Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Ματθ. Μυρ., Ακ.

  • λαμπρότης
    η, Φλώρ. 495, Λίβ. P 492, 2170, Λίβ. Sc. 1983, Διγ. Άνδρ. 3759· λαμπρότη, Κορων., Μπούας 152· λαμπρότητα, Λίβ. Sc. 2134, Λίβ. Esc. 3172, λαμπυρότη.
    Το αρχ. ουσ. λαμπρότης. Ο τ. λαμπρότητα στο Βλάχ. και σήμ. Για τον τ. λαμπυρότη πβ. τον τ. λαμπυρός του επιθ. λαμπρός (Βλ. ετυμολ. του ά.).
    1) Λάμψη, ακτινοβολία: την λαμπρότην των αστρών Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην.τη λαμπυρότη την πολλήν απὄχει (ενν. το φεγγάρι) να του σβήσου (ενν. τα νέφη) Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 114· σαν την λαμπρότην τσ’ αστραπής Αχέλ. 1337· την τον χρυσού λαμπρότηταν Καλλίμ. 1141· το κάλλος της ενίκα την λαμπρότητα τον ηλίου Διγ. Άνδρ. 386I5· (μεταφ.) λάμψη, ομορφιά: ας ίδω την λαμπρότηταν της ηλιογεννημένης Φλώρ. 1548· των ανθών λαμπρότης Διγ. Z 2751. 2) Πολυτέλεια, λάμψη, μεγαλοπρέπεια, επιβλητικότητα: το μήκος, την λαμπρότηταν, την εκ του κάλλους χάριν (ενν. του λουτρού) Καλλίμ. 296· άλλην (ενν. τράπεζαν) με την λαμπρότηταν, άλλην με των χαρίτων.| Λίθινα σκεύη παρ’ αυτής των πολυτίμων λίθων Καλλίμ. 392· πώς εύρεν τας πολυτελείς λαμπρότητας εκείνας (ενν. του δρακοντόκαστρου) Καλλίμ. 1424. 3) Μεταφ. α) αίγλη, δόξα, μεγαλείο, πλούτος: αρνούμαι και το γένος μου και την λαμπρότητάν μου Αχιλλ. N 1030· ήλθαμεν εις την χώραν του και εις την λαμπρότητάν του Λίβ. Esc. 3315· βασιλέων το καύχημα, ευγενών η λαμπρότης (ενν. ο Διγενής Ακρίτης) Διγ. (Trapp) Gr. 3621· πληγή ωσάν είν’ ετούτη, να σε ρίξει| κι ό,τι λαμπρότητα έχεις (ενν. Πόλις εσύ) να σου γλυώσει Ροδολ. Πρόλ. Μέλλ. [11]· β) (θεία αίγλη): οσίων αγαλλίαμα και ασκητών λαμπρότης (ενν. συ Θεοτόκε) Εις Θεοτ.της λαμπρότητας αυτού (ενν. τον Χριστού) ξένους να μας ποιήσει Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 147. 4) (Ως τιμητική προσηγορία): κατηξιώθη να γένει πενθερός τοιούτου αυθεντός ωσάν είναι η λαμπρότης σου Ματθ. Μυρ., Ακ. 375· αποκοτώ και πέμπω το (ενν. το ποίημα) σημάδι τση πολλής μου| ευλάβειας (έκδ. ευλαβείας· διορθώσ.) και ταπείνωσης …| απού έχω κι είχα … εις τη λαμπρότητά σου Ροδολ. Αφ. [33].
       
  • ναβουχοδονοσόρειος,
    επίθ.
    Από το κύρ. όν. Ναβουχοδονόσορ και την κατάλ. ‑ειος. Πβ. λ. Ναβουχοδονοσορικός στο Θεόδωρο Στουδίτη (Lampe, Lex.).
    Που αναφέρεται στο βασιλιά Ναβουχοδονόσορα (Για το πράγμα βλ. ΠΔ Δανιήλ II 31-35): το ναβουχοδονοσόρειον ... άγαλμα Ματθ. Μυρ., Ακ. 407100.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης