Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- πασσίζω,
- Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 34.
Από το πάσσω αναλογ. με ρ. σε ‑ίζω (βλ. Χατζιδ., Αθ. 29, 1917, 214). Η λ. στο Du Cange (λ. πασσίζειν), σε ιατροσόφια του 18. (Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 104) και 19. αι. (Οικονόμου, Δωδώνη 7, 1978, 275, Μητροφάνους, Ιατροσ. Μαχ. 131) και σήμ. ιδιωμ. (Χατζιδ., Αθ. 29, 1917, 214, Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ. 202).
Ρίχνω σκόνη από κάπ. υλικό πάνω σε κ., καλύπτω κ. με σκόνη, πασπαλίζω: Εις τα καταφαγωμένα ούλη ωφελεί να πάρεις κύπειρον και μαστίχην και ζάχαρη, να τα κάμεις ξήριον και να πασσίζεις τα δόντια Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 9· Να πασσίσεις αυτά τα βότανα τριμμένα: ηδύοσμον, γλυκάνισον, κύμινον … και να καταπλακώσεις το στομάχι Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 16.πελελός (ΙΙ)- ο.
[Από το ουσ. μπελελός (Χελδρ.-Μηλιαρ., Ονόμ. Φυτών 80· κατά Καραποτόσογλου, Κυπρ. Σπ. 46, 1982, 205-6, η λ. είναι σλαβ. προέλ., σχετ. με σερβοκροατικά blen, blin, βουλγ. blěn, τσεχικό blén, ρωσ. belena). Τ. αμπελολός σήμ. ιδιωμ. (Άμ., Ελλην. 7, 1934, 162).]
Το φυτό υοσκύαμος ο μέλας (Hyoscyamus niger), η δαιμονιαρέα (βλ. ά.): Έπαρε άσπρον πεπέρι, υοσκυάμου (ήγουν πελελού) σπόρον από δράμια οκτώ Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 67.πενίδι(ο)ν- το, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 63.
[Από το μεσν. λατ. penidium (βλ. Battaglia, λ. pennito, καθώς και λ. penìdio). Η λ. πενίδιον στο Du Cange και η λ. πενίδιν στο Du Cange, App. (πενίδιον).]
(Ιατρ.) παστίλια από κριθάλευρο και ζάχαρη για φαρμακευτική χρήση (βλ. Battaglia, λ. pennito, καθώς και λ. penìdio): Αντίδοτος διά φοινίκων ... Έπαρε ... πενίδια δράμια εικοσιπέντε, αμύγδαλα δράμια δεκαπέντε ... Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 64.πεντανεύρι(ον)- το· πεντανεύρι, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 3417‑18.
[Από το ουσ. πεντάνευρον και την κατάλ. ‑ι(ον) (βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 193). Τ. πεντενεύρι σήμ. σε ιδιώμ. της Κάτω Ιταλίας (Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., λ. πενdενεύρι, Rohlfs, Et. Wört., λ. πεντανεύριον). Ο τ. σε ιδιώμ. (Andr., Lex., λ. πεντάνευρον, Χελδρ.-Μηλιαρ., Ονόμ. Φυτών2 233) και στο ΑΛΝΕ.]
Ποώδες πολυετές φυτό με θεραπευτικές ιδιότητες, κοιν. αρνόγλωσσο: Έπαρε καστόριον, αφιόνι, ... σπόρον πεντανευρίου, ... κάμε χάπια ωσάν ρεβίθια Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 585. — Βλ. και πεντάνευρο(ν).πεπτικός,- επίθ.
[Η λ. στον Αριστοτέλη και σήμ.]
Χωνευτικός, που διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης: Αύτη η αντίδοτος ... είναι πεπτική (ήγουν χωνευτική) Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 535.περδικάκι- το.
[Από το ουσ. περδίκιον (απ. στο Θεόφραστο) και την κατάλ. ‑άκι. Η λ. στο Somav. (με διαφορ. σημασ.) και σήμ. (ΛΚΝ).]
Είδος ποώδους φυτού της οικογένειας των κνιδωδών (parietaria officinalis, parietaria judaica) με θεραπευτικές ιδιότητες (βλ. Γενναδ., Λεξ., λ. ελξίνη, Χελδρ.-Μηλιαρ., Ονόμ. Φυτών2 107, 233): Τα βότανα οπού χρειάζονται εις το κλυστήριον. Μολόχα, περδικάκι, βροντοθέρι, πίτυρα να τα βράσεις όλα, έπειτα να τα στραγγίσεις Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 7319. — Βλ. και περδικούλι.περισαρκίδα- η·
Από την πρόθ. περί και το ουσ. σάρκα ή σαρκίς (6‑7. αι., L‑S· πβ. κακοσαρκίδα)· πβ. επίθ. περίσαρκος ήδη στον Αριστοτέλη και ουσ. παρασαρκίδα (βλ. ά.) σε ιατρ. κώδ. του 19. αι. (Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 10420) και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., λ. παρασαρκίς) και λογοτ. (ΑΛΝΕ· βλ. και Tarabout, Valaor. 566).
(Μικρή) προεξοχή, εξόγκωμα στο δέρμα (πιθ. νεοπλασματικής μορφής· πβ. περισάρκωμα, LBG): αν έχει τραύμα η πληγή, βάλε αλοιφήν το καλούμενον βασιλικόν, διατί αυτό σέρνει και παστρεύει καλά την πληγήν· αμή αν έχει και περισαρκίδα, βάλε στυπτηρίαν ... κεκαυμένην και ολίγον γιάρι και πάσισέ το και ωφελείται Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 343. — Βλ. και παρασαρκίδα.πεσσός- ο, πεττός.
Το αρχ. ουσ. πεσσός. Ο τ. πεττός ήδη αρχ. Η λ. και σήμ. αρχιτ.
1) Κύβος, ζάρι (για τη χρ. της λ. ήδη από τον 4. αι. βλ. Κουκ., ΒΒΠ Α1 193)· φρ. ο πεττός γυρίζει (προκ. να δηλωθεί αλλαγή της τύχης): ο πεττός εγύρισε, της τύχης το τροχίλι,| και τους Ρωμαίους βασιλείς όλους εγκρέμνισέν τους,| τους Τούρκους δε και ασεβείς όντας και ύψωσέν τους. Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 804. 2) (Ιατρ.) υπόθετο (η σημασ. ήδη στον Ιπποκράτη, βλ. L‑S Suppl.): Διά την κράτησιν των καταμηνίων της γυναικός ... κάμε βαλάνους ωσάν κόκκαλον από κουρμάν ... Έπαρε θλάσπην, μαύρες σταφίδες και κριθάλευρον και κάμε πεσσούς ωσάν εκείνους οπού είπαμεν παραπάνω Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 57.πετροζάχαρη- η.
Από τα ουσ. πέτρα και ζάχαρη. Τ. πιτρουζάχαρ’ σήμ. ιδιωμ. (Τάσιος, Γλωσσ. Πολυγ.). (Πβ. λ. ζαχαρόπετρα στο Δημητράκ. και ΑΛΝΕ)
Κρυσταλλική ζάχαρη (;)· (εδώ ως συστατικό φαρμακευτικού παρασκευάσματος): άλευρον δράμια πενήντα, πετροζάχαρη δράμια εικοσιπέντε ... ζύμωσέ τα και κάμε χάπια Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 52.πετροσέλινον- το, Ιερακοσ. 3889, 38826, Ορνεοσ. αγρ. 5699, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 186, 193, 197, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 59, 65, 67, 71, 82.
Το μτγν. ουσ. πετροσέλινον. Η λ στον τ. πετροσέλινο και σήμ.
Μαϊντανός (βλ. και κοδιμέντο(ν) και μακεδονήσι): Αυτή (ενν. η κολοκύνθα) είναι ψυχρά και βλάπτει τους φλεγματικούς και αχαμνίζει τον στόμαχον, όθεν πρέπει να την τρώγεις με πιπέρι, σινάπι ή πετροσέλινον ή άλλο θερμόν χορτάριον Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 209· Έπαρε φύλλον ινδικόν, ..., πετροσέλινον, μακεδονήσιον, άνηθον Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 66· έκφρ. πετροσέλινον μακεδονικόν (ήδη μτγν.), βλ. μακεδονικός.πετροτόπι- το, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 46, 68.
Από τα ουσ. πέτρα και τόπος. Λ. πετρότοπος στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ.).
Πετρώδης τόπος, πετρότοπος: πότισον το ζουμί της καλαμίνθης ... και του δικτάμου (τούτο γίνεται εις τα πετροτόπια) ή αριστολοχίαν από ένα δράμι με νερόν ... Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 26.πήγανον- το, Σταφ., Ιατροσ. 8233, Ιερακοσ. 38629, 3878, 3887, 44310, 49619, Ορνεοσ. αγρ. 52110, 53817, 53827, 5452, Ιατροσ. κώδ. αρή· απήγανος ο, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 237, 240· πήγανος ο, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 229, 231, 241· απήγανον το — απήγανος ο, Περί διαίτης 4718, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 365, 479, 9113· πήγανον το — πήγανος ο, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 356, 4711, 5319, 5519, 6114, 6513, 7820, 863, 912, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 2920, 6418, 716.
Το αρχ. ουσ. πήγανον. Το αρσ. πήγανος (<πήγανον, με αλλαγή γένους) στο LBG και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. απήγανος). Ο τ. απήγανος (με προθετ. α-· κατά Χατζιδ., Αθ. ΚΔ́, 16, 27 το α- από παρετυμολ. συσχέτιση με την πρόθ. από-) στο Somav. και σήμ. Τ. πήανον στο Meursius (πίανον) και σήμ. κύπρ. (ΙΛ, λ. απήγανος). Τ. πήγανο και διαφ. άλλοι τ. σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. απήγανος)· τ. απήγανο και σήμ. (Κριαρ., Λεξ., λ. απήγανος). Η λ. και σήμ. στον Πόντο (Παπαδ. Α., Λεξ.).
Είδος φυτού της τάξης των ρυτωδών (rutaceae) (βλ. Γενναδ., Λεξ., λ. πήγανον): Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ιά 42· Το όμοιον κάμνει ο πήγανος και όλα τα άνθη οπού έχουσι κακήν μυρωδίαν … ότι ο βρώμος αυτών διώκει όλα τα ζωύφια οπού φθείρουσι τους καρπούς Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 141· (σε φαρμακευτικό παρασκεύασμα· η χρ. ήδη στον Ιπποκράτη): Φύλλα πηγάνου επίθες τῴ τόπῳ μετά πίσσης και όξους, και ιαθήσεται (ενν. ο κύων) Κυνοσ. 59523· έστω δε το ξηρίον πήγανον τετριμμένον ευ μάλα, και ξηρόν εμφύσα διά των μυκτήρων του ιέρακος Ιερακοσ. 42424· (εδώ σε μαγικές πράξεις· η χρ. ήδη στον Αριστοτέλη): Πηγάνου σπέρμα κρέμασον εις τα προσκέφαλα αυτού και ουκ εξυσπάται Ιατροσόφ. (Oikonomu) 3517· σπέρμα πηγάνου ενδήσας εις ράκος επίδησον εις τον βραχίονα και παύσεται (ενν. ο ενυπνιαζόμενος) Ιατροσόφ. (Oikonomu) 7015.πηκτός (I),- επίθ.· πηχτός, Χρον. Μορ. H 2168, Λίβ. (Lamb.) N 388.
Το αρχ. επίθ. πηκτός. Η λ. και ο τ. και σήμ.
α) Πυκνόρρευστος, παχύρρευστος: Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 238· β) (προκ. για χιόνι) πυκνός, αδιαπέραστος: όταν ήλθεν στο Σαβοέ τα όρη να περάσει,| το χιόνι ηύρεν δυνατόν, πολλά πηχτόν, εις άκρην,| όπου χωρίζει την Φραγκίαν απέ την Λουμπαρδίαν,| και ουκ ημπόρεσεν ποσώς ως διά να περάσει Χρον. Μορ. P 2168· γ) (μεταφ.) σταθερός, αμετακίνητος: Στεριοσύνη, τουτέστιν φερμέτσα ... ένι πηκτόν φέρμιασμαν εις έναν του πρεπόζιτον, αμμέ δεν πρέπει πάλε ο άνθρωπος να ένι τόσον φερμιασμένος εις το πρεπός του ότι ο άνθρωπος να ππέσει εις ... σκλερότητα Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 132· (σε ιδιάζ. χρ.): απάνου εις το κεφάλιν του να κείτεται είς όφις,| πλην και να περιπλέκεται τάχα την κεφαλήν του,| να έναι πηκτόν το στόμαν του εις το μέτωπον του ανθρώπου Λίβ. Esc. 394. Ο πληθ. ουδ. ως επίρρ.: Έμπλαστρον εις στενοχωρίαν πλευρίτου … ωσάν βράσει (ενν. το ζουμί) να γένει πηκτά (έκδ. πυκτά· διορθώσ.), έχε μαλλί άπλυτον ξεσμένον καλά και άπλωσέ το και ρίψε το ψωμί εκείνο το βρασμένον καλά Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 756.πικράδα- η, Χριστ. διδασκ. 30, Μαρκάδ. 470, 536, 768.
Από το επίθ. πικρός και την κατάλ. -άδα (Τωμ., Μνήμη Κουρμούλη 13, ΛΚΝ, στη λ.)· για το σχηματ. πβ. ουσ. γλυκάδα. Κατά Ανδρ., Λεξ. από ουσ. πίκρα και κατάλ. -άδα. Πβ. και ουσ. πικράς (όν. φυτού, L‑S) >πικράδα (LBG, Κοντομίχης, Λεξ. λευκ. ιδιώμ. 260) >πρικάδα (Andr., Lex., λ. πικράς, Kahane, Zeitschr. f. rom. Philol. 97, 1981, 134, Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ. 294, όπου και σημασ. της λ.). Τ. πρικάδα στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., λ. πρικύς, Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ. 294, Τσιτσέλη, Γλωσσάρ. Κεφαλλ. 300, όπου και ως όν. φυτού). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
α) Η ιδιότητα του πικρού, η πικρή (δυσάρεστη) γεύση: κι όσον το ’χεις στο στόμα σου (ενν. το μέλι) έχεις και την γλυκάδα,| κι ωσάν το εβγάλεις, παρευθύς έρχεται η πικράδα Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 996· Εις ... πικράδα του στόματος ωφελεί να πάρεις αψίνθιον Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 1421· (εδώ προκ. για το νερό της Νεκράς Θάλασσας, πβ. πικρίδα 1): πίσσα βρομώδης ρεύγεται απ’ αύτην την πικράδα| και βάλλουν εις τα κλήματα διά την αγουρίδα Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 975· β) (μεταφ.) λύπη, στενοχώρια, πικρία: Πάσα καιρόν στην βράστην κι εις την κρυάδαν| για σέναν μαρτυρίζομαι ο θλιμμένος| κι έχω γλύκαν την πάσα μου πικράδαν Κυπρ. ερωτ. 999· αφήνω λοιπόν τους Οβριούς νἂχουσι την πικράδα,| που ο Δήμος τους άφησε παίρνοντας την Μαρκάδα Μαρκάδ. 621.πικραμύγδαλο(ν)- το, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 168, 184, 231· πικρομύγδαλο(ν).
Από το επίθ. πικρός και το ουσ. αμύγδαλο(ν). Τ. πρικαμύγδαλον στο Du Cange. Τ πρικαμύγδαλο(ν) σε έγγρ. του 17. αι. (Κρ. συμβόλ. 123) και πρικαμύγδαλο σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ.), όπως και τ. πρικαμύd-dαλο (Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ.). Τ. πικροαμύγδαλο(ν) σε κώδ. του 18. αι. (Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 21 κριτ. υπ.), όπου και τ. πρικ(ρ)ομύγδαλο(ν) (αυτ. 25 κριτ. υπ.). Η λ. πικραμύγδαλον το 10. αι. (LBG) και πικραμύγδαλο σήμ.
Είδος αμυγδάλου με πικρή γεύση, ο καρπός της άγριας αμυγδαλιάς/πικραμυγδαλιάς: Διά την σπλήνα ... τα πικραμύγδαλα να τα τρώγει (ενν. ο άρρωστος) το ταχύ Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 2521-22· Διά την έλκωσιν των νεφρών ... τα πικρομύγδαλα να τα δίδεις με ζάχαρη Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 214‑5· Διά να μη μεθύσει όστις πιει πολύ κρασί. Φάγε νηστικός επτά πικραμύγδαλα ή πίε μισόν ποτήριον ελαιόλαδον ... Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 243.πινάκιον- το, Metrol.2 578, Ιστ. πολιτ. 4019-20· πινάκι(ο)(ν), Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 2910, 24· πινάκι, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 9124, Ολόκαλος 3149, Κρασοπ. (Eideneier) V 94, Λεξ. Μακεδ. 129, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1192, 3, Δωρ. Μον. (Βαλ.) 42, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 5017, 13910, 11, 1653, 5, 1993-4, 5, 2007, 8477, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιδ́ 8, 11, κϚ́ 23, Μάρκ. Ϛ́ 25, 28, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 51, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 251 δις· πινάκιν, Προδρ. (Eideneier) III 273-2 χφ P κριτ. υπ., IV 116, 381, 594 χφφ VPK κριτ. υπ., Σπανός (Eideneier) B 119, Μαχ. 2161, 43831, Metrol.2 881, 4, Λίβ. (Αγαπητός) παράρτ. 37v.
Το αρχ. ουσ. πινάκιον. Ο τ. πινάκι το 13. αι. (LBG, στη λ.), σε έγγρ. του 16. αι. (Έγγρ. Σύρου 124), στο Somav. και σήμ. (ΛΚΝ). Ο τ. πινάκιν σε έγγρ. του 12. αι. (Miklos.-Müller, Acta 6 245, LBG) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Σακ., Κυπρ. Β́ 733). Η λ. στον τ. πινάκιο και σήμ.
1) α) Πιάτο φαγητού (η σημασ. ήδη μτγν.): Έλα εσύ, νεότατε, ομπρός, πού ’σαι παιδάκι,| φάγε από τούτα τα φαγιά οπού ’ναι στο πινάκι Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. 1270· ο μικρολόγος είναι τέτοιος: ... όταν ο δούλος τσακίσει τσουκάλι ή πινάκι, να τον αναγκάζει να το πληρώνει και να το πιάνει εις την ρόγαν του Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 125· β) είδος αγγείου, τάσι (βλ. και Κουκ., Λαογρ. 5, 1915, 332): εκείνοι (ενν. οι ηγούμενοι) πάντα πίνουσιν το χιώτικον εις κόρον,| ημείς δε το βαρνεώτικον, το νεροκοπημένον,| εκείνοι πάντα το γλυκύ μετά των κουτρουβίων, ημείς (ενν. οι καλόγηροι) δε το νερούτσικον μετά του πινακίου Προδρ. (Eideneier) IV 398. 2) Μικρή σκάφη; (πβ. Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., Άμ., Χιακ. Χρον., λ. πινάκι) (πβ. πίνακας 2): να δου και να στιμάρου τα κατωγεγραμμένα πράματα … Και πρώτον: … μια τάβλα … και ’να πινάκι κυπαρισσέινο παλιό Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 81613· (εδώ προκ. για χρήση σε τελετή λεκανομαντείας): Ο Νεκτεναβός ηπήρεν το χαρτί της αστρονομίας και της λεκανομαντείας και εσέβην εις το κελίν το βασιλικόν και εγέμισεν το οστράκινον πινάκι νερόν και άνοιξε το βιβλίον του και είδεν εις εκείνο το νερόν τα δύο φουσσάτα, οπού έρχουνται να πολεμήσουν Διήγ. Αλ. F (Lolos) 9023. 3) Μονάδα μέτρησης· α) χωρητικότητας για δημητριακά ή γενικ. στερεά προϊόντα (Για το πράγμα βλ. Πετρόπ., ΕΛΑ 7, <1952>, 1953, 66, Bakk.-v. Gem. [Βαρούχ. σ. 842]): πινάκιον, ο εστί μεδίμνου το τέταρτον Metrol.2 13221· β) επιφάνειας αγρών με βάση την ποσότητα του απαιτούμενου για τη σπορά τους καρπού (βλ. και Παπαδάκης, Κρητολ. 4, 1977, 13-4, Πετρόπ., ΕΛΑ 7, <1952>, 1953, 66,): χωράφι πινακίων τριών Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 5012.πίνος- ο.
Το αρχ. ουσ. πίνος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Λάζαρης, Λευκαδ., Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. πίνε, Kahane, BZ 66, 1973, 23).
Λιπώδης βρομιά των ερίων: Διά τον σταφυλίτην ... Απέξω εις τον λαιμόν βάλε μαλλία με πίνον βρεγμένα εις λάδι· αν έχεις νερόν του τειαφίου του απύρου και βρέξεις απομέσα τον λαιμόν, ωφελεί Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 10.πιπέρι- το, Rechenb. 141, 2, 6, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 5115, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1568, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 215r πολλ., Πορτολ. A 2753, 4, Ιστ. Βλαχ. 23, 1278, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 168, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 29128-129, 575 νή 4, 7· πέπερ, Ιατροσ. κώδ. ͵αρζ́· πέπερι, Ιερακοσ. 4626, Ορνεοσ. αγρ. 5355, 11, 5707, 5726‑7, 27, Rechenb. 641 δις, 645, Περί διαίτης 41, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 64· πέπεριν, Ιερακοσ. 38425, , 38722, 3896, , 3903, , 3913, 4025, 31, 4126, 14, 41510, 41618, 29, 42622, 25, κ.α.· πεπέρι, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 12, 16, 36 δις, 53, 64 δις, 65, 67, 69· πεπέριν, Προδρ. (Eideneier) III 192, IV 212· γεν. εν. πεπέρεως, Ιερακοσ. 38419, 38512, 17, 38626, 38913, 39030, 4067 δις, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 71, 82 τρις· πιπέριν, Προδρ. (Eideneier) II 38 χφ H κριτ. υπ., III 115-1 χφφ PK κριτ. υπ., 192 χφφ GCPK κριτ. υπ., IV 212 χφ P κριτ. υπ., Ασσίζ. 23725, 48726, Gesprächb. 403, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 3721, 382, 414, 508, 576, 8915 κ.α., Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1577, 9, 10, 21717, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 15611, 12, 2167· γεν. εν. πεπέριδος, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 5211.
Το αρχ. ουσ. πέπερι (L‑S, TLG). Ο τ. πέπερ ήδη μτγν. (TLG). Ο τ. πεπέρι και σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. πιπέρι) (για μτγν. τ. ?πεπέρι παράλλ. του πέπερι βλ. TLG), όπως και τ. πεπέρ(ι) (Λάζαρης, Λευκαδ.). Ο τ. πεπέριν τον 9. αι. (TLG). Για γεν. εν. πεπέριδος ήδη τον 4. αι. π.Χ. και αιτιατ. πέπεριν (<αρσ. πέπερις) ήδη μτγν. βλ. L‑S, λ. πέπερι. Πληθ. πεπέρια τον 4. αι. μ.Χ. (L‑S). Γεν. εν. πιπέρεως ήδη μτγν. (βλ. L‑S, λ. πέπερι · για πιθ. πρωιμότερη εμφάνιση βλ. TLG) όπως και αιτιατ. εν. πίπεριν (L‑S Suppl., λ. πέπερι). Ο τ. πιπέριν ήδη μτγν. (PHI 7) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Σακ., Κυπρ. Β́ 734), όπως και τ. πιπέρι(ν) (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
1) Ο καρπός φυτών της οικογένειας των Piperaceae, με χρ. στη μαγειρική και τη φαρμακευτική· πιπέρι: αποκόπησαν τα καράβια της Ινδίας, οπού έφερναν τα αρωματικά, ήγουν, πιπέρια, γαρόφαλα, κανέλες και άλλα παρόμοια Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 428· α) ο καρπός του φυτού piper nigrum: α1) (με ή χωρίς τον προσδ. μαύρον/μέλαν) το μαυροπίπερο: Περί να μηδέν πέφτουν τα μαλλία. Πιπέρι τρώγε με το οξίδιν και με κρασίν Σταφ., Ιατροσ. 15427· Έπαρε φύλλον ινδικόν, ... οινάνθης ρίζαν, μαύρον πεπέρι ... Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 66· βάλε ... πέπερι μέλαν ... Ορνεοσ. αγρ. 5707· α2) (με τον προσδ. άσπρον/λευκόν) το λευκό πιπέρι: Έπαρε ... λιβάνι, άσπρον πεπέρι ... Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 66· πέπερι λευκόν κόκκους λ́ Ορνεοσ. αγρ. 5724· β) (με τον προσδ. μακρόν) ο καρπός του φυτού piper longum ή officinarum: Περί ιέρακος του δυσκόλως ακούοντος, όταν αυτόν κράζωσιν. Πέπεριν λευκόν και το μακρόν πέπεριν επίσης τρίψας, σήσον αυτά, και εσθιέτω αυτά εν τρισίν ημέραις μετά κρέατος χοιρείου. Και τότε της φωνής σου ακούων ελεύσεται προς σε καταπτάς Ιερακοσ. 40612. 2) Στην έκφρ. πιπέρι τζιτζιβέρεως = η πιπερόριζα: πλοιαρίων δε πληθύς εκείσε νυν προσρέει, (παραλ. 1 στ.), κομίζουσα αγώγια πλείστα των εδεσμάτων,| πιπέρι τζιτζιβέρεως και άλλων αρωμάτων Παϊσ., Ιστ. Σινά 2068. 3) (Πιθ.) το φυτό polygonum hydropiper (αρχ. υδροπέπερι· για τη χρ. της λ. βλ. TLG), κοιν. νεροπιπεριά: Περί προσώπων μελάνωσιν. Λαβών τους λίθους τους όντας εν τῳ πεπέρει και λειώσας ευτόνως και ενώσας μετά μέλιτος ακάπνου χρίε τον τόπον Ιατροσόφ. (Oikonomu) 6213. Η λ. ως τοπων.: Πορτολ. A 10013.πιπερόριζα- η· πεπερόριζα, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 5, 7, 10, 53, 64, 65, 66, 69, 70, 75, 76.
Από τα ουσ. πιπέρι και ρίζα. Ο τ. σε κείμ. του 19. αι. (Οικονόμου, Δωδώνη 7, 1978, 279). Η λ. σε κείμ. του 19. αι. (Οικονόμου, Δωδώνη 7, 1978, 252) και σήμ.
Το ρίζωμα του φυτού ζιγγίβερις η φαρμακευτική (zingiber officinale): ζιγγίβερ (ήγουν πεπερόριζαν) δράμια τρία Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 56· Κοινώς δε ποτίζομεν τους κεφαλικούς το ζουμί της ζιγγιβάρεως (ήγουν της πεπερόριζας), βρασμένην με άσπρον κρασί Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 3. — Βλ. και ζιγγίβερι, ζιγγίβερις, πιπέρι (σημασ. 2).πίτυρον- το· πίτερον, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 199, 232· πίτυρο(ν), Σταφ., Ιατροσ. 8218, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 30, 73, 74.
Το αρχ. ουσ. πίτυρον. Πληθ. πίτερα στο Meursius. Ο τ. πίτερον και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Σακ., Κυπρ. Β́ 736). Ο τ. πίτυρο, καθώς και τ. πίτερο και πίτουρο και σήμ.
Ο φλοιός αλεσμένων δημητριακών: Κυνοσ. 5929, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 27· είναι μερικά σιτάρια εύμορφα έξωθεν και έσωθεν κούφια και κάμνουν πολύν πίτερον Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 196· βράσε πίτερα με νερόν και με τον χυλόν εκείνον γαργάριζε τον λαιμόν συχνάκις Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 227.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 34.