Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αμάραντος,
- επίθ., Μακρεμβ., Υσμ. (Hercher) 17317, 28528, Πένθ. θαν. (Μπουμπ.) K f 30r, Λίμπον. (Legr.) 393.
Το μτγν. επίθ. αμάραντος. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ., Βλαστού, Συνών.).
1) α) Που δε μαραίνεται: της ετέρας και τρίτης τον εξ ανθέων στέφανον, τον εξ αμαράντων φυτών Μακρεμβ., Υσμ. 17317· β) (προκ. για ξύλο) άφθαρτος: εν αμαράντοις ξύλοις και λίθοις αδάμασιν Ερμού γραφίδι ... τα καθ’ ημάς στηλογραφηθήσεται Μακρεμβ., Υσμ. 28528. 2) (Μεταφ.) αιώνιος, αθάνατος (Η σημασ. ήδη μτγν., Bauer, Wört. στη λ. 2): της αμαράντου δωρεάς των πραγμάτων των θείων Πένθ. θαν. K f 30r.αχορταγία- η, Ερμον. Ψ΄ 27, Κορων., Μπούας 41· ανεχορταγιά, Πένθ. θαν. K φ. 24r, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [241]· αχορταγιά, Βεντράμ., Φιλ. 93, Κατζ. Α΄ 103, Ερωφ. Β΄ 154, Γ΄ 373, 420, Πιστ. βοσκ. II 1, 272, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [39], χορ.δ΄ [13].
Από το επίθ. αχόρταγος. Η λ. και οι τ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αχορτασιά).
1) Λαιμαργία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αχορτασιά 1): εξέσκισέν το κι έφαν το μ’ αχορταγιά μεγάλη Ερωφ. Β΄ 154. Βλ. και ασωτία 2β, αχορτασία 1. 2) α) Απληστία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αχορτασιά 2): μ’ ανεχορταγιά πολλή απεδεκεί αρχινίζει| του πόθου την ορεχτικήν δροσιάν να πιπιλίζει Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [241 ]· βλ. και αχορταγίλα, αχορτασία 2· β) πλεονεξία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αχορτασιά 2): εύκαιρη από υπερηφάνεια κι αχορταγιά του πλούτου Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [39].αχορτασία- η, Προδρ., Σεβ. 169, Πένθ. θαν. K φ. 23ν.
Το μτγν. ουσ. αχορτασία. Η λ. και σήμ., (ΙΛ, λ. αχορτασία).
1) Το να μη χορταίνει (κάπ.), αδηφαγία, βουλιμία (Η σημασ. μτγν., L‑S και σημερ., ΙΛ, λ. αχορτασιά 1): Βαβαί της απληστίας σου και της αχορτασίας Προδρ., Σεβ. 169. 2) Απληστία, πλεονεξία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αχορτασία 2): μέρα νύκτα εις αυτόν είναι ο λογισμός τους,| εις την φιλαργυρίαν τους την τρισκαταραμένην,| αχορτασίαν του χρυσού την τυφλοπλανεμένην Πένθ. θαν. K φ. 23ν. Βλ. και αχορταγία 2.βγάζω,- Λόγ. παρηγ. O 529, Πουλολ. Αθ. 483, Θησ. ΙΑ΄ [242], Πένθ. θαν. K φ. 24r, Πεντ. Δευτ. XXV 9, Παλαμήδ., Βοηβ. 184, Μανολ., Επιστ. 173, Συναδ., Χρον. 68, Διήγ. πανωφ. 59 δις, Διήγ. ωραιότ. 391, Διγ. O 1130, 1788, κ.π.α.· εβγάζω, Ακ. Σπαν. 422, Διήγ. Βελ. 242, Λίβ. Esc. 2008, Ιμπ. 295, 850, Παρασπ., Βάρν. C 414, Ριμ. Βελ. 41, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15336, 1606, Συναξ. γυν. 518, Φαλιέρ., Λόγ. 292, Έγγρ. του 1542 (Μέρτζιος, Προσφ. Κυριακ. 476), Δεφ., Λόγ. 328, Σταυριν. 229, Γκίνου, Στ. 14, Βακτ. αρχιερ. 167, κ.α.
Από το αρχ. εκβιβάζω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Βγάζω έξω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2α): εβγάζει από τον κόρφον του κλειδίον ολόχρυσον Διήγ. Αγ. Σοφ. 15336· εβγάζει η πανεξαίρετος ωραία η Μαργαρώνα| το εγκόλπιν Ιμπ. 850· Είχε και πόρτας τέσσαρας της Δυστυχίας το κάστρον·| η μία να εμπάζει δυστυχείς και η άλλη να τους βγάζει Λόγ. παρηγ. O 529· βλ. και βγάλλω 1α, βγάνω 1α(α)΄ φρ. (1) βγάζω από το νου μου = απομακρύνω από τη σκέψη κ.: «όλα τα ’μπόδια τα ’βγαζε από τον νουν σου τώρη ...» Διγ. O 1788· βλ. και απορρίχνω Α1· (2) βγάζω τάμπαρον = σταρατοπεδεύω: γοργά εβγάζει τάμπαρον εις το Καλογεράνι Σταυριν. 229· (3) βγάζω ευχαριστιά (από την καρδία) = ευχαριστώ: εις αυτόν ευχαριστιά αφ’ την καρδία βγάζει Διγ. O 1130· βλ. και δίδω (φρ.), ευχαριστώ, πολυευχαριστώ· (4) βγάζω όνομα = αποκτώ φήμη: πετάς με εις Άδην σύμψυχον και συ όνομαν εβγάζεις| ληστρέα, δημία, φοβερά Λίβ. Esc. 2008. Βλ. και αγροικώ ΙΙΙ3β, αφήνω 4 φρ., βγάνω 35 φρ.(β). 2) (Με αντικ. τη λ. ψυχή) θανατώνω: έξαφνα ο θάνατος ετότε τους αρπάζει| από τον κόσμον τούτονε και την ψυχήν τους βγάζει Πένθ. θαν. K φ. 24r. Βλ. και αποβάλλω 3, αποτελειώνω Α2, αψυχώνω. 3) Ανασύρω (προκ. για μαχαίρι, κλπ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2δ): εβγάζει το μαχαίριν του ο Χαμουζάς εκείνος Παρασπ., Βάρν. C 414. Βλ. και βγάλλω 4, βγάνω 8. 4) Βγάζω, τινάζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α11β): πάντα ήβγαζε η φλέγα ολίγον και ελαφρόν Διήγ. πανωφ. 59. Βλ. και βγάνω 10. 5) (Προκ. για ρουχισμό, κλπ.) βγάζω από πάνω μου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2ια): να βγάλει το παπούτσι του από το ποδάρι του Πεντ. Δευτ. XXV 9. Βλ. και αλλάσσω Α3, βγάλλω 3. 6) Ξεριζώνω, μαδώ (Η σημασ. τον 9. αι., Κουκ., ΒΒΠ Ε΄ Παράρτ. σ. 50 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2ε. Βλ. και Ξανθ., BZ 16, 1907, 473): ότι τα φρύδια τα καμένα| θέλουν πάντα να τα εβγάζουν| και έμορφα διά να τα φτιάνου,| ωσάν γατάνι να τα κάμνουν Συναξ. γυν. 518· αλίμονο ελέγαν| και τα μαλλιά τους βγάζοντας φαρμακερά εκλαίγαν Παλαμήδ., Βοηβ. 184. Βλ. και βγάνω 7. 7) Εξορύσσω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2ς): Μακάριοι οι εβγάζουν τα μάτια του Ακ. Σπαν. 422. Βλ. και βγάνω 5α. 8) (Προκ. για άρωμα, μυρωδιά) αναδίδω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α11β): εκόψαν τους ελάτους,| στροφίλους δε τους έμορφους, που βγάζουν μυρωδία Θησ. ΙΑ΄ [242]. Βλ. και απολύω Α12, αποπέμπω (Ι)6, βγάνω 12. 9) Απομακρύνω κάπ. από κάπου (Πβ. ΙΛ στη λ. Β1α): να βάζει επιτρόπους και να εβγάζει Έγγρ. του 1542 (Μέρτζιος, Προσφ. Κυριακ. 476)· ο αρχιερεύς εβγάζει καλόγηρον και τον βάνει εις άλλο μοναστήριον ηγούμενον Βακτ. αρχιερ. 167· βγάζουν σε εκ το βασίλειον, παίρνουν την αυθεντιά σου Πουλολ. Αθ. 483. Βλ. και βγάνω 18α1. 10) Κάνω εξαγωγή (εμπορεύματος): να μασε γβάλεις ένα μαντάτο να μπορούμε να βγάζομε αποπά σίντερο και τάβλες Μανολ., Επιστ. 173. 11) Κάνω εκφορά νεκρού (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α7): οι άνθρωποι απόμειναν άταφοι οι περισσότεροι, οπού δεν εδύνοντον τα κρεβάτια να τους εβγάζουν Διήγ. Αγ. Σοφ. 1606. Βλ. και ξοδιάζω. 12) Εκτελώ έργο, «βγάζω δουλειά»: Κατά την τάξην καθενός δίδε δουλειά να εργάζῃ,| συγκεραστά ως δύνεται ατός του να εβγάζῃ Δεφ., Λόγ. 328. 13) Εμφανίζω συμπτώματα κάποιας αρρώστιας, αρρωσταίνω: τόση κακή ήτο η πανούκλα ότι όποιος την έβγαζεν πλέον γλυτωμόν δεν είχεν Συναδ., Χρον. 68. Βλ. και βγάνω 21δ. — Βλ. και βγάνω.γλυκονόστιμος,- επίθ., Πένθ. θαν. K 371.
Από τα επίθ. γλυκός και νόστιμος.
Που είναι γεμάτος γλυκύτητα: Κρουσταλλοροδοκόκκινα μάγουλά μας καθάρια| και χείλη γλυκονόστιμα Πένθ. θαν. K 371.λογαριάζω,- Προδρ. II G 66, Χρον. Μορ. H 2373, Ερωτοπ. 40, Λίβ. (Lamb.) N 636, Θησ. Ε΄ [241], Θησ. (Schmitt) 340 I, Γεωργηλ., Θαν. 304, Γαδ. διήγ. 62, Αλεξ. 2718, Σαχλ., Αφήγ. 390, Πένθ. θαν. K φ 24r, Απόκοπ. Επίλ. 551, Δεφ., Σωσ. 281, Πεντ. Γέν. XXXI 15, Αρ. XXIII 9, Δευτ. II 11, Αιτωλ., Μύθ. 482, Κυπρ. ερωτ. 910, Πανώρ. Γ΄ 232, Ερωφ. Γ΄ 313, Δ΄ 623, Βοσκοπ.2 196, Σουμμ., Ρεμπελ. 162, Ερωτόκρ. Α΄ 2063, Γ΄ 1275, Ευγέν. Πρόλ. 76, Ιντ. κρ. θεάτρ. δ΄ 61, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [224, 1205], Β΄ [965], Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 587, Ζήν. Πρόλ. 30, Διγ. O 303, 1820, Τζάνε, Κρ. πόλ. 30614, 4238, 44210, 57824, κ.π.α.
Από το ουσ. λογάρι και την κατάλ. ‑άζω (Ανδρ., Λεξ.). Η λ. το 12. αι. και σε σχόλ. (L‑S), στο Βλάχ. και σήμ.
Α´ Μτβ. 1) α) Υπολογίζω: λαβέ τα κατάστιχα και καθίσας εις το οσπίτιόν σου λογάριασε ακριβώς πόσοι εισίν άνθρωποι και πόσα άρματα Σφρ., Χρον. μ. 9626· β) περιλαμβάνω, συνυπολογίζω: σπίτια της αυλάς ος δεν είναι αυτωνών τείχο τριγύρου ιπί το χωράφι της ηγής να λογαριάσετε Πεντ. Λευιτ. XXV 31· γ) τακτοποιώ, υπολογίζω: Τότε ο λέων λέγει την: «Πὄμαθες να μοιράζεις| και εύμορφα τα πράγματα να τα λογαριάζεις;» Αιτωλ., Μύθ. 3716. 2) α) Σκέφτομαι, υπολογίζω: Καθεείς πρέπει να λογαριάζει| πράγμα που μεταχειρισθεί ανέν και ταιριάζει Αιτωλ., Μύθ. 1911· την πρικαμένη ντου ζωή κι απού την περασμένη| τσ’ ερχόμενες ανάπαψες μπορεί να λογαριάσει Ερωφ. Β΄ 221· β) λαμβάνω υπόψη: δεν ελογαριάζανε τι πάθασι και οι άλλοι Τζάνε, Κρ. πόλ. 31320. 3) Νομίζω, θεωρώ: τώρα απού λογάριαζε πως είν’ αναπαημένος Ερωφ. Β΄ 225· είδε την ο Ιούδα και ελογάριασέ την για κούρβα, ότι εσκέπασεν τα πρόσωπά της Πεντ. Γέν. XXXVIII15. 4) Σκοπεύω: ελογαριάζαν, με καιρούς και χρόνους θέλουν κάμει| μεγάλα κατορθώματα Πένθ. θαν.2 477· Καλά κι αν λογαριάζω να μισσέψω,| μηδέν θαρείς και πάγω ’πό ξαυτόν σου Κυπρ. ερωτ. 631. 5) Προσδοκώ, περιμένω: εγγόνια (έκδ. εκγόγνηα) εσύ ελογάριαζες κι εγεννηθήκα βάρη; Ροδολ. Ε΄ [349]· είδανε πράγμα ξαφνικό που δεν ελογαριάζαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 32018. 6) α) Διηγούμαι, περιγράφω: Τώρα οπού ’μεστεν τα δυο θε να σου λογαριάσω| ποιος μὄκοψε τα χέρια μου και μ’ άφησε στο δάσο Ευγέν. 1299· καλύτερα μπορεί κανείς στον νουν να το λογιάσει| παρά με γλώσσαν να το πει και να το λογαριάσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1347]· β) αναφέρω, κατονομάζω: τον Παρθενέπιον, τον έμορφον εκείνον| κι άλλους Θηβαίους ευγενείς, που δεν τους λογαριάζω Θησ. Β΄ [114]. 7) Προορίζω: ο κύρης σου για παντρειά μ’ άλλο σε λογαριάζει Ερωτόκρ. Γ΄ 1080. Β´ Αμτβ. 1) Υπολογίζω: αν ολίγο απόμεινεν εις τα χρόνια ως τον χρόνο του Ιοβέλ και να λογαριάσει αυτουνού κατά τα χρόνια του να στρέψει την ξαγορά του Πεντ. Λευιτ. XXV 52. 2) α) Σκέφτομαι, έχω στο νου: Σαν επαρασυνήφερε, μέσα της λογαριάζει| κι εκείνον οπού θε να πει πρωτύτερα λογιάζει Ερωτόκρ. Δ΄ 259· β) σχεδιάζω: ετούτος βέβια για τους δυο ετούτους λογαριάζει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1392]. 3) α) Διηγούμαι, εκθέτω: η Ευγένα εξεμονάξασε και θέλει εμπεί στα δάση,| καθώς μου λογαριάσασι κι είπαν όνταν ηρθάσι Ευγέν. 882· β) μιλώ, λέγω: αποκρίθη Δάρειος έτσι και λογαριάζει: «Εγνώρισε, Αλέξανδρε, …» Αλεξ. 1370· γ) συνομιλώ, συζητώ: Αφού λοιπόν επαύσασιν τ’ αδέλφια με την κόρη| να λογαριάζουσιν εκεί στην έρημο, στα όρη,| αρχίζουν με τον αμιρά διά να λογαριάσουν·| λέγουν του αν … Διγ. O 477. 4) Έχω σημασία, «μετράω»: Τούτο είναι μπορεζάμενο κι αληθινά ’ναι, οϊμένα,| το κόμπωμα κι η γεντροπή που λογαριάζει, Νένα Ροδολ. Δ΄ [126].μετανίζω,- Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. III 25, Κατζ. Δ΄ 263, Τζάνε, Κρ. πόλ. 3865.
Από το ουσ. μετάνοια και την κατάλ. -ίζω. Η λ. στην Ιστορ. Αθέσθη 147 και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.) και σε δημ. τραγ. (Παπαχριστοδούλου, Λαογρ. 18, 1959, 338).
1) Κάνω «μετάνοιες»· προσκυνώ βαθιά: θέλω γένειν μοναχός να πα να μετανίζω,| να κάμω νήστειες (έκδ. νηστείες· διορθώσ.), προσευχές και να ξηροφαγίζω Πένθ. θαν. K φ. 25r· ρίχνει άγρια το χέρι του (ενν. ο πασιάς) κι εγώ του (έκδ. τον· διορθώσ. κατά την έκδ. Νενεδ. 2919) μετανίζω| και κάτω κλίνω την κορφήν και όλος του γονατίζω Τζάνε, Κρ. πόλ. 2261. 2) Μετανοώ: πλήσοι εμετανίσαν| και τότες τσ’ αμαρτίες τως με τα καλά επατήσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 41021.νεκρός,- επίθ., Γλυκά, Στ. 158, Προδρ. I 209, Καλλίμ. 609, 935, 1963, Διγ. (Trapp) Gr. 708, Διγ. Z 1453, Χρον. Μορ. H 1133, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 21, Λίβ. P 2295, Λίβ. Sc. 1407, 1706, Λίβ. Esc. 3419, 3639, Αχιλλ. N 58, Φαλιέρ., Ιστ.2 296, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 215, Έκθ. χρον. 8414, Κυπρ. ερωτ. 588, Πανώρ. Β΄ 452, 496, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Α΄ 378, Γ΄ 375, Δ΄ 637, Ε΄ 130, 526, 554, Ιστ. Βλαχ. 197, 313, 407, Σουμμ., Ρεμπελ. 175, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 381, 654, Β΄ 224, 1312, Γ΄ 1296, Δ΄ 924, Θυσ.2 198, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1278], Τζάνε, Κρ. πόλ. 2184, 3164, κ.π.α.
Το αρχ. επίθ. νεκρός. Η λ. και σήμ.
1) α) Νεκρός, πεθαμένος: Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ε΄ 310, Ασσίζ. 27011, Τζάνε, Κρ. πόλ. 28623· (επιτ. με επόμ. το επίθ. αναίσθητος): φύσις άψυχος εμψυχωμένη ήτον,| νεκρός τε και ανίσθητος ήθελεν μεταπνεύσει Ιμπ. 475 κριτ. υπ.· φρ. κατέρχομαι εις νεκρούς, βλ. ά. κατέρχομαι φρ.· β) (σε προσωποπ.): νεκρή δε βρίσκομαι ούτε κι αποθαμένη| και μόνη μη μ’ αφήσετε, ...| την Κρήτη σας τη θαυμαστή Τζάνε, Κρ. πόλ. 55113· γ) (σε σχ. υπαλλαγής προκ. για παράσταση νεκροκεφαλής): Τα γράμματα ως τα γράψασι, πάραυτα το κουκλώνου (ενν. το κιβούριν)| μαύρα με κεφαλές νεκρές κι απὄκει το σηκώνου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ΄ 1954· δ) (συνεκδ. αντί για πολλά ομοειδή): Η γης που τόσον άνθρωπον νεκρό ʼθελε γεμίσει| και τα λιβάδια ... έθελαν κοκκινίσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 2907. 2) (Μεταφ.) απονεκρωμένος: Από γαρ του φιλήματος ανέκφραστος γλυκύτης| ως ποταμός επότιζε καλός νεκράς καρδίας Καλλίμ. 1961· ιδού σιγώ, μετά νεκράς καρδίας τούτο γράφω Καλλίμ. 454· Νεκράν με βλέπεις σήμερον, αιχμάλωτον κειμένην,| ως δούλην αργυρώνητον εταζομένην άλλην Καλλίμ. 606· νεκροί τῳ σώματι προς πάσαν κακήν πράξιν| με πόνους εγεγόνασιν εις αρετήν και τάξιν Πένθ. θαν. K 373. 3) α) Που έχει χάσει προσωρινά τις αισθήσεις του (με μάγια), που απομένει σαν νεκρός: βάνω το (ενν. το δακτυλίδιν) εις το δακτύλιν μου και ευθύς απενεκρώθην (παραλ. 5 στ.). Ηύραν με (ενν. οι εδικοί μου) κείμενον νεκρόν Λίβ. N 2248· β) αναίσθητος, λιπόθυμος: ουκ ήξευρα το τις ήμουν, νεκρός απεκατέστην·| και μετά βίας οκάποτε ήλθον τα λογικά μου Λίβ. Sc. 678· εμού δε ήδη των ποδών απάρτι αποκαμόντων, (παραλ. 1 στ.) εκείσε που κατέπεσον νεκρά εφηπλωμένη| και μεθ’ ημέρας εαυτήν μόλις αναλαβούσα Διγ. (Trapp) Gr. 2181. 4) (Συνεκδ.) κρύος, «παγωμένος» (από ένταση συναισθηματική): Μαλώνοντας εφεύγασι, στο Κάστρον εσιμώνα| κι από τον φόβον τον πολύ νεκροί ήτανε κι εδρώνα Τζάνε, Κρ. πόλ. 20314. 5) (Μεταφ.) που έχει παραλύσει, που δεν μπορεί να αντιδράσει (από ψυχική κατάπτωση): νεκρός ο βασιλεύς εξ ερωτοληψίας| και παντελώς αναίσθητος εκ της απελπισίας Καλλίμ. 1057. 6) α) Που έχει στερηθεί την αθανασία, θνητός: Ενέφυσε ... ο όφις διά της παρακοής τοις πρωτοπλάστοις και γεγόνασι νεκροί τῃ αμαρτίᾳ Φυσιολ. 3442· β) υλικός, φθαρτός: Η φαμελιά σου την νεκρήν σάρκαν εξεφορτώθη| και από του κόσμου την σκλαβιά εβγήκεν κι εγλυτώθη Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 143. 7) α) Αναπάντητος· που δε βρίσκει ανταπόκριση: Παρήλθεν τόπους ικανούς αναζητών την κόρην| μετά φωνής οδυνηράς, μετά νεκρούς τους λόγους Καλλίμ. 1474· β) που δεν έχει αποτέλεσμα: ό,τι κι αν εκόπιασα, θωρώ νεκρά επομείνα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 2067. 8) (Προκ. για θάλασσα) που δεν έχει έμβια όντα: παραπλήσιος (ενν. ο ποταμός) της ασφάλτιδος λίμνης, της πλησίον ούσης της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ, ήν και θάλασσαν νεκράν ο κοινός ονομάζει λόγος Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Γριτσόπ.) 1365. Το αρσ. ως ουσ.: νεκρός· λείψανο, πτώμα: Ερμον. Φ 337, Πανώρ. Β΄ 205.ξηροφαγίζω·- ξεροφαγίζω.
Από τον αόρ. του ξηροφαγώ (βλ. λ.).
Τρώγω ξηρά τροφή· (εδώ προκ. για νηστεία): Θέλω γένειν μοναχός, να πα να μετανίζω,| να κάμω νήστειες (έκδ. νηστείες· διορθώσ.), προσευχές και να ξηροφαγίζω Πένθ. θαν. K φ. 25r· ήτον ως ξ́ χρονών άνθρωπος, ... φιλοκκλήσιος, Τετράδη και Παρασκευή ξεροφάγιζεν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 33v.ουαί,- επιφ., Θησ. Γ΄ [178], [181], Αλεξ. 1395, Απόκοπ. (Παναγ.) 261, 404, Ιστ. Βλαχ. 1542, 2328, Διακρούσ. 8211, 10512, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 279v, 357v.
Το μτγν. επιφ. ουαί. Τ. βουαί σήμ. στην Κάρπαθο (Andr., Lex., στη λ.). Η λ. και σήμ. στο τσακων. ιδίωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων.).
Αλίμονο (από σωματικό πόνο, ανησυχία, φόβο, οδύνη, οίκτο, αποδοκιμασία· σε απειλή) (1) (με επόμ. αντων.): ουαί μοι τῳ αθλίῳ Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 347r· Ουαί μας τους πτωχούς τους ξένους! Ο Θεός να μας βοηθήσει! Μαχ. 58818· ουαί τόν κατετόξευσεν το τόξον της αγάπης Λίβ. Sc. 405· θέλει σου στείλει (ενν. ο Θεός) ένα μεγάλο χαλάζι … και ουαί δε αυτούς όσους τους εύρει τούτο το χαλάζι Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 161v (η αντων. με την πρόθ. εις): ουαί εις εκείνον πὄμεινε ποτέ εις αυτό το θάρρος,| μ’ ελπίδα για να βοηθηθεί, αφού τον λάβει ο Χάρος Πένθ. θαν. K 33· «ουαί σ’ εμάς», ελέγασι, «τ’ ήτον που μας ευρήκε;» Ιστ. Βλαχ. 751· (σε επανάληψη επιτ.): Ουαί ουαί μοι το λοιπον! Τώρα ας χαρούν οι εχθροί μου! Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 490· Ουαί σου, Μέμφη, ουαί σου,| πώς πέφτουσιν οι δόξες κι οι τιμές σου Ροδολ. (Αποσκ.) Χορ. β΄ 1· (2) (με ουσ.): ούλη η ακολουθία να διαβάζεται μετά φόβου Θεού και προσοχής και, α δεν τα είπει (ενν. ο ιερέας), ουαί την ψυχήν του Κανον. διατ. (Χριστοδούλου) Α 1570· γ) (με πρόταση): Ουαί και πώς ηυρίσκομαι εις την πληγήν ετούτων,| του Ασκληπιού οι ιατρίες καλές, αν εφελούσαν Θησ. Γ΄ [251]. Το επιφ. ως ουσ. α) (έναρθρο): Θώριε| προς το παραθυρόπουλον που το ουαί ηκούστη| του Παλαμώνε πρωταρχής με ταπεινήν λαλίτσαν Θησ. Γ΄ [285]· έδερναν τα κεφάλια τους και το ουαί εκράζαν| και δυνατά θρηνούσασι με λύπησιν μεγάλη Διακρούσ. 10514· Ουδέν εμίσευσ’ απεκεί χωρίς μεγάλην έγνοια| εκ το ουαί που ήκουσε Θησ. Γ΄ [192]· β) (άναρθρο) Εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός, ουαί και θρήνος| και θυμηδίας ήλιος λάμψει κατά την έω Γλυκά, Στ. 316.παρανομία- η, Προδρ. (Eideneier) IV 273, 641, Ασσίζ. 11514, 22328, 47411, Διγ. (Trapp) Gr. 1394, Θρ. Κων/π. B 70, Ιστ. πατρ. 14316, Αλφ. (Μπουμπ.) II 34, Σταυριν. 693, Ιστ. Βλαχ. 1662, Διγ. Άνδρ. 40120, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3232, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 24r, Βακτ. αρχιερ. 187· παρανομιά, Πένθ. θαν. K φ. 23v.
Το αρχ. ουσ. παρανομία. Ο τ. σε δημ. τραγ. του Πόντου (βλ. Λαμψίδη Π., Δημοτικά του Πόντου Ά 122-123). Η λ. και σήμ.
1) Παράνομη, εγκληματική πράξη, αδίκημα: Ανάλ. Αθ. 65, Ιστ. Βλαχ. 2199, Αιτωλ., Βοηβ. 268. 2) Αδικία, σοβαρό σφάλμα: Τις αγάπην την άπειρον την προς εμέ σου, πάτερ,| χωρίσαι κατετόλμησεν; Ω της παρανομίας Διγ. (Trapp) Gr. 3270· Η γλώσσα των εκόντυνε, τα γόνατα κοπήκαν| διά την πολλήν παρανομιάν και σφάλμαν οπού ’ποίκαν Χούμνου, Κοσμογ. 1938. 3) α) Ανήθικη πράξη, αμάρτημα: Ειδ’ ίσως και ου δύναται, λέγω, να παρθενεύγει,| πορνειές, μοιχειές, παρανομιές τιώσι μηδέν γυρεύγει Γεωργηλ., Θαν. 491· ούτος ένι δίκαιος κληρονόμος τούτης της λείψης ή της παρανομίας και αυτής της αδικίας, το ποίον γέγονεν εναντίον του Θεού και εναντίον των καλών ειθισμάτων Ασσίζ. 36623· β) ασωτία, κραιπάλη: έκαμεν ασωτίας,| κυνήγια, συμπόσια και άλλας αταξίας,| και ο Θεός δεν έστερξε τόσας παρανομίας Ιστ. Βλαχ. 246.σκόνη- η, Σαχλ. Β́ (Wagn.) P 26, Αχιλλ. L 262, Χούμνου, Κοσμογ. 2752, Πένθ. θαν. K φ. 24r, Αχέλ. 1025, 1462, 2490, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 133, Β́ 237, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 583, 2000, Δ́ 472, 1015, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 563, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 87, Διακρούσ. (Κακλ.) 355, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2098, 26728, 27913, 4811, 50121.
Από το αρχ. ουσ. κόνις με ανάπτυξη προθετ. σ (Ανδρ., Λεξ., στη λ.· βλ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 233, Παντ., B-NJ 6, 1927/28, 416 και ΛΚΝ, στη λ.). Η λ. το 13. αι. (LBG), στο Βλάχ. και σήμ.
α) Χώμα ή άλλη στερεά ύλη που έχει ξεραθεί, τριφτεί ή φθαρεί, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε αδιόρατα μικροσκοπικά σωματίδια: Η ύλη από την οποίαν επλάσθη ο πρώτος άνθρωπος τι άλλο είναι ειμή κόκκινη και άκαρπος γη ή σκόνη και λάσπη; Βουστρ., Περί αναβάσ. (Κακ.-Πάνου) 56· μηδέν το βαρεθείς, κορμί μου, τό σε λέγω:| εσύ σαπρόν, εσύ φθαρτόν, εσύ θνητόν υπάρχεις,| σκωλήκων βρώμα γίνεσαι και δυσωδία και σκόνη Ντελλαπ., Ερωτήμ. 152· Σαν εκρεμίστη το τειχιό, σκόνη πολλή εσηκώθη| κι όλη τη χώρα εσκέπασε κι ο ήλιος εθαμπώθη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1663· (σε παρομοίωση): Ψευτό καλό μου χάρισες κι ως όνειρον εχάθη (παραλ. 2 στ.), σα νέφαλον εσκόρπισε στον άνεμο, σα σκόνη Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 506· αυτόν (ενν. τον βασιλέα Αλέξανδρον) ας ιδούμεν και ημείς, ω άνθρωποι, ... οπού εκυρίευσε όλην την οικουμένην και ύστερα τρεις πήχες της γης τον εχώρεσε, και έγινεν η μεγάλη του δόξα ως αράχνη και σκόνη αφανής Βίος Αλ.2 128· β) τρίμμα, ρίνισμα: Το βούδιν τ’ αργυρόχρουσον εις την ιστιάν το βάνει (ενν. ο Μωυσής),| διατί όστις και αν το δόξασε μέλλει του ν’ αποθάνει.| Ορίζει και ρινίζουν το και κάμνουσίν το σκόνη Χούμνου, Κοσμογ. 2751.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίθ., Μακρεμβ., Υσμ. (Hercher) 17317, 28528, Πένθ. θαν. (Μπουμπ.) K f 30r, Λίμπον. (Legr.) 393.