Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 72 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Μαρτύρ. αγ. Νικολ.

  • δούξ
    ο, Act. Lavr. 5553, 6732, 105, Αρμεν., Εξάβ. Ά́ 1618, Θεολ., Τζίρ. 35627, Φλώρ. 305, Πανάρ. 6726, 7028, 7117, Χρον. Τόκκων 716, 1379, Σφρ., Χρον. μ. 9022, 1008, 17, Έκθ. χρον. 724, Ψευδο-Σφρ. 17232, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 781, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16122, Διγ. Άνδρ. 3501, Στάθ. Γ́ 11, 245, 255, κ.π.α.· δούκας, Πόλ. Τρωάδ. 351, 797, Χρον. Μορ. H 361, 2143, 8051, Φλώρ. 855, 1821, Πανάρ. 6420, Λίβ. P 989, Λίβ. N 2104, 3766, Χρον. Τόκκων 526, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 177, 285, Μαχ. 51233, Δούκ. 4319, 3299, Θησ. (Foll.) I 3, Θησ. Πρόλ. [208], Ϛ́ [441], Ζ́ [1052], Σαχλ. N 289, Σαχλ., Αφήγ. 268, Έκθ. χρον. 593, Κορων., Μπούας 10, 42, 89, 128, Ιστ. πολιτ. 2319, 22, Μηλ., Οδοιπ. 638, Δωρ. Μον. XXXIV, Στάθ. Γ́ 26, 134, Πρόλ. άγν. κωμ. 34, Ζήν. Β́ 380, Τζάνε, Κρ. πόλ. 4865, 51818, κ.π.α.· πληθ. δούκηδες, Δωρ. Μον. XXXIV, Τζάνε, Κρ. πόλ. 51818· δούκοι, Ζήν. Ά́ 279, 305, Έ́ 34· δουξοί, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 738.
    Το λατ. dux. Η λ. τον 4. αι. (L‑S). Ο τ. δούκας και σήμ. (Δημητράκ.). Για τη λ. βλ. και Ahrweiler, Études VIII 103.
    α) Στρατιωτικός ή πολιτικός διοικητής, άρχοντας (Βλ. Δημητράκ. και Ahrweiler, Études VIII 103): δούκας ήτον των Αθηνών Χρον. Μορ. H 8051· Βασιλείς, άρχοντες φρικτοί, δουκάδες και ρηγάδες Θησ. Πρόλ. [208]· ο των λευκών διοικητής, δουξ και στρατοπεδάρχης Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 781· Πάσα προπέτεια κατά δουκός ή άρχοντος του στρατιώτου κεφαλικήν επάγει τιμωρίαν Αρμεν., Εξάβ. Ά́ 1618· β) δούκας Βενετίας = δόγης (Βλ. Πορφυρογ., Προς Ρωμαν. 2777 κ.α.)· γ) μέγας δούξ ή δούκας = ο επικεφαλής του στόλου, αρχιναύαρχος (Η σημασ. στον Ψευδο-Κωδ., Οφφικ. σ. 398. Βλ. και Ahrweiler, Études VIII 77 σημ. 5 και Κουκ., ΒΒΠ Ϛ́ 128): ήλθεν ο μέγας δουξ ο Σχολάρις και ο υιός αυτού … κατά της Τραπεζούντος μετά έν κάτεργον και βάλκας ιά́ Πανάρ. 7028· των ενεργούντων τας της θαλάσσης δουλείας δικαίῳ του περιποθήτου συγγάμβρου του κραταιού και αγίου ημών βασιλέως και μεγάλου δουκός του θεοσώστου στόλου Act. Lavr. 67105· ο βασιλεύς τῳ του μεγάλου δουκός οφφικίῳ τούτον ετίμησε Ψευδο-Σφρ. 17232.
       
  • εαυτός,
    αντων., Σπαν. A 174, Σπαν. (Μαυρ.) P 391, Προδρ. II Η 5, IV 173, 182, Καλλίμ. 1164, Διγ. Z 799, 813, 1441, 2913, 3709, Διγ. (Trapp) Esc. 221, 653, Ερμον. Θ 290, Συναξ. γαδ. 270, Διήγ. πόλ. Θεοδ. 41, Λίβ. Esc. 2423, Βυζ. Ιλιάδ. 438, 714, Δαρκές, Προσκυν. 193, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 426, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16254, Διγ. Άνδρ. 3325, Ερωτόκρ. Έ́ 991, Ροδολ. Ά́ [50], Βακτ. αρχιερ. 145, Περί μεθύσου 20· αυτός, Ασσίζ. 1517, Μαχ., 4638, 6233, 31617, 6561· ενιαυτός, Ασσίζ. 1967, Χρον. Μορ. H 948, 4824, 5091, 7316, 7322, Λίβ. N 1324, 1870, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 93, Θησ. Ζ́ [1481]· ιαυτός? Λίβ. Esc. 143.
    Η αρχ. αντων. εαυτού (L‑S, λ. εαυτού) και σήμ. στο αρσ. για όλα τα πρόσ. (Δημητράκ., λ. εαυτού). Τ. νιαυτός στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.).
    1) (Ενίοτε και με το άρθρο) καθ’ εαυτού (μου), καθ’ εαυτόν, καθ’ εαυτοίς, εις εαυτόν, εις τον εαυτόν (μου κλπ.) = μόνος προς τον εαυτόν (μου), από μέσα (μου) (Για τη σημασ. βλ. Δημητράκ., λ. εαυτού 4): εσυλλογίσθη εις τον εαυτόν του λέγοντας Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16254· οκάτι ψιθυρίσματα λαλεί καθ’ εαυτού της Καλλίμ. 1164. 2) Με άρθρο σε όλες τις πτώσεις και με τη γεν. των προσωπ. αντων. (μου, σου κλπ.) = το άτομό (μου), εγώ (εσύ κλπ.), εμένα (εσένα κλπ.) (Για τη σημασ. βλ. Δημητράκ., λ. εαυτού 5): τείντα σφάλμαν έκαμες, ποιο κρίμα σε μανίζει| ’ς τείντα έπεσες κι ο εαυτός ο ίδιος σ’ αμποδίζει Ροδολ. Ά́ [50]· τον εαυτό μ’ αρνήθηκα και μετά σένα ήμου Ερωτόκρ. Έ́ 991· ήλθαν εις αυτόνς σου να συντύχουν Μαχ. 4638. 3) Φρ. αναιρώ, φονεύω τον εαυτόν (μου) = αυτοκτονώ (Πβ. και Steph., Θησ., λ. εαυτού 12A και 13D): αποθνήσκει| και αναιρεί τον εαυτόν από παραπληξίας Διγ. Z 813· Περί διαθήκης οπού κάμνει ένας υγιής και ύστερα φονεύσει τον εαυτόν του Βακτ. αρχιερ. 145. 4) Φρ. χάνω τον ενιαυτόν (μου) = χάνω τη ζωή μου, σκοτώνομαι: αφόν ψοφήσουν τα άλογα και πέσουν οι καβαλάροι,| ωσάν γυναίκες και παιδία τους θέλουσιν κερδίσει| και θέλει χάσει ο πρίγκιπας πρώτα τον ενιαυτόν του| κι απάνου γαρ τον τόπον του και τον λαόν του όλον Χρον. Μορ. H 5091. 5) Φρ. έρχομαι εις εαυτόν ή εις τον εαυτόν (μου) ή στου εαυτού (μου) = συνέρχομαι, αναλαμβάνω (Για τη σημασ. βλ. Δημητράκ., λ. εαυτού 5): με πολλήν ώραν ήλθεν το κοράσιον εις τον εαυτόν του και λέγει Διγ. Άνδρ. 3325· Μόλις δε το κοράσιον εις εαυτήν ελθούσα Διγ. Z 799· σμίξε με τους ζωντανούς, ελθέ στου εαυτού σου Περί μεθύσου 20. 6) Έκφρ. τα εαυτού = τα δικά του: ο πάντοθεν κυκλούμενος μυρίαις δυστυχίαις| και περιτειχιζόμενος κακών αναριθμήτων| βούλεται ειπείν τα εαυτού προς τον αυτού δεσπότην Προδρ. II Η 5.
       
  • εισοδιάζω,
    Miklos.-Müller, Acta Έ́ 187, Βυζ. συμβόλ. του 12. αι. ? (Σάθ., ΜΒ Ϛ́́ 6236, 62413εσοδιάζω, Ηπειρ. 2206, Ιστ. Ηπείρ. XIII3, Χρον. Τόκκων 3230· εσοδιάζω ή σοδιάζω, Χρον. Τόκκων 3268, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 168283· σοδιάζω, Χρον. Τόκκων 2576, Μαχ. 26212, Σαχλ., Αφήγ. 78, 121, 147, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 72, Αχέλ. 171, Ερωφ. Ά́ 516.
    Το μτγν. εισοδιάζω. Η λ. και σε σχόλ. (L‑S Κων/νίδη). Ο τ. σοδιάζω και σήμ. (Δημητράκ.).
    1) (Προκ. για καρπούς) μαζεύω, αποθηκεύω (Η σημασ. τον 4. αι., Steph., Θησ. και σήμ., Δημητράκ.): πρι το χειμώνα τσι καρπούς στο σπίτι να σοδιάζει Ερωφ. Ά́ 516· Εξόδιαζε κι εσόδιαζε στάρια και άλλα φαγία Αχέλ. 171· (μεταφ.): Όσοι λοιπόν είστε πλούσιοι, σπείρετε εις τας γαστέρας των πενήτων τον σίτον, να εσοδιάσετε εις την ουράνιον αποθήκην Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 168283. 2) Κάνω προμήθειες: ούτω εσυντάχθησαν τα όλα τα φουσάτα·| και υπήγαν εις τα Ιωάννινα εντάμα οι αφέντες| και απαυτού εσκόρπισαν όλοι να σοδιάσονν Χρον. Τόκκων 2576. 3) (Προκ. για έσοδα) εισπράττω (Η σημασ. μτγν., L‑S): εκδουλεύων αυτό και εισοδιάζων πάσαν την εκ τούτου επιγινομένην πρόσοδον Βυζ. συμβόλ. (Σάθ., ΜΒ Ϛ́́ 62413).
       
  • εκκόπτω,
    Ευγεν., Δρόσ. Β́́ 144, Μανασσ., Χρον. 3047, 3309, 3910, 5102, Act. Xér. 814, Διγ. (Trapp) Gr. 767, Πουλολ. Z 224, Πουλολ. Αθ. 268, Βίος Αλ. 2359, 2592, Λίβ. Sc. 2997, Λίβ. Esc. 4172, Καναν. 61 Α, Έκθ. χρον. 614, Εις Θεοτ. 34, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 167250.
    Το αρχ. εκκόπτω.
    1) Κόβω (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. Ι6): το περιφερόμενον εκκόψαντα την χείραν Μανασσ., Χρον. 5102· όπως, απαντήσας τον Ογουρλού Μεεμέτη ερχόμενον, εκκόψῃ την αυτού κεφαλήν Έκθ. χρον. 614· τον χρύσεον εξέκοψαν βόστρυχον της Λιβύης Μανασσ., Χρον. 3910. 2) (Μεταφ.): δίνω τέλος: το πολύπονον αυτού της διαρτίας (παραλ. 1 στ.) την πρόθεσιν εξέκοπτε της δικαιοπραγίας Μανασσ., Χρον. 3309· Ας κακοπαθήσομεν ολίγον εδώ πρόσκαιρα εκκόπτοντες τα κακά μας θελήματα Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 167250. 3) Καταστρέφω (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S στη λ. Ι2β): Παρακαλώ σε, δέσποινα, μετά πολλών δακρύων| μη ο γλυκός σου ο υιός, ο ποιητής και πλάστης,| διά πολλάς άς έπραξα εκκόψει αμαρτίας Εις Θεοτ. 34· Ούτως εγώ δείλαιος εξεκοπτόμην Ευγεν., Δρόσ. B 144. 4) α) Διακόπτω κάπ. που μιλάει: έτι δε λέγειν θέλουσα και έτερα τοιούτα,| εκκόψας ο νεώτερος τῃ μητρί ούτως λέγει Διγ. (Trapp) Gr. 767· Δημάδης εξανίσταται, γενναίος ούτος ρήτωρ,| έτερα μάλλον προσειπών, εκκόψας τον Αισχίνην Βίος Αλ. 2592· β) (προκ. για συζήτηση) σταματώ, παύω: λέγω· «Τί βραδύνομεν; αφήσωμεν τα πάντα| και τα πολλά σιγήσωμεν, εκκόψωμεν τα πάντα …» Λίβ. Sc. 2997. 5) (Προκ. για χρόνια) αφαιρώ: «… σην δε κακίαν μυσαχθείς και βεβηλοτροπίαν,| εκκόπτων υπεξέκοψε τον δρόμον της ζωής σου| και χρόνους εκολόβωσε τέσσαρας προς τοις δέκα» Μανασσ., Χρον. 3047. 6) (Προκ. για εισφορά) καταργώ (Η σημασ. στον Πορφυρογ., Προς Ρωμαν. 43129): τα ετησίως τελούμενα … πέντε νομίσματα υπέρπυρα … και ταύτα εκκόπτομεν από της σήμερον Act. Xér. 814.
       
  • εναντιώνω·
    εναντιώνομαι, Έγγρ. του 14. αι. (Μανούσ., Θησαυρ. 3, 1964, 885), Διήγ. Βελ. (Neap.) 171, Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 20, Σουμμ., Ρεμπελ. 162, 164, 165.
    Από το εναντιούμαι. Το μέσ. και σήμ. (Δημητράκ., λ. εναντιούμαι).
    I. Ενεργ. 1) Αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S, λ. εναντιόομαι 1· βλ. και Somav., λ. εναντιώνομαι): φοβούμενος να μη βυθιστώ εις τα έγκατα τον θαλασσικού θηρός ως άλλος τις Ιωνάς, εναντιώνοντας τον προνοητικού όμματος του μεγάλου ημών Θεού Βελλερ., Επιστ. 5420-1. 2) Αποκρούω, αντιστέκομαι: Τούρκος ένας ήτο μπρος και γιανιτσάρους σέρνει (παραλ. 5 στ.). Κανείς δεν ήτονε καλός να τον εναντιώσει,| να τρέξει με την κατεχιά, να πα να τον μαλώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 1689. II. Μέσ. Α´ Μτβ. 1) Παραβαίνω (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S, λ. εναντιόομαι 1· η σημασ. και σήμ., Πρωίας Λεξ.): είτις εναντιωθεί τά ’ντιβολώ και γράφω,| δέομαι ως αμαρτωλός ου μη βληθήν’ εν τάφῳ Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1401. 2) Αμφισβητώ (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S, λ. εναντιόομαι 2· βλ. και Somav., λ. εναντιούμαι): πως ο Υιός και Λόγος τον Θεού και της Παρθένου Μαρίας λέγεται τόξον τον Πατρός, δεν το θέλει εναντιωθεί κανείς πιστός, επειδή το μαρτυρεί ο Δαυίδ Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 405. 3) (Προκ. για εχθρό) απωθώ, αποκρούω: διά να φυλάξει την χώραν και να εναντιωθεί των εχθρών Σουμμ., Ρεμπελ. 158. Β´ Αμτβ. 1) Φέρνω αντιρρήσεις, αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S λ. εναντιόομαι 1· η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. εναντιούμαι 1): εκλέγει άξιον του υψηλού αυτού θρόνου εμέ … Μ’ όλον τούτο βλέποντας, αν και ήθελα εναντιωθώ με την μικρήν της αδυναμίας μου δύναμιν, ουδέν ήθελα επιτελειώσω Βελλερ., Επιστ. 5418. 2) Αντιστέκομαι (Πβ. την αρχ. σημασ., Steph., Θησ. 990 D): Οι Τούρκοι, όταν είδασιν κι είχασιν χαλασμένα| τα τείχη ως κάτω παντελώς κι ήσαν αφανισμένα,| ελόγιασαν να μη μπορούν να εναντιωθούσιν| σαν πρώτον οι χριστιανοί Αχέλ. 2042· οπόταν έχεις εις την σάρκα πόλεμον και σε σκανδαλίζει και παρακινά ν’ αμαρτήσεις και συ εναντιωθείς ανδρείως με νηστείες … Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 168262-3. 3) Διαμαρτύρομαι, αγανακτώ: όπου ήθελα ακούσει να λέγεται το όνομα της Κυρίας της Θεοτόκου εθυμώνουμουν και εναντιώνουμουν και ήλεγα πως είναι μεγάλη αμαρτία να λέγεται γυναίκα Θεοτόκος Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 432.
       
  • ενθύμησις —η
    η, Σπαν. A 48, Σπαν. (Ζώρ.) V 80, Διδ. Σολ. Ρ 125, Προδρ. IV 205, Διγ. (Trapp) Esc. 466, Φλώρ. 776, Λίβ. P 93, 1299, Λίβ. Esc. 2143, Λίβ. N 1150, 2808, Ιμπ. 815, Χρον. Τόκκων 673, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 330, Χούμνου, Κοσμογ. 2467, Συναξ. γυν. 311, Σαχλ., Αφήγ. 73, Ψευδο-Σφρ. 49210, Σοφιαν., Παιδαγ. 114, Εις Θεοτ. 58, Ιστ. Βλαχ. 55, Διγ. Άνδρ. 39611, 40322, Αποκ. Θεοτ. II 88, Διήγ. πανωφ. 60, Διακρούσ. 1189, 30, Αγαπ., Γεωπον. 124· αθθύμησις, Ασσίζ. 5611, 30321, 30519, Μαχ. 25436, Άνθ. χαρ. 2905, Κυπρ. ερωτ. 9745· ανθύμησις.
    Το αρχ. ουσ. ενθύμησις. Ο τ. αθθύμησις και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 434, 537). Η λ. και σήμ. ως λόγ. (Δημητράκ.).
    1) α) Σκέψη, ανάμνηση, θύμηση (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I και σήμ. στη λογοτ., Δημητράκ. στη λ. 1): Πόθε μου, αγάπη μου καλή, ψυχή μου, ενθύμησίς μου Φλώρ. 1016· εγράφησαν εις ενθύμησιν του θανάτου Διγ. Άνδρ. 39728· ήρξατο ο νους μου να σπαράσσει φίλε, από την ενθύμησιν της ηλιογεννημένης Λίβ. P 1767· β) μνήμη (Βλ. Δημητράκ. στη λ. 2) : τους ενουθέτα να έχουσι τον φόβον του Θεού εις την ενθύμησιν αυτών ανεξάλειπτον Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16233. 2) Φρ. έχω ενθύμησιν να … = σκοπεύω να: Οι πόνοι αψά σε εισέβησαν κι εκατεσκούρωσάν σε| και ουκ έχουν άλλο ενθύμησιν, ως βλέπω, να σε αφήσουν Γλυκά, Στ. 191. 3) Φρ. βάνω (εις) ενθύμησιν εις κάπ.: βλ. ά. βάνω (I) φρ. 21 ζ. 4) Φρ. βάνω (εις) ενθύμησιν κ.: βλ. ά. βάνω (I) φρ. 21ιϚ́. 5) Φρ. έρχομαι εις ενθύμησιν = θυμούμαι: οπόταν εις ενθύμησιν έλθω των ηγουμένων (παραλ. 4 στ.), άλλος εξ άλλου γίνομαι και τήκομαι τας φρένας Προδρ. III 32. 6) Ενθύμιο (Βλ. Δημητράκ. στη λ. 6): δέξου διά μικράν ενθύμησιν ετούτην την ραβδέαν Διγ. Άνδρ. 34917. 7) Υπενθύμιση: Ενθύμησις προς πάντας τους ανθρώπους, τι τους κάμνει χρεία να τρώγουν Γλυζωνίου Μ. Πρακτ. Αριθμ. 158. 8) Αφήγηση, διήγηση: θέλω ποίσειν δια της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος μικρήν ανθύμησιν διά να την διαβάζουσιν Μαχ. 219. Η λ. και ως προσωποπ.: Λίβ. Esc. 1131.
       
  • επίλοιπος,
    επίθ., Χρον. Τόκκων 413, 1373, 3848, Χούμνου, Κοσμογ. 1074, Κορων., Μπούας 46, Αχέλ. 2350, Χρον. σουλτ. προσθ. 208, 257, 600, 614, 689, 694, 701, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 166196, 167260-1, Σουμμ., Ρεμπελ. 172, Ζήν. Ε΄ 66, Διγ. O 1336, 2460, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1762, 26015, 27522, 5249, Κρ. συμβόλ. 21, Έγγρ. του 16. ή 17. αι. (Βουρδουμπάκης, Χρ. Κρ. 2, 1913, 347, 348, 379)· ’πίλοιπος, Έγγρ. του 1490 (Σάθ., MB Ϛ΄ 66016), Έγγρ. του 1583 (Hurmuz., Documente 14 I, 74).
    Το αρχ. επίθ. επίλοιπος. Η λ. και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.).
    1) Υπόλοιπος (Η σημασ. και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ., Παπαδ. Α., Λεξ.): εισέ ολίγες ημέρες ήρθε και ο σουλτάν Μουράτης με τα επίλοιπα φουσσάτα Χρον. σουλτ. προσθ. 108· το πώς να ποίσει άνθρωπος να ζήσ’ ειρηνεμένα| και την επίλοιπον ζωήν να διάβει ’γαπημένα Γεωργηλ., Θαν. 475. 2) Μελλοντικός: ο γεωργός όστις κλαρί φυτεύει| κι επιμελώς λατρεύει το και με νερόν τ’ αρδεύει,| με θάρρος και με ’παντοχήν τα ʼπίλοιπα κλαρία| με τους καρπούς των πάντοτε να τα ’χει εις την χρεία Κορων., Μπούας 112. Το ουδ. του επιθ. ως ουσ. = ό,τι υπολείπεται: Ο Σγούρος Μπούας βλέποντας πως άρχισε να χάνει| τα κάστρη του, τον τόπον του, μάλλον τους εδικούς του,| βουλήν ηπήρεν μετ’ αυτού το επίλοιπον μη χάσει Χρον. Τόκκων 1024.
       
  • θαυμάσιος,
    επίθ. Διγ. Z 18, 1600, 1624, Αχιλλ. L 931, Αχιλλ. N 1674, Ιμπ. 74, Φυσιολ. M 59, Παρασπ., Βάρν. C 431, Μαχ. 703, Θησ. Ε΄ [426], Ριμ. Βελ. 45, 109, 660, Κορων., Μπούας 89, Ιστ. πολιτ. 4917, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 397, 408, 409, 436, Εγκ. αγ. Δημ. 111234‑5, Αγαπητ., Εις αγ. Δέκα 598, Ζήν. Δ΄ 162.
    Το αρχ. επίθ. θαυμάσιος. Η λ. και σήμ.
    Θαυμάσιος· αξιοθαύμαστος: θαυμασίαν πόλιν Καλλίμ. 205· άνδρας θαυμασίους Ριμ. Βελ. 13· κάλλος ... θαυμάσιον Διγ. Z 3491. Το ουδ. ως ουσ. (ιδ. στον πληθ.) = α) θαύμα: Ου μόνον δε τούτο το θαυμάσιον ετέλεσεν ο άγιος του Χριστού μεγαλομάρτυς Νικόλαος Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 167230· το λείψανον ύστερα το ευρήκασι αγιότατον και ήκαμνε θαυμάσια Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 435· β) θαυμαστό έργο: ποίος μου έκλεψε την κιβωτόν οπού έκρυπτε του Θεού τα θαυμάσια; Χίκα, Μονωδ. 172· εκείνου το αναντράνισμα, το έμορφόν του σχήμα, των νέων τα θαυμάσια, των θαυμαστών φαρίων Αχιλλ. L 821· ήρξαντο να φθονούσιν| πώς έπραξεν θαυμάσια και εις καιρόν ολίγον Ριμ. Βελ. 51.
       
  • θαυμαστώνω,
    Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 166193 (έκδ. θαυματώνω· διορθώσ.), Βίος αγ. Νικ. 125.
    Το αρχ. θαυμαστόω. Η λ. και στο Βλάχ.
    1) (Ενεργ.) δίνω σε κάπ. τη δύναμη να κάνει θαύματα, κάνω κάπ. θαυματουργό: βλέπομεν διά παντός τέρατα και σημεία (παραλ. 1 στ.), διότις εθαυμάστωσε Κύριος τους αγίους| απόστολους και μάρτυρας και ιεράρχας θείους Βίος αγ. Νικ. 17· Τούτους λοιπόν, χριστιανοί μου, τους δέκα θαυμαστούς ... ο μέγας Θεός, η Παναγία Τριάς λαμπρώς ετίμησε και εθαυμάτωσε Αγαπητ., Εις αγ. Δέκα 63. 2) (Μέσ.) θαυμάζω, απορώ: Σκεντέρης δε ο αρχηγός ...| εύρε το κάστρον έρημον και το εθαυμαστώθη| πώς το αφήκαν έρημον Ιστ. Βλαχ. 922.
       
  • θαυματουργία
    η, Βίος αγ. Νικ. 27, Λεηλ. Παροικ. 460.
    Το αρχ. ουσ. θαυματουργία.
    Θαύμα: δίδει (ενν. ο Πανάγαθος) χάριν και δύναμιν να κάμνουν θαυματουργίας και τέρατα Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 166196· Ο ... επίσκοπος ... έκαμε πολλές ... θαυματουργίες Αγαπητ., Εις αγ. Δέκα 561.
       
  • θηριόγνωμος,
    επίθ., Δούκ. 553.
    Από τα ουσ. θηρίον και γνώμη.
    Που έχει «φρόνημα» θηρίου, σκληρός: θηριόγνωμοι και απάνθρωποι, οπού μόνον θεωρίαν ανθρώπου έχετε Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 165167.
       
  • κάκωσις ‑ση
    η, Γλυκά, Στ. 88, Γλυκά, Στ. Β΄ 72, Λόγ. παρηγ. L 500, Καλλίμ. 1093, Καλορείτ., Στ. 30, Ασσίζ. 18826, 44014, Βέλθ. 53, Χρον. Μορ. H 5658, Φλώρ. 1206, Λίβ. Sc. 1461, 1740, 2575, Λίβ. Esc. 1466, 1944, 2636, Λίβ. N 1437, 2293, 2331, Θησ. Β΄ [328], Ζ΄ [83], Διήγ. αναιρεθ. 8581, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16393, Ιστ. Βλαχ. 2495 [= Γέν. Ρωμ. 117] κ.π.α.
    Το αρχ. ουσ. κάκωσις. Η λ. και σήμ. ως λόγ.
    1) α) Κακοποίηση, κακομεταχείριση: Τας τηλικαύτας μου πληγάς ας βλέπεις και κακώσεις Καλλίμ. 701· πλείονας τῳ αυτῴ Γερμανῴ αρχιεπισκόπῳ και της εκκλησίας αυτού κακώσεις ενέργησεν Διάτ. Κυπρ. 5035· (μεταφ.): ήλλαξε τας κακώσεις της η τύχη σου απ’ εσένα Λίβ. Sc. 3111· β) κακή πράξη: ποτέ του ουκ ενθυμήθηκεν (ενν. ο Βελισσάριος) διά τον βασιλέα| εις απιστιά και κάκωσιν να βάλει ο λογισμός του Διήγ. Βελ. 338· γ) κακό, βλάβη: δεν τα έθεσες διά κάκωσιν (ενν. τα κοντάρια), ουδέ κακόν, οδι’ αγάπην τα ’θεκες Ερωτοπ. 242· πάντα εις χειρότερον αυξαίν’ η κάκωσή του (ενν. του φαρμακιού) Θησ. Γ΄ [335δ) καταστροφή: εις την κάκωσιν της Συρίας εφέραν τες (ενν. τες κεφαλάδες), εις την Κύπρον Μαχ. 3815· πολλαί μάχαι και πόλεμοι εμφύλιοι ... εγένοντο και κάκωσις και φθορά μεγάλη Ψευδο-Σφρ. 1845. 2) α) Κακοπάθεια, ταλαιπωρία· δυστυχία: όπου δεσμά και κάκωσις και νέφος αθυμίας| εκεί χαρά και άνεσις και θυμηδίας έαρ Γλυκά, Στ. 326· τας πολλάς κακώσεις μου συνεκακοπαθήσετέ τας,| τας συμφοράς μου τας πολλάς συνεπονέσετέ τας Λίβ. Esc. 900· η τύχη μου και πάλιν μετεμάνην| και πάλιν άλλην κάκωσιν θέλει να με κακώσει Καλλίμ. 1801· την κάκωσίν μου ορέγεσαι θέλεις τον πικρασμόν μου| θέλεις και συ την θλίψιν μου να την αυξήνεις πλέον; Λίβ. Sc. 1957· β) τιμωρία: Πάσαν ποινήν και κάκωσιν και μάστιγα νικώσι| οι φύλακες της φυλακής Γλυκά, Στ. 454. 3) α) Κακία, μίσος, έχθρα: επράυναν την κάκωσιν κι εβάλαν τους σ’ αγάπην Χρον. Μορ. P 4191· Έθεκαν τα κοντάρια οι δύο προς την μάχην| και πιλαλούν τα άλογα ...| με δύναμιν και κάκωσιν και μάχην του πολέμου Ιμπ. (Lambr.) 403· β) προσωποποίηση της κακίας: Έναι απεμπρός ο Φθόνος,| έν’ απέ τότε η Κάκωσις, κατόπισθεν ο Ζήλος Λόγ. παρηγ. L 360. 4) Οργή, θυμός: έποικε την καρδία μου να κακωθεί δι’ εσέναν| κάκωσιν τέτοιαν φοβεράν Λίβ. Esc. 1938.
       
  • καταπονώ,
    Τρωικά 5336, Ασσίζ. 1213, 789, 9318, Διγ. (Trapp) Gr. 1416, Διγ. Z 352, 4463, Διγ. (Trapp) Esc. 47, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 991, Φαλιέρ., Ιστ.2 665, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16253, Διγ. Άνδρ. 3551, 41119, Χριστ. διδασκ. 68, κ.α.
    Το αρχ. καταπονέω. Η λ. σε ιδιώμ. (Andr., Lex. και Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Β΄) και σήμ.
    1) Καταβάλλω, νικώ: λοιπόν ο Διγενής οπού δεν ενικήθη,| εις πόλεμον από τινά δεν εκαταπονήθη Διγ. O 1556· αυγή ποτέ ου κοιμίζει τον, νύκτα ου καταπονεί τον Λίβ. Sc. 629· τσ’ άγριες καρδιές καταπονώ, τσι λογισμούς αλλάσσω Ερωφ. Πρόλ. 19· Απάνω εις ετούτην την πέτραν θέλω κτίσει την εκκλησίαν μου και αι πόρτες του Άδου δεν θέλουσι την καταπονέσει Χριστ. διδασκ. 118. 2) (Προκ. για κάστρο, κλπ.) κυριεύω: έκραξε τους μπέηδες διά να τους ρωτήσει| με τι λογής τεχνάσματα να το καταπονήσει (ενν. το καστέλλι) Διακρούσ. 8511. 3) Υπερνικώ, ξεπερνώ (σε δύναμη): Οπού δουλεύει γκαρδιακά με γλύκεια καλοσύνη,| καταπονεί την ασπλαχνιά και βρίσκει ’λεμοσύνη Θησ. Πρόλ. [84]· ως είδεν ότι ου δύναται ...| να στήσει το αναστέναγμα, τον πόνον να σιγήσει,| το δάκρυόν μου το απλήρωτον να το καταπονέσει Λίβ. Sc. 2182· πάντα τα τετράποδα όλα καταπονώ τα Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 871· η φωτιά η μεγάλη| καταπονά την άλλη,| την ελιγότερή της Πιστ. βοσκ. V 5, 423. 4) α) Ταλαιπωρώ: ο πόθος σε καταπονεί, αγάπη σε φλογίζει Διγ. Z 1859· β) βασανίζω: Οι τυραννούντες μάθετε και οι καταπονούντες,| οι τύπτοντες τους αδελφούς ανηλεώς εκείνους Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2499.
       
  • καταφρονώ,
    Σπαν. B 497, 501, Σπαν. O 71 (υποτ. αορ. κατεφρονήσεις), Διδ. Σολ. Ρ 121, 127, Διγ. Z 237, Διγ. (Trapp) Esc. 1332, Φλώρ. 1723, Περί ξεν. A 497, Λίβ. P 204, Μαχ. 4664‑5, Δούκ. 33712, Πένθ. θαν.2 519, Αιτωλ., Μύθ. 29, Πανώρ. Ε΄ 13, Ιστ. Βλαχ. 244, 1001, 1350, 1824, Σουμμ., Ρεμπελ. 190, Διγ. Άνδρ. 32719, 33423, 33535, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 793, Στάθ. (Martini) Πρόλ. 9, Α΄ 197, Ροδολ. Πρόλ. Μελλ. [20], Βακτ. αρχιερ. 147, Σουμμ., Παστ. φίδ. χορ. α΄ [71], Β΄ [916], Δ' [1331], Λεηλ. Παροικ. 514, Διγ. O 618, Διακρούσ. 10010, κ.π.α.· εκαταφρονώ. Ιστ. Βλαχ. 1789· μτχ. καταφρονεμένος, Γαδ. διήγ. 5, 521, Αιτωλ., Μύθ. 1182, Ιστ. Βλαχ. 2384 [= Γέν. Ρωμ. 26,], Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 1604, Στάθ. (Martini) Β΄ 300, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [188], Διακρούσ. 9828, 1006, κ.α.
    Το αρχ. καταφρονέω. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) α) Θεωρώ κάποιον ή κάτι ανάξιο λόγου και εκτίμησης, περιφρονώ: ούτω γαρ φλέγει τους αυτῴ υπείκοντας ο έρως| ως πάντα μεν καταφρονείν Διγ. Z 933· τες όρεξες του σώματος να τες καταφρονήσεις Ιστ. Βλαχ. 1942· τω γερόντω τσι φιλιές όλοι καταφρονούσι Πανώρ. Γ΄ 344· εμέναν οπού σ’ αγαπώ ...| … με μεγάλην ασπλαγχνιά τόσον καταφρονάς με; Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [480]· β) δε δίνω σημασία, αψηφώ, αδιαφορώ: η δικαιοσύνη δεν τους επαίδευε και την κατεφρονούσαν Σουμμ., Ρεμπελ. 174· Ως δε τις μεγαλέμπορος θέλων πολλά κερδίσαι (παραλ. 1 στ.) και τα φρικτά καταφρονεί χάσματα των κυμάτων Γλυκά, Στ. 10· εμείς οι ελεεινοί και αμαρτωλοί ... καταφρονούμε την σωτηρίαν μας Αποκ. Θεοτ. II 186· γ) υποτιμώ· κατακρίνω, κατηγορώ: είναι ντροπή σου, κάτεχε, τα ψόματα να λέγεις| κι άδικα να καταφρονάς τσ’ άλλους και να τσι ψέγεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 884· αν είσαι δυνατός ...| βλέπε, μικρόν κι αδύνατον μη τον καταφρονήσεις Σπαν. A 603· μετά πολλών δακρύων εκατεφρόνει (ενν. η κόρη) τον εαυτόν της πολλά Διγ. Άνδρ. 35614· δ) (προκ. για όρκο ή υπογραφή) παραβιάζω, αθετώ: ερωτεύθηκεν του κάλλους| και ...| κατεφρόνησεν τον όρκον (ενν. ο Αχιλλεύς) Ερμον. Ε 423· μοναχός το γράμμα σου είχες καταφρονέσει Ιστ. Βλαχ. 1588. 2) Συμπεριφέρομαι προσβλητικά: Μη αισχυντήσεις γέροντα, μηδε καταφρονήσεις Σπαν. A 410· ο λαός επήγαινε καταφρονώντας και βρίζοντας φανερά ... τους άρχοντας Σουμμ., Ρεμπελ. 166· ένας Τούρκος εδώ ’ρχεται, δεν ’ξίζει μίαν φόλαν,| βρίζει και μας καταφρονεί κι ορίζει μας εις όλα Παλαμήδ., Βοηβ. 68. II. (Μέσ.) χάνω την υπόληψή μου, ξεπέφτω, ταπεινώνομαι: θε να καταφρονεθεί (ενν. η Αρετούσα) και θε ν’ αποκοτήσει| του Ρώκριτου μ’ αδιαντροπιά γι’ αγάπες να μιλήσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 55· πώς μου γίνηκε να έλθω εις δυστυχίαν;| πώς καταφρονεθήκαμεν στην τόσην ευτυχίαν; Αιτωλ., Βοηβ. 265. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) α) Ταπεινός, ασήμαντος, τιποτένιος: έθαψαν αυτόν ... εκεί όπου θάπτουσι καθαέναν πτωχόν και σχεδόν καταφρονεμένον Σεβήρ., Ενθύμ. 2813· εσείς δε (ενν. τα μικρά ζώα) κακορίζικα ...| ... μικρούτσικα και καταφρονεμένα Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 577· τους δε δικούς σας θεούς καταφρονώ και ατιμάζω ως πέτρες οπού είναι ... και άλλη τις ύλη καταφρονεμένη και άχρηστος Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 164140· β) (προκ. για ναό) παραμελημένος: τους ωραιότατους ναούς ...| να τους εβλέπεις έρημους και καταφρονεμένους; Ιστ. Βλαχ. 2506 [= Γέν. Ρωμ. 128]. 2) Αξιοκατάκριτος, αναξιόπιστος: του κόσμου τα καμώματα ... (παραλ. 1 στ.) ως μάταια και ψεύτικα να τα καταπατήσεις·| διότι είναι άκαιρα και καταφρονεμένα Ιστ. Βλαχ. 1331· είντα φωτιά ήψε στην καρδιά μι’ αγάπη κομπωμένη,| άφαντη και προσωρινή και καταφρονεμένη; Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 456.
       
  • κολαστήριο(ν)
    το, Θρ. Κύπρ. M 76, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16392, Εγκ. αγ. Δημ. 10796, Διακρούσ., Πένθος 184.
    Το μτγν. ουσ. κολαστήριον.
    Τρόπος βασανισμού, βασανιστήριο: ετιμωρούσαν αυτούς ανηλεώς και άσπλαγχνα με στρέβλες, ραβδισμούς και με άλλα διάφορα κολαστήρια Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 164120.
       
  • κουρσεύω (I),
    Τρωικά 5286, Ασσίζ. 25220, 47323, Διγ. Z 283, 608, Διγ. (Trapp) Esc. 249, 634, Χρον. Μορ. H 1622, 6705, 8790, 9108, Χρον. Μορ. P 89, 3304, 9108, Φλώρ. 413, Αχιλλ. L 102, Αχιλλ. N 643, Φαλιέρ., Ιστ.2 117, Χρον. Τόκκων 1449, 1663, 1664, 3894, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 127, Δούκ. 5311, 23910, Θησ. (Foll.) I 83, Χούμνου, Κοσμογ. 987, Γεωργηλ., Βελ. 516, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 446, κριτ. υπ., Αλεξ. 1275, 1774, Πικατ. 120, Πεντ. Αρ. XXXI 32, Δευτ. XX 14, Πιστ. βοσκ. IV 3, 54, Διγ. Άνδρ. 31823, 3247, 3428, κ.π.α.· κορσεύω, Παλαμήδ., Βοηβ. 419· κουρτζεύ(γ)ω, Μαχ. 30416, 43433, 67215, Βουστρ. 420, 456 και κριτ. υπ., 460· κουσεύω, Μαχ. 12023, 1223· κρουσεύ(γ)ω, Εβρ. ελεγ. 160, Byz. Kleinchron. Α΄ 9844, Αχιλλ. O 120, Σφρ., Χρον. μ. 7817‑8, Έκθ. χρον. 533, 8014, 8329, Αχέλ. 1565, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 398, 399, 402, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16241, Ροδολ. Α΄ [126, 170], Ε΄ [536], Διακρούσ. 6816, 7415, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1878, 30711, 3124, 34719, 35225, 36023, 4199, 4404, 44520· κουρσεύγω.
    Από το ουσ. κούρσος και την κατάλ. ‑εύω. Η λ. τον 9. αι. (Lampe, Lex.) και σε σχόλ. (L‑S). Τ. κουρσεύγω στο Somav. και σήμ. στην Κρήτη (Βλ. Ξανθουδίδη [Ερωτόκρ. σ. 587]). Για τον τ. κουσεύω βλ. Meyer, Γλωσσ. πραγμ. Κύπρ. 115. Ο τ. κρουσεύγω στο Βλάχ. και τ. κρουσεύγου σήμ. ιδιωμ. (Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 82). Ο τ. κρουσεύω στο Somav. Η λ. και σήμ.
    1) (Μτβ. και αμτβ.) α) κάνω ληστρική ή πειρατική επιδρομή, ρημάζω, λεηλατώ, λαφυραγωγώ: κάστρη πολλά επαρέλαβαν και χώρας εκουρσεύσαν Διήγ. Βελ. (Neap.) 161· οι Τούρκοι κουρσεύοντες, σφάττοντες, αιχμαλωτίζοντες έφθασαν εν τῳ ναῴ Δούκ. 36531· τη Σίφινο να πάγεις να κουρσέψεις Λεηλ. Παροικ. 122· εστράφησαν τα άνωθεν β΄ ξύλα ... εις την Κύπρον να κουρσέψουν Μαχ. 20214· κουρσεύγουν τους Σαρακηνούς οι κουρσάρηδες και αγοράζουν τα οι Κυπριώτες Μαχ. 63017· β) ληστεύω· κλέβω, αρπάζω: εκουρσεύσαν τον και εδέραν τον και εποίκαν του πολλήν μεγάλην αντροπήν Μαχ. 67229· Ήτονε δούλος του Θεού ο Ιακώβ ...| και ο Ησαύ εκρούσευε κι ήτονε παλληκάριν Χούμνου, Κοσμογ. 1514· εκούρσευσεν από τα χωρία σιτάρι, ζώα Κώδ. Χρονογρ. 6115· εις τον κριόν εδιέβηκεν, εκούρσευσε την τρίχαν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 690· (με σύστ. αντικ.): εφορτώσαν τα άρματα ... και τα κούρση οπού εκουρτζέψαν Βουστρ. 424. 2) α) Κυριεύω, κατακτώ: εκούρσεψ(εν) ο σουλτάν Κυρίτσης τ(ην) Βλαχίαν κ(αι) από τότε εκλήθηκαν οι Βλάχοι να δίδουν το χαράτσιν των Τουρκ(ών) Μικρ. χρον. Yale 73r· Εγώ τα κάστρη πολεμώ και μόνος τα κουρσεύω Πικατ. 320· β) συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω, δουλώνω: επήρα με μένα μια σκλάβα όμορφη, οπού την εκρούσεψα στο Ιερουσαλάιμ Εβρ. ελεγ. 170· εκούρσευσεν αιχμαλωσίαν πολλήν Πανάρ. 7221‑2. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) α) Λεηλατημένος, ληστεμένος: κουρσεμένη κι έρημη τη χώρα τως ν’ αφήσου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ε΄ 328· ηύρεν το σπίτιν του κουρσεμένον Βουστρ. 439· (προκ. για καράβι) λεηλατημένος από πειρατές: βρέσκει ξύλο κουρσεμένο,| το κατάρτι του παρμένο Τριβ., Ταγιαπ. 59· β) (μεταφ.) κλεφτός, παράνομος: Ευλόγησεν ο Έρωτας τον κουρσεμένον πόθο Ριμ. κόρ. 666. 2) Καταπονημένος, εξαντλημένος: τους ηύρε (ενν. ο Σάρβαρος) πολλά ταπεινωμένους και κρουσεμένους από τα βάσανα και τες τυραννίες απού τως είχεν καμωμένα ο βασιλέας ... ο Φουκάς Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 398. Το ουδ. της μτχ. ως ουσ. = λάφυρο: άλλοι δε των περιχώρων| των Τρωών γαρ εξεπόρθουν| θέμενοι φρικώδους όρκους·| μηδέ το τυχόν γαρ κρύπτει| εξ αυτών των κουρσεμένων Ερμον. Ε 216.
       
  • κροτώ,
    Καλλίμ. 2475, Πόλ. Τρωάδ. (Πολ. Λ.) 96, Χρον. Μορ. P 5389, Πανάρ. 6823, 745, Αχιλλ. N 670, Καναν. 72Α, Δούκ. 15310, 25322, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16245.
    Το αρχ. κροτέω. Η λ. και σήμ.
    Α´ Μτβ. 1) Χτυπώ κ. προκαλώντας κρότο: οι μεν επολεμίζασιν …| οι δε λουρπάρδες έσυρναν, τον τοίχον εκροτούσαν Θρ. Κων/π. (Mich.) 104· φρ. (1) κροτώ τας παλάμας = χειροκροτώ: έχαιρον άμα και σκιρτώντες ευθύμουν, τας παλάμας εκρότουν Καναν. 80Β· (2) κροτώ κάπ. = επιδοκιμάζω με χειροκροτήματα την ενέργεια κάπ.: το πλήθος ανεβόησεν τον άνακτα κρατούντες Καλλίμ. 2474· (3) κροτώ πόλεμον = κάνω, διεξάγω πόλεμο: κροτήσας πόλεμον νικά κατά κράτος ο βασιλεύς και διώκει αυτούς Πανάρ. 7715. 2) Αναχαιτίζω, σταματώ: σπευδόμενος του καίσαρος την δύναμιν κροτήσαι| και την ορμήν του δρόμου του μεταβαλείν εκείσε Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 513. 3) (Προκ. για έγχορδο μουσικό όργανο) χτυπώ τις χορδές: κρότησαν την κιθάραν σου και μετεώρισόν μοι Διγ. Z 2871. 4) Συγκροτώ: εν δε τῳ έτει εκείνῳ έπλει και ο βασιλεύς Ιωάννης εν Ιταλίᾳ συν τῳ πατριάρχῃ κυρ Ιωσήφ … κροτήσαι την σύνοδον Δούκ. 26517. Β´ Αμτβ. 1) Χειροκροτώ: Φλώρ. 706. 2) Προκαλώ «θόρυβο», κάνω μεγάλη εντύπωση, αποκτώ φήμη: οι μάθησές του … τρέχουσι και κροτούσι| και πανταχού ως σάλπιγγες τον καταμαρτυρούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 14111.
       
  • λόγγος
    ο, Σιγιλλ. Κωνστ. Μακρ. 12, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 13, Βίος Αλ.2 117, Χρον. Τόκκων 2325, 2329, Γράμματα Μετεώρ. 6626, 691, 7011, 7428, Θησ. ΙΑ΄ [υπόθ. 5, 203], Μάρκ., Βουλκ. 34227, Ιστ. Βατοπ. 40, Πεντ. Δευτ. XIX 5, Χρον. σουλτ. 3421, Αρσ., Κόπ. διατρ. 1030, Δωρ. Μον. XXX, Σταυριν. 247, Ευγέν. 887, Βακτ. αρχιερ. 170, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [475], Δ΄ [577, 1216], Ροδινός (Βαλ.) 122, κ.α.· λογγός.
    Από το παλαιότ. σλαβ. logằ (Βλ. Meyer, NS II 38· πβ. και Γεωργακ., Πελοπον. 1, 1956, 393. Για διαφορετική ετυμ. βλ. Φιλ., Γλωσσογν. Γ΄ 209). Ο τ. και σήμ. στην Άνδρο και τη Μύκονο (βλ. Γεωργακ., Πελοπον. 1, 1956, πβ. και τ. ’ογγός στη Νάξο· βλ. Ήμελλο, Αθ. 67, 1963/64, 37)· ως τόπων, ήδη σε έγγρ. του 11. (Act. Lavr. 2213, 24114, 22), 12. (Act. Lavr. 6125), 14. αι. (Act. Xér. 259, Act. Esph. 2211),κ.α., καθώς και σήμ. (Βλ. Γεωργακ., Μ). Η λ. τον 11. αι. (Κεδρ.) και σήμ. και ως τοπων. (Βλ. Γεωργακ., Μ ).
    Πυκνό δάσος: ήτον λόγγος περισσός και δένδρη μεγάλα, πολλά δασέα Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 166215· εις τα δάση και λογγούς είσαι (ενν. λύκε) κατακρυμμένος Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 841.
       
  • λογχεύω·
    λογχεύγω, Τζάνε, Κατάν. 352· λοχεύω.
    Το μτγν. λογχεύω (Lampe, Lex.), που απ. και στην Παλατινή Ανθολογία (L‑S). Η λ. και οι τ. στο Somav. Ο τ. λοχεύω και σήμ. σε ιδιώμ. (Andr., Lex., λ. λογχεύω).
    Τρυπώ με λόγχη, λογχίζω: επήρασι το εδικόν του κοντάρι και τον ελόγχευαν Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 165164· η λογχευμένη σου (ενν. του Χριστού) πλευρά νερόν έδραμεν και αίμα Σκλέντζα, Ποιήμ. 23· (μεταφ.): Εσύ που πνέεις ερωτιάν και πόθ’ όλος μυρίζεις (παραλ. 4 στ.) όποιαν γυρίσει να σ’ ιδεί … άσπλαχνα την λογχεύεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ 548· Δεν έν’ τινάς να μην σε ιδεί να μην τονε λοχέψεις| με τα ζαφειρομάτια σου Ch. pop. 514.
       
  • λώβα
    η, Σπανός (Eideneier) D 841· λούβα, Πεντ. Δευτ. XXIV 8.
    Το αρχ. ουσ. λώβη. Ο τ. λούβα και σήμ. ιδιωμ. (βλ. Νεοελλ. Ανάλεκτα Παρνασσού 1, 1872, 410, Αθ. 55, 1951, 350, κ.α. Τ. ούβα στη Νάξο (Αθ. 67, 1963, 37, 64). Για τη λ. βλ. και Shipp, λ. λώβη. Η λ. και σήμ.
    Λέπρα (Για τη σημασ. βλ. Κουκ., ΒΒΠ Β΄ 154, Γ΄ 343 και Eideneier [Σπανός, σ. 306]): ήτον τις μέγας άρχων, περίσσα πλούσιος, του οποίου συνέβη μεγάλη ασθένεια, οπού λέγεται λώβα Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 166201· να είναι εις την τσίπα της σάρκας του εις πληγή λούβας Πεντ. Λευιτ. ΧΙΙΙ 2.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης