Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Πένθ. θαν. (Μπουμπ.) K

  • αμάραντος,
    επίθ., Μακρεμβ., Υσμ. (Hercher) 17317, 28528, Πένθ. θαν. (Μπουμπ.) K f 30r, Λίμπον. (Legr.) 393.
    Το μτγν. επίθ. αμάραντος. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ., Βλαστού, Συνών.).
    1) α) Που δε μαραίνεται: της ετέρας και τρίτης τον εξ ανθέων στέφανον, τον εξ αμαράντων φυτών Μακρεμβ., Υσμ. 17317· β) (προκ. για ξύλο) άφθαρτος: εν αμαράντοις ξύλοις και λίθοις αδάμασιν Ερμού γραφίδι ... τα καθ’ ημάς στηλογραφηθήσεται Μακρεμβ., Υσμ. 28528. 2) (Μεταφ.) αιώνιος, αθάνατος (Η σημασ. ήδη μτγν., Bauer, Wört. στη λ. 2): της αμαράντου δωρεάς των πραγμάτων των θείων Πένθ. θαν. K f 30r.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης