Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αθερίνα
- η, Προδρ. (Hess.-Pern.) III 160 (χφφ gSA) (κριτ. υπ.), Ακ. Σπαν. (Legr.) 3065-66, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 250, Πουλολ. (Krawcz.) 344, Οψαρ. (Krumb.) 36120, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 630 (η αιτιατ. πληθ. αθερινάς από μετρ. αν.).
Το αρχ. ουσ. αθερίνη. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Είδος μικρού ψαριού, αθερίνα: Ακ. Σπαν. (Legr.) 3065-66, Πουλολ. (Krawcz.) 344.ανάθεμα(ν)- το, Προδρ. (Hess.-Pern.) III 325n (κριτ. υπ.), IV 19, 20, 64a (χφ g) (κριτ. υπ.), 65, 89a (χφ g) (κριτ. υπ.), Ανακάλ. (Κριαρ.) 9, Βέλθ. (Κριαρ.) 44, Ακ. Σπαν. (Legr.) 286, 2829, 42, 32119, 120, 34185, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 826, Οψαρ. (Krumb.) 36243δις, Αχιλλ. (Haag) L 1323δις, Αχιλλ. (Hess.) L 1303δις, Αχιλλ. (Hess.) N 1667δις, Μαχ. (Dawk.) 22221, 67211, Δούκ. (Grecu) 31714, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [37], E΄ [717], H΄ [835], Ch. pop. (Pern.) 53, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) X 10, Γεωργηλ., Θαν. (Legr.) 446, Ριμ. Απολλων. (Morgan) 1539, Κατζ. (Πολ. Λ.) B΄ 145, Γ΄ 291, Δ΄ 108, Πανώρ. (Κριαρ.) B΄ 523, Δ΄ 106, Πιστ. βοσκ. (Joann.) III 2, 123, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 273, Σταυριν. (Legr.) 1161, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1869, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 172, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) A΄ 399, 657, 861, 1512, B΄ 569, 651, Γ΄ 107, 223, 1177, 1196, Δ΄ 84, 213, 600, 1846, 2009, E΄ 988, Ευγέν. (Vitti) 1222, 1380, Στάθ. (Σάθ.) A΄ 61, 75, B΄ 33, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 37, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ΄ [1403], Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 151, Β΄ 383, Γ΄ 285, Δ΄ 210, Άσμα πολ. (Ψιλ.) 359, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 22723, 40424, 25· ’νάθημα, Προδρ. (Hess.-Pern.) IV 89 (χφ C) (κριτ. υπ.).
Το μτγν. ουσ. ανάθεμα. Η λ. και σήμ. κοιν. και στα ιδιώμ. (ΙΛ). Στους Βυζ. και σύνθ.: κατανάθεμα και παντανάθεμα. Πβ. το ρ. ανατίθημι (Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 18631).
1) Αναθεματισμός (όπως και σήμ.) (Πβ. L‑S στη λ. II, Sophocl. στη λ. 2 και ΙΛ στη λ.1. Βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Γ΄ 326 κε., Αμίλκας Αλιβιζάτος, Θρησκ. και ηθ. εγκυκλοπ. στη λ.): συν τοις ηγουμένοις και πνευματικοίς ... το ανάθεμα εξεβόησαν Δούκ. 31714· Κορίσκη, με τ’ ανάθεμα, νά ’σαι καταραμένη Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1403]. Ιδιάζουσες χρήσεις α) με δοτ. προσώπου, με αιτ. προσώπου ή πράγματος, με εμπρόθετο προσδιορισμό και αναφ. πρόταση, για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι άξιος κατάρας ή αποστροφής (Πβ. ΙΛ στη λ. 1α): ανάθεμά με, βασιλεύ, και τρις ανάθεμά με Προδρ. ΙV.89a (χφ g) (κριτ. υπ.)· ανάθεμά σε, έρωτα, τυφλέ, ’πίβουλε, ψεύτη Ερωτόκρ. A΄ 399· ανάθεμά μοι, Βέλθανδρε, αν εγώ σε κρατήσω Βέλθ. 44· ανάθεμα όσοι κλαίσι Πανώρ. Δ΄ 106· β) με αιτ. για να δηλωθεί άρνηση: Μ’ ανάθεμά την τη χαρά που ’δε την ώρα κείνη Ερωτόκρ. A΄ 861· Μ’ ανάθεμα το διάφορο, των τραγουδιώ το πλούτος Ερωτόκρ. A΄ 1512. 2) (Τόπος καταραμένος) καταστροφή που την έφερε μια κατάρα (Πβ. Παπαδ. Α., Αθ. 46, 1935, 205-8, και ΙΛ στη λ. 2. Η σημασ. και στο Θεοφ., Χρον. (De Boor) 4427): Έρκομαι ακ τ’ ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος Ανακάλ. 9· Σύρε να πας στ’ ανάθεμα Θησ. H΄ [835]. Η λ. και ως τοπων. ήδη από τα μτγν. χρόνια.ανεψιός- ο, Τρωικά (Praecht.) 52914, Σπαν. (Hanna) A 4, Οψαρ. (Krumb.) 36114, Έκθ. χρον. (Lambr.) 4627, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 89, 128, Λίμπον. (Legr.) Επίλ. 60, Πρόλ. άγν. κωμ. (Morgan) 36, 41· ανεψίος, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3251, 3256, 3362, 6489, 7188, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3362, 6782, 7220· ανέψιος, Λίβ. (Lamb.) Sc. 3199· ανιψιός, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 7188, Μαχ. (Dawk.) 6017, 943, 11231, 3047, 61834· ανιψίος, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 6775, Βουστρ. (Σάθ.) 426, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 5333, 584, 10832, 13727· ανιψός, Αχέλ. (Pern.) 2400, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 245, Δ΄ 1257, 1569, 1820.
Το αρχ. ουσ. ανεψιός. Ο τ. ανιψιός με προληπτική αφομοίωση. Για τον τ. ανεψίος βλ. Χατζιδ., ΕΕΠ 12, 1915 /6, 14-5. Ο τ. ανέψιος και στο Du Cange, λ. ανεψιαδός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. ανιψιός).
1) Εξάδελφος (Η σημασ. αρχ. και σήμ. στην Κύπρο, Χατζ., Διασπ. 239, ΙΛ, λ. ανιψιός 1): Έφερε χαρτία απέ τον ρήγαν της Φραγκίας του ανιψιού του εις τον αγιότατον πάπαν Ινοκέντιον Μαχ. 943. 2) Ανιψιός (Η σημασ. ήδη στον Πορφύριο, Bailly, Dictionn. gr.-fr. στη λ. 2 και σήμ., ΙΛ, λ. ανιψιός 2. Βλ. και Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Β΄ 261): να αφήσει θείον και ανιψίον να πολεμήσουνε Χρον. σουλτ. 584. —Συνών.: αδελφόπαις, αδελφοτέκνι, αδελφότεκνος.ανθυπατεύω,- Πωρικ. (Ζώρ.) A 1, Οψαρ. (Krumb.) 3611.
Το μτγν. ανθυπατεύω.
Είμαι ανθύπατος (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S· για τον τίτλο βλ. Stein, B-NJ 1, 1920, 372-3 και Bréhier, Les institutions de l’empire byzantin 77, 100, 109, 117, 223, 228): Βασιλεύοντος του πανενδοξοτάτου Κήτου και ανθυπατεύοντος του περιβλέπτου Δελφίνου Οψαρ. 3611.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- η, Προδρ. (Hess.-Pern.) III 160 (χφφ gSA) (κριτ. υπ.), Ακ. Σπαν. (Legr.) 3065-66, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 250, Πουλολ. (Krawcz.) 344, Οψαρ. (Krumb.) 36120, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 630 (η αιτιατ. πληθ. αθερινάς από μετρ. αν.).