Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 68 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ

  • περιδιαβάζω,
    Καλλίμ. 1156, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. Παράρτ. Β́ 616, Χρον. Μορ. P 2495, Φλώρ. 319, 1468, Σαχλ. N 370, Σαχλ., Αφήγ. 44, 97, Λίβ. Sc. μετά στ. 2047, Θησ. Δ́ [125], Έ [314], Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 83, Αλεξ.2 431, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 154v, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 855‑6, 871, 13533, Ιστ. Βλαχ. 1169, 2137, Σουμμ., Ρεμπελ. 190, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 631, 933, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [579], Διγ. O 80, 84, 2401, Κονταρ., Ιστ. Αθ. 409.
    Από το παραδιαβάζω με επίδρ. της πρόθ. περί. Η λ. στο Βλάχ., στον Κατσαΐτ., Θυ. Έ 714 και σήμ.
    Ά Αμτβ. 1) Κάνω περίπατο, σερ(γ)ιανίζω: πηγαίνοντας συχνά η νία στο περιβόλι,| πολλές φορές με συντροφία, και πότε μοναχή της.| Εκεί περιδιαβάζοντας, όλο με τα τραγούδια,|πολλές φορές τα μάτια της, εσήκωνε και θώριε| προς το παρεθυρόπουλον Θησ. Γ́ [283την επαρακάλεσε (ενν. του βασιλέως τη θυγατέρα ο μισσέρ Τζεντεφρές) να έβγει έξω εις το κάστρον,| να περιδιαβάσει και να ιδεί τον τόπον,| και να αναπαυθεί ολίγας ημέρας από την ζάλην| της θαλάσσης, και τότε να μισεύσει Δωρ. Μον. XXV. 2) Διασκεδάζω: Όσοι με βλέπουν λέγουσιν ότι περιδιαβάζω| και ’γω με πίκρες, με χολές, την νιότη μου διαβάζω Ch. pop. 559· Δεν ήρθα επά να τραγουδώ και να περιδιαβάζω,| μα ’ρθα θεριά να πολεμώ, άντρες να δικιμάζω| και να ματώνω το σπαθίν εις των οχθρών τα στήθη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1281. 3) Περιηγούμαι: αφόντις ήλθεν (ενν. ο άγιος Γεράσιμος Νοταράς) από τους Αγίους Τόπους της Ιερουσαλήμ, και όθεν επεριδιάβασε από τα μέρη της Ανατολής και Ευρώπης, ..., έμεινεν εις αυτόν τον τόπον Ιερόθ. Αββ. 334. 4) Αναμετριέμαι, αγωνίζομαι: ας γένη ρέντα των πεζών και των καβαλλαρίων, (παραλ. 2 στ.) ... και ας δώσουν κονταρέας·| και αφού περιδιαβάσουσιν ομπρός οι εδικοί σου,| εγώ να ειπώ τον Λίβιστρον και συ τον Βερδερίχον| του να καβαλλικεύσωσι να δώσουν κονταρέας Λίβ. N 2863. Β́ Μτβ. 1) α) Κάνω βόλτα σε κάπ. τόπο, σερ(γ)ιανίζω κάπου: Εις τον καιρόν, οπού ετούτη επεριδιάβαζε το θέατρον με τον Αλμπάζαρ (...) με ετήραξε εις το πρόσωπον με ένα γλυκύ βλέμμα Καλόανδρ. (Δανέζης) 51 (16vβ) πηγαίνω κάπ. βόλτα κάπου, συνοδεύω κάπ. σε κάπ. τόπο: Την επεριδιάβασα τριγύρου του θεάτρου Καλόανδρ. (Δανέζης) (18rγ) (προκ. για βοσκό) οδηγώ το κοπάδι (σε κατάλληλο τόπο) για να βοσκήσει: ο ιδιώτης βοσκός πρέπει να βόσκει το μανδρί οπού του εμπιστεύθη, να το περιδιαβάζει, να το φυλάγει και να το κυβερνά Χριστ. διδασκ. 394. 2) Διασκεδάζω κάπ.: Πανώρια, θυγατέρα μου, ...| (παραλ. 1 στ.) εις τα βουνά δεν πρέπει πλιο κι εις δάση να γυρίζεις,| να μη θωρείς τσι λυγερές, ...| ..., να μη τσι συντροφιάζεις| κι εις τό μπορείς κιαμιά φορά να τσι περιδιαβάζεις Πανώρ. Αφ. 6. 3) Περνώ από κάπου, διέρχομαι: ήλθαμεν εις την Ληβαθόν, και επεριδιαβάσαμεν τους τόπους και τες γκρεμισμένες εκκλησίες Ιερόθ. Αββ. 335. 4) (Μεταφ.) α) βιώνω: Κι όποιος χαρές κι ανάπαυσες θε να περιδιαβάσει,| κόπους και κίνδυνα ομπροστά πρέπει να δοκιμάσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [909]· β) ζω, περνώ για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε κάποιο χώρο: Αέρας δεν ευρίσκεται ’ς τση Κόλασης τα μέρη,| για να περιδιαβάσετε τάχα το καλοκαίρι,| περβόλια με τσι μυρωδιές εις τση πικράς τη χλώρη (παραλ. 2 στ.) αντίς σγουρούς βασιλικούς σκουλήκια φυτεμένα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 597. — Βλ. και παραδιαβάζω.
       
  • περιδιάβασις ‑ση
    η, Διγ. A 293, Χρον. Μορ. P 8295, Θησ. Γ́ [87], Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2931, Πηγά, Χρυσοπ. 197 (20), Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 857‑8, 18, 22, 878, Hagia Sophia f 60211‑12, Πανώρ. Πρόλ. 14, Γ́ 225, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 62, Β́ 46, Γ́ 118, Δ́ 10, Πιστ. βοσκ. III 3, 135, Αγαπ., Βίος Ιωάσ. = Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 11636, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 136, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 12, Σουμμ., Παστ. φίδ. Yπόθ. [29], Ά [52], Έ [1511], Φορτουν. (Vinc.) Ά 3, Γ́ 296, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 26.
    Από το περιδιαβάζω και την κατάλ. ‑σις/‑ση ή από το παραδιάβασις ‑ση με επίδρ. της πρόθ. περί. Η λ. περιδιάβασις στο Du Cange, App. altera, στο Κουμαν., Συναγ. ν. λέξ. και σε έγγρ. του 16. αι (Μέρτζιος, Προσφ. Κυριακ. 478)· βλ. και LBG. Η λ. περιδιάβαση στον Κατσαΐτ., Θυ. Έ 408, 695, Κλ. Γ́ 336 και σήμ.
    1) Περίπατος, σερ(γ)ιάνι: εις όποια τσ’ ήθελε φανεί τση χώρας άλλα μέρη| να ’βγει (ενν. η Ερωφίλη) για περιδιάβαση, δεν ήθελε άλλο χέρι| στη στράτα να τηνε κρατεί, μονάχας το δικό μου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 158· αφού απογευθείς ή δειπνήσεις, ... μην υπάγεις να κοιμηθείς ..., αλλά ύπαγε εις περιδιάβασιν ή α δεν σου βολεί να έβγεις από τον οίκον σου, σολατσάριζε ολίγην ώραν Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 182· το πήρε (ενν. το παιδί) η νένα του μες στη δική τση αγκάλη| να πάει για περιδιάβαση κάτω στο περιγιάλι Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 532. 2) Γλέντι, γιορτή, ξεφάντωση (πβ. ξεφάντωσις ‑ση 1α): Τ’ άρματα ... μπορείς να βγάλεις τώρα,| γιατί μαλιές δε γίνουνται στην εδική μας χώρα·| γάμοι και περιδιάβασες, ξεφάντωσες και σκόλες| γίνουνται ’ς τούτους τσ’ όμορφους τόπους τσι μέρες όλες Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 161· Περιλαμπάνει και φιλεί και δεν τονε χορταίνει| το φίλο του τον ακριβό ...| Λογιάσετε πόσες χαρές ήσαν την ώρα εκείνη| και πόση περιδιάβαση σ’ όλη τη χώρα εγίνη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 1458· τ’ όνομα αυτουνού, που το μισάς ατή σου| (παραλ. 1 στ.) δεν θες να τόχεις μετά σε, στες περιδιαβασές σου,| ούτε σε μέρος να θωρεί, εις τες ξεφαντωσές σου Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1243]. 3) α) Ευχαρίστηση, ψυχαγωγία: αφήτε άλλα βιβλία ψευδή τε και μάταια, ..., οπού ούτε την ψυχήν ωφελούσιν ούτε το σώμα σας, και μόνον ετούτο αναγνώθετε διά περιδιάβασιν και διά την υγείαν του σώματος Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 132· β) χαρά, αγαλλίαση: ο νους μου ο φοβιζάμενος, γρικώντας τ’ όνομά σου (ενν. Κασσάνδρα μου ακριβή),| να διώξει την τρομάρα μου, κι από ’δεπά με πλήσο| δρόσος και περιδιάβαση σπίτι μας να γυρίσω; Κατζ. Ά 12. 4) Eρωτικό παιχνίδι: για να μη μπορούσινε πλιο να τση τονε πάρου, (παραλ. 1 στ.) ... μ’ έκαμε ... έναν όμορφο περβόλι να ’ρδινιάσω,| για να μπορεί ... εισέ χαρά μεγάλη| με πλήσες περιδιάβασες τσ’ αγάπης, στην αγκάλη την εδική τση πάντα τση χωσμένο να τον έχει Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 54· (μεταφ. προκ. για τόπο εξαιρετικά ωραίο και ειδυλλιακό που ευνοεί την εκδήλωση έντονης ερωτικής επιθυμίας, πόθου): παντοτινή παράδεισος (ενν. τούτοι οι τόποι) πάσα λογής αθρώπου,| ξεκούραση του λογισμού κι ανάπαψη του κόπου·| του πόθου περιδιάβαση, τσ’ αγάπης περιβόλι, τω κορασώ ξεφάντωση και τω νεράιδω σκόλη Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 77. 5) Αντικείμενο χλευασμού, περίγελος: Τέτοιες ήτον οι εντροπές και ζάλες των Εβραίων,| οπούτον περιδιάβασις και γέλια των Ρωμαίων Μαρκάδ. 618. Φρ. 1) (Ε)παίρνω περιδιάβαση = (α) περπατώ για διασκέδαση ή αναψυχή, κάνω βόλτα: στο περβόλι ηθέλησεν εκείνη την ημέρα| να πάρει περιδιάβαση τ’ αφέντη η θυγατέρα| κι ορέγετο να συντηρά τα δεντρικά που ανθούσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1842· (β) δοκιμάζω κάπ. ευχαρίστηση, απολαμβάνω: να δείτε και τσι γάμους της πριχού διαβεί το βράδι·| χαρά και περιδιάβαση να πάρετε μεγάλη Πανώρ. Πρόλ. 79· ελόγιαζα να μην ψηφώ μηδ’ άλλους μηδέ τούτο| και μόνο περιδιάβαση να παίρνω στο λαγούτο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 950· ας μου ήτον μπορετόν, μαζί με τον Μυρτίνον,| χαρές και περιδιάβασες να ’παιρνα μετ’ εκείνον Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά 708. 2) Πιάνω περιδιάβαση = γλεντώ, δοκιμάζω κάπ. απόλαυση (πβ. ξεφάντωσις ‑ση Φρ. 2): στέκει ο Ρινάλδος σε χαρές από ταχύ ως το βράδυ| και τον αθό τση νιότης του δεν του πονεί πως χάνει| σε πλήσες περιδιάβασες οπού όλη μέρα πιάνει Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 4· Τσ’ έγνοιες τυχαίνει ’ς μια μερά ν’ αφήσει όποιος λογιάσει| σε τούτο τ’ ομορφότατο περβόλι να περάσει| και να ’ρδινιάσει την καρδιά να πιάνει απού τη χέρα| του πόθου περιδιάβασες περίσσες κάθα μέρα Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 30. — Βλ. και παραδιάβασις ‑ση.
       
  • περνώ,
    Ασσίζ. 4554, Διγ. (Trapp) Gr. 3053, Διγ. A 2783, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1263, Βέλθ. 1064, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 442, Χρον. Μορ. H 322, Χρον. Μορ. P 59, Φλώρ. 32, Απολλών. (Κεχ.) 384, Λίβ. P 1904, Λίβ. Sc. 1851, Λίβ. Esc. 3005, Λίβ. N 2577, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 373, Αχιλλ. L 21, Φαλιέρ., Ιστ.2 374, Byz. Kleinchron. Á 50938, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 95, Αλεξ.2 145, Απόκοπ.2 98, Κορων., Μπούας 12, Γεωργηλ., Θαν. 409, Πεντ. Γέν. XXXII 23, Πορτολ. A 516, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 468, Αχέλ. 259, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 59, Ιστ. πατρ. 9510, Πτωχολ. (Κεχ.) P 63, Κυπρ. ερωτ. 8630, Πανώρ. Ά 131, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 149, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 182, Κατζ. Ά 150, Βοσκοπ.2 305, Παλαμήδ., Βοηβ. 59, Ιστ. Βλαχ. 1092, Σουμμ., Ρεμπελ. 160, Διγ. Άνδρ. 31611, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 103, Στάθ. (Martini) Ά 187, Διαθ. 17. αι. 3314, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 167339, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [428], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 423, Φορτουν. (Vinc.) Ά 179, Ροδινός (Βαλ.) 218, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 72, Διγ. O 782, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2327, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ζ́ 13, Hagia Sophia ω 5164, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 6911, κ.π.α.· απερνώ, Σπαν. (Ζώρ.) V 602, Διγ. Z 2384, Διγ. A 2425, Χρον. Μορ. H 409, Χρον. Μορ. P 46, Θρ. Κων/π. B 58, Θησ. (Foll.) Ι 19, Θησ. Β́ [252], Ch. pop. 469, Αλεξ.2 542, Κορων., Μπούας 51, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 67r, Πεντ. Γέν. XL 47, Πορτολ. A 3212, Αχέλ. 1686, Χρον. σουλτ. 2626, Παϊσ., Ιστ. Σινά 363, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 12310, Δωρ. Μον. XXXVI, Παλαμήδ., Βοηβ. 799, Ιστ. Βλαχ. 75, Σουμμ., Ρεμπελ. 190, Διγ. Άνδρ. 40038, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 13324, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 90102, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [58], Ροδινός (Βαλ.) 84, Πτωχολ. B 126, Διγ. O 2815, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ιϚ́ 1, κ.π.α.· απερώ, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Υπόθ. ΙΓ́· επερώ, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1068· περώ, Ασσίζ. 31230, Βίος Αλ. 4812, Ιστ. Ηπείρ. XVIII5, XL4, Δούκ. 358, 6515, 8922, 11117 κ.π.α., Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΆ [474], Νομοκ. 38517· αόρ. επήρασε, Διήγ. ωραιότ. 931· μτχ. ενεστ. (άκλ.) περνών, Παρασπ., Βάρν. C 316· μτχ. απεραζόμενος, Τριβ., Ρε 14· περαζόμενος, Χούμνου, Κοσμογ. [1687], Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 524, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 183, 383, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 19, Έ 1357, Φορτουν. (Vinc.) Ά 349, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 37126· μτχ. αορ. (άκλ.) απεράσοντας, Πορτολ. B 1120, Χρον. σουλτ. 6211· περάσαντα, Ιστ. πατρ. 10515· περάσοντα, Ιστ. πατρ. 1409· περάσοντας, Κορων., Μπούας 6, Εκλογής χειρόγρ. 24522, Χρον. σουλτ. 3411, 30, 5231, 625, 11831-32, 11910, 1263, 13921, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 10938, 1131, Δωρ. Μον. XVIII, Διαθ. 17. αι. 357, 224, 1140, 194, Διήγ. πανωφ. 56, 57, 59· μτχ. παρκ. απερασμένος, Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 23, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 354v, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΒ́ [135], Χρον. σουλτ. 14019, Σουμμ., Ρεμπελ. 176, 184, 192, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 65r, Σουμμ., Παστ. φίδ. Υπόθ. 4, Ά [260], Έ [708], Ροδινός (Βαλ.) 91, 142, 146, 161, 216, 229, Διακρούσ. 1189, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πέτρ. Καθ. Επ. Ά δ́ 3, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 4616· περασμένος, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 12, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 324, Μαχ. 23, Θησ. Δ́ [416], Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2191, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 356, Αχέλ. 19, Χρον. σουλτ. 1047, Πανώρ. Ά 255, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 396, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 21, Φαλλίδ. (Παναγ.) 158, Παλαμήδ., Βοηβ. Εισαγ. 11, Ιστ. Βλαχ. 56, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 539, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 1127, Διαθ. 17. αι. 46, Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 406, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [375], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 422, Φορτουν. (Vinc.) Ά 12, Λεηλ. Παροικ. 513, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3641, Τζάνε, Φιλον. 58314, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Ά ζ́ 36, κ.α.
    Από τον αόρ. του αρχ. περάω (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 292). Ο τ. απερνώ στο Βλάχ., σε έγγρ. του 18. αι. (Σερεμέτης, Ηπειρωτική Εστία 19, 1970, 292, 432 434, 435) και σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Β́ 9, Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., στη λ.), όπως και τ. απερνάω (Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ.). Ο τ. περώ και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. περνώ, όπου και τ. περού και απερού). Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Ά 53, λ. απιρνάου, Πασχαλούδης, Τερπν. Νιγριτ., λ. απιρνάου ‑ώ, Χριστοδούλου, Κουζιαν., λ. πιρνώ/απιρνώ). Η υποτ. αορ. επεράσω σε έγγρ. του 18. αι. (Σερεμέτης, Ηπειρωτική Εστία 19, 1970, 292, 299). Η μτχ. περαζόμενος (για το σχηματ. βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά, 13, 17) σε έγγρ. του 16. αι. (Μανούσ., Κρ. Χρ. 22, 1970, 295)· μτχ. περαζούμενος στο Somav. λ. απερασμένος και σήμ. ιδιωμ. (Ψάλτ., Θρακικά 35, 82). Η μτχ. περάσοντα το 14. αι. (Χρυσόβ. του 1364, 85) και σήμ. ως επίρρ. στο τσακών. ιδίωμα (Κωστ., Λεξ. τσακων.)· μτχ. περάσοττα σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Πρακτ. Β′ Κυπρ. Σ 3, 256). Η μτχ. περάσοντας σε έγγρ. του 17. αι. (Παπαδάκη, Θησαυρ. 19, 1982, 145), το 18. αι (Στεφανόπ., Βιβλ. Στεφανοπ. 75, 76, 99) και σήμ. ιδιωμ. (Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ.). Η μτχ. απερασμένος στο Βλάχ., σε έγγρ. του 18. αι. (Σερεμέτης, Ηπειρωτική Εστία 19, 1970, 37, 433, 434, 435) και σήμ. ιδιωμ. (Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ.· πβ. και Μιχαλαριά-Βογιατζή, Λεξ. Σύμης, λ. απερασμένες). Η μτχ. περασμένος στο Βλάχ. και σήμ. H λ. τον 8-9. αι. (TLG· για πιθ. παλαιότ. μνείες βλ. αυτ. και Jannaris, Hist. Gramm. 272) στο Βλάχ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) α) Διαβαίνω, διασχίζω ένα μέρος (και πηγαίνω σε άλλο): Και πάραυθα εσέβησαν εις την Τρανσυλβανίαν,| κι έτσι την επεράσασιν κι ήβγασιν στην Ουγγρίαν Παλαμήδ., Βοηβ. 1080· με την βοήθειαν του Θεού, την τρίτην την ημέραν| επέρασεν (ενν. ο Σερμπάνος) τα σύνορα κι ευρέθη από πέραν Ιστ. Βλαχ. 162· Αφού δε αποστάθηκαν (ενν. ο Μερκούριος και οι συντρόφοι του) εκ τον κομμόν που ’ποίκαν| την γέφυραν απέρασαν και εις την χώραν μπήκαν Κορων., Μπούας 62· (προκ. για θάλασσα ή ποτάμι): Και να περάσομεν ομού την θάλασσαν τήν βλέπεις,| να πάμε στην Ανατολήν, εις τον καλόν τον τόπον Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 82· Είναι δε το γένος τούτο των Τατάρων μαθημένοι να περνούσι με τα άλογά τως καβαλάροι τα μεγάλα ποτάμια κολυμβώντες Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 423· β) διέρχομαι, περνώ από ένα μέρος/σημείο: Εγώ πολλές χώρες και κάστρη είδα και επέρασα, και είδα γραφές πολλές και ανέγνωσα εις ετούτον τον κόσμον Διγ. Άνδρ. 33633· και μικράν θύραν επεράς την κεφαλήν κυρτῴαν Παϊσ., Ιστ. Σινά 1068. 2) Διαπερνώ (με αιχμηρό όργανο), διατρυπώ κάπ. ή κ.: Και ηβλέποντας ο Σαούλ ότι οι εχθροί εσίμωναν να τον πιάσουν, βάνει το κοντάρι του και ακουμπάγει το εις ένα δένδρον και το ξίφος το βάνει εις την κοιλίαν του και αμπώνει το και απέρασέ τον έως την ράχην Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 192r· ένας άνθρωπος των αρμάτων ... είδεν τον υιόν του Τακκά ... και με το σπαθίν επέρασέν τον απέ την μίαν μερίαν ως την άλλην και απόθανεν Μαχ. 6629· (σε μεταφ.): και την καρδίαν μου δεινή επέρασε ρομφαία Θρ. Θεοτ. 64· (μεταφ., προκ. για  το κρύο): Και όταν είναι ψύχρα μεγάλη, μη δουλεύεις πολλά, διατί το κρύος ευρίσκει τότε τους πόρους ανοικτούς, όταν είσαι ιδρωμένος, και σε περνά ευκολότατα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 176. 3) Οδηγώ/μεταφέρω κάπ. κάπου· (συν. στην απέναντι όχθη/ακτή): Βάρκες ορθώθησαν λοιπόν δώδεκα για να πιάσουν/ την νύκτα την ερχόμενη τσ’ ανθρώπους να περάσουν Αχέλ. 889· Ο δε Σελήμ ... έδραμεν ευθύς κάτω εις το ποτάμι, και έβαλε τους τουφεξήδες μέσα εις κάποιες μικρές βάρκες και τους επέρνα εις την πέραν μεράν του ποταμού Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 423· το πλοίον διεσκόρπισεν, επνίγησαν οι πάντες,| μόνον ο Απολλώνιος μέσα εις μικρόν σανίδιν| το κύμαν τον επέρασεν της Τρίπολης τα μέρη Απολλών. 139. 4) α) Μετακινώ κάπ./κ. σε σχέση με (μέσα από, πάνω από κ.τ.ό.) κ. άλλο· (σε μαγικές πράξεις): περούσι τα παιδία των από στόμα λύκου, τάχα διά να ζήσουν Νομοκ. 38518· Μη ευρεθεί εις εσέν απερνάει τον υιό του και τη θεγατέρα του εις την ιστιά, μαντεύγει μαντειές ... Πεντ. Δευτ. XVIII 10· β) (εδώ) σουρώνω: έπαρε νερόν από περιστερών, τούτο το χόρτον, οπού το λέγουν φράγκικα μπέρμπενα, από πήγανον, από χελιδόνιον, τριαντάφυλλα και από αλόην και τούτζια πρεπαράτα από πάσα ένα μισήν δράγμα, κοπάνισε και πέρασέ τα από ψιλόν μανδήλιον και φύλαξέ τα εις μίαν αγαστέρα υαλίνην Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 229. 5) (Χρον.) διανύω, διάγω ένα χρον. διάστημα (κατά ορισμένο τρόπο): και δίχως πρίκες κι όχθρητες, δίχως ζηλειές και φθόνους| περνούσι (ενν. οι γιαθρώποι) τσ’ εβδομάδες τως, τσι μήνες και τσι χρόνους Πανώρ. Πρόλ. 60· Και έτσι με φόβον και τρόμον απεράσαμεν την ημέραν εκείνην και την νύκταν ως νεκροί εις την όψην και μισαπεθαμένοι Ιερόθ. Αββ. 333· Εις τον ποέτα βρίσκομε τον κωμικόν γραμμένο| κι έτσι από τον Τερέντσιο καλά ξεδηγημένο,| πως γιατί αγάπα ο Πάμφιλος την όμορφη Γλυτσέρε| με δίχως ύπν’ ολότελα le notti απέρνα intiere Κατζ. Δ́ 118. 6) (Με αντικ. τη λ. ζωή ) διάγω, ζω: οπού είμαι νέος, ας περάσω καλήν ζωήν, και δεν θέλει λείψει καιρός, διά να δοξάσομεν και τον Θεόν Ροδινός (Βαλ.) 67· Και ως έβλεπε (ενν. ο κύρης Ανδρόνικος) την ασθένειαν αυτού οπού αυξάνει, εδιελογίζετο τι να κάμει και πού να υπάγει και εις τι τόπον να περάσει την ζωήν του ότι το είχεν ως μεγάλην εντροπήν να φαίνεται εις τον λαόν του μετ’ αυτού του ασθενήματος Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 19. 7) Βιώνω, υφίσταμαι κ., υποφέρω μια (συν. δυσάρεστη) εμπειρία: Τῳ αυτῴ χρόνῳ απέθανεν ο Χριστόδουλος ο βαφτισμένος ... και αυτός ήτον Εβραίος και εις την νεότητά του αγάπησεν την πίστιν και εγίνην χριστιανός και πολλά κακά επέρασεν από τους φθονερούς Ιουδαίους Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 23v· πολλές πρίκες και βάσανα έχεις περασμένα Μανολ., Επιστ. 1739· Λοιπόν οι δόλιοι Κρητικοί κίνδυνον επεράσαν| μέγαν από τες λουμπαρδιές, αλλ’ ουκ εδειλιάσαν Διακρούσ. 1087. 8) Υπερβαίνω ένα όριο, ξεπερνώ· (χρον.): να ζήσει (ενν. ο άρχοντας) χρόνους εκατόν και να τους απεράσει| με πλούτον και με έπαινον στον κόσμον να γηράσει Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 65· Δεν έναι (ενν. ο μισσέρ Γιαννούτσος) κύρης μου, σα λες, μ’ αλλότες είχε πράσσει| εις τα ταξιδια, και έρχοντας μια φούστα ν’ αγοράσει (παραλ. 2 στ.). Και μετά κείνη τοτεσά μ’ αγόρασε κι εμένα,| και ακόμη χρόνους δυόμισι δεν είχα περασμένα Φορτουν. (Vinc.) Β́ 206· (ποσ.): απερνώντες τα όσα εξόδευσαν (ενν. οι Γαλατιανοί), έχουν την άδειαν να τα μαζώξουν από την μέσην τους, διά να έβγουν από το χρέος Επιστ. Μωάμ. 6725· (τοπ.): όταν έγινεν ο κατακλυσμός οπού ήλθε το νερόν δεν απέρασε την κορυφήν αυτεινού του βουνού (ενν. του βουνού Τερέστρο), καλά και τινές λέγουν ότι το νερόν απέρασεν πάσα βουνόν ένδεκα πήχες Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 70v. 9) Παραβαίνω κ.: δεν ημπορώ να περάσω τον ορισμό του Κύριου να κάμω καλό γή κακό από τη καρδιά μου Πεντ. Αρ. XXIV 13· Ότι να ευρεθεί μεσοθιό σου ... ανήρ γή γεναίκα ος να κάμει το κακό εις τα μάτια του Κύριου του Θεού σου να απεράσει τη διαθήκη του. Και έφυγεν και εδούλεψεν είδωλα άλλα και επροσκύνησεν αυτά Πεντ. Δευτ. XVII 2. 10) Παρακάμπτω, αποφεύγω κ.: εις το νησόπουλον ... έχει ξέρην εις την μερέαν της τραμουντάνας και εβγαίνει εις το πέλαγος μισόν μίλι. Και απεράσοντας την ξέρην και έμπεις μέσα το κανάλιν και την στερέα· ’ράξε όπου θέλεις ότι έχει φούντος όσον θέλεις Πορτολ. B 1120· (κ. δυσάρεστο): παρακαλώ ... να γράψει η αδελφότης υμών του εκλαμπροτάτου αυθεντός βαΐλου των Ενετών οπού ευρίσκεται εις την Βασιλεύουσαν ... να γένει επίμων να πάρει έκδοσιν από τον οικουμενικον πατριάρχην ... να μετατεθούμεν εις την Ζάκυνθον, διά να περάσομεν τους κινδύνους της στράτας του Κωνσταντίνου Βελλερ., Επιστ. 5543. 11) α) Aντιπαρέρχομαι κ., αδιαφορώ για κ.: Αλλά αλίμονον εις εσάς τους Φαρισαίους, ότι αποδεκατίζετε το δυόσμον και το πήγανον και κάθε λάχανον, και περνάτε την κρίσιν και την αγάπην του Θεού· Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ιά 42· α) προσπερνώ, παραλείπω κ.: Ημπόρουν διά την φυλακήν να γράψω ακόμη και άλλα| αμή σχολάζω, αφήνω τα, διαβαίνω και περνώ τα,| διά να ’ρθω εις την υπόθεσιν και των φυλακατόρων Σαχλ., Αφήγ. 485. 12) α) Αντιμετωπίζω κ. ή κάπ. (επιτυχώς): Κι αυτός (ενν. ο δεσπότης Άρτας), ως ήτον φρόνιμος, καλά εδιορθώθη·| τους Φράγκους γαρ ερόγεψεν, τον πρίγκιπα Γουλιάμον| και τον αφέντην Αθηνών και τους Ευριπιώτας·| με αυτούς εβοηθήθηκεν κι επέρασεν την μάχην Χρον. Μορ. P 3084· β) κάνω κάπ. να συμμορφωθεί με τις επιθυμίες μου, «καταφέρνω κάπ.»: Μα δίχως να το πεις εσύ και να το δικιμάσεις,| να θες με τα διατάματα μόνο να με περάσεις| εδώ με χάνεις και γοργό πάγω να βρω τον Άδη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 860· Εδάρτε συμβουλεύω σας όλες καλές κυράδες,| αμέτε και μαυλίζετε ύπανδρες και χηράδες,| γελάτε τες ανέγλυτες και τες νοικοκυράδες (παραλ. 2 στ.) τους άνδρες με τα λόγια σας όλους να τους πλανάτε.| Έχετε κι αγαπητικούς, μηδέν αδημονάτε,| κι οπού ’γαπούν και φλέγουνται, με λόγια τους περνάτε Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 651. 13) α) Δίνω, μεταβιβάζω κ. (σε κάπ.): Ανήρ ότι να απεθάνει και υιός δεν είναι αυτουνού … να απεράσετε τη κλερονομιά του εις τη θυγατέρα του Πεντ. Αρ. XXVII 8· Ένι καταστημένον με την ασσίζαν των Ιεροσολύμων ότι η αφεντία των πραγμάτων των χαμένων ουδέν πρέπει κανείς να των περάσει εις κανένα έτερον κορμίν, ότι εις όποιον τόπον οπού ο κύρης ημπορεί να εύρει το πράγμαν του κινητόν τό είχεν χάσει, εντέχεται να το αναλάβει διά όρκου τόν να ποιήσει Ασσίζ. 42323· β) προσφέρω, αφιερώνω κ.: να απεράσεις παν άνοιγμα μήτρας του Κύριου Πεντ. Έξ. XIII 12. 14) Θεωρώ, αντιμετωπίζω κάπ. ως ...: Παρακαλώ σας βασιλείς, αυθέντες και ρηγάδες,| ... σοφοί και διδασκάλοι,| μη με κατηγορήσετε εις τἄγραψα και είπα·| περάσετέ με ως άγνωστον ομάδιν με τον νουν μου,| και ψέξετε τον λογισμόν εμού δε και την γλώσσαν Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 568. 15) Διηγούμαι, εξιστορώ: η υπόθεση ετούτη, την οποίαν εδιηγήθηκα με πάσαν αληθοσύνην και δεν έγραψα ένα πράγμα διά άλλον, μόνον πιστά τα επέρασα, μήτε περισσότερο μήτε ολιγότερο Σουμμ., Ρεμπελ. 193. 16) Δηλώνω, φανερώνω: είπεν (ενν. η Παρθένος) «ηγαλλίασεν» και δεν είπεν ευφράνθη, ή εχάρη. Είναι κάποια διαφορά ανάμεσα εις αυτά τα ρήματα, διότι το εχάρη φέρνει κάποιαν χαράν εις την ψυχήν, αμή δεν περνά τον τρόπον και την διάθεσιν εκείνου οπού χαίρεται Ροδινός (Βαλ.) 93. Β́ Αμτβ. 1) Μεταβαίνω, μετακινούμαι, πηγαίνω   α1) σε κάπ. άλλο μέρος: Πλην όταν απεσώσαμεν εις τον αιγιαλόν ετούτον,| επαίρει (ενν. ο Βερδερίχος) το καμήλιν μου, πεζεύει με απ’ εκείνο| και με την κόρην μόνος του περνά εις γην Αιγύπτου Λίβ. Sc. 1734· άφησε (ενν. ο Ευστάθιος ο Πλακίδας) την αυθεντίαν οπού είχεν και έφυγεν να απεράσει εις άλλον τόπον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 390r· ο βάρβαρος εμάνισε και εις ολίγον καιρόν έρχεται πολεμώντας την Ανατολήν και κουρσεύοντας πολλούς τόπους. Επέρασε δε και εις την Θεσσαλονίκην Εγκ. αγ. Δημ. 109162· (στην απέναντι ακτή/ όχθη): Είχε δε μεγάλην αδημονίαν ο μισσέρ Ρομπέρτος και λύπην, πως δεν έβρισκε βάρκαν να περάσει εις τον Μορέαν Δωρ. Μον. XXIV· Και λέγω προς τον Λίβιστρον: «Εύξου με να περάσω,| και όταν με ίδεις επέρασα, στέκομαι εις την στερέαν,| τότε και συ την θάλασσαν άφοβα να την έμπεις,| και να έλθεις όπου με θεωρείς, δίχα τινός ανάγκης» Λίβ. Sc. 1864, 1865· Τούτη η ταραχή όχι μόνον εσύγχισε πολλά τους Τούρκους οπού ήσαν περασμένοι από το ποτάμι, αλλά πολλῴ μάλλον εκείνους, οπού ήσαν ακόμη εκείθεν του ποταμού διά να περάσουσιν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 422· α2) (σε κάπ.): Τότε στον αρχιστράτηγον βουλήθη (ενν. τινάς σπαχής) να περάσει Αχέλ. 1200· Η δε, «Ω τρισκατάρατε γέρον», ανταπεκρίθη (ενν. η Μαξιμώ) | «και διά ένα κόπους μοι και τῳ λαῴ παρέσχες,| προς ον μόνη περάσασα, Θεῴ τε καυχωμένη,| άρω αυτού την κεφαλήν και προς υμάς εκφέρω;» Διγ. Z 3469· β) (μεταφ.) σε κάπ. άλλη κατάσταση: στανικώς μου μέλλομαι σε γάμον ν’ απεράσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [914]· και ν’ απεράσει (ενν. ο βοσκός) εις μιαν στιγμήν από τον θάνατόν του,| εις μιαν γλυκύτατην ζωήν, με τον ευτυχισμόν του; Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [1460]. 2) Διέρχομαι από ένα μέρος/σημείο: Και περνώντας ο Ιησούς απεκεί, είδεν άνθρωπον οπού εκάθετον εις το κουμμέρκι και τον έλεγαν Ματθαίον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. θ́ 9· εκέντησεν ο Αχιλλεύς τον άσπρον τον φουδούλον,| χαμογελών επέρασεν εμπρός από την κόρην Αχιλλ. L 836. 3) Εκτείνομαι, φτάνω ως ...: Και έχει (ενν. η Πόλις) πόρτο μεγάλο και καλό. Και έχει κόρφον και περνά πέρα εις τον Γαλατά και έναι μίλι ήμισυ Πορτολ. A 23013. 4) Εισέρχομαι, μπαίνω:  ... προβαίνει η Πετρονέλα (παραλ. 1 στ.) και με το γέλιο λέγει μου: «Πέρασε η αφεντιά σου,| κι η μάνα μου λιγοψυχά να ’χει την εμιλιά σου» Φορτουν. Ά 260. 5) (Δια)περνώ: εβάναν του (ενν. του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού) εις το κεφάλι ένα στεφάνι με αγκάθια, τα οποία αγκάθια απερνούσαν εις το κεφάλι του Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 326v· (σε μεταφ.): Αμή όταν θέλει (ενν. ο πόθος) να χωθεί κι εις την καρδιάν να φτάσει| τότες το στήθος σου του κλεις, για να μην απεράσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1166]. 6) Αναχωρώ, αποχωρώ· φεύγω: Αυτού λέγει το δίκαιον περί εκείνων των εγγυτάδων οπού ουδέν έχου να ποιήσουν ως εγγυτάδες, ού αν επέρασαν απέ το ρηγάτον Ασσίζ. 31225· αν δεν αφήσει (ενν. ο Φαραώς) να απεράσει το πλήθος των υιών Ισραήλ, όλα τα νερά της Αιγύπτου θέλω τα κάμει να γένουν αίμα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 158v. 7) (Χρον.) παρέρχομαι, αποτελώ παρελθόν: Οϊμένα, αποκοιμήθηκα κι επέρασεν η ώρα! Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 1079· Και δεν επέρασεν ένας μήνας και επάρθη η Θεσσαλονίκη υπό των Τουρκών Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 23· απέρασε το κολατσό κι ακόμη δεν εφάνη (ενν. η θυγατέρα μου) Πανώρ. Β́ 51· (συχνά μτχ. χρον. άκλ.): Και απεράσοντας πολλοί χρόνοι, εκατέβη ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, Θεός και άνθρωπος Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 12326· Περάσαντα δη μερικός καιρός εσυνάχθησαν πολλοί αρχιερείς, μητροπολίται και επίσκοποι, και έγινε σύνοδος μεγάλη Ιστ. πατρ. 10515· και πάλιν παρευθύς … περάσοντας μίαν ώραν εσήκωσεν πάλιν ωσάν άλλο νέφος πλέον μεγαλύτερον από το πρώτον Διήγ. πανωφ. 56· Περάσοντα δε ολίγος καιρός ηβουλήθη (ενν. ο Ιωακείμ) δευτέραν φοράν να υπάγει εις τον Πούγδανον Ιστ. πατρ. 1409. 8) Παύω, σταματώ, καταλαγιάζω: ωσάν περάσουν οι βροχές, πάλι καλοσυνεύγει Πανώρ. Β́ 256· (εδώ προκ. για υποχώρηση της στάθμης υδάτων): Και εσφαλίστηκαν οι βρύσες της άβυσσος και καταρράχτες του ουρανού και εποκόπην η βροχή από τους ορανούς. Και εστράφηκαν τα νερά αποπάνου την ηγή ... και επέρασαν τα νερά Πεντ. Γέν. VIII 3· (μεταφ.): ο πόνος να περάσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 620·  ... οι έγνοιες επεράσασι για την καημένη Κρήτη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 18314· (με γεν. ή αιτ. προσωπ. αντων.): Το ξύλον οπού αρμένιζε κι εφάνιστή σου εχάθη| σημάδι είν’ Αρετούσα μου, πως σου περνούν τα πάθη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 160· Θωρώ κι ο νους σου στο κακό κι εις τό σε βλάφτει ’ράσσει| κι ο λογισμός οπού ’βαλες δε θε να σου περάσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 458· και εδιάβην ώρα περισσήν ώστε να τον περάσει| ο θρηνισμός, ο πικραμός όν είχεν εκ καρδίας Βέλθ. 399. 9) Ζω α) διαβιώνω (με ορισμένο τρόπο): Άλλοι να έχουν το φλουρί σεντούκια γεμισμένα,| και άλλοι να περνούν πτωχά και στενοχωρημένα Τζαμπλάκ. (Λαμπ.) 80· Ο δε καλός νεότερος και Διγενής Ακρίτης,| απέρνα μεν χαιράμενος ομού μετά της κόρης Διγ. A 2299· να μαθαίνομε πώς περνά η πανιερότη σου Μανολ., Επιστ. 17336· απέρνα ο νεούτσικος με τούτα και με κείνα,| με κόπους, με αναστεναγμούς και με περίσσιους πόνους Τριβ., Ρε 110· β) αντεπεξέρχομαι σε κ., τα βγάζω πέρα· επιβιώνω: Κι απήτις πέσου τα τειχιά, θα δω τι θα γενούσι (ενν. οι χριστιανοί),| πώς έχου να περάσουνε, πού θε να φυλαχτούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16517· ηξεύρω να περνώ, και όταν έχω και όταν δεν έχω Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Φιλ. δ́ 12 σημ.· Το λοιπόν κάνοντας τόσες μπονάτσες, και μην ημπορώντας οι μύλοι μας να αλέσουν επέσαμεν εις μεγάλη πείνα, και επερνούμαν με μαγέρεμα μόνον και με ό,τι άλλο ηθέλαμεν εμπορεί, όσον οπού ο Θεός ηθέλησεν και ήκαμεν άνεμον, και αλέσαμεν και εχορτάσαμεν και το ψωμί Διήγ. πανωφ. 59. 10) (Σε γ́ πρόσ., για γεγονότα, υποθέσεις κ.τ.ό.) κυλώ, εκτυλίσσομαι, συμβαίνω: Πατριαρχεύοντος δε αυτού, του κυρού Μαξίμου του λογίου, όλα τα της εκκλησίας επερνούσαν ειρηνικά και ασκανδάλιστα Ιστ. πατρ. 11616· εις τον τρόπον ετούτον απέρασε η υπόθεση ετούτη, την οποίαν εδιηγήθηκα με πάσαν αληθοσύνην Σουμμ., Ρεμπελ. 193· Το πράγμα πώς επέρασε κάμε με ν’ αγροικήσω,| και την αλήθειαν ξέσκεπην κι ίσια να την γνωρίσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [167]. 11) Έχω ισχύ, λαμβάνομαι υπόψη· γίνομαι (απο)δεκτός: Ο λόγος σου να απερνά εις όλους τους μπασιάδες,| να σκύφτουν να σε προσκυνούν όλοι οι βοϊβοντάδες Αιτωλ., Ρίμ. Α. Καντ. 87· Τότε ωσάν είδε ο Αλή πασάς ότι δεν απέρασε η βουλή του ... έγραψε χαρτί και έστειλε κρυφά του βασιλέως Παλαιολόγου μέσα εις την Πόλη Χρον. σουλτ. 881· (εδώ προκ. για τη λήψη απόφασης από τη βενετική γερουσία, βλ. και πάρτη 2β): Εσουμπλικάρησα διά την Ζάκυνθον. Ούτως απέρασεν η πάρτε μου εις τας τρεις του Αυγούστου Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 12311. 12) Επικρατώ, υπερισχύω: Και μέρες περαζόμενες ήλθε να δοκιμάσει| το άλογό του καθαείς, το ποιος για να περάσει Αλεξ.2 332· (εδώ) υπερέχω (σε κ.): όταν δε εγένηκεν δώδεκα χρόνων κείνος (ενν. Βασίλειος ο Ακρίτης),| ως ήλιος απέλαμπεν εις όλα τα παιδία,| απέρνα εις την δύναμιν ώσπερ ανδρειωμένος Διγ. A 1398. 13) Παραβαίνω (κ.): δεν απέρασα από τις παραγγειλιές σου Πεντ. Δευτ. XXVI 13. 14) α) Θεωρούμαι ως ..., έχω συγκεκριμένη φήμη: Ακούσατε του Μωυσή του προφητικοτάτου,| που ’πέρνα διά φρόνιμος εν μέσῳ των Εβραίων Κρασοπ. (Eideneier) I 89· β) θεωρούμαι κ. που δεν είμαι: Τα ήθη μου τα θηλυκά με δαύτην (ενν. την φορεσία) να σκεπάσω,| εις τους βοσκούς ανάμεσα, βοσκός για ν’ απεράσω.| Για να ’κλουθώ και να θωρώ με την ανάπαυσίν μου,| τον Σίλβιον μου τον όμορφον, την ακριβήν ψυχήν μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ 162. 15) Υφίσταμαι, υπάρχω: επέρνα καλή αγάπη αναμέσον τους Σουμμ., Ρεμπελ. 175. 16) Μεταβιβάζομαι: εκείνος (ενν. ο Ιησούς), ότι μένει εις τον αιώνα, έχει την ιεροσύνην οπού δεν περνάει· διά τούτο και δύναται να σώζει εις το παντελές εκείνους οπού πλησιάζουσι διά μέσου αυτουνού εις τον Θεόν, έστοντας να ζει πάντοτε εις το να παρακαλεί διά λόγου τους Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Εβρ. ζ́ 24. II. Μέσ. Ά (Μτβ.) υπερβαίνω κάπ. χρον. όριο: Δεν είμαι γέρος ... (παραλ. 1 στ.) Ακόμη τη σαρανταρά δεν είμαι περασμένος,| μα απού την πρίκα έτσι ψαρός είμαι καταστεμένος Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 365. Β́ Αμτβ. 1) Μεταβαίνω στην απέναντι ακτή/ όχθη, διαπεραιώνομαι: και ούτως εμέτρησε (ενν. ο Τουμούτμπεης) τον καιρόν και την ώραν, από τες βίγλες μαθών, οπόταν είναι περασμένοι σχεδόν οι μισοί Τούρκοι εις το ποτάμι, να είναι και αυτός φθασμένος εις τον τόπον, και ευρίσκοντάς τους μοναχούς, χωριστά από τους άλλους, να πέσει απάνω τους να τους κόψει Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 422. 2) (Χρον.) παρέρχομαι, αποτελώ παρελθόν: να μη νυχτώσει ο καιρός και περασθεί το βράδυ Ιστ. Βλαχ. 2141· Τέσσερεις χρόνοι κάτεχε πως είναι απερασμένοι| απού στα φύλλα τση καρδιάς σ’ έχω ζωγραφισμένη Πανώρ. Β́ 285. Φρ. 1) Απερνά (απάνου μου) πνοά ζήλειας = (προκ. για συζυγική πίστη) καταλαμβάνομαι από καχυποψία: ανήρ ... να απεράσει απάνου του πνοά ζήλειας και να ζηλέψει την γεναίκα του ... Πεντ. Αρ. V 14· γή άντρας ος να απεράσει πνοά ζήλειας και να ζουλέψει την γεναίκα του Πεντ. Αρ. V 30. 2) Απερνάγει ο λογισμός μου = ξεχνιέμαι, ξεφεύγω (από την παρούσα πραγματικότητα): Και τούτα άπερ έκαμα και είπα της υμετέρας αγάπης, δεν τα έκαμα διά καύχησιν ή έπαινον, ... αλλ’ έστοντας να ευρίσκομαι εις φυλακήν ... μη έχων τι ποιήσαι εκαθεζόμην και έγραφα τούτα διά να απερνάγει ο λογισμός μου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 390v. 3) Απερνώ κάπ. εις τα κάστρα = υποδουλώνω κάπ.: και τον λαό απέρασεν (ενν. ο Ιωσεφ) αυτόν εις τα κάστρα από άκρα σύνορο της Αίγυφτος και ως την άκρα του Πεντ. Γέν. XLVII 21. 4) Απερνώ κ. ’λαφρά/κ. μου απερνά ’λαφρά = δεν υφίσταμαι σοβαρές συνέπειες για μια πράξη μου: Ετούτο δε εσκόπησεν (ενν. ο αφέντης Καρυταίνου) στον λογισμόν του ετότε·| ότι, αν λείψει του πρίγκιπος ‒ διατό ήτον τάχα θείος του ‒ | να έχει την συμπάθειον του, ’λαφρά να το απεράσει Χρον. Μορ. H 3239· Ετούτο δε εσκόπησε (ενν. ο αφέντης Καρυταίνου) τότες στον λογισμόν του·| ότι, αν λείψει του πρίγκιπος ‒ διότι ήταν θείος του ‒ | να έχει την συμπάθειον, ’λαφρά να του απεράσει Χρον. Μορ. P 3239. 5) α) Απερνώ ξουράφι ιπί το κεφάλι μου = κόβω τα μαλλιά μου, κουρεύομαι: ανήρ γή γεναίκα ότι να χωρίσει να τάξει τάγμα χωρισμένο να χωρίσει του Κύριου ... όλες τις ημέρες τάγμα του χωρισμάτου ξουράφι να μην απεράσει ιπί το κεφάλι του Πεντ. Αρ. VI 5· β) απερνώ ξουράφι ιπί όλη τη σάρκα μου = ξυρίζω όλο το σώμα μου: Και έτσι να κάμεις αυτωνών να τους καθερίσεις· ράντισε απάνου τους νερά ράντισμα και να απεράσουν ξουράφι ιπί όλη τη σάρκα τους και να σκαμματίσουν τα ρούχα τους και να καθερίσουν Πεντ. Αρ. VIII 7. 6) Απερνώ σοφάρ (βουκίνισμα) = σαλπίζω: και να απεράσεις σοφάρ βουκίνισμα εις τον μήνα τον έφτατο εις τη δέκατη του μηνού, εις την ημέρα των συμπαθημάτων να απεράσετε σοφάρ εις όλη την ηγή σας Πεντ. Λευιτ. XXV 9. 7) (Α)περνώ στον Άδη(ν)/την στράταν της ζωής/από τούτην την ζωήν/από (απού) την ζωήν ετούτη(ν)/του κόσμου = πεθαίνω: Κι ο ’πίσκοπος αρρώστησε ετότες την Τετράδη,| μια μέρα μόνον έζησε κι επέρασε στον Άδη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22218·  ... της άθλιας της ζωής απέρασε (ενν. ο Αρκύτας) την στράταν Θησ. ΙΆ [98με θεϊκόν στόμα εθέσπισαν (ενν. οι πνευματοφόροι πατέρες) και επαράδωκαν τες λειτουργίες, ευχές και ψαλμωδίες και τα χρονικά μνημόσυνα, να γινίσκουνται διά εκείνους οπού περνούν από τούτην την ζωήν Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 424· ΡΟΔΟΛΙΝΟΣ: Πώς τούτο; τάχατες δε ζει πλιον ο δικός τση κύρης;| ΤΣΙΜΟΣΚΟΣ: Επέρασε απού την ζωήν ετούτη ο κακομοίρης Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 374· Εις τέτοια πάθη θες εμπεί και τότες να γεράσεις,| χρειά ’ναι το τέλος σου να ’ρθει, του κόσμου να περάσεις Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 320. 8) Αφήνω κ. να περάσει = δεν δίνω σημασία σε κ.· αντιπαρέρχομαι κ.: μα κείνος οπού δεν πονεί αφήνει να περάσει| το σφάλμα κι ουδέ βούλεται να το καταδικάσει· | παινά το κι ομορφίζει το … Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 137·  ... άφησ’ τα αυτάνα, α μ’ αγαπάς, φίλε μου να περάσου·| θωρώ τη φρονιμάδα σου, γροικώ την πονηριά σου·| κατέχω τούτα, οπού μου λες κι οπού μ’ αναθιβάνεις| κι άφησ’ τα να περάσουσι, γιατί τον κόπο χάνεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 64. 9) Κ. περνά από κάπ./από λόγου κάπ. = η έκβαση μιας υπόθεσης εξαρτάται από κάπ.: ΘΟΔΩΡΟΣ: Αφέντη Λούρα, η δουλειά τούτη περνά από σένα...| ΛΟΥΡΑΣ: Ανέν περνά από λόγου μου, τάξε τα καμωμένα Φορτουν. (Vinc.) Έ 191, 192. 10) Περνώ την αναγκαίαν χρείαν της ζωής μου = εξασφαλίζω τα απαραίτητα για την επιβίωσή μου: μήτε γεωργούσι (ενν. οι Άραβες), μήτε σπείρουσιν αλλά ... ή άγρια ζώα της ερήμου κυνηγούσι και τρέφονται από τα κρέατα τούτων ή παραφυλάττουσι τους δρόμους φονεύοντες τους οδοιπόρους, και με τούτο περνούσι την αναγκαίαν χρείαν της ζωής τως Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 109. 11) Περνώ άνεμο = (προκ. για το Θεό) στέλνω, εξαπολύω άνεμο: Και εθυμήθην ο Θεός τον Νοαχ και όλο το αγρίμι και όλο το χτήνο ος μετά κείνον εις το κιβωτό, κι επέρασεν ο Θεός άνεμο ιπί την ηγή και εκατάπρυαναν τα νερά Πεντ. Γέν. VIII 1. 12) Περνώ από μιαν ορμίδα, βλ. ορμίδα φρ. 13) Περνώ κάπ. από σπαθί/σπαθίου/σπαθιού, βλ. από 17 Φρ. 14) Περνώ εναντία κ. = αντιστέκομαι, πηγαίνω κόντρα σε κ.: έστοντας να αρπάσθει το καράβι και να μην δύνεται να περάσει εναντία τον άνεμον, έστοντας να αφήσομεν το καράβι εις τον άνεμον, εφερόμεσθαν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. κζ́ 15. 15) Περνώ εξεφάντωσιν, βλ. ξεφαντωσις ‑ση Φρ. 1. 16) Περνώ το θάνατο = θανατώνομαι, πεθαίνω: Ήτονε ο νόμος Σαλαμό και όποιο καταλύσου| κρασί καλό και όμορφο αυτόνο να ποτίσου,| για να τους παίρνει το κρασί το φόβο, να μην τρομάσσου,| και μετ’ αυτό το θάνατο άφοβα να περάσου Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3561. 17) Περνώ τη φούρκα = απαγχονίζομαι: το effe μόνο εξώφευγες, καημένε, να διαβάσεις,| γιατί της φούρκας ήτονε, μην πα να την περάσεις Στάθ. (Martini) Β́ 154. 18) Περνώ στα χέρια κάπ. = περιέρχομαι στην εξουσία κάπ.: αυτοί δεν επεράσασι στα χέρια των εχθρών τους Διακρούσ. 9522. 19) Τα περνώ καλά = ζω ευτυχισμένα: μόνε να δώσει ο Θεός να ζήσεις, να γεράσεις,| χρόνους πολλούς στον θρόνο σου καλά να τα περάσεις Ιστ. Βλαχ. 1232. Η μτχ. περαζόμενος ως επίθ. = 1) α) Που έχει παρέλθει χρονικά, παλιός: να μη χρωστεί ο άνωθεν Μιχελής να πλερώσει τίβοτας για τα λεγόμενα καταλύματα τσι χρονές τσι περαζόμενες Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 25520· και κλαίει (ενν. η γυναίκα) περαζόμενα βάσανα και θυμάται Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17825· β) που έζησε στο παρελθόν: κι αυτός ο τόπος (ενν. η Τρανσυλιβανία) δεν ήτον ποτέ του βασιλέως,| μόνον εις την υποταγήν ήτον, όχι αλλέως,| του Τούρκου και τον όριζεν κι επαίρναν ’που την Πόλη| φλάμπορ’ οι περαζόμενοι οι αυθεντάδες όλοι Παλαμήδ., Βοηβ. 690. 2) Στην έκφρ. (εις/σε/με) (η)μέρες περαζόμενες = μετά από λίγο καιρό: Εις μέρες περαζόμενες μαλώνουν δυο Εβραίοι Χούμνου, Κοσμογ. 2105· Σε μέρες περαζόμενες εδιάβη ο Κανδάλης Αλεξ.2 2201· Με μέρες περαζόμενες πήγε (ενν. ο λύκος) να τον γυρεύει| εκεί οπού εσύντυχαν, τον σκύλον να τον εύρει Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 3413· Ημέρες περαζόμενες, Φίλιππον πιάνουν πόνοι·| μαντάτα του ηφέρασι, απίστησε Μοθώνη Αλεξ.2 395· ... μέρες περαζόμενες ήλθε να δοκιμάσει| το άλογό του καθαείς, το ποιος για να περάσει Αλεξ.2 331. Η μτχ. παρκ. (α)περασμένος ως επίθ.= 1) α) Που ανήκει ή αναφέρεται στο παρελθόν, που έχει παρέλθει χρονικά, παλιός: ηξεύρουν (ενν. οι άγγελοι) τα πράγματα τα απερασμένα και τα παρόντα και τα μέλλοντα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 27v· Αγκαλιαστή τηνε (ενν. την Αρετούσα) κρατούν ο κύρης με τη μάνα,| την ώρα που τα χείλη της ετούτα ανεθιβάνα·| μ’ αγάπη τη γλυκοφιλού, με σπλάχνος την ευχούνται,| την περασμένην όργητα πλιο δεν τηνε θυμούνται Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 1282· Δι’ αυτό εγώ ο πολυπαθής, τέκνον μου ηγαπημένον,| τά έμαθα με πολλή πικριά εις καιρόν απερασμένον,| να σε διδάξω βούλομαι ... Δεφ., Λόγ. 12· Ω κόποι περασμένοι μου, πώς είστε πληρωμένοι| μ’ αντίμεψη πολλά ακριβή!... Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 71· εκφρ. τες απερασμένες ημέρες = τις προάλλες, προ ημερών: τες απερασμένες ημέρες ήλθεν εις το παλάτιον ένας γέροντας άνθρωπος Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 11936· περασμένος από τον καιρόν του = ηλικιωμένος, προχωρημένης ηλικίας (βλ. και Somav.): Και δεν είχαν (ενν. ο Ζαχαρίας και η Ελισάβετ) παιδίον, διατί η Ελισάβετ ήτον στείρα· και οι δύο τους ήταν περασμένοι από τον καιρόν τους Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2  Λουκ. ά 7· β) (αμέσως) προηγούμενος: Εγώ Ντιάνα Κορναροπούλα ... ήκαμα το τεσταμέντο μου με το χέρι εσένα του Γιακουμή Κουρτεζά, νοταρίου, την πρώτην του Φλεβαρίου του περασμένου Διαθ. 17. αι. 88· Τούτη ήτον η ξεφάντωση, τούτο το περιβόλι,| οπού μ’ εκάλεσες προχτές, την περασμένη σκόλη; Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 798· έκφρ. τον (α)περασμένο(ν) χρόνο(ν)/την απερασμένη χρονιάν = πέρυσι: εμέναν μου έχει τον απερασμένον χρόνον οχτώ δουκάτα, και κάνω λογαριασμόν να μην χάσω τίποτες Μπερτολδίνος 162· Και τις μας το ’θελεν ειπεί τον περασμένο χρόνο,| όντε μ’ αποκαμάρωνεν ο κύρης με τη μάνα| κι όντε με σπλαχνικά φιλιά ’ς τσ’ αγκάλες τως μ’ εβάνα ... Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 592· με το να ασθενήσει (ενν. ο Θανάσης Καπούτζος) βαρέως την απερασμένη χρονιάν Έγγρ. μον. Φιλοσ. 114· γ) που έζησε στο παρελθόν: του Τιβερίου καίσαρος του απερασμένου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 330v· ο οποίος (ενν. ο Θεός) εις τες απερασμένες γενεές άφησεν όλα τα έθνη να περιπατούν τες στράτες τους Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ιδ́ 16. 2) Που έχει υπερβεί ένα χρον. όριο: Και ως είδεν ο κόντες το γράμμα της συμφωνίας, και τον καιρόν απερασμένον, και την απόφασιν των κριτάδων, εσιώπησεν Δωρ. Μον. XXIV· έκφρ. καιρόν τον περασμένο = για πολύ καιρό, επί μακρό χρονικό διάστημα: τες ελεεινές και ταπεινές ψυχές των πονεμένω| απού στον Άδη κρίνουνται καιρό τον περασμένο,| απού δεν έχουσι τινά για να τους ελυπάται| η ελεημοσύνη σου, Χριστέ, μόνο να τσι σπλαχνάται Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 863. 3) (Ως γραμμ. όρος) παρελθοντικός: «Μεγαλύνει». Δεν λέγει (ενν. η Παρθένος) εις μέλλοντα χρόνον μεγαλυνώ. Μηδέ εις χρόνον περασμένο εμεγάλυνε, αμή εις ενεστώτα, τουτέστι, τώρα. Αυτήν την ώρα μεγαλύνει Ροδινός (Βαλ.) 67. Ο πληθ. αρσ. της μτχ. παρκ. ως ουσ. = οι άνθρωποι που έζησαν στο παρελθόν: Εδιάβησαν οι παλαιοί χρόνοι των περασμένω| απού προυκιό κιανείς βοσκός δεν είχε γνωρισμένο Πανώρ. Έ 239. Ο πληθ. ουδ. της μτχ. παρκ. ως ουσ. = τα συμβάντα του παρελθόντος: Διού θέλω να εξηγηθώ, την ιστορίαν να αρχίσω,| να παύσω θέλω παντελώς τα περασμένα οπίσω Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 134· «Γιε μου, ας πάψουσιν όλα τα περασμένα,| γή εγώ ’σφαλα γή εσύ ’σφαλες, ας είν’ συμπαθημένα| ...» Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 1391.
       
  • πέφτω,
    Ασσίζ. 229, 13612, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 66, Σαχλ. N 395, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 44, Ερωτοπ. 402, 604, Λίβ. Esc. 2127, 3861, Αχιλλ. L 68, 947, Αχιλλ. (Smith) N 1147, Αργυρ., Βάρν. K 394, Μαχ. 4226, 29423, Ch. pop. 821, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 456, Αλεξ.2 1376, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4125, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 118, Βεντράμ., Φιλ. 178, Διήγ. Αλ. G 27719, Πεντ. Γέν. XV 12, Αρ. XXIV 4, Δευτ. XXII 4, 8, Αχέλ. 2532, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 2815, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 408, Πανώρ. Β́ 153, Γ́ μετά στ. 535, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 442, Χίκα, Μονωδ. 16, Διγ. Άνδρ. 39135, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1536, Β́ 1219, Γ́ 1569, Ροδολ. (Αποσκ.) Χορ. έ 12, Διήγ. εκρ. Θήρ. 11030, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [844], Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 233, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 247, 248, Διγ. O 575, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15515, 1702, Μπερτολδίνος 106, Πωρικ. (Winterwerb) II 85, κ.π.α.· πέπτω, Ασσίζ. 1315‑6, 21, 32510, 34712, 38716, Λίβ. (Lamb.) N 510, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 902, 1075, 1516, 2183 κ.α., Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 312, Φυσιολ. (Legr.) 305, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 19119, Κανον. διατ. Β 217· πίπτω, Γλυκά, Στ. 256, Λόγ. παρηγ. L 120, Καλλίμ. 277, 1030, Διγ. Z 367, 3511, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1822, Βέλθ. 495, 1014, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7164, Ερμον. Θ 339, Ψ 236, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 96, Βίος Αλ. 2242, Απολλών. (Κεχ.) 336, 360, Λίβ. P 1754, Λίβ. Sc. 73, 1729, Λίβ. Esc. 116, Λίβ. (Lamb.) N 136, Λίβ. N 2185, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1981, Αχιλλ. (Smith) N 159, Δούκ. 375, Σφρ., Χρον. (Maisano) 11210, 17818, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι I 26, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 222, Συναξ. γυν. 102, Έκθ. χρον. 2022, 3219, Κορων., Μπούας 131 δις, Μαλαξός, Νομοκ. 279 δις, Ιστ. πολιτ. 126, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1108 ξγ́ 2, κ.π.α.· παρατ. έπεφθα, Τρωικά 5291, Ιστ. πατρ. 1141· έππεφτα, Θρ. Κύπρ. M 265, 721· αόρ. έππεσα, Μαχ. 623, 21421, 32416, 50612, 67814 κ.α., Βουστρ. (Κεχ.) 19217‑8, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 83, 99, 123, 126, 132· μέσ. αόρ. (γ́ εν. πρόσ.) επέσατο, Χρον. Μορ. H 5882· μτχ. παρκ. πεσωμένος, Πιστ. βοσκ. I 3, 57, Καλόανδρ. (Δανέζης) 83 (24v, 53v, 55r).
    Από το αρχ. πίπτω (βλ. ΛΚΝ, στη λ., Ανδρ., Λεξ., στη λ.). Ο τ. πέπτω σε έγγρ. του 18. αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 1, 1948, 128) και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 726). Ο τ. πίπτω και σήμ. μόνο σε λόγ. φρ. (ΛΚΝ). Για τον παρατ. έπεφθα πβ. τ. πέφθω στο Du Cange (πέφθειν). Ο παρατ. έππεφτα και ο αόρ. έππεσα και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα, όπου και τ. ππέφτω (Σακ., Κυπρ. Β́ 730, στη λ., Χατζ., Λεξ., λ. ππέφτω). Για το μέσ. αόρ. επέσατο πβ. μτγν. μέσ. αόρ. επέσαντο (TLG)· βλ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 434. Η μτχ. παρκ. πεσωμένος στον Κατσαΐτ., Κλ. Β́ 312, 365 και σήμ. ιδιωμ. (Λάζαρης, Λευκαδ., Κοντομίχης, Λεξ. λευκ. ιδιώμ.). Η λ. πιθ. τον 3.-4. αι. (TLG), στο LBG και σήμ.
    1) α) Κινούμαι προς τα κάτω παρασυρόμενος από το βάρος μου: Λίβ. P 114, 117, Λόγ. παρηγ. L 696· Σ’ ένα πηγάδι έπεσε σκύλος ενός ανθρώπου| και να τον βγάλει θέλησεν απάνω μετά κόπου Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 661· στο πέλαγος εγκρέμνισε (ενν. η αλουπού) κι έπεσε μοναχή της.| Επήραν την τα κύματα, στον λύκον την εβγάλα Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 460· (σε μεταφ.): εις πόσον κρεμνόν έπεσεν κακώσεως η ψυχή μου Λίβ. Esc. 1944· εις τον βυθόν γαρ έπεσε (ενν. η κόρη) του πόθου του Λιβίστρου Λίβ. Esc. 1526· φρ. πέφτω στον Άδη = πεθαίνω: Έχει στον κόσμο γιαγερμό όποιος στον Άδη πέσει; Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 897· (για όπλα που εκτοξεύονται): κοντάρια και λαντζόνια έπιπταν ως το χώμα Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 4522· ο πόλεμος να τρέχει| σε τουφεκιές και σαϊτιές και να μηδέν κατέχει| άνθρωπος πού να φυλαχτεί και το κορμί του χώσει,| να μηδέν πέσουν εδεκεί μπάλες να τους σκοτώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 47920· β) (για φυσικά ή καιρικά φαινόμενα): Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 24, Σφρ., Χρον. (Maisano) 18628· επέφτασιν τα άστρη Παρασπ., Βάρν. C 451· στα μέρη ετούτα η βροχή με χιόνι να μην πέφτει Πανώρ. Έ 394 κριτ. υπ.· (σε μεταφ.): αστροπελέκι| δεν πέφτει καταφρόνεσης, μήδ’ άλλος φόβος στέκει,| μα όλο χαρές κι όλο δροσές έχου και ξεφαντώνου Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 52· γ) (για υγρά) κυλώ από ένα ψηλότερο σημείο σε ένα χαμηλότερο: Θέλω στενάξω εκ καρδίας πολλά και να θρηνήσω,| να χύσω δάκρυα πικρά, στα στήθη μου να πέσουν Περί ξεν. (Μαυρομ.) 277· την λαύραν τούτηνε την διώχνει και την σβήνει| τούτο που πέφτει απάνου της τ’ αγίασμα Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [424]· δ) κατεβαίνω από ζώο, ξεπεζεύω, πηδώ: εσήκωσεν η Ρίβκα τα μάτια της και είδεν τον Ιτσχακ και έπεσεν από το καμήλι Πεντ. Γέν. XXIV 64. 2) α) Αποσπώμαι, αποκολλώμαι· μαδιέμαι: τα δόντια του (ενν. του γέρου) επέσασι, τα μάτια του θολάνα Γεωργηλ., Θαν. 422· ανισώς και ο ρήγας (ενν. των μελίσσων) να ’τον γέρος και από γεροντοσύνης να ππέσαν τα φτερά του και να μηδέν ημπόρησεν να πετάσει Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 114· Όταν πέφτουν τα μαλλιά του και τα γένια του ή μουστάκια Ιατροσ. κώδ. υμθ́· εφύσα ο άνεμος και έπεφταν πολλάκις τα άνθη Διγ. Άνδρ. 40018·   β1) γεννιέμαι: εγαστρώθη (ενν. η Σάρρα) (παραλ. 1 στ.)· κι ολπίζαμε οι ταλαίπωροι, σαν πέσει το γομάρι,| να μεγαλώσει και να ζει με του Θεού τη χάρη Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 47· καλλιά το ξεύρεις παρά μένα| πως όλοι εγεννηθήκαμε στη γη από κύρην ένα| και πως γδυμνοί μας έκαμε να πέφτομεν η φύση Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 279· β2) προέρχομαι, προκύπτω: Εκ της σελήνης έπεσεν εκείνη τας αγκάλας| και το λαμπρόν της μερτικόν απέσπασεν και απήρεν Βέλθ. 680· γ) (προκ. για έμβρυο) αποβάλλομαι: εβάλαν το (ενν. το ’γδίν) απάνω εις την κοιλιάν της και εκουπανίσαν πολλά πράματα, διά να ρίψει το βρέβος· και ο Θεός εγλύτωσέν το και δεν έππεσεν Μαχ. 21433· δ) (μεταφ.) αφαιρούμαι (από ένα σύνολο), δεν υπολογίζομαι: να χωρίσει του Κύριου τις ημέρας του χώρισμά του ... και οι μέρες οι πρώτες να πέσουν, ότι εμαγάρισεν το χώρισμά του Πεντ. Αρ. VI 12. 3) α) Από όρθια στάση σωριάζομαι στο έδαφος: Και περπατώ, κλονίζομαι, τρέμω και θέλω πέσει,| ουδέ γιατρός, ωσάν γροικώ, θέλει με ωφελέσει Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 67· Τ’ αλάφι αποζυγώνοντας τόσα είμαι κουρασμένη,| οπού ’ρθα σ’ ώρα δυο φορές να πέσω λιγωμένη Πανώρ. Β́ 140· Εάν είς καμηλάρης αγωγιάζει τα καμήλια του εις κρασί ..., και γίνεται ότι τα καμήλια πέπτου, και γίνεται τίποτες ζημία απέ το φορτίν τους ... Ασσίζ. 32513· Οι Τούρκοι κατακόπτουνταν και ππέφταν πληγωμένοι Θρ. Κύπρ. M 707· Επέφτασιν οι χριστιανοί χαμαί μακελλεμένοι Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 307·   β1) βαδίζω με αστάθεια, παραπατώ, σκοντάφτω: Ύπαγε, Σταφυλή κατηραμένη ... Το αίμα σου να πίνουν οι άνδρες ... και από τοίχον εις τοίχον να πίπτουν Πωρικ. (Winterwerb) III 127· β2) (μεταφ.) παραπαίω: πασαείς οπ’ αγαπά να γιάνει την ζωήν του| ας διώχνει τά πικραίνεται από την θύμησίν του (παραλ. 2 στ.), όχι να πέφτει, ώσπερ τυφλός, ώρες εδώ κι εκείθες Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 167· γ) (για οικοδομήματα) καταρρέω, γκρεμίζομαι: Γέγονε δε και σεισμός μέγας εν Κωνσταντινουπόλει ... και έπεσον τα τείχη της Πόλεως και ιμαράτια, και ναοί και οίκοι πολλοί ηφανίσθησαν Έκθ. χρον. 4812· τα θεμέλια τρέμουσιν, ο πύργος συντληάται,| και αν πέσει ο πύργος το βραδί, πλακεί τον νοικοκύρην Δευτ. Παρουσ. 369· δ) (για πλοίο) γέρνω: καθούριν έσωσε μετά βροχήν και χιόνιν| και άμα τῳ σώσειν ήρπαξεν πάραυτα το τιμόνιν·| τότε το ξύλον έπεσεν στ’ αριστερόν το πλάγι| κι εποίκεν κτύπον φοβερόν και ... ερράγην Απόκοπ.2 357. 4) α) Γονατίζω (για να προσκυνήσω ή να παρακαλέσω κάπ.): όλοι αντάμα πέζευσαν, πέφτουν και προσκυνούν τον Αχιλλ. L 841· Θέλω τηνε, ζητώ τηνε, πέφτω, παρακαλώ τη Πανώρ. Έ 339· φρ. πίπτω εις τα γόνατα = γονατίζω: Ευγενή Πάτροκλε φίλε,| νυν νομίζω τους Αργείους| να ’λθουσι με δουλοσύνη| κι εις τα γόνατα να πέσουν| και να με παρακαλέσουν,| ότι χρεία πολλή τους ήλθε Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΒ́ [379]· φρ. πέφτω εις τους πόδας/στα πόδια κάπ. = γονατίζω και ικετεύω κάπ., προσπέφτω: έπεσεν εις τους πόδας μου (ενν. η κόρη) και εφίλει τους και επαρεκάλει μοι Διγ. Άνδρ. 3723· με πάσα μου ταπείνωση στα πόδια σου να πέσω| κι όσο μπορώ και δύνομαι να σε παρακαλέσω| για δουλευτή σου ’μπιστικό και σκλάβο σου να μ’ έχεις Πανώρ. Γ́ 589· β) (με τις προθ. εις, προς + αιτιατ.) παρακαλώ θερμά, ικετεύω: σήμερον πέφτω εις εσάς να ζήσω, ν’ αποθάνω Αργυρ., Βάρν. K 298· ας αφήσομεν την οργήν ήν έχομεν και ας πέσομεν μετά δακρύων προς Κύριον, ίνα ελεήσει την αθλίαν μας ψυχήν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 370v· φρ. πέφτω εις την ελπίδα κάπ. = ζητώ τη βοήθεια κάπ.: έλεγεν (ενν. ο Ιωάσαφ): «Ω Ιησού Χριστέ μου, … να με φυλάξεις … από τούτους τους δαίμονας …». Και έκαμε τον σταυρόν του … και έπεσεν εις την ελπίδα του Χριστού Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 13721· φρ. πέφτω σε παρακάλιο = παρακαλώ: οι καβαλιέροι κι άρχοντες σε παρακάλιο πέσα| να μην του πάρει τη ζωή Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 32424. 5) α) Ξαπλώνω για να κοιμηθώ, πλαγιάζω: νυστάζω, πέφτω τάχατε, τυλίγομαι την κάπαν,| θέλω υπνώσαι, ουκ ημπορώ, ως έχειν αποκοιμούμαι Προδρ. (Eideneier) III 273-74 χφφ PK κριτ. υπ.· έπεσα ...| ... εις το κρεβάτι μου Ντελλαπ., Ερωτήμ. 270· ενύσταξα και έπεσα εις τα γόνατα της κόρης και εκοιμήθηκα Διγ. Άνδρ. 37520· φρ. πέφτω εις πλάγιασμα, βλ. πλάγιασμα 1γ· β) (με την πρόθ. μετά + γεν. ή την πρόθ. με + αιτιατ.) συνευρίσκομαι ερωτικά: είς άνθρωπος κρατεί μίαν γυναίκα … και πέφτει μετά του και τεκνοποιών ... Ασσίζ. 37729· τόση ήτονε η κακή της γνώμη, απού ως και με τους δούλους της έπεφτεν Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 415· ο Δαβίδ ο προφήτης εστόντα αμουρούζης της γυναίκας του Ουρία ... έππεσε μιτά της και αγγαστρώσεν την Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 96· γ) κάθομαι κάτω: Την εβδομάδα τω σκολώ μαζώνουνται και βγαίνου| στα περιβόλια, να χαρούν, και με τραγούδια μπαίνου| άνδρες, γυναίκες στα δενδρά· επέσανε να φάσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 45525. 6) α) Αρρωσταίνω: Αυτού λέγει το δίκαιον διά εκείνον όπου πουλεί ού αγοράζει ένα σκλάβον ... απού πέπτει απού κακή αρρώστιαν Ασσίζ. 29029· πεσών τῳ πάθει της ελεφαντιάσεως Ιστ. πολιτ. 71· από την πίκραν την πολλήν έπεσ’ αρρωστημένος| κι ήρθε κοντά στον θάνατον Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [362]· (εδώ από έρωτα): με πικριές τέτοιας γλυκιάς αιτίας| να πέφτουν από πόθου τους άθλιοι και πονεμένοι,| διαπάς με παραπόνεσιν έστοντας βυθισμένοι΄ Φαλιέρ., Ιστ.2β) (προκ. για όργανο του σώματος) φθείρομαι, καταστρέφομαι: αν εμαγαρίστην (ενν. η γεναίκα), ... να πρηστεί η κοιλιά της και να πέσει το μερί της Πεντ. Αρ. V 27. 7) α) Σκοτώνομαι στο πεδίο της μάχης: φωνές εβγήκαν παρευθύς και κλάηματα και πόνοι| σ’ εκείνους οπού έπεφταν και τους αρπούσαν φόνοι Αχέλ. 2051· (σε παρομ.): Αρχίνισαν τον πόλεμον μετά μεγάλου πλήθους (παραλ. 3 στ.)· ωσάν τα φύλλα έπεφταν οι Τούρκοι κι οι Τατάροι Ιστ. Βλαχ. 899· β) (κατ’ επέκταση) πεθαίνω: Ο πόλεμος ο φλογερός εκράτησε δυο μήνες (παραλ. 1 στ.) και χώρια από τους σκοτωμούς εκράτιε τσι κι ανάγκη| μεγάλη, κι αποθαίνασι Ρωμιοί πολλοί και Φράγκοι,| οπού ’τον τόσος θάνατος σ’ όλες αυτές τσι μέρες,| που πέφτανε καθημερνό νέοι και θυγατέρες Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15426· ίππος ο Βουκέφαλος εξασθενήσας πίπτει| και λύπην προεξένησε μεγάλην Αλεξάνδρῳ Βίος Αλ. 4641. 8) (Συν. με το επίρρ. απάνω ή την πρόθ. εις + αιτιατ.) α) ρίχνομαι, κινούμαι ορμητικά προς κάπ., πλησιάζω πολύ κοντά σε κάπ.: ιάτρευσε (ενν. ο Ιησούς) πολλούς, τόσον οπού να έπεφταν απάνου του να τον πιάσουν όσοι είχαν βλαψίματα Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. γ́ 10· φρ. πέφτω απάνω εις κάπ., πέφτω εις τον τράχηλον/επί τους τραχήλους (κάπ.) = αγκαλιάζω κάπ.: υπήγεν και έπεσεν απάνω εις το νεκρόν σώμα του πατρός του και εκαταφίλει τον μετά πολλών δακρύων Διγ. Άνδρ. 40111· πατέρα και μητέρα του απεχαιρέτησέν τους,| έπεσεν εις τον τράχηλον και κατεφίλησέν τους Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 800· έπεσεν ιπί τους τραχήλους του (ενν. του πατέρα του) και έκλαψεν ιπί τους τραχήλους του ακόμη Πεντ. Γέν. XLVI 29·   β1) χτυπώ πάνω, προσκρούω: Εάν γίνεται ... ότι είς άνθρωπος φορτωμένος ξύλα ού έτερον τίποτες γομάριν ... διαβαίνει ... και χαλά ού ρίπτει εκείνον τό εκείνος ο βουργέσης ... έβαλεν έξω του εσπιτίου του, ... ει δε γίνεται ότι κανείς άνθρωπος να εβρούθησεν με το ίδιόν του θέλημαν το υποζύγιόν του φορτωμένον ού τον άνθρωπον φορτωμένον, ένι κρατημένος να ανακαινώσει όλην την ζημίαν τήν να ποίσει εκείνος οπού έπεσεν επάνω εις το πράγμαν του βουργέση Ασσίζ. 36210· β2) (για πλοίο) προσαράζω: την οποίαν (ενν. βάρκαν) έστοντας να σηκώσουν και να την βάλουν μέσα εις το καράβι, έκαμαν βοήθειες και εζώνασι το καράβι· φοβούμενοι μήπως και πέσουσιν εις την ξέρην — και εκατέβασαν τα άρμενα Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. κζ́ 17· γ) (μεταφ.) παρουσιάζομαι: αυτός επαίρνει το παιδί και φέρνει το στο σπίτιν,| φέρνει το την γυναίκαν του, πολλά το καμαρώνει (παραλ. 1 στ.). Πέφτει ο πόθος εις αυτούς μεγάλως, εξαιρέτως,| βυζάνου, θεραπεύουν το, κηδεύουσιν το βρέφος Βυζ. Ιλιάδ. 157· (προκ. για το Άγιο Πνεύμα): ο Πέτρος ελάλει ετούτα τα λόγια και το Πνεύμα το Άγιον έπεσεν απάνω εις όλους εκείνους οπού άκουαν τον λόγον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ί 44· δ) (μεταφ.) επιζητώ, επιδιώκω κ.: εις πράγμα που ζητούμεν| εις κείνο έως ύστερον πέφτομεν Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 4120. 9) α) Κινούμαι ορμητικά εναντίον κάπ. ή κ., εφορμώ, επιτίθεμαι: Διγ. Z 2629· ο άνθρωπος πέπτει εις το θηρίον και το θηρίον σφάζεται Φυσιολ. (Legr.) 369· έπεσαν εις τα χρήματα τα θαυμαστά του κάστρου,| τον πλούτον τον αρίφνητον εφθείραν, εχαλάσαν Βυζ. Ιλιάδ. 1051· (μεταφ.): Ο δε Θευδάς ... καλέσας ένα απού τα πονηρά πνεύματα το πέμπει, διά να δώσει πόλεμον εις την σάρκα του ανδρειωμένου στρατιώτου, του Σωτήρος Χριστού ... Το δε πονηρόν πνεύμα … πέφτει εις του λόγου του ανάπτοντας φλογερήν κάμινον εις την σάρκαν του Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 11916· οργή του Θεού έππεσεν απάνω τους, διότι ήτον πολλά αγγρισμένος μετά τους διά τας αμαρτίας τους Μαχ. 1612· β) (προκ. για κακό, συμφορά, κ.τ.ό.) συμβαίνω, ενσκήπτω, πλακώνω: Όταν έναι αγάπη δεν μπορεί σκαντάλιση να πέσει Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 65· θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.| Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλην την αγία Ανακάλ.είπανέ μου (ενν. οι άρχοντες της Λακεδαιμονίας) πως εις την Λακεδαιμόνιαν έπεσεν τόσον θανατικόν, ώστε οπού εμείς δεν ημπορούμεν να θάπτομεν τους νεκρούς Διαθ. Νίκωνος 6. 10) α) Μειώνομαι σε δύναμη ή ένταση, λιγοστεύω, εξασθενώ α1) (για καιρικά φαινόμενα): βλέποντας τον άνεμον δυνατόν εφοβήθη ... και εμπαίνοντας αυτοί μέσα εις το καράβι, ο άνεμος έπεσε Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιδ́ 32· α2) (για συναισθήματα ή καταστάσεις): όπου ορίζει ο έρωτας πάσ’ όργητα τελειώνει| και πέφτει η μάνητα η παλιά όπου η νια αγάπη σώνει Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 276· απήτι εδιάβηκα εκατό και άλλοι είκοσι χρόνοι,| και η ανομιά δεν έπεφτε, μάλλιοστας πλια φυτρώνει,| τότες όρισε ο Κύριος του Νώε ... (παραλ. 2 στ.) να μπούσι εις τον κιβωτό Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1431· β) παύω, σταματώ: του γενεράλε λέσι| από τσ’ ανθρώπους το κακό κι ο θάνατος ας πέσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5388· θέλου γραφτούν οι σύβασες κι ο πόλεμος να πέσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 54414· φρ. πέφτουν τ’ άρματα = παύει η επίθεση: δώκαν την απόφαση για να παραδοθούσι.| Και φλάμπουρον εδείξανε, τ’ άρματα για να πέσου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1745. 11) α) Νικιέμαι σε μάχη: Δέσποτα, ας πολεμούμεν,| μην πέσουν τα φουσσάτα σου και λάβεις ατιμίαν Αχιλλ. L 418· β) (για πόλη, κάστρο, κ.τ.ό.) κυριεύομαι, παραδίδομαι: Η καύχηση των Κρητικών (ενν. το Κάστρο) έπεσε κι εσκλαβώθη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 56517· Ετούτ’ η χώρα δε μπορεί έτσι εύκολα να πέσει,| κι εμείς να τηνε δώσομε δεν είν’ στην εξουσιά μας Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 36512· γ) (προκ. για εξουσία) ανατρέπομαι: Πάντα σμικτές οι βασιλειές κάλλιά ’ναι φυλαμένες,| και μόνιες και ξεχωριστές πέφτου οι πολεμημένες Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 42· δ) (μεταφ.) υποκύπτω, ενδίδω: Μαγεύγου με τα λόγια σου και πέφτω και πλανούμαι,| μα μ’ όλα αυτείνα του αντρός τες δυσκολιές φοβούμαι Φαλιέρ., Ιστ.2 661· στην εμορφιά της την πολλήν αυτείνοι δύο πέσα Δεφ., Σωσ. 80· φρ. πέφτω εις το θέλημα κάπ. = υποχωρώ, δέχομαι, συγκατατίθεμαι στην επιθυμία κάπ.: Ω πατέρα μου, ύπαγε του σκοπού σου| και πέσε εις το θέλημα, κύρη μου, του υιού σου Τριβ., Ρε 88. 12) (Μεταφ.) α) χάνω το κύρος μου, ξεπέφτω: έχασεν απολογίαν εις την αυλήν, διά τούτο πλέον ουδέν πρέπει να εισακουστεί ουδέ να πιστευτεί εις μαρτυρίαν και έπεσεν οπρός εις την αυθεντίαν, ως γιον πρέπει να πάθει άνθρωπος άπιστος Ασσίζ. 536· τες δόξες έβλεπα (ενν. εγώ, η Αθήνα) και εχαίρουμουν γαλήνη (παραλ. 1 στ.). Με των καιρών τσ’ αντιστροφές ελείψαν τα σχολειά μου,| εχάθηκε το κράτος μου, επέσαν τ’ άρματά μου Λίμπον. 22· (προκ. για την πτώση του ανθρώπου από τον παράδεισο): φαγών ο πρώτος άνθρωπος από του καρπού του ξύλου της παρακοής, ευθύς εξόριστος γίνεται από της τρυφής του παραδείσου, ... και αντί της μακαρίας ζωής …, εις την αθλίαν και πολυβασανισμένην πέπτει Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5029· (προκ. για την πτώση του Εωσφόρου): ’ς ’περιψά εδόθησα (ενν. οι αγγέλοι), το κρίμα εκινήσα.| Και ο Θεός θωρώντας τους ...| ... απάνω απού τους ουρανούς εκαταγκρέμνισέν τους| κι επέσα κι εγενίστησα κι εμείνασι ως τελώνια| κι επήγασι εις την οργή κι εγίνησα δαιμόνια Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 992· (προκ. για την ενσάρκωση του Θεού): επειδή ο Θεός ηθέλησεν τον άνθρωπον να τιμήσει,| εξ ουρανού εκατέβηκεν, να πέσει εις αύτην την φύσιν Συναξ. γυν. 124· β) καταστρέφομαι· δυστυχώ: Αντάν ο εχθρός σου ππέσει ή χαλάσει μηδέν χαρείς απέ την ζημίαν του Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 87· Σηκώνει η τύχη τσ’ άμαθους, τσ’ άγνωστους, πάσα ψεύτη,| κι ωσάν τη μπάλα ο φρόνιμος σηκώνεται και πέφτει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 128. 13) (Με την πρόθ. εις/σε + αιτιατ.) α) περιέρχομαι στη δικαιοδοσία κάπ.: ο Ρωμανός ως είδεν την δυναστείαν της βασιλείας και την ισχύν και εξουσίαν των Ρωμαίων ότι έπεσεν εις ... γύναιον ... Παράφρ. Μανασσ. 303· πέφτει εις την ελεημοσύνην του αυθέντη το κορμίν του να λάβει τοιούτην τιμωρίαν, ώσπερ να λάβει κλέπτης Ασσίζ. 22030· φρ. (1) πίπτω αποκάτω εις τους ορισμούς κάπ. = περιέρχομαι στην εξουσία κάπ.· υπακούω κάπ.: ο Θεός την όρισεν (ενν. την γυνήν) και έπεσεν αποκάτω| εις όλους του τους ορισμούς, να έναι εις το θέλημάν του Συναξ. γυν. 111· (2) πέφτω/πίπτω εις το χέριν/εις χείρας/στα χέρια κάπ. = (κυριολ. και μεταφ.) συλλαμβάνομαι· περιέρχομαι στην εξουσία κάπ.: εφάνησαν δύο κάτεργα γενουβήσικα και ήλθαν εις την συντροφίαν του. Ο κοντοστάβλης θωρώντα πως έππεσεν εις το χέριν τους ... Μαχ. 5262· θέλεις πέσει, άθλιε, εις χείρας του Σκεντέρη·| ότι ο Τούρκος ο εχθρός είναι πονηρευμένος Ιστ. Βλαχ. 1266· πέφτου| στα χέρια τότες τω Φραγκώ και τ’ άρματά τως θέτου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 46117· αλί οπού πέσει εις χείρας του και οπού τον γνωρίσει (ενν. τον έρωτα)·| τον νουν του χάνει τον ταχύ, χαλά και την ζωήν του Διγ. Z 188· β) (μεταφ.) παγιδεύομαι, απατώμαι, πλανώμαι από κ.: υιέ μου, η ελικία σου μηδέν σε παραπαίρνει·| το νέον σου το εύμορφον μηδέν το καμαρώνεις (παραλ. 1 στ.)· εις κάλλος όπου έπεσεν έμεινε κομπωμένος Σπαν. O 35· φρ. (1) πέφτω εις τα νήματα κάπ. = παγιδεύομαι, συλλαμβάνομαι: το αυτόν όρνιον πέφτει εις τα νήματα κανενού πουλλάρη και πιάνει το Ασσίζ. 20020· (2) πέφτω/πίπτω εις τον δεσμόν/εις παγίδαν/σε βρόχια (κάπ.) = (μεταφ.) απατώμαι, πλανεύομαι: όποιος απόκτησε τον φόβον του Κυρίου (παραλ. 1 στ.). ... ποτέ δεν επλανέθη (παραλ. 1 στ.)· δεν έπεσεν εις τον δεσμόν εχθρού του βροτοκτόνου Ιστ. Βλαχ. 1367· δελεαστείς ο άνθρωπος πέπτωκεν εκ της δόξης (παραλ. 1 στ.)· η Εύα τον επλάνεσε, υιέ αγαπημένε·| διάβολον ουκ έβλεπεν, ει μη τον όφιν μόνον.| Ακούσασιν τον λόγον του, έπεσαν εις παγίδαν Σπαν. O 179· σε βρόχια κιανενός αντρός να πέσω δεν αφήνω Πανώρ. Δ́ 44· γ) υπόκειμαι (στον έλεγχο, την κρίση ή την τιμωρία κάπ.): θέλω ετούτο το μικρόν μου ποίημα να το λέγουν Άνθος Χαρίτων, και αν τύχει τίποτες πταίσιμον, είμαι βέβαιος να έναι εις την συνείδησιν εκεινού οπού το αναγινώσκει, και εγώ έως τώρα πέφτω εις την παίδευσίν τους και αφήνω το πταίσιμόν μου Άνθ. χαρ. 28917· πρόσεχε να μηδέν ψευσθείς εις τον βασιλέαν· και θέλεις πέσει εις μεγάλην οργήν και παίδευσιν και καταδίκην Ιστ. πατρ. 16415. 14) (Με την πρόθ. εις + αιτιατ.) α) περιέρχομαι σε μια κατάσταση: γυναίκα εχήρευσεν και ουδέν δύνεται εγκρατεύσαι, αλλά θέλει να πέσει εις δεύτερον γάμον Ελλην. νόμ. 5835· αρπάζετε τους κόπους των μετά την δυναστείαν| και εκείνοι πέπτουν εις πτωχείαν, πολλά κακοπαθούσιν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2502· πέφτοντας εις φόβον και χαράν ομού σύμμικτον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 130· Όσοι γαρ αγαπώσι πέφτουσ’ εις μεγάλες έγνοιες και κινδύνους και φόβους Διγ. Άνδρ. 3348· β) υποπίπτω (σε σφάλμα, παράπτωμα, αμάρτημα, κλπ.): πέφτει (ενν. ο αυθέντης του σκλάβου) εις το πταίσμαν του αμαρτήματος ούτως ώσπερ απαύτα εκείνος να το είχεν ποιήσει διά χειρός του Ασσίζ. 15319· το κορμί έναι γιναμένον από την φύσιν … και πέφτει γλήγορα εις πάθη Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 32r· από την μέθην έπεσαν εις πορνείαν και εις μοιχείαν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 366v. 15) α) Kατασκηνώνω: Αναπετώ την τέντα μου, στένω το φλάμπουρό μου (παραλ. 1 στ.), δίδω βουλήν να μένομεν απέσω εις το λιβάδιν·| έλυσαν τα φαρία τους πάντες εις το λιβάδιν (παραλ. 2 στ.). Επέσαμεν αμέριμνα την όλην την ημέραν Λίβ. (Lamb.) N 651· β) στρατοπεδεύω: το ποτάμι επέρασεν (ενν. ο Αλέξανδρος) με όλα τα φουσσάτα του και έπεσεν εις το σύνορό μου κοντά Διήγ. Αλ. G 28614· ο μεν Ισαγγέλης έξωθεν της Τριπόλεως πεσών πάσαν μηχανήν εποίει προς το κρατήσαι το κάστρον Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 17· φρ. πέφτει η κατούνα μου, πέφτω την κατούναν μου = στρατοπεδεύω: Ο της Αιγύπτου βασιλεύς ήλθεν ο Φερδερίγος,| έπεσεν η κατούνα του με την υποταγήν του Λίβ. Esc. 2252· έπεσεν την κατούναν του (ενν. ο Βεδερίχος) με την παραταγήν του Λίβ. N 1985· γ) εγκαθίσταμαι: επλίκεψαν από την Χάβιλα ως τη Σουρ ...· ιπί πρόσωπα ολωνών των αδερφιών του έπεσεν Πεντ. Γέν. XXV 18. 16) (Με την πρόθ. εις + αιτιατ.) α) βρίσκομαι τυχαία σε μια περίσταση: Αυτούς οπού θέλουν το κρασί κάνε να τους αφήσεις,| κι αν πέσεις εις χαροκοπιά, βλέπε να μην μεθύσεις Δεφ., Λόγ. 154· οι Τούρκοι επεράσα| …, τους χριστιανούς επιάσα (παραλ. 4 στ.)· κι όλους στα καταλύματα τους δέσαν και τους πιάσα| κι εφέρασι ξύλα, κλαδιά κι εβάλα κι εσκεπάσα| κι άναψε κι εκαήκανε όλοι τως εκεί μέσα,| και δείχνω σας τι πάθανε κι εις είντα ώρα επέσα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4225· β) συναντώ απροσδόκητα κάπ.: πέφτοντας απάνω εις τους εχθρούς τούτους, ούτε με το εξαφνικόν τούτο πράγμα εταράχθηκα ούτε πολλά εφοβήθηκα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 130· (εδώ σε παροιμ. χρ.): αποφάσισε πως άλλην σωτηρίαν δεν έχουσι να γλυτώσουσι παρά το σπαθί τως, διότι όλοι οι τόποι τριγύρου είναι κλεισμένοι από τους ερημίτας Αράπηδες, και αν βάλουσιν εις τον νουν τως να φύγουσι, θέλουσι φύγει από τον λύκον να πέσουσιν εις το λεοντάρι Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 397. 17) α) Αναλογώ· ανήκω, αποδίδομαι σε κάπ.: εκάτσαν ... και είδαν την ομάδαν του μηνίου του λαού και εμοιράσαν τα μεσόν τους ... και έππεσεν πασανού τον χρόνον από τρία πέρπυρα χρυσά Μαχ. 830· το δίκαιον ορίζει ότι όλον να ένι του αυθέντη του τόπου με δίκαιον του ποίου πέφτουν τα πάντα Ασσίζ. 1202· ημείς να κατορθώνομε και ημείς να πολεμούμεν,| η δόξα και το έπαινος να πέφτει εις εσένα Αργυρ., Βάρν. K 378· (εδώ σε μαθηματικούς υπολογισμούς): Μέθοδος των ζ́ απλή. Επτά σύντροφοι με ζ́ φλουριά εις ή μήνας εκέρδισαν φλουριά ιά· αν ήταν σύντροφοι θ́ εις μήνας θ́ με φλουριά ας́, τι ήθελεν τους πέσει; Rechenb. 402· β) (για οικονομική ζημία, ευθύνη, φταίξιμο, κλπ.) β1) επιβαρύνω: πουλεί το αμάχι την άλλην ημέρα διά παρκάτω, επάνω εις τίναν να πέσει η αυτή ζημία του παρκάτου και τις να την πλερώσει Ασσίζ. 31330· να σηκώσει βάρητα που πέφτουν στα παιδιά μου Λίμπον. 38· έπεσε όλο το κατάβαρο εις τους άρχοντας το πως να είναι αιτία ατοί τους και η βουλή να γίνουνται ετούτα τα καμώματα Σουμμ., Ρεμπελ. 165· β2) μοιράζομαι: Περί ναυαγίου, οπού ναυαγήσει το καράβι και ρίχνουν εις την θάλασσαν τίνα είδος, ότι πώς πέφτει η ζημία. ... ζημιώνουνται πάντες κατά το ποσόν της πραγματείας τους ... Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1239 κβ́ 2· γ) περιέρχομαι σε κάπ. (από κληρονομιά ή συγγένεια): το μερτικόν της μητρός κατεβαίνει των τέκνω της ... και ουκ ημπορεί ο πατήρ να εμποδίσει ούτε να παρκατεβάσει των τέκνων τό τους έπεσεν παρά της μητρός αυτών Ασσίζ. 38311· αν ... πεθάνει ο ρε Ούγγες, το ρηγάτον να πέφτει του άνωθεν υιού της κόρης του Λογής και μεν το πάρει άλλον παιδίν του ρε Ούγγε Μαχ. 9412· δ) λαχαίνω, τυχαίνω σε κάπ.: ας αποθάνουμεν στον κόσμον τιμημένα,| μάλιστα που μας έπεσεν καιρός πεθυμημένος| για την ελευθερίαν μας Παλαμήδ., Βοηβ. 235· φρ. πέφτω εις τον λαχνόν κάπ. = κληρώνομαι σε κάπ. (εδώ μεταφ.): εις τον οποίον (ενν. τον Χριστόν) και εταχθήκαμεν, ήγουν επέσαμεν εις τον λαχνόν του Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Εφεσ. ά 11 σημ. 18) Μου επιβάλλεται ποινή, τιμωρούμαι: Εάν γίνεται ... ότι κανείς άνθρωπος δέρνει κανένα άνθρωπον έτερον ..., το δίκαιον κρίνει ότι εκείνος έπεσεν να δώσει του δαρμένου ρ́ δωδεκάρια Ασσίζ. 46214· ο εγγυτής οπού είχεν ομόσει τον άδικον όρκον να πέσει να δώσει της κρίσης τοιούτον τέλος, ως γιον χρεωστεί να δώσει άνθρωπος παράνομος Ασσίζ. 6622. 19) α) Σφάλλω, παρανομώ· αμαρτάνω: Υιέ μου, ειδέ και αν έπεσες, και αν έποικες και φόνον,| βλέπε γαρ την γυναίκα σου μηδέν τ’ ομολογήσεις Διδ. Σολ. Ρ 80· πάντα γαρ δέχεται Θεός, μόνον μη απογνώσεις·| οσάκις πέσεις, έγειρε· ουκ ήλθε γαρ καλέσαι| Κύριος δικαίους ..., αλλά τους αμαρτόντας Ντελλαπ., Ερωτήμ. 233· β) κάνω λάθος, πλανώμαι: οι Ρωμαίοι πλανούν τον λαόν και βάλλουν τους εις αιρεσίαν … και λαλούν ψέματα και πέφτουν ως γιον τους Έλληνες και ονομάζουν πράματα άπρεπα τα ποία δεν είναι Μαχ. 6617. 20) (Μτβ., σε ιδιάζ. χρ.) ρίχνω κάπ. κάπου· (μεταφ.) οδηγώ κάπ. σε μια κατάσταση: Να ’χεις εσύ (ενν. Θεέ) τον ουρανόν, την άβυσσον εκείνος (ενν. ο αντιστάτης).| Και ωσάν εσύ του γίνεται τάχατ’ η αρχή τήν έχει| και πέπτει τον εις παρηγοριάν, της δόξης καν απέχει Δευτ. Παρουσ. 248. Φρ. 1) Μου πέπτει ανάγκη = αναγκάζομαι: Εις άλλον κόσμον, ήξευρε, εις άλλη γη και τόπον| μου πέπτει ανάγκη σήμερον, ξένε μου, να παγαίνω Ντελλαπ., Ερωτήμ. 3122. 2) Με/μου πέφτει δύσκολα/’ς βάρος = μου είναι δύσκολο: ακόμη δεν είναι καιρός σου και τώρα σε πέφτει δύσκολα, διότις είσαι ακόμη δώδεκα χρονών και δεν δύνεσαι ακόμη να πολεμήσεις θηρία Διγ. Άνδρ. 34323· Στην πόλιν να παγαίνουσι, α δεν του πέφτει ’ς βάρος Θησ. Θ́ [307]. 3) Μου πέφτει επιδέξιον/εύκολα = μου είναι εύκολο: αν είχεν γαρ την δύναμιν (ενν. ο βασιλεύς), να του έπεφτε επιδέξιον,| δείξει το ήθελεν καλά του μισίρ Ντζεφρέ εκείνου| το πως το έποικε άσκημον …| την θυγατέρα του να ευλογηθεί άνευ θελήματός του Χρον. Μορ. H 2532· να γράψομεν του βασιλέως ευθύς …| ενάντια του Μιχαήλ, κι όταν τον βασιλέα| φέρομεν εις την γνώμην μας να ’ναι με μας στερέα,| θέλει μας πέσειν εύκολα να τον αντισταθούμεν Παλαμήδ., Βοηβ. 733. 4) α) Μου πέφτει λόγος = λέω κ.: η γνώμη σου είναι καλή και του Θεού αρέσει·| μόν’ φύλαγε του λόγου σου και λόγος μη σου πέσει Μαρκάδ. 222· Πολλά τον επασκίσασι (ενν. οι αρχιερείς τον Ιησού), λόγος για να του πέσει| και αντίδικα του Αβραάμ τ’ όνομα να συθέσει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2632· β) πέφτει «μια λέξη» από το στόμα μου = λέω κ.: απού το στόμα μου τ’ «όχι» δε θέλει πέσει,| μα πασανός τα χείλη μου «μετά χαράς» θα λέσι Πανώρ. Ά 287. 5) Να ’πεφτε φωτιά να μασε κάψει· πέσε, φωτιά, και κάψε = (σε κατάρα): Ανάθεμα στη μοίρα μας κι ας ήθελε μας θάψει| εδώ γή να ’πεφτε φωτιά τώρα να μασε κάψει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1966· Αέρα, πάψε, δροσερέ· πέσε, φωτιά, και κάψε| το Χοσαΐνη τον πασά, κι εσύ, ουρανέ μου, κλάψε! Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22815. 6) Πέφτει η κεφαλή μου = τιμωρούμαι με αποκεφαλισμό: έκαμε την απόφαση (ενν. ο βιζίρης) να πέσει η κεφαλή του (ενν. του Χοσαΐνη),| κι ώστε να πει το λόγο του, είχαν του τηνε κόψει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4048. 7) Πέφτει ο κλήρος απάνω εις = επιλέγομαι με κλήρωση, κληρώνομαι: έδωκαν κλήρον εις αυτούς και έπεσεν ο κλήρος απάνω εις τον Ματθίαν, και εβάλθη και αυτός … αντάμα με τους άλλους ένδεκα τους αποστόλους Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 42r. 8) Πέφτει ο λογισμός/νους μου (εις) = σκέφτομαι: κτίσε παλάτια θαυμαστά ...· και βάλε την θυγατέρα σου εις εκείνα τα παλάτια μέσα, διά να μην πέσει ο λογισμός της εις έρωτα Διγ. Άνδρ. 31320· Τούτο σας λέγω, αυθέντες μου, αλλού μη πέσει ο νους σας,| το πέραμά σας να γενεί μέσον του Μεντοβόρου Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 967. 9) Πέφτουν τα νεφρά μου, βλ. νεφρό(ν) Φρ. 1. 10) Πέφτουν τα πρόσωπά μου = σκυθρωπιάζω: οργίστην του Κάιν πολλά και έπεσαν τα πρόσωπά του Πεντ. Γέν. IV 5. 11) Πέφτω εις δρόμον, βλ. δρόμος 24. 12) Πέφτω εις κατηγορίαν, βλ. κατηγορία Φρ. 13) Πέφτω εις όρεξιν να ..., βλ. όρεξις ‑ξη Φρ. 11. 14) Πέφτω εις το προκείμενον = (προκ. για λόγο, αφήγηση) αναφέρομαι, σχετίζομαι με το θέμα: Ετούτον τον μύθον μου εδιηγούτονε η άνωθεν γερόντισσα, ο οποίος πέφτει εις το προκείμενόν μας τόσον, οπού δεν ημπορεί να ειπεί τινάς περισσότερον Μπερτολδίνος 115. 15) Πέφτω εκ τον ορισμό (κάπ.) = παρακούω, απειθώ (σε κάπ.): Με πονηριά εβάλθηκε (ενν. ο όφης) τον άνθρωπο να κάνει| να πέσει εκ τον ορισμό, μόνο για ν’ αποθάνει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1080. 16) Πέφτω κάτω, βλ. κάτω Φρ. 17) Πέφτω/πέπτω και αποθνήσκω/ν’ αποθάνω/να αποθνήσκω/να ψοφήσω = πεθαίνω: το είδος του προσώπου της (ενν. της γοργόνης) θάνατον γαρ εισάγει,| οίον γαρ ίδῃ, παρευθύς πέπτει και αποθνήσκει Φυσιολ. (Legr.) 883· ήλθε μου λακταρισμός να πέσω ν’ αποθάνω Περί ξεν. (Μαυρομ.) 330· ποτέ δεν ομιλεί (ενν. ο αβουγαδούρης) διχώς καλόν κανίσκι,| ανέναι και θωρεί άνθρωπον να πέπτει να αποθνήσκει Σαχλ., Αφήγ. 361· δεν υπάγεις (ενν. συ, ορτύκιν) πούπετε να πέσεις να ψοφήσεις,| αμή ήλθες και εκάθισες εν μέσῳ της τραπέζης Πουλολ. (Τσαβαρή)2 480. 18) α) Πέφτω εις θάνατο = πεθαίνω: ανίσως και θελήσετε εκ τον καρπό να φάτε,| θέλετε πέσει εις θάνατο και στη φωτιά να πάτε Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1071· β) πέφτω σε θάνατον/του θανάτου = είμαι ετοιμοθάνατος, κοντεύω να πεθάνω· (εδώ σε υπερβολή για να δηλωθεί μεγάλη στενοχώρια): από την πλήξιν ήλθασιν σε θάνατον να πέσουν Αχέλ. 1983· από το παράπονον κι εκ την αδημονίαν| ολιγοψύχησεν πολλά και έπεσεν του θανάτου,| και με τα ροδοστάματα με όλις εσυνήλθεν Περί ξεν. (Μαυρομ.) 401. 19) Πέφτω στα πλάγια κάπ., βλ. πλάγιον Φρ. 2. 20) Πίπτει/πέφτει η αγάπη/ο πόθος μου εις κ. ή κάπ. = επιδίδομαι με ζήλο, αφοσιώνομαι σε κ. ή κάπ.: καθώς ετελείωσε το σωτήριον τούτο έργον ο χριστομίμητος πατριάρχης, έπεσεν ο πόθος αυτού και η αγάπη εις την μελέτην της θείας Γραφής και νύκτα και ημέρα εσπούδαζε Ιστ. πατρ. 1975· επειδή αρνήσθηκα συγγενείς, πατέρα και μητέρα, και έπεσεν η αγάπη μου εις εκείνον (ενν. τον άνδρα), ανάγκη ήτον και είτι ήθελεν με ειπεί να μην τον ακούσω κιόλα; Διγ. Άνδρ. 37222. 21) Πίπτουσιν οι ψήφοι εις = εκλέγομαι με ψηφοφορία: Εποίησαν ουν ψήφους (ενν. οι αρχιερείς) και έπεσον οι ψήφοι εις τον Θεσσαλονίκης και εποίησαν αυτόν πατριάρχην Έκθ. χρον. 4516. 22) Πίπτω εγγυητής = εγγυώμαι: συντύχετε (ενν. σεις, Αγάπη και Πόθε) τον Έρωτα, παρακαλέσετέ τον (παραλ. 2 στ.)· δι’ εμέ πέσετε εγγυηταί, λόγους καλούς ειπέτε Λίβ. P 2812. 23) Πίπτω εις βουλήν/έννοιαν/μελέτην/φροντίδα = σκέφτομαι, αναλογίζομαι: εις έννοιαν έπεσεν και συνεσκόπει ο νους του| και εσκόπει το πώς διέβαινε η γραία ...| δύσβατον τέτοιον ορεινόν Λόγ. παρηγ. O 244· έπεσον εις ετέραν φροντίδα και βουλήν και μελέτην, πότερον να έχωσι τον υιόν αυτού τον Μουράτην αγάπην και να παραχωρήσωσιν είναι αυτόν αυθέντην ... ή να φέρωσι τον Μουσταφάν ... και ποιήσωσιν αυτόν αυθέντην εις την Δύσιν Σφρ., Χρον. (Maisano) 1815. 24) Πίπτω εις κατηγόρημα, βλ. κατηγόρημα(ν) Φρ. 25) Πίπτω εις οργήν, βλ. οργή Φρ. 13. 26) Πίπτω/πέφτω εις συμβίβασιν/‑εις = συνθηκολογώ: μη δυνάμενοι δε (ενν. οι δύο δεσπόται) αντιμαχήσασθαι αυτῴ, έπεσον εις συμβιβάσεις, όπως δώσωσιν αυτῴ χαράτσιον Έκθ. χρον. 2012· εκ την στένεψιν την πολλήν που είδαν εκείνοι οι απέσω,| ότι ποθέν ουκ ημπορούν να έχουσι βοήθειαν,| έπεσαν εις συμβίβασιν κι εδώκασιν το κάστρον,| μεθ’ όρκου γαρ και συμφωνίες να έχουν τες προνοίες τους Χρον. Μορ. H 2821. 27) Πίπτω/πέφτω με δώρα, δωρήματα ή χαρίσματα σε κάπ. = προσφέρω σε κάπ. δώρα (ζητώντας συν. κ. ως αντάλλαγμα): με δώρα, με χαρίσματα να πέσουν στον σουλτάνον (παραλ. 1 στ.), όπου ήτον εις το χέριν του είτι ήθελεν να κάμει,| και εύχολα να εκάμνασιν το είτι εγυρεύαν Χρον. Τόκκων 2240· στον αμιράν να πέμψουν (παραλ. 4 στ.), να πέσουν με δωρήματα, με πράγματα να τάξουν,| αν ημπορέσουν τίποτε κατάστασιν να κάμουν Χρον. Τόκκων 3082. Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = αμαρτωλός: σταυρωθείς, Χριστέ μου,| ανάστασιν δωρούμενος κἀμοί τῳ πεπτωκότι ... Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1822· Με χείρα ψυχοπόνεσης σήκωσε (ενν. συ, Μαρία) τους πεσμένους,| της αμαρτίας κοιμώμενους στον λάκκον και πταισμένους Σκλέντζα, Ποιήμ. 725.
       
  • πλανήτης (Ι)
    ο, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 406, 409, 413, 417, Κορων., Μπούας 40, 148, Πανώρ. Δ́ 292, 354, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1729, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5526, 55323, 5563.
    Το αρχ. ουσ. πλανήτης. Η λ. και σήμ.
    1) Αυτός που γυρνά από εδώ κι εκεί, περιπλανώμενος: Ψευδο-Σφρ. 51237. 2) α) Ετερόφωτο ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο: Διήγ. Αλ. V 29, Ψευδο-Σφρ. 2161· (προκ. για τον ήλιο): Αυτή η λάμψη, τήν θωρείς, δεν έναι του πλανήτη,| ουδ’ απολπίσει θες εσύ πριχού να βγεις ’κ το σπίτι Φαλιέρ., Ιστ.2 239· (προκ. για την σελήνη): Με ταύτα (ενν. τ’ αστέρια) είχαν συντροφία μέγαν καιρόν καθάριον,| κι απέσω σ’ όλα στέκετον πλανήτης οπού ’φραίνει Θησ. Έ [294(σε παρομοίωση): τοιούτος είν’ ο βασιλεύς ο της Αλαμανίας| και πάλιν ο παμφούμιστος ρήγας της Ουγγαρίας,| ως τους πλανήτες τους επτά να υπερφέρουν δύο Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 514· (σε προσφών.): Ω ‑ν‑ οι πλανήτες τ’ ουρανού, εσείς οπού πλανείτε,| σήμερον εις εμένανε του πόθου λυπηθείτε Φαλιέρ., Ιστ.2 327· β) (γενικ.) ουράνιο σώμα, άστρο (Για το πράγμα βλ. Πηδώνια Κομν., Χορτάτσης 99-100): Θωρώ στον ουρανόν· τα κλάματά μου| πλανήτης κανείς δεν συνεργάζει Κυπρ. ερωτ. 9034· πάσα πλανήτης φωτερός εις νέφη μέσα ας δράμει| και το φεγγάριν έγκλειψη παντοτινήν ας κάμει Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 433· (προκ. για αστρομαντεία): Πάρι, αυτάδελφε, ... έμπροσθεν του δεσπότου μας, κυρίου και πατρός μας,| λέγω σας την αλήθειαν τήν λέγουν οι πλανήτες·| ηξεύρω να μαντεύομαι· εταίρον μου ου μη εύρεις Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 1612· (σε σχ. εν διά δυοίν): ’δ’ εμέν παρκατεβαίννει το λαμπρόν μου| αν μεβ βουθήσουν οι πλανήτες τ’ άστρα Κυπρ. ερωτ. 10518· (σε προσωποπ.): Πλανήτης δεκαφώτιστος στον κόσμον ήλθε κάτω| κι εσμίξαμεν κι εγέννησα γιατρόν τον Κοταγάτο Τζάνε, Φιλον. 58411· (σε προσφών.): Ω κρουσταλλένιοι μου ουρανοί, πλανήτες, τώρα ελάτε,| κι εσείς, Πουλιά, πετάξετε Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 20813. 3) (Αστρολ.) α) ο πλανήτης που κυβερνά καθένα από τα δώδεκα ζώδια του ζωδιακού κύκλου και (υποθετικά) επηρεάζει το πεπρωμένο ενός ανθρώπου (Βλ. όμως και Πηδώνια Κομν., ό.π. 100): Ημείς, ω βασιλεύ, ευρίσκομεν εις την αστρολογίαν μας ότι το παιδίον Ιωάσαφ ημπορούμεν να σου ειπούμεν καλά λόγια δι’ αυτόν, ως είδαμεν εις τα βιβλία μας και εις τον πλανήτην οπού εγεννήθη Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 773· Κι αν από τον πλανήτη μου, μοίρα καλ’ είχα πάρει,| κι εκείνη κατά πώς ποθώ, είχε μου δώσει χάριν| εις την ζωήν μου να μπορώ να ’χω την λευτεριάν μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [775]· β) η μοίρα, το πεπρωμένο (όπως καθορίζεται, σύμφωνα με την αστρολογία, από την κίνηση των πλανητών): εις του Μαΐου του μηνός στας είκοσι εννέα,| τρίτην ημέραν δολερήν που αυθέντευεν Άρης.| Εκείνη ώρα η βαρεά, η στιγμή του πλανήτου, ..., επήρασι την Πόλιν| οι Τούρκοι, σκύλοι ασεβείς Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 122.
       
  • πλανώ,
    Σπαν. O 183, Προδρ. (Eideneier) II 101, IV 249, Καλλίμ. 1433, Διγ. (Trapp) Gr. 2090, 2187, 3506, Διγ. Z 3391, Διγ. A 4735, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1107, 1156, Χρον. Μορ. H 1099, 8414, Χρον. Μορ. P 1099, 8414, Λίβ. P 2370, Λίβ. Sc. 2493, Λίβ. Esc. 3658, Λίβ. N 3108, Αχιλλ. (Smith) N 1368, Χρον. Τόκκων 2211, 2654, Μαχ. 58822, 6565, Απόκοπ.2 215, Συναξ. γυν. 549 (έκδ. πλακούσι· διόρθ. Αλεξ. Στ.· βλ. και πλακώ (I)), Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 73r, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 691, Ιστ. πολιτ. 349, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4779, Κυπρ. ερωτ. 10022, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 264, Παλαμήδ., Βοηβ. 948, Σουμμ., Ρεμπελ. 177, Κατζ. Πρόλ. 31, Διγ. Άνδρ. 37018‑19, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 100, 648, 1076, Γ́ 174, 462, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 948, Διήγ. πανωφ. 61, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 334, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14314, 30820, 3629, 50716, κ.π.α.· πλανάγω, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 363r· β́ πληθ. ενεστ. πλανείτε, Φαλιέρ., Ιστ.2 327· γ́ πληθ. παρατ. ’πλάνων, Δεφ., Λόγ. 248· μτχ. ενεστ. πλανωμένος, Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 1386‑7.
    Το αρχ. πλανάω· πβ. και μτγν. πλανέω (TLG). Ο τ. με ανάπτυξη ευφωνικού γ (βλ. Καραντζόλα [Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. σ. 516]). Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) (Μεταφ., με υποκ. τη λ. νους) οδηγώ, περιφέρω εδώ κι εκεί: όταν τον δοξολογείς και υμνείς τον (ενν. τον Θεόν) μηδέν σε πλανάγει ο νους σου εδώθεν και εκείθεν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 363r. 2) α) Ξεγελώ, εξαπατώ, παραπλανώ: Διγ. A 3165, Σαχλ., Αφήγ. 421, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2693, Σταυριν. 433, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 189· (προκ. για θρησκ. πλάνη): ο Θεός μας ήφερεν εδώ ... και έβαλέ μας εδώ να στέκομε έως ότου να γεννηθεί ο Αντίχριστος, ο υιός της απωλείας, ο οποίος θέλει γεννηθεί από πόρνη και θέλει πλανέσει πολλούς Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 294r· Εγώ ... τον έστειλα να κυβερνά εκείνον τον τόπον, και αυτός ο μιαρός τους επλάνεσε και τους έκαμε όλους χριστιανούς Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 14523· β) βγάζω κάπ. από το σωστό δρόμο, παρασύρω: Εν τούτῳ σε παρακαλεί κι ημείς όλοι μετ’ αύτον·| μη σε πλανέσει ο λογισμός, του κόσμου γαρ η δόξα Χρον. Μορ. H 8414· Τα Βομπλιανά εγύρευεν να επάρει του δεσπότου,| και τόσον τον επλάνεσεν η έπαρσις η μεγάλη,| ότι εντρέπομαι να τα ειπώ τι έγραφεν τον δεσπότην Χρον. Τόκκων 2211· αυτόνος (ενν. ο Πιλάτος) την απόφασιν ήκαμε εις αληθεία,| γιατί τον επλανέσασι με τη φιλαργυρία Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4581· γ) αποπλανώ, ξελογιάζω: Ποτέ μου δεν με πλάνεσε κοράσιον στον καιρόν μου,| μόνο εσύ, ματάκια μου, κι έκαψες την καρδιά μου Ch. pop. 352· Έπειτα επήγαμεν εις την Χοχλακούραν και εκεί ηύραμεν το παλληκάριον, οπού επλάνησεν την κόρην Διγ. Άνδρ. 3739· και ο Σαμψών ο θαυμαστός, ’κείνος ο ανδρειωμένος,| γυναίκα τον επλάνεσε κι έμεινε τυφλωμένος Διακρούσ. 1168. II. Μέσ. 1) Περιπλανιέμαι: Σπαν. O 4, Σπανός (Eideneier) D 1485, Παλαμήδ., Βοηβ. 442. 2) α) Ξεγελιέμαι, εξαπατώμαι, παραπλανούμαι: Διγ. Άνδρ. 1926· (με εμπρόθ. προσδ.): παρακαλώ σας το, κάμετε και φρονείτε,| μη πλανεθείτε σε φλωρί, την νιότην να πουλείτε Περί γέρ. 180· Ξεύρομεν πως τα θηλυκά στον πόθον πλια νικούνται,| παρά τους άνδρες, κι εύκολα στον έρωτα πλανούνται Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [400]· (με συμπερασμ. πρόταση): Μη πλανεθούμεν, άνδρες αδελφοί, καθώς αι μωρές εκείναι πέντε παρθένοι, να χάσομεν τον καιρόν τούτον, οπού είναι καιρός ελέους Πηγά, Χρυσοπ. 140 (42)· λέγε μου με δίχως φόβον πώς επλανέθηκες τέτοιας λογής, να προτιμάς με όφκαιρες ολπίδες εκείνα οπού δεν θεωρείς από εκείνα οπού θεωρούμεν φανερά Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3420· β) βγαίνω από τον ίσιο δρόμο, παραστρατώ: Όλοι μας ωσάν πρόβατα επλανεθήκαμεν. Ο άνθρωπος εις την στράταν του επλανέθη και ο Κύριος του επαράδωκε τις αμαρτίες μας Χριστ. διδασκ. 80 δις· γ) σφάλλω, λαθεύω: κείνοι που κουμπώνουνται και λέγουν κι έχουν φίλους,| ουδέν κατέχουν τίποτας, έσφαλον και πλανώνται Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 171· Ποτέ δεν εκακόπεσε, ποτέ δεν επλανέθη,| από τα αμαρτήματα ελεύθερος ευρέθη Ιστ. Βλαχ. 1365· δ) πέφτω σε θρησκ. πλάνη: Μη το βάλεις εις τον νουν σου πώποτε να πλανεθούμεν, να προσκυνήσομεν είδωλα! Αγαπ., Καλοκ. 338· πάλιν εδάκρυσεν η Παναγία και είπε προς αυτούς: «Πώς επλανηθήκετε, ταλαίπωροι, και δεν εγνωρίζετε τον ποιητήν σας;» Αποκ. Θεοτ. Ι 53· (μτβ., με σύστ. αντικ.): μεγάλην πλάνην επλανεθήκασιν, ω βασιλεύ, οι Αιγύπτιοι και οι Χαλδαίοι και οι Έλληνες θέλοντες να σέβουνται τέτοιους θεούς Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 10729· ε) ξελογιάζομαι: Μαγεύγου με τα λόγια σου και πέφτω και πλανούμαι,| μα μ’ όλα αυτείνα του αντρός τες δυσκολιές φοβούμαι Φαλιέρ., Ιστ.2 661· (με εμπρόθ. προσδιορ.): οι δίκαιοι εις πειρατήριον ενέπεσαν και πολλοί, κατά το γεγραμμένον, επλανήθησαν εν κάλλει γυναικός Φυσιολ. (Zur.) XXXXIX 27. Η μτχ. ενεστ. ως επίθ. = απατηλός: να εγνωρίζουν άπαντες τον πλανωμένον κόσμον,| τον άστατον, ακέρδητον, τους άπαντας κομπώνει Βυζ. Ιλιάδ. 495. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που έχει σφάλει, που έχει κάνει λάθος: θρησκείες εστοχάστηκα πολλές, μα πλανεμένες Διγ. O 1047· (σε προσφών.): Αλλά αιτία των κακών ο Θεός ποτέ δεν έναι·| τι είναι τά συλλογίζεσαι, άνθρωπε πλανεμένε! Πένθ. θαν.2 324· εκφρ. (1) πεπλανημένον πρόβατον = ο άνθρωπος που έφυγε από το δρόμο του Θεού (πβ. ΚΔ, Λουκ. 15, 6 κ.α.: πρόβατον απολωλός): το ωμόφορον, όπερ βαστά ο αρχιερεύς εις τον ώμον του, δηλοί το πρόβατον το πεπλανημένον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 397v· (2) πλανεμένη οδός/στράτα = αμαρτωλός, ανήθικος τρόπος ζωής (πβ. οδός 8β εκφρ.): Επεί λοιπόν γνωρίζομεν λοξά περιπατούμεν,| πρέπει να την αφήσουμεν την στράταν που κρατούμεν,| και άλλην οδόν να πιάσομεν, τι αυτή έναι πλανεμένη Πένθ. θαν.2 571· ας ηξεύρει ότι εκείνος οπού γυρίσει αμαρτωλόν από την πλανεμένην του στράταν θέλει σώσει ψυχήν από τον θάνατον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιακ. Καθολ. Επιστ. έ 20 (πβ. ΚΔ, Ιακ. 5, 20: εκ πλάνης οδού). Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = α) παραπλανημένος, ξεγελασμένος: Εγώ είμαι ο πλανεμένος και άγνωστος, οπού επίστευσα τα ψεύματα Ζυγομ., Διήγ. Περζουέ 225· (προκ. για θύμα θρησκ. πλάνης): Τι επιχειρίζεσαι και αναγελάς το κήρυγμα της αληθείας ... διά του οποίου οι πλανεμένοι ευρήκασι την αληθινήν στράταν; Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 12632· β) αυτός που έχει σφάλει, που έχει κάνει λάθος: (σε προσφών.): Υπόστρεψον ταχύτατα προς την ενεγκαμένην,| πεπλανημένε, πόλιν σου και την Ολυμπιάδα, σην τιθηνόν, και θήλαζε Βίος Αλ. 1703. Το ουδ. της μτχ. παρκ. ως επίρρ. = α) λανθασμένα: Δεν έτρεξεν (ενν. ο παράλυτος) εις μάγους και μάντισσες, ωσάν το κάμνουσιν τινές άθεα, ασεβίστικα, πλανεμένα Πηγά, Χρυσοπ. 59 (20)· β) παραπλανητικά, δόλια: Τα μάτια σου, αν γυρίσουσι να ιδούσι νιον κανένα,| κι αυτά με πονηριά θωρούν, ψευτά και πλανεμένα Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1208].
       
  • πλέον (I),
    επίρρ., Σπαν. A 233, Καλλίμ. 554, Διγ. Z 1895 (βλ. και κριτ. υπ.), Διγ. Esc. 894, 960, 1385, 1668, Χρον. Μορ. H 5033, Χρον. Μορ. P 611, 4062, 6746, 7350, 9037, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 538, Φλώρ. 1415, Ερωτοπ. 285, 600, Αχιλλ. (Smith) N 89, Αχιλλ. (Smith) O 176, 505, 737, Ιμπ. 757, 857, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 160, Ανακάλ. 118, Σφρ., Χρον. (Maisano) 14423, Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 89, 117, 152, Γεωργηλ., Θαν. 141, Απόκοπ.2 283, Ιμπ. (Legr.) 707, Hagia Sophia ω 518, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 12128, Κορων., Μπούας 59, Περί γέρ. (Δαν.) 58, Πτωχολ. α 66,  Σταυριν. 1122, Ιστ. Βλαχ. 1287, Σουμμ., Ρεμπελ. 159, Διγ. Άνδρ. 32120, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 70r, Διήγ. πανωφ. 57, Μπερτόλδος 39, κ.π.α.· μπλιο, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 339, Διαθ. 17. αι. 10103, Πανώρ. Ά 116, Β́́ 230, 382, Γ́ 146, 356, 383, 413, Δ́ 60, 96, 121, Έ 174, 278, Στάθ. (Martini) Á 74, B́ 299, 321, Γ́ 168, 358, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 48, 144, 255, Έ 174, 216· πγιον, Μαχ. 67817· πέλον, Μαλαξός, Νομοκ. 477· πιλιό, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [862], Γ́ [510], [589], Δ́ [210], Έ [358], [1662]· πιο, Ανακάλ. 60· πίον, Ασσίζ. 16630, Μαχ. 1425, 13411, 1848, 3529, Βουστρ. (Κεχ.) 1347, 21010·  πιον, Κυπρ. ερωτ. 54, 103, 1111, 1414, 219, 326, 393, 405, 462, 618, 7715, 901, 923, 65,, 9314, 21, 9422, 9713, 1021, 10412, 59, 1097, 11136, 1228, 1496, κ.α.· πλείο, Σπαν. (Μαυρ.) P 183, Ασσίζ. 29719, 36429, Μαχ. 3426, Θησ. Πρόλ. [89], [117], [152], [210], Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) V 380 κ.α. (γρ. πλίο), Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Η [260], [280], ΙΖ [357]·  πλείον, Αναγν., Στ. πολιτ. 10, Ασσίζ. 2917, 8118, 1154, 11719, 16215, 16530, 31, 17425, 19126, 29719, 41719, 4613, Διγ. (Trapp) Gr. 2310, Ανάλ. Αθ. 28, Ερμον. Κ 295, Φ 2, 328 (ή επίθ. πλείων), Χρον. Μορ. H 4062, 6674, Μαχ. 17622, 4281, Μάρκ., Βουλκ. 33920, Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 141, κ.α.· πλέο, Σταφ., Ιατροσ. 15424, Ασσίζ. 4210, 1511, Χρον. Μορ. P 1657, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1197, 1372, Φαλιέρ., Ιστ.2 24, Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 210, Θησ. Β́ [625], Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 68, Αλεξ.2 862, 1899, Σκλάβ. 276, Πένθ. θαν.2 47, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 100v, Πορτολ. A 22110, 34524, Αχέλ. 145, 2322, Βίος Δημ. Μοσχ. 427, Ιερόθ. Αββ. 333, Διήγ. πανωφ. 56, κ.α.· πλεό (/πλεο), Θησ. (Morgan) X 113, Δευτ. Παρουσ. 41, Δεφ., Λόγ. 204, 341, 521, Βυζ. Ιλιάδ. 122, 270· πλεόν, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 85, Χρησμ. I 120, Χ 38, Φυσιολ. (Legr.) 215, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 148 κριτ. υπ., Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 359, 1028, Αιτωλ., Βοηβ. 210· πλιο, Φαλιέρ., Ιστ.2 359, Ch. pop. 295, Κορων., Μπούας 136, Πανώρ. Γ́ 250, Δ́ 239, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 486, Γ́ 239, Δ́ 162, Έ 127, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 49, Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 23, Πιστ. βοσκ. Β́ 2, 255, Βοσκοπ.2 408, 471, 474, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 9240, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 96, 453, 721, 914, 992, 2077, Β́ 60, 965, Γ́ 1123, Δ́ 1117, Έ 583, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 9, 43, 219, 373, 781, 1041, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 476, Έ 216, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1143], Δ́ [17], [784], Φορτουν. (Vinc.) Ά 373, Δ́ 152, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 296, Δ́ 114, Τζάνε, Κρ. πόλ. 15326, 54322, κ.π.α.· πλιον, Ερωτοπ. 703, Χούμνου, Κοσμογ. 2705, Απόκοπ.2 459, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) N 167, Ιμπ. (Legr.) 707, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 381, Πιστ. βοσκ. III 1, 24 (γρ. πλιον του· διαφορ. γρ. πλιο ντου), IV 3, 117, 8, 146, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 606, 796, Β́ 1582, Έ  614, 1293, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 497, Δ́ 338, Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 201 (γρ. πλιον του· διαφορ. γρ. πλιο ντου).
     [Το αρχ. επίρρ. πλέον - πλείον (βλ. τ.). Ο τ. πιο και σήμ. Οι τ. μπλιο (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ.), πιλιό (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Β́ 169, λ. πηλιό), πίον (Σακ., Κυπρ. Β́ 734), πλείον (Andr., Lex., λ. πλείων), πλέο (Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., λ. πλέο(ν), Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Andr., Lex., λ. πλείων), πλεο (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 540, λ. πλεά), πλιο (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Ά 311, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. πλιο(ν), Ζαφειρίου, Ιδίωμ. Σάμ., λ. πλια, Χαντζιάρας, Θεσσαλ. γλωσσάρ., λ. πλειό, Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., λ. πλια), πλιον (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.) και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. πιον σε δημώδη κυπρ. άσματα (Παπαδ. Θ., Δημ. κυπρ. άσμ. Α.28 60Β, Β.11 87, Β.17 7, 8 κ.α.) όπως και τ. πκιον (Παπαδ. Θ., Δημ. κυπρ. άσμ., Β.34, 42, Β.40 197 κ.α.) που απ. και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμ. (Λουκά, Γλωσσάρ., λ. πκιον). Τ. bλεο, μπιλιό, πεό(ν), πλέ’, πλέεν κ.ά. τ. σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Β́ 374, λ. bιλεό, Δ́ 540, λ. πλεά, Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., λ. μπιλιό, , Σακ., Κυπρ. Β́ 726, λ. πεό(ν), Andr., Lex., λ. πλείων). Η λ. και σήμ.]
    1) α) Πιο πολύ, περισσότερο (συν. με β́ όρο σύγκρισης): η γλώσσα η κακή πλέο ’κ την στια φλογίζει| κι εις βάσανα και πειρασμόν και χαλασμόν εγγίζει Δεφ., Λόγ. 191· Διγ. Z 1327· Μια λυγερή που πλιότερον παρά το χιόνι ασπρίζει,| κι από το ρόδον της αυγής, πλιο του δροσομυρίζει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [76]·  (εδώ με τον επιδοτικό και): οι μανικόν υλάσσοντες και πλέον του Κερβέρου Γλυκά, Στ. 463· β) (συν. με αριθμητ.) περισσότερο, παραπάνω (σε θέση επιρρ./επιθ. ή πρόθ.): άργησεν εις την Βενετίαν πλέον από μήνες δύο Χρον. Μορ. P 2187· γράφοντα ...| το πότε εκατέλαβεν εκεί εις την Βενετίαν| και πώς τον εμποδίσασιν μήνας δύο και πλείον Χρον. Μορ. H 2223· επετάξανε πλέο παρά 150 λουμπαρδές Χρον. σουλτ. 8225· έκφρ. ή πλέον ή έλαττον = πάνω κάτω, περίπου: Δούκ. 2777. 2) α) (Με επόμ. επίθ., μτχ. επίθ., επίρρ. θετ. βαθμού σχηματίζει το συγκρ. ή το σχετικό υπερθ. βαθμό): τα πλι’ ακριβά μου πράματα έριξα της θαλάσσου Βεντράμ., Φιλ. 172· τους πιον χαμηλούς εποίκεν τους να έχουν ελευθερίες Μαχ. 2412· Λέγει: «Δεν ξεύρεις, άλλονε δεν έχω ’μπιστεμένον| ωσάν τον Αλοΐζιον και πλιο ηγαπημένον;» Τριβ., Ρε 244· Ωσάν το κάμνει η μέλισσα, θέλει πνιγεί απέσω,| δεν ξεύρω πλιο τιμητικά τέτοιαν αιτιά να χύσω Δεφ., Λόγ. 494· β) (με επόμ. επίθ./επιρρ. συγκρ. βαθμού ενδεχομ. κάπ. φορές για περισσότερη έμφαση· βλ. και Κακουλίδη-Πάνου - Καραντζόλα [Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. σ. 523]): Εάν λέγουν διά αρχιερέα ή ιερέα ότι κάμνει τα πλέο χειρότερα αμαρτήματα ... Μαλαξός, Νομοκ. 127· ο Κάιν ... επρόσφερνε εις τον Θεόν  ... τα πλέον χειρότερα και ατυχότερα πράγματα οπού να είχεν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 82r· Εφάνη μου λοιπόν κι εμέν, κυρά μου, να σε γράψω| μίαν ιστόριαν παλαιά ... (παραλ. 8 στ.). Για πλείο ηδονικότερον εσένανε, κυρά μου,| διαστίχου θέλω να γενεί τούτη η πεθυμία μου Θησ. Πρόλ. 115· γ) (εδώ ισοδυναμεί με το «πιο σημαντικός»): την τιμήν τους πὄναι πλέο από τη ζωήν τους Συναξ. γυν. 782. 3) Επιπλέον (πβ. επιθετ. χρ., βλ. και πλέον (ΙΙ) 1): τα ιγονικά τους να έχουσιν κι άλλα πλείον να τους δώσει Χρον. Μορ. H 1637 (βλ. και Lex. Chron. Mor., σ. 375, λ. πλείον). 4) Τίποτε περισσότερο (πβ. ονοματική χρ.): αν ένι ότι εκείνος οπού το εγόρασεν εκείνον τον βίο, μετανώσει απέ κείνη την αγορά τήν εποίκεν, εντέχεται να χάσει την αρραβώνα του, χωρίς πλείον, και με τούτον να ένι αμέριμνος Ασσίζ. 28614. 5) (Με ρ. που δηλώνουν υπεροχή) κατά πολύ: των επιλοίπων γαρ ναών υπερβέβηκε πλέο επί τῃ ωραιότητι Παϊσ., Ιστ. Σινά 1239. 6) Πια, πλέον (βλ. και Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β́ 230)· ειδικ. α) από δω και πέρα, στο εξής: αφόν τον επήραν πγιον δεν εγέλασεν από την πικρίαν του Μαχ. 67817· Ήλιε μου, ... (παραλ. 1 στ.) ... εις την Κωσταντινόπολην, την πρώην φουμισμένην| και τώρα την Τουρκόπολην, δεν πρέπει πιο να φέγγεις Ανακάλ. 60· Γιατί σε βλέπω ανήμπορο, γιαύτος δε σε ’ξορίζω| μα ο γιος σου μην πατήσει πλιο σ’ τσι τόπους οπ’ ορίζω Ερωτόκρ. Γ́ 926· (στην αρχή της πρότ. για έμφαση): έναι χρήση,| αδ δεν ευρώ τινάν να μου γροικήσει| με λύπην, πιον οτόσα μην βακρύζω Κυπρ. ερωτ. 904· (σε επανάληψη για λόγους έμφασης): Ώχου, να μην ιδιούν πιλιό τα μάτια μας πιλιό την εξουρία Εβρ. ελεγ. 162 δις· (σε παροιμ. χρ.): καιρός οπ’ απερνά ουδέ γυρίζει πλέο Φαλιέρ., Ενύπν.2 97· β) τώρα (σε αντίθεση προς το παρελθόν): Κείνη η φωτιά που μου ’φεγγε πλιο λάμψη δε μου δίδει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 761· γ) (με τον αδύνατο τ. της προσωπ. αντων. ενδεχομ. για έμφαση ή/και δήλωση προσωπικής συμμετοχής): Δεν έχω πλιο μου ’νάκαρα, η δύναμή μου εχάθη·| ετούτα φέρνουν οι καημοί, τω σωθικώ τα πάθη Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 325· όσοι περάσουν την πλατεάν εις κόλασιν παγαίνουν| και σκότος το αιώνιον, και πλέο τους δεν εβγαίνουν Πένθ. θαν.2 586· από την ώρα εκείνη| οπού ’χασε το ταίρι του, ολόμαυρος εγίνη·| κι α ζήσει χρόνους εκατό, πλιο του δε θε ν’ αλλάξει,| ’πειδή κι η Μοίρα του ήθελε, έτσι να τον πειράξει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 767· δ) (επιφ., για την υποδήλωση συναισθημάτων όπως ανησυχία, έντονη θλίψη, απογοήτευση κλπ.): Μα σ’ είντα βρίσκομαι ο φτωχός, α λάχει και ξυπνήσει| και δει με πως τηνε φιλώ κι αδυνατά μανίσει!| Ποια λόγια τη μερώνου πλιο; Ποια δούλεψη μεγάλη| στην όρεξή τση το φτωχό ... με θέλει βάλει; Πανώρ. Β́ 229· Μοίρα μου, κι είντα λείπεσαι να κάνεις πλιο σ’ εμένα;| Τη σήμερο μ’ ενίκησες, όχι στα περασμένα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 1007· Είντα μας ’ξίζου οι θησαυροί, τι πλιο οι φιλιές φελούσι,| αν οι ζωές τελειώνουσι κι οι βασιλειές χαλούσι ...; Ροδολ. (Αποσκ.) Έ  623. Εκφρ. α) Όσον πλέον ... εισπλέον = όσο πιο πολύ ... τόσο περισσότερο: Ο αφέντης της Καρύταινας ανεψιός μου υπάρχει| και άνθρωπός μου λίζιος ευρίσκεται και πρώτος·| και όσον πλέον έσφαλεν εισπλέον θλίψιν το έχω Χρον. Μορ. H 5898· β) όσον ... πλέον = όσο ... τόσο περισσότερο: όσον τον μαστιχώνει πλέον πρέπει να τον προσέχει Χρον. Μορ. H 4875· γ) πλιο ... πλιο = όσο περισσότερο ... τόσο ... (βλ. Κριαράς [Ιμπ. σ. 273]): Ηγάπησέν τον εκ ψυχής σουλτάνος τον Ιμπέρη,| αυθέντην τον εποίησεν εις την Σαρακηνίαν.| Δίδει τον άδειαν και τιμήν, φουρκίζει και απολλαίνει.| Πλιο ετρέμαν τον Ιμπέριον, πλιο τον επροσκυνούσαν Ιμπ. 631 δις· δ) τόσον (...) γιον πιον = όσο το δυνατόν πιο ... ή όσο το δυνατόν πιο πολύ: τόσον βουργά γιον πιον να με πληγώσεις| γιατί δεν πλήσσω αν είμαι λαβωμένος Κυπρ. ερωτ. 6920. — Βλ. και πλέον (ΙΙ), πλέα (Ι), (ΙΙ), πλείων, πλέος.
       
  • πλουτίζω,
    Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 360, Χρον. Τόκκων 670 δις, 3051, 3712, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 35, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 276, Κορων., Μπούας 52, Βεντράμ., Φιλ. 5, 237, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 125r, Δεφ., Λόγ. 77, Πτωχολ. α 50, Πτωχολ. (Κεχ.) P 361, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 7727, 32, Κύριλλ. Κων/π. 372 δις, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 18344, 20918, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1461, 55222, 55412, Hagia Sophia α 44816, ω 52110.
    Το αρχ. πλουτίζω. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Ά (Μτβ.) κάνω κάπ./κ. πλούσιο: Διακρούσ. 1023, Hagia Sophia k 47920, Ιερακοσ. 49213, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 12132. Β́ (Αμτβ.) γίνομαι πλούσιος: Λοιπόν, άνθρωπε, σκόπησον ... (παραλ. 1 στ.) κακοπαθείς και μάχεσαι, βούλεσαι να πλουτίσεις,| και ο θάνατος αρπάζει σε, και ταύτα τι κερδαίνες; Περί ξεν. (Μαυρομ.) 447· όποιος ακούει των γερόντων,| υπό πολλών δοξάζεται πτωχών τε και αρχόντων·| έπαινον, δόξαν και τιμήν κερδαίνει και πλουτίζει,| και την αιώνιον ζωήν ακόπως αποκτίζει Ιστ. Βλαχ. 1357. ΙI. (Μέσ.) αποκτώ κ. σε αφθονία: αυτούς να χορτάσω τον άρτον τον εκ του ουρανού καταβάντα, ήγουν την αγίαν κοινωνίαν απού μας ήδωκεν (ενν. ο Θεός) εις χορτασάν της ψυχής μας, το οποίον ετούτο ποτέ δεν το επλουτίστην ο κόσμος, παρά όταν ο Κύριος εκατοίκησεν εις τούτην την αγίαν του κατάπαυσιν Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 455. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = πλούσιος: τούτου (ενν. του Διγενή) δε οι πρόγονοι χριστιανοί υπήρχον,| ευγενικοί, πανέμνοστοι, άγαν πεπλουτισμένοι Διγ. Z 12· Η χώρα ήτον έμορφη, τα σπίτια πλουτισμένα Χρον. Τόκκων 648· μεγίστην άγαν δωρεάν, πεπλουτισμένην μάλα,| τον Διγενήν απέστειλεν (ενν. ο βασιλεύς) Διγ. Z 4207.
       
  • πνευματικά,
    επίρρ., Αγαπ., Αμαρτ. Σωτ. 412, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1640 μζ́ 9, Χριστ. διδασκ. 151.
    Από το επίθ. πνευματικός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    Σύμφωνα με το θέλημα του Αγίου Πνεύματος: ζεις σαρκικά, ως θέλει η σάρκα, και κάμνει χρεία να ζεις πνευματικά, ως θέλει το Άγιον Πνεύμα Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 12535.
       
  • ποδάριον
    το, Σοφιαν., Παιδαγ. 102, Διγ. Άνδρ. 3221, 3458, 34628, 37012, 37523, 39326· ποδάρι, Ιατροσ. κώδ. τνζ́, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1474, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 57r, 96r, 121r, 196r, 259r, 319v, Πεντ. Γέν. XLI 44, Έξ. III 5, Λευιτ. XXI 19, Δευτ. VIII 4, XIX 21, XXIX 4, XXXIII 24, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 611, 1347, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 4364, Βίος Δημ. Μοσχ. 639, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1699, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 930, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 155, 156, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 44r, 45r, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1862, 1922, 48411, Hagia Sophia φ2 60131, κ.π.α.· ποδάριν, Σταφ., Ιατροσ. 11295, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 524, Σπανός (Eideneier) A 427, 516, Ιατροσ. κώδ. σνέ, σπ́, χλδ́, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 310, 748, Gesprächb. 9618, 9619, Παρασπ., Βάρν. C 410, 411, Αργυρ., Βάρν. K 413, Θησ. ΙΒ́ [632], Συναξ. γυν. 998, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2834, Καβαλίστας 12, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 3011, 23910· ποδάρι(ν), Τρωικά 53417, Λόγ. παρηγ. L 426, Λόγ. παρηγ. O 68, Διγ. Z 399, Διγ. A 2629, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 169 κριτ. υπ., Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 239, Λίβ. P 2803, Λίβ. Sc. 1761, Λίβ. Esc. 2917, Λίβ. N 2605, Προσκυν. Κουτλ. 156 7727, Μπερτόλδος 46, Καραβ. 50211, Σκλέντζα, Ποιήμ. 124, Διήγ. Αλ. V 26, Λεξ. Μακεδ. 112, Πορτολ. A 18816, Αχέλ. 644, Ιστ. πατρ. 11010, Zygomalas, Synopsis 210 K 32, Πηγά, Χρυσοπ. 226 (48), Hagia Sophia ω 53214, Μαξίμου Πελοπ., Αποκάλ. 404, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 6232, Δωρ. Μον. XXXVI, Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 198, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 116, Φορτουν. (Vinc.) Έ 374, Διγ. O 2356, Αλφ. (Μπουμπ.) II 45, κ.π.α.· πoδάριο(ν), Διήγ. Αλ. E (Konst.) 379, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 10311, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 10520, Καλόανδρ. (Κεχ.) 406, Hagia Sophia φ2 58512, 5981.
    Το αρχ. ουσ. ποδάριον. Ο τ. ποδάρι στο Βλάχ., σε έγγρ. του 16. (Κασιμ., Έγγρ. 95 (178), Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 485) και του 17. αι. (Κρ. συμβόλ. 109, Γκίνης, ΕΕΒΣ 39/40, 1972/73, 227), και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ., λ. ποδάρι). Ο τ. ποδάριν από το αρχ. ποδάριον με αποβολή του -ο- της κατάλ. (Παπαδ. Α., Αθ. 37, 1925, 170). Ο τ. ποδάριν τον 4. αι. σε παπυρ. (LBG) και επιγρ. (L‑S Suppl.), σε έγγρ. του 16. αι. (Μαράς, Κατάστιχο 149 Α′ 21624, Κασιμ., Έγγρ. 35 (114), Γρηγορόπ., Έγγρ. Γλωσσ. 4627) και σήμ. στο ποντ. (Παπαδ. Α., Λεξ.) και το κυπρ. ιδίωμα (Χατζ., Διασπ. 15), όπου και άλλοι τ. ιδιωμ. και με διαφορ. σημασ. Η λ. στο Du Cange.
    1) Το πόδι ως όργανο α) το ακραίο τμήμα του σκέλους των ανθρώπων ή των σπονδυλωτών ζώων: Ωσάν το παπούτσι, οπού βάζομεν εις το ποδάρι μας δίκαιον είναι, όταν μήτε του λείπει μήτε περισσεύει Ροδινός (Βαλ.) 134· έχεις με χρόνους δώδεκα ψυχρούς και ασβολωμένους,| ουκ έβαλα από κόπου σου πατίκιν (έκδ. τατίκιν· διόρθ. Κουκ., ΒΒΠ Δ́ 417) εις ποδάριν,| ουκ έβαλα εις την ράχιν μου μεταξωτόν ιμάτιν Προδρ. (Eideneier) I 49· να σφάξεις το κριάρι και να πάρεις από το αίμα του και δώσεις ιπί τραγανό αυτί του Ααρων και ιπί τραγανό αυτί των παιδιών του το δεξιό, και ιπί μεγάλο δάχτυλο του χεριού τους το δεξιό, και ιπί μεγάλο δάχτυλο του ποδαριού τους το δεξιό Πεντ., Έξ. XXIX 20· β) ολόκληρο το καθένα από τα κάτω άκρα του ανθρώπου ή από τα σκέλη των ζώων και των πτηνών ή εντόμων: ηύρε (ενν. ο Αλέξανδρος) τον Φίλιππον αποδαρμένον εκ το άλογον και σπαθέαν είχεν εις το κεφάλιν του, ήτον και εις το δεξιόν ποδάρι κομμένος βαρέα πολλά Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1365· Το δε φαρίν επεριπάτιεν τόσον ότι όσοι έβλεπαν εφοβούνταν. Εμάζωνε τα ποδάρια του εις ένα τόπον και έπειτα ήπλωνέν τα και εφαίνετον ως ότι λεπτοπεριπατεί και ως χαμόθεν πετάσθαι. Διγ. Άνδρ. 31916· σφήκες ... κάθηνται εις τας κοπρίας, και τυλίσσουν την κόπρον αλλήλων και ποιούσιν αυτήν στρογγύλην ίσα καρύδια και σύρουσιν ταύτα εις τα ποδάριά των Σταφ., Ιατροσ. 7176· φρ. (1) σκοντάφτω το ποδάρι μου/σκοντέφτει το ποδάρι μου = σκοντάφτω στη ζωή μου, πέφτω σε κάπ. ηθικού τύπου παράπτωμα, ολισθαίνω ηθικά: Θέλουν σε σηκώσει (ενν. οι άγγελοι) απάνου εις τα χέρια τους, να μην σκοντάψεις ποτέ εις πέτραν το ποδάρι σου Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. δ́ 6· Εμέν ξεγδίκωμα και πλέρωμα εις ώρα οπού σκοντέψει το ποδάρι τους· ότι σιμά η μέρα της θλίψης τους και γλήγορα τα μελλόμενα εις αυτουνούς Πεντ. Δευτ. XXXII 35· (2) φιλώ το ποδάρι κάπ. = προκ. για φίλημα σε ένδειξη σεβασμού ή δουλικότητας: Ο δε ευσεβής λαός, ως άκουσαν τούτο, έδραμαν και εφίλησαν το ποδάρι του πασιά, και έστερξαν την επανέβασιν Ιστ. πατρ. 1573. 2) Μονάδα μέτρησης μήκους (που ισοδυναμεί στη μεσν. περίοδ. κατά κανόνα με 16 δακτύλους)· (βλ. και ά. πους· για το πράγμα βλ. Schilb., Byz. Metrol. 20, Πετρόπ., ΕΛΑ 7, 1952, 60, αλλά και Βαγιακ., ΕΑΙΕΔ 6, 1955, 80): Ελαίαν και συκέαν εννέα ποδάρια από τον ξένον τόπον μακρία πρέπει να φυτεύομεν. Τα δε λοιπά δένδρη πέντε ποδάρια (ενν. μακρία) και μόνον Zygomalas, Synopsis 167 Δ 19 δις· πάσα ποδάρι έναι ένα μπράτσο και δύο τρίτα του μπράτσου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 96r· κοντά εις τον κάβο έναι μία ξέρα και έχει νερό ποδάρια τρία και έναι ίσια με το βουνί οπού δείχνει ωσάν ψωμί Πορτολ. A 12920. 3) α) Καθετί με το οποίο στηρίζεται, πατάει ένα έπιπλο ή σκεύος: εις το αποσκίασμα του δενδρού ωραίον κρεβάτιν στέκει·| οι ρίζες ήσαν σμάραγδοι και τα κανόνια κρύα| και τα ποδάρια (ενν. του κρεβατίου) ολόχρυσα, διά λίθων πολυτίμων Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1681· και έχυσεν αυτουνού τέσσερα κρικέλια μαλαματένια και έδωσεν τα κρικέλια ιπί τις τέσσερις μεριές (ενν. του τραπεζιού) ος εις τα τέσσερα ποδάρια του Πεντ. Έξ. XXXVII 13· Έκαμε δε και άλλα μανουάλια πολλά κρυστάλλινα και είχαν τα ποδάρια ολόχρυσα και ετιμήθησαν κεντηνάρια δώδεκα Hagia Sophia ψ 61530· β) το κατώτερο τμήμα, η βάση μιας κολόνας ή μιας κατασκευής: ανάγκη είναι να ηξεύρεις ότι, εάν πάθει τίποτες κίων της δημοσίας καμάρας ή εις την κεφαλήν ή εις το ποδάριν ή εις το κτίσιμον έως του πησού, ο δημόσιος χρεωστεί να φτειάνει Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 952 ρθ́, ρί 7· Και απ’ εκεί έκαμαν τας πολλά καλάς και θαυμαστάς ορθομαρμαρώσεις, κατεχρύσωσαν δε ... και τα κεφάλια και τα ποδάρια από τες κολόνες, αι οποίες ήτον μέσον και έξω εις την εκκλησίαν χίλιες Hagia Sophia φ2 59413. 4) α) (Πιθ.) ογκώδης τετράγωνη κολόνα στο εσωτερικό οικοδομήματος, ενισχυμένη σε δεύτερη φάση ως υποστήριγμα, υποστύλωμα: Και κάτωθεν απαυτού έναι το έδαφος και είναι και εκεί ετέρες οκτώ χοντρές κολόνες και κιόνια, ήγουν ποδάρια, κτισμένα ί Προσκυν. Ολυμπ. 177 8626· β) αντηρίδα, αντιτείχισμα: Και τότε θωρείς το σπίτι του Αγίου Αλεξίου και στέκει με τα ποδάρια και τους πύργους του λιμνιώνος Πορτολ. A 16811. Εκφρ. 1) Η απαλάμη του ποδαριού, βλ. ά. παλάμη 3. 2) Η απαλαμιά του ποδαριού, βλ. ά. παλαμέα 2. 3) Εις το/στο ποδάρι(ν) κάπ. = στη θέση κάπ. (βλ. Ξανθουδίδη [Κρ. συμβόλ. σ. 346 και 111 σημ. 11]): Απέθανε, λέγει, ο βασιλεύς Ιωάθαμ με τους γονέους του ... και εβασίλευσεν ο Άχαζ ο υιός του εις το ποδάριν του κυρού του Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 448666. 4) Με ποδάριν = με τα πόδια, πεζός: Και ήτον μέγα το ποτάμιν, ότι ουδέν το απέρνα τινάς με ποδάριν Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2555. Φρ. 1) Βάνω κάπ. αποκάτω εις τα ποδάρια μου = υποτάσσω κάπ.: Είπεν ο Αυθέντης τον Αυθέντη μου: Κάθου από την δεξιάν μου, έως οπού να βάλω τους εχθρούς σου αποκάτω εις τα ποδάρια σου Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. κ́ 43. 2) Δεν έμεινε ποδάρι = προκ. για πλήρη αφανισμό ανθρώπων (βλ. Κουκ., ΒΒΠ Έ Παράρτ. 115): Ρουθούνι δεν απόμεινεν, όλους τους είχε πάρει| εκ του Πασιά το κάτεργον δεν έμεινε ποδάρι Άλ. Κύπρ. 2475. 3) Πηγαίνω εις τα ποδάρια κάπ. = καταδέχομαι να πάω να συναντήσω κάπ. κατώτερό μου: εσηκώθην απατός του ο βασιλεύς και επήγεν εις το σπίτι της χήρας. Και ως είδεν η γυναίκα πως επήγεν απατός του ο βασιλεύς εις τα ποδάρια της, δραμούσα ταχέως προσέπεσε επί τους πόδας του βασιλέως Hagia Sophia v 54428. 4) Πέφτω/πίπτω εις τα/στα ποδάρια κάπ. = γονατίζω και ικετεύω κάπ., προσπέφτω: πέφτει αυτός ο γέρος πρόμυτα εις τα ποδάρια του Χατζή Αχμάτη ... και κλαίγει και παρακαλεί και λέγει Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 51r· Τις είν’ ο ευεργέτης μου δέομαι να γνωρίσω,| να πέσω στα ποδάρια του να τονε προσκυνήσω Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 178. — Βλ. και πόδας, πόδι(ον), πους.
       
  • πολυζώητος,
    επίθ.
    Από το πολυζωέω (L‑S) και την κατάλ. ‑τος. Τ. πολλοζώετος στο κυπρ. ιδίωμα (Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ., Γιαγκουλλής, Κυπρ. διαλ.). Τ. πολυζώετος στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.). Η λ. τον 7. αι. (Lampe, Lex., TLG) και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ.)· πβ. μτγν. επίθ. πολύζωος.
    Που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος: Το παιδίον σου θέλει είσταιν ... πολλά φρόνιμος και γνωστικός και πολυζώητος Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 775‑6.
       
  • πολύλογος (Ι),
    επίθ., Διδ. Σολ. Ρ 113, Αργυρ., Βάρν. K 102, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 122, Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 13918· πολυλόγος, Πτωχολ. (Κεχ.) P 12.
    Το αρχ. επίθ. πολύλογος. Ο τ. ήδη μτγν. Η λ. και σήμ. (ΛΚΝ).
    Πολυλογάς, φλύαρος: Παρασπ., Βάρν. C 98, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 12314, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Τιμ. Ά έ 13· (μεταφ.): πουλίν έναι, ό λέγουσιν κουρκουνιστήν οι πάντες (παραλ. 2 στ.), πολύλογον ως αληθώς κατά την γνώμην όντως Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 1324.
       
  • πολυτίμητος,
    επίθ., Διγ. (Trapp) Gr. 868, Διγ. A 2262, Διγ. Z 2195, 2522, Ερμον. Τ 375, Βίος Αλ. 4128, Ιμπ. 296 κριτ. υπ., Διήγ. Βελ. χ 86, Θρ. Κων/π. διάλ. 2, Αργυρ., Βάρν. K 2, Hagia Sophia α 4652, Διήγ. Βελ. N2 92, Διήγ. Αλ. V 58, Αλεξ.2 505, Παράφρ. Χων. (v. Dieten) I 86, Κορων., Μπούας 132, Διήγ. Αλ. G 27110, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 5814, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 20116, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 110r, Πτωχολ. α 300, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 224, Αρσ., Κόπ. διατρ. [1417], Πηγά, Χρυσοπ. 203 (34), Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 16314, Ιστ. Βλαχ. 2797, Καλόανδρ. (Κεχ.) 406, Μπερτόλδος 85, Ροδινός (Βαλ.) 126, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 865, κ.α.
    Το αρχ. επίθ. πολυτίμητος. Η λ. και σήμ.
    1) Που του έχουν αποδοθεί ή του αποδίδονται μεγάλες τιμές: Σκλάβ. 29, Χρησμ. (Brokkaar) N 128, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 456. 2) Που έχει μεγάλη αξία, πολύτιμος, βαρύτιμος: Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 3449, Διήγ. Αλ. G 27727, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΆ [331], Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. ιβ́ 3· (μεταφ.): Τι αξιοπρεπέστατον και θαυμαστόν και μέγα,| τι άγαν πολυτίμητον έπαινος να συγγράψω; Παρασπ., Βάρν. CΑυτή είναι μία ερμηνεία θαυμάσιος και κατά αλήθειαν πολυτίμητος, την οποίαν μας ερμήνευσεν ένας γνωστικός και πολυμαθής άνθρωπος από τα μέρη της Μοσχοβίας Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 163.
       
  • πολυχρονώ,
    Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι VI 30, Αρσ., Κόπ. διατρ. [976], Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 13511, Πανώρ.2 Έ 328, Μανολ., Επιστ. 17325, Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 12, Επιστ. Ηγουμ. 17561, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 831, 11, 17, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 757, Διγ. Άνδρ. 3611‑2, Διαθ. 17. αι. 399, 163, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 33v, Λίμπον. 302, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 153, 394, Φορτουν. (Vinc.) Έ 150, Μπερτολδίνος 105, Hagia Sophia v 5444, 54511, 55723, Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. 1115· πολλυχρονώ, Μαχ. 4465, 64413.
    Το μτγν. πολυχρονέω. Μτχ. πολυχρονεμένος στο Somav. και σήμ. Η λ. σε έγγρ. του 18. αι. (Καδάς Σ., Αφ. Κριαρ. 199) και σήμ. ιδιωμ. (Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, λ. πολλυχρονίντζω).
    Ά (Αμτβ.) αποκτώ μακροζωία (εδώ ως ανταμοιβή μιας ηθικής ζωής): υιέ μου, αγάπα τους μικρούς, προσκύνα τους μεγάλους,| και τίμα και τους γέροντας και να πολυχρονήσῃς Σπαν. O 72. Β́ Μτβ. α) Εύχομαι μακροζωία: Τζελέπηδες το χάρηκαν μικροί τε και μεγάλοι (παραλ. 2 στ.). Τα χέρια του καταφιλούν και τον πολυχρονούσιν (ενν. τον κυρ Ιωάννην) Στ. Βοεβ. 38· β) (προκ. για το Θεό, σε ευχή) χαρίζω μακροζωία: Ο θιός να σας πολυχρονά και να σασε χαρύνει| και των τεσσάρω τη ζωή περίσσα να μακρύνει! Πανώρ.2 Έ 379. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που του εύχονται να ζήσει πολλά χρόνια: ο βασιλεύς κύρης Ιωάννης ο Παλαιολόγος ... απέστειλεν  ... γραφή λέγοντας ούτως. Πολυχρονεμένε σουλτάν Μουράτη, ... χαιρετώ σε ως φίλον Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 20· ζωήν καλήν, ειρηνικήν, να ζήσεις να περάσεις, (παραλ. 1 στ.) μαζί με τον αφέντη μας τον πολυχρονημένον Ιστ. Βλαχ. 8.
       
  • πορεύω,
    Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 143, Ασσίζ. 844, Διγ. Z 652, Βέλθ. 145, Ερμον. Η 132, Χρον. Μορ. H 2469, Βίος Αλ. 3156, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 572, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 48, Φυσιολ. (Zur.) XVIII 2c1, Μάρκ., Βουλκ. 34210, Απόκοπ.2 128, Γεωργηλ., Θαν. 481, Δευτ. Παρουσ. 159, Έκθ. χρον. 466, 6514, Κορων., Μπούας 48, 79, Πένθ. θαν.2 420, Βεντράμ., Φιλ. 28, Βίος Φιλαρ. 238, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 506, Ιστ. πολιτ. 252, Μηλ., Οδοιπ. 634, Αρσ., Κόπ. διατρ. [1390], Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 1394, Άλ. Κύπρ. 919, Μπερτολδίνος 94, Σεβήρ., Ενθύμ. 2815, Σταυριν. 41, Σουμμ., Ρεμπελ. 171, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 2193, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [814], Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 2126, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ις́ 8, κ.π.α.· πορεύγω, Ιων. I 2, 11, III 2, 3, Μαχ. 839, 11422, 35410‑11, 56818, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 72, 1255, 1256, 2755, Πεντ. Γέν. V 24, Έξ. IX 23, Λευϊτ. XXVI 12, 13, Δευτ. XXIII 15, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1074, Γ́ 1000, Δ́ 584, Έ 517, 1321, 1505, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 409, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1741, 3852.
    Το αρχ. πορεύω. Ο τ. πορεύγω ‑ομαι στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., πορέβjω, Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. πορέγγου, Δράκου, Ιδίωμ. Κάλυμν., πορεύγομαι, Μιχαλαριά-Βογιατζή, Λεξ. Σύμης, πορεύγομαι, Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., πορεύγομαι (λ. πόρεψη)). Η λ. και σήμ., συν. μέσ.· το ενεργ. απ. σπανιότ. λαϊκ.
    I. Ενεργ. 1) Οδηγώ κάπ.: Πεντ. Δευτ. XXIX 4. 2) Παραδίδω: αν δεν ακούσεις εις τη φωνή του Κύριου του Θεού σου … να έρθουν απάνου σου όλες οι κατάρες ετούτες … Να πορέψει ο Κύριος εσέν και τον βασιλεά σου … προς έθνος ος δεν ηξέρεις εσύ και οι γονεοί σου, και να δουλέψεις εκεί είδωλα άλλα Πεντ. Δευτ. XXVIII 36. 3) (Εδώ προκ. για τα νερά της Ερυθράς Θάλασσας) μετακινώ: και έκλινεν ο Μωσέ το χέρι του ιπί την θάλασσα και επόρεψεν ο Κύριος τη θάλασσα με άνεμο ανατολικό δυνατό όλη τη νύχτα, και έβαλεν την θάλασσα εις στέγνη και εσκίστηκαν τα νερά Πεντ. Έξ. XIV 21. 4) Πηγαίνω (να κάνω κ.): και συ, ω άνθρωπε, ότε πορεύεις πιείν εκ της πηγής της αληθινής, του σώματος του Χριστού, και αίματος, μη επιφέρεις την κακίαν εν τῃ καρδίᾳ σου Φυσιολ. (Zur.) XVΙΙII 2c4. IΙ. Μέσ. Ά Μτβ. 1) Διασχίζω, διαβαίνω: Έκθ. χρον. 5015. 2) Aναχωρώ, φεύγω· (εδώ με σύστ. αντικ.): και τώρα πορεμό επορεύτης ότι πεθυμημό απεθύμησες το σπίτι του πατρός σου Πεντ. Γέν. XXXI 30. Β́ Αμτβ. 1) α) Πηγαίνω κάπου/σε κάπ./να κάνω κ.: Έκθ. χρον. 5512, Βίος Φιλαρ. 240, Ερμον. Υ 284, Κορων., Μπούας 54· (για μετακίνηση κάπ. σε θάλασσα ή ποταμό με πλωτό μέσο· πβ. πλέω): Μηλ., Οδοιπ. 637, 639· (εδώ για μετακίνηση του ίδιου του μέσου): Και αντρειώθηκαν τα νερά και επλήθυναν πολλά ιπί την ηγή και επορεύτην το κιβωτό ιπί πρόσωπα των νερών Πεντ. Γέν. VII 18· β) αναχωρώ, φεύγω: Πορευόμαστε από την νήσο Κρήτη, και πρώτο μεν ευρίσκομε την νήσο Διάκυνθο Μηλ., Οδοιπ. 638· γ) περπατώ, βαδίζω: Πεντ. Γέν. III 8·, Λευϊτ. XI 21· δ) (εδώ προκ. για τα νερά της θάλασσας σε φουρτούνα ) μετακινούμαι, αναταράζομαι: Κι έλαμναν οι άντρες το στρέψει προς την ξερά και ου εδυνάστησαν, ότι η θάλασσα πορευγόμενον και λαιλαπίζον ιπί αυτούς Ιων. I 13. 2) Εκστρατεύω, επιτίθεμαι: επορεύθησαν … εις την Ρώμην,| ην και λεηλατήσαντες … Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 280· Εν δε τοις καιροίς εκείνοις επορεύθη ο αυθέντης εν τῃ Περσίᾳ Ιστ. πολιτ. 431. 3) Πηγάζω, εκπορεύομαι: Πάσα αγαθή διδασκαλιά κι αρχή καλού πραγμάτου| πορεύεται από Πατρός, Υιού κι Αγιού Πνευμάτου Δεφ., Λόγ. 2. 4) Συμπεριφέρομαι, ενεργώ, διαβιώνω: Διγ. Άνδρ. 37020, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1238, Πένθ. θαν.2 191, Πεντ. Γέν. V 22. 5) Γίνομαι: μη πορευτείς μαντατούρης εις το λαό σου Πεντ. Λευϊτ. XIX 16. 6) α) Εξοικονομώ τα προς το ζην: Με τον αυτόν τρόπον λοιπόν ημπορεί πασένας οπού έχει πολλήν φαμελίαν να πορευθεί με ολίγην έξοδον Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 163· β) τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα: ως μπορεί και δύνεται ας πορευθεί στην χρείαν Αχέλ. 558. 7) (Σε προστ. με προτρεπτική σημασία) εμπρός ας…: Πορεύεστε, κινήσατε μετά πολλών χρημάτων| και τ’ άλλα όσα θέλετε τα προς υπηρεσίαν.| Όστις πολλήν ενδείξηται στρατηγικην ανδρείαν| και δύναμιν και σύνεσιν και φρόνησιν αξίαν (παραλ. 2 στ.) εκείνον δώσω την αρχήν της αυτοκρατορίας Καλλίμ. 60· Και είπαν ανήρ προς εταίρον αυτού: «πορευτείτε και ρίξομε σκραφνία κι εννοήσομε τίνος η κακοσύνη η ταύτη εις εμάς» Ιων. I 7.
       
  • πορτάριος
    ο, Ιστ. πολιτ. 7713‑14· πορτάρης, Λίβ. P 2708, Λίβ. Esc. 242, Διήγ. Αλ. V 76, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 96, 107, Διήγ. Αλ. G 27729, Χρον. Μορ. H 8308, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 3513, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 9128, 1214, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 862, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ 34v, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 203, Χριστ. διδασκ. 129, Προσκυν. α′ 11220· ονομ. πληθ., πορταραίοι, Διήγ. Αλ. V 77, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 28514, Διήγ. Αλ. G 27810· πορτάροι, Τάξ. Πόρτ. 16· πορταροί, Ιστ. Βλαχ. 749, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 123, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 70, 154, 158, 212, 606· αιτ. πληθ. πορταραίους, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 1124· πορταρίους, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 152· πορτάρους, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Εξήγ. Θ· πορταρούς, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 122, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 153, 155, μετά στ. 188, 605· γεν. πληθ. πορταρών, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S μετά στ. 159.
    Από το λατ. portarius. O τ. πορτάρης τον 7. αι. (αιτ. πορτάριν, LBG, λ. πορτάρης), σε κείμ. του 12. (γεν. Πορτάρη Caracausi, λ. Πορτάρης) και 14. αι. (Darrouzès, Textes byzantins ΧΙΙI 28, 34, 61), στο Meursius, λ. πορτάριος, και σήμ. εκκλ. (Κριαρ., Λεξ.)· πολλ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 562, λ. πορτάρις, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Παπαδ. Α., Λεξ., κ.α.). Η αιτ. πληθ. πορτάρους σε ποντ. δημ. άσμα (Παπαδ. Α., Λεξ.)· πβ. και αιτ. πληθ. πορτιάρους σε δημ. άσμα (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, λ. πορτιάρος). Ο πληθ. πορταραίοι, για το σχηματ. του οποίου πβ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 20-21, σε κείμ. του 18. αι. (Τραπεζούντιος, Νομοκ. 425, 529, 468), όπου και ονομ. πληθ. πορτάροι (αυτ. 450). Λ. πορτάρος (<βεν. portaro) ως επών. (Βαγιακ., Βίος επων. 143). Η λ. τον 5.-6. αι. (TLG· βλ. και Lampe, Lex.) και στο Meursius.
    1) α) Αξιωματούχος της βασιλικής αυλής, συν. ευνούχος, υπεύθυνος για τη φρούρηση της πύλης του παλατιού και επιφορτισμένος με το καθήκον της αναγγελίας και παρουσίασης επισκεπτών (Πλακογιαννάκης, Τίτλ. αξιώμ. 71-2· πβ. και οστιάριος): έσωσεν ο Αλέξανδρος Σεμίραμης την πόρταν. Τους πορταρούς εχαιρέτησεν μετά τιμής μεγάλης Διήγ. Αλ. Σεμίρ. M 122· ο βασιλεύς απεκρίθηκεν, τους πορταρίους λέγει (παραλ. 1 στ.) «Ακούσατε, οι άρχοντες, βασίλισσας μεγάλης,| και πανένδοξοι θυρωροί της νέας Αφροδίτης ...» (παραλ. 23 στ.) Οι θυρωροί ως είδασιν την λύπην Αλεξάνδρου| επήγαν ...| και επροσκύνησαν αυτήν την κόρην οι ευνούχοι Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 152· Και ο πορτάρης τού είπεν (ενν. του Βαρλαάμ) «Δεν είναι δυνατόν να σεβεί αυτού τινάς άνθρωπος χωρίς το θέλημα του αυθεντός μου βασιλέως Αβενήρ …» Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 9130· β) μέλος μονάδας φρουρών της σουλτανικής αυλής (πβ. και καπιτζής): καπιτζήδες, ήγουν πορτάροι της αυθεντικής πόρτας Τάξ. Πόρτ. 16· πέμψας (ενν. ο σουλτάν Μουράτης) νεωστί τον μέγαν πορτάριον αυτού έπνιξε τον Καντακουζηνόν Ιστ. πολιτ. 7713-14. 2) (Εκκλ.) α) διακόνημα που περιελάμβανε την επίβλεψη της πύλης μοναστηριού, τον έλεγχο εισόδου και εξόδου μοναχών, καθώς και την αναγγελία επισκεπτών στον ηγουμένο της μονής, θυρωρός μονής, πυλεωνάριος (Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Ά 365, ΒΒΠ Ϛ́ 77, 93): αι πύλαι| αι σιδηραί ... του μοναστηρίου| αίτινες ασφαλίζονται υπό του πορταρίου Παϊσ., Ιστ. Σινά 1256· Ερχόμενος γουν γύρωθεν εμβλέπεις μίαν πόρτα·| της μάνδρας αύτη πέφυκε· τον δε πορτάρη ρώτα Παϊσ., Ιστ. Σινά 350· τα κελλία των δύο πορταρίων Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 161· β) υπεύθυνος για θέματα τάξης, ασφάλειας και εισόδου σε ναό (Πλακογιαννάκης, Τίτλ. αξιώμ. 72)· (εδώ προκ. για φύλακα του Αγίου Τάφου): Έρχεται λοιπόν ο πορτάρης του Αγίου Τάφου και σβένει όλα τα κανδήλια ... Έπειτα κλείει την πόρτα του κουβουκλίου και απέρχεται Προσκυν. Μπεν. 54 15513· Το λοιπόν το Μεγάλο Σάββατο το μεσημέριον έρχεται ο Τούρκος ο πορτάρης και σβένει όλα τα κανδήλια του Αγίου Τάφου Προσκυν. Κουτλ. 390 12814. 3) (Γενικ.) α) φρουρός πύλης (κάστρου): και τον πορτάρη πιάσετε και ρίψετέ τον έξω,| και τα κλειδία επάρετε και κλείσετε την πόρταν Χρον. Μορ. P 8308· πορτάρην εις την πόρταν του (ενν. του κάστρου του δράκοντος) κανείς ουδέν εθέκεν Καλλίμ. 1149· ηύρε τον πορτάρην εις την θύραν του κάστρου Διήγ. Αλ. E (Lolos) 28311· (εδώ προκ. για τη φύλαξη των πυλών του Κάτω Κόσμου): ομπρός την πόρταν ήτονε, εις το μπασεβγασίδι,| όφης ...| κι ωσάν πορτάρης έβλεπε πόρτες κι αυλές ομάδι,| μήπως και λάθει τον τινάς κι έβγει έξω από τον Άδη Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 84· β) φύλακας οικίας (Κουκ., ΒΒΠ Δ́ 280-81), περιβολιού, μάντρας· επιστάτης: Ωσάν ένας άνθρωπος οπού ξενιτεύεται αφήνοντας το σπίτι του ... και τον πορτάρην του παραγγέλνει να αγρυπνά Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ιγ́ 34· Περί το πώς εκάλεσεν ο Ξάνθος φιλοσόφους και ρήτορας και έβαλεν τον Αίσωπον πορτάρην ... να σταθεί έσωθεν της πόρτας και να μηδέν αφήσει τινάν μηδέ να ανοίξει αλλονού τινός μόνον φιλοσόφου Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 7827· εκείνος οπού δεν εμπαίνει από την πόρταν εις την αυλήν των προβάτων ... είναι κλέπτης και ληστής ... εκείνος οπού εμπαίνει από την πόρταν, εκείνος είναι βοσκός των προβάτων. Ετούτον ο πορτάρης τον ανοίγει Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. ί 3· (εδώ σκωπτ.): ο αλέκτορας ανέβη εις δένδρον και ο σκύλος εστάθη εις την ρίζαν του δέντρου ... μια αλουπού ... έτρεξεν εκεί ... ο αλέκτρορας της λέγει «Αν θέλεις να κατεβώ, εξύπνησε τον πορτάρη όστις είναι εις την ρίζαν του δέντρου» Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 32.
       
  • πουλάκι
    το, Φαλιέρ., Ιστ.2 668 κριτ. υπ., Περί ξεν. (Μαυρομ.) 394, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2148, 2301, 2332, 5248, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1081, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 11521, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 673, 2138, Έ 837, 844, Διγ. O 1953, Διακρούσ. 6953, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 33215· πουλάκι(ν), Θησ. Δ́ [751], Αχέλ. 702, Ροδινός (Βαλ.) 129· πουλάκιν, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 511, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 359, 361, 364, 382, 390, 392, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2100, 2103, 2674, Αχιλλ. L 383, 976, 978· πουλάκιον, Μπερτόλδος 36· πουλλάκιν, Κυπρ. ερωτ. 7527.
    Από το ουσ. πουλί και την υποκορ. κατάλ. ‑άκι. Τ. πουλλdάκι (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. πούλλdα) και που#07#07άκι (Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ.) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    1) α) Μικρό πουλί: Μέσα στα δέντρη κείνα τ’ ανθισμένα,| που βόσκαν τα λαφάκια τα καημένα,| στη γη τη δροσερή, στα χορταράκια,| που γλυκοκιλαδούσαν τα πουλάκια ... Βοσκοπ.2(σε προσωποπ.): πουλλάκιμ μου, τα δάκρυα σου βιγλώντα| μαθθαίννεις με παντές ν’ απομεινίσκω Κυπρ. ερωτ. 7529· πουλάκια μου γλυκόλαλα ... (παραλ. 1 στ.)  ... το λυτρωμό είδετε τση καρδιάς μου Πανώρ.2 Έ 386· (σε παρομοίωση): Κοιλέντερα να χύνονται έξω ’πό τα κουφάρια| να κείτονται στα αίματα, στην στράτα την καθάρια,| ήρχοντο τα κομμάτια τους ωσάν μικρά πουλάκια| άλλα στον κάμπον κι έπεφταν και άλλα στα χαράκια Διακρούσ. 849· β) (μεταφ., προκ. να δηλωθούν αισθήματα τρυφερότητας αγάπης και θαυμασμού για κάπ.): και τις μου το επέρπαξε το ωραιόν μου το πουλάκιν| ωραιόν, πουπουλοτράχηλον, το φύλλον της καρδιάς μου; Ερωτοπ. 381· Θωρώντας τότες οι ιερείς τέτοιας λογής παιδάκι,| ελέγασι του Ιωακείμ ... (παραλ. 1 στ.) «αγάπησέ σε ο Θεός και έτσι όλοι το γροικούμε,| να σασε δώσει χάρισμα σ’ αυτόνο το παιδάκι,| εις ομορφιά και εις φρόνεψη ζγουραφιστό πουλάκι» Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1675· (σε προσφών.): Ω πανέμορφη κουρτέσα,| παγκαλόμορφον περδίκι| και ωριά, πανώρια κόρη (παραλ. 6 στ.) ω τρυγονάκι μου γλυκύ και σπλαχνικόν πουλάκι,| αυτά τα μάτια γύρισε και προς εμέν δαμάκι Ch. pop. 196· (εδώ προκ. για την Παναγία): Χαίρε, πύργος εις την τιμήν, πουλάκιν της σπλαγχνιότης Ύμν. Παναγ. 3. 2) (Θωπευτ.) το ανδρικό γεννητικό όργανο· φρ. τρώω το πουλάκι = συνευρίσκομαι ερωτικά με κάπ.: πρέπει πασαμιά να στέκει με τη γνώση| και να προσέχει όσον μπορεί κανείς σ’ αυτήν μη απλώσει.| Και συ όπου στέκεις και γροικάς, μικρή μου ταπεινούλα,| πρόσεχε όσον ημπορείς να είσαι μοναχούλα.| Μη θέλεις οκ τον γλυκασμόν να φάγεις το πουλάκι,| διατί στο πρώτο έν’ νόστιμον κι ύστερα το φαρμάκι Δεφ., Λόγ. 475.
       
  • πραγματευτής
    ο, Προδρ. (Eideneier) IV 63-1 χφ Κ κριτ. υπ., Ασσίζ. 526, 20010, Σπανός (Eideneier) A 281, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 144, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 920, Φλώρ. 904, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 427, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 187, Σαχλ., Αφήγ. 662, Λεξ. IV 175, Λίβ. P 1074, 1959, Λίβ. Sc. 75, Λίβ. Esc. 2526, Λίβ. N 1051, 2898, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 449, Ιμπ. 674, Χρον. Τόκκων 650, Rechenb. 141, Επιστ. Μωάμ. 6723, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 303, Λίβ. Va 2323, Χούμνου, Κοσμογ. 1575, Έκθ. χρον. 8210, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 155, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 110v, Πτωχολ. α 298, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 413, Κώδ. Χρονογρ. 513, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 374, Ιστ. πατρ. 1751, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 11937, Ιστ. Βλαχ. 395, Σουμμ., Ρεμπελ. 191, Μπερτόλδος 8, Πτωχολ. A 147, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 6, 379, Ροδινός (Βαλ.) 129, Λεηλ. Παροικ. 142, Διγ. O 1413, Διακρούσ., Αφ. 53, Τζάνε, Φιλον. 58513, κ.π.α.·  πραγματευθής, Λίβ. Esc. 1202, 2851, 3268, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 458, 1214· πραματευτής, Σπαν. O 143, Ασσίζ. 24326, 47825, Απολλών. (Κεχ.) 437, Μαχ. 17813, 2087‑8, 27418, 58024, 58431, 63824, 6666, Βουστρ. (Κεχ.) 1385, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 595, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 47, Πεντ. Γέν. XXIII 16, Βυζ. Ιλιάδ. 851, Αχέλ. 109, Θρ. Κύπρ. M 331, Χρον. σουλτ. 2622, Μηλ., Οδοιπ. 641, Πτωχολ. (Κεχ.) P 141, Στάθ. (Martini) Β́ 78, 332, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 62v, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 16, Ροδινός (Βαλ.) 89, 103, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4258, κ.α.· πληθ. πραγματεύται, Καναν. (Pinto) 169.
    Το μτγν. ουσ. πραγματευτής. Ο τ. πραγματευθής πιθ. από υπερδιόρθωση. Ο τ. πραματευτής στο Meursius και σήμ. λαϊκ. Η λ. σε κείμ. του 18. αι. (Χρύσανθος Νοταράς, Οδοιπορ. 172, 251).
    Έμπορος: έρχουνται όλοι οι πραματευτάδες … να πουλήσουν και να αγοράσουν Ασσίζ. 48315· Οι πραγματευτάδες έχουσι χρέος διά τας πραγματείας που κάμνουσιν εις βαρβάρους και ξένους τόπους, χρυσίον να μην δίδουν, αλλά με άλλα είδη να αλλάσσουν και να πραγματεύονται Zygomalas, Synopsis 273 Π 88· έκλαιον από τες στράτες Τούρκοι, Ρωμαίοι, Αρμένιοι, Εβραίοι και πάσα άλλη φυλή, κλαίγοντες και βοώντες μεγάλῃ τῃ φωνῄ: «Το πιτ παζάρι καίεται και το πεζεστένι». Έτρεχαν οι ελεεινοί πραγματευταί εις τα εργαστήρια αυτών, να γλυτώσουν από τα ρούχα της πραγματείας αυτών Ιστ. πατρ. 17419· (μειωτ. σε μεταφ.): εκείνους έχε αληθινούς φίλους, όσοι ουδέν σε αγαπούσι διά κέρδος, αλλά δι’ αγάπην. Εκείνος … οπού φιλεί διά κέρδος, πραγματευτής έναι, ουδέν έναι φίλος Βασιλ. Κεφάλ. Παραιν. 115.
       
  • πρασινάδα
    η, Πεντ. Έξ. X 15, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 8711, Πανώρ.2 Β́ 518, Πιστ. βοσκ. V 2, 227, Παλαμήδ., Βοηβ. 996, Χριστ. διδασκ. 202.
    Από το επίθ. πράσινος και την κατάλ. ‑άδα. Η λ. τον 11. αι. (TLG) και σήμ.· βλ. και LBG.
    α) Το φύλλωμα φυτών και δέντρων· χορτάρι, γρασίδι: η αρετή απού την αγάπην ... συγγενεύει και πρατικιάζει πάντοτε εις πάσα καρδιάν ευγενικήν, ίτσου ως γιον πολομούν τα πουλλιά εις τες πρασινάδες των δάσων Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 75· και τες (ενν. τες ακρίδες) εκλήθη να μη βλάψοσι τα χορτάρια της γης ουδέ καμίαν πρασινάδα ... παρά μονάχα τους ανθρώπους Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Αποκάλ. Ιω. θ́ 4· Βλέπομεν από μακράν ένα τόπον ίσον με πρασινάδα και εκεί έκριναν ... να κονέψουσιν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 122· (σε μεταφ.): ο εχθρός της ανθρωπίνης γενεάς ... ως γιον όφις πεθυμά πάντα να κυλίεται εις την πρασινάδαν της ορθοδοξίας Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 51· έκφρ. κήπος της πρασινάδας = λαχανόκηπος (πβ. ΠΔ (Rahlfs) Δευτ. 11, 10): ηγής ος εσύ έρχεσαι εκεί να την κλερονομήσεις όχι σαν την ηγή την Αίγυφτο ος εβγήκετε από εκεί ος να σπείρεις το σπόρο σου και να ποτίσεις με το ποδάρι σου σαν κήπο της πρασινάδας Πεντ. Δευτ. XI 10· β) (διακοσμητικό) φυτό που δεν ανθίζει: σέσκουλα και βασιλικά και άλλες πρασινάδες Προσκυν. Ιβ. 535 808· γ) το πράσινο χρώμα· (περιληπτ.) φυτά και δέντρα: Ποτέ εκ το παρεπόταμο δεν λείπει πρασινάδα,| μηδέ, κυρά, εκ τα χείλη σου δεν λείπει κοκκινάδα Ch. pop. 555· (σε ιδιάζ. σύντ.): είπεν ο Θεός· ιδού έδωσα ... εις παν αγρίμι της ηγής και εις παν πετούμενο του ουρανού ... την παν πρασινάδα χορταριού να φαν Πεντ. Γέν. I 30.
       
  • πρέπω,
    Σπαν. P 246, Ασσίζ. 2816, 14425, Διγ. (Trapp) Gr. 1826, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 95, 1020, 1531, Ερμον. Θ 41, 258, Ν 420, Χρον. Μορ. H 1422, 2404 κ.α., Χρον. Μορ. P 2553, 3702, 6034 κ.α., Πουλολ. (Τσαβαρή)2 190, 192, 537, Χρον. Τόκκων 1214, 1226, 2131, Ανακάλ. 48, Μαχ. 48029, 50821, Κορων., Μπούας 14, 26, 53 κ.α., Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 75, 9417, Χρον. σουλτ. 415, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 129, Κυπρ. ερωτ. 296, 686, 9424 κ.α., Πανώρ.2 Έ 209, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 187, 192 χφ Χ κριτ. υπ., Στάθ. (Martini) Ά 175, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 204224, 1687 ρζ́ 1, 9, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) B́ 233, Δ́ 284, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5252, 5271, κ.π.α· πέρπω, Ασσίζ. 34412, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1531 κριτ. υπ.· μτχ. ενεστ. (άκλ.) πρέποντα, Αχέλ. 1302, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 167· θηλ. μτχ. ενεστ. πρεπούσα, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [389]· ουδ. μτχ. ενεστ. πρέπο, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 156· μτχ. μέσ. ενεστ. πρεπάμενος, Ασσίζ. 2827, 869, Μαχ. 17213, 18420, 3085, 3645, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 101, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 140, Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 41v, Ροδινός (Βαλ.) 156, 203· πρεπόμενος, Παλαμήδ., Βοηβ. 643· πρεπούμενος, Θησ. Έ [891], ΙΆ [268], Θησ. (Foll.) I 107, Γεωργηλ., Θαν. 496, Παλαμήδ., Βοηβ. 625, Σουμμ., Ρεμπελ. 163, 181, 184, Διαθ. 17. αι. 3206, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 386, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1089], Έ [45], [1618], Λίμπον. 59, Χριστ. διδασκ. 492, Λεηλ. Παροικ. Αφ. 22.
    Το αρχ. πρέπω. Τ. πρέπου σήμ. ιδιωμ. (Γεωργίου Χρ., Γλωσσ. ιδ. Καστορ. 191, Πασχαλούδης, Τερπν. Νιγριτ., Αλμπανούδης, Πρακτ. Α′ Πανελλ. Σ. Αν. Ρωμυλ. 342, κ.α.). Mέσ. ενεστ. πρέπεται (Κατέχης, ΛΔ 11, 1966-67, 103, Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ.· βλ. και Δημητράκ., στη λ. σημασ. 5.), όπως και τ. πρέπιτι (Χριστοδούλου, Κουζιαν.) σήμ. ιδιωμ. Η μτχ. πρεπούσα σε έγγρ. του 15. αι. (Σάθας, ΜΒ Ϛ’ 66014)· πβ. και ουσ. πρεπούτζα σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.). Η μτχ. πρεπάμενος (αναλογ. προς τις μτχ. σε ‑άμενος (Χριστοδούλου [Κανον. διατ. σ. 395]) ή με τροπή ό> ά (Meyer, Γλωσσ. πραγμ. Κύπρ., 104)) και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β’ 762, Μιχαλαριά-Βογιατζή, Λεξ. Σύμης, Καρανικόλα Σ. και Αλ., Παροιμ. Σύμ. 25) και ως β’ συνθ. στη λ. σεμνοπρεπάμενος (ΑΛΝΕ). Η μτχ. πρεπόμενος σε επιστ. του 16. αι. (Παπαδ. Στ., Απελευθ. αγώνες κείμ. Α′ 41). Η μτχ. πρεπούμενος (νεοτ. σχηματ. <πρέπει αναλογ. προς μτχ. σε –ούμενος, Hatzid., Einleit. 148, Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Β′ 491) στο Βλάχ. και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. πρέπω) και ως επίθ. κοιν. λαϊκ. Το ουδ. πρεπούμενο και σήμ. ως ουσ. (Κριαρ., Λεξ., λ. πρεπούμενος· ο πληθ. πρεπούμενα (τα) στο Μπαμπιν., Λεξ., λ. πρεπούμενος). Ουδ. της μτχ. ενεστ. πρέπου (Ζαφειρίου, Ιδίωμ. Σάμ.) και ως ουσ. (Προκόβας, Λεξ. Κουτσοβλαχ. 535) σήμ. ιδιωμ. Άκλ. μτχ. ενεστ. πρέποντας σε έγγρ. του 17. αι. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 27, 1984, 371). Η μτχ. ενεστ. πρέπων ‑ουσα ‑ον σε έγγρ. του 18. αι. (Παπαδόπουλος, Χαριστ. Ορλάνδ. Δ’ 2237) και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ). Το θηλ. πρέπουσα ως ουσ. και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. πρέπουσα η). Το ουδ. πρέπον στο Βλάχ. και σήμ. ως ουσ. Ο έναρθρ. πληθ. του ουδ. τα πρέποντα ως ουσ. το 18. αι. (Τραπεζούντιος, Νομοκ. 465, 468) και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ). Η λ. και σήμ. στο ποντ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.)· το γ́ εν. ενεστ. πρέπει και παρατ. έπρεπε και σήμ. (απρόσ.)
    1) Διακρίνομαι, ξεχωρίζω (το επίρρ. ξεχωριστά εδώ πλεοναστικά): ποιος είν’ οπού σε γιάτρεψεν κι έκαμέ σε να βλέπεις| κι ανάμεσα εις τους πτωχούς ξεχωριστά να πρέπεις; Προσοψάς, Δράμα γενν. Τυφλού 226. 2) Τριτοπρόσ. σε χρ. μόνο στον ενεστ. και τον εν. παρατ. (συχνά με γεν. ή αιτιατ. προσωπ., βλ. και Trapp, JÖB 14, 1965, 24, Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Β′ 412) α) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κ. ή κάπ.: σίγα, σίγα το λοιπόν, ου πρέπει τώρα θρήνος Λίβ. Sc. 2508· Τα κλάηματα κι η συντριβή κι οι πόνοι κι οι πικρίες| πρέπουσι στ’ αμαρτήματα ώσπερ γλυκιές γιατρείες Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 156· Εσύ μικρόν και ανέλικον, καβάλα δεν σε πρέπει Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.)αν ... ένι τοιούτος άνθρωπος οπού της πρέπει, ημπορεί να την πάρει διά γεναίκα Ασσίζ. 3476· (εδώ με εμπρόθ., βλ. και Trapp, JÖB 14, 1965, 24): Η κόρη ... εκοιμήθη| εις μίαν κλίνην ολόχρυσην μετά λιθομαργάρων·| τόσα ήτον πλούσια και εύμορφη, καλά έπρεπε δι’ εκείνην Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 477· β) δικαιούμαι, αξίζω, συμβαίνω δικαίως σε κάπ.: Μ’ αν έν’ και σαν αμαρτωλοί δε μασε πρέπει χάρη,| πέψε τση φύσης θάνατο πάραυτας να με πάρει Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 873· όλοι τον ονειδίζουσιν, όλοι τον αποκρούσιν,| όλοι τον λέγουν πρέπουν τον πλεότερα παρ’ εκείνα Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 251· πρέπει μου θάνατος Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 11932. 3) Απρόσ., ακολουθούμενο από να, ίνα, διά να (συχνά με γεν. ή αιτιατ. προσωπ.) α) αρμόζει, ταιριάζει, αξίζει: Αλήθεια, έχω παρηγορία θυμώντα σε και λέγω,| οκάποτες με αγάπησε, ου πρέπει να την ψέγω Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 44· έπρεπε την καρδίαν μου και έπρεπε και τον νουν μου| να μη σε γράψω αντιγραφήν προς την γραφήν σου ταύτην Λίβ. P 1684· Ήλιε, τι εποίησας ημίν το κακόν τούτο;| Από του νυν ου πρέπει μας, να είμεσθα εις κόσμον Διγ. Z 417· ιδέ και κατεχόρτασε τα θαυμαστά της κάλλη,| ετούτην πρέπει πάντοτε να χαίρεται με σένα Αχιλλ. (Smith) O 474· πρέπει σου ’ς τούτο πὄκαμες πάντοτε να παινείσαι Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 536· β) είναι ανάγκη να, απαιτείται: Εάν γίνεται ότι είς άνθρωπος δανείζει απέ τον βίον του ετέρου ανθρώπου, και εκείνος λαμβάνει εγγυτάδες ... εκείνος οπού δύναται να ποίσει ως εγγυτήν, εις όλα πρέπει να ποίσει ως εγγυτήν Ασσίζ. 3131· πρέπει κάθα χριστιανός ίνα είναι έτοιμος, ήγουν εξομολογημένος και μεταλαμβανομένος των αγίων μυστηρίων Σεβήρ., Διαθ. 1894· (εδώ με απαρέμφ.): Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 416· (ακολουθούμενο από το ότι): Έπρεπε γουν τον Πρίαμον ότι ούτως ως εγεννήθη το βρέφος ευθύς να το αφανίσει Τρωικά 5218· πρέπει ότι εκείνος οπού είναι ανήξευρος από άρματα να μην πιάνει κοντάρι εις το χέρι του Μπερτολδίνος 165· (εδώ με γεν. προσωπ.): δεν είν’ κανείς διά να με κλαί’, πρέπει μου απατή μου| να ειπώ το μοιρολόγιον μου Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 676· γ) (σε παρατ.) για κ. που θα ήταν σωστό, χρήσιμο, όφειλε να γίνει (αλλά δεν έγινε): Μα ’πρεπε τότες ο μουσούς κι οι άλλοι να μετρήσου| πως αν της δώσουνε φωτιά (ενν. της πέτρας), το τείχος θα κρεμνίσου| τση χώρας, οπού βρίσκετο απάνω κει κτισμένο Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 50015· (με γεν. ή αιτιατ. προσωπ.): ανίσως και ήθελες τον Βαρλαάμ, σου ήπρεπε να ειπείς· πού έστιν εκείνος οπού έσωσε τον υιόν του βασιλέως ...;» Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 872· ουδέν σε έπρεπε, αδελφέ, ούτε τιμή σου ένι, (παραλ. 2 στ.) να με ονειδίζεις άσκημα, αδίκως, παρά λόγου Χρον. Μορ. H 4172· Μάγειρας να ’μαι μ’ έπρεπεν, εγώ να μαγειρεύω,| όχι τραγούδια, χορούς εύκαιρα να γυρεύω Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 9419· δ) (εδώ σε προσωπ. σύντ. λόγῳ έλξης προς γειτονικά ρ.): Τοιούτα πράγματα ένι απέ τα ποία οι άνθρωποι ουδέν πρέπουν να αγκαλέσουν εις την αυλήν Ασσίζ. 3522· δεν πρέπουσι να στέκου στολισμένοι τοίχοι άσκημοι και χαμηλοί και κακοσοθεμένοι Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 33. Φρ. 1) Καθώς/σαν/ως (γιον)/ωσάν/ώσπερ πρέπει (με γεν. ή αιτιατ. προσωπ., σε και αιτ.) = όπως επιβάλλεται, αρμόζει, είναι σωστό (πβ. λ. καθωσπρέπει σήμ.): Πρόσεχε αυτού οπού ηκούμπισες κι ετάχθης να δουλεύεις (παραλ. 13 στ.). Αγάπα τους ως φίλους σου, τίμα τους καθώς πρέπει Σπαν. V 104· η εδική τως μοίρα| τσ’ έκαμε νά ’ρθουσι κι οι δυο να μου το φανερώσουν,| για να μπορούν το κρίμα τως σαν πρέπει να πλερώσουν Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 170· το παιδίν, ο Διγενής Ακρίτης,| αναθρέφετον ως πρέπει και ως αξιάζει Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 611· εντέχεται εκείνος να ομόσει εις τον νόμον του, ... επειδή ουκ έχει τοιούτας μαρτυρίας ως γιον πρέπει να έχει Ασσίζ. 2359· Εκείνη δε πάραυτα έδραμεν και επροϋπάντησέ με και έδησεν τα χέρια της ωσάν έπρεπεν ... και εχαιρέτησέ με προσκυνούσα Διγ. Άνδρ. 39320· Νομίζω η ευγενική ψυχή δεν υπομένει| ’ς τούτον τον κόσμον διά να ζει και να βαρυαναστένει,| αλλ’ αποφαίνει βέβαια ή να ζει ώσπερ πρέπει,| ή ανδρείως το σώμα του εις θάνατον το τρέπει Κορων., Μπούας 41· εκείνος αρματώθηκεν ως του έπρεπεν ως ρήγας Χρον. Μορ. H 6205· να πάσιν και οι άρχοντες, για να τον συνεβγάλου,| σαν πρέπει γαρ των αφεντών και καθενός μεγάλου Ιμπ. (Legr.) 274· η βασίλισσα εγέννησεν την κόρην. ... Και αναθρέφετον με τας βαΐας της και τας αρχοντοπούλας της, καθώς την έπρεπεν Διγ. Άνδρ. 3148· να τιμήσεις και εμένα,| να με δώκεις αρχοντίαν,| καθώς πρέπει στους μεγάλους βασιλείς και αυθεντάδες Πτωχολ. B 375. 2) Πρέπει μου (σου, του, κλπ.) και περίτου = μου αξίζει και με το παραπάνω: πρέπει μου και περίτου όσα παθθάννω,| καλά και δεν μου πρέπει να θρηνίζω Κυπρ. ερωτ. 293· Και θωρώντα αφέντης ο Θεός τα κρίματά μας ήρταν μας οι πειρασμοί απ’ τους Τούρκους και έπρεπέ μας και περίτου Ανων., Ιστ. σημ. ρμ́. Η άκλ. μτχ. ενεστ. πρέποντα ως επίρρ. = α) με ταιριαστό, αρμόζοντα τρόπο: Ας τον ευχαριστήσομεν πρέποντα (ενν. τον δεσπότην Χριστόν), ... με ελεημοσύνες, προσευχές ... και με άλλα έργα θεάρεστα Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 167· β) όπως πρέπει, δίκαια: όλοι μας πρέποντα να κριθούμεν Αχέλ. 1302. Η μτχ. ενεστ. πρέπων ως επίθ. = που αρμόζει, κατάλληλος, ταιριαστός, ανάλογος, αναγκαίος: Τώρα με την παρηγοριάν πεθαίνω την πρεπούσα Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [389]· εξόφλησέ τους τες ημέρες εκείνες και κατά τα καμώματά τους τους έδωσε και την πρέπουσαν πληρωμήν Σουμμ., Ρεμπελ. 191· συχνά σε περίφραση με το είναι (πβ. απρόσ. πρέπει): Καλώς σας ηύρα· εις τα πολλά σκοτάδια, οπού δε βλέπω,| με τες φωτιές σας σήμερο να πορπατώ είναι πρέπο Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 156. Το ουδ. της μτχ. ενεστ. πρέπον έναρθρ. ως ουσ. = αυτό που αρμόζει, αξίζει, οφείλει να, επιβάλλεται, επιτρέπεται: προτού μας πάρ’ η θάλασσα να μας καταποντίσει,| ποιήσομε τα πρέποντα εν εξομολογήσει Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 180· σε περίφραση με το είναι (βλ. παραπάνω): να πάθει ως έν’ το πρέπον της, να πάθει ως έν’ το δίκιον Φλώρ. 427· εδώ σε εμπρόθ. προσδ. με τις προθ. κατά (ήδη αρχ.), παρά (ήδη μτγν.): Βίος Αλ. 2880, Ιστ. Βλαχ. 1852· εκείνος οπού αγωγίασεν το κτηνόν ... το παραφόρτωσεν γομάριν παρά το πρέπον Ασσίζ. 7524. Η μτχ. πρεπούμενος/‑άμενος ως επίθ. = ταιριαστός, κατάλληλος, σωστός, αναγκαίος, οφειλόμενος, επιβαλλόμενος: έδωκέν τους (ενν. ο ρήγας) πρεπάμενα κανισκία να δώσουν του σουλτάνου Μαχ. 1625· έδωκέν τους τέρμινον πρεπάμενον Μαχ. 33217-18· να σας δείξω τείντα δύναμιν είχεν ο ρήγας της θαλάσσου, και δεν έφτασαν εις την Λεμεσόν εις τον πρεπάμενον καιρόν Μαχ. 66616· εις όλες τες οικομενικές σύνοδες τίποτες δεν έλεγαν οι Πατέρες μας, μόνον έδιδαν την πρεπάμενην υποταγήν του επισκόπου της Ρώμης Ροδινός (Βαλ.) 148· να διδαχθούμεν να προσευχόμεσθαν με τον νουν μας και με την πρεπάμενην προσοχήν και ταπείνωσιν Ροδινός (Βαλ.) 74· συχνά σε περίφραση με το είναι (βλ. παραπάνω): ήτανε αναγκαίον να γραπτεί ο λαός όλος, διά να ηξεύρουν με πάσαν αληθοσύνην πόσος λαός ευρίσκεται, και ετούτο ήτανε πρεπούμενο να γένει Σουμμ., Ρεμπελ. 162· δεν είναι πρεπούμενον να ’ρθεις με το σκοτάδι,| διότι έχεις και εχθρούς οπού δεν σ’ αγαπούσιν Ιστ. Βλαχ. 2142. Το ουδ. πρεπούμενο/‑άμενο έναρθρ. ως ουσ. = 1) α) αυτό που πρέπει, το σωστό: το πρεπούμεν’ όλες μας κάμομεν ωσάν πρέπει Θησ. (Foll.) I 88· ποίσε το πρεπούμενον, τό έναι για τιμή σου Θησ. Β́ [414β) το ταιριαστό (σε περίφραση με το είναι, βλ. παραπάνω): όρισεν (ενν. ο Μιχαήλ) κι εθάψαν τον μετά τιμήν μεγάλη,| ως ήτον το πρεπούμενον αυτού του καρδινάλη Παλαμήδ., Βοηβ. 634. 2) Αυτό που δικαιωματικώς ανήκει σε κάπ.: Ο μεμψίμοιρος είναι τοιούτος, ώστε, ... όταν νικήσει νίκην, και να έχει όλας τας ψήφους, να καταδικάζει τον γραφέα της αποδείξεως πως άφησε πολλά από τα πρεπάμενα Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 129.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης