Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 35 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν.

  • ουδέποτε,
    επίρρ., Σπαν. P 152, Προδρ. (Eideneier) IV 228, Φαλιέρ., Ιστ.2 720, 721, Θησ. Πρόλ. [87], Κυπρ. ερωτ. 184, Πανώρ. Α΄ 309, 310· ’δέποτε, Κυπρ. ερωτ. 9718· ουδεποτέ, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1084, 1146· ουδέποτες, Συναξ. γυν. 304· ουδεποττέ, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 114.
    Το αρχ. επίρρ. ουδέποτε. Τ. ουδίπουτι σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex. στη λ.). Η λ. και σήμ.
    α) Ποτέ, καμιά φορά: έχουσιν τώρα τα χτηνά παντού να φαν| και ο καιρός να ’πνάζουσιν δωρούμενος| κι εγώ δεν βρίσκω ’δέποτε την θαραπάν Κυπρ. ερωτ. 9718· ο Υιός και Λόγος του Θεού και Πατρός … ουδέποτε δεν έλειπεν από τα άνω μέρη του ουρανού Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 13834· β) ποτέ δεν, καμιά φορά δεν: Διγ. (Trapp) Gr. 3003, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 818· (με γεν. προσωπικής αντων.): ’δόντα τον καμόν μου —πώς κοπιάζω| κι ουδέποτέ μου ’πνάζω— λυπηθείτε Κυπρ. ερωτ. 10317· ουδέποτέ του εθέλησε από την ώρα κείνη| άρματα να βαστάξει πλιο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 881· εγράφτη (ενν. η αγάπη) μέσα στην καρδιά κι ουδέποτέ τση ελειώθη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 22· γ) κι ούτε ποτέ, και ποτέ: έχουν την ίδια γνώμη,| εκείνην οπού ’χαν παλαιά, και δεν την εσαλεύσαν,| ουδέποτε των αλλωνών τες γνώμες επιστεύσαν Λίμπον. Επίλ. 46. — Πβ. μηδέποτε.
       
  • παβιόνι
    το, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β΄ 288, Δ΄ 1941, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 4227, Ροδολ. (Αποσκ.) Α΄ 286, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ΄ πριν από στ. 1, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1543, 16918, 25415, 26912, 28016, 31026, 3822, 38714, 4233, 4655, 51914, 5322, Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 14114, κ.α.· παβγούνιν, Κυπρ. χφ. 160· παβιούνιν, Κυπρ. χφ. 160· παβιούννιν, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 412.
    Το βενετ. pavion. Η λ. στο Βλάχ. (λ. παβιώνι).
    Στρατιωτική σκηνή: στα παβιόνια πα να δω τι κάνουν οι στρατιώτες Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Α΄ 511· τα παβιόνια του έστεσε κι όλη τη γη στολίσα| άσπρα, γαλάζια, κόκκινα, κι οι κάμποι ελουλουδίσα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 18916· (συνεκδ. προκ. για το στρατόπεδο): προς τα παβιόνια σύρνομαι κι αποδεκεί μπορούμε| πώς εις τη μάχη θέλετε διάξει να συντηρούμε Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ΄ 115.
       
  • παρακάλεσμα
    το, Θησ. Πρόλ. [250], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 335.
    Από τον αόρ. του παρακαλώ και την κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Du Cange (λ. παρακαλέσματα) και σήμ.
    1) Παράκληση, ικεσία: Ο Βασιλεύς πέμπει να γυρεύσουν τον Μπερτόλδον, και σαν τον εύραν, υπάγει ο Βασιλεύς ατός του εκεί όπου έστεκεν και με παρακαλέσματα και μεγάλα ταξίματα τον έκαμε να γυρίσει εις την Αυλήν Μπερτόλδος 75· Μηδέν ιδείς τα δάκρυα, τες φορεσές τες μαύρες| ουδέ παρακαλέσματα, ουδέ δικαιοσύνη.| Θελήσεις διά να γενεί, να ποίσεις γαρ τό πρέπει Θησ. Β́ [332(προκ. για την Παναγία): Χαίρε συ, το παρακάλεσμα του κριτού δικαίου Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 13821. 2) Πρόσκληση: Εις τες χαρές των φίλων σου, ’ς παρακαλέσματά των| μη γίνεσαι ολοπρόθυμος και τρέχεις και υπαγαίνεις Σπαν. (Μαυρ.) P 144.
       
  • περίγελος
    ο.
    [Από το μτγν. ουσ. περίγελως (Sophocl.· TLG, περίγελος· λ. περιγέλως στο Lampe, Lex.) με μεταπλ. Η λ. και σήμ.]
    Αυτός που όλοι τον περιγελούν, τον χλευάζουν: οι μάγοι εγυρίσασιν εις την Βαβυλώνα ... και διαλαλώντας εσένα τον Χριστόν εις όλους τους ανθρώπους αφήκασι τον Ηρώδην ωσάν τινα σαλιάρην και περίγελον Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 13723.
       
  • πλανώ,
    Σπαν. O 183, Προδρ. (Eideneier) II 101, IV 249, Καλλίμ. 1433, Διγ. (Trapp) Gr. 2090, 2187, 3506, Διγ. Z 3391, Διγ. A 4735, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1107, 1156, Χρον. Μορ. H 1099, 8414, Χρον. Μορ. P 1099, 8414, Λίβ. P 2370, Λίβ. Sc. 2493, Λίβ. Esc. 3658, Λίβ. N 3108, Αχιλλ. (Smith) N 1368, Χρον. Τόκκων 2211, 2654, Μαχ. 58822, 6565, Απόκοπ.2 215, Συναξ. γυν. 549 (έκδ. πλακούσι· διόρθ. Αλεξ. Στ.· βλ. και πλακώ (I)), Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 73r, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 691, Ιστ. πολιτ. 349, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4779, Κυπρ. ερωτ. 10022, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 264, Παλαμήδ., Βοηβ. 948, Σουμμ., Ρεμπελ. 177, Κατζ. Πρόλ. 31, Διγ. Άνδρ. 37018‑19, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 100, 648, 1076, Γ́ 174, 462, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 948, Διήγ. πανωφ. 61, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 334, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14314, 30820, 3629, 50716, κ.π.α.· πλανάγω, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 363r· β́ πληθ. ενεστ. πλανείτε, Φαλιέρ., Ιστ.2 327· γ́ πληθ. παρατ. ’πλάνων, Δεφ., Λόγ. 248· μτχ. ενεστ. πλανωμένος, Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 1386‑7.
    Το αρχ. πλανάω· πβ. και μτγν. πλανέω (TLG). Ο τ. με ανάπτυξη ευφωνικού γ (βλ. Καραντζόλα [Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. σ. 516]). Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) (Μεταφ., με υποκ. τη λ. νους) οδηγώ, περιφέρω εδώ κι εκεί: όταν τον δοξολογείς και υμνείς τον (ενν. τον Θεόν) μηδέν σε πλανάγει ο νους σου εδώθεν και εκείθεν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 363r. 2) α) Ξεγελώ, εξαπατώ, παραπλανώ: Διγ. A 3165, Σαχλ., Αφήγ. 421, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2693, Σταυριν. 433, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 189· (προκ. για θρησκ. πλάνη): ο Θεός μας ήφερεν εδώ ... και έβαλέ μας εδώ να στέκομε έως ότου να γεννηθεί ο Αντίχριστος, ο υιός της απωλείας, ο οποίος θέλει γεννηθεί από πόρνη και θέλει πλανέσει πολλούς Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 294r· Εγώ ... τον έστειλα να κυβερνά εκείνον τον τόπον, και αυτός ο μιαρός τους επλάνεσε και τους έκαμε όλους χριστιανούς Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 14523· β) βγάζω κάπ. από το σωστό δρόμο, παρασύρω: Εν τούτῳ σε παρακαλεί κι ημείς όλοι μετ’ αύτον·| μη σε πλανέσει ο λογισμός, του κόσμου γαρ η δόξα Χρον. Μορ. H 8414· Τα Βομπλιανά εγύρευεν να επάρει του δεσπότου,| και τόσον τον επλάνεσεν η έπαρσις η μεγάλη,| ότι εντρέπομαι να τα ειπώ τι έγραφεν τον δεσπότην Χρον. Τόκκων 2211· αυτόνος (ενν. ο Πιλάτος) την απόφασιν ήκαμε εις αληθεία,| γιατί τον επλανέσασι με τη φιλαργυρία Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4581· γ) αποπλανώ, ξελογιάζω: Ποτέ μου δεν με πλάνεσε κοράσιον στον καιρόν μου,| μόνο εσύ, ματάκια μου, κι έκαψες την καρδιά μου Ch. pop. 352· Έπειτα επήγαμεν εις την Χοχλακούραν και εκεί ηύραμεν το παλληκάριον, οπού επλάνησεν την κόρην Διγ. Άνδρ. 3739· και ο Σαμψών ο θαυμαστός, ’κείνος ο ανδρειωμένος,| γυναίκα τον επλάνεσε κι έμεινε τυφλωμένος Διακρούσ. 1168. II. Μέσ. 1) Περιπλανιέμαι: Σπαν. O 4, Σπανός (Eideneier) D 1485, Παλαμήδ., Βοηβ. 442. 2) α) Ξεγελιέμαι, εξαπατώμαι, παραπλανούμαι: Διγ. Άνδρ. 1926· (με εμπρόθ. προσδ.): παρακαλώ σας το, κάμετε και φρονείτε,| μη πλανεθείτε σε φλωρί, την νιότην να πουλείτε Περί γέρ. 180· Ξεύρομεν πως τα θηλυκά στον πόθον πλια νικούνται,| παρά τους άνδρες, κι εύκολα στον έρωτα πλανούνται Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [400]· (με συμπερασμ. πρόταση): Μη πλανεθούμεν, άνδρες αδελφοί, καθώς αι μωρές εκείναι πέντε παρθένοι, να χάσομεν τον καιρόν τούτον, οπού είναι καιρός ελέους Πηγά, Χρυσοπ. 140 (42)· λέγε μου με δίχως φόβον πώς επλανέθηκες τέτοιας λογής, να προτιμάς με όφκαιρες ολπίδες εκείνα οπού δεν θεωρείς από εκείνα οπού θεωρούμεν φανερά Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3420· β) βγαίνω από τον ίσιο δρόμο, παραστρατώ: Όλοι μας ωσάν πρόβατα επλανεθήκαμεν. Ο άνθρωπος εις την στράταν του επλανέθη και ο Κύριος του επαράδωκε τις αμαρτίες μας Χριστ. διδασκ. 80 δις· γ) σφάλλω, λαθεύω: κείνοι που κουμπώνουνται και λέγουν κι έχουν φίλους,| ουδέν κατέχουν τίποτας, έσφαλον και πλανώνται Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 171· Ποτέ δεν εκακόπεσε, ποτέ δεν επλανέθη,| από τα αμαρτήματα ελεύθερος ευρέθη Ιστ. Βλαχ. 1365· δ) πέφτω σε θρησκ. πλάνη: Μη το βάλεις εις τον νουν σου πώποτε να πλανεθούμεν, να προσκυνήσομεν είδωλα! Αγαπ., Καλοκ. 338· πάλιν εδάκρυσεν η Παναγία και είπε προς αυτούς: «Πώς επλανηθήκετε, ταλαίπωροι, και δεν εγνωρίζετε τον ποιητήν σας;» Αποκ. Θεοτ. Ι 53· (μτβ., με σύστ. αντικ.): μεγάλην πλάνην επλανεθήκασιν, ω βασιλεύ, οι Αιγύπτιοι και οι Χαλδαίοι και οι Έλληνες θέλοντες να σέβουνται τέτοιους θεούς Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 10729· ε) ξελογιάζομαι: Μαγεύγου με τα λόγια σου και πέφτω και πλανούμαι,| μα μ’ όλα αυτείνα του αντρός τες δυσκολιές φοβούμαι Φαλιέρ., Ιστ.2 661· (με εμπρόθ. προσδιορ.): οι δίκαιοι εις πειρατήριον ενέπεσαν και πολλοί, κατά το γεγραμμένον, επλανήθησαν εν κάλλει γυναικός Φυσιολ. (Zur.) XXXXIX 27. Η μτχ. ενεστ. ως επίθ. = απατηλός: να εγνωρίζουν άπαντες τον πλανωμένον κόσμον,| τον άστατον, ακέρδητον, τους άπαντας κομπώνει Βυζ. Ιλιάδ. 495. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που έχει σφάλει, που έχει κάνει λάθος: θρησκείες εστοχάστηκα πολλές, μα πλανεμένες Διγ. O 1047· (σε προσφών.): Αλλά αιτία των κακών ο Θεός ποτέ δεν έναι·| τι είναι τά συλλογίζεσαι, άνθρωπε πλανεμένε! Πένθ. θαν.2 324· εκφρ. (1) πεπλανημένον πρόβατον = ο άνθρωπος που έφυγε από το δρόμο του Θεού (πβ. ΚΔ, Λουκ. 15, 6 κ.α.: πρόβατον απολωλός): το ωμόφορον, όπερ βαστά ο αρχιερεύς εις τον ώμον του, δηλοί το πρόβατον το πεπλανημένον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 397v· (2) πλανεμένη οδός/στράτα = αμαρτωλός, ανήθικος τρόπος ζωής (πβ. οδός 8β εκφρ.): Επεί λοιπόν γνωρίζομεν λοξά περιπατούμεν,| πρέπει να την αφήσουμεν την στράταν που κρατούμεν,| και άλλην οδόν να πιάσομεν, τι αυτή έναι πλανεμένη Πένθ. θαν.2 571· ας ηξεύρει ότι εκείνος οπού γυρίσει αμαρτωλόν από την πλανεμένην του στράταν θέλει σώσει ψυχήν από τον θάνατον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιακ. Καθολ. Επιστ. έ 20 (πβ. ΚΔ, Ιακ. 5, 20: εκ πλάνης οδού). Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = α) παραπλανημένος, ξεγελασμένος: Εγώ είμαι ο πλανεμένος και άγνωστος, οπού επίστευσα τα ψεύματα Ζυγομ., Διήγ. Περζουέ 225· (προκ. για θύμα θρησκ. πλάνης): Τι επιχειρίζεσαι και αναγελάς το κήρυγμα της αληθείας ... διά του οποίου οι πλανεμένοι ευρήκασι την αληθινήν στράταν; Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 12632· β) αυτός που έχει σφάλει, που έχει κάνει λάθος: (σε προσφών.): Υπόστρεψον ταχύτατα προς την ενεγκαμένην,| πεπλανημένε, πόλιν σου και την Ολυμπιάδα, σην τιθηνόν, και θήλαζε Βίος Αλ. 1703. Το ουδ. της μτχ. παρκ. ως επίρρ. = α) λανθασμένα: Δεν έτρεξεν (ενν. ο παράλυτος) εις μάγους και μάντισσες, ωσάν το κάμνουσιν τινές άθεα, ασεβίστικα, πλανεμένα Πηγά, Χρυσοπ. 59 (20)· β) παραπλανητικά, δόλια: Τα μάτια σου, αν γυρίσουσι να ιδούσι νιον κανένα,| κι αυτά με πονηριά θωρούν, ψευτά και πλανεμένα Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1208].
       
  • πλήγωμα
    το.
    Από το πληγώνω και την κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Somav. και σήμ.· βλ. και LBG.
    Πληγή, τραύμα· (σε προσφών. προκ. για την Παναγία): χαίρε συ των διαβόλων το πολυθρηνισμένον και ανιάτρευτον πλήγωμα Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 13517.
       
  • ποδότας
    ο, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 144, 146, Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 8, 68, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 261 δις, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 131.
    Από το ουσ. ποδότης (Du Cange, <πους-πόδι), πιθ. με επίδρ. του ιταλ. pedot(t)a (για την ετυμ. βλ. Κριαρ., Κρ. Χρ. 12, 1958 Ά, 111-12, Τριαντ., Άπ. 1, 338, 413, Kahane, DOP 142, Pern., Ét. linguist. 509)· πβ. λ. ποδότης και σήμ. (Κριαρ., Λεξ. (λαϊκ.), Ανδρ., Λεξ., ΑΛΝΕ) και ιδιωμ. (Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., Kahane, B-NJ 15, 1939, 107). Τ. πουδότας στη Σάμο (Δημητρίου, Λεξ. Σάμ., Ζαφειρίου, Ιδίωμ. Σάμ.). Η λ. στο Somav. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ.) και πολλ. ιδιωμ. (Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ. (λ. ποδότης), Kahane, B-NJ 15, 1939, 107).
    1) (Ναυτ.· για τη σημασ. βλ. Κουκ., ΒΒΠ Έ 367) α) πηδαλιούχος, λοστρόμος: και ναύκληρον ουκ είχαμεν να κυβερνά το πλοίον,| ουδέ πενέζην να θωρεί απέσω εις το βελόνιν,| ουδέ και ο ποδότας μας μαγνήτην να βαστάζει Πουλολ. (Τσαβαρή)2 542· εις το καράβι ανέβηκε (ενν. ο Ροδολίνος) κι όρισε τσι ποδότες| μαύρ’ άρμενα να βάλουσι, τιμόνι να μην πιάσου Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 552· β) πλοηγός, κυβερνήτης: από την δύσιν διάβησαν (ενν. τα κάτεργα), στο Γότσο μέρα μπήκαν,| και ο ποδότας έλεγεν ψόματα κι είδε να ’σαν| εις το Μιλιάρον έσωθεν φούστες που το φυλάσσαν.| Ούτως του ατυχότατου ποδότα η δειλία| έκαμεν κι αμποδίστηκεν Μάλτας η βοηθεία Αχέλ. 561, 563· Όντεν αστράφτει και βροντά κι ανεμικές φυσούσι, (παραλ. 3 στ.) τότες γνωρίζεται ο καλός ναύκλερος, μόνο τότες| τιμούνται οι κατεχάμενοι κι αδυνατοί ποδότες,| γιατί με τέχνη κι ο γιαλός πολλές φορές νικάται,| κι εκείνος απού κυβερνά ψηλώνει και τιμάται Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 52· (εδώ σε παρομοίωση): Η καλοπιχεροσύνη ένι ως γιον τον ποδόταν του αυτού καραβιού, οι ποιοι παίρνουσιν ούλα τα καράβια εις καλήν και ίχιαν στράταν Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 151. 2) Οδηγός, καθοδηγητής: ΤΙΤΛ.: Πώς εσυββουλεύθησαν με τον Μίχνα Βοϊβόνδα να πιάσουν τον Μιχάλη.| Τότες ο Μεχεμέτμπεγης λέγει του Μίχνα βόδα·| «εσέν αποφασίσαμε να στείλομε ποδότα».| Και αυτός είπε· «πιάνω τον εγώ με την βουλή μου,| ότ’ οι άρχοντες οπού ’ν’ σ’ αυτόν είν’ όλοι εδικοί μου» Σταυριν. 278· (μεταφ.): η ανωτάτη αρετή της αγάπης, η ποία ένι ρίζα, θεμελιός, ποδότας … όλων των αρετών Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 74· Συνακόλουθος τούτου (ενν. του Γρηγορίου) πάλιν ο χρυσόλαλος και χρυσοπαρανόμιαστος Ιωάννης, ο ποδότας και διδάσκαλος της φιλοπτωχίας και της μετανοίας Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 131· χαίρε συ (ενν. νύμφη άνανδρε) απού εγέννησες ποδότα εις ημάς τους πλανεμένους Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 13819.
       
  • πολυδοξασμένος,
    μτχ. επίθ., Θησ. Β́ [365πολυδεδοξασμένος.
    Από το ά συνθ. πολυ‑ και τη μτχ. παρκ. του δοξάζω ως επίθ. Η λ. στο ΑΛΝΕ.
    Που έχει δοξαστεί πολύ, πολύ ξακουστός (πβ. δοξάζω): ετρέχαν όλοι τους μετά σπουδή μεγάλη| όθεν ερχέτον η ζυγή η πολυδοξασμένη Θησ. Θ́ [414(σε προσφών. προκ. για την Παναγία): Ω πολυύμνητε και πολυδεδοξασμένη μήτερ, συ οπού εγέννησες τον Υιόν και Λόγον του Θεού Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 14126.
       
  • πολυθρηνισμένος,
    μτχ. επίθ.
    Από το ά συνθ. πολυ‑ και τη μτχ. παρκ. του θρηνίζω ως επίθ..
    Που έχει προκαλέσει πολύ θρήνο: Χαίρε συ (ενν. Παρθένε) των διαβόλων το πολυθρηνισμένον και ανιάτρευτον πλήγωμα Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 13516.
       
  • πολυλέγομαι.
    Από το ά συνθ. πολυκαι το λέγομαι. Η λ. στο ΑΛΝΕ.
    Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που περιγράφεται, που εξιστορείται συχνά (για τη σημασ. βλ. και ά. λέγω II3α): χαίρε συ (ενν. Θεοτόκε) των αγγέλων το πολυφημισμένον και πολυλεγόμενον μέγα θαύμα Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 13515. — Πβ. και πολυαφηγούμαι.
       
  • πολύλογος (Ι),
    επίθ., Διδ. Σολ. Ρ 113, Αργυρ., Βάρν. K 102, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 122, Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 13918· πολυλόγος, Πτωχολ. (Κεχ.) P 12.
    Το αρχ. επίθ. πολύλογος. Ο τ. ήδη μτγν. Η λ. και σήμ. (ΛΚΝ).
    Πολυλογάς, φλύαρος: Παρασπ., Βάρν. C 98, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 12314, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Τιμ. Ά έ 13· (μεταφ.): πουλίν έναι, ό λέγουσιν κουρκουνιστήν οι πάντες (παραλ. 2 στ.), πολύλογον ως αληθώς κατά την γνώμην όντως Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 1324.
       
  • πολυμυρωδάτος,
    επίθ.
    Από το ά συνθ. πολυ‑ και το επίθ. μυρωδάτος (πβ. μυριομυρωδάτος στο ΑΛΝΕ).
    Πολύ ευωδιαστός, πολύ αρωματικός: χαίρε συ (ενν. Παρθένε) η πολυμυρωδάτη μυρωδιά της μυρωδίας του Χριστού Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 1411.
       
  • πολύπλοκος,
    επίθ., Μιχ. ιερομ. 22, Χρον. Μορ. H 3989, Βίος Αλ. 118.
    Το αρχ. επίθ. πολύπλοκος. Η λ. και σήμ.
    1) Που είναι σύνθετος στη διάταξη ή στη σύνθεση των μερών του, περίπλοκος: Καλλίμ. 360· (μεταφ.): αυτοκράτορ,| και πρόσδεξαι και λύσον μου τας πολυπλόκους θλίψεις| είθ’ ούτως και την ίασιν εντέχνως αποδούναι Προδρ. (Eideneier) IV 12. 2) Πονηρός, δόλιος, πανούργος: Εκείνος προς τους αδελφούς τα πάντα καταλέγει: (παραλ. 8 στ.) ... πώς πολύτροπος γυνή και δαιμονώδης γραία| μετά κλαθμών και στεναγμών και πολυπλόκων λόγων| επλάνησεν, κατέβασεν αυτόν από του τείχους Καλλίμ. 1432. 3) Ετερογενής, ανομοιογενής: Μηδέν σκιαστείτε τίποτε αν είναι πλειότεροί μας·| ότι λαός πολύπλοκος κι από διαφόρες γλώσσες| ποτέ καλήν συμβίβασιν ουκ έχουσιν αλλήλως Χρον. Μορ. H 3841. Ο πληθ. ουδ. ως ουσ. = περίπλοκος λόγος που έχει σκοπό να παραπλανήσει, σόφισμα: χαίρε, σύ (ενν. Θεοτόκε), οπού καταξεσκίζεις τα σοφά πολύπλοκα και συλλογισμούς των σοφών Αθηναίων Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 13927.
       
  • πολυτρεχάτος,
    επίθ.
    Από το ά συνθ. πολυκαι το επίθ. τρεχάτος. Λ. πολυτρέχατος στο Somav. Η λ. στο Βλάχ.
    (Για ποτάμι) που κυλά γρήγορα, ορμητικά· (εδώ σε μεταφ.): χαίρε συ οπού αναβρύζεις ποταμόν πολυτρεχάτον Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 14033.
       
  • πολυφημισμένος,
    μτχ. επίθ., Κορων., Μπούας 15, 49, 71, 88, 115, 116, 129, Μαρκάδ. 667· πολυφουμισμένος, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 333, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 1387.
    Από το ά συνθ. πολυκαι τη μτχ. παρκ. του φημίζω. Ο τ. (και τα πολυφουμίζω –ομαι) στο Somav.· το πολυφουμίζω και σήμ. ιδιωμ. (Pern., Ét. linguist. III 510). Η λ. και σήμ. (Κριαρ., Λεξ., Μπαμπιν., Λεξ.).
    Πολυφημισμένος, ονομαστός: Θαυμαστέ Μερκούριε, ..., κι ανδρειωμένε,| στον κόσμον πάντα ξακουστέ και πολυφημισμένε Κορων., Μπούας 95· πολλά εχάσαμεν οι άθλιοι Ρωμαίοι| αυτήν την πόλιν χάνοντες, την πολυφημισμένην Θρ. Κων/π. B 11· (προκ. για την Παναγία): χαίρε συ των αγγέλων το πολυφημισμένον και πολυλεγόμενον μέγα θαύμα Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 13515. — Βλ. και πολλοφουμισμένος.
       
  • πόρτο (I)
    το, Θησ. ΣΤ́ [473], Θησ. (Foll.) I Υπόθ. 11, 50, 117, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 242v δις, 326r, Πορτολ. A 18714, 19020, 21, 1923, 5 κ.α., Άλ. Κύπρ. 1541, Λεηλ. Παροικ. 1, 208, 223, 314, 611 κ.α., Διακρούσ. 10020, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15912, 15, 56223· πόρτον, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 816, 901, 2929, 2983, 3157, Byz. Kleinchron. Á 52319, Κυπρ. χφ. 161, Διακρούσ. 9213.
    Από το ιταλ. porto (Τριαντ., Άπ. Ά 443). Ο τ. πόρτον σε έγγρ. (Σφυρ., Πληρώμ. 107) και κείμ. του 18. αι. (Στεφανόπ., Βιβλ. Στεφανοπ. 89) και σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Ιδιώμ. Καρπάθου). Η λ. πόρτο σε έγγρ. του 17.αι. (Κουρσάρ. 96, Κωνσταντουδάκη, Θησαυρ. 12, 1975, 1167), 18. αι. (Έγγρ. Σαντορ. 3818), στο Du Cange (λ. πόρτος) και σήμ. ναυτ.
    1) (Ναυτ.) α) φυσική διαμόρφωση ακτής που προστατεύει από ανέμους και κύματα: εις την μερέα της τρεμουντάνας του νησίου του μεγάλου έχει πόρτα πολλά Πορτολ. A 19423· έναι ένα νησόπουλο και σου φαίνεται ότι έναι κολλητό με τον κάβο, και εκείνο κάνει πόρτο Πορτολ. A 35731· εις την μερέα της όστριας έναι ένα νησί και εκείνο το κάνει πόρτο Πορτολ. A 19324· (εδώ προκ. για όχθη ποταμού): ηθέλησε να τα φυλάξει (ενν. τα παιδία) και υπήγε και έβαλέ τα εις ένα πόρτο του ποταμού σιμά εις ένα σπήλαιον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 143r· β) λιμάνι: κάτεργα και καράβια έφθασαν εις το πόρτον Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 2265· κι είδα ένα ξύλο κι ήρχεντο με τ’ άρμενα γεμάτο| στο πόρτο, και βενέτικο να ’ναι εσουσούμιασά το Στάθ. (Martini) Β́ 326· επήγανε τα κάτεργα και μες στο πόρτο ’ράζουν Άλ. Κύπρ. 1289· Πλεούμενα αμέτρητα, σαν περιστέρια άσπρα,| κι όλο το πόρτο γέμωσε ως ουρανός με άστρα Διακρούσ. 7720· φρ. πιάνω πόρτο(ν) = βλ. πιάνω Φρ. 23· γ) εμπορική πόλη με λιμάνι: Η Κορώνη έναι χώρα και πόρτο με μόλο Πορτολ. A 21421· Η Μοθώνη έναι … πόρτο μολωμένο Πορτολ. A 2141· δ) το τμήμα της πόλης που περιλαμβάνει το λιμάνι, η περιοχή του λιμανιού: Για τούτο πήγαινε κι εσύ λοιπό στο πόρτο κάτω,| και σ’ ανιμένω ογλήγορα να φέρεις το μαντάτο Στάθ. (Martini) B́ 333. 2) (Mεταφ.) ασφαλές καταφύγιο: χαίρε συ, οπού το πόρτο το γαληνότατον των ψυχών μας ετοιμάζεις Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 1362. Η λ. ως τοπων.: Πορτολ. A 19012, 19012. ‑ Βλ. και πόρτος (Ι) ο και πόρτος (ΙΙ) το.
       
  • σαλιάρης,
    επίθ., Κατζ. Ά́ 166, Δ́ 311, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 101r, Φορτουν. (Vinc.) Β́ 367, 445· πληθ. σαλιάροι.
    Από το ουσ. σάλιο και την κατάλ. ‑ιάρης. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    1) Που του τρέχουν τα σάλια· εδώ προκ. για σαλιγκάρι, που αφήνει ίχνη βλέννας καθώς κινείται: ο σαλιάρης ο χοχλιός και η χελώνα η βρομερή ως κατηραμένοι βαστούσι τα σπίτια τως και μέρα νύκτα σηκώνουν τα Επιστ. Barozzi 361. 2) (Μεταφ.) ανόητος, φλύαρος, μωρολόγος: και διαλαλώντας (ενν. οι μάγοι) εσένα τον Χριστόν εις όλους τους ανθρώπους αφήκασι τον Ηρώδην ωσάν τινα σαλιάρην και περίγελον· Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 13723· ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Latinità, καθώς θωρώ, κιαμιάς λογής δεν έχεις,| γιαύτος τσι φράζες τσ’ όμορφες δεν ξεύρεις, δεν κατέχεις.| Εγώ με γράμματα, κι εσύ με τ’ άρματα, τη χώρα| είπα σου πως στολίζομε. Γροικάς το τούτο τώρα;| ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ: Γροικώ τα εγώ καλότατα, δε λέγεις παραμύθια.| ΚΑΤΖΟΥΡΜΠΟΣ: Σαλιάροι πλιο δε βρίσκονται δυ’ άλλοι, μα την αλήθεια! Κατζ. Δ́ 344.
       
  • σεκρεταρία
    η.
    Από το βενετ. secretaria (Boerio· βλ. για παλαιότ. ιταλ. Battaglia, λ. segretaria)· πβ. και ουσ. σεκρετάριος. Η λ. στο Somav. (όπου και τ. σεκρετάρια και λ. σεκρετάρισσα) και σε έγγρ. του 19. αι. (Μπώκος, Επταν. μονοφ. 18).
    Η μυημένη, αυτή την οποία καθιστά ο Θεός κοινωνό απορρήτων γνώσεων (πβ. και σεκρετάριος σημασ. 2): Γνώρισιν αγνώριστον εξετάζοντας η μακαριοτάτη παρθένος να γνωρίσει, είπε προς ... τον Γαβριήλ. Από τα καθαρότατα λαγγόνια τα εδικά μου πώς είναι δυνατόν γεννηθεί υιός, ειπέ μου το. Εις την οποίαν τούτος απεκρίθηκε ...· Χαίρε, συ, η σεκρεταρία της συμβουλής του Θεού Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 1359.
       
  • σημαδεύω,
    Χρον. Μορ. P 8122, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 4119, Μορεζ., Κλίνη φ. 292r, Πιστ. βοσκ. V 6, 65, Ιστ. Βλαχ. 130, 2582, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 12526, 16124, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. ιή 32, Παύλ. Θεσ. Β́, γ́ 14, Στάθ. (Martini) Γ́ 182, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 3221, 25, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [175], Χριστ. διδασκ. 129, 151, 192, 410, 482, Ροδινός (Βαλ.) 171, 185, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 361, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 855, 11012, Μπερτολδίνος 104, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 24, 44, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) Προλ. 51, Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 14033· σημαδεύ(γ)ω, Πηγά, Χρυσοπ. 181 (28), Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 444515, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 2005, 3453, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1867· σημαδεύγω, Μαχ. 37021‑22, 3721, Μορεζ., Κλίνη φ. 5v, 6r δις, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 405, Μορεζίν., Λόγ. 467, Πιστ. βοσκ. I 2, 5, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3733, 8814, 12925, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 429, Έ 494· γ́ εν. αορ., εσημάδηψεν· μτχ. παρκ., σημαδεμένος, Μαχ. 50226, 50628‑29· Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 14638‑39, Χριστ. διδασκ. Προοίμ. [ς́].
    Από το ουσ. σημάδι και την κατάλ. ‑εύω. Ο τ. σημαδεύγω στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων., Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ, 163). Η μτχ. σημαδεμένος στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. τον 7. αι. (L‑S Κων/νίδη Συμπλ., Lampe, Lex.), στο Meursius (σημαδεύειν, λ. σημάδι) και σήμ.
    1) α) Βάζω σημάδια, μαρκάρω: Είπε (ενν. ο βιζίρης) ν’ αρχίσουν αποκεί λάκκους να σημαδεύγου,| να σκάφτουσι, να μπαίνουσι, κι οι Τούρκοι να δουλεύγου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 50411· γυρέψαν και το άνωθεν χωράφι του κυρ Αγγελούτζο και εβάλαν και εσημαδέψαν το και κείνο Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 23112· β) σημαδεύω με ευθεία γραμμή, οριοθετώ: και ετούτο να είναι εσάς σύνορο βορεινά από τη θάλασσα τη μεγάλη σημαδέψετε εσάς εις το Ορααρ Πεντ. Αρ. XXXIV 7· γ) καταμετρώ, υπολογίζω το μήκος: ηθέλησεν Αλέξανδρος εκεί να κτίσει χώρα,| κι εμέτρησε το πλάτος της τότε κατά την ώρα,| ομοίως και το μάκρος της εσημαδέψανέ το,| και να κτιστεί μικρότερη εσυβουλεύανέ το Αλεξ.2 555. 2) Σχεδιάζω το σχήμα: Λέγοντας αυτά εσημάδευσεν (ενν. ο νέος) απάνω του τον τύπον του τιμίου σταυρού Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 15339· αμή εκείνος παρευθύς εκάλεσεν τον Χριστόν του εις βοήθειαν και εσημάδευσεν απάνω του και τον σταυρόν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 12530. 3) α) Σημειώνω, γράφω, καταγράφω: Εδώ ήθελα να σιωπάσω, ... αμή επειδή και η αιδεσιμότης σου ... μας εγύρεψε ... μικρήν απόδειξιν του πώς, είτι κρατεί σήμερον η Ιερά Ρωμαίων εκκλησία, αυτά εκράτιε και πολλές εκατοστές χρόνων πριν του παγκακίστου σχίσματος, ... εσημάδεψα αυτά τα ολίγα Ροδινός (Βαλ.) 153· όλα εκείνα τα χωράφια ... καταπώς τα έχουσι, ίτσι η μία μερά ωσάν και η άλλη, σημαδεμένα εις το άνωθεν πρώτον ινστρουμέντο της αλλαξίας Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 3646‑7· β) υπογράφω: εποίκαν γραψίματα με νοτάρην ... και εβουλλώσαν το με την βούλλαν τους ... και εσημάδεψάν το όλοι ο επισκόποι ... και ο ρήγας δεν το εσημάδεψεν, αμμέ αποδιάβασεν το πράμαν Μαχ. 5420, 21· διά πίστωσιν και βεβαίωσιν της αληθείας εποίκαμεν και εγράψαμεν το αυτόν προβιλίζιν και εσημαδέψαμέν το με τα γράμματά μας και εβουλλώσαμέν το με την βούλαν μας την συνηθισμένη Μαχ. 5088. 4) α) Συγκεντρώνω την προσοχή μου σε κάτι που θεωρώ σημαντικό και αξιόλογο, προσέχω: «Πεινώντας ενέπλησεν αγαθών». Σημαδέψετε τι λέγει: πεινώντας. Διότι, όποιος δεν είναι πεινασμένος, εκείνον τον ουράνιον άρτον δεν θέλει τον χορτάσει, μηδέ θέλει τον γευτεί ποτέ του. Ροδινός (Βαλ.) 127· μου εδόθη ένα ζήτημα να το εξηγήσω ... το οποίον ζήτημα ήτον ετούτο, σημάδευσέ το καλά. Δεν έχω νερόν και πίνω νερόν, αν εγώ είχα νερόν, έπινα κρασίον. Και εγώ ποτέ μου δεν ημπόρουνα να το μαντεύσω Μπερτολδίνος 138· Ας σημαδέψουν εδώ οι ιερείς, οι καλογέροι, οι καλογριάδες, άνδρες και γυναίκες, ότι, αν ψάλλουν τους θείους ύμνους, πρέπει να το κάμνουν χαρούμενοι και όχι λυπημένοι Ροδινός (Βαλ.) 90· β) επισημαίνω κ. ή κάπ.: κανένα πράγμα δεν είναι οπού να έχομεν χρέος ... να πιστεύομεν και να κρατούμεν, οπού ... ο Κύριός μας δεν το εσημάδευσε και εξεκαθάρισε διά των Ευαγγελιστών Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Εισαγωγή 14. 5) α) Σημαίνω: εις το εβραϊκόν είναι τρεις λέξεις· η μία λέγει νααρά, η άλλη μπεθουλά και η άλλη αλμά. Η νααρά σημαδεύγει την απλώς γυναίκα ... Το μπεθουλά σημαίνει την παρθένον ... Το αλμά θέλει να ειπεί την παρθένον, οπού άνθρωπος δεν είδε Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 440404· έπαρε το ψηφίν, οπού δηλοί μόνον ένα και βάλε σιμά εις αυτό εκείνο το τζέρο ... και πάραυτα ... από ένα έγινε δέκα: 10. Αν σμίξεις άλλην μίαν νούλλαν, κάμνεις εκείνο το ψηφίν, οπού εσημάδευε μόνον δέκα, να σημαδεύει εκατόν: 100 Ροδινός (Βαλ.) 103· β) συμβολίζω: ο φλογερός εκείνος και απηνής δράκων σημαδεύει την κοιλίαν του άδου, οπού χάσκει να μας καταπίει Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 6416‑17· Η δε φάτνη των αλόγων, ξεύρεις τι σημαδεύγει; Το ακατανόητον του μυστηρίου, το άρρητον Πηγά, Χρυσοπ. 261 (30). 6) Δείχνω, φανερώνω: τα πυρωμένα δάκρυα που ασχόλαστα μου τρέχουν (παραλ. 1 στ.) θα σημαδεύουν φανερά πόσον πονεί η καρδιά μου Λίμπον. 61· Ο Ιωάσαφ ... το ήβαλεν (ενν. το λείψανον) εις ένα μνήμα ανδρών ευσεβών, όχι με βασιλικά φορέματα, αμή με ρούχα οπού εσημάδευγαν την μετάνοιαν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1452· Αυτάνα λοιπόν τα θεία σώματα έπεμπαν μεγάλην ευωδίαν, δεν σημαδεύγοντας καμίαν λύπην απάνω τως, αμέ ήταν ωσάν χαρούμενα Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 16437. 7) Ερμηνεύω σημείο, συμπεραίνω: εφάνη την νύκτα εις τον Παύλον ένα όραμα: Εστέκετον ένας άνθρωπος Μακεδών, ..., λέγοντας: «Πέρασε εις την Μακεδονίαν και βοήθησέ μας». Και ωσάν είδε ο Παύλος το όραμα, παρευθύς εζητήσαμεν να πάμεν εις την Μακεδονίαν, σημαδεύοντες από τούτο πως μας εκάλεσεν ο Κύριος να τους ευαγγελίσομεν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ις́ 10. 8) α) Προλέγω, προσημαίνω: « ... όταν γηράσεις, θέλεις απλώσει τα χέρια σου και άλλος θέλει σε ζώσει, και θέλεις πάγει εκεί οπού δεν θέλεις». Και τούτο το είπε σημαδεύοντας με τι λογής θάνατον θέλει δοξάσει τον Θεόν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. κά 19· είπασίν του (ενν. του βασιλέα) οι πρώτοι των ιατρών πως ανισωστάς ... θέλει ιδεί ήλιον ή φωτία το παιδί, χάνει παντάπασι το φως του, διατί έτις εσημάδευγεν η θέσις των ομματίων του Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1188· β) προοιωνίζω, προμηνώ: Ένας κομήτης έπεσε ...| κι έδειχνε πως το Ρέθεμνος έχει να πολεμήσει·| κι εκει στο κάστρον έδωκεν ογιά να σημαδέψει| πως με τη στια την τούρκικη το τείχος θε να πέσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1839· άστρα, πλανήτες, κύκλους τως και στράτες, απ’ οδεύγου| στον ουρανό, κι ό,τι έρχουνται σ’ εμάς, τα σημαδεύγου Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 436· τα όνειρα πολλές φορές, σ’ έναν απού παιδεύγου,| πρίκες και πάθη, τά ’χουσι να τὄρθου σημαδεύγου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 144. 9) Στοχεύω, σκοπεύω με όπλο: η κονταρά του Ρώκριτου πλια δυνατά πληγώνει| που ’δωκε του Φιλάρετου εκεί που του ξαμώνει| στο κούτελο σημάδεψε, κι ηύρε το και στη μέση| κι εσάλεψε κι εκούνησε δυο τρεις φορές να πέσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1405. 10) Πληγώνω βαριά, σακατεύω: εκράτιε το για θάμασμα (ενν. ο βασιλιός) δυο να μπορούσι τόσα, κι άλλους εσημαδέψασι, κι άλλους εθανατώσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 604. 11) Αφήνω σημάδι: Στα χείλη, οπού μου εσφάξασι, λίγ’ έλειψε να πέμψω| μιαν δυνατή δαγκωματιά και να τα σημαδέψω Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [272]· στράτα που είναι σημαδεμένη από αμαξίου τροχόν Γιατροσ. Ιβ. 104· εδώ σε μτφ.: Παράξενο μου φαίνεται πλιότερα, μοναχή τση| γυναίκα να μπορά περνούν οι χρόνοι οι εδικοί τση·| και τα λιβάδια τα γλυκιά τση ζήσης, απ’ οδεύγει,| μ’ έναν αλέτρι έτσι βαρύ να θε να σημαδεύγει Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 352. 12) α) Βάζω κ. ως ενέχυρο, υποθήκη: τον τόπον του εσημάδηψεν και υπέρπυρα εδανείστη Χρον. Μορ. H 8122· β) παίρνω ως ενέχυρο· αφαιρώ: μη κρίνεις κρίση ξένου ορφανού και μη σημαδέψεις ρούχο χήρας Πεντ. Δευτ. XXIV 17· να μη σημαδέψει μύλον και απανωμύλι, ότι ψυχή αυτός σημαδεύγει Πεντ. Δευτ. XXIV 6 δις· (εδώ με σύστ. αντ.): ότι να δανείσεις το σύντροφό σου δάνεισμα τίποτα, μη έρτεις προς το σπίτι του να σημαδέψεις το σημάδι του Πεντ. Δευτ. XXIV 10· αν σημαδεμό να σημαδέψεις το ρούχο του σύντροφού σου, ως να κάτσει ο ήλιος να το στρέψεις αυτουνού. Ότι αυτό το σκέπασμά του αμοναχό του, αυτό το ρούχο του εις πετσί του· εις τι να πλαγιάσει; Πεντ. Έξ. XXII 25· γ) δανείζω: ο κύριος ο θεός σου σε ευλόγησεν ... και σημαδέψεις έθνη πολλά και εσύ να μη σημαδευτείς και να ’ξουσιάσεις εις έθνη πολλά και εις εσέν να μη ’ξουσιάσουν Πεντ. Δευτ. XV 6 δις· (εδώ με σύστ. αντ.): μη σφίγξεις το χέρι σου από τον αδερφό σου τον πένητο ότι άνοιγμα να ανοίξεις το χέρι σου αυτουνού και σημαδεμό να τον σημαδέψεις σώσμα του λείψιμού του ος να λείψει αυτουνού Πεντ. Δευτ. XV 8. Η μτχ. παρκ. σημαδεμένος ως επίθ. = α) υπογεγραμμένος: ειπέν του κοντοσταύλη ... ας ποίσει με τον καντζιλιέρην έναν προβιλίζιν και σημαδεμένον με τον ρήγα, και ας μας πέψει αμάχια Μαχ. 47617· εδώκαν τα χαρτία της ρήγαινας σημαδεμένα με τα γράμματα τους καπετάνους, διά να μεν κουρσέψου τα σπιτία τους Μαχ. 42234· β) στιγματισμένος: εντράπηκεν ο ταπεινός ο παραγιαλίτης,| να κρυβηθεί εγύρευσεν, μήπως τον ατιμώσουν.| Και όρισεν ο αετός, ο βασιλεύς ο μέγας,| και την ουράν του ανέσπασαν, την μύτην του τσακίζουν·| ορίζει και απολύουν τον να έναι σημαδεμένος| να τον γινώσκουν άπαντες και να τον κατακρένουν Πουλολ. (Τσαβαρή)2 322· να βλογηθείς έναν της όρεξής σου (παραλ. 2 στ.) φρόνιμον, ύγειον και καλόν αυτείνον να τον εύρεις.| Νά ’χει το όνομα καλόν, να μη έν’ σημαδεμένος Δεφ., Λόγ. 449· γ) ανάπηρος, σακάτης: έφτασε κι η Περτζιόλενα οπού ’ν’ γεροντιασμένη| με την Εργίναν την πτωχήν οπού ’ν’ σημαδεμένη Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 502.
       
  • σκάλα
    η, Προδρ. (Eideneier)2 Á́ 255, 261, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Εsc. 805, Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 266, 267, 268, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3926, Χρον. Μορ. H 859, 1484, 3260, Χρον. Μορ. P 1484, 3263, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 334, 337, 357, Αχιλλ. L 943, Αχιλλ. (Smith) N 1342, 1345, Ιμπ. 424, Καναν. (Pinto) 307-308, 389, 404, Χρον. Τόκκων 95, 98, 100, κ.α., Rechenb. 621, 2, 4, Βεν. 38, Διήγ. Βελ. χ 220, Μαχ. 1942, 45414, 15, 26, 4828, Διήγ. Βελ. N2 245, Θησ. (Foll.) I 516, Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 16, Καραβ. 4964, 5006, 50016‑17, 17, 20, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 317, Βουστρ. (Κεχ.) 1164, 6, 8, 10, Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 123, 127, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν., 444 κριτ. υπ., 461 κριτ. υπ., 721 κριτ. υπ.), Πορτολ. Α 1386, 7, 8, 11, 25522, 23, 30310, 12, Αχέλ. 1766, Αρσ., Κόπ. διατρ. [796], Μορεζ., Κλίνη φ. 1r, 18r, 154r, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 8218, 8319, Σταυριν. 359, Ιστ. Βλαχ. 1443, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1775, 1899, Γ́ 1714, Δ́ 1156, Ψευδο-Σφρ. 5402, 25, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 177122, 1503 ξ́ 1, 1504 ξ́ 4, 6, 9, Νεκταρ., Ιεροκόσμ. Ιστ. 153, 169, 202, κ.α., Μαρκάδ. 588, Λεηλ Παροικ. 549, 554, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1738, 20422, 2053, κ.α., Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. κά́ 35, Hagia Sophia f 60111, ψ 6174‑5, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 7081, 7596, κ. α.
    Το μτγν. ουσ. σκάλα. Σχετ. με την πιθ. προέλ. της λ. με τη ναυτ. σημασ. «λιμάνι» από το βενετ./ιταλ. scala βλ. Kahane, Italo-Byz. etym. 55, 56, Kahane-Tietze, Lingua Franca 572, Kahane, B-NJ 15, 1939, 102. Η λ. και σήμ.
    1) Κατασκευή με βαθμίδες που χρησιμεύει για να ανεβαίνει ή να κατεβαίνει κανείς: α) (αρχιτ.) σκάλα σταθερή, συν. πέτρινη, κτιστή ή λαξευτή: ήλθαν όλοι οι καβαλλάρηδες ... εις το ρηγάτικον απλίκιν και απεζεύσαν εις το περρούνιν, και ενέβησαν την σκάλαν και επήγαν εις την λόντζαν Μαχ. 26428· δεξιά αυτής της εκκλησίας ... είναι μια σκάλα ρότσα πελεκημένη και απ’ αυτήν καταβαίνεις σκαλούνια ιά Προσκυν. Κουτλ. 390 13216· Εκεί και σκάλα πάρεστι πετρώδης και κατέρχῃ| κάτω εις το γηροκομειόν Παΐσ., Ιστ. Σινά 1163· ο δε πύργος είχεν την σκάλαν γυρισθήν, ήγουν κοχλίαν Διγ. Άνδρ. 39910· β) σκάλα φορητή β1) πολιορκητική σκάλα: Είχαν (ενν. οι Φράγκοι) και σκάλες ξύλινες, καλά σιδερωμένες·| εις τα τειχέα τες έστησαν διά να σέβουν απέσω Χρον. Μορ. Η 856· Επέρασε δε και εις την Θεσσαλονίκην (ενν. ο Χαγάνος), εις την πατρίδα του αγίου, και βάνοντας σκάλες εις τα τειχία της χώρας οφθαλμοφανώς εφάνη ο μέγας Δημήτριος και κατατρέχοντας τες σκάλες και απείρους φονεύοντας, ελύτρωσε την Θεσσαλονίκην εκ τας χείρας των βαρβάρων Εγκ. αγ. Δημ. 109163, 164· και νείς απότορμος παιδίος Γενουβήσος οπού εκράτεν πέρνουν να το βάλει απάνω εις το κάστρον, και εσύραν τον με την σκάλαν και εσκοτώσαν τον Μαχ. 4648· β2) σκαλωσιά: ο βασιλεύς Ιουστίνος έκραξεν έναν τεχνίτην ... και τον ερώτησε, πώς ήτον και έπεσεν ο τρούλλος. Και αυτός είπεν ... ότι οι τεχνίται έκοπταν τες σκάλες και τα καλούπια και τα έριχναν εις το έδαφος· και από τον κτύπον εσπάραζεν ο τρούλλος και διά τούτο έπεσε Hagia Sophia f 6007· γ) σχοινένια σκάλα, ανεμόσκαλα: Τῃ δε ενδεκάτῃ ημέρᾳ του Ιουλίου μηνός έκριναν οι πολέμιοι, όπως και διά ξηράς και διά θαλάσσης αγωνίσονται ανδρικότερον … έφερον ουν τα μεγάλα καράβια και έστησαν αυτά κατέναντι του κάστρου των Πετρίων … ποιήσαντες εις τα κατάρτια σκάλας διά σχοινίων συστελλομένας και πάλιν υψουμένας εν τοις καταρτίοις Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 110· (ναυτ.): ρέστα τρία διά σκάλαν της μεντζάνας Καραβ. 50310· σκάλα της πλώρης Καραβ. 50424· δ) (μεταφ., προκ. για την Παναγία, συχν. με τους προσδ. του ουρανού, ουράνιος): αυτείνη (ενν. η υπεραγία Παρθένος) είναι η σκάλα απού διά λόγου της κατεβαίνουσιν όλα τα καλά χαρίσματα Μορεζ., Κλίνη φ. 54v· Χαίρε, σκάλα του ουρανού, πόρτα της Παραδείσου Ύμν. Παναγ.χαίρε συ, η σκάλα η ουράνιος, διά της οποίας εκατέβηκεν ο Υιός του Θεού εις του λόγου μας Μετάφρ. Ακάθ. Ύμν. 13512. 2) Βαθμίδα, σκαλοπάτι (συν. στον πληθ.): τες σκάλες ενεβαίνασι κλιέντοι κι αβοκάτοι,| κι αθρώπους ήτον η αυλή κάτω κοντογεμάτη Στάθ. (Martini) Γ́ 49· ήλθεν τότες ο ελτζής πάλιν εις το ντιβάνι,| πολλήν τιμήν του έκαμαν αυτείνοι οι μεγιστάνοι.| Εις τες σκάλες τον ανέβαζαν και από τες μασχάλες| αυτοί τον αναβάζασι, βαστώντας στες αγκάλες.| Και ο βεζίρης παρευθύς επροϋπάντησέ τον,| από το χέρι πιάνει τον, στην κεφαλήν εφίλησέ τον Ιωακ. Κυπρ., Πάλη (Kaplanis) 1565· (σε μεταφ.): Η υποτακτοσύνην ένι μάνα και σκάλα όλων των βερτούν Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 140. 3) Αναβατήρας, αναβολέας: Τση χώρας οι καλύτεροι ... του παραστέκου επά κι εκεί, σε μια μερά κι εις άλλη,| και τις του εκράτει το φαρί, τις του ’σαζε τη σκάλα,| γιατί όλες τες ολπίδες τως εις το κορμί του εβάλα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1588· Επίασαν (ενν. οι αγούροι) την σκάλαν του, επέζευσεν ο νέος Αχιλλ. (Smith) O 507· Ίσασαν τα κονδάρια τους οι δύο προς την μάχην| και πιλαλούν τα ιππάρια των να δώσουν κονδαρέας.| Ο Φλώριος είχεν ριζικόν και ήτον επιδέξιος· (παραλ. 1 στ.) αποπατεί εις τες σκάλες του, κρούει τον σινισκάλκον Φλώρ. 670· ηύρηκε το ρηγόπουλο τ’ αλύπητο κοντάρι| στο κούτελο κι επήρε του της αντρειάς τη χάρη·| χάνει τσι σκάλες και τσι δυό, το χαλινάρι αφήκε,| εξάπλωσε τα χέρια του κι από τη σέλα εβγήκε Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2411· (σε παρομοίωση· εδώ προκ. για την τσάγκρα): Εν τῃ κεφαλῄ δε ταύτης (ενν. την τσάγκρα)| θέτουν γαρ κρίκον ως σκάλαν| παρομοίαν ιππικήν τε·| και τον πουν τον δεξιόν τε| θέτει γαρ εντός του κρίκου| ο κατέχων γαρ εκείνην Ερμον. Ε 244. 4) α) (Ναυτ.) σκάλα του καραβιού που χρησιμεύει για επιβίβαση ή αποβίβαση (η σημασ. ήδη μτγν.): με τα κάτεργα όλα| κοντά στην γη εσιμώσασιν, κι ήθελαν να έβγουν έξω.| Κι όντα τις σκάλες έβγαλαν διά να ξεβούν στον άμμον,| … βλέπουν απ’ ένα κάστρο| που ’τον κοντά στην θάλασσαν, …| φουσσάτον πανεξαίρετον που έρχονταν εις τον κάμπον Θησ. (Foll.) I 483· το κάτεργόν του όρισεν στην γην να το σιμώσουν,| και χωρίς σκάλα παρευθύς πηδάει απ’ αύτο κάτω· (παραλ. 4 στ.) εκ το νερόν εξέβηκεν, τα μάτια του όλο σπίθες Θησ. (Foll.) I 673· φρ. (1) βάζω σκάλα εις την γην, μπαίνει η σκάλα μου στη γη = πιάνω λιμάνι, αποβιβάζομαι: Ο καπιτάνος των κατέργων έπεψεν τα γ́ κάτεργα διά νυκτός να έλθουν ν’ απεζεύσουν σιμά εις τον λιμνιώναν εις την Αμόχουστον να δικιμάσουν αν εμπορού να ποίσουν ζημίαν· αμμέ η βίγλα από τον πύργον ενώσαν τους και εδώκαν τους βερετουνίες όσες εθέλαν και πέτρες, και δεν ημπορήσα να βάλουν σκάλαν εις την γην Μαχ. 34016· Ήτονε τα μαλτέζικα στην Κρήτη και μαθαίνου| πως εις το Μυλοπόταμο Τούρκοι ’ν’ και τσ’ ανιμένου,| όταν περάσουν αποκεί, έξω να θε να βγούσι,| να μην αφήσουνε στη γη τες σκάλες τως να μπούσι Τζάνε, Κρ. πόλ (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 31111. (2) βάζω μέσα|μπάζω τις σκάλες = αποπλέω (βλ. και εμπάζω 2γ): Μιαν Κυριακή τ’ από ταχιά, οπού λειτουργηθήκαν,| τες σκάλες μέσα βάλανε κι από την Κρήτη εβγήκαν. (παραλ. 2 στ.) Πριν να μισεύσουν όλοι τους και τες σκάλες να μπάσουν,| να ’σουν εκεί να κοίταζες, εθαύμαζεν ο νους σου Άλ. Κύπρ. 1261, 1264· β) πλωτή επίπεδη κατασκευή, πλωτή γέφυρα: εκυρίευσαν του λιμένος (ενν. οι Τούρκοι) είτα εποίησαν πάλιν σκάλας μετά βουτσίων και σανίδων, και έδησαν, άχρι ξυλόπορτας· και ούτω παντοιοτρόπως περιεκύκλωσαν, ως κύνες πολλοί, την θαυμασίαν πόλιν και εστενοχώρουν Ιστ. πολιτ. 1715· Τότε εκάμανε μία τζάταρα ή σκάλα-ταράτσα ξύλινη οι Τούρκοι, μακρέα τέσσαρες χιλιάδες οργίες και πλατέα πεντακόσες οργίες, και την εκαρφώσανε καλά απάνω εις την θάλασσα και την ετραβήξανε κοντά εις τα τειχία της Πόλης. Και εβάλανε απάνω εις το αυτό πούντε πολλούς Τούρκους και επολεμούσανε, διατί από κάτω του αυτού πόντε έβαλε πολλά βουτσία άδεια και την εκράτιεν απάνω Χρον. σουλτ. 8116· γ) πέρασμα επάνω από στέρνα, είδος γέφυρας: Εν δε τῃ δεξιᾴ πλευρᾴ του γυναικίτου έκαμεν θάλασσαν, οπού εδέχονταν τα νερά της βροχής, πήχες ξέ· και απάνω από την θάλασσαν έκαμεν σκάλαν, διά να διαβαίνουσιν οι ιερείς Hagia Sophia ω 53316. 5) (Ναυτ.) αγκυροβόλιο, σταθμός πλοίου, τόπος συναλλαγής εμπόρων και ναυτικών, φόρτωσης και εκφόρτωσης εμπορευμάτων, λιμάνι (σχετικά με τη συνεκδοχική σημασιολογική εξέλιξη από τη σημασ. 4α βλ. Kahane, Italo-Byz. Etym. και Kahane-Tietze, Lingua Franca 568-572): Ούτως γαρ είχε συνήθειαν (ενν. ο Βελισσάριος) ότι, όταν έπιαναν πούπετα σκάλαν, όριζεν και εστένασιν φούρκαν και εδιαλαλούσεν ει τις να αδικήσει τινάν έως έν κρομμύδι να είναι φουρκισμένος Hist. Imp. II b 1206· τα ξύλα τά έρχουνται απού την Τουρκία να πεζεύγουν εις την Κερυνίαν, όσες πόρτες και σκάλες είναι απού τ’ Αγιάσιν και απάνω όλα να έρχουνται εις την Κερυνίαν Μαχ. 60421· όρισέ μας διά το κουμμέρκιν του αλάτου όπου θέλουν γυρέψειν εδώ εις την σκάλαν το πώς να ποιήσομεν όντας φορτωθούν τα καράβια Lettres 1453 322· όθεν οφείλωσι διατηρείν αυτούς (ενν. τους Μονεμβασιώτας) εις την τοιαύτην ανενόχλησιν και δεφένδευσιν οι εις τε το κομμέρκιον της θεομεγαλύντου Κωνσταντινουπόλεως και οι εις τας άλλας πάσας σκάλας και χώρας και κάστρα της βασιλείας μου ενοχοποιούμενοι κατά καιρούς Ψευδο-Σφρ. 54212· από τώρα και ομπρός αδέλφια να γενούμεν| ως εξαρχήθεν, αδελφοί, αγάπην να κρατούμεν (παραλ. 2 στ.). Σκάλες και τα πογάζια και όλα τα κουμμέρκια| η αυθεντιά σας να ’χετε με περισσά ραέττια Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 7766· είναι (ενν. η Αρσενόη) ... των της Ερυθράς Θαλάσσης καραβίων καταγώγιον, ήγουν σκάλα. Εκεί φορτώνουσι κάθε χρόνον πολλά καράβια σιτάρι Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 427· (μεταφ.): Αρπάζει (ενν. ο διάβολος) τα παιδάκια των (ενν. των χριστιανών) εκ μητρικές αγκάλες,| σπαχήδες και γιαννιτσαρούς, φέρνει σε τέτοιες σκάλες| και μέσα στην ασέβειαν, εκεί τους προβοδούσιν,| του γλυκυτάτου Ιησού ονόματος αρνούσι Ιωακ. Κυπρ., Πάλη (Kaplanis) 9240· φρ. ανοίγουν οι σκάλες, βλ. ανοίγω, φρ. 7. 6) Κλιμακωτό τμήμα επικλινούς αγρού, βαθμίδα εδάφους, πεζούλα: όταν περιορίζεις χωράφιον και … πότε μεν αναβαίνει, πότε δε καταβαίνει και έχει σκάλας μυρίας και κρημνά και δάση και ξύστρα και ρύακας, … οφείλεις πάντοτε ενώνειν και αποδεκατίζειν ... και ούτω μοδίζειν Metrol.2 8010. 7) Δύσβατο πέρασμα, διάβαση ανάμεσα σε βουνά, κλεισούρα: με δύναμιν επέρασεν την σκάλαν των Μεγάρων,| με πόλεμον εκέρδισεν εκείνην την κλεισούραν Χρον. Μορ P 3260· Και ωσάν το έμαθαν ετούτοι ο αφέντες … επήραν τα φουσσάτα τους και ήλθαν εις την Κόρινθον, και απ’ εκεί ήλθαν και επέρασαν την σκάλαν του Μέγαρ Δωρ. Μον. XXXVI. 8) (Ναυτ.) ξέρα, ύφαλος, σκόπελος: πρόσεχε από μία σκάλα οπού έναι μακρέα από το ακρωτήρι οργίαις ρ́ προς το μεσημέριν Πορτολ. Β 275· απάνω από το Ριζόν μίλια κ́ περ λεβάντη έναι μία ξέρα και σκάλα Πορτολ. Α 34927. Η λ. ως τοπων.: Σφρ., Χρον. (Maisano) 1886, Ιερόθ. Αββ. 333.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης