Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 15 εγγραφές  [0-15]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Ντελλαπ., Λόγ. παρακλ.

  • βρυγμός
    ο, Διγ. (Trapp) Gr. 1090, Διγ. Z 1086, 1420, Ακ. Σπαν. 34176, Περί ξεν. A 493, Ντελλαπ., Λόγ. παρακλ. 25, Αλφ. καταν. 72, Διγ. Άνδρ. 3452, Αποκ. Θεοτ. I 126 (έκδ. βρογμός· διορθώσ.).
    Το αρχ. ουσ. βρυγμός.
    1) Το τρίξιμο των δοντιών (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I): ένθα κλαυθμός και οδυρμός και βρυγμός των οδόντων Διγ. Z 1086. 2) Βρυχηθμός (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. II): Κι από των άρκων των βρυγμών και των ποδών των κτύπων Διγ. Z 1420. — Βλ. και βρυχισμός 2.
       
  • γέεννα
    η, Σπαν. A 79, Σπαν. B 78, Διγ. Z 1085, Ακ. Σπαν. 34176, Ντελλαπ., Λόγ. παρακλ. Δ΄ 48, Ριμ. Βελ. 562, Σκλάβ. 250, Ψευδο-Σφρ. 51015, Ιστ. Βλαχ. 2539 [= Γέν. Ρωμ. 129], Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 183, 268 (έκδ. κατά βιασμόν γεέννη).
    Το μτγν. ουσ. γέεννα.
    Τόπος της μελλοντικής τιμωρίας των αμαρτωλών, η κόλαση (Η σημασ. μτγν., L‑S. Βλ. και Lampe, Lex.): βρυγμέ των οδόντων και πυρ το της γεένης Ακ. Σπαν. 34176· τώρα εγινήκασιν υιοί πυρός γεέννης Ιστ. Βλαχ. 2539 [= Γέν. Ρωμ. 129].
       
  • εντρύφημα
    το.
    Το μτγν. ουσ. εντρύφημα.
    (Μεταφ.) χαρά, καύχημα (Η σημασ. τον 4. αι., Lampe, Lex. στη λ. 2): Γλυκύτατέ μου Ιησού, …| εντρύφημα, καλλώπισμα των ασκητών Ντελλαπ., Λόγ. παρακλ. 16.
       
  • θυμιατήρι(ον)
    το, Ντελλαπ., Λόγ. παρακλ. 85, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15719, Έκθ. χρον. 4620, Εις Θεοτ. 10, Ιστ. πατρ. 13017, Παϊσ., Ιστ. Σινά 238, 320, 560, 683, 764· θυμιαντήρι, Πεντ. Έξ. XXV 38, XXVII 3, XXXVII 23, Λευιτ. X 1, XVI 12, Ap. IV 9, 14, XVI 17, XVII 3.
    Το αρχ. ουσ. θυμιατήριον. Η λ. και σήμ.
    Θυμιατό, λιβανιστήρι: είχαν θυμιατήρια ολόχρυσα Πόλ. Τρωάδ. 710.
       
  • λαμπάς άδα
    η, Κομν., Διδασκ. Δ 13, Σπαν. (Μαυρ.) P 7, Πόλ. Τρωάδ. 710, Λίβ. Esc. 508, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 53, Ριμ. Βελ. 190, 445, Απόκοπ.2 94, Λίμπον. 490, Λεηλ. Παροικ. 487.
    Το αρχ. ουσ. λαμπάς. Η λ. και. σήμ. στον τ. λαμπάδα.
    1) Μεγάλο λευκό κερί, λαμπάδα: Έτι δέ μανουάλια τρία καταμερίαν (παραλ. 5 στ.). Εκάτερον δε των αυτών έχει λαμπάδα μίαν Παϊσ., Ιστ. Σινά 607· πιάνουν λαμπάδες και κεριά και της κυράς εφέξαν Σαχλ., Αφήγ. 762· εποίκεν πολλάς λαμπάδας κερένας, χοντρές και γ΄ καντήλες αργυρές Μαχ. 1025· (μεταφ.) γυναίκα με λαμπερή ομορφιά: Βλέπω μια λαμπάδα| χιονάτη και γλυκότατη ήλθε με μια γλυκάδα Φαλιέρ., Ιστ.2 395· (μεταφ.) γυναίκα με άμεμπτη ηθική: Κυρία μου μεγάλη,| λαμπάδα είσαι αναφτή με δίχως μανουάλι Γαδ. διήγ. 310· Δέσποινα, πάντων η ελπίς, ω πάναγνε παρθένε (παραλείπονται 8 στ.) και των παρθένων στέφανος απρόσιτος λαμπάδα Ντελλαπ., Λόγ. παρακλ. 84. 2) Δάδα, πυρσός: Το έναν τον χέριν να κρατεί σπαθίν ηκονημένον,| το άλλον ολοκόκκινον απτωμένην λαμπάδα Λίβ. P 265· κόρη νικά σε αγέρωχος, …| … το τόξον σου τσακίζει,| έσβεσε την λαμπάδαν σου με το υπερήφανόν της Λίβ. Sc. 2799. 3) Λυχνάρι, σπαρματσέτο: Καταλαβούσης της εσπέρας φανούς και λαμπάδας ανάψας εν ταις αντού σκηναίς Δούκ. 11927· άψα λαμπάδες και επροσδέκτησάν τους και έδωκάν τους καρδίαν και εμπήκαν (ενν. οι Σαρακηνοί) εις την θαυμαστήν Λευκωσίαν Μαχ. 67014. 4) Κηροπήγιο: η τζάμπρα όλη έφεγγεν, φως είχασιν μεγάλον,| λαμπάδας δύο είχασιν, έφεγγεν ως ημέρα Πόλ. Τρωάδ. 115. 5) Πηγή φωτός, φως, λάμψη: Καρδίας μου θεράπαυσιν, του σκότους μου λαμπάδα Κομν., Διδασκ. Δ 13· παρηγόρημα ψυχής, καρδίας μου λαμπάδα Σπαν. A 12. 6) Όραση· «φως» των ματιών: τον ορισμόν υπόγραψεν (ενν. ο βασιλεύς), λαμβάνει (ενν. ο Βελισάριος) την λαμπάδα Ριμ. Βελ. 243.
       
  • μακρόθυμος,
    επίθ., Γλυκά, Στ. 394, Διγ. (Trapp) Esc. 117, Διγ. Z 435, 4397, Λίβ. Esc. 1003, Λίβ. (Lamb.) N 864, Ντελλαπ., Λόγ. παρακλ. 31, 34, Κορων., Μπούας 3, 23, Πεντ. Έξ. XXXIV 6, Ιστ. Βλαχ. 2567, 2741, Διήγ. πανωφ. 57· μακρόθυμος, Πεντ. Αρ. XIV 18.
    Το μτγν. επίθ. μακρόθυμος. Ο τ. από επίδρ. του επιθ. μακρύς.
    Υπομονετικός, ανεκτικός, ανεξίκακος (συν. προκ. για το Θεό και το Χριστό): πώς δύνεσαι, μακρόθυμε, ν’ ακούεις βλασφημίας Ιστ. Βλαχ. 2525· Εκείνος είν’ μακρόθυμος και αμαρτωλούς λνπείται Νεκρ. βασιλ. 121. Το ουδ. ως ουσ. = μακροθυμία, ανεκτικότητα: θυμώδης πας και μανιακός ψέγεται παρά πάντων| ως πάλε το μακρόθυμον οι πάντες επαινούσιν Λίβ. P 715.
       
  • Νινευίτης
    ο, Ντελλαπ., Λόγ. παρακλ. 67, Δούκ. 832.
    Το μτγν. εθν. Νινευίτης (Bauer, Wört.).
    Ο κάτοικος της Νινευή: δεν ήθελεν ο Θεός να την κάψει (ενν. την Νινευήν) διά την αμαρτίαν οπού έκαναν οι Νινευίται Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 384v.
       
  • περιβλέπω.
    [Το αρχ. περιβλέπω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. λογοτ. (ΑΛΝΕ).]
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Κοιτάζω κάπ. με θαυμασμό: Διγ. Z 1676· β) παρατηρώ, εξετάζω: επεί ο ήλιος προς δύσιν ην, περιέβλεπε (ενν. ο Βασίλειος) τον αστέρα Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 182· γ) (μεταφ., για τη Θεοτόκο) φροντίζω, προστατεύω: παντάνασσα, περίβλεπε και σώσον πάντα κόσμον Ντελλαπ., Λόγ. παρακλ. 87. 2) Επιβλέπω, έχω την ευθύνη διοίκησης μιας περιοχής: στέλλει (ενν. ο ηγεμόνας) τον Χαμζάν ... του περιβλέπειν και σκοπείν την Υψηλήν και πολεμίζειν αυτήν Δούκ. 24133. Β́ (Αμτβ.) κοιτάζω ολόγυρα, τριγύρω: Λόγ. παρηγ. O 225. II. (Μέσ., μτβ. και αμτβ.) κοιτάζω γύρω αναζητώντας να βρω κ. ή κάπ.: αυτός περιβλεψάμενος την μίαν μερέαν και την άλλην, και εβλέπει ένα γόργαθον, ήγουν καλάθι Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά́ 626· στρέφομαι, περιβλέπομαι ως διά την ποθητήν μου| και βλέπω την και εκάθητον απάνω εις το κλινάριν Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1183.
       
  • πλάσμα
    το, Γλυκά, Στ. 4, Ορισμ. Μαμελ. 997, Λίβ. P 333, Λίβ. Esc. 583, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 874, 1524, 1551, 2973, Συναξ. γυν. 94, Δευτ. Παρουσ. 98, 255, 257, 283, Αλφ. 2138, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 73, Σκλάβ. 226, 236, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 75r, Θρ. Θεοτ. 103, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 102, Ιστ. Βλαχ. 2062, 2751, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 173· πλάσμαν, Καλλίμ. 1292, 2265, Gesprächb. 2121, Ντελλαπ., Λόγ. παρακλ. 34, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 256, 1530, 1535, Δευτ. Παρουσ. 67, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 14211· γεν. εν. πλασμάτου, Θησ. Γ́ [212].
    Το αρχ. ουσ. πλάσμα. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Σακ., Κυπρ. Β́ 739, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. πλάσμα(ν)). Η λ. και σήμ.
    1) Δημιούργημα, κατασκεύασμα: Φοβούμαι μήποτε και συ τύχης μου πλάσμαν είσαι| και προς δευτέραν απειλήν εκ ταύτης απεστάλης·| ου γαρ πιστεύω και ποτέ κόρον λαβείν την τύχην Καλλίμ. 589· (ως σύστ. αντικ.): έπλασεν ο Έρως, συγγενή, πλάσμα φρικτόν ονείρου,| τό ακόμη βλέπω αιστητώς και εντρέχει εις οφθαλμόν μου Λίβ. (Lamb.) N 479. 2) α) Φανταστική, πλαστή διήγηση, μύθευμα: Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 718, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 236 δις· β) τέχνασμα, απάτη: Άπαντα γαρ πανούργημαν, άπαντα πλάσμαν ήσαν Καλλίμ. 2257· τοσούτον γαρ κατεγοήτευσεν ημών τα τε νοήματα και τους λογισμούς με τες υπέρ λόγον θωπείες, ότι και τα πλάσματα αυτού ενόμιζον εγώ υπό κουφότητος αρετάς και ήθη χριστομίμητα Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 4047. 3) α) Δημιούργημα του Θεού ή της φύσης· ύπαρξη, ον: Ούλα τα πλάσματα του κόσμου, ούλα τά εγίνησαν αποτάσσουνται του Θεού, αμμέ έχει τριά πλάσματα τα ποια δεν υποτάσσουνται του Θεού, τουτέστι ο άνθρωπος, η γυναίκα και ο διάβολος Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 142 δις· τίποτε ου ξεύρουσι εκ την θεάν εκείνην,| ανέν απέ τους ουρανούς και εις την γην κατέβη| ή έναι πλάσμα κοσμικόν και το τραγούδι εκίνα Θησ. Γ́ [265β) (συχνότ., σε σχ. κατεξοχήν) ο άνθρωπος: ως αγαθός πεθυμά (ενν. ο Θεός) να σώσει το πλάσμαν των χειρών του Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 564· έλαβεν (ενν. ο Θεός) ανθρωπίνην σάρκαν και εσταυρώθη και ετάφη και τῃ τρίτῃ ημέρᾳ ανέστη και έσωσεν πάλιν το αυτού πλάσμα και δεν το άφησε να απολεσθεί Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 75r· γ) (ειδικ.) γυναίκα ή παιδί εξαιρετικής ομορφιάς και χάρης: εξέρετε πως αγαπώ| πλάσμαν, τό δεν είχεν ’μοιαστόν| ο κόσμος ’πού πολλύν καιρόν (παραλ. 4 στ.). Λύπην σ’ αυτόν της ουδεμιά| είδα ποτέ στά πάθιασα Κυπρ. ερωτ. 12519· « ... να σασε δώσει (ενν. ο Θεός) χάρισμα σ’ αυτόνο το παιδάκι,| εις ομορφιά και εις φρόνεψη σγουραφιστό πουλάκι». (παραλ. 9 στ.) ... εις τα παρακάλια τως απακουήν ευρήκα (ενν. ο Ιωακείμ και η Άννα),| και τέτοιο πλάσμα θαμαστό να ’λαβα εκ τον Κύριο Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1686.
       
  • πλάστης
    ο, Γλυκά, Στ. 506, Χρον. Μορ. P 99, Μαχ. 6423, Νεκρ. βασιλ. 134, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 355, 857, 1074 κ.π.α., Συναξ. γυν. 62, 77, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1871, Κορων., Μπούας 23, 147, Πένθ. θαν.2 432, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1856, Σταυριν. 1312, Εις Θεοτ. 33· πλάσθης, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 3047, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 382, Ντελλαπ., Λόγ. παρακλ. 10.
    Το αρχ. ουσ. πλάστης. Για τον τ. βλ. Μανούσακας [Ντελλαπ., Ερωτήμ. σ. 143]. Η λ. και σήμ.
    1) Δημιουργός: Λόγια μετά δακρύων ο μέγας Αχιλλεύς| εις τον φρικτόν τον Έρωταν και πλάστην της αγάπης Αχιλλ. (Smith) N 907. 2) Ο Θεός, ως δημιουργός του κόσμου και του ανθρώπου: Ακούγοντας η δολιερή η Εύα του δαιμόνου,| εβγήκε εκ τον ορισμό του Πλάστη και του νόμου Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1111· Ω Κύριε, Πλάστη τ’ ουρανού, Θεέ, της γης ο Κτίστης,| ελεημοσύνην προς αυτήν την σάρκα τήν εχρίστης! Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 295· φρ. λαμβάνω τον Πλάστην μου = κοινωνώ, μεταλαβαίνω: ετελεύτην αξηγόρευτος και χωρίς να λάβει τον Πλάστην του εις τον θάνατόν του Ασσίζ. 44010-11.
       
  • πλαστουργός
    ο, Σπαν. P 3, Διγ. Z 3724, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1817, Βίος Αλ. 4809, Σωσ. 49, Ντελλαπ., Λόγ. παρακλ. 57, Θρ. Θεοτ. 14, Γεωργίου ρήτορος, Στίχ. ά 44.
    Το μτγν. ουσ. πλαστουργός (TLG). Τ. πλαστουρκός σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 739). Η λ. σε επιγρ. (L‑S Κων/νίδη) και σήμ.
    Δημιουργός, πλάστης: Τοιαύτην αγνωσίαν έχουσιν όσοι πιστεύουν τα είδωλα, διατί τα έκαμαν αυτοί με τα δάκτυλά τους, και προσκυνούσι τα έργα τους νομίζοντες διά πλαστουργούς τους και ευεργέτας εκείνους οπού αυτοί κλειδώνουν εις τους ναούς και φυλάγουν να μη τους κλέψουσι Αγαπ., Βίος Ιωάσ. = Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 13617· (προκ. για το Θεό):  ... τον Θεόν, τον πλαστουργόν του κόσμου Αλφ. 1511· Θεέ μου παντοδύναμε και πλαστουργέ τ’ ανθρώπων Διήγ. ωραιότ. 13.
       
  • πολυέλεος,
    επίθ., Ιων. IV 2, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι V 80-1, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 255, 2566, 5184, Πεντ. Αρ. XIV 18, Έξ. XXXIV 6, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1164, Βελλερ., Επιστ. 554445, Διήγ. ωραιότ. 333, 835.
    Το μτγν. επίθ. πολυέλεος. Η λ. και σήμ.
    (Εκκλ., ως προσων. του Θεού ή του Χριστού) πολυεύσπλαχνος: Γλυκύτατέ μου Ιησού, ο τον άσωτον σώσας,| σωτήρ μου πολυέλεε, σώσον κἀμέ τον πόρνον Ντελλαπ., Λόγ. παρακλ. 52· εδόξασε (ενν. ο Αδάμ) και ύμνησέ τον ως Θεόν των απάντων και ως εύσπλαγχνον και ελεήμων και ως μακρόθυμον και πολυέλεον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 293r. Το αρσ. ως ουσ. (προκ. για το Χριστό): Διατί αν αποθάνουμεν αφνίδια οι καημένοι| κατέχω οι περισσότερ’ είμεστεν κολασμένοι.| Α αμή ο πολυέλεος να μας συμπαθήσει| και από την παράδεισον να μη μας εχωρίσει Διήγ. ωραιότ. 269· Κι ευθύς τον πολυέλεον ύψωσον σταυρωμένον| επί της ακροπόλεως άνω δεδοξασμένον| μεγαλοφώνως κράζοντες το: Σώσον τον λαόν σου Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 567.
       
  • πολυόμματος,
    επίθ., Ντελλαπ., Λόγ. παρακλ. 77· πολλυόμματος.
    Το μτγν. επίθ. πολυόμματος. Η λ. και σήμ. λόγ. (Μπαμπιν., Λεξ., ΑΛΝΕ).
    1) (Προκ. για τα Σεραφείμ) που έχει πολλά μάτια: τα πολυόμματα Σεραφείμ και τα εξαπτέρυγα Χερουβείμ Διήγ. Αλ. F (Konst.) 15610‑11. 2) (Σε μεταφ.) που έχει μάτια ορθάνοιχτα, πλήρη συναίσθηση μιας κατάστασης (για τη σημασ. βλ. Math.-Torn., Fol. neohell. 7, 1985-6, 66): είμι πολλυόμματος, θωρώ εις όσον σώννω| το πως ουδέν εντέχομαι, ουδέν άξιά μου Κυπρ. ερωτ. 279.
       
  • σκώληξ
    ο ή η, Σταφ., Ιατροσ. 9251, Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 228, 236, κριτ. υπ. 236, Hist. imp. (Iadevaia) IIa 294, 295, Διγ. Ζ 1109, Ερμον. Υ 366, Ντελλαπ., Λόγ. παρακλ. 26, Φυσιολ. (Legr.) 772, Πτωχολ. α 395, Αλφ. 1439, Πτωχολ. (Κεχ.) P 182, 195, 200, Διγ. Άνδρ. 3383, 41131, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 43, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 8725, Αλφ. 1539, Αλφ. (Μπουμπ.) II 20, κ.α.· σκώληξ η, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Κ́ [50]· σκούληκας, Hist. imp. (Iadevaia) IIa 1535-6, Ιων. 2177, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 240, 253, Ιατροσ. κώδ. σμδ́, σμή́, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 73, Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 434204, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 572, Παλαμήδ., Βοηβ. 1378, Αποκ. Θεοτ. I 183, Τζάνε, Κατάν. 21, 460· σκώληκας, Απόκοπ. Επίλ. Ι 512 (βλ. και Vejleskov [Απόκοπ. σ. 380]), Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1341· πληθ. σκωλήκοι, Γιατροσ. Ιβ. 60, 62, Αποκ. Θεοτ. I 96· σκουλήκοι, Σαχλ. Β́ (Wagn.) PM 659, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.- v. Gem.) 91, Γιατροσ. Ιβ. 92, Στάθ. (Martini) Γ́ 412, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 301.
    To αρχ. ουσ. σκώληξ. Ο τ. σκούληκας (βλ. και Ανδρ., Λεξ.) στο Βλάχ. και σήμ.· για τον τ. ως μεγεθ. βλ. Μπαμπιν., Λεξ., ΧΛΝΕ, λ. σκουλήκι, Κριαρ., Λεξ. Πβ. θηλ. σκουλήκα σήμ. ιδιωμ. (Λάζαρης, Λευκαδ., Μηνάς, Μορφολ. μεγεθ. 75). Τ. σκώληκας σήμ. λόγ. Η λ. στο αρσ. στο ΑΛΝΕ.
    1) α) Σκουλήκι, γεωσκώληκας: Ει δε πολλάκις ουκ ευρείς (ενν. συ, ο γλάρος) πτώμαν να φας εις κόρον,| εγέρνεσαι, σηκώνεσαι και εις το βουνίν υπάγεις| και σκούληκας προγεύεσαι, σκανθάρους γεματίζεις Πουλολ. (Τσαβαρή)2 118· Μην κάμεις ωσάν τον σκώληκα, οπού την γην λυπάται| να μη χορταίνει προτιμά, μάλλιο παρατηράται| να μείνει κάλλιο πειναστός, να τιμωρά το σώμα,| παρά να φάγ’ από την γην να μη φυρά το χώμα Δεφ., Λόγ. 177· Εις τρύπαν ένας σκώληκας μέσα ’τανε χωσμένος·| έξω εβγήκεν εις την γην και ήταν λασπωμένος Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1341· β) σκουλήκι που καταστρέφει τα φυτά: Έπαρ’ τα δένδρη, τα φυτά, όντεν αρχήν αθούσιν,| να είναι τα φύλλα των μικρά, τότε ο καρπός να δένει,| και έλθει χαλάζι ή άνεμος, λίβας ή μεσημβρίας,| ή σκούληκας από την γην ή κεραυνού φανέντος,| εσβήνει αυτά και φθείρει τα Ντελλαπ., Ερωτήμ. 900. 2) α) Σκουλήκι που εμφανίζεται κατά τη διαδικασία αποσύνθεσης οργανικής ουσίας: Μη σας πλανέσει, λυγερές, της ομορφιάς το θάρρος,| τα κάλλη μην τα ’ρέγεστε, αδέλφια, τση ελικιάς σας·| το χώμα και ο σκούληκας τελεύγει τα κορμιά σας Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 583· αλλά περισσά φοβούμαι| μήπως αυτού του Πατρόκλου| εις τα τραύματα αι μυίαι| εισεμβούσιν εν τοσούτῳ| και πολλάς σκώληκας ποίσουν Λουκάνη, Ομηρ. Ιλ. Κ́ [50]· β) (προκ. για τα δόντια) τερηδόνα: Οδόντων σκώληκας εκκαθάραι, κραμβίου σπέρμα και πράσου σπέρμα καπνιζόμενα εις τους οδόντας και αυτομάτως πίπτειν τους σκώληκας Γιατροσ. Ιβ. 42· γ) παράσιτο του στομάχου ή του εντέρου: Όποιος τρώγει σκόρδον ωμόν εβγάνει τους σκώληκας και, όταν το τρώγει ψημένον, ωφελεί τον στόμαχον Γιατροσ. Ιβ. 42· Όποιος τρώγει τα σκόρδα ψημένα, εβγάνει τους σκωλήκους, ότι είναι μεγάλη ιατρεία διά τους σκώληκας και ωφέλειαν του στομαχίου Γιατροσ. Ιβ. 60· δ) προνύμφη εντόμου: Εις το να έβγουν σκούληκες εις το οφτίν ή εις άλλον τόπον Ιατροσ. κώδ. φκέ́. 3) Το σαράκι: αν δε καρδίαν δαπανάν βούλεται δακεθύμως| πικρολογών ταις ακοαίς ως ξυλοφάγος σκώληξ … Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 852. 4) (Μεταφ.) α) προκ. για την τιμωρία των αμαρτωλών στην κόλαση, την κόλαση (πβ. Bauer, Wört., στη λ.): Από γαρ της πτωχείας μου και βλασφημώ και λέγω,| και λέγουν με «σίγα, σαλέ, και μη πολλά φωνάζεις,| μήπως και μετά θάνατον καταδικάσωσίν σε| εις σκώληκα ακοίμητον, εις τάρταρον του σκότους» Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 225· οι μεν άπιστοι και αμαρτωλοί θέλουν ακούσει «υπάγετε ... εις τον σκώληκα με τους καταραμένους», διατί δεν εφύλαξαν τα παραγγέλματα του Χριστού Διγ. Άνδρ. 3383· β) προκ. για τον πειρασμό, το αμάρτημα της υπερηφάνειας, της αλαζονείας: Τούτ’ η τιμή, απ’ έτσι συχνιά ο κόσμος ’νοματίζει| κι απού πολλώ τσι λογισμούς και γλώσσες των ορίζει,| σκούληκας τσ’ υπερηφανειάς είναι κι εκεί απομένει Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 469. — Βλ. και σκουλήκι.
       
  • στάμνος
    ο και η, Ιερακοσ. 41610, Προσκυν. Ιβ. 845 820, Παϊσ., Ιστ. Σινά 743, Μορεζ., Κλίνη φ. 6r, 100r, Εις Θεοτ. 11, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 43, 66.
    Το αρχ. ουσ. στάμνος ο (TLG, Montanari, Λεξ.). Το θηλ. μτγν. (TLG). Το αρσ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, Andr., Lex., Σακ., Κυπρ. Β́ 796) Η λ. στο ΑΛΝΕ.
    Στάμνα: Έπαρε μίαν λίτραν στύψιν ..., ζάχαρην ροζάδην άλλην τόσην και οκτώ λίτρες μέλι ... και ... έβγαλε μίαν στάμνον κρασί και βάλε τα όλα μέσα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 168· είχε την στάμνον με νερόν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 129· (προκ. για τη χρυσή στάμνο που περιείχε το μάννα των Εβραίων, η οποία κατά τη χριστιανική αντίληψη προεικονίζει και συμβολίζει την Παναγία· βλ. και Lampe, Lex., Bauer, Wört.): εκεί γαρ υποκάτωθεν, ως αι Γραφαί λαμβάνουν,| τα θεία σκεύη του Μωσή και Ααρών τυγχάνουν| (ο μανναδόχος στάμνος τε και πλάκες των γραμμάτων ...) Παϊσ., Ιστ. Σινά 559· Δέσποινα, πάντων η ελπίς, ω πάναγνε παρθένε (παραλ. 10 στ.), η στάμνος η βαστάσασα του ουρανού το μάννα Ντελλαπ., Λόγ. παρακλ. 86. — Βλ. και στάμνα, σταμνί(ον).
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης