Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : ΠΔ

  • αποκρατώ,
    Σπαν. (Μαυρ.) P 441, Ασσίζ. 22826, Φλώρ. 141, 591, 1318, Φυσιολ. (Zur.) IΙΙ 241, Αργυρ., Βάρν. K 149, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 234, 570, Μαχ. 425, Θησ. ΙΑ΄ [583], ΙΒ΄ [406], Χούμνου, Π.Δ. VIII 39, ΧΙΙΙ 28, Σαχλ., Αφήγ. 383, Ιμπ. (Legr.) 66, Φαλιέρ., Ιστ. A 739, Φαλιέρ., Λόγ. 384, Σοφιαν., Παιδαγ. Αφ. 91, Δεφ., Λόγ. 544, Ροδολ. Β΄ [341], Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [456]· απουκρατώ, Ασσίζ. 3888· ’ποκρατώ, Χούμνου, Π.Δ. VI 37.
    Το αρχ. αποκρατέω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Α´ Μτβ. 1) α) (Προκ. για χώρα, κλπ.) εξουσιάζω: ακόμη αποκρατούσαν χώρες εις την Συρίαν Μαχ. 425 (βλ. και ανακρεμάζω 2β) απολαμβάνω: μη αλλάξεις λογισμόν … και αλλάξεις τον αυθέντην σου, διά να εύρεις κάλλιον,| και χάσεις τό αποκρατείς (ενν. τιμήν, δόξαν, χάριτας) Σπαν. (Μαυρ.) P 441 (βλ. και αγάλλομαι, αλεγριάζομαι, αποκερδαίνω α). 2) (Προκ. για λογισμό, γλώσσα, κλπ.) συγκρατώ (Πβ. L‑S, λ. αποκρατέω II 1): την γλώσσαν, την ποιάν δεν εδυνήθηκα να την αποκρατήσω Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 570· Μανθάνει ταύτα ο Φλώριος, ολιγωρά εκ την λύπην πάλιν συμφέρνει, αποκρατεί στερεά τον λογισμόν του Φλώρ. 1318 (βλ. και ανασειράζω). 3) α) Κρατώ (για φύλαξη) (Η σημασ. και στο Χρυσόβ. Ανδρ. Β′ 23· και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): εάν γίνεται ότι είς άνθρωπος απουκρατεί έτερον βίον εις φρουράν ον διά δανεικόν και ουδέν το έστρεψεν … Ασσίζ. 3888· β) καταχρώμαι (Πβ. ΙΛ στη λ. 2): εκείνος ο γραμματικός κλέφτει το δίκαιον τον αυθέντη … ή αποκρατεί απέ τον βίον τό επλερώσαν οι λας εις τον φούντικαν Ασσίζ. 22826. 4) (Προκ. για κτήση) διασώζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4): όλον το πταίσιμον ήτον εις τους ρηγάδες … οπού ’παν να βοηθήσουν| την Πόλιν την θεόκτιστον να την αποκρατήσουν Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 234. 5) (Προκ. για αίσθημα) διατηρώ: ν’ αποκρατώ τον πόθο μας ’κέραιον και αγαπημένον Φαλιέρ., Ιστ. A 739. 6) (Προκ. για υπόσχεση) τηρώ: δεν αποκράτησαν είτι κι αν της έταξαν Θησ. ΙΒ΄ [406]. 7) (Προκ. για τροφό) φροντίζω (Πβ. ΙΛ στη λ. 1): τες βάγιες δε ο βασιλεύς παρακαλεί, προστάζει τα δύο βρέφη εξακριβώς θηλάζειν και φυλάττειν| στερέως να τ’ αποκρατούν με προσοχήν μεγάλην Φλώρ. 141· Κερά, βασιλοπούλα μου, να σου’ βρω εγώ βυζάστρα (έκδ. βυζάστρια· διόρθ. Πολ. Λ., Μετά Άλ. σελ. 64)| ν’ αποκρατήξει (έκδ. αποκρατίσει· διόρθ. Πολ. Λ., Μετά Άλ. σελ. 64) το παιδίν με την πολλήν την σπάστρα (έκδ. μεγάλην σπάστρα· διόρθ. Πολ. Λ., Μετά Άλ. σελ. 64) ΠΔ XIII 28. 8) Βοηθώ: ένας (έκδ. ένα· διορθώσ.) τον άλλο αποκρατεί ’ς τσ’ έγνοιες της κι εις τα βάρη| και πάσκει ένας τ’ άλλον (έκδ. άλλου) τωνέ τον κόπο να του πάρει Ροδολ. Β΄ [341 ]· Στην (έκδ. εις την διορθώσ.) κρίσην τον αποκρατεί (έκδ. υποκρατεί· διόρθ. Ξανθ., Παναθήν. 18, 1909, 177-180 ) μ’ όλην την δύναμή ντου Σαχλ., Αφήγ. 383 (βλ. και αγιδιάζω, αγιτιάζω, αιδάρω, αντιλαμβάνομαι Β). Ετούτος (ενν. ο ψαράς) μ’ αποκράτηξε κι επαρηγόρησέ με Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1817]. Β´ Αμτβ. 1) Διατηρούμαι, εξακολουθώ να υπάρχω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4): ακόμη έκαιγεν καμπόσο κι αποκράτιε (ενν. η τέφρα)| με οίνον γαρ την έσβεσεν Θησ. ΙΑ΄ [58 ]· Αντώνιον τον Καλλιέργην, όπου είς μόνον αποκρατεί το αξίωμα των ημιθέων εκείνων ηρώων Σοφιαν., Παιδαγ. Αφ. 91. 2) Κατάγομαι: Εκ του Νεβρώδη τ’ απόγονα αυτείνοι αποκρατούσα (έκδ. οπού κρατούσα· διόρθ. Ξανθ., ΕΕΒΣ 3, 1926, 342) Χούμνου, Π.Δ. VIII 39. 3) Εμμένω σε κάπ. συνήθεια, άποψη, γνώμη: ο Θάρρας στον καιρόν αυτόν εδωλολάτρει,| σ’ αυτήν την γνώμην και Αβραάμ καμπόσον εποκράτει Χούμνου, Κοσμογ. 582. 4) (Χρον.) διαρκώ, εξακολουθώ, συνεχίζομαι: Εν δε τῃ Ρόδῳ και Κρήτῃ τοσούτον απεκράτησεν ο θάνατος ... ώστε αριθμούμενος ο περί αυτήν πεσούμενος λαός ευρέθη χιλιάδες ιθ΄ Byz. Kleinchron. Α΄ 6662· Αντάμα με τον Ισραήλ την νύκταν επορπάτει (ενν. το φωτεινόν νέφαλον),| ως τ’ αποξημερώματα η ακτίς του εποκράτει Χούμνου, Κοσμογ. 2474.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης