Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Νείλ., Λόγ. Νικοδ.

  • αποκαθιστώ,
    Νείλ., Λόγ. Νικοδ. 158, Hist. imp. Á́ 57, Ιερακοσ. 39418, 4455, 45313, 49022, Διγ. Τρ. 1242, Διγ. A 1830, Χρον. Μορ. H 1242, 1442, 1857, 2017, 2098, 2459, 4334, 4343, 7037, 7756, Χρον. Μορ. P 6484, Φλώρ. 417, Πανάρ. 633, Χρον. Μον. K 66, Λίβ. Sc. 678, 1249, 2258, 3214, Λίβ. Esc. 1781, 2355, 4118, Λίβ. N 1578, 3059, 3796, 3809, Βησσ., Επιστ. Á́ 23l5, Δούκ. 183l3, Σφρ., Χρον. μ. 4218, Ψευδο-Σφρ. 31617, Σοφιαν., Παιδαγ. 95· ’ποκαθιστώ, Λίβ. Esc. 4361.
    Η λ. ως διαφορετική γρ. στον Αριστοτέλη (L‑S)- και σήμ. από τη λόγ. παράδοση.
    I. Eνεργ. 1) Επαναφέρω στην προηγούμενη κατάσταση, θέση, τόπο, κλπ. (Πβ. L‑S, λ. αποκαθίστημι II): είτα πτερῴ υπάλειφε τον οφθαλμόν και αποκαταστήσεις αυτόν εν ολίγαις ημέραις υγιή Ιερακοσ. 39418· όμως ουν Θεού ευδοκήσαντος, εκείνον μεν καλώς αποκατέστησα εις το κάστρον αυτού Σφρ., Χρον. μ. 4218· τῳ εδάφει των Πατρών αυτούς απεκατέστησε Χρον. Μον. K 66 (πβ. Ηπειρ. (Βόνν.) 21220 και Hist. imp. Á́ 57. Βλ. και αποβγάνω 4α, αποδίδω 1). 2) (Προκ. για χρήματα) επιστρέφω, εξοφλώ (Πβ. τη μτγν. σημασ., L‑S λ., αποκαθίστημι Ι2): Άλλοι δε πάλιν δάνειον ώσπερ απ’ αυτού λαμβάνοντες, μετά καιρόν δε τινά αποκαθιστώντες, το ειληφόμενον έφερον «άρον» λέγοντες «ο από σού ειλήφαμεν, πάτερ» Νείλ., Λόγ. Νικοδ. 158. 3) Φέρνω κάποιον σε νέα κατάσταση (συνήθως δυσάρεστη) (Πβ. Θεοφ., Χρον., De Boor, 25010): Κακείνος τον έτερον των αδελφών φονεύσας και την ηγεμονίαν άχρι του νυν αδίκως παραλαβών,| εμέ φυγάδα και μέχρι του νυν εν χερσί Ρωμαίων έγκλειστον αποκαταστήσας Δούκ. 18313· έπειτα δε τους ορφανούς αλλοτρίους των ιδίων κτημάτων αποκαθιστά Ηπειρ. (Βόνν.) 2197. 4) α) Εγκαθιστώ: έδε και τα με εχάρισεν η μοίρα μου εμένα| και πώς με απεκατέστησεν εις το ξενοδοχείον Λίβ. Sc. 2258 βλ. και απηθώνω γ· β) τακτοποιώ, ρυθμίζω: απεκατέστησεν μισίρ Ντζεφρές εκείνος| τα πάντα όλα πράγματα Φραγκών τε και Ρωμαίων Χρον. Μορ. H 2098· και τότε η ευγενειά σας όλοι αντάμα θέλετε αποκαταστήσει τις να απομείνη και τι να έχει ο καθείς Βησσ., Επιστ. Á́ 2315 βλ. και αγαθύνω 3, ανορθώνω Α1, απαρτίζω 1, αποκατασταίνω· Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 832· γ) ικανοποιώ: όσον αποκατέστησεν τες όρεξές τους όλες,| έπνιξεν κι εθανάτωσεν το αφεντόπουλόν του Χρον. Μορ. H 1242. Βλ. και αδειάζω 5, αναπαύω Α1ς, αναπληρώνω Α2β, απαντώ 8. 5) Εκτελώ, πραγματοποιώ: Όλα γάρ τα καμώματα κι οι πράξες οι μεγάλες| εσύ τα εσυμβούλεψες κι αποκατέστησές τες Χρον. Μορ. H 1857. Βλ. και αναπληρώνω Α4. 6) (Προκ. για συμφωνία) συνάπτω, συνομολογώ: κι όσον αποκατέστησαν τες συμφωνίες εκείνες,| εγγράφως τες εποίκασιν κι ομόσασιν εις αύτες Χρον. Μορ. H 4334. II. Μέσ. 1) α) Επανέρχομαι στην προηγούμενη κατάσταση, θέση, κλπ. (Πβ. L‑S, λ. αποκαθίστημι II 1): επίθες τῳ ποδί του ιέρακος σμύρναν ... και απόλυσον αυτόν εν οικήματι και αποκατασταθήσεται Ιερακοσ. 49022· και πάλιν απεκατέστη εις το σκαμνίν ο Καλοϊωάννης ο Κομνηνός Πανάρ. 633· β) γίνομαι: απεκατέστην βασιλεύς μετά της Μελανθίας Λίβ. N 3796· θέλουσιν αποκατασταθεί φρόνιμοι και γενναίοι Σοφιαν., Παιδαγ. 95· ουκ ήξευρα το τις ειμί, νεκρός αποκατέστην Λίβ. N 1578. Βλ. και απογίνομαι I 2γ, αποδίδω 6γ, αποκαταντώ. 2) (Προκ. για όνειρο) πραγματοποιούμαι, επαληθεύομαι: και ήρξατο, εφηγήσατο το όνειρον της κόρης| και πάλιν πώς το έδιάκρινεν και πώς απεκατέστην Λίβ. Esc. 4118. Βλ. και αποβγαίνω 7, αληθεύω 3, αληθινεύω.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης