδώσει; Αλφ. (Κακ.) 1470· β) αποδίδω τούς οφθαλμούς = προσηλώνω το βλέμμα, βλέπω επίμονα: οίς (ενν. μαργάροις) εγώ τούς οφθαλμούς όλους αποδούς είπαν μετά θάμβους και ηδονής Μακρεμβ., Υσμ. 17017.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίθ., Πανάρ. (Λαμψ.) 7716.