Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 44 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου)

  • αλιέας
    ο· αλιάς.
    Από το αρχ. ουσ. αλιεύς. Η λ. καί. σήμ.
    Ψαράς: Αλιάδες εψάρευαν Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 16.
       
  • ασκοτύμπανος
    ο.
    Από τα ουσ. ασκός και τύμπανος.
    Τύμπανο (από ασκό): Ω κυρά κάτα, αγκαλά και γένεις ωσάν ασκοτύμπανος, δεν έρχομαι σιμά σου Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 26.
       
  • καστόριον
    το, Σταφ., Ιατροσ. 6145, 171, Ιερακοσ. 38514, 38723, 39123· καστόριν, Διγ. Z 1171, Διγ. Άνδρ. 33911· καστόρχι, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 12.
    Από το μτγν. επίθ. καστόριος (Βλ. Ανδρ., Λεξ. λ. καστόρι). Ο τ. και σήμ. Η λ. το 10. αι. (Βλ. Trapp, ΕΕΦΣΠΚ 5, 1989, 186).
    1) Το ζώο κάστορας: Έστι ζώον λεγόμενον καστόριον Φυσιολ. 3566. 2) Υγρό που εκκρίνεται από αδένες του κάστορα και χρησιμοποιείται στην ιατρική: κοπάνισον αυτά τα σκωλήκια και τριμμένον λιβάνιν και καστόριον και όξος και μάλαξε τα Σταφ., Ιατροσ. 7200· καρυοφύλλου γραμμ. α΄, καστορίου γραμμ. α΄, σχίνου άνθος γραμμ. β΄ Ιερακοσ. 40728. 3) Κατεργασμένο δέρμα ή γούνα από κάστορα: εφόρει (ενν. η Μαξιμού) επιλώρικον ολόβηρον, καστόριν Διγ. (Trapp) Gr. 3069.
       
  • όφης
    ο, Πόλ. Τρωάδ. 266, Μαχ. 64833, Χούμνου, Κοσμογ. 91, 342, 2263, Βεντράμ., Γυν. 36, 70, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 1142, Πορτολ. A 141, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 55r, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 142 δις, 150 τετράκις, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ε΄ 384, 498, Πιστ. βοσκ. I 5, 33, II 8, 44, IV 8, 216, Ροδολ. (Αποσκ.) Α΄ 35, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [1397], Τζάνε, Κατάν. 460, κ.α.
    Το αρχ. ουσ. όφις. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., λ. όφις).
    1) Φίδι: το να βάλουν τα ρούχα τους εις την γην, δόξου έναν όφην και ήρτεν τρεχάτον και ενέβην εις το δέντρον Μαχ. 64830· εις μιόν την βέργαν του ’ριψεν (ενν. ο Μωυσής του Φαραώ) και όφης εκατεστάθη Χούμνου, Κοσμογ. 2261· (προκ. για νερόφιδο): όφης εφάνη φοβερός μέσα εις το ποτάμι Ζήνου, Βατραχ. 133· (ως μέσο τιμωρίας στην Κόλαση): μα ’κεί (ενν. στην κόλαση) δεν είν’ μετάνοια, μα ’ναι φωτιά, σκουλήκοι| και όφηδες διαβολικοί και θυμωμένοι λύκοι Τζάνε, Κατάν. 480· είδεν η Παναγία γυναίκες κρεμασμένες από τα πόδια και όφηδες φοβεροί τους ετρώγασι Αποκ. Θεοτ. 193· να ’ναι δεμένοι (ενν. οι Εβραίοι) μ’ όφηδες Τζάνε, Κατάν. 333. 2) Τερατώδες ερπετό: ο όφης ανασήκωσεν το όμμα του προς αύτον (ενν. τον Ιασού),| διπλώνει, ξεδιπλώνεται, φουσκώνει και χοντραίνει,| συχνά την γλώσσαν έβγανεν, πυρ και φαρμάκι ρίπτει Πόλ. Τρωάδ. 335· (ως φύλακας του κάτω κόσμου): ομπρός στην πόρταν ήτονε, εις το μπασεβγασίδι| όφης τρικεφαλόστομος δεμένος μ’ αλυσίδι| και ωσάν πορτάρης έβλεπε πόρτες και αυλές ομάδι| μήπως και λάθει τον τινάς κι έβγει έξω από τον Άδη Πικατ. 83. 3) Χάλκινο ομοίωμα φιδιού ως σύμβολο του Χριστού (Για τη σημασ. βλ. και Lampe, Lex., λ. όφις 5): όφην του ’πεν (ενν. του Μωυσή) ο Θεός να υψώσει εις κοντάρι,| «χαλκωματένιον κάμε τον, να ’χει μεγάλην χάρη» Χούμνου, Κοσμογ. 2633· ω Μωυσή πανθαύμαστε …,| εσύ μου το προφήτευσες υιόν μου να σταυρώσουν,| όταν εσύ εκρέμασες στην έρημον τον όφην Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 135. 4) Το φίδι του παραδείσου ως όργανο του διαβόλου: παρευθύς έβαλε (ενν. ο διάβολος) εις τον νουν του ότι να γένει όφης και να έχει πρόσωπον ανθρώπου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 72v· σ’ όφην τον φρονιμότατον ο διάβολος εσέβη| και της γυναίκας του Αδάμ με δόλο τσ’ ερμηνεύει Χούμνου, Κοσμογ. 67· όφης εμέν ηπάτησε στο σφάλμαν τό σ’ εποίκα,| εκ του αγίου σου ορισμού κι υπακοής εβγήκα Χούμνου, Κοσμογ. 89. 5) Ο διάβολος (γενικά): ώσπερ το φίδι ξερνάγει το φαρμάκι, έπειτα σμίγεται την σμύρναν, έτσι και ο νοητός όφης, ο διάβολος, σουρίζει και γελά τον άνθρωπον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 55r· ας τον προσκυνήσομεν (ενν. το Χριστό), όλοι να γιατρευτούμεν| από τα αμαρτήματα του παμπονήρου όφη Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 144. 6) (Σε μεταφ. προκ. για άνθρωπο δολερό, ύπουλο): όφη μικρό σ’ ανάθρεψα, για να με φαρμακέψεις Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ΄ 695· θωρώντ’ αγνιάκιν τρυφερόν| ελύγιζεν εθάρρησα·| να ξεύρετε ότι αγνώρισα| όφην πολλά φαρμακερόν Κυπρ. ερωτ. 12524· όταν ελθείς στο σπίτιν σου οπού έναι θεοργισμένον (παραλ. 1 στ.) όλον φαρμάκιν στέκεσαι ωσάν κακός ο όφης,| στο γιόμα και αν καθίσομε, στο δείπνον και αν σεβούμε Σπαν. (Ζώρ.) V 629· φρ. ζώνομαι τον όφην, βλ. ζώνω (I) II A΄ 1. 7) (Μεταφ. προκ. για έντονη λύπη, στενοχώρια): να γροικούν (ενν. οι γυναίκες) τ’ Αγαρηνού τα χουγιατά να κάμνει,| εις την καρδίαν τους έμπαινεν όφης να τους δαγκάνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 27112· γίνωσκε, μαννίτσα μου πονετική, μη μ’ απαντέχεις πλέον (παραλ. 1 στ.), ότι όφης με τριγύρισε, βούλεται να με φάγει Περί ξεν. A 408.
       
  • οφίδιον (I)
    το, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 1914, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 98, 100, 119, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 61 δις, 256, Μπερτόλδος 55· αφίδι, Gesprächb. 5022· οφίδι, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 1915, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 100, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 130, 153, 195, 260· οφίδιν, Περί ξεν. A 259, Λίβ. P 151, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1915, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 1158, Πορτολ. A 193, 706· οφίδι(ο)ν, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 10560 (Δωδώνη 15, 1986, 137), Πουλολ. (Τσαβαρή)2 382, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 347, 439, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 332, Αλεξ. 2038, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2318, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 3713, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 2308· Διήγ. Αλ. F (Konst.) 3615, 1148, 19025· φίδι, Θησ. Γ΄ [331], Ζ΄ [1267], Θ΄ [52], Αλεξ. 2658, 2677, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 55r, φ. 157r, φ. 164r, Πεντ. Γέν. III 1, 2, 4, 14, XLIX 17, Έξ. IV 3, VII 12, Αρ. XXI 6, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 69 τίτλ. 691, 3, 992, 116 τίτλ., κ.α.· φίδι (ν), Εβρ. ελεγ. 166, Θρ. Κων/π. H 103, Θρ. Κων/π. διάλ. 108· φίδιν, Λίβ. N 386, Φυσιολ. 274, Δαρκές, Προσκυν. 98· φίδι(ο)ν, Ιατροσ. κώδ. φη΄, χλ΄, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 25614.
    Το αρχ. ουσ. οφίδιον. Ο τ. οφίδι και σήμ. στην Κρήτη (Πλατάκης, Κρητολ. 10-11, 1980, 92). Οι τ. οφίδιν και φίδιν και σήμ. στον Πόντο (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. οφίδιν). Ο τ. φίδι στο Meursius (λ. φίδη. φίδιον) και σήμ. Ο τ. φίδι(ν) και σήμ. στη Ρόδο (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.). Ο τ. φίδιον στο Meursius (λ. φίδη. φίδιον). Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β΄ 842, λ. ’φίιν, Παπαδ. Α., Λεξ., λ. οφίδιν και Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.).
    1) Φίδι: Έτσι ωσάν εστέκουντον οχία, φίδ’ ευρέθη·| στα χόρτα εκοιμούντονε και παρευθύς εγέρθη| και δάγκωσε τον κυνηγόν Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 315· ευθύς κρυφά οπίσω εγύρισαν (ενν. οι βάρβαροι) συρόμενοι εις την γην ωσάν τα φίδια Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 130· (συνεκδ. το ένα αντί για τα πολλά): απέστειλεν ο Κύριος εις τον λαό τα φίδια τις σπίθες και εδάγκασαν το λαό …· ψάλλε προς τον Κύριο και να βγάλει αποπάνου μας το φίδι Πεντ. Αρ. XXI 7· (σε μεταφ.): η μήτηρ σαν μ’ εβάσταξεν απέσω στην κοιλιάν της| φίδιν να ήθελα γενεί, τα σπλάχνα της να φάγω Περί ξεν. V 260· στα στήθη μου να πέσουν (ενν. τα δάκρυα),| φίδια μαύρα να γενούν, να φάσιν την καρδιά μου Περί ξεν. A 277. 2) Τερατώδες ερπετό: έναν οφίδιν φοβερόν, οπού ποτέ ου κοιμάται,| πάντα αγρυπνά, πάντα έξυπνα στήκει, διαφυλάττει (ενν. την τρίχαν την χρυσήν του κρίου) Πόλ. Τρωάδ. 42· εκείνος ο παράνομος ως δράκος εμορφώθη (παραλ. 1 στ.), έδειξεν πέντε κεφαλές ως των φιδιών το γένος Θρ. Κων/π. διάλ. 86. 3) Το φίδι του παραδείσου ως όργανο του διαβόλου: είπεν ο Κύριος ο Θεός της γεναίκας: «Τι ετούτο έκαμες;» Και είπεν η γεναίκα: «Το φίδι εξεπάτησέ με και έφαγα» Πεντ. Γέν. III 13· Στην μέσην έχουν (ενν. ο Αδάμ και η Εύα) το δενδρόν, το φίδι έναι ζωσμένον Βεν. 63. 4) Ο διάβολος: Κάποιος άνθρωπος … με φθόνον του νοητού οφιδίου, ήγουν διαβόλου, εδέχθησαν … εις τα άντερά του μέσα οφίδιον αισθητόν, το οποίον εκατάτρωγε … τα σωθικά του Διαθ. Νίκωνος 259. 5) (Μεταφ. προκ. για άνθρωπο κακό, μοχθηρό): κανείς εράθυμος του φιδίου υπερβαίνει,| μόνον της άνομης γυνής, οπού τον υπερβαίνει Συναξ. γυν. 253. ΄Εκφρ. Του οφιδίου τα (ομ)μάτια = (πιθ.) ημιπολύτιμος λίθος: Εξέβαλάν του (ενν. του Αλεξάνδρου) το απανωφόριν του Ξέρξη, του βασιλέως της Περσίας, οπού το είχε εγκοσμημένον με του οφιδίου τα ομμάτια, με πολύτιμα λιθάρια θαυμαστά Διήγ. Αλ. E (Lolos) 25713· Εξέβγαλάν του το απανωφόρι του Έρξου, του βασιλέως της Περσίας, οπού ήτον εκοσμημένο όλο με του οφιδίου τα μάτια Διήγ. Αλ. G 27220.
       
  • ελαφομόσκι
    το· λαφομόσκι, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 35· λαφομόσχι.
    Από τα ουσ. έλαφος και μόσκος.
    Ελαφάκι: Λεοντάρι και αρκούδι ηύραν ένα λαφομόσκι και εμάχοντα ποίος να το πάρει Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 35.
       
  • ξελυπούμαι.
    Από το επιτ. ξε‑ και το λυπούμαι.
    Παύω να λυπάμαι: το περδίκι ελυπείτον πολλά ... και παρευθύς εξελυπήθη και είπεν: «Αλλά εγώ απεδώ και εμπρός δεν λυπούμαι» Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 10.
       
  • παρακερδίζω.
    Από την πρόθ. παρά και το κερδίζω. Πβ. μτγν. παρακερδαίνω.
    Κερδίζω πολύ, σε μεγάλο βαθμό: Ο μύθος έναι εις εκείνους οπού έχουν μικρά κέρδη και πάσχουν να παρακερδίσουν Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 22.
       
  • παραπίπτω,
    Λίβ. Esc. 809, Αχιλλ. (Smith) O 233, Χρησμ. I 140, Θρ. Κων/π. διάλ. 13, Σφρ., Χρον. (Maisano) 1325, Byz. Kleinchron. Ά́ 10054, Ψευδο-Σφρ. 53012.
    Το αρχ. παραπίπτω. Τ. παραπέφτω στο Somav. και σήμ.
    Α´ Αμτβ. 1) Πέφτω κάτω: πόσους ο οίνος έπαιξεν οι οφθαλμοί το δείχνουν·| και πόσοι παραπίπτουσιν, κοιμώνται εις τας ρύμνας Ημερολ. 17· Αλουπού ανέβαινεν εις μίαν φράχτην και, επειδή επαράπιπτεν, επιάστη εκ την βάτον διά να βοηθηθεί Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 7. 2) (Μεταφ.) αμαρτάνω: Ιλάσθητί μου, Κύριε, τον και παραπεσόντα Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 796· (σε παροιμ.): Η παπαδιά παρέπεσεν, εξύβρισε την κοίτην| και καθαιρούσιν τον παπάν! Γλυκά, Στ. 270. Β́ Μτβ. 1) Πολιορκώ: προς τον πόλεμον κίνησε τον του κάστρου,| παρέπεσε και δείρε το και θέλεις το κερδαίσειν Καλλίμ. 987 χφ κριτ. υπ.· σκηνάς και κατoικίας| εκατήρτισαν οι πάντες| και παρέπεσαν την Τροίαν Ερμον. E 209. 2) Επιτίθεμαι: Ο μεν γαρ δεσπότης κυρ Θωμάς παρέπιπτε και επολιόρκει τα του αδελφού αυτού Σφρ., Χρον. (Maisano) 1546· Βλέπων γαρ Αινείας τούτον (ενν. τον Πρωτεσίλαον)| συν Εκτόρου τρέχουν άμα| μεθ’ ετέρων αριστέων| και παρέπεσαν αυτόν τε κι έξω της ζωής εποίκαν Ερμον. E 81· να τον παραπέσομεν (ενν. τον λαόν) άγνωστα και την νύκταν| και να τονε παιδεύσομεν Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1355.
       
  • παρατρώ(γ)ω,
    Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 22.
    Από την πρόθ. παρά και το τρώ(γ)ω (διαφορ. το αρχ. παρατρώγω). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    Τρώω πολύ: μίαν ημέραν έκαμε συμπόσιον και επαράφαγεν και εμέθυσεν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 320v.
       
  • παρέτοιμος,
    επίθ., Σπαν. A 396, Σπαν. B 380, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 423, Καλλίμ. 2445, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 5433, Φλώρ. 780, Λίβ. P 872, 1208, 1707, 2462, Λίβ. Sc. 72, 2544, Λίβ. Esc. 67, 1200, 2021, 3875, Λίβ. N 1035, Χρον. Τόκκων 1487, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 48, Περί γέρ. 172, Ιστ. Βλαχ. 776, Χριστ. διδασκ. 457· παράτοιμος, Λίβ. N 1049.
    [Από την πρόθ. παρά και το επίθ. έτοιμος. Η λ. στο κερκυραϊκό ιδίωμα (Andr., Lex.).]
    Εντελώς έτοιμος: πάντες εσυνάχθησαν έξωθεν της αυλής του (ενν. του βασιλέως)| παρέτοιμοι προς κίνημα και συμπλοκήν πολέμου Αχιλλ. (Smith) N 363· αν έν’ ο δάος παρέτοιμος, ως συ είπας, μετ’ εσέναν,| ’γείρεστε και ας υπαγαίνομε, μη αργούμεν τον καιρόν μας Λίβ. P 2458· είμαι απ’ εδά παρέτοιμος να τον ποιήσω φίλον (ενν. το ευνουχόπουλον)| και αυτός εις την υπόθεσιν της κόρης να υπουργήσει Λίβ. Sc. 58.
       
  • περδίκι
    το, Πουλολ. Z 154, 284, Λίβ. Esc. 103, Ch. pop. 143, 188, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 10τρις, Πορτολ. A 3022· περδίκιν, Ορνεοσ. αγρ. 5701, Χρον. Μορ. H 4006, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 165, Ερωτοπ. 234, 235, Λίβ. P 103, 1840, 1841, 1844, Λίβ. Sc. 1540, Λίβ. (Lamb.) N 122, Λίβ. Esc. 2688, Λίβ. N 2380, 2383, 2386, Αχιλλ. (Smith) N 152, 541, 577, Αχιλλ. (Smith) O 93, 259, 278, 545, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 8720, Πορτολ. A 35, Κυπρ. ερωτ. 11515, κ.α.· περδίκι(ο)(ν), Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 744, 745, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 259, Διγ. Άνδρ. 31425, 40020.
    [Από το αρχ. ουσ. περδίκιον. Ο τ. περδίκιν και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.). Η λ. και σήμ.]
    1) Το πουλί πέρδικα: με γεράκια και σκυλιά περδίκια να ζυγώνουν Απόκοπ.2 124· Τριγύρου εκατασκεύασεν (ενν. ο βασιλεύς) εκείνου του κολύμβου| αργυροκατασκεύαστα παγώνια και περδίκια| και γερανούς και ψιττακούς και κύκνους και τρυγόνας Διγ. Z 99· (σε παρομοίωση για να δηλωθεί διαφορά δύναμης): Ως λέων εβρυχίστηκεν (ενν. ο Αχιλλές), επήδησεν ως πάρδος (παραλ. 1 στ.) τριακοσίους έδειρεν ως ιέραξ τα περδίκια Αχιλλ. (Smith) O 562· απέ τους πέντε τους υιούς του βασιλεώς εκείνου| έναν επήρεν ο θυμός και ήμπεν εις την μέσην.| Τους τριάντα εσκότωσεν ως γεράκιν τα περδίκια Αχιλλ. L 415· εις έναν του πιλάλημαν (ενν. του Αχιλλέως) και εις μιαν του κονταρέαν| έτσε τους εσυνέτριβεν ως φάλκονας περδίκιν Αχιλλ. L 66. 2) Μεταφ. προκ. για νεαρή και όμορφη γυναίκα· (εδώ σε προσφών.): Καμαροφρυδούσα κόρη,| παγκαλόμορφον περδίκι,| και πανώριον μου παγώνι,| ήκουσέ μου τι σε λέγω Ch. pop. 122. Η λ. ως τοπων.: Πορτολ. A 38.
       
  • περιεργάζομαι,
    Σπαν. B 450, Καναν. (Pinto) 412, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι V 57, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 259, Λαυρ., Οπτασία Σ. 109, Πηγά, Χρυσοπ. 257 (20), Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 2510· μτχ. ενεργ. ενεστ. περιεργάζων, Πηγά, Χρυσοπ. 182 (31).
    Το αρχ. περιεργάζομαι. Η μτχ. ενεργ. ενεστ. περιεργάζων τον 5. αι. (Lampe, Lex., λ. περιεργάζω). Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., στη λ., Αντιχάρ. Ανδρ. 115). Η λ. και σήμ.
    Ά Μτβ. 1) α) Κοιτάζω, παρατηρώ προσεκτικά: εις την εκκλησίαν του Θεού ... οι άνδρες στήκετε κατά ανατολάς … και μη στρέφεσθε όπισθεν και περιεργάζεσθε ποία των γυναικών εστίν ευμορφότερη, ποία δε καλοστόλισθος, ποία δε λευκότερη και ποία σιτόχροος Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι V 62· επεριεργάζετον (ενν. ο Θησέος), έμορφα και καθάρια,| των πάντων τα καμώματα, τες κοπανές που κρούσι.| Και τις τον θάνατον ... για την τιμήν γυρεύει,| και τις πάλι εφοβάτονε με δόξα να ’ποθάνει. (παραλ. 3 στ.) όλα ’βλεπεν, εμέτρα τα Θησ. Ή [901β) παρατηρώ, προσέχω· αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: ήτον ο Ξάνθος πολλά πικραμένος, πλην ο ξένος δεν το επεριεργάσθην Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 7529· εγώ (ενν. ο λύκος) εθάρρεσα, κυρά μου, εις εσένα (ενν. την αλουπού),| να μη σε λάθει τίποτες εις όλην σου την γνώσιν| και ου περιεργάστηκα τούτου (ενν. του γαδάρου) την πονηρίαν Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 359. 2) α) Μελετώ, ερευνώ κ. σε βάθος: πολλοί των ανθρώπων έχουν τινάς λογισμούς πιθανούς και περιεργάζονται την θείαν Γραφήν διεστραμμένα και κακά και θέλουν να δείχνουν ότι ηξεύρουν πολλά γράμματα και θέλουν να δείχνουν την ψευδοσοφία τους με τα μυστήρια του Θεού Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 300r· Όλως, αδελφοί, κίνδυνος είναι να περιεργάζεται τινάς τα δόγματα του Θεού. Άνθρωπε, αν έχεις τον Θεόν σοφόν και αγαθόν και ανακρίνεις τα δόγματά του και εξετάζεις τα με την σοφίαν, ωσάν να εφοβούσουν να μην ήταν και φρόνιμα ή καλά ... Πηγά, Χρυσοπ. 179 (19)· Εκεί λοιπόν, αδελφέ, εις εκείνον το ύψος της υπερθέου θεότητος, μη μου υψώσεις τον νουν να περιεργασθείς «όσα σκέπει γνόφος» Πηγά, Χρυσοπ. 258 (22)· β) αναζητώ, ψάχνω τρόπο: πάντα περιεργάζεται (ενν. η γυνή) το πώς να σε ξηράνει Συναξ. γυν. 308. 3) Εκδηλώνω περιέργεια, αναρωτιέμαι για κ.: Ο δε άγροικος εκείνος ουδέν εκατάλαβε να περιεργαστεί διά ποίαν αιτίαν τον προσκαλεί, μόνον εσηκώθη και ηκολούθησεν τον Αίσωπον Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 2413. 4) α) Παραπλανώ, εξαπατώ: όσοι περιεργάζονται τον φίλον τους με δόλον και κακίαν βλάπτουσι μάλιστα τον εαυτόν τους Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 64· β) μηχανεύομαι: ουδέ καταδέχομαι (ενν. εγώ, η αλουπού) να πάγω να δουλέψω,| μόνον περιεργάζομαι το τι να πα να κλέψω Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 226. Β́ Αμτβ. 1) Παρατηρώ, εξετάζω προσεκτικά: Εβλέπω, περιεργάζομαι, έχει κάτον η γραία,| χοντρόν κατσάκιν κόκκινον, την τρίχα μου ομοιάζει Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 171. 2) Ενεργώ πονηρά: ημείς επήραμεν τα στρώματα και άλλα σκεύη, οπού ποτέ δεν ελαφρώνονται, και αυτός ο σαπρός (ενν. ο Αίσωπος) επεριεργάσθη και επήρε το ψωμί, οπού δαπανάται και τρώγεται, και ευκαίρωσε την σπυρίδαν του Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 726.
       
  • περιστερεών νας
    ο· περιστερώνας, Μπερτολδίνος 152, 153.
    Το αρχ ουσ. περιστερεών. Ο τ. ήδη μτγν. και σήμ. Τ. περιστεριώνας στο Βλάχ. (περιστεργιώνας) και σήμ. Η λ. περιστερεώνας και σήμ. (ΛΚΝ).
    Ξύλινη ή χτιστή κατασκευή που χρησιμοποιείται ως κατοικία εξημερωμένων περιστεριών: Περιστερά ετρέφετον εις περιστερεώνα και εκαυχάτον εις πολυτεκνίαν Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 102.
       
  • πετώ,
    Λίβ. P 1594, Λίβ. Sc. 1213, Λίβ. Esc. 3983, Λίβ. N 1622, Αχιλλ. (Smith) O 377, Ιμπ. 425, Αλεξ.2 1709, Ριμ. κόρ. 590, Κορων., Μπούας 32, Αχέλ. 701, 1539, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1082, Χρον. σουλτ. 8225, Ιστ. πατρ. 1551, Κυπρ. ερωτ. 134, 7537, Πανώρ. Γ́ 95, 485, Αλφ. 1181, Διγ. Άνδρ. 31931, 3848, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 256, 360, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [496], Φορτουν. (Vinc.) Β́ 56, Ροδινός (Βαλ.) 89, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 280, Διγ. O 1657, Διακρούσ. 8124, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15317, 20814, κ.π.α.· παρατ. πέτουνα, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17925· μέλλ. πτήσω, Ψευδο-Σφρ. 41631· αόρ. (ε)πέτασα, Γλυκά, Στ. 227, Καλλίμ. 1555, Ασσίζ. 19919, Βέλθ. 722, Πρέσβ. ιππ. 116, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 80, Λίβ. P 1579, 2558, Λίβ. Sc. 553, 1915, Λίβ. Esc. 1306, 1729, Λίβ. N 1339, 1524, Αχιλλ. L 713, 1179, Φυσιολ. (Legr.) 208, Αλεξ.2 1636, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1484, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 97, Κυπρ. ερωτ. 114, 2414, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 9327, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 77, Διγ. O 2750, κ.α.· απετώ, Λίβ. Esc. 1969, 2318, 3074, Λίβ. N 1710, Ιμπ. 128, Θησ. (Foll.) Ι 71, Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 82, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 209r, 247r, Πεντ. Δευτ. XXVIII 49, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 594, 9115, Χρον. σουλτ. 896, 9016, Ιστ. Βλαχ. 2345, Ιερόθ. Αββ. 335, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [316], Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 141, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Έ 1503, Μπερτολδίνος 104, 141· μέσ. πετούμαι, Αχέλ. 1474, Κυπρ. ερωτ. 12617, Πανώρ. Β́ μετά στ. 537, Πιστ. βοσκ. IV 2, 178, Στάθ. (Martini) Γ́ 21, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ μετά στ. 94, Δ́ μετά στ. 188, Διακρούσ. 845, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 42421, 5076· παθ. αόρ. επετάσθην, Διγ. (Trapp) Gr. 141, Διγ. Z 908, 2919, Ερμον. Ρ 293, Λίβ. P 282, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΓ́ [106]· υποτ. παθ. αορ. πετακτώ, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 486· προστ. παθ. αορ. (β́ πληθ. πρόσ.) πετακτείτε, Ανέκδ. ιντ. κρητ. θεάτρ. Ά 68· μτχ. μέσ. ενεστ. απετούμενος, Πεντ. Γέν. I 21, 22, VII 8· πετάμενος, Ασσίζ. 2003, Διγ. Z 330, 3183, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2616, Παρασπ., Βάρν. C 194, 421· πετούμενος, Θησ. Έ [784], Χούμνου, Κοσμογ. 22, 60, 242, 448, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 154, Ζήνου, Βατραχ. 98, Δεφ., Λόγ. 107, Δεφ., Σωσ. 47, Πεντ. Γέν. I 20, VI 7, VII 3, 14, κ.α., Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 1, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 137, 245· μτχ. παρκ. πετασμένος, Διήγ. πανωφ. 59.
    Το μτγν. πετάω (L‑S, λ. πετάννυμι). Ο τ. απετώ στο Somav., στον Κατσαΐτ., Ιφ. Έ 540 και σήμ. ιδιωμ. (Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., λ. πετάω). Το μέσ. πετούμαι στο Somav. και σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ.). Ο μέλλ. πτήσω εσφαλμ. σχηματ. από πιθ. επίδρ. του μέλλ. πτήσομαι του πέτομαι και του ουσ. πτήσις. Για την υποτ. παθ. αορ. πετακτώ βλ. Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 27. Οι μτχ. πετάμενος και πετούμενος και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ., στη λ.). Η μτχ. πετασμένος στο Somav. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) Ρίχνω κ. σε κάπ. για να το πιάσει: εγράψασιν τα χέρια της πιττάκιν| και εις εμέν το απέταξεν Λίβ. Esc. 1689· Πάλιν πετά με την γραφήν, απλώνω, εκράτησά την Λίβ. P 1563. 2) α) Τινάζω, ρίχνω μακριά, εκσφενδονίζω: η σκλερία επέταξέν τους εις το καστέλλο Ρούζου, και ηύραν έναν καράβιν βενέτικον, και επήραν το Μαχ. 2029· Εμένα η ψη μου με βαστά να μπω σ’ ένα φουσσάτο,| με το σπαθί μου μοναχάς να ρίχνω απάνω κάτω,| να κόψω χίλιες κεφαλές, μέλη να τεταρτιάσω,| πόδια και χέρια να πετώ, κορμιά να ξεκοιλιάσω Στάθ. (Martini) Γ́ 218· ως ακλουθά καμιάν φοράν, ευθύς όταν βροντήσει,| στρόβιλος μέγας, φοβερός, και τον γιαλόν βρουχίσει| και άνωθεν ως τον ουρανόν πετά την μαύρην σκόνη ... Αχέλ. 1462· επέτ’ απάνω (ενν. η θάλασσα) έτσι ψηλά στα ύψη τα νερά τση,| που πασαένας έκρινε βροχές τα κύματά τση Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 253· (σε μεταφ.): κύμα με δέρνει φοβερόν της αποχωρησίας,| πετά με κάτου εις άβυσσον της ποθοανελπισίας Λίβ. Esc. 1610· στον Άδην τους πετά συζώντανους ο Χάρος Απόκοπ.2 262· β) εκτοξεύω κ. εναντίον κάπ.: Έστησε (ενν. ο Τούρκος) τα καστέλλια του τρίγυρα (ενν. στα Χανιά) κι αρματώνει,| τα βόλια μέσα να πετά, να βρέχου σαν το χιόνι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1522· επετούσα| πέτρες απάνω των Τουρκώ Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 27116· οι χριστιανοί αρχίζου να πετούσι| μπάλες και μπόμπες στα τειχιά, ν’ ανοίγου, να χαλούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 38819· (σε μεταφ.): σ’ εμέ τα μάτια τση χίλιες φωτιές πετούσι| κι όλο μ’ αναλαμπάνουσι κι εκείνη δεν κεντούσι; Πανώρ. Β́ 377· φρ. πετώ τουφέκια/τουφεκιές = πυροβολώ: ήτανε όλοι (ενν. οι καβαλιέροι) με καρδιά, τουφέκια να πετούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 47818· Επιάσαν τα τουφέκια τως οι Τούρκοι και κινούσι| και σώνου προς τα κάτεργα και τουφεκιές πετούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3942· γ) βγάζω έξω ορμητικά: Ενοίξασι (ενν. τα θεριά) τα στόματα, τρεις γλώσσες επετάξα,| εκάμα μουγκρισμό πολύ και τα μαλλιά ετινάξα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 139. 3) Ρίχνω κάπ. κάτω: σύσσελλον τον επέταξα από το φαρίν του,| να κείται εκείνος παρεκτός και εκείθεν το άλογόν του Λίβ. P 951. 4) α) Απορρίπτω κ. ως άχρηστο: εσύραν το σχοινίν, εδήσασι τα χέρια,| τα πόδια μου κλαπώσασιν, τα πάντα μου πετάσαν,| εις φυλακήν μ’ εβάλασιν Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 213· β) (μεταφ.) διώχνω από τη σκέψη μου, ξεχνώ: άφες τα πάντα, παρεκτός ρίψε τα, πέτασέ τα,| έλα μετά με, Κλιτοβών, εις το Αργυρόν το Κάστρον Λίβ. Sc. 3095. 5) Αφαιρώ, απομακρύνω κ.: Μια κουρτελέα του ’δωκε (ενν. ο Πέτρος) κι επέταξε τ’ αφτίν του| και πάλι εξαναγιάγειρε να πάρει τη ζωήν του Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3040· (εδώ προκ. για αποτρίχωση): άλλες βάνουν την κλωστήν| και απετούσιν (έκδ. απαιτούσιν· διορθώσ.) το δασύ,| και άλλες ξύουνται με γιαλία,| διά να εβγάζουν τα μαλλία Συναξ. γυν. 525. 6) Εκδιώκω, απομακρύνω βίαια κάπ.: «Πώς εδυνήθη» λέγει της (ενν. ο Βοϊβόνδας Πέτρος της μάννας του) φρόνιμα και με τάξιν| «άρχων ο Καντακουζηνός όλους να μας πετάξει» Αιτωλ., Βοηβ.όλ’ οι Ρωμαίοι κει ’ρθανε, οπού ’τον προκομμένοι,| να πάνε να μαλώσουνε τον οχουθρό, να διάξου,| να πάρου τες τριντζέρες τως κι όξω να τους πετάξου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 48524. Β́ Αμτβ. 1) α) (Προκ. για πουλί ή έντομο) πετώ, φτερουγίζω: Τέσσερα τρυγονόπουλα στους ουρανούς πετούσιν,| καθ’ ώραν υψηλώνουσι και χαμηλά θωρούσι Ερωτοπ. 706· αν ακούσεις τίποτε κτύπον μικρόν ομπρός σου,| κλαδίν ή χόρτον να σειστεί ή μύγα να πετάσει,| φεύγεις ώσπερ διάβολος εκ του θυμιαμάτου Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 332· (εδώ προκ. για τον Έρωτα): ευθύς εις την καρδίαν της ετόξευσεν (ενν. ο Έρωτας) απέσω| και εκ το δένδρον επέτασεν, εχάθην απομπρός της Αχιλλ. (Smith) N 1089· (εδώ προκ. για τον αρχάγγελο Μιχαήλ): Ποσώς ο αρχιστράτηγος σ’ αυτά δεν αποκρίθη,| αλλά από τον ουρανόν επέτα προς τα βύθη Αχέλ. 1333· β) (με την πρόθ. από + αιτιατ.) πετώ μακριά, απομακρύνομαι πετώντας: Και λίγες φορές τον θωρείς (ενν. τον αετό) να πετάσει από τα όρνια οπού δεν ημπορούν να χορτάσουν μοναχά τους απού δεν του ακλουθούσιν. Και λίγες φορές τον θωρείς να πετάσει απέ τα όρνια οπού δεν ημπορούν νά ’ρτουν ταπισά του διά να έχουσιν τούτον το φαν απού τους αφήνει Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 101 δις. 2) α) Κινούμαι γρήγορα, ορμητικά: Γιατί θώρεν κι ακλουθώ της,| έφευγεν ομπρός πετώντα Κυπρ. ερωτ. 11634· ’δέ νέφος όνταφ φεύγει ομπρό στ’ ανέμιν| ’δέ τόσα γλήγορα πετά ξουφάριν| γιον φεύγουν τούτης της ζωής οι χρόνοι Κυπρ. ερωτ. 1075· (σε παρομοίωση): εξώφευγε τσι κοπανιές κι ήβλεπε το σπαθί του| κι ωσάν αϊτός επά κι εκεί επέτα το κορμί του Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1072· Τα χέρια και τα πόδια τως σαν άνεμος πετούσι| και σαν όντε βροντά ουρανός οι κοπανιές κτυπούσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1813· ωσάν τον άνεμον πετά (ενν. η φωτιά) κι ηυρίσκεται όπου θέλει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1126]· β) ορμώ (να κάνω κ.): Λιοντάρι χρυσοπτέρυγο, στον κόσμο δοξασμένο,| γύρισε προς τον οχουθρό και γίνου μανισμένο·| πέταξε και ’ξολόθρεψε φουσσάτο του Οτομάνο Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4989· οι Τούρκοι, να τ’ ακούσουνε, όλοι τως επηδούσα| και με βοή λέσι το ναι, κι εμπαίνα κι επετούσα| νά ’ρθου το γληγορύτερο στα ξύλα, να κινήσου,| νά ’ρθου στην πεθυμητική Κρήτη, να την πατήσου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14724· ο Τούρκος δεν εσύχαζε, μα ’πέτα να χαλούσι| τα σπίτια κι όλες τσ’ εκκλησιές, τη μπόρεση να δούσι| οπού ’χε το φουσσάτο του Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 26829· γ) πηγαίνω κάπου βιαστικά, σπεύδω: σπούδασον, φθάσον, πέτασε γοργόν επί το Μίλιν Προδρ. (Eideneier) IV 119 χφ H κριτ. υπ.· δ) κινούμαι προς τα κάτω με ορμή, πέφτω (Για τη σημασ. βλ. Τσαβαρή [Πουλολ. σ. 369]): ως το χαλάζιν να πετάς (ενν. συ, ορτύκιν) και ως κούρβουλον να πέφτεις,| και τα παιδία του αμπελικού να σε τσαλαπατούσιν Πουλολ. (Τσαβαρή)2 476. 3) (Μεταφ.) α) χάνομαι, εξαφανίζομαι: Ήργησαν πάντα, χάθησαν, έφυγαν, επετάσαν,| όλα τα εστερεύθηκα, ομοίως και το φως μου Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 488· οι δόξες είναι αστραπές που φέγγου, μα πετούσι,| κι εις ένα ανοιγοσφάλισμα των αμματιώ σκορπούσι Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 338· φτωχοί, τ’ αρπάτε φεύγουσι, τά σφίγγετε πετούσι,| τά περμαζώνετε σκορπού, τά κτίζετε χαλούσι Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 131· β) φεύγω, απομακρύνομαι: Οι λογισμοί επετάξασι, στον ουρανόν εφτάσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 507· Ας ηξεύρει λοιπόν τούτο, αν ορίζει, το οποίον θαρρώ να μην επέταξεν από τον νουν της Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 14921· όποιος εμένα θέλει ευρείν, εισμιόν με θέλει σφάξει| και η ψυχή εκ το κορμίν σύντομα θε πετάξει Χούμνου, Κοσμογ. 204· γ) ξεφεύγω: Αφέντη μου πολύκαρπε, κοκκινομηλοφόρε, (παραλ. 2 στ.) κι εσύ με τα κολάκια σου και με την φρόνεσίν σου| επιάσες με στα βρόχια σου και ουκ ημπορώ πετάσειν Ερωτοπ. 472· Δεξιά μου κάθουνται οι έρωτες και αριστερά μου η αγάπη,| τα γόνατά μου αδυναμιάν, τα χέρια μου τρομάρα,| το στόμα μου αναροξιάν, δεν ημπορώ πετάσειν Ερωτοπ. 518· δ) (προκ. για το χρόνο) περνώ, φεύγω: ας την εξεφαντώσομε (ενν. την ομορφιά), ότι ο καιρός πετάει| και τρέχουν οι χρόνοι μας ομπρός, κι η ομορφιά μας πάει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [695]. 4) (Μεταφ. προκ. για την καρδιά) «φτερουγίζω», χτυπώ δυνατά, σκιρτώ: τ’ όνομά του ως το ’γραψε (ενν. ο Ρωτόκριτος), στήν αγαπά ξανοίγει,| κι εκείνη εγροίκα την καρδιά το πως πετά, να φύγει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 536. 5) (Μεταφ.) χαίρομαι πολύ: Σαν ήμαθε την αφορμήν οπού το ρήγα κρίνει,| εφάνιστή του επέταξε κι ολόχαρος εγίνη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1444. 6) (Προκ. για υγρό) πετάγομαι, εκτινάσσομαι, ξεχύνομαι: Δίδει (ενν. ο Πιλάτος) τονε (ενν. τον Ιησού) και γδύνουν τον, δένουν τον στην κολόνα| και σκουρτσάδες του δίδασι απού ’πέτα το αίμα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3363. ΙI. Μέσ. 1) α) Κινούμαι γρήγορα σαν να πετώ: τούτο και μόνον ήξευρα, να κάθομαι εις την σέλαν (ενν. του δάου),| του να πετούμαι εις ουρανούς και εις νέφη ν’ ανηβαίνω Λίβ. Esc. 3284· (σε παρομοίωση): καθώς λιοντάρι τρώγει (ενν. η φωτιά)| κι ως σίδερο σουβλίζει| κι ως άνεμος πετάται Πιστ. βοσκ. I 5, 17· β) περπατώ απαλά σαν να πετώ, αλαφροπερπατώ: Εμάζωνε (ενν. το φαρίν) τα ποδάρια του εις ένα τόπον και έπειτα ήπλωνέν τα και εφαίνετον ως ότι λεπτοπεριπατεί και ως χαμόθεν πετάσθαι Διγ. Άνδρ. 31917. 2) α) Κινούμαι γρήγορα και ξαφνικά προς κάπ. κατεύθυνση, ορμώ: Το Xάρον εκοιτάζανε στη μέση να πετάται,| να κόφτει Τούρκους και Ρωμιούς, Φράγκους να μη λυπάται Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16719· μέσα εσύρθηκε στο μαγερειό και μπαίνει| τάχατες ογιά να χωστεί· κι εμένα τονε παίρνει| το αμμάτι μου και το ζιμιό στο μαγερειό πετούμαι Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 35· β) ορμώ, χυμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάπ.: Άγρια λιοντάρια, αφήσετε τσι τρύπες και τα σπήλια| και πετακτείτε απάνω μου τούτη την ώρα χίλια Ανέκδ. ιντ. κρητ. θεάτρ. Ά 68· απήτις δώσουσι φωτιά, όλοι να πεταχτούνε| απάνω στους Αγαρηνούς, ογιά να τιμηθούνε Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 50011. 3) α) Τινάζομαι, εκσφενδονίζομαι: χέρια ην πολλά κομμένα, το σπαθί κρατεί καθένα,| και κεφάλια να πετούνται, σαν νεράντζια να θωρούνται Διακρούσ. 6955· (σε μεταφ.): Χίλιες απού τα μάτια τση φωτιές επεταχτήκα| κι εις την καημένη μου καρδιά την πληγωμένη εμπήκα Πανώρ. Ά 331· β) βγαίνω εντελώς, πετάγομαι (έξω): Είπασι πως κι οι γλώσσες τως εφαίνουντα καμένες,| όξω έναν γκυνόστομον να ήτον πετασμένες Διήγ. ωραιότ. 824· Άνοιξε τούτη (ενν. το σεντούκιν)· παρευθύς ο δαίμων επετάσθην Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2099· (σε μεταφ.): από τον Έρωτα οπού ήτον καθισμένος| ... σαν την μέλισσα, στα χείλη της χωσμένος,|εγροίκησα να πεταχτεί το ’ξυμυτό κεντρί του| και νά ’μπει μες στα σπλάγχνη μου μ’ όλην την δύναμίν του Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [263]. 4) (Προκ. για αφήγηση) αναφέρομαι σε κ.: Ομοίως και ο θεορρήμων Χρυσόστομος, οπού εσυναφέραμεν ομπρός, πούμπλικα και φανερά διδάσκει και φωνάζει (να πετακτούμεν πάλιν εις τα χρηστότατά του λόγια). Λέγει ... Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 486· Ας πετακτούμεν πάλιν από τούτα εις άλλα όμοια κάζη, οπού έχουν τοιούτην δύναμιν και όμοιον τρόπον Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 192. Φρ. 1) Ακοάς πετώ τινί = ακούω με προσοχή κάπ., «δίνω βάση» στα λόγια του: αν ακοάς πετάσωσι κριταί τοις κατηγόροις,| και πάντα παραδέχοιντο κακώς θεληματούντες, (παραλ. 2 στ.) ... τῃ μέθῃ του θυμού πάντες αναλωθώσι Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 271. 2) Απετώ πυρ εκ το πρόσωπον = είμαι πολύ θυμωμένος, εξοργίζομαι: πυρ απετά εκ το πρόσωπον (ενν. ο Αχιλλεύς), φαίνεται εκ τον θυμόν του·| εδά ας φυλάγεται Έκτορας, εάν θέλει να έχει ζήσει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7054. 3) Πετούμαι στ άστρα, βλ. Επιτομή, λ. άστρον 1α φρ. (β). 4) Πετώ εις τ’ άστρη, βλ. Επιτομή, λ. άστρον 1α φρ. (γ). 5) Πετώ στον αέρα = διαδίδομαι, εξαπλώνομαι: Ζήλεια κακή κι αντίδικη, δυσκολονικημένη (παραλ. 1 στ.), ξάπλωνε πούρι όσο θες και πέτα στον αέρα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 45911. 6) Πετώ στου ουρανού τα ύψη, βλ. ουρανός Φρ. 7. 7) Πετώ ’ς τσ’ ουρανούς, βλ. ουρανός Φρ. 1. 8) Πετώ ψηλά ψηλά = είμαι καλότυχος, ευτυχισμένος: ωσάν καράβι στο γιαλό με διχωστάς τιμόνι,| να λείπει το κατάρτι του, πάντα ζητά τον πάτο,| κι όποιος ψηλά ψηλά πετά, εύκολα δίδει κάτω Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 45822. Η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ. = που πετά στον αέρα, ιπτάμενος (συν. για πουλί): ο Νώε ευλόγησε την περιστεράν ... λέγοντάς της ότι να έναι ευλογημένη από όλα τα πετούμενα πουλία Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 98r· από τα όρνεα τα πετούμενα και από το συκώτι του προβάτου και από τα όνειρα εφαίνετον αυτεινών των παλαιών ότι ήξευραν τα μέλλοντα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 209r· Τας δε κλίμακας ακωλύτως επήγνυον (ενν. οι Τούρκοι) και ανέβαινον ως αετοί πετώμενοι Δούκ. 35911· (σε μεταφ.): Βλέπω, Κύριε, πετούμενον δρεπάνι,| το μάκρος πήχες είκοσι, το πλάτος πήχες δέκα Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2526. Το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ. = πουλί, πτηνό: να ’ξουσιάσουν (ενν. οι άνθρωποι) εις ψάρι της θαλασσούς και εις πετούμενο του ουρανού και εις το χτήνο Πεντ. Γέν. Ι 26· συρνάμενα, πετούμενα, όλα να τα κυριεύγεις,| και πάντα με τη γνώση σου όλα να τ’ αφεντεύγεις Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1028· Συρνάμενα, πετάμενα, όλα, μ’ αυτά να ζείτε Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1508.
       
  • πήδημα
    το· Rechenb. (Vog.) 881, 2, 3 δις, 5, 8, Αχιλλ. (Smith) O 682, Rechenb. 811, 2 δις, 4‑5, 5, Σφρ., Χρον. (Maisano) 15412 (έκδ. Πίδημα), Πιστ. βοσκ. IV 2, 131, Διγ. Άνδρ. 3456· απήδημα· απ(π)ήδημαν, Ασσίζ. 211, 2, 20325, 4643· πήδημα(ν), Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 872, 885.
    Το αρχ. ουσ. πήδημα. Οι τ. απ(π)ήδημαν (Σακ., Κυπρ. Β́ 460, 467, Λουκά, Γλωσσάρ., αππήδημαν) και πήδημαν (Σακ., Κυπρ. Β́ 761, γρ. ππή(δ)ημαν) και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα. Τ. πήδαμα σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων.). Η λ. και σήμ.
    1) α) Πήδημα, άλμα, σάλτο: Προδρ. (Eideneier) IV 224, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́́ 1049· (ως σύστ. αντικ.): Είς άνθρωπος  ... έλεγεν ότι ... εις την Ρόδον απήδησε ένα απήδημα μέγα, το οποίον τινάς δεν ημπόρεσε να το απηδήσει Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 14· παροιμ. φρ. εδώ έναι και το πήδημα, εδώ έναι και η Ρόδος (προκ. για πρόκληση σε κάπ. να αποδείξει αυτό για το οποίο καυχιέται· πβ. σήμ.: ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα): αν είναι αλήθεια αυτό οπού λέγεις, δεν σου κάμνει χρεία μάρτυρας· διότι, αν θέλεις, εδώ έναι και το πήδημα, εδώ έναι και η Ρόδος Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 14· (σε εμπρόθ. προσδ. με την πρόθ. εις προκ. να δηλωθεί γρήγορη κίνηση): Το δε παιδίον τας φωνάς ως ήκουσεν, ευθέως| ως λέων εβριμήσατο, ως πάρδος συνεσφίχθη| και εις ολίγον πήδημα την ελαφίνα φθάνει Διγ. Z 1426· β) μεταφ. β1) (προκ. για αφηγηματική τεχνική σύμφωνα με την οποία ο αφηγητής αλλάζει απότομα το αντικείμενο της αφήγησής του): Όμως ας τους αφήσομεν στον δρόμον, κι ας ελθούμεν| στην Μάλτα μ’ έναν πήδημα, τι γίνετον να δούμεν́ Αχέλ. 1841· β2) (προκ. για τη σελήνη) ανατολή: Κτυπά και η καβαλλαριά μ’ άλογα ...,| εκόψασιν και ερίψασιν, ...,| εις τόσον, οπού έφτασεν βασίλευμαν ηλίου,| κι έκαμαν αναχώρησιν πήδημαν φεγγαρίου Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 784· β3) (προκ. για το φως) αντανάκλαση: το φως το τρομικόν των καθαρών υδάτων,| όταν σελήνη ή ήλιος βρεθεί ενάντιά των,| σηκώνεται στην στέγωσιν με πήδημα μεγάλον,| ... εις έναν τοίχον κι άλλον Αχέλ. 772. 2) α) Εχθρική κίνηση εναντίον κάπ., επίθεση: Περί των απηδημάτων οπού απηδά είς άνθρωπος επάνω εις άλλον άνθρωπον και δέρνει τον ... και λαβώνει τον ... Ασσίζ. 20326· (εδώ μεταφ., προκ. για έντομα): οι μύγες άρχισαν να του δίδουν κεντήματα ... Πότε απάνω εις τον έναν πλάτην ..., πότε εις το μπράτσον, ... δίδοντές του ένα σκληρότατον απήδημα ολόγυρα Μπερτολδίνος 145· β) (μεταφ.) αιφνιδιαστική ενέργεια με στόχο την ανατροπή της υπάρχουσας πολιτικής κατάστασης, πραξικόπημα: τότε αππήδησαν οι Βενετίκοι και επιάσαν το ρέτινον του αλόγου του το δεξιόν. Οι Γενουβήσοι εδιαφεντεύγαν το διά λλόγου τους, κατά την φραντζίνζαν ..., ότι πάντα όντα να καβαλικεύγει ο ρήγας, οι Γενουβήσοι να είναι δεξιά και οι Βενετίκοι αριστερά. Και έλαχεν ότι οι Βενετίκοι είχαν έναν καράβιν εις τον λιμιώναν, και διατί ήτον πολλοί εγυρέψα να ποίσουν τούτον τ’ αππήδημαν Μαχ. 3102. Η λ. ως τοπων.: Σφρ., Χρον. (Maisano) 407 (έκδ. Πίδημα), Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 485.
       
  • πηδώ,
    Ασσίζ. 2059, 45714, 4759, Διγ. Z 1467, 1551, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 456, 566, 674, Σπανός (Eideneier) A 171, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 908, Χρον. Μορ. H 1107, Χρον. Μορ. P 1060, 1107, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 125, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 280, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 402, Σαχλ., Αφήγ. 669, Λίβ. P 1444, Λίβ. Sc. 401, 3081, Λίβ. Esc. 1517, 1685, Λίβ. N 1364, Αχιλλ. L 52, 120, Αχιλλ. (Smith) N 1151, 1171, Αχιλλ. (Smith) O 79, 182, 670, Ιμπ. 395, Χρον. Τόκκων 2385, Δούκ. 572, Κάτης (Χόλτον) 12, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 121, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 270, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 477, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 88, Συναξ. γυν. 233, 588, Πικατ. 251, Κορων., Μπούας 40, 120, Βεντράμ., Φιλ. 97, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 586, Ρίμ. θαν. 131, Αχέλ. 1094, 2088, 2471, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1012, Ακρ. τραγ. 4, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 122, Διγ. Άνδρ. 3303, 33417, 37533, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 236, Δ́ 1692, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 14v, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 123, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 85, Διγ. O 2595, 2726, Διακρούσ. 10625, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14511, 22510, 2713, 53913, κ.π.α.· απηδάγω, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 159v· απηδώ, Ασσίζ. 213, 2122, 26815, 18, 4575, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 759, Λίβ. Sc. 967, Χρον. Τόκκων 618, 1067, Θησ. (Foll.) I 57, Διήγ. Αλ. V 34 δις, Κορων., Μπούας 137, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 595, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 245v, Τριβ., Ταγιαπ. 123, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ́ [148], Πεντ. Λευιτ. XI 21, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 410, 615, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 14, Χρον. σουλτ. 6826, 11017, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 10713, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 2, Προσκυν. Ιβ. 845 1369, 1370, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [276], Δ́ [944], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 401, Ροδινός (Βαλ.) 217, 233, Μπερτολδίνος 150, κ.π.α.· αππηδώ, Μαχ. 11031, 17230, 19032, 43410‑11, 44031, 45417, 4944, 5508, 5565‑6, 60031, 63626, 6527, 65634, 66217, Βουστρ. (Κεχ.) 3046· ππηδώ, Μαχ. 46619· γ́ εν. πρόσ. παρατ. απήδουνε, Μπερτολδίνος 160.
    Το αρχ. πηδάω. Οι τ. απηδώ, αππηδώ και ππηδώ και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 460, λ. απηδώ, 467, λ. αππηδώ, 761, λ. ππη(δ)ώ, Λουκά, Γλωσσάρ., λ. αππηδώ, Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ., λ. αππη(δ)ώ). Τ. αππηώ (Σακ., Κυπρ. Β́ 468, Χατζ., Λεξ., Φαρμακ., Γλωσσάρ. 7, Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.) και ππηώ (Σακ., Κυπρ. Β́ 761,  Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.) σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Ά Αμτβ. 1) α) Υψώνομαι πάνω από το έδαφος τινάζοντας το σώμα μου προς τα πάνω, πραγματοποιώ επιτόπιο άλμα: Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 455, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1391· β) μετακινούμαι, διασχίζω με άλμα μια απόσταση στο χώρο: Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 611, Διγ. Άνδρ. 37114· β1) εδώ κι εκεί (χωρίς συγκεκριμένο προορισμό): τα άλογα των Κουζιλμπάσηδων εξαγρέψανε από τις λουμπάρδες και τα πολλά τουφέκια και απηδούσανε εδώθεν κείθεν Χρον. σουλτ. προσθ. 602· Έπεσε κάτω εις την γην πουλάκι νυκτερίδα| ’ς τόπον που ’πέτα το πτωχόν, κι εδώ κι εκεί επήδα Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1082· β2) (για κίνηση από έξω προς τα μέσα και αντίστροφα) εισέρχομαι ή εξέρχομαι από ένα χώρο με ορμή: ανέβηκα την σκάλαν μου τῃ τούτων οδηγίᾳ (ενν. των παίδων)| και ευθύς πηδήσας και εισελθών και προτραπείς καθίσαι,| το πότε να με κράξωσι να φάγω προσεδόκουν Προδρ. (Eideneier) I 262· Και, νυκτός μέσης ελθούσης,| ηύραν τον καιρόν αρμόζων,| κι εκ τον δούρειον τον ίππον| επηδήσασιν αυτίκα Ερμον. Χ 206· Απήδησε τούτο το θηρίον από το κλουβί του με πολλήν ορμήν Ροδινός (Βαλ.) 233· Η γαρίδα απηδά συχνά όξω από το τηγάνιον δια να ελευθερωθεί, και ευρίσκεται εις τα κάρβουνα Μπερτόλδος 22· θέλω να υπάγω να μαζώξω ένα από τ’ εκείνον το ψάριον, το οποίον απήδησεν όξω από το βιβαρόπουλον Μπερτολδίνος 144· (σε προσωποπ.): Είδα απέσω από γραφήν ...| το να πηδήσει θάνατος σωματεμψυχωμένος| και να νεκρώσει αυθεντικά την όλην μου καρδίαν Λίβ. Sc. 683· γ) μεταφ. γ1) (προκ. για τις σπίθες της φωτιάς): Όταν άπτει πυρ εις πλήθος (παραλ. 3 στ.), αν πηδήσει φως εκ ταύτης,| οίον εύρει πλέον των άλλων| πλησιέστερον των πάντων| εκεινού τα γένια ανάπτει Πτωχολ. α 93· γ2) (προκ. για το μούστο που βράζει κατά τη διαδικασία της αλκοολικής ζύμωσης): ο μούστος ολοζώντανος πηδά και κοντοβήχει,| το δε ελάδι το πτωχό κείτεται αποθαμένο Κρασοπ. (Eideneier) V 70. 2) Ανεβαίνω κάπου ή κατεβαίνω με άλμα· α) (προκ. για άλογο) καβαλικεύω ή ξεκαβαλικεύω με ορμή: Και εγλήγορα επήδησεν από το άλογόν του| και σύρνει το σπαθίτσιν του και σύντομα εκατέβην Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1244· (συχνά πλεοναστικά σε σχ. ασύνδετο με το καβαλλικεύω): Και παρευθύς εκείνος γε πηδά, καβαλλικεύει Διγ. Z 1141· Ο βασιλεύς ως ήκουσε την άφιξιν εκείνων,| ότι και πως εστράφηκαν Έλληνες κατ’ εκείνου (παραλ. 1 στ.), αν εθυμώθηκε πολλά, τινάς μηδέν ηρώτα.| Ευθύς βαρούν τα βούκινα, πηδούν, καβαλλικεύουν| και παραχρήμα εξήλθασι της πόλεως Τρωάδος Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 908· Όρισεν γαρ ο βασιλέας τον πρωτοστράτοράν του| και τα σαλπίγγια ελάλησαν, πηδούν, καβαλλικεύουν Χρον. Μορ. H 1107· β) πέφτω, ρίχνομαι κάτω (από ψηλά): κι απείτις εσκοτώνουντα, ’πίκουπα εγυρίσα| να φεύγου και να τρέχουσι και κάτω να πηδούσι| απού τα τείχη τα ψηλά Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2875· γ) (προκ. για πλοίο) αποβιβάζομαι: Σιμώνουν εις τον αιγιαλόν, κρούγουν τα πλοία έξω,| και ο λαός επήδησεν εκ τα κάτεργα έξω Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 270. 3) α) Σηκώνομαι απότομα από τη θέση μου, πετιέμαι πάνω: Ο γέρων ως εγροίκησε τα έκλαμπρα μανδάτα,| από του θρόνου του πηδά, τους άρχοντας συνάγει Βέλθ. 1317· Γνωρίζει ταύτα ο Φλώριος, εγέρνεται συντόμως| τον λόγον ενθυμούμενος κόρης της Πλάτζια-Φλώρης| «όταν ιδείς δε θολωθέν το ζάφειρον, αυτίκα| γνώριζε ότι θλίβομαι και ότι κακά παθάνω».| Γοργά συχνά επήδησεν απέκει όπου εκοιμάτον Φλώρ. 503· Και ωσάν ήκουσα εγώ της φωνής σου επήδησα από της κλίνης μου και παρευθύς έφθασα το θηρίον και εσκότωσά το Διγ. Άνδρ. 40735·   β1) χοροπηδώ από χαρά ή πόνο: Ένα παιδί που σπούδαζεν έκλεψε πινακίδα| και με χαράν στο σπίτι του επήγαινε κι επήδα Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 472· Εις τόπον ήτον γάδαρος στην ράχην πληγωμένος, (παραλ. 1 στ.) κόρακας εδιάβηκεν απάνω του κι εστάθη,| ετσίμπα τον εις την πληγήν, ...| επήδα και εχόρευε ’κ τον πόνον ο καημένος Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1145· κι ερίχτασινε (ενν. οι Τούρκοι) τ’ άρματα ...| ... κι επροδίδανε μ’ είντα χαρά μεγάλη (παραλ. 1 στ.)· κι άλλοι εβαφτίζοντα γιαμιά ... (παραλ. 2 στ.) ... κι ο Χοσαῒν επήδα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 32114· β2) αναπηδώ από φόβο: εξέστην (ενν. ο Φίλιππος) από τον φόβον του και επήδησεν επί το σελίν του Διήγ. Αλ. F (Lolos) 10614· Είδες ποτέ σου βατραχούς εις των λιμνών τα χείλη, (παραλ. 1 στ.) όταν διαβάτες απερνούν κι αυτοί γροικήσουν μόνον| τον κτύπον πώς όλοι πηδούν φοβούμενοι τον φόνον Παλαμήδ., Βοηβ. 800. 4) (Μεταφ.) α) (προκ. για δάκρυα, αίμα) αναβλύζω, πετάγομαι ορμητικά: Και ταύτα η κόρη ως ήκουσεν, βαρέα αναστενάζει| και επήδησαν τα δάκρυα της και εχάθηκεν ο νους της Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 312· Ήκουσεν πάλι ο Λίβιστρος, εθλίβην εκ του λόγου,| στενάζει από καρδίας του, τα δάκρυα του πηδούσιν Λίβ. Esc. 4242· Το φουσσάτον της Μακεδονίας έκοπταν και έσφαζαν τους Αθηναίους και τα αίματα απηδούσαν αποπάνω τους Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1757· β) εμφανίζομαι, ξεπετιέμαι: ο άγιος κτυπώντας την γην επήδησεν έξω ένα Ευαγγέλιον Ροδινός (Βαλ.) 213· 5) Κινούμαι (με ορμή) εναντίον, επιτίθεμαι: Ο δε ιέραξ ακούων το πρόσεχε προσέχει τον νουν τῃ των περδίκων πτήσει, και ητοιμάσθη πηδήσαι Ιερακοσ. 51219‑20· Εκείνος δε (ενν. ο δράκων) επήδησεν άτακτα και εβίαζε την κόρην Διγ. Άνδρ. 37529· φρ. πηδώ από περιστηθίου, βλ. ά. από 17 φρ.· (συχνά σε παρομοίωση): εγύριζεν (ενν. ο Αχιλλεύς) ως αετός και πήδαν ωσάν πάρδος Αχιλλ. L 996· επήδησα ωσάν αετός, οπού πέτεται εις τας πέρδικας Διγ. Άνδρ. 3785· (μεταφ., προκ. για έντομα· βλ. και πήδημα 2α): παρευθύς θέλουν έβγει τόσα κουνούπια, ότι θέλουν απηδάγει εις τους άνδρες και εις τες γυναίκες και εις τα ζώα να μην τους αφήνουν να αναπεύονται Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 159v. 6) (Προκ. για πολεμικές επιχειρήσεις) α) κάνω επίθεση, εφορμώ: Ο πόλεμος ο φοβερός ...| εκράτει από το ταχύ έως το μεσημέρι.| Ολημερίς εκρούγασιν, αργά πηδούσαν πάλι| με τόσον πλήθος π’ είχασι η μια μεριά κι άλλη Διακρούσ. 7917· κι έστεκε να πηδήσουνε, τη χώρα να νικήσου,| μηδέ γυναίκα γή παιδί κι άντρα να μην αφήσου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 54313· (σε παρομοίωση): την ώραν ου θεωρούσιν| πότε να δώσουν τα όργανα και πότε να κτυπήσουν| και ως λέοντες προς τους εχθρούς οι πάντες να πηδήσουν Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 310· β) (προκ. για τείχη) κάνω έφοδο: Τοιαύτα λόγια ακούσαντες όλοι από τον βασιλέαν, εγίνηκαν προθυμότεροι, παρά άλλην φοράν· όθεν έστεκαν να ιδούσι σημάδι, και τότε να πηδήσουσιν απάνω εις τα τειχία Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 413· γ) (προκ. για πλοίο) εφορμώ και κυριεύω, κυριεύω με ρεσάλτο: εππηδήσαν εις το κάτεργον και εκόψαν πολλούς Κυπριώτες Μαχ. 12615· (με τελική πρόταση): Οι Γενουβήσοι εμάθαν το και αρματώσαν δύο κάτεργα ... και εβγήκαν γυρεύγοντά τους, και ήρταν ομπρός να πηδήσου να τους πάρουν Μαχ. 55414· δ) περνώ ορμητικά και με εχθρική διάθεση στην απέναντι ακτή· (εδώ προκ. για τα Στενά των Δαρδανελλίων): Συχνάκις ουν οι Τούρκοι πηδώντες επόρθουν Χερρόνησον Δούκ. 677· ε) επεκτείνομαι γρήγορα και ορμητικά σε ξένα εδάφη: παρακαλώ ... (παραλ. 1 στ.) μόνον να ομονοιάσουσιν, αν θέλουσιν και μόνον,| τον Τούρκον ξεριζώνουν τον σύρριζον εκ την Δύσιν, (παραλ. 4 στ.)· ότι βλέπω και πήδησε και ’κάτσε κι εις την Δύσιν,| ως πάρδος λεοντόπαρδος, ως λέων πεινασμένος Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 444· (με εμπρόθ. προσδιορ. που δηλώνει το σημείο εκκίνησης): Εκ του Ηρακλείου τον καιρόν εγέρθην ο Μωάμεθ·| και απ’ εξαύτου την αρχήν εφάνη τέτοιον έθνος,| και πάτησεν εις Ρωμανιάν ...| την άτυχον κι ελεεινήν την Κωνσταντίνου πόλιν· (παραλ. 1 στ.) ’ξ Ανατολών επήδησεν και ’κάτσεν κι εις την Δύσιν Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 484· και του Δαν είπεν (ενν. ο Μοσε)· ο Δαν κουτάβι λιοντάρι, να απηδήσει από το Βασάν Πεντ. Δευτ. XXXIII 22. στ) (προκ. για ξαφνική, αιφνιδιαστική κίνηση για ανατροπή της ισχύουσας πολιτικής κατάστασης, πραξικόπημα· βλ. και πήδημα 2β): τότε αππήδησαν οι Βενετίκοι και επιάσαν το ρέτινον του αλόγου του το δεξιόν Μαχ. 30833. 7) Xορεύω με τη συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού: ας ψάλλουν άλλοι σ’ όργανα, με τύμπανα ας πηδούσι| και με κιθάρες όμορφα παντόθε ας τραγουδούσι Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 71· Τα ρόδα, τα τραντάφυλλα κι οι μυρισμένοι κρίνοι,| κι οι δούλοι οι εμπιστικοί τάχατες που ’ν’ εκείνοι,| να πιάσουν όμορφο χορό, με τέχνες να πηδούνε,| κι άλλοι να ρίχτουν τουφεκιές κι άλλοι να τραγουδούνε; Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 57015. 8) (Μεταφ., προκ. για δυσάρεστο γεγονός, συμφορά, κακό) πηγάζω, γεννιέμαι: πολλά κακά ήθελεν απηδήσουν μετά ταύτα Ασσίζ. 19512. 9) (Με υποκ. τη λ. μέλη) τινάζομαι, τρέμω: αν είδες (ενν. βεργόλικη) και τα μέλη μου το πώς πηδούν και φεύγουν,| την ώραν να λυπήθηκες, να μ’ έγραψες πιττάκιν Ερωτοπ. 584. 10) (Με το επίρρ. χάμαι) πατώ στο έδαφος: από την βίαν ο μαύρος του ουδέν επήδα χάμαι Πικατ. 249. 11) (Μεταφ., με εμπρόθ. προσδ.) τολμώ: αν είχε να ’καμε με σας, εις τούτο δεν επήδα,| ότι να τον χαλάσετε δύνασθ’ εν ευκολίᾳ Κορων., Μπούας 24. 12) (Προκ. για βλήμα πυροβόλου όπλου) πέφτω με ορμή: Τέσσερις ώρες μοναχάς λουμπάρδες εκτυπούσα (παραλ. 2 στ.), κι οι μπάλες εκεί επέφτασιν ωσά χοντρό χαλάζι.| Κι όλοι εκολούσαν του φορτιού, να σπάσουν τα κανόνια,| κι οι μπάλες επηδούσανε, κι επέφταν τα παβιόνια Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 19014· εμπαίνασι (ενν. γυναίκες) καθημερνό να κουβαλούσι χώμα,| πέτρες και τράβες στα τειχιά ογιά να χτίσου δώμα,| να ’ν’ αποκάτω ο λαός, η μπάλα οπ’ επήδα,| οπού χιλιάδες ήρχονταν καθ’ ώρα και τους δίδα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2713. Β́ Μτβ. 1) Περνώ με άλμα πάνω από κ., πηδώ πάνω από κάπου: Διγ. Z 1988· (με σύστ. αντικ.· βλ. και πήδημα 1α): Είς άνθρωπος εξενιτεύθη και πάλιν εγύρισεν εις την πατρίδα του. Και έλεγεν ότι εις πολλούς τόπους έκαμεν αδραγαθίες μεγάλες, ομοίως και εις την Ρόδον απήδησεν ένα απήδημα μέγα, το οποίον τινάς δεν ημπόρεσε να το απηδήσει Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 14 δις. 2) α) Ορμώ εναντίον κάπ., επιτίθεμαι σε κάπ.: Και τότε πάλε το παιδίν ανανογάται λέγει:| «Αν τους πηδήσω αρμάτωτους, πάντα καυχάσθαι θέλουν,| ότι τους ηύρα αρμάτωτους και επήρα τους την πρόβαν» Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 69· Κι ως έλθει νά ’μπει στην σπηλιάν, θέλω να τον πηδήσω,| οχ το πλευρόν, και παρευθύς ξάφνου να του καρφώσω,| ετούτο τ’ άρμα που βαστώ, και να τον θανατώσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1282]· (με αντικ. σε γεν.): Περί εκείνου του ανθρώπου οπού απηδά άλλου να τον δέρει ή να τον σκοτώσει Ασσίζ. 20430· Και τῃ ις́ Μαΐου ηύραν τους Φράγκους απού αππήδησαν του Τζουανή εις την στράταν Βουστρ. (Κεχ.) 3046· (με γεν. και είδος σύστ. αντικ.): Περί των απηδημάτων απού απηδά είς άνθρωπος ετέρου Ασσίζ. 212· (με είδος σύστ. αντικ.): Περί των απηδημάτων οπού απηδᾴ είς άνθρωπος επάνω εις άλλον άνθρωπον και δέρνει τον και ανασπᾴ τα γένεια του και λαβώνει τον Ασσίζ. 20326· (μεταφ., προκ. για την επίθεση του διαβόλου εναντίον του ανθρώπου): Και ημείς νοητοί νοήσωμεν ότι ηνίκα ο πατήρ ημών Αδάμ γυμνός ην, ουκ ίσχυσεν (ενν. ο όφις) αυτόν πηδήσαι. Εάν ουν και συ έχῃς το ένδυμα του παλαιού ανθρώπου, τουτέστιν τα σύσκηνα της ηδονής, ως πεπαλαιωμένος ημερών επέρχεταί σοι Φυσιολ. (Zur.) XIV 3a5· β) (προκ. για πολιορκία τειχών) επιτίθεμαι, κάνω έφοδο: Έπειτα οι Τρώες εμοιράσθησαν ... κι απηδούσι τα τείχη των Ελλήνων Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΓ́ Υπόθ.· 3) α) (Προκ. για άνδρα) συνουσιάζομαι, έρχομαι σε σαρκική επαφή με γυναίκα: Και κείνος οπ’ ορέγεται πολλά να την πηδήσει (ενν. την πολιτική)| ανάκειται ο κακότυχος να την καλοκαρδίσει·| δίδει της ρούχα να φορεί, δηνάρια να ξοδιάζει Σαχλ. N 310· β) (παθητ., προκ. για γυναίκα): με τους καύχους αποκλείται| εις το σπίτι και κουνιέται·| δείχνει τάχα ότι μαδιέται,| αλλ’ αυτή πολλά πηδιέται Συναξ. γυν. 1174· γ) (προκ. για αρσενικό ζώο) βατεύω: Εγώ έστειλα και ήφεράν μου από την Ρούμελην άλογα και έβαλα και επήδησαν εδώ φοράδια· μόνον να ακούσουν τα άλογα της Βαβυλωνίας οπού χλιμιτρούν εγγαστρώνονται αυτά τα φοράδια Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 454· (απαξιωτικά, προκ. για γυναίκα ελευθερίων ηθών): εντροπήν ουδέν ψηφούν (ενν. οι γυναίκες)| να ποπεύονται κρυφά,| και όταν έλθει να την εφτάσει,| θέλει διά να την πιάσει,| έναι νόμος διά να χάσει| το προίκιόν της, αν πλαντάξει·| τότες απομένει γδούρια,| και πηδούν τη τα γαδούρια Συναξ. γυν. 800· 4) (Μεταφ., προκ. για γραπτή αφήγηση γεγονότων) παραλείπω, προσπερνώ κ.: Αλλά τι το ποιήσαν με πηδήσαι πέντε μηνών διάστημα; Δούκ. 31931. 5) (Τριτοπρόσ.) κατά τη διάρκεια μιας ενέργειάς μου με βρίσκει ξαφνικά ένα φυσικό φαινόμενο (βροχή, φουρτούνα, κλπ.) (Για τη σημασ. βλ. Μανούσ., ΕΕΦΣΠΘ 8, 1963, 309): ωσάν μου τ’ όρμησεν ο νους, έπιασα μονοπάτι·| κι εκεί βροχή μ’ επήδησεν και ολημερίς μ’ εκράτει Νεκρ. βασιλ. 10· πηγαίνοντας η αρμάδα, την απήδησε μεγάλη φουρτούνα εις την Μαύρη Θάλασσα και επνίγησαν πολλά πλεούμενα Χρον. σουλτ. 6724. Φρ. 1) Aπηδά κ. εις το κεφάλι(ον) κάπ. = περνά κ. από το μυαλό κάπ., σκέφτομαι ξαφνικά κ.· (εδώ προκ. για ανοησία, τρέλα): Αλλά τι λωλάδα είναι ετούτη οπού του απήδησεν εις το κεφάλιον; Μπερτόλδος 17· Τι ζουρλαμάδα σου απήδησεν εις το κεφάλι; Μπερτόλδος 18. 2) Μου (σου, του) απηδά φαντασία = με πιάνει έντονη διάθεση για κ., μου έρχεται όρεξη για κ.: και δεν ήθελα ότι μιάν ημέραν να του απήδουνε καμία φαντασία να μου έκαμνε καμία μεγαλύτερη, οπού να με εμάδουνε περισσότερον από τούτες Μπερτολδίνος 160. 3) Παίζω και πηδώ, βλ. παίζω Φρ. 5. 4) Πηδά η ψυχή μου = επιθυμώ πολύ, λαχταρώ, ποθώ: Του Μερκουρίου δε ο νους δεν ήτον στο τραπέζι (παραλ. 1 στ.). Μα μέσα εις το κούφος του επήδαν η ψυχή του,| να πάγει εις τον πόλεμον ν’ αυξήσει την τιμήν του Κορων., Μπούας 15. 5) Πηδώ στη μέση/στο μέσον = (α) (προκ. για ομήγυρη/συνάθροιση) προχωρώ στο κέντρο προκ. να εκφράσω την άποψή μου: ο μπούφος πήδησεν ως βαρύκωλος στο μέσον| και την πτωχήν την κίχλαν ήρξατο καθυβρίζειν Πουλολ. (Τσαβαρή)2 597· (β) παρεμβαίνω για να υπερασπιστώ κάπ., μπαίνω στη μέση: Δεμένην κι εις τον θάνατον, θυσιά διά να γένει.| Αύτη ο Μυρτίνος βλέποντας, στην μέση είχε πηδήσει (παραλ. 1 στ.). Του λόγου του ήλθε κι έταξε, στον θάνατον να δώσει,| για να μπορέσει την ζωήν της κόρης να γλυτώσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [211]. Η μτχ. παρκ. απηδημένος ως ουσ. = αυτός που δέχεται επίθεση: το δίκαιον κρίνει και κελεύει, ότι εκείνος οπού του απήδησεν, τουτέστιν ο απηδημένος, ημπορεί να δείξει ... ότι εκείνος οπού ένι λαβωμένος επήδησέν του πρωτύτερα Ασσίζ. 45712.
       
  • πλάτης
    ο, Χρον. Τόκκων 2323, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 2, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 120r, 167v, 179r, v, 185v, 279r, 280r, v, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. É [751], Θ́ [115], Διαθ. Νίκωνος 251, Μπερτόλδος 66, Μπερτολδίνος 141, 145, 149.
    Από το ουσ. πλάτη (Ι) η με αλλαγή γένους. Για αρσ. πλάτης <αρχ. πλάτη στο ΕΜ (597, 22) κ.α. βλ. Steph., Θησ. Τ. πλάτ’ς σήμ. ιδιωμ. (Κοσμάς, Ιδίωμ. Ιωανν., Δουγά-Παπαδ.-Τζιτζιλής, Γλωσσ. ιδίωμ. ορ. Πιερίας). Η λ. σε κείμ. του τέλους του 19. αι. (Οικονόμου, Δωδώνη 7, 1978, 251, 297-8), και σήμ. ιδιωμ. (ΛΔ 11, 1966-7, 86, Ανδρ., Ιδ. Μελ.).
    Πλάτη· ώμος: Εις ένα όρος είς γέρων έκοπτε ξύλα και έβαλέν τα εις τους πλάτες του Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 18· παρευθύς το να μου είπε (ενν. ο Ιησούς Χριστός) ... τον λόγον υγίανα και ασηκώθηκα και ηπήρα και το κρεβάτι μου εις τον πλάτην μου και επεριεπάτουν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 273v.
       
  • πλέον (ΙΙ),
    επίθ. άκλ., Σπαν. A 584, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 10228, Χρον. Μορ. H 6549, 7206 (έκδ. πλέῳ, πιθ. με αναγωγή στο αρχ. πλέως· πβ. όμως Χρον. Μορ. P 6549) (ή <πλέων), Χρον. Μορ. P 7802 (για την ένταξη εδώ πβ. Χρον. Μορ. H 7802, βλ. και Lex. Chron. Mor., σ. 383, λ. πολύς), 8960 (βλ. και Lex. Chron. Mor., σ. 383, λ. πολύς), Πουλολ. (Τσαβαρή)2 ΑΖ 94 (ή επίθ. πλέος), Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 48r, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 141, Πτωχολ. α 101, Σουμμ., Ρεμπελ. 158, 174, Μπερτόλδος 17· πιλιό· πλείον, Κομν., Διδασκ. Δ 134· πλέο, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7159.
    Το επίρρ. πλέον ως επίθ. άκλ. (και για τα τρία γένη).
    1) α) Περισσότερος, πιο πολύς (βλ. και πλέον (Ι) 3): ειπέ τον από μέρος μου αν χρήζει πλέο φουσσάτα,| ας έχω είδησιν μικρήν ευθέως να τα στείλω Χρον. Μορ. P 6549 (πβ. H 6549· βλ. και Lex. Chron. Mor., σ. 383, λ. πολύς· απίθ. να πρόκ. για πληθ. του πλέων, οπότε γρ. πλέωβ) (με αφηρημένο ουσ.) περισσότερος, μεγαλύτερος (βλ. και Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β́ 231): ποια με πιλιό γλυκότητα, ηξεύρει να χαρίσει,| φιλί δροσάτο κι όμορφον Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [157]. έβγα πούρου όξω χωρίς τον φόβον, όπως ημπορέσομεν να σου μιλήσομεν με πλέον ευκολίαν Μπερτολδίνος 98· παραπίσω είχε σαράντα χιλιάδες καβελάρους, τους καλυτέρους· και τους είχε κοντά του διά πλέο φύλαξη Χρον. σουλτ. προσθ. 601. 2) (Με το άρθρο ως ουσ.) α) (πληθ.) οι περισσότεροι: τους πλέον ελκύζει η μέθης και κάνουν τας αυτάς αμαρτίας Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 366r· οι πλείον εν πολέμοις| απεκτάνθησαν, υιέ μου Ερμον. Υ 305· β) ο επιπλέον, ο πλεονάζων: τόσοι πολλοί απεθαμένοι ήσαν, ότι έκαμε ο βασιλεύς και έκαμαν χίλια ξυλοκρέβατα διά να παίρνουν τους ανθρώπους να τους θάφτουν και πολλά αμάξια και μουλάρια οπού τους ασήκωναν. Και όταν επλήθυνεν ο θάνατος τους πλέον έριχναν εις την θάλασσαν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 312v. — Βλ. και πλέον (Ι), πλέος, πλείων.
       
  • πλεότερος,
    επίθ., Βέλθ. 896, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 505, Χρον. Μορ. P 4626, 5010, 6583, Χρησμ. (Λάμπρ.) 119, Θησ. (Foll.) I 91, Χούμνου, Κοσμογ. 2726, Σκλέντζα, Ποιήμ. 156, Γεωργηλ., Θαν. 616, Σκλάβ. 84, Αλεξ.2 1941, 1944, 1957, 1959, Συναξ. γυν. 310, Διήγ. Αλ. G 2898, 9, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 50, Αχέλ. 233, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 401, Προσκυν. Μεταμ. 50 1103· πιλιότερος, Εβρ. ελεγ. 170· πιότερος· πλειότερος (ασυνίζητο), Ερμον. Ο 214· πλέτερος, Αχέλ. 710, 2024· πλιάτερος, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 132, 175, Β́ 412, 414, Γ́ 120, 166, πριν Δ́ 553, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 30015, 44210· πλιότερος, Χρον. Μορ. H 4626, 8960, Σαχλ., Αφήγ. 8, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 721, 728, 3569, Φαλιέρ., Ιστ.2 736, Ολόκαλος 9811, Ch. pop. 432, 844, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 429, Πανώρ. Ά 184, Β́ 210, Γ́ 30, 299, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 17, Β́ 25, Γ́ 223, 299, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 496, Έ 404, Στάθ. (Martini) Β́ 258, Φορτουν. (Vinc.) Έ 183, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 177, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1657, 40313, κ.α.
    Από το αρχ. επίθ. πλειότερος (<πλέως)· για τη σημασ. βλ. TLG, L‑S Suppl., λ. πλέως· πβ. πλείων (βλ. και Ανδρ., Λεξ., λ. πλειότεροςπλεώτερος τον 6. αι., L‑S· βλ. και LBG. Ο τ. πιλιότερος στον Κατσαΐτ., Ιφ. Ά 196. Ο τ. πιότερος και σήμ. (λαϊκ./λογοτ.). Ο τ. πλέτερος στο Κείμ. αγ. Δημ. 381 και σήμ. στο ποντ. και στο τσακων. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., Andr., Lex., λ. πλειότερος). Ο τ. πλιάτερος και σήμ. ιδιωμ. (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., λ. πλιότερος). Ο τ. πλιότερος και σήμ. ιδιωμ. (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., κ.α.) και κοιν. λαϊκ. (Μπαμπιν., Λεξ., λ. πιότερος, ΑΛΝΕ). Τ. πλέτιρους, πλ́ότιρους και πιόττερος σήμ. ιδιωμ. (Δουγά-Παπαδ.-Τζιτζιλής, Γλωσσ. ιδίωμ. ορ. Πιερίας, λ. πλέτιρους, πλ́ότιρους, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. πιόττερος).
    1) Περισσότερος: δε θε να παντρευτώ, σαν το ’χεις γροικημένα| χίλιες φορές και πιότερες πρωτύτερ’ από μένα Πανώρ. Δ́ 84· η επιθυμία γίνεται των ανθρώπων ή εκ θερμοτέρας κράσεως του σώματος του ανθρώπου ή εκ πλεοτέρας βρώσεως, ανέσεως και ύπνου| ή πάλιν εκ σατανικής και κακής ενεργείας Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2178· (ουσιαστικοπ.): γράψειν είχα και πλεότερα να πω διά τον φθόνον,| αμή σχολάζω τα πολλά, τα πάντα καταλείπω Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 41· απού την πείνα και ατυχιά οι πλιότεροι εποθάνα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4633. 2) α) Μεγαλύτερος: Όστις κοπιάσει πλιότερα λαμβάνει και πλιότερον μισθόν. Και ο κοπιάσας ολίγα και ολίγον μισθόν λήψεται Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι II 10· (με αφηρημένα ουσ.): Ο μύθος λέγει: πλιότερην έχουσιν αμαρτία| εκείνοι που παρακινούν τους άλλους σ’ ατυχία Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 14113· Είχεν πολλά χαρίσματα, πολλά ήτον αξιωμένος| και έπρεπέν του η τιμή ακόμη πλεοτέρα,| ότι εδούλευσεν καλά και αυτός τον βασιλέα Χρον. Τόκκων 2146· β) (στον υπερθ. βαθμό) πάρα πολύ μεγάλος: ’ς πλιότατη σκλαβιά με βάνει πάλι| τούτ’ η βοήθεια, π’ από σε γνωρίζω στη μεγάλη| χρείαν ετούτη που ’λαχε Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 37. 3) Πιο ισχυρός: παρά πάντας άνθρωπος πλεότερος λογάσαι; Αλεξ.2 1777. 4) Πιο φανερός: Είντα σημάδι πλιότερο θα δεις εις το κορμί μου| για να γνωρίσεις πως καλλιά σ’ έχω απού την ψυχή μου; Πανώρ. Β́ 277. Το ουδ. έναρθρ. ως επίρρ.: πιο πολύ, ως επί το πλείστον, κατά το μεγαλύτερο μέρος: Αν ου γερθείς εις το γοργόν να επάρεις τας ποδέας σου,| αυτάς τας κακοεντύλικτας, και επάρεις και υπαγαίνεις,| τώρα να ιδείς το πλεότερον το τι σε θέλω ποίσει Πουλολ. (Τσαβαρή)2 39· τον κόντον ηύραν λυπηρόν, θλιμμένος ήτον σφόδρα,| το μεν ήτον διά την θανήν του κόντου της Τσαμπάνιας,| το πλεότερον, ως έλεγεν, διά εκείνο το πασσάντζο,| όπου ούτως εσιάστησαν κι εδάρτε εσκανταλίστη Χρον. Μορ. P 186· τότε πάλιν άρχεται, μεγάλως εννοιαζέτον,| την νύκταν ότι εδιέβαινε το πλεότερον απάρτι Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 455· (συχνά ακολουθούμενο από το ουσ. μέρος): αυτοί ήσαν το πλεότερον μέρος αχαμνοί και απεθαμένοι Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 187v. Φρ. ανεβαίνω εις το πλεότερον = ανεβαίνω στο υψηλότερο σκαλί της ιεραρχίας: Εγύρισεν το ριζικόν του αφεντός του δούκα| να ανέβει εις το πλεότερον, την αφεντίαν να επάρει Χρον. Τόκκων 2018.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης