Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αιχμαλωτισμός
- ο, Ορισμ. Σινάν (Λάμπρ.) 645, Δούκ. (Grecu) 3177, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K τίτλ.
Η λ. ήδη σε σχόλ. (L‑S).
Σύλληψη αιχμαλώτων, αιχμαλωσία: και συν τῳ αιχμαλωτισμῴ, ος μέλλει γενέσθαι εις υμάς Δούκ. 3177· Διήγησις εις τον θρήνον του αιχμαλωτισμού της ευλογημένης Κύπρου Θρ. Κύπρ. K τίτλ. — Πβ. και αιχμαλωσία 1.γονικό(ν) (II)- το, Λόγ. παρηγ. L 25, 465, Λόγ. παρηγ. O 26, 36, 479, Ορισμ. Σινάν 6410, Διγ. A 1892, 2150, Διγ. (Trapp) Esc. 347, 712, 787, 999, 1018, 1728, Βέλθ. 13, Χρον. Μορ. H 51, 70, 3163, 7748, 7764, 8575, Χρον. Μορ. P 607, 1378, 1439, 3920, 4737, 5729, 6028, Βίος Αλ. 3820, Περί ξεν. A 123, Απολλών. 513, Απολλών. (Wagn.) 147, Λίβ. P 1415, 1665, 1999, 2201, Λίβ. Sc. 2034, 2897, Λίβ. Esc. 1471, 3436, Λίβ. N 594, 1321, 1532, 2825, 3728, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 300, Αχιλλ. O 553, Χρον. Τόκκων 3580, Ιμπ. 494, 729, 762, 791, Ιμπ. (Legr.) 5, 535, 730, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 255, 545, 858, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 595, 857, Θησ. Β΄ [28], Ε΄ [1057], Ch. pop. 307, Αρμούρ. 194, Αλεξ. 72, 222, Λατ. έγγρ. πατμ. αρχ. 366, Πικατ. 317, 547, Κορων., Μπούας 70, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 203, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 95, 1324, 2575, 4342, Βεντράμ., Φιλ. 395, Δεφ., Λόγ. 590, Αιτωλ., Βοηβ. 148, Ιστ. Βλαχ. 748, 822, Ερωτόκρ. Ε΄ 282, Λεηλ. Παροικ. 628, Διακρούσ. 9520, Αλφ. (Mor.) III 52· ιγονικόν, Χρον. Μορ. H 607, 1258, 1371, 1439, 1627, 1706, 1864, 1948, 2048, 2132, 2551, 4436, 4487, 5729, 6028, 7280, 7332, 7402, 7475, 7493, 7554, 7584, 7592, 7631, 7652, 7707, 7762, 7861, 8434, 8635, Χρον. Μορ. P 1419.
Από το επίθ. γονικός. Βλ. Lampe, Lex. (λ. γονικός) και Sophocl. (λ. γονικός). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ., λ. γονικός, Πρωίας Λεξ., λ. γονικός).
1) α) (Στον πληθ.) οικογένεια, γονείς, «σπίτι» (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. γονικός 4): ξεχωρίζω αδελφούς, πατέρας ’κ τα παιδιά των| και πλουτισμένους άρχοντες από τα γονικά των Πικατ. 317· αν στρέψεις εις τον τόπον σου κι ιδείς τα γονικά σου Απολλών. (Wagn.) 147· να υπάμε εις την πατρίδαν μου και εις τα γονικά μου Ιμπ. 494· από πού εγεννήθηκες και πού ’ν’ τα γονικά σου Ιμπ. 762· πλουτισμένοι άρχοντες από τα γονικά τους Διακρούσ. 9520· β) συγγενείς, σόι (Η σημασ. και σήμ., Πρωίας Λεξ., λ. γονικός): φοβούμαι μη μας φθάσωσιν άπαν το γονικόν μου| κι εσένα θανατώσουσιν κι εμένα θέλουν πάρει Διγ. A 1892· γ1) (στον πληθ.) οικογενειακή καταγωγή (Η σημασ. και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ., Παπαδ. Α., Λεξ., λ. γονικά 3): ’Κ τ’ Ανάπαλι, ξεύρετε λοιπόν, είναι τα γονικά μου Βεντράμ., Φιλ. 395· Ρωμαίος εκ την Ρούμελην ήτον τα γονικά του Ιστ. Βλαχ. 822· γ2) (στον πληθ.) πατρίδα (Βλ. και Παπαδ. Α., Λεξ., λ. γονικά 3): ήκουγα [και ε]ξενιτεύθησαν πολλοί εκ τα γονικά τους Περί ξεν. A 123· Παίρνω τη θυγατέρα μου και υπάγω εις τα γονικά μου Διγ. (Trapp) Esc. 999· δ) (στον πληθ.) πρόγονοι: μνησθήναι δε των γονικών ημών πάντων δικαίων Βίος Αλ. 3820. 2) Φεουδαρχική οικογενειακή ιδιοκτησία (Βλ. Ζέπ., ΕΕΒΣ 18, 1948, 213, 217, Σπανάκη, Κρ. Χρ. 9, 1955, 467, Βρανούση Ε., Πεπρ. Β′ ΔΚρ.Σ Γ΄ 12, και Μαλτέζου, Ελλην. 25, 1972, 474): να χάσουν οι λοιποί οι Φράγκοι του Μορέως| τα ιγονικά που εκέρδισαν με κόπον οι γονείς τους Χρον. Μορ. H 4487· Άρχοντες, αδικείτε με, κρατείτε το ιγονικόν μου Χρον. Μορ. H 8434· δίδει εις γονικόν αιώνιον τα δύο καταλύματα οπού λέγει και έχει Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 752. (μεταφ.): έχασαν την παράδεισον, πού ’τονε γονικό τους Πικατ. 547.διαγουμίζω,- Χρον. Τόκκων 677, 1306, 2063, Ορισμ. Σινάν 6414, Θησ. Β́ [724], Κορων., Μπούας 10, 97, 100, 124, 126, Κώδ. Χρονογρ. 5231, 694, Χρον. σουλτ. 2921, 5922, 601, 7914, Π. Ν. Διαθ. φ. 244α 9, Δωρ. Μον. XXXVI, Σταυριν. 112, 470, Συναδ., Χρον. 34 δις, 45.
Από το ουσ. διαγουμάς και την κατάλ. ‑ίζω. (Βλ. Φιλ., Γλωσσογν. Ά́ 139· διαφορετικά ο Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 283). Η λ. και στο Du Cange (λ. διαγουμίζειν) και σήμ. στη λογοτ. (Δημητράκ.).
Λεηλατώ, κουρσεύω (Βλ. Du Cange, λ. διαγουμίζειν. Η σημασ. και σήμ. στη λογοτ., Δημητράκ.): Εκείνοι οπού εσέβησαν εις τον γουλάν απάνω,| ό,τι ηύραν πράγματα εκεί εδιαγούμισάν τα Χρον. Τόκκων 1306· Εγώ ’μαι (ενν. ο Χάρος) οποίος φανερά τον κόσμο διαγουμίζω Π. Ν. Διαθ. φ. 244α 9.κεφαλάς- ο, Ερμον. Ν 314, Ξ 102, Φ 180, X 91, Χρον. Μορ. H 138, 570, 842, 2335, 3360, 5324, 6680, 7394, 8892, 9087, κ.α., Διήγ. Βελ. 253, Χρον. Τόκκων 741, 1579, 3310, 3740, Ορισμ. Σινάν 62, Σφρ., Χρον. μ. 11213, 14223, Θησ. ΙΑ΄ [527], Ριμ. Βελ. 411, Βουστρ. 455, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) κριτ. υπ. των σ. 125, 422.
Από το ουσ. κεφαλή και την κατάλ. ‑άς. Η λ. στο Meursius, λ. κεφαλάδες, και παλαιότερα (βλ. λ.χ. Βραν. Ε., Βυζ. έγγρ. Πάτμου Α′, έγγρ. 452).
Άρχοντας, αρχηγός· διοικητής: Να είδες άρματα έκλαμπρα, καλούς καβαλαρίους,| αυθέντας και τοπάρχοντας, μάλλον και κεφαλάδας Ιμπ. 341· πήρε και τους άρχοντας πασών των καστελλίων| και κεφαλάδας ους είχεν όλη η Αγκλητέρα Γεωργηλ., Βελ. 373· τους άρχοντας αυτών τους μεν κεφαλάδας κατέστησεν, άλλους δε ζουπαναίους ετίμησε Ηπειρ. 22715· ο αυτός Λάσκαρις, έτι δε και οι άλλοι άρχοντες οι εις τα εκείσε κάστρη κεφαλάδες Ψευδο-Σφρ. 27810. Ως τοπων.: Τζάνε, Κρ. πόλ. 54612.κουρσεμός- ο. Ορισμ. Σινάν 6310, Λεηλ. Παροικ. 623, Διακρούσ. 11124· κρουσεμός.
Από το κουρσεύω και την κατάλ. ‑μός. Η λ. και ο τ. στο Βλάχ. (λ. κούρσεμα).
Επιδρομή, λεηλασία· αρπαγή: νά ’μπουν μέσα τα Τουρκιά τον κουρσεμόν να ποίσουν Θρ. Κύπρ. K 902· Είντά ’ναι αυτός ο κρουσεμός, τόν κάνεις (ενν. εσύ, Χάροντα) των ανθρώπω; Π. Ν. Διαθ. φ. 260β 5.μητροπολίτης- ο, Χρον. Μορ. H 2683, 3309, 8599, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 506 κριτ. υπ., Χρον. Τόκκων 1506, Σφρ., Χρον. μ. 13233, Ιστ. Ηπείρ. XXXII6, Ορισμ. Σινάν 631-2, Byz. Kleinchron. Α΄ 154005, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 237, Ψευδο-Σφρ. 53413, Χρον. σουλτ. 3634, Αρσ., Κόπ. διατρ. [808], Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 462, Δωρ. Μον. XXI, XLII, Χρον. βασιλέων 1165, Σεβήρ., Ενθύμ. 28, Ιστ. Βλαχ. 227, 1400, 2S49, Τζάνε, Κρ. πόλ. 589, κ.α.
Το μτγν. ουσ. μητροπολίτης. Η λ. και σήμ.
Μητροπολίτης, επίσκοπος που εδρεύει στην πρωτεύουσα μιας περιφέρειας και έχει διοικητική δικαιοδοσία στις επισκοπές της: δοκανίκια γλυπτά, τορνοεμφωλευμένα, κρατούν τα οι επίσκοποι και οι μητροπολίται Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 918· Ρηγάδες παίρνει ο Θάνατος, πριντζίπους, βασιλιάδες,| μεγάλους γαρδενάληδες και μητροπολιτάδες Αλφ. 1534· αφέντης είσαι λαϊκός, βλέπε την αφεντιά σου| και μην ανακατώνεσαι …,| διότι δεν εδόθηκε …| ʼπισκόπους να χειροτονάς και μητροπολιτάδες Ιστ. Βλαχ. 1882· μητροπολίτης έτερος παρού της Λευκουσίας αρχιεπίσκοπον μη έχειν εις την αυτήν νήσον, ότι μία εστίν ενορία Διάτ. Κυπρ. 50428-9· Τον μητροπολίτη της Πατρού μετά τους κανονίκους| οχτώ φίε καβαλλαρίων του έδωκαν να έχει Χρον. Μορ. H 1955.μουσάφι- το, Ορισμ. Σινάν 643.
Το τουρκ. Mushaf.
Αντίτυπο του Κορανίου: Ομνύω εις τον Θεόν του ουρανού και της γης και εις τον μέγαν ημών προφήτην τον Μωάμεθ και εις τα επτά μουσάφια, όπου έχομεν και ομολογούμεν Επιστ. Μωάμ. 665.πανίερος,- επίθ., Επιστ. Ηγουμ. 174· υπερθ. πανιερότατος, Ορισμ. Σινάν 631, Χρον. 304, Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 164, Σεβήρ., Ενθύμ. 28, Τσιρίγ., Επιστ. 167, 168, Μανολ., Επιστ. 172 δις, Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 171 δις, Επιστ. Ηγουμ. 174, Βλαστού, Επιστ. 176, Βελλερ., Επιστ. 76.
Το μτγν. επίθ. πανίερος. Για παλαιότ. μαρτυρίες του υπερθ. βλ. Steph., Θησ. Η λ. και σήμ. εκκλ.
1) Ιερός (επιτ.): η κερά Θεόκλητη … ήρχετον να πέσει εις τους πανιέρους πόδας της πανιερότητός σου Επιστ. Ηγουμ. 175. 2) (Συνηθέστ. στον υπερθ. ως τιμητική προσφών. ή προσηγορία μητροπολίτη ή επισκόπου): πανιερότατε και θεοτίμητε επίσκοπε Ασσίζ. 5723· Δέσποτά μου πανιερότατε Βλαστού, Επιστ. 177· Πανιερότατοι μητροπολίται Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 13r· ο πανιερότατος μητροπολίτης κυρ Ματθαίος Ιστ. Ηπείρ. XXXIII1.πασάς- ο, Byz. Kleinchron. Ά́ 4089, 52318, Αχέλ. 1587, 1974, 1980, 2286, Χρον. σουλτ. 285, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 373, Λεηλ. Παροικ. 63, 79, 97, 120, 124, 151, 158 κ.α., Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1542, 16321, 16419, 1656, 16823, 1749, 1755 κ.π.α.· μπασάς, Byz. Kleinchron. Ά́ 44226, Αχέλ. 79, 296, 760, 1166, 2357, Καβαλίστας 85, 87, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 296· μπάσιας, Byz. Kleinchron. Ά́ 4117· μπασίας, Byz. Kleinchron. Ά́ 26088, 51410, Έκθ. χρον. 271, 28, 3426, 3916, 407, 496, 17, Παλαμήδ., Βοηβ. 268, Ψευδο-Σφρ. 20231, 22223‑24· μπασιάς, Χρον. Τόκκων 3078, 3186, 3311, Σφρ., Χρον. (Maisano) 8416, 24, 28, Byz. Kleinchron. Ά́ 29426, Έκθ. χρον. 492, 5413, 15 δις, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 323v, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 17, Στ. Βοεβ. 9, 55, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά́ 3825 κριτ. υπ., Παλαμήδ., Βοηβ. 111, 121, 146, 152, Ψευδο-Σφρ. 3821, 18· πασίας, Ορισμ. Σινανπασίας (Rigo) 621, Δούκ. 16512, 28326, 29321, 30113, 3077, 31121, 3777, Σφρ., Χρον. (Maisano) 8416, 24, 28 κριτ. υπ., Βουστρ. (Κεχ.) 13219, 1343, Byz. Kleinchron. Ά́ 27734, 40017, Έκθ. χρον. 97, 1711, 2418, Αιτωλ., Βοηβ. 101, Hagia Sophia ω 5105 κριτ. υπ., Σταυριν. 199, Ψευδο-Σφρ. 32039, 40828, 4361· πασιάς, Σφρ., Χρον. (Maisano) 6614, Αιτωλ., Ρίμ. Α. Καντ. 17, Κώδ. Χρονογρ. 5125 δις, 26 τρις, Ιστ. πολιτ. 386, 528, 676‑7, Ιστ. πατρ. 973, 16115, 16221, Μ. Χρονογρ. 361, Δωρ. Μον. (Βαλ.) 46, Σταυριν. 75, 403, Ιστ. Βλαχ. 663, 753, 906, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 26r, 30v, 33r, 52r, 71r, Διακρούσ. 7713, 9126· παχίας, Βουστρ. (Κεχ.) 13218· παχιάς, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 240, 263, 391, 793, Κυπρ. χφ. 144, Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 111, 685, 738, 744, 759, 795.
[Από το τουρκ. paşa. Ο τ. μπασάς στο Somav., λ. πασάς και bαšάs στο καππαδοκικό ιδίωμα (Dawk., Modern Gr. 638). Ο τ. μπασίας στο Meursius (βλ. και Du Cange) και ο τ. μπασιάς στο Somav., λ. πασάς και σε κείμ. του 18. αι. (Στεφανόπ., Βιβλ. Στεφανοπ. 17)· πβ. και Μπασιάς σήμ. ως παρων. στη Θράκη (Τριαντ., Οικογ. ονόμ. 63). Για τους τ. μπασ‑ πβ. και παλαιότ. τουρκ. başa (Redhouse, EI, λ. pasha). Ο τ. πασίας σε έγγρ. του 14. αι. (Act. Esph. 295) και στο Meursius, λ. μπασίας (βλ. και Du Cange, λ. μπασίας). Ο τ. πασιάς στο Somav., It.-gr., λ. passa, σε έγγρ. του 17. (Οικονομ., Σύμμ. 3, 1979, 245), του 17.-18. (Αθανάσιος εξ Αγράφων 132) και κείμ. του 18. αι. (Γριτσόπουλος, Αθ. 71, <1969-70> 1970, 117) και σήμ. ως επών. (Βαγιακ., Βίος επων. 127). Πληθ. πασιάδες το 15. αι. (Rödel, Chalkok.-Kritob. 3), σε κείμ. του 18. αι. [Διήγ. Αγ. Σοφ. (Μουζ.) 17] και σε ελληνοεβραϊκά τραγούδια των Ιωαννίνων (Schwartz-Athanassakis, MGSY 3, 1987, 228). Ο τ. παχιάς σε χρον. σημείωμα των αρχών του 19. αι. (Δετοράκης, Κρητολ. 5, 1977, 127). Για τους τ. παχίας και παχιάς βλ. Χατζ., Ξέν. στοιχ. 24, 145-6, Βαγιακ., Αθ. 59, 1955, 58, ΛΔ 12, 1972, 6· πβ. και Παπαδόπουλλος [Θρ. Κύπρ. σ. 72]. Η λ. το 13. αι. (Mor., Byzantinot. 246), στο Du Cange, λ. μπασίας, σε έγγρ. του 15. (Lefort, Documents 77) και 18. αι. (Τουρτόγλου, ΕΚΕΙΕΔ 15, <1968> 1972, 35) και σήμ.]
1) Τιμητικός τίτλος ανώτατων αξιωματούχων της επαρχιακής διοίκησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τον οποίο έφεραν κατά τη διάρκεια της ιστορικής εξέλιξης του οθωμανικού διοικητικού συστήματος κάτοχοι διάφορων αξιωμάτων, όπως α) μπεϊλερμπέηδες και, αργότερα, άλλοι τοπικοί διοικητές (EI, λ. pasha): έπεσε δε και ο Καρατζιά πασίας μπεγλέρμπεης ων της Ανατολής, και εγένετο αφανισμός μέγας Έκθ. χρον. 916· εξελθών ο μπεγλερμπεής ονόματι Καραγκιόζ μπασίας αντιμαχήσασθαι αυτόν (ενν. το Σαχ Κουλή) ουκ ίσχυσεν Έκθ. χρον. 4819· Είναι δε εκεί (ενν. εν Ραϊθώ) … και κάστρον με αγάν, και φύλακας, εξουσιαζόμενοι υπό του μπασά του Μισιρίου Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 174· Κατάστασιν εποίησαν να δίδουν το χαράτσι| και τα κανίσχια του μπασιά, και να κρατούν την Άρταν Χρον. Τόκκων 3087· β) τοποτηρητές απεσταλμένοι του σουλτάνου: επολέμησεν ο σουλτάν Μουράτης το Ρεβάνι και το επήρεν ... και έβαλεν ανθρώπους με πασιάν και το εφύλαγεν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 45v· ήλθεν ο Κενάν πασιάς εις τας Σέρρας, επίτροπος του σουλτάν Μουράτη εις όλην την δύσιν να περιπατήσει ... Και έτσι εκάθισεν ο πασιάς αυτός ημέρες κ́ και ήρχονταν από τα όλα χωρία και από τα κάστρη και εύρισκαν μεγάλην δικαιοσύνη Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 32v. 2) Τιμητικός τίτλος ανώτατων αξιωματούχων της κεντρικής διοίκησης, τον οποίο έφεραν οι βεζίρηδες (βλ. ά. και EI, λ. pasha): είχε (ενν. ο σουλτάν Μεχεμέτης) βεζίρηδες τον τε Χαλή πασιά και Πρέι πασιά άνδρας φρονιμοτάτους και εις ουδένα πράγμα τους ήκουε ... και ελυπούντο πολλά αυτοί οι πασιάδες Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 25· οι δύο μπασάδες και οι δύο δεφτερέγγηδες και ο κατηλισκάρης αυτοί εισίν πάντοτες με την Πόρταν (έκδ. μπ‑), όθεν υπάγει ο αμιράς, απαραιτήτως Τάξ. Πόρτ. 29· (εδώ για τον πρώτο βεζίρη, τον πρωθυπουργό του σουλτάνου): απελογησάμην ουν τῳ τότε πρώτῳ βιζίρη και άρχοντι, τῳ Μπραΐμ Πασιᾴ Σφρ., Χρον. (Maisano) 6614· (εδώ για τους βεζίρηδες του ανώτατου κυβερνητικού συμβουλίου, το οποίο είχε και δικαστικές αρμοδιότητες): Ο Τούρκος, σαν εκάθετον στην Πόλιν στο σκαμνίν του,| της Κύπρου ενθυμήθηκεν κι είπεν πως έν’ δική του.| Έκραξεν τους παχιάδες του, κονσέλιον να ποίσει Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 5· εφανίσθη (ενν. ο Πατριάρχης) εις το διβάνι, και ... οι πασιάδες εδικαίωσαν αυτόν Ιστ. πατρ. 17018· έκφρ. μπασάδες του ντιβανίου = τα μέλη του κυβερνητικού συμβουλίου (βλ. και ά. ντιβάνι): Εγροικήθη δε το πράγμα εις τους γιανιτσάρους από τους τέσσαρας μπασάδες του ντιβανίου, και ευθύς άρχισαν μεγαλοφώνως να λέγουν, δεν θέλομεν άλλον βασιλέα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 330. 3) Τίτλος που έφεραν οι επικεφαλής εκστρατειών α) στρατηγοί: ήτον ο τόπος λασπερός, οπού έκαμνεν χρεία| να τον περάσει ο μπασιάς μ’ όλην του την στρατεία Παλαμήδ., Βοηβ. 266· Στείλας (ενν. ο αυθέντης) τον Σουλεϊμέν μπασία μετά τρεις χιλιάδες γενιτσάρων … απέδρασεν εις τα εσώτερα μέρη της ηγεμονίας αυτού Έκθ. χρον. 837· β) ναύαρχοι: ͵ζογ́ έστειλεν ο αυτός αυθέντης τον Πιαλή πασιά με την αρμάδα εις την Μάλταν και εγύρισαν εκείθεν άπρακτοι και τσακισμένοι Byz. Kleinchron. Ά́ 40548· Εις δε την αρμάδαν ην καπετάνος ο Μουσταφά μπασίας, ος γέγονεν ύστερον και βεζίρης και ετελεύτησεν Έκθ. χρον. 4226· έκφρ. πασάς της θάλασσας = αρχηγός του στόλου: ο βασιλιός εμήνυσε του Χοσαΐν να δράμει,| κι ογιά πασά της θάλασσας θέλει να τονε κάμει| απάνω στην αρμάδα του Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 40217. 4) Κατ’ επέκταση τίτλος που έφεραν γενικότερα άρχοντες, ανώτεροι αξιωματούχοι (EI, λ. pasha, ο τιμητικός τίτλος συχνά στη θέση του αξιώματος): ήταν αυτός ο βεζίρης (ενν. ο Μουσταφά πασιάς) εις τα πάντα όλα της βασιλείας κύριος ... και κάν τε αγάδες, κάν τε πασιάδες, όλοι εις αυτόν έτρεχαν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 74r· ηξιώθη τιμής μεγάλης εις τα βασίλεια (ενν. ο Πυριπασίας) κι έγινε και πασίας, οπού είναι τάξις πασάς να μη γίνεται, μόνον από τους σκλάβους Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 373· (συνεκδ.) προκ. για αξιωματούχους της αρχαιότητας ή της βυζαντινής αυτοκρατορίας: Ο δε βασιλεύς (ενν. της Λυδίας, ο Κροίσος) ως είδε τον Αίσωπον, επικράνθη πολλά και λέγει προς τους μεγιστάνους αυτού, ήγουν τους πασιάδες του· «Ίδετε ποταπόν ανθρωπάριν …» Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά́ 3825· Έκαμε δε και τες έξοδες ο Στρατήγιος, ο χασνατάρπασης αυτού, ο οποίος ήτον πασάς και αδελφοποιτός του βασιλέως (ενν. του Ιουστινιανού) Hagia Sophia ω 51722· Έγινε δε ανάμεσον αυτών (ενν. των χριστιανών) φιλονικία από έναν πατρίκιον, ήγουν πασά και από έναν υπάτιον, ήγουν γιανιτσάραγαν Hagia Sophia ω 5105.πεισματικά,- επίρρ. Χριστ. διδασκ. 486.
[Από το επίθ. πεισματικός. Η λ. στο Βλάχ. (λ. πεισματικάτα) και σήμ.]
α) Με τρόπο πεισματικό, επίμονα, με πείσμα: πεισματικά θέλει καταφρονέσει την νουθεσίαν και παραγγελίαν του πρεσβυτερίου Χριστ. διδασκ. 495· (εδώ για αντίπαλο που δεν παραδίδεται) ανυποχώρητα: Ει δε και σταθείτε πεισματικά, και δεν προσκυνήσετε με το καλόν, να ηξεύρετε ότι ώσπερ εδιαγουματίσαμεν την Θεσσαλονίκην ... ούτως θέλομεν χαλάσει και εσάς και τα πράγματά σας Ορισμ. Σινανπασίας (Rigo) 6227· β) με εμπαικτική, εκδικητική διάθεση: Εξύπνησεν η λυγερή στα κανακέματά της| και γνώρισε ότι έχασεν εισμιό την παρθενιά της,| κι ο νιότερος πεισματικά· «Βάλ’ εδά δακτυλίδι,| βάλε αρραβώνα χάρκαρη και βλόγησης σφραγίδι» Ριμ. κόρ. 728.πιασμός- ο, Χρον. Μορ. H 1508, Χρον. Μορ. P 2883, 8331.
Από τον αόρ. του πιάνω και την κατάλ. ‑μός. Άσχ. το αρχ. ουσ. πιασμός. Η λ. σε έγγρ. του 12. αι. (Caracausi), στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Pern., Ét. linguist. III 505, Δημητρίου, Λεξ. Σάμ., Γλωσσάρ. Λέσβ.) και λογοτ. (ΑΛΝΕ).
1) Κατάληψη, άλωση: εις του βιβλίου τον πρόλογον, φαίνει με, σε το γράφω,| το πώς γαρ με τον πιασμόν της Κωνσταντίνου πόλης| χρόνον έναν και μοναχόν ήλθεν ο Καμπανέσης| να κογκεστήσει τον Μορέαν, ωσάν το αφηγούμαι Χρον. Μορ. P 1508· Την χάριν, τήν εχάρισε τότε τον Μέγαν Κύρην,| το Ανάπλιν και το Άργος τε, ομού τα δύο κάστρη,| ήτον διά την συνδρομήν όπου έποικεν ετότες| ο Μέγας Κύρης, σε λαλώ, εις τον πιασμόν Κορίνθου Χρον. Μορ. P 2881. 2) Σύλληψη, αρπαγή· έκφρ. πιασμός παιδίων = παιδομάζωμα: ομνέω σας τον Θεόν ... ότι να μην δεν έχετε κανέναν φόβον, μήτε αιχμαλωτισμόν, μήτε πιασμόν παιδίων, μήτε εκκλησίας να χαλάσωμεν Ορισμ. Σινανπασίας (Rigo) 6221. 3) (Εδώ) ψάρεμα: πρόπερσι γαρ επιάσθησαν πολλές οι παλαμίδες| και πάντες αγαπήσαν τες κι εμαγειρεύσασίν τες.| Αφού πιασμός δε γέγονεν και ανατροπή στας κύρβας| και πάντες τες εχόρτασαν, κανείς ουκ έχρηζέν τας Προδρ. (Eideneier) IV 248-6 χφφ PK κριτ. υπ.προφήτης- ο, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 36312, 20, Διγ. Z 603, 614, 1098, Σωσ. 5, Λίβ. Esc. 2475, Λίβ. Va 2280, 2786, Καναν. (Pinto) 202, 216, 242, 244, 252, 277‑8, 283, Ορισμ. Σινανπασίας (Rigo) 6217‑8, Βεν. 21, 22, 72, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 196, Δευτ. Παρουσ. 47, Σκλέντζα, Ποιήμ. 135, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2713, 2887, 3723, 3770, 4177, 4528, 4539, 4826, Πένθ. θαν.2 459, Βουστρ. Μεταφρ. 256, Βεντράμ., Γυν. 54, Διήγ. Αλ. G 26528, 31, 2668, 17, 26, 2716, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 325r δις, 349r, Πεντ. Γέν. XX 7, Δευτ. XIII 4, XVIII 15, Θρ. Κύπρ. M 407, Δωρ. Μον. XXXII δις, Κυπρ. ερωτ. 1535, Διγ. Άνδρ. 32417, Εις Θεοτ. 7· γεν. πληθ. προφήτων, Πιστ. βοσκ. IV 3, 148.
Το αρχ. ουσ. προφήτης. Η λ. και σήμ.
1) (Θεολ.) α) (στην ΠΔ) πρόσωπο που αποκαλύπτει στους ανθρώπους τη θέληση ή τα σχέδια του Θεού: Ω Μωυσή πανθαύμαστε, των προφητών η ρίζα Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. (Βασιλείου) 136· Τότες στον κόσμο ήστειλε προφήτες κι ελαλούσα| κι ελέγα κι έρχεται ο Χριστός Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1536· (προκ. για τον Αδάμ): Λοιπόν πάλιν να σας ειπώ τον λόγον του προφήτου,| τούτον τον λόγον είπεν τον Αδάμ γαρ ο προφήτης Περί ξεν. (Μαυρομ.) 476, 477 κριτ. υπ.· β) (στην ΚΔ) θεόπνευστος κήρυκας και διδάσκαλος: Ο παπάς είπεν του: «Τούτος (ενν. ο Χριστός) ήτον ένας ψεματινός προφήτης» Μαχ. 1218· φανερά οι άνομοι προφήτη σε ονομάζουν (ενν. οι Τούρκοι τον Χριστό) Διακρούσ. (Κακλ.) 793· (στον ισλαμισμό): εψήφισε (ενν. ο Μωάμεθ) δώδεκα μαθητάς, τους οποίους εχειροτόνησε να είναι προφήται· κι ούτοι οι δώδεκα εδίδαξαν εις το Κιαμπέ Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 269· γ) (στον ισλαμισμό) Προφήτης = ο Μωάμεθ: ου φίλημά μοι δέδωκε, μα τον λαμπρόν Προφήτην Διγ. Z 499. 2) Άτομο που έχει την ικανότητα να προλέγει τα μελλούμενα: Οι στίχοι τούτοι ανθρώπου έναι προφήτου και προγνώστου Λίβ. διασκευή α 2605· εγώ να φθάσω και να δηλώσω την ώραν της συμπλοκής του πολέμου ... Και γινώσκω δε τούτο ως προορατικός και προφήτης Καναν. (Pinto) 224. 3) Αυτός που φανερώνει, που αποκαλύπτει κ.: Ήκουγα ξενιτεύθησαν πολλοί εκ τα γονικά τους,| επαραδείρασιν πολλά, τα βάσανα χορτάσαν·| ουδέν με εφαίνετον ποτέ αλήθεια τό λέγουν (παραλ. 1 στ.), τώρα θωρώ τά έλεγαν ωσάν να ’σαν προφήτες Περί ξεν. (Μαυρομ.) 127· Ως γνωριστής των φανερών και των κρυπτών προφήτης (ενν. ο Χριστός)| τον λογισμόν του εγροίκησε Σκλέντζα, Ποιήμ. 139.πρωτοασηκρήτης- ο, Μαλαξός, Νομοκ. 516· πρωτασηκρήτης, Ιστ. Ηπείρ. XXII7, Ορισμ. Σινανπασίας (Rigo) 627, Byz. Kleinchron. Á 13533· πρωτοσηκρήτης, Ιστορ. δεσποτών Ηπείρ. 2214.
Από το ά συνθ. πρωτο‑ και το ουσ. ασηκρήτης (διαφορ. γρ. ασηκρήτις, <λατ. a secretis). Τ. πρωτασεκρήτης το 14. αι. (Cod. Mon. Prodr. A 14624, 40). Ο τ. πρωτασηκρήτης τον 9. αι. (TLG), σε έγγρ. του 13.-14. αι. (Act. Lavr. III 123113, Act. Vat. I 262‑3, ΝΕ 7, 1910, 43, Cod. Mon. Prodr. A 1243) και το Meursius. Ο τ. πρωτοσηκρήτης το 10. αι. (LBG) και στο Meursius. Η λ. τον 8. αι. (ODB, λ. protasecretis, Καραγ., Βυζ. διπλ.2 151), στη Σούδα, σε έγγρ. του 11.-12. αι. (Act. Lavr. I 4444, 6833, Act. Vat. I 1120, ΝΕ 19, 1925, 15) και το Meursius· βλ. και LBG (λ. πρωτασηκρήτης, πρωτοασηκρήτις).
Αρχιγραμματέας της αυτοκρατορικής γραμματείας (για το πράγμα βλ. ODB, λ. protasecretis): Μετά τούτου εβασίλευσεν Αρτέμιος ο πρωτοσηκρήτης, ο οποίος ονομάστη Αναστάσιος Χρον. βασιλέων 821.πρωτοστράτωρ ‑ορας- ο, Πωρικ. (Winterwerb) I 6 κριτ. υπ., II 8 κριτ. υπ., Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 522, 796, Χρον. Μορ. H 163, 1652, 3279, 5600, 8982, Χρον. Μορ. P 1604, 3893, 7681, Δούκ. 27122, 3316, 36310, Σφρ., Χρον. (Maisano) 406, 669, 12425, Διήγ. Αλ. V 37, Byz. Kleinchron. Á 8237 δις, Έκθ. χρον. 618, 1626‑27, Διήγ. Αλ. G 2691‑2, 27736‑37, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 24314, 28318, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 1865, Βυζ. Ιλιάδ. 642, Ιστ. πολιτ. 6018, Δωρ. Μον. ΧΧ, Ψευδο-Σφρ. 29612, 53016, κ.α.· πρωτοστάτωρ ‑ορας, Πωρικ. (Winterwerb)I 6, III 9, Διγ. (Trapp) Gr. 377, 1326, Βίος Αλ.2 99, Οψαρ. 3613· πρωτοστράτορος, Χρον. Μορ. P 1786, 8984· πρωτοστράτουρας, Διήγ. Αλ. V 36, 69· πληθ. πρωτοστρατοραίοι, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 28419.
Από το ά συνθ. πρωτο‑ και το ουσ. στράτωρ. Ο τ. πρωτοστάτωρ ‑ρας, με ανομοιωτική αποβολή του ‑ρ‑, στο ΑΛΝΕ (πρωτοστάτορας). Η λ. τον 8.-9. αι. (TLG), στον Πορφυρογέννητο, σε έγγρ. του 12. (Gautier, REB 27, 1969, 239, Βραν. Ε., Βυζ. έγγρ. Πάτμου Α′ 1326) και 14. αι. (Act. Vat. II 1114, 1192, 29, 1424, 7, Act. Xén. 25142, 143, Act. Doch. 459, κ.α.), το Meursius και το ΑΛΝΕ (πρωτοστράτορας).
1) α) Αξιωματούχος της βυζαντινής αυλής, με (κυρίως) στρατιωτικές και τελετουργικές αρμοδιότητες (για το πράγμα και τη σταδιακή ιεραρχική αναβάθμιση του αξιώματος βλ. ODB, λ. protostrator, Πλακογιαννάκης, Τίτλ. αξιώμ. 58-61): Τα οφφίκια του παλατίου. ά ο βασιλεύς, β́ ο σεβαστοκράτωρ, γ́ ο καίσαρ, ... ζ́ ο μέγας δομέστικος, ή ο πρωτοστράτωρ, θ́ ο μέγας λογοθέτης Μαλαξός, Νομοκ. 515· (ειδικ.): (1) αρχιιπποκόμος, σταβλάρχης (βλ. και ά. στράτωρ): Στράτορα, πρωτοστράτορα και πρώτε των στρατόρων,| απόστρωσε τον μαύρον μου και στρώσε μου τον γρίβαν Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 797· Ήτον ο Λευκαδούσης πρωτοστράτορας των φαρίων του Αλεξάνδρου και ο Βρυονούσης ήτον πρωτοκερνάτορας του βασιλέως του Αλεξάνδρου Διήγ. Αλ. E (Konst.) 1875· (2) διοικητής μεγάλων μονάδων του στρατού ξηράς, στρατάρχης: και τον γαβρόν του έκαμεν αρχήν εις τα φουσσάτα,| πρωτοστράτορα εποίησεν και το ραβδίν τού εδώκε Χρον. Τόκκων 1593· έστειλεν εις συνάντησιν αυτού δη του ασεβούς ... τον άριστον άνδρα Δημήτριον τον Λεοντάρην ... και Μανουήλ πρωτοστράτορα τον Καντακουζηνόν Σφρ., Χρον. (Maisano) 163‑4· εν δε τῳ πολέμῳ τούτῳ απεκτάνθη ο χας Μουράτης, ο πρωτοστράτωρ της ανατολής, ο παρ’ αυτοίς λεγόμενος μπεγλερμπεής, όστις ην υιός Παλαιολόγου του Γίδου Ιστ. πολιτ. 435· β) (προκ. για το πριγκιπάτο του Μορέως) το κληρονομικό αξίωμα του διοικητή του στρατού και ανώτατου στρατιωτικού δικαστή (βλ. και Lex. Chron. Mor., στη λ.): ευτύς ο πρωτοστράτορος μισέρ Τζεφρές εκείνος| των αρχηγών του όρισε ο πόλεμος να πάψει Χρον. Μορ. P 1786· Οκάποιον άλλον έλεγαν το όνομα μισίρ Ιωάννης,| ... όπου ήτον και πρωτοστράτωρ| του πριγκιπάτου του Μορέως κι είχεν το εις γονικόν του Χρον. Μορ. H 3162. 2) Ανώτερος αξιωματούχος επαρχίας ή θέματος (για το πράγμα βλ. ODB, ό.π.): αυθέντου πάσης δύσεως, του Σινανπασία ορισμός και χαιρετισμός, εις τον πανιερότατον μητροπολίτην Ιωαννίνων, και εις τους εντιμοτάτους άρχοντες ... και εις τον πρωτοστράτορα τον Μπουήσαβον Ορισμ. Σινανπασίας (Rigo) 626. 3) (Εδώ προκ. για παιδικό παιχνίδι) αρχηγός: Και έβαλεν (ενν. ο Αριστοτέλης) αυτόν (ενν. τον Αλέξανδρον) πρωτοστράτοραν εις διακόσια παιδία και εις άλλους διακοσίους έβαλε τον Πτολομαίον τον βοϊβόνταν Διήγ. Αλ. E (Lolos) 11115.ρωμαϊκός,- επίθ., Ασσίζ. 2595, Διγ. Z 2269, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 150 κριτ. υπ., 1471, Βέλθ. 26, 752, Θρ. Κων/π. (Mich.) 35, Ορισμ. Σινανπασίας (Rigo) 6223, Διήγ. Αλ. V 45, 73, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 475, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 464, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 16710, 27510, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1669, 27410, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 312, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 58.
Το μτγν. επίθ. ρωμαϊκός. Η λ. και σήμ.
1) Σχετικός με τους Ρωμαίους (βλ. ά. Ρωμαίος (I) σημασ. 2): Τότε τα ρωμαϊκά μέρη των ορθοδόξων και οι τόποι επερνούσαν με ειρήνην και είχαν τον (ενν. τον Ακρίτην) ως προστάτην και βοηθόν από τους πολέμους και φόνους τους απείρους οπού εγίνουνταν καθημέραν Διγ. Άνδρ. 36218· γίνωσκε, κράτιστε βλαστέ της ιεράς πορφύρας,| γίνωσκε, φως ρωμαϊκόν, γίνωσκε, κόσμου λύχνε,| γίνωσκε, θείε βασιλεύ, περί του σου Προδρόμου Προδρ., Στ. δεητ. 13· (προκ. για τους αρχαίους Έλληνες): Ειδέ και αδύνατον έναι να βυζάνουν αι μητέρες τα παιδιά τους, ... η βυζάστρια να μηδέν έναι ποταπή· αλλά μάλιστα, όσον έναι δυνατόν, να έναι φρόνιμη και προκομμένη· και πρώτον μεν να έχει τάξεις και ήθη αρχοντικά και ρωμαϊκά Σοφιαν., Παιδαγ. 100. 2) (Προκ. για γλώσσα) α) η λατινική: μισόν μίλιον από το μοναστήριον ευρίσκεται μέσα εις τον δρόμον μία πέτρα μεγίστη ολίγον φαινομένη απάνω από την γην· έχει δε αυτή η πέτρα σκαμμένα γράμματα μεγάλα, τα οποία τινάς να αναγνώσει εις τους καιρούς μας ούτε εις τους πατέρας μας δεν εδυνήθη, διότι ούτε ρωμαϊκά είναι, ούτε ελληνικά, ούτε αράπικα ή τούρκικα ή εβραϊκά Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 171· β) η (δημώδης) ελληνική γλώσσα (της εποχής): Ήξευρε και τούτο, ω αδελφέ, το πως αυτό το βιβλίον σε το έγραψα πολλά απλά ήγουν ρωμαϊκήν γλώτταν διά να καταλάβεις πάντα το σύντομον και να μην χρειαστείς άλλον τινάν να σε το εξηγήσει Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 193r. 3) Ρωμαιοκαθολικός: ηθέλησα διά ψυχικήν ωφέλειαν να μεταγλωττίσω το παρόν βιβλίον που ονομάζεται «Περί αναβάσεως του νου προς τον Θεόν», του εξοχοτάτου καρδινάλη της αγίας ρωμαϊκής εκκλησίας, Ρωβέρτου του Βελλαρμίνου ... Βουστρ. Μεταφρ. 254· Δε φέρνω περισσότερον, ογιά να μην πομπεύγω| το ρίτο το ρωμαϊκό, γιαύτος το λόγο φεύγω.| Μόνο σας λέγω: «Κλαψετε για τη χριστιανοσύνη,| για τούτα όλα τα νησιά, στο κρίμα οπού γίνη!» Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 26118. Το ουδ. ως ουσ. = η (δημώδης) ελληνική γλώσσα (της εποχής): Και τούτο εκινήθηκα, για τα πολλά του πάθη (ενν. τ’ Απολλωνίου),| να βάλω στο ρωμαϊκό, καθένας να το μάθει:| ανέν τινάς κι ευρίσκεται εις τον τροχό να τρέχει,| όλος να μην απορικτεί, μα πάντα ας απαντέχει Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1868· ο δουξ εκείνος ο Ιερώνυμος Δονάτος, οπού ήτονε και σοφότατος διδάσκαλος και εις ρωμαϊκά και εις ελληνικά Μορεζ., Κλίνη φ. 46r κριτ. υπ. — Βλ. και ρωμαίικος.σημαίνω,- Διγ. A 1832, Διγ. Z 4056, Ερμον. Β 114, Βίος Αλ. 1871, 4624, Λίβ. διασκευή α 924 κριτ. υπ., Ιμπ. 853, 854, Τζαμπλάκ. (Λαμπ.) 21, Λέοντ., Αίν. I 1, Φυσιολ. (Legr.) 764, Φυσιολ. (Kaim.) 22b7, 9, 23a7, 9, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 316, Δούκ. 3495, Θησ. Ζ́ [592, 1518], Απόκοπ.2 93, Λίβ. Va 898, 2270, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΘ́ [511], Λουκάνη, Άλ. Τροίας [120], Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1239, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1364, Μορεζ., Κλίνη 280v, 222r δις, 222v, 414r, Ονειροκρ. Ιβ. 16 (πολλάκις), 18, 20 (πολλάκις), κ.α., Ιστ. Βλαχ. 1627, 2659, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 61, Ροδινός (Βαλ.) 97, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1372, Διγ. O 1727, 1736, 1746, 2432, 2435, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 38211, Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. μετά στ. 513.
Το αρχ. σημαίνω. Η λ. και σήμ.
Ά Μτβ. 1) Kάνω κ. γνωστό, πληροφορώ, ειδοποιώ για κ.: Δούκ. 3091, Βίος Αλ. 4141, Φυσιολ. (Kaim.) 22a7, 9. 2) α) Δηλώνω, φανερώνω κ.: Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 412, Δεφ., Λόγ. 568· (προκ. για λέξη, πρόταση): Λεξ. I 202, Σκλέντζα, Ποιήμ. 17· (προκ. για ερμηνεία ονείρων): Από ύψους κάτω οράν, ζωήν μακράν σημαίνει Ονειροκρ. Ιβ. 16· β) (θεολ.) προεικονίζω: αυτού (ενν. ανατολικά του αγίου Τάφου) ήτον ... η στάμνος του μάννα και η ράβδος η βλαστήσασα του Ααρών και η λυχνία η επτάφωτος ... και όλα λοιπόν τα παλαιά και σκιώδη της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία όλα εσήμαιναν και προετύπωναν την Θεοτόκον Προσκυν. Κουτλ. 390 13821· Τα δε δύο ορνίθια εκείνα, οπού ελάμβανεν ο ιερεύς εις το να καθαρίσει τον λεπρόν, ... άλλο δεν επροτύπωναν, παρά τας δύο φύσεις του Χριστού, την θεότητα και την ανθρωπότητα ... με την θυσίαν τούτων των δύο ορνιθίων εσήμαινε όλον το μυστήριον της ενσάρκου οικονομίας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 60. 3) α) Κάνω κ. να ηχήσει (για μετάδοση ενός μηνύματος ή την αναγγελία ενός γεγονότος): Βίος Αλ. 2022· (προκ. για καμπάνα, σήμαντρο): οπόταν θέλει ο ιερεύς να άρξει την ακολουθίαν, υπάγει και σημαίνει ομπρός το σήμανδρον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 392r· Την ώραν απού σημαίνουσιν οι Λατίνοι την καμπάναν, απού κράζουν «Άβε Μαρία» ..., τότες... Μορεζ., Κλίνη 222r· β) (προκ. για μουσικό όργανο): στραβόραβδον εβάσταζεν (ενν. ο Απρίλιος) εις την ζώνην του εμπηγμένον,| εύμορφα αρνίτσια εφύλασσεν, εσήμαινεν σουραύλιν Ημερολ. 88· Επέψασιν εφέραν την (ενν. την Τάρσιαν), και κάτω κατεβαίνει| και τότες την κιθάραν της αρχίζει και σημαίνει Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) Α 1510· (εδώ σε παρομοίωση): ξεμυαλισμένος Δέκιος, όντας μέσα εις το βάθος της ασεβείας σκοτισμένος, κατά που λέγει ο λόγος, ομοιάζοντας σαν ένας γάιδαρος όταν του σημαίνουν την κιθάραν Ροδινός (Βαλ.) 229. Β́ Αμτβ. 1) Δηλώνω, φανερώνω, λέω· (προκ. για χρησμούς, προφήτες κτλ.): Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 4666, Θρ. Κων/π. Βαρβ. 34. 2) α) Δίνω κάπ. ηχητικό σήμα, ηχώ, βγάζω ήχο (προκ. για καμπάνα, σήμαντρο): Τούτου (ενν. του παρακκλησιδίου) δε αφιστάμενος έως μίλια δύο,| κατά τον νότον έρχεσαι εις Σήμαντρον τον θείο·| εκεί γαρ εστι σήμαντρον καθ’ εορτήν σημαίνον Παϊσ., Ιστ. Σινά 1927· Ελάτε να ιδείτε τον άνθρωπον οδιά τον οποίον σημαίνουσιν οι καμπάνες να θαυμάξετε Μορεζ., Κλίνη 222v· (συνεκδ. προκ. για εκκλησίες): Σημαίνουσιν οι εκκλησιές, όλα τα μοναστήρια·| υμνούσιν και δοξάζουσιν Θεόν τον παντοκράτωρ Ιμπ. 884· αι εκκλησίες σας να σημαίνουν καθώς έχουν συνήθειαν, ο μητροπολίτης να έχει την κρίσιν του την ρωμαϊκήν, και όλα τα εκκλησιαστικά δικαιώματα Ορισμ. Σινανπασίας (Rigo) 6222· (προκ. για αναγγελία ώρας): εν έτει ͵αφοϚ́ απέθανε ο βασιλεύς σουλτάν Σελίμης και έγινεν ο σουλτάν Μουράτης νέος καταπολλά, και ηθέλησε να βάλει ωρολόγια να σημαίνουν ωσάν και εις την Βενετία, πλην οι νομοδιδάσκαλοί του δεν τον άφησαν Byz. Kleinchron. Á 58639· (προκ. για μουσικά όργανα): Τότες σημαίνουν τα όργανα θλιβερά και μαυρίζει η σένα Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά μετά στ. 36· β) (τριτοπρόσ. προκ. για προσδιορισμό χρονικού σημείου): Το μεσονύκτιον έφθασε και η αυγή σημαίνει,| και οι πάντες αρματώθησαν μετά μεγάλου θράσους Αργυρ., Βάρν. K 173. Το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ. = η σημασία μιας λέξης: όταν κανένα όνομα κοινόν ... και εσύ θέλεις να σημαδέψεις το καλύτερον και το μεγαλύτερον από τα σημαινόμενα, τότε εις αυτό το όνομα βάνεις (ενν. στα εβραϊκά) τα «α», ωσάν εμείς το «ο» άρθρον και το «η». Ως εν παραδείγματι, «δάσκαλος» λέγει πολλούς δασκάλους και εσύ θέλεις να ειπείς τον σοφότερον και καλύτερον, τότε βάνεις το «ο» άρθρον και λέγεις «ο δάσκαλος» Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 444516.σπαθίον- το, Διγ. Z 616, 1809, 2838, κ.α., Διγ. Άνδρ. 32717, 33214, 37612, κ.π.α., Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 32 δις· σπαθί, Χρον. Μορ. H 619, 2558, 4289, 6315, κ.α., Χρον. Τόκκων 206, 657, 1110, 2256, Παρασπ., Βάρν. C 168, Ch. pop. 804, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 633, Διήγ. Αλ. V 56, 66, κ.α., Λίβ. Va 811, 3148, κ.α., Αγν., Ποιήμ. Ά́ 16, Ριμ. κόρ. V 64, Πένθ. θαν.2 623, Διήγ. Αλ. G 2801, 28626, κ.α., Διήγ. Αλ. F (Lolos) 12021, 2066, 7, κ.α., Πεντ. Γέν. XXXI 26, Έξ. V 21, Λευιτ. XXVI 6, Δευτ. XIII 16, κ.α., Αχέλ. 99, 103, Χρον. σουλτ. 3736, 8814, 11734, Hist. imp. (Iadevaia) I 2966, IIb 1679, κ.α., Πανώρ.2 Β́ 554, Γ́ 195, κ.α., Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 277, 408, Κατζ. Β́ 57, 77, 86, Σταυριν. 31, 521, 656, Ιστ. Βλαχ. 147, 2517, κ.α., Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 325, Δ́ 1612, κ.α., Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 273, 877, κ.α., Στάθ. (Martini) Ιντ. β́ 98, Γ́ 51, 179, κ.α., Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 309, Έ́ 40, κ.α., Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 108, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 18, Δ́ 191, κ.α., Χριστ. διδασκ. 447, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 142, Δ́ 359, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Κaplanis) 1792, 4809, 8462, κ.α., Διακρούσ. (Κακλ.) 570, 1222, κ.α., Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 18220, 43714, 55520, κ.α., κ.π.α.· σπαθίν, Καλλίμ. 887, Ασσίζ. 22523, Διγ. (Trapp) Gr. 377, 2549, κ.α., Διγ. Z 1340, 2463, κ.α., Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 671, 1528, 5167, κ.π.α., Χρον. Μορ. P 2918, 4694, 6315, κ.α., Φλώρ. 529, 1705, Απολλών. (Κεχ.) 508, 727, Λίβ. διασκευή α 107, 939, 4155, κ.α., Αχιλλ. (Smith) N 264, 322, 600, κ.α., Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 682, 882, Μαχ. 26628, 29038, 66412, κ.α., Διήγ. Βελ. Ν2 246, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 768, Γεωργηλ., Θαν. 89, Βουστρ. (Κεχ.) 1021, 30416, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) Α 701, 1238, Διήγ. Αλ. G 27411, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1708, 2629, κ.α., Βυζ. Ιλιάδ. 943, Αχέλ. 512, Παλαμήδ., Βοηβ. 641, 651, 963, κ.α., Διγ. Άνδρ. 33125, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 804, κ.π.α.· σπαθί(ο)(ν), Χρον. Μορ. H 439, 919, 1675, 1713, 4821, κ.α., Χρον. Μορ. P 550, 2039, κ.α., Ιστ. Ηπείρ. XXV 2, Θησ. Β́ [544], Έ́ [733], [848], Byz. Kleinchron. Ά́ 25042, 26086, 30120, 30724, 48410, κ.α., Βεντράμ., Φιλ. 318, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 12022, 24619, 20, Ανων., Ιστ. σημ. ρμά́, Ιστ. πατρ. 12425, 1497, 19915, Ιστ. Βλαχ. 1673, 2796, Διγ. Άνδρ. 3201, 34123, κ.π.α.· σπατί, Ανακάλ. 55.
Το μτγν. ουσ. σπαθίον. Ο τ. σπαθί τον 9. αι. (TLG), στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. σπαθίν τον 8.-9. αι. (LBG, TLG), στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., λ. σπαθί(ν), Παπαδ. Α., Λεξ., λ. σπαθί(ν)). Για τον τ. σπατί βλ. Κριαράς [Ανακάλ. σ. 45]. Η λ. στο Du Cange.
1) α) Όπλο με μακριά, κοφτερή λεπίδα, ξίφος: ειδέ παραπικράνεις με και την ψυχήν μου θλίψεις,| πάντως να σύρω το σπαθίν, και να σφαγώ ατός μου Διγ. Z 784· Με το σπαθίν το φοβερόν (ενν. ο Τρώιλος) κόπτει και θανατώνει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 9443· Ο ρήγας το Ρωτόκριτο με πόθον αρματώνει (παραλ. 3 στ.). Ζώνει του τ’ όμορφο σπαθί, δίδει του το κοντάρι| κι αποκαμάρωνέ τονε στ’ άλογο καβαλάρη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1585· (μεταφ.): υιέ μου, ψευδομάρτυρας ποτέ σου μηδέν γένεις·| βλέπε τον όρκον του Θεού, φοβού τον ως ρομφαίαν·| μάχαιρα ένι δίστομος, σπαθίν ακονισμένον Σπαν. O 100· Σπαθί μας λείπει και δίδει μας το σήμερον ο μέγας στρατιώτης ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, τον σταυρόν Lucar, Sermons 116· Σπαθί δίστομον είναι ο λόγος του Θεού, κατά τον μακάριον Παύλον Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 262· Τον δεύτερόν του (ενν. του δούκα) τον υιόν Τόρνον τον ονομάζαν·| άνδρας θρασύς και δυνατός και τολμηρός εις άκρον,| άγριος εις το βλέμμαν του, σπαθίν η συντυχιά του Χρον. Τόκκων 1947· η ρίζα των φρονήσεων, η δόξα των Ρωμαίων (ενν. ο βασιλεύς Καλοϊωάννης),| κλέος και κάλλος και τιμή, δεύτερος Πτολεμαίος,| της ορθοδόξου πίστεως σπαθίν ακονισμένον Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 99· (εδώ προκ. για την Παναγία): Χαίρε, σκάλα του ουρανού, πόρτα της Παραδείσου,| χαίρε, σπαθί με δύναμιν αντίδικα τσ’ αβύσσου Ύμν. Παναγ. 6· (σε μεταφ.): ας προκαθίσουν οι έρωτες, ας κρίνουν, ας διδάξουν,| και αν ευρεθεί, κυράτσα μου, ότι είπα εγώ διά σένα,| τα μέλη μου ας τα κόψουσιν με το σπαθίν του πόθου Ερωτοπ. 344· Έκλωσεν πάλιν η βουλή της τύχης της αδίκου,| μετεκυλήθην κατ’ εμού του χρόνου ο τροχός του| και του θανάτου το σπαθίν δι’ εμέναν εστομώθην Λίβ. διασκευή α 4562· Τση δικιοσύνης το σπαθί βάλε το στο φηκάρι| και πιάσ’ τσ’ ελεημοσύνης σου, που έχει μεγάλη χάρη Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 185· (σε παρομοίωση): Έπαινός σου Ισραελ· τις σαν εσέν λαός σωτεραμένος με τον Κύριο, σκουτάρι το βοθιό σου και ως σπαθί η παρουσιά σου και να άρχουνται οι οχτροί σου εσέν και εσύ ιπί τα ψηλά τους να πατήσεις Πεντ. Δευτ. XXXIII 29· Τον αυτόν μήναν εφάνην εις τον ουρανόν ωσάν σπαθί καθολικόν εις την μεσημβρίαν και ήστεκεν και εφαίνουνταν απάνου από τες είκοσι ημέρες Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 22r· (προσωποπ.): Τας πρέσας όλας τας πολλάς κόπτει, διαχωρίζει (ενν. ο Αχιλλέας),|και το σπαθίν του έπινεν αχόρταστον το αίμα Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 9503· ας εγνωρίσει (ενν. πας άνθρωπος αδούλωτος εις Ερωτοκρατίαν) δήμιός του γίνεται το σπαθίν μου,| και εγώ πικρός του τύραννος Λίβ. διασκευή α 299· Να χορτάσω τις σαγίττες μου από αίμα και το σπαθί μου να φάει κρεάς Πεντ. Δευτ. XXXII 42· (σε σχ. αδύνατον): ήρξατο (ενν. ο σπανός) κτενίζειν την πανάσχημον και πανάτσαλον αυτού γενειάδα. Ουκ έπιπτον ψύλλοι ή ψείρες, αλλ’ έπιπτον ψύλλοι μετά σπαθίων, φθείρες μετά μανδύων Σπανός (Eideneier) D 671· εάν ο πόθος μου, ξανθή, εισέλθει εις την ψυχήν σου, μήτε ο πατήρ σου ο στρατηγός μήτε όλον σου το γένος αν γένουν σπαθία, δοξάρια και σαγίττες, δεν θέλουν δυνηθεί να με φοβίσουν Διγ. Άνδρ. 3529· (σε παροιμ. φρ.· η χρ. της και σήμ., βλ. Πολ. Ν., Παροιμ. Β́ 70): κεφάλι οπού προσκυνά, σπαθί ουδέν ημπορεί να τον κόψει Διήγ. Αλ. F (Lolos) 16012· (σε όρκο· για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Γ́ 369): ομνέω σας τον Θεόν του ουρανού και της γης και τον προφήτην Μωάμεθ ... και εις την ψυχήν μου, και εις την κεφαλήν μου, και εις το σπαθί οπού ζώνομαι Ορισμ. Σινανπασίας (Rigo) 6220· μα το σπαθίν το δίστομον των ερωτοκρατόρων,| ου λέγω σε το τίποτα διά τρόπον κολακείας Λίβ. Va 249· (σε κατάρα): Σε τούρκικα σπαθιά βρεθείς, σε Κατελάνου χέρια·| τα κριάτα σου να κόφτουσι με δίστομα μαχαίρια! Ριμ. κόρ. Α 165· (σε προσφών.): κι εσύ σπαθί, που πάντοτε ήσουνα βοηθός μου,| αλύπητα το θάνατο, παρακαλώ σε, δώσ’ μου Πανώρ.2 Β́ 535· β) (ως σύμβολο εξουσίας, δηλωτικό αξιώματος): του βασιλέως τα χρυσά ετότες τον ενδύσαν (ενν. τον Μιχάλη),| και το σπαθί το έκλαμπρον τον ζώνουν εις την μέση Σταυριν. 547· Κράζομ’ ακόμη στρατηγός και βασιλιό με λέσι,| στέφος βαστώ, σκήπτρο κρατώ, ζώνω σπαθί στη μέση; Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 8· γ) (εκκλ.) η πύρινη σπάθα των αρχαγγέλων, ρομφαία: Εκεί θέλεις ευρεί άγγελο, το Χερουβείν, να στέκει,| την πόρτα της Παράδεισος με το σπαθί να βλέπει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1335· Άγγελοι, λυπηθείτε μας, ψυχοπονέσετέ μας,| με τα σπαθιά σας τα λαμπρά δέτε, απαντήξετέ μας Ρίμ. θαν. 130· για ιδές πώς έστεκεν ο άγγελος Κυρίου απάνωθεν του Δαβίδ ξεγυμνωμένο το σπαθί Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 185r· δ) (ως γεν. της ιδιότητας· βλ. και ά. άνθρωπος σημασ. 1α6): Ο προβεδόρος κι οι άρχοντες είχανε πλήσια πρίκα| πως οι ανθρώποι του σπαθιού εις τα τειχιά χαθήκα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17316· εβγήκαν οι υιοί του Ισραήλ από την Αίγυπτον και ήσαν τετρακόσιοι άνδρες του σπαθίου διχώς τες γυναίκες και τα παιδία Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 164r· στη στράτα το διαλαλημόν έγραψε για να δώσει:| να βγου χωριάτες του σπαθιού, νά ’ρθου κι οι ’ξορισμένοι| κι απού την εξορία τως να ’ν’ ελευθερωμένοι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 39213· Πάραυτα έστειλε (ενν. ο βασιλεύς) γραφάς εις όλους τους ανθρώπους,| στα κάστρη οπού όριζε και στους δικούς του τόπους,| όσοι κι αν είναι του σπαθιού να έλθουν εις την Πόλη Διακρούσ. (Κακλ.) 67. 2) (Μετων.) α) χτύπημα με σπαθί· (γενικ.) χτύπημα, πλήγμα: Τον Θεόν έχω μάρτυρα ότι δεν έσυρα καθόλου εις αυτούς κονταρέαν ή ραβδέαν, αλλά σπαθίον μόνον Διγ. Άνδρ. 39133· αυτός (ενν. ο Χασάν πασιάς) τα έμαθεν αυτά που τον φυλάγουν,| το πως αυτούς την άνοιξην πάνω του θεν να πάγουν.| Και ετοιμάζεται και αυτός απόκρισιν να σώσει| και πάνω εις τους εχθρούς βαρύ σπαθί να δώσει Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Κaplanis) 8516· β) αγώνας, μάχη με σπαθιά: Ετούτο οι πάντες ξεύρουσιν σ’ όλην την οικουμένην,| εις το κοντάρι και σπαθίν καλοί εισίν οι Φράγκοι Χρον. Μορ. P 4913· Μάννα, τον νεόν τόν αγαπώ, καλά τον εγνωρίζω,| στην Βενετιά ’ν’ βενέτικον, στα ξένα γενοβήσον,| και στο σπαθίν Τουρκόπουλον και στο κοντάρι πρώτος Ερωτοπ. 449· γ) πόλεμος, μάχη, ένοπλη σύγκρουση: Λοιπόν, αφέντη βασιλέα, εγώ εξουσίαν ουκ έχω| να δώσω πράγμα τίποτε από τον τόπον που έχω| διατί τον εκερδίσασιν με το σπαθί οι γονείς μας Χρον. Μορ. H 4289· εγράφασιν (ενν. τα ψευδοχάρτια) τα σύνορα με ψεύματα περίσσα| κι οι Τούρκοι σαν τα ήκουσαν επίασέν τους λύσσα,| πως εύκολα εκλήρωσαν δύο κάστρη και τόπον| χωρίς σπαθί, χωρίς φωτιά, χωρίς κανένα κόπον Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Κaplanis) 410· ήρθες (ενν. συ, Τούρκε) και μ’ επολέμησες (ενν. εμέ, το Κάστρο), και θέλεις το δηγάσαι,| μα πως μ’ επήρες με σπαθί ποτέ σου μην καυχάσαι.| Τα κρίματα εσυντρέξανε, αμ’ όχι η δυναμή σου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 55326· δ) σφαγή, εξόντωση: τα δόντια τους έτριζαν και άπιστους και σκύλους τους έλεγαν (ενν. οι Τούρκοι τους Χριστιανούς) και «όλοι διά το σπαθί είστε» Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 17r· με τα ψεύματα εφέρετέ μας ώδε| και μετά δολιότητος σκυλεύσατε μας ώδε.| Ας είν’ καλά ο πρίντσιπος, έχει πολλούς ανθρώπους| που να σας αποκρένονται τους δόλιούς σας τρόπους.| Σπαθί, φωτιά και έτερα θέλει σας ετοιμάζει| και μες στα καταχθόνια θέλει σας κατεβάζει Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Κaplanis) 7901· ε) ισχύς, δύναμη: ο Θεός ... την χώραν σου εις το έν εκατόν να την ποιήσει, και το σπαθίν σου εις τους εχθρούς σου φοβερόν να το ποιήσει Ορισμ. Μαμελ. 9824· στ) (στον πληθ.) στρατιωτικές δυνάμεις, στρατιώτες: εάν τον Τάρειον τσακίσεις και τα σπαθία του τσακίσεις, έλα ... εις την Ιερουσαλήμ και ολουνού του κόσμου να σε ευφημίσομεν βασιλέα Διήγ. Αλ. F (Lolos) 22311· Την επιστολήν του Αλεξάνδρου ο Τάρειος εδέχθην ... Και έγραφεν ούτως το πιττάκιν· «... γύρισε το κεφάλιν σου και πέσε και προσκύνησέ με και δος μου δόσιμον και δώρα και ας είσαι αυθέντης εις τον κόσμον όλον της Περσίας, ειδεμή να σφαγούν από της Μακεδονίας τα σπαθία ...» Διήγ. Αλ. F (Lolos) 2769· (περιληπτ.): ο πεττός εγύρισε, της τύχης το τροχίλι,| και τους Ρωμαίους βασιλείς όλους εγκρέμνισέν τους, τους Τούρκους δε και ασεβείς όντας και ύψωσέν τους (παραλ. 2 στ.). Τούτο το τούρκικο σπαθίν, Χριστέ, και έως πότε| να κατακόπτει σώματα Χριστιανών βαπτισμένων; Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 809· ταύτα πάντα εγίνησαν ογιά να μας διδάξει (ενν. ο Θεός),| και α δε μετανοήσομεν, θέλει μασε πατάξει,| με το σπαθί το τούρκικο να κόψει τα κορμιά μας Σκλάβ. 145· άνδρας, παιδία, βρέφη, πτωχούς, πλουσίους όλους εθέριζέν τους το σπαθί των Ελλήνων Hist. imp. (Iadevaia) I 2076. 3) Σπαθοράβδιν (βλ. ά., καθώς και Αλεξίου Στ. [Βοσκοπ. σ. 35]): με πλήσια προθυμιά κινώ να πάω| κρατώντας το ραβδάκι ν’ ακουμπάω.| Μεγάλο φόβον είχα και περίσσο| και δεν εμπόρου να καλυτερίσω,| γιατί ’πεσα κι ερράγη το σπαθί μου| κι εγιάγειρα εις την αποστροφή μου Βοσκοπ.2 323. 4) Εργαλείο για την κατεργασία μαρμάρου ή πέτρας, σμίλη: αν θεσιαστήρι λιθαριών να κάμεις εμέν μη χτίσεις αυτές πελεκητό· ότι το σπαθί σου ύψωσες απάνου της και ελίτωσές την Πεντ. Έξ. XX 25. Εκφρ. 1) Διά στόμα σπαθιού = με σπαθί: τον Χαμορ και τον Σεκεμ τον υιό του εσκότωσαν διά στόμα σπαθιού Πεντ. Γέν. XXXIV 26· εχάμνισεν ο Ιοσουα τον Αμαλεκ και τον λαό του διά στόμα σπαθιού Πεντ. Έξ. XVII 13. 2) Με το σπαθί(ν) μου/ με το σπαθί(ν) στο χέρι = με μάχη, με (ένοπλο) αγώνα: Ο Αλέξανδρος ... εστράφην εις την Μακεδονίαν με το φουσσάτο του όλο ... είχαν διαβεί χρόνοι τρεις οπού ήτον εις το ταξίδι και επαρέλαβεν κάστρη με το σπαθί του Διήγ. Αλ. V 59· θα πάρω το φουσσάτο μου, την Κρήτη σας να πιάσω·| να πάρω και το Κάστρο σας εγώ με το σπαθί μου,| με του Θεού το θέλημα και με τη δύναμή μου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22325· εγίνη διά κάλλιον του αφεντός του δούκα| να την επάρει (ενν. την Άρταν) έντιμα, με το σπαθίν στο χέρι Χρον. Τόκκων 2039· επήραν το (ενν. το Ρέθυμνον) οι ασεβείς με το σπαθί στο χέρι Διακρούσ. (Κακλ.) 919. 3) Με του σπαθίου το ξίφος, βλ. ά. ξίφος σημασ. 3. 4) Πόλεμος σπαθίου = μάχη, πόλεμος, ένοπλη σύγκρουση: Διατί Μάλτα δεν παίρνεται με πόλεμον σπαθίου| πάρεξ να είναι από λιμόν και ακρίβειαν ψωμίου Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Κaplanis) 1477. 5) Σπαθί(ν) με σπαθί(ν) = (πολεμώντας) ένας προς έναν, εκ του συστάδην (πβ. νεοελλ. έκφρ. σώμα με σώμα): επολέμησαν σπαθίν με σπαθίν όλη μέρα Byz. Kleinchron. Á́ 51518· Αφόντις ... επλησίασαν τα δύο τούτα φοβερά φουσσάτα εις αγχεμαχίαν, ήγουν να πολεμούσι σπαθί με σπαθί, οι Τσερκέζηδες με μίαν φοβεράν βοήν και ταραχήν εκτύπησαν εις τους Τούρκους από τρεις μερές Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 406. 6) Φόνος του σπαθίου = σφαγή: Όταν λοιπόν εισέβη το σιφέρι των Τουρκών όλον μέσα εις το Μισίρι, και με πολύν φόνον της φωτίας και του σπαθίου εκαταπατούσαν τα παζάρια και τα οσπίτια, διαρπάζοντες και φονεύοντες ... Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 432. Φρ. 1) α) Αποθαίνω/αποκοιμούμαι (απάνου) εις το/στο σπαθί(ν) μου = σκοτώνομαι στη μάχη, πολεμώντας: κάλλιον ν’ αποθάνομεν απάνου στο σπαθί μας| μετά τιμής και έπαινος χωρίς κατηγορίας Παρασπ., Βάρν. C 168· μη εντραπώμεν, αδελφοί, μηδέ δειλοί φανώμεν,| τον θάνατον ας λάβομεν γενναίως και ανδρείως,| εις το σπαθίν μας άπαντες ας αποκοιμηθούμεν,| μη αισχυνθεί το γένος μας το φοβερόν και μέγαν Διήγ. Βελ. Ν2 236· και εβάσταξε (ενν. ο κυρ Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εις την Πόλιν) και τους άρχοντας και απέθαναν εις το σπαθί τους όλοι εις την χαλάστραν του αγίου Ρωμανού ως άνδρες και μάρτυρες Χριστιανοί εις την πατρίδα τους Byz. Kleinchron. Á́ 27221· β) αποθαίνω εκ το σπαθί = σκοτώνομαι στη μάχη, θανατώνομαι βίαια: Όσοι επαρεδόθησαν ελεημοσύνην ηύραν,| όσοι εστάθηκαν εις πόλεμον εκ το σπαθί αποθάναν Χρον. Μορ. P 1487· Όσοι αποθάνουν ’κ το σπαθί εις το ταξίδι εκείνο,| να έχουσιν συμπάθειον εκ τον Χριστόν τον ζώντα Χρον. Μορ. P 6213. 2) α) Βάζω/βάνω κάπ. εις το σπαθί(ν), βλ. ά. βάνω (I) σημασ. Ά́ 41α· β) Βάλλω σπαθί εις κάπ. = σκοτώνω, δολοφονώ κάπ.: μη μεμφθεί τινάς τον άξιον τούτον βασιλέα, πως έβαλλε σπαθί ούτω σκληρόν εις το γένος του, διότι άλλος τρόπος δεν ήτονε να παύσει τα πολλά σχίσματα της βασιλείας, παρά με τούτο Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 352. 3) Η χέρα (μου) βασταίνει το σπαθί, βλ. ά. βασταίνω σημασ. Ά́ 1β. 4) Διαβάζω κάπ. εις το σπαθίν = θανατώνω, σκοτώνω, εκτελώ κάπ.: τῃ επαύριον παρελαβώθησαν (ενν. οι φυλακισμένοι εις το μέγα Παλάτιν) υπό του πλήθους της Πόλεως, παροτρύναντος τούτους του Τζεφρέ, και διέβασαν τούτους (ενν. τους φυλακισμένους) εις το σπαθίν Byz. Kleinchron. Á 8444. 5) Διαβαίνω από/εκ σπαθί(ν), βλ. ά. από (I) σημασ. 17 φρ. 6) Με τρώγει το σπαθί(ν) = πεθαίνω στη μάχη, σκοτώνομαι βίαια: Άνδρες πιστοί, ομόψυχοι, νυν ας περιπλακούμεν| αλλήλως τε ας φιλήσομεν, πριν ν’ αποχωριστούμεν,| πριν να μας φάγει το σπαθί ... Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 353· Ώχου, άλλους έφαγε το σπαθί άλλους έφαγε η πείνα Εβρ. ελεγ. 162· Θεέ και πλάστη του παντός και Δέσποινα παρθένη,| δώσε βοήθειαν σ’ εμάς, να ’μεσθεν σκεπασμένοι·| πριχού μας φάγει το σπαθίν και να ’μεσθαν θαμμένοι,| κάμε σημείον θαυμαστόν, να ’μεσθεν γλυτωμένοι Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 869. 7) Παραδίδομαι στο σπαθί = εκτελούμαι, φονεύομαι: Αν τον κάμει τον φόνον πτωχός, παραδίδεται στο σπαθί, κόπτουσι το κεφάλι του Zygomalas, Synopsis 300 Φ 13. 8) Περνώ κάπ. από σπαθί ή από σπαθίου/σπαθιού, βλ. ά. από (I) σημασ. 17 φρ. 9) Πιάνω ή (ε)παίρνω (χώραν, κάστρον κ.α.) από σπαθί/σπαθίου/σπαθιού, βλ. ά. από (I) 17 φρ. 10) Ρίπτω το σπαθί(ο)(ν) = (α) βλ. ά. ρίπτω Φρ. 40· (β) χτυπώ με το σπαθί, σπαθίζω: Ρίξε, κυρά μου, το σπαθί, κόψε μου το κεφάλι,| να μην ιδούν τα μάτια μου άλλως αυτά τα κάλλη Ch. pop. 251. 11) Σύρω σπαθί (απάνω κάποιου) = κάνω επίθεση, επιτίθεμαι (εναντίον κάπ.): Εβλέποντας ο Λίβερηςτην χώραν της Γλαρέντζας| μόνον με την πριγκίπισσαν και με λαόν ολίγον,| εσέβην, έσυρεν σπαθίν, ηπήρεν την Γλαρέντζαν Χρον. Τόκκων 3562· Τότε εθυμώθη ο Χαγάνος και όρισεν και έσυραν σπαθί και κατέσφαξαν και τας ιβ́ χιλιάδας Hist. imp. (Iadevaia) IIb 1435· ουδ’ ο σακτίσιμος πάπας από την Ρώμα,| ουδέ ο μέγας βασιλεύς εκείνος Μοσχοβίας| σπαθί ποτέ δεν έσυρεν απάνω της Τουρκίας Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Κaplanis) 6848. 12) α) Υπαγαίνω/χάνομαι από σπαθιού/σπαθίου = σφάζομαι, φονεύομαι, θανατώνομαι βίαια: Φεύγετε από την ταραχή των στρατηγώ, φευγάτε!| Φεύγετε, γή από σπαθιού όλοι σας τώρα πάτε Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 150· αυτούς να κατακόψομεν ή να παραδοθούσι,| από σπαθίου άπαντες τρέμοντες μη χαθούσι Κορων., Μπούας 79· οκτώ μέρας εμάχετον, τότεσον παρεδόθη,| κι από σπαθίου να μην χαθεί εις διάκρισίν του ’δόθη Κορων., Μπούας 109· β) Υπαγαίνω κάπ. από σπαθιού = σφάζω, φονεύω, θανατώνω βίαια κάπ.: τότε έκαμε (ενν. ο Ηρώδης) διαλαλημό ...| όσα παιδιά βυζάνουσι τριώ χρονώ και κάτω| να τα μαζώξου πάραυτας ’ς τση Βηθλεέμ τον πάτο. (παραλ. 2 στ.) Από σπαθιού τα πήγασι μονόφλογα την ώρα| κι επήε το αίμα ποταμός στη βουλισμένη χώρα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2280. Ο τ. Σπαθίν ως τοπων.: Πορτολ. A 729.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- ο, Ορισμ. Σινάν (Λάμπρ.) 645, Δούκ. (Grecu) 3177, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K τίτλ.