Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- ανανήφω,
- Μιχ. ιερομ. (Merc.) Δούκ. (Grecu) 1255, Εις Θεοτ. 72.
Η λ. στον Αριστοτέλη.
Έρχομαι στη συναίσθηση του εαυτού μου (Η σημασ. και στον Αριστοτέλη): οψέποτε ανανήψας εκ του κάρους της μέθης Δούκ. 1255.ανομία- η, Μιχ. ιερομ. (Merc.) 14, 29, Ασσίζ. (Σάθ.) 201, 8618, 11424-5, 15619, 1635, 1871, 1901, 2948, 36530, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 5574, Διγ. (Mavr.) Gr. V 247, Διγ. (Καλ.) Esc. 109, 1394, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 34, 1746, 1817, Διγ. (Καλ.) A 469, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1245, Φλώρ. (Κριαρ.) 248, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 243, 308, Αρμούρ. (Κυριακ.) 171, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) ΙΙΙ 36, V 4, 11, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 524, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2294, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32230, 37235· ανομιά, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 76, Φλώρ. (Κριαρ.) 1746, Ανακάλ. (Κριαρ.) 62, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) Ι 2, Γεωργηλ., Θαν. (Legr.) 579, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 244β 5.
Το αρχ. ουσ. ανομία. Η λ. και σήμ. και σε δημ. τραγ. (ΙΛ).
1) α) Παρανομία, παράνομη πράξη, αδίκημα (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. 1): Περί του κλέπτη τον να πιάσουν εις την ανομίαν Ασσίζ. 1901. Τα παιδία οπού γεννηθούν απ’ εκείνους τους γάμους ου λογίζονται νόμιμοι παίδες, αλλά ανομίας υιούς Ελλην. νόμ. 5574· πβ. αμαρτία 4· β) ευθύνη για την παρανομία, ενοχή: επεσαύτην ανομίαν είχεν εκείνος οπού τον εποίκεν να το ποίσουν, ωσάν εκείνον οπού το εποίκεν Ασσίζ. 8618. Πβ. αμαρτία 1γ. 2) Αμαρτία, αμάρτημα (Η σημασ. ήδη μτγν., Lampe, Lex. στη λ. 1 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): φύγετ’ εκ την παράδεισον, ως θέλ’ η ανομιά σας Χούμνου, Π.Δ. Ι 2· στο γένος των χριστιανών πολλά ’ναι θυμωμένος (ενν. ο Θεός), στην ανομιά ντως την πολλή, στα κρίματα τα τόσα Π. Ν. Διαθ. φ. 244β 5· να συγχωρηθούν απ’ εκείνην την ανομίαν και απ’ εκείνον το παράπτωμαν διά του επισκόπου της χώρας Ασσίζ. 11424. 3) Αδικία (Πβ. ΙΛ στη λ. 1): Θεέ μου, πώς απόμεινες την τόσην ανομίαν,| οι Τούρκοι να κερδίσουσι την πόλιν την ολβίαν; Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 308· Λοιπόν οποίος σε έσφαξεν, στον Άδην έστειλέ σε; (παράλ. 1 στ.) πώς έπαθες, μακρόθυμε, τούτην την ανομίαν; Διγ. A 469· την δε μορφήν σου ου βλέπομεν, έδε ανομία μεγάλη Διγ. Esc. 109. —Συνών.: αμαρτία 3β. 4) Ατυχία, αναποδιά, κακή σύμπτωση: και αν ουδέν τον εύρομεν εκεί, έδε ανομία μεγάλη Διγ. Esc. 1394· απεδά το μεσονύκτιον επέρασαν της νύκτας| και αυτοί ουκ εκοιμήθησαν· έδε ανομία μεγάλη Πόλ. Τρωάδ. 76. —Συνών.: αμαρτία 3γ.ανώδυνος,- επίθ., Μιχ. ιερομ. (Merc.) 38, Στ. Αδάμ (Merc. S. G.) 117, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 544, Λίβ. (Μαυρ.) P 1417, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1765, Λίβ. (Lamb.) Esc. 313, Λίβ. (Lamb.) N 452, Ιμπ. (Legr.) 47, 364, Σκλάβ. (Μπουμπ.) 270.
Το αρχ. επίθ. ανώδυνος. Το ουδ. ως ουσ. σε γλωσσάρ. (Σάθ., ΜΒ Ϛ΄ σ. λβ΄)· πβ. και ΙΛ, λ. ανώδυνο.
α) Που δεν προκαλεί οδύνη· που δε σχετίζεται με μέριμνες· ευχάριστος: Χαράν ...ανώδυνον Ιμπ. 47· ανώδυνον ζωή Στ. Αδάμ 117· ημέρας ανωδύνους Λίβ. N 452· β) (προκ. για άνθρωπο) αμέριμνος: ζούσασιν ανώδυνοι διχώς προσώπου ιδρώτι Σκλάβ. 270. Βλ. και ανέγνοιαστος.αποπληρώ,- Μιχ. ιερομ. 27, Μανασσ., Χρον. 5721, Καλλίμ. 2311, 2317, Διγ. Gr. IV 647, Διήγ. παιδ. 384· αποπλερώ, Πεντ. Γέν. IV 3, XVI 3, Δευτ. XV 1.
Το αρχ. αποπληρόω.
1) α) Εκπληρώνω, παρέχω (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S, λ. αποπληρόω I2): πάσαν θεραπείαν, προστάσσω σας, σπουδάζετε να την αποπληρείτε Καλλίμ. 2311· β) καθιστώ κάτι πλήρες, ολοκληρώνω, περατώνω (Πβ. τη σημασ. στον Αριστοτέλη, L‑S, λ. αποπληρόω I2): και του πολέμου πέρας τε ο παις αποπληρώσας ως νικητής υπόστρεφε Διγ. Gr. ΙV 647 (βλ. και αναπληρώνω A3, ανασώνω 2α). 2) Εξυπηρετώ, εκτελώ (Η χρ. και η σημασ. μτγν., L‑S, λ. αποπληρόω III και Preisigke-Kiessling, λ. αποπληρόω 1): Ακόμη και οι τρίχες μου χρείαν αποπληρούσιν μεγάλην Διήγ. παιδ. 384 (βλ. και αναπληρώνω Α4, αποκυρώνω, αποπληρώνω 2α). 3) (Απρόσ.) (προκ. για χρονικό διάστημα) περνώ, συμπληρώνω (Η χρ. και η σημασ. μτγν., L‑S, λ. αποπληρόω II): Και ήτον αποπλερεί (έκδ. από πλερεί) μέρες και έφερεν ο Κάιν από καρπό της ηγής κανίσκι του Κύριου Πεντ. Γέν. IV 3· αποπλερεί (έκδ. από πλερεί) δέκα χρόνια του κάτσει ο Αβράμ εις την ηγή του Κεναάν Πεντ. Γέν. XVI 3.απταίστως,- επίρρ., Γλυκά, Στ. 439, Μιχ. ιερομ. (Παπαδ.-Κερ., BZ 20, 1911) 24.
Το αρχ. επίρρ. απταίστως.
Χωρίς φταίξιμο: Όσον απταίστως έπαθες, όσον αδίκως πάσχεις, | τοσούτον πολλαπλάσιος απόκειται μισθός σοι Γλυκά, Στ. 439. — Βλ. και αντίδικα Β, άπιστα 2.αρκώ,- Βίος Ευθυμ. πατριάρχ. 157, Σπαν. A 34, 434, Σπαν. B 518, Σπαν. V 28, Κομν., Διδασκ. Δ 264, 401, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 36, 368, Μιχ. ιερομ. 18, Λόγ. παρηγ. L 693, Προδρ. I 65, 117, II Η 26η, Προδρ., Κατομυομ. 333, Μανασσ., Αρίστ. I γ΄ 44, Καλλίμ. 1386, 1654, 1836, Ιερακοσ. 3992, 48414, 4907, 4977, Κυνοσ. 59424, Ορνεοσ. αγρ. 5462, Διγ. Gr. ΙΙ 6, IV 491 (έκδ. ηρκέσθη· Τσοπ., Ελλην. 17,1962, 85, προτ. ηρέσθη ή ηράσθη· βλ. και Eideneier Ν., Ελλην. 23, 1970, 309), Διγ. Z 538, 2102, Χρον. Μορ. H 2582, 4116, Χρον. Μορ. P 4159, Εξήγ. πέτρ. 276, Διήγ. παιδ. 263, 357, 815, 981, Διήγ. Βελ. (Cant.) 68, Βίος οσ. Αθαν. 244, Λίβ. P 206, 1554, 1691, 2091, Λίβ. Esc. 450 (κριτ. υπ.), Λίβ. N 1566, 2100, 2706, Φυσιολ. B 1119, Βησσ., Επιστ. 3511, Δούκ. 18128, 1971, 3473, Ριμ. Βελ. 114, 672, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 659, Αιτωλ., Μύθ. 5715, 1072, Ιστ. πολιτ. 699, Διακρούσ. 1002.
Το αρχ. αρκέω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Είμαι αρκετός, είμαι επαρκής, επαρκώ (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. αρκέω III 1 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): τα γονικά σου πράγματα και η οικοσκευή σου | αρκούν τας θυγατέρας σου να τας εξωπροικίσεις Προδρ. I 65· σώνει ο κόπος ο πολύς, αρκεί η παίδευσή σου Διακρούσ. 1002· βλ. και αποσώνω A3· β) (απρόσ.) είναι αρκετό, φτάνει (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. αρκέω III 5 και σήμ., ΙΛ, στη λ. 1): αρκεί· το λοιπόν βαίνε μη περαιτέρω· ήδη βλέπω γαρ άγγελον ταχυδρόμον Προδρ., Κατομυομ. 333· πάλε ουδέν σε άρκησε να έλθεις εις εμένα (παραλ. 1 στ.), αλλά ήλθες στον αφέντη μου … να επάρεις το βασίλειόν του Χρον. Μορ. H 4116. Βλ. και ακανητός Β απρόσ., αυταρκώ, σώνω. 2) (Μέσ.) μένω ικανοποιημένος, αρκούμαι (σε κ.) (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. αρκέω IV και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): το πλήθος ουκ ηρκήθηκεν εις την βουλήν εκείνη Ριμ. Βελ. 672· Ο μύθος λέγει: οι πτωχοί πρέπει τους να αρκούνται, | ότι οι άρχοντες πολλά τα κίνδυνα φοβούνται Αιτωλ., Μύθ. 5715· Επαίνει πάντα το καλόν, πλην μη αρκεσθείς εν τούτῳ Σπαν. (Λάμπρ.) Va 368· πυκνότερον διήρχοντο (ενν. συγγενείς βασιλέων) του οίκου μου πλησίον, | αλλ’ ουδενί το σύνολον ηρκέσθη ο πατήρ μου Διγ. Gr. IV 491.άτοπος,- επίθ., Μιχ. ιερομ. 2, Μανασσ., Χρον. 5383, Πωρικ. Απ. 16, Πωρικ. V 19921, Ασσίζ. 320, Βίος οσ. Αθαν. 241, Εις Θεοτ. 66, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 828, Λίμπον. 227.
Το αρχ. επίθ. άτοπος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Απρεπής, ανάρμοστος (Πβ. L‑S στη λ. 3. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Ώ! πώς αγνώμων γέγονα και δόλιος οικέτης| φενακισθείς, απατηθείς υφ’ ηδονών ατόπων Μιχ. ιερομ. 2. Βλ. και ανόρεκτος 2, άπρεπος 1, άσχημος 2γ, άτακτος 2, ατόπιος. Το ουδ. ως ουσ., τα άτοπα = παράνομες πράξεις: Περί τείντα εντέχεται να ποίσει ο εμπαλής, και ταύτα αξιάζει η βοήθειά του, και τείντα εντέχεται να ζημιωθεί, όταν πιάσει τα άτοπα Ασσίζ. 320.αυτάρκεια- η, Μιχ. ιερομ. III 29, Δούκ. 26130, Παϊσ., Ιστ. Σινά 269.
Το αρχ. ουσ. αυτάρκεια. Η λ. και σήμ. ως λόγ. (Δημητράκ.).
1) (Εν. και πληθ.) τα απαραίτητα τρόφιμα (Πβ. Bauer, Wört., στη λ. 1): ευλόγησον την τράπεζαν ημών των οικετών σου| και πάσαν την αυτάρκειαν χορήγει καθ’ εκάστην Μιχ. ιερομ. ΙΙΙ 29· σκοπήσας καιρόν απέκλεισε το πολίχνιον και παρακαθίσας αυτῴ μήνας τρεις, από της υστερήσεως των αυταρκειών παρεδόθη Δούκ. 26130. 2) Επάρκεια: βλέπουν τα φορτώματα ομού μετά τους Μόρους,| πλήθος οσπρίων σίτου τε, πάντα εν αυταρκεία Παϊσ., Ιστ. Σινά 269.βάσανος- η, Μιχ. ιερομ. 6, Περί ξεν. A 349, Εις Θεοτ. 38, Διγ. O 1086.
Το αρχ. ουσ. βάσανος. (Βλ. και ΙΛ, λ. βάσανο).
α) Βασανιστήριο, τιμωρία (Πβ. L‑S στη λ. III2. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βάσανο 1): κόλασιν αιώνιον και τας φρικτάς βασάνους Διγ. O 1086· βλ. και βάσανο(ν) 1· β) πόνος, ταλαιπωρία (Πβ. Bauer, Wört. στη λ. 1. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βάσανο 2): ου θάνατος, ου βάσανος, ουδέ στενοχωρία Εις Θεοτ. 38.βουνός- ο, Μιχ. ιερομ. II 17, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 80, Καλλίμ. 79, 80, 83, 100, 104, 856, 1267, Διγ. (Trapp) Gr. 151, 657, Ωροσκ. 4431, Βίος Αλ. 5197, Διήγ. πόλ. Θεοδ. 11, Λεξ. I 141, II 72, Φυσιολ. 36423, Χρον. σουλτ. 497 (έκδ. βωμό· διόρθ. Ανδρ., Ελλην. 26, 1973, 127-8).
Το αρχ. ουσ. βουνός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βουνό).
Βουνό (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. 1 και σήμ., ΙΛ, λ. βουνό): ην ο βουνός υπερνεφής, ανάβασιν ουκ είχεν Καλλίμ. 80· Και όρος μέντοι ο βουνός Λεξ. I 141. — Βλ. και βουνό(ν).βυθίζω,- Γλυκά, Αναγ. 33, Μιχ. ιερομ. 12, Προδρ., Σεβ. 145, Βέλθ. 633, Χρον. Μορ. P 4171, Φυσιολ. (Legr.) 505, Φυσιολ. 35213, Βεν. 56, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 219, Χούμνου, Π.Δ. VIII 94, X 26, Σκλάβ. 42, 226, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 4, 17, Ρίμ. θαν. 48, 64, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 430, Παλαμήδ., Βοηβ. 1275, Βελλερ., Επιστ. 54, Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 252, Διγ. O 2136, 2870, Τζάνε, Κρ. πόλ. 44923· βουθίζω, Ρίμ. θαν. 135.
Το αρχ. βυθίζω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Α´ Ενεργ. 1) α) Ρίχνω στο βυθό, καταποντίζω κ. ή κάπ. (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Ο Διγενής μιαν κονταριά του Λέανδρου χαρίζει,| στον ποταμό με τ’ άλογο αντάμα τον βυθίζει Διγ. O 2870· βλ. και βουλιάζω Α1· β) φρ. βυθίζω κάπ. στον Άδη = φονεύω: όπου κουρσάρη ηύρισκεν στον Άδη τον βυθίζει Διγ. O 2136· βλ. και αίμα(ν) 6 φρ., απολλαίνω, αποξηραίνω, αποσκοτώνω, αποστερώ 1 φρ., βλάπτω Α3, θανατώνω, καταλύω· γ) βυθίζω κάπ. εις λογισμόν = ρίχνω κάπ. σε σκέψεις, σε φροντίδες (Πβ. ΙΛ στη λ. 2): διαπάς απή μ’ εβύθισε εις λογισμόν μεγάλο Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 17. 2) α) Καταστρέφω (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. III): να σε δώσει συμμαχίαν και δύναμιν φουσσάτου| να τον βυθίσεις παντελώς και να τον ακληρήσεις Χρον. Μορ. P 4171· βλ. και αναλύω Α2, άνεμος 4 φρ. (δ), αποτελειώνω Α2, ασυστατώ, αχρειώ 2, βλάπτω Α2, βουλιάζω Α2, ξεσκίζω· β) καταστρέφομαι (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. III): Το δάκρυον το αστάλακτον ο βοΐσμός κλαμάτου| εφαίνετο εβύθιζεν η σφαίρωσις του Κρόνου| να κλαί’ η μάννα το παιδί και το παιδί την μάνναν Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 219. Βλ. και αποδέρω 1β, απώλεια 1β φρ., γκρεμνίζω, τσακίζω, χαλώ. Β´ Μέσ. 1) Πέφτω σε λήθαργο, κοιμούμαι, ναρκώνομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): ανεντρανίζω και θωρώ τον Νώε βυθισμένον,| οπού τον είχεν το κρασίν πολλά σφικτά δεμένον Βεν. 56. Βλ. και αφυπνώ 2. 2) Γκρεμίζομαι, καταποντίζομαι: και οι θεοί και είδωλα όλοι να κρεμνιστούσι| και όσοι αυτάνα σέβουνται μ’ αυτούς να βυθιστούσι Χούμνου, Π.Δ. VIII 94· και φοβούμενος να μη βυθιστώ εις τα έγκατα του θαλασσικού θηρός Βελλερ., Επιστ. 54. Βλ. και βουλώ Β1.δόλιος (I),- επίθ., Μιχ. ιερομ. 1, Μακρεμβ., Υσμ. 2707, Διγ. (Trapp) Gr. 219, Ερμον. Ψ 303, Συναξ. γαδ. 114, 364, Περί ξεν. A 424, Αχιλλ. N 1790, Χρον. Τόκκων 2700, Φυσιολ. (Legr.) 519, Φυσιολ. 3517, Θρ. Κων/π. B 104, Θρ. Κων/π. διάλ. 110, Δούκ. 16111, Πικατ. 469, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 456, 505, 712, Κώδ. Χρονογρ. 602, Ιστ. πολιτ. 546, Ερωφ. Δ́́ 200.
Το αρχ. επίθ. δόλιος. Η λ. και σήμ. ως λόγ. (Δημητράκ.).
Πανούργος (Η σημασ. αρχ., L‑S και σήμ., ως λόγ. Δημητράκ.): ην τις ανήρ … την πράξιν πανούργος και δόλιος Δούκ. 16111.δρακοντώδης,- επίθ., Μιχ. ιερομ. 22, Καλλίμ. 670, 1225.
Το αρχ. επίθ. δρακοντώδης.
1) Που ανήκει σε δράκοντα: να φθάσουν εις τα σύνορα του δρακοντώδους κάστρου Καλλίμ. 1225. 2) (Μεταφ.) άγριος, άσχημος (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 2): αι δρακοντώδεις δ’ ηδοναί παθών των πολυπλόκων Μιχ. ιερομ. 22.έργον- το, Κομν., Διδασκ. Δ 330, Μανασσ., Χρον. 1008, 2051, Ασσίζ. 24327 (πληθ. έργατα), 33223, 33519, Ελλην. νόμ. 55918, Διγ. Z 1168, 2688, 4093, Ακ. Σπαν. (Eideneier) Α 196, Β 23, Ωροσκ. 4412, Χρον. Μορ. H 8417, 8682, Χρον. Μορ. P 3953, Αχιλλ. N 125, Ιμπ. 382, Μαχ. 31619 (πληθ. έργατα), 4804 (πληθ. έργατα), Δούκ. 15911, Σφρ., Χρον. μ. 8035, Θησ. (Foll.) I 94, Θησ. Γ΄ [16], Θ΄ [754], I΄ [295], Γεωργηλ., Βελ. 204, Συναξ. γυν. 8, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15823, Κορων., Μπούας 36, 61, 150, Βεντράμ., Φιλ. 2 (πληθ. έργατα), Αχέλ. 382, 1649, Κυπρ. ερωτ. 15114, Πανώρ. Γ΄ 76, Παλαμήδ., Βοηβ. 206, Βίος αγ. Νικ. 244, Ιστ. Βλαχ. 1929, Διγ. Άνδρ. 38327, 38623, Ερωτόκρ. Γ΄ 807, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [183] (πληθ. έργατα), Λεηλ. Παροικ. 666, Τζάνε, Κρ. πόλ. 34218· έργος (το), Σουμμ., Ρεμπελ. 162.
Το αρχ. ουσ. έργον. Για τον πληθ. έργατα βλ. Hatzid., Glotta 3, 1912, 221, καθώς και Κονομή, Κρ. Χρ. 7, 1953, 151. Ο τ. έργος σε πολλά ιδιώμ. (Andr., Lex.). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.) καθώς και σε ποικίλους τ. σε ιδιώμ. (Andr., Lex. και Pern., Ét. linguist. Γ́ 402).
1) α) Έργο, δουλειά (Η σημασ. και σήμ.): δόκιμος εφάνηκα εις της μαγειάς το έργον Λίβ. P 1914· το κάλλος εμαραίνετον της θαυμαστής της κόρης| ω συμφορά και θέαμα και ασωτίας έργον Διγ. (Trapp) Esc. 178· φρ. μαχαίρας ή σπάθης έργον γίνομαι = σφάζομαι: Σεβήρου δε του Λίβυος επαναστάντος τούτῳ| μαχαίρας έργον γίνεται και κακιγκάκως θνήσκει Μανασσ., Χρον. 2260· εφθάρησαν χριστιανοί ρμ΄ οι μεν έργον σπάθης γενόμενοι Πανάρ. 7731· β) ενέργεια, πράξη (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 6): διά τα κακά τους έργατα τον θάνατον εδώσαν Δεφ., Σωσ. 272· πόσα καλά, πόσα κακά, με τά ’ργατά σου δίδεις Θησ. Δ΄ [802]· με τα έργα πάσχουσιν ανθρώπους ν’ αφανίσουν Αιτωλ., Μύθ. 12632· έργα νυκτός αποπληρώ μη θέλων ανανήψαι,| εξ ηδονών εις ηδονάς συχνάκις μεταβαίνουν Μιχ. ιερομ. 27· γ) πράξη· πραγματικότητα: Ευθύς ο λόγος έγινεν έργον κατά την ώραν Ιστ. Βλαχ. 667· Εδώ λοιπό ακαρτέρει την και μ’ έργον θες γνωρίσει| ό,τι κι αν σοὔπα Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1181]. 2) Έργο (τεχνικό, καλλιτεχνικό ή συγγραφικό ): με όπλα παντοία και παρασκευάς τας μεγίστας και τα μηχανικότατα έργα εσράπαξαν κατά τάξιν Καναν. 72 D· αργυρών τε και χυμευτών, έργων αξιεπαίνων Διγ. (Trapp) Gr. 1853· επί των έργων των χρυσών είχε λυχνίτας λίθους Διγ. (Trapp) Gr. 1179· το έργο μου κάμποσο ’ς μάκρος είναι Θησ. Πρόλ. [148]. 3) Δημιούργημα: δεν δύνουνται ν’ αντισταθούν τους Γενουβήσους τους κακούς χριστιανούς, τα έργα του διαβόλου και δεν θέλου να κιντυνεύσουν διά λλόγου του Μαχ. 52836· εδώ ’ναι το πρεπόμενον άνθρωπος να κοιτάξει| και του Θεού τα έργα δε πολλά να τα θαυμάξει Παλαμήδ., Βοηβ. 644. 4) Εκδήλωση: Αυτός της αποκρίθηκεν με της χαράς το έργον Αχέλ. 2452. 5) Υπηρεσία: Τον Ιωάννην έστειλεν Καρδόνας με κατέργων| τεσσάρων την συντροφιά διά να δώσει έργον Αχέλ. 845· ουκ ήθελε στον πόλεμον τότε να δώσει έργον Αχέλ. 280. 6) Έκφρ. γάμος δι’ έργου = γάμος όχι νόμιμος: λέγομεν ότι ο τοιούτος γάμος εγεγόνει δι’ έργου και ουχ ως δικαίου Ελλην. νόμ. 53427.ευφραίνω,- Σπαν. (Ζώρ.) V 33, Μιχ. ιερομ. 19, Προδρ. 1266, Κρασοπ. 85, Καλλίμ. (Lambr.) 1248, Διγ. (Trapp) Gr. 944, Διγ. Z 2757, Βέλθ. 1328, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 875, Περί ξεν. A 490, Απολλών. 777, 840, Αχιλλ. N 1464, Ιμπ. 285, 883, Ιμπ. (Legr.) 1037 (μτχ. ευφραινόντες), Χρον. Τόκκων 561, Δούκ. 13118, Σφρ., Χρον. μ. 13021-22, Θησ. Γ΄ [153], Ζήνου, Βατραχ. 123, Ιστ. πατρ. 1696-7, Αρσ., Κόπ. διατρ. [731], Διγ. Άνδρ. 38620, 40418, Μεταξά, Επιστ. 47, Βελλερ., Επιστ. 54, Συναδ., Χρον. 65, Ροδολ. Ε΄ 19· ’φραίνω, Σπαν. O 206, Ιμπ. (Legr.) 320, Πανώρ. Δ΄ 434, Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 344, Διγ. O 1271, 1291.
Το αρχ. ευφραίνω. Η μτχ. ευφραινόντες από μετρ. αν. Ο τ. ’φραίνομαι και σήμ. σε ιδιώμ. (Andr., Lex.). Η λ. στη μέση φωνή και σήμ. ως λόγ. και στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. εφραίνομαι και Πρωίας Λεξ.).
I. Ενεργ. Α´ (Μτβ.) προκαλώ ευφροσύνη, χαρά σε κάπ.: Τόσην ηδονήν εύμορφην είχεν εκείνο το περιβόλιον, ότι ηύφρανεν τον Ακρίτην και την ποθητήν του Διγ. Άνδρ. 39821· τα λόγια ετούτα τα γλυκιά οπού γροικού τ’ αφτιά μου| τα σωθικά μου φραίνουσι και γιαίνου την καρδιά μου Πανώρ. Ε΄ 318· θυσίαν ποίησε σύντομα, τους θεούς να ευφράνεις Πόλ. Τρωάδ. 276. Β´ (Αμτβ.) ευχαριστιέμαι, χαίρομαι: μόλις είδον πίνακα ζωμόν έχοντα πλείστον (παραλ. 1 στ.) και δράξας εις τας χείρας μου ηύφρανε η καρδιά μου Προδρ. I 266· πολλά τον περιχαίρουνται (ενν. τον Ιμπέριον) σκιρτώντες, ευφραινόντες,| ευτρεπισμένοι άπαντες και αναγαλλιώντες Ιμπ. (Legr.) 1037. II. Μέσ. 1) Ευχαριστιέμαι, χαίρομαι: Έπειτα σταίνουν τράπεζα για να ευωχηθούσι,| αντάμα με τον Διγενή όλοι να ευφρανθούσι Διγ. O 1702· Ημείς και ζώντος σού πατρός του τρις μεμισημένου| μεγάλην λύπην έσχομεν, αυτού δε τεθνηκότος| ηυφράνθημεν τα μέγιστα Βίος Αλ. 2547· Ποιος νους είν’ τόσα ολημερνίς τα πάθη φορτωμένος (παραλ. 2 στ.) να μη ʼφραθεί κι αυτός πολλά, γλυκιά να μη γελάσει Πανώρ. Δ΄ 434. 2) (Προκ. για ερωτική απόλαυση): την νύκταν ως ευφραίνετο (ενν. ο τύραννος) μετά της θυγατρός του Απολλών. 355.ζάλη- η, Μανασσ., Χρον. 3446, Καλλίμ. 1017, 2128, Χρον. Μορ. H 1537, 2726, 7216, 7768, Μαχ. 17031, Ch. pop. 105, Ιμπ. (Legr.) 860, Αχέλ. 2483, Χρον. σουλτ. 12116, Πανώρ. Β΄ 246, Ερωφ. Β΄ 184, Γ΄ 223, Ερωτόκρ. Α' 349, 953, 1140, Β΄ 2161, 2397, Γ΄ 549, 1554, Θυσ.2 29, 583, Στάθ. (Martini) Β΄ 58, 314, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [192], Ε΄ [1535], Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 248, Ζήν. Α΄ 297, Β΄ 31, 43, Λεηλ. Παροικ. 46, Διγ. O 284, 2609, Τζάνε, Κρ. πόλ. 24718, 51315, κ.π.α.
Το αρχ. ουσ. ζάλη. Η λ. και σήμ.
1) Τρικυμία, θύελλα: εγίνην ζάλη και ήρτα να πνιγούσιν Μαχ. 6213· (μεταφ.): κατέλιπεν εν μέσῳ με της ζάλης των πταισμάτων Μιχ. ιερομ. 9· οι ενάρετοι εν τῃ του βίου ζάλῃ Γλυκά, Αναγ. 397. 2) α) Ζάλη, σκοτοδίνη· λιγοθυμιά (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): εδά ’χω ζάλες σκοτεινές και δεν κατέχω πού ’μαι Ερωτόκρ. Γ΄ 966· εζαλίσθην ζάλην μεγάλην Διήγ. Αλ. V 23· Το πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι| ογιά να με συφέρει από τη ζάλη Βοσκοπ. 42· β) βύθισμα, λήθαργος: ήστεκα κι εκαμάρωνα του ύπνου σου τη ζάλη Θυσ.2 421· οψές ελέγαν οι γιατροί κι είχε θανάτου ζάλη Ερωτόκρ. Δ΄ 1480· γ) αδιαθεσία: αλήθεια εις την θάλασσαν ήλθε μου ολίγη ζάλη Δαρκές, Προσκυν. 14· Αφού γαρ αναστάθηκεν ο δούκας ο δεσπότης| από την ζάλην την πολλήν, τήν είχεν το κορμίν του Χρον. Τόκκων 3441. 3) Σύγχυση, αναστάτωση, στενοχώρια (Η σημασ. και σήμ.): τόση παιδωμή και τόση ζάλη| του δίδεις απ’ αφήνει (ενν. ο Δίας) το θρονί του Ερωφ. Α΄ 603· να δώσου ζάλη του οχθρού να φεύγει απάνω κάτω Ερωτόκρ. Δ΄ 978· με περίσσια ζάλη| τούτα τα λόγια η γλώσσα μου τα πρικαμένα λάλει Ερωφ. Α΄ 281· Δεν έχει έγνοια για φαητό κι η ζάλη τον ταΐζει Ερωτόκρ. Δ΄ 1435· με βάνου ’ς λογισμό και σε περίσσα ζάλη Ερωτόκρ. Δ΄ 1319· Τ’όνειρο αυτό σου δίδει ζάλη; Ερωτόκρ. Δ΄ 131· τες γυναίκες ηύρηκε κακό πολύ και ζάλη Τζάνε, Κρ. πόλ. 3848.καρποφόρος,- επίθ., Μιχ. ιερομ. 17, Γράμματα Μετεώρ. 865‑6, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1988.
Το αρχ. επίθ. καρποφόρος.
α) Εύφορος, γόνιμος: κατέχοντες γην καρποφόρον μάλλον Βίος Αλ. 1517· πλουτεί και ποίκιλα φυτά κι αμπέλους καρποφόρους Παϊσ., Ιστ. Σινά 1692· β) γεμάτος καρπούς: Δεν ανεβάζω πλιο παιδί στο καρποφόρ’ αμάξι Χίκα, Επίγρ. 17.λάρυγξ ‑γας- ο, Προδρ. IV 183, Έκθ. χρον. 6027, Τζάνε, Κατάν. 23· λάρυξ, Προδρ. III 419f.
Το αρχ. ουσ. λάρυγξ. Η λ. και σήμ. ως λάρυγγας.
α) Λαρύγγι: Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1248]· β) φάρυγγας: Μιχ. ιερομ. III 8.οικτίρμων,- επίθ., Μιχ. ιερομ. 36· οικτίριμων.
Το αρχ. επίθ. οικτίρμων.
Φιλεύσπλαχνος: οικτίριμων πολλά, πράττεις τας τιμάς Sprachlehre 143· (συν. για το Θεό) πολυεύσπλαχνος, ελεήμων: να κλαύσουν και να λυπηθούν (ενν. τα ματάκια) ώστε που ν’ αποκάμουν| προς τον οικτίρμονα Θεόν να την ελευθερώσει (ενν. την Κρήτη) Διακρούσ. 1145· ελθέ (ενν. δέσποτα φιλάνθρωπε) εις την βοήθειαν ημών των δεομένων| και τα ελέη σου ημίν θαυμάστωσον, οικτίρμων Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1842. — Πβ. και ά. φίλοικτος.ολέθριος,- επίθ., Διγ. (Trapp) Gr. 215, 3224, Διγ. Z 3894, Ερμον. Ω 306, Καναν. 64Β, Επιστ. Μουρ. Β′ 58Β, Χίκα, Μονωδ. 98.
Το αρχ. επίθ. ολέθριος. Η λ. και σήμ.
α) Ολέθριος, καταστροφικός: Ερμον. Η 22, Διγ. Z 4246, Notizb. 82· (σε επανάληψη, επιτ.): την ολκάδα της ψυχής επόντωσα βιαίως| ολέθριον ολέθριον κακόν γεγενημένην Μιχ. ιερομ. 20· β) θανάσιμος, θανατηφόρος: παρά ατίμως ζήσαι| ῃρετήσω τον θάνατον και σφαγήν ολεθρίαν Διγ. Z 429· ολιγοί μέλλουν στραφήναι| εις τας χώρας τας ιδίας,| άμφω γαρ εκ του θανάτου| κι εκ της ολεθρίας μάχης Ερμον. Η 229· (με δοτ.): ταχείς μέν άλλοι (ενν. ιέρακες) προς θήραν, περιστεραίς μάλιστα και φάσσαις ολέθριοι Ιερακοσ. 34523· έστι δέ λίαν επαχθές και βλαβερόν τῳ ζώῳ και ολέθριον το τοιούτον εφεύρεμα Ιερακοσ. 35131. Το ουδ. ως ουσ. = πράξη κακή και απεχθής: ακόμη το ολέθριον και το κακόν τό κάμνεις, (ενν. χοίρε),| κανένα ζώον ...| ουκ εισηκούστηκε ποτέ το κρέας του να φάγει·| κι εσύ αν εύρεις μοχθηρόν και ένι ψοφισμένον (παραλ. 1 στ.), εκεί στέκεις και τρώγεις το Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 440.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Μιχ. ιερομ. (Merc.) Δούκ. (Grecu) 1255, Εις Θεοτ. 72.