Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Μαρτύρ. αγ. Νικηφ.

  • προθυμώ,
    Ιερακοσ. 50331, Ερμον. Γ 202, Σ 131, Χρον. Μορ. H 717, Ερωτοπ. 17, Χρον. Τόκκων 1358, 3921, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι VI 43, Χούμνου, Κοσμογ. 622, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 324, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 488, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Θ́ [499], ΙΓ [52], ΚΆ2 [69], Ιστ. Βλαχ. 1726, Διγ. Άνδρ. 35523, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 578, Χριστ. διδασκ. 442· γ́ πρόσ. ενεστ. προθυμάται· μτχ. μέσ. ενεστ. προθυμουμένος, Κορων., Μπούας 27, 77, 102, 115, 119, 132, 135, 143, 146.
    [Το ενεργ. του αρχ. προθυμέομαι. Η λ. στον Ησύχ. και σε σχόλ. (TLG)· βλ. και LBG.]
    I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) Είμαι έτοιμος να κάνω κ., δείχνω προθυμία, ζήλο για κ.: Τούτο μαθείν μόνον ζητώ ’πό τα δικά σου χείλη| ει προθυμείς καταπολλά να μου ακολουθήσεις Διγ. Z 1881. 2) Δέχομαι κ. με προθυμία, συγκατανεύω: Αν θέλεις γαρ και προθυμείς να μείνεις μετ’ εμένα| εδώ εις τον τόπον του Mορέως, να σ’ έχω αδελφόν μου Χρον. Μορ. P 2402· (με αντικ. ουδ. αντων.): ήκουσε, εκατεδέχθη το και επροθύμησέ το Λίβ. Esc. 3227· «... εσύ κοιμήθητι έσω του κλιναρίου (παραλ. 1 στ.)» Η κόρη το επροθύμησεν, έπεσεν, εκοιμήθη Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 475. 3) (Εδώ) λατρεύω: Θεόν τόν επεθύμουν,| καλά κι εγώ στα είδωλα το πρώτον επροθύμουν Χούμνου, Κοσμογ. 622. Β́ Αμτβ. 1) α) Δείχνω προθυμία, προθυμοποιούμαι: Λοιπό προθύμησε κι εσύ και του κυρού σου πε το Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 699· (με εμπρόθ.): η καρδία μου εκ τα στήθη αφορμά να πολεμήσει·| αι δε χείρες μου κι οι πόδες προθυμούσιν εις την μάχην Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΔ́ [53]· β) βιάζομαι, σπεύδω: πού με κράζεις, κύρη μου, νά ’ρθω να γονατίσω,| ’ς ποιο γάμο, ’ς ποια ξεφάντωση, και θες να προθυμήσω; Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 868 κριτ. υπ.· (σε παροιμ., βλ. Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. σ. 782]): Εις τό με βλάφτει προθυμώ, τό μ’ αλαφρώνει φεύγω| και τό δε θέλω να μου που με σπούδα το γυρεύγω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 599. 2) Δέχομαι κ. πρόθυμα, συμφωνώ· (με εμπρόθ.): αν δώσει ο Θεός και το ριζικόν, και προθυμήσει εις τούτο,| να πολεμήσομε ενομού και λάβομεν το νίκος,| επαίρνομε όλον τον Μορέαν εκ των Ρωμαίων τας χείρας Χρον. Μορ. H 6648. 3) Κινούμαι με προθυμία εναντίον κάπ., σπεύδω εναντίον του: άπαντες το τότε| των Ελλήνων η στρατεία| επροθύμουν κατά Τροίας| προς παραλαβήν εκείνης (ενν. της Ελένης) Ερμον. Γ 225· εβλέπετε, αδελφοί, περιμαζώματα είναι,| ..., απείραστοι, αμάθητοι πολέμου· (παραλ. 1 στ.)· και μόνον προθυμήσετε μετά καλής καρδίας,| ελπίδες έχω εις τον Θεόν ... (παραλ. 1 στ.) εύχολα τους τσακίζομεν Χρον. Τόκκων 2406. 4) Παίρνω κουράγιο, εμψυχώνομαι (βλ. και Egea [Χρον. Μορ. σ. 269]): «...  όλοι μετ’ έμου δράμετε απάνω εις τους εχτρούς μας.»| Εις τούτο οι Φράγκοι εντράπησαν από εκεινού τον λόγον| κι όλοι ομού επροθύμησαν, εις τους Ρωμαίους εδράμαν Χρον. Μορ. P 5399. II. Μέσ. Ά (Μτβ.) είμαι έτοιμος, είμαι πρόθυμος (να ...), θέλω να κάνω κ.: ήρξαντο να φοβούνται,| να πολεμήσουν δεύτερον ουδόλως προθυμούνται Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 324· γυρεύει (ενν. ο Νικηφόρος) να διορθώσει το γενόμενον σφάλμα και προθυμείται και σπουδάζει να κάμει διαλλαγήν μετά του φίλου Μαρτύρ. αγ. Νικηφ. 251. Β́ (Αμτβ.) δείχνω προθυμία, ζήλο: όταν τον εχρειασθείς (ενν. τον ιερέα) τρέχει και προθυμάται| και κάμνει την δουλείαν σου Ιστ. Βλαχ. 1726· (σε ιδιάζ. σύντ.): Πού η ψυχή σας προθυμείται, ούτως άφρονες δη είστε·| ο γαρ Ζευς ου σας αφήνει να βοηθείτε τους Αργείους Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Θ́ [499]. Οι μτχ. προθυμουμένος και προθυμημένος ως επίθ. = α) Πρόθυμος: Ανέστη ο Μερκούριος, ...,| του βασιλιώς και σύντυχε πολλά προθυμουμένος Κορων., Μπούας 90· εις την Βερόνα πήγαινε πολλά προθυμημένος Κορων., Μπούας 126· β) που έχει ζήλο για τη μάχη· γενναίος: με στρατιώτας και πεζούς ...| ..., πάντας προθυμουμένους,| στον πόλεμον να σέβουσιν, ως άνδρες να φανούσι Κορων., Μπούας 20· Απού σεβαίνουν εις πόλεμον ούτω προθυμουμένοι| ν’ αφήσουν έπειτα τιμήν, πάντες να τους δοξάζουν Κορων., Μπούας 72.
       
  • πταίσιμον
    το, Τρωικά 52220, Ασσίζ. 1603‑4, 40230, Διγ. A 831, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 602, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 220, Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 108, 275, Φλώρ. 697, 1782, Ερωτοπ. 59, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 128, 194, Μαχ. 35228, 58615, Θησ. Β́ [605], É [84], Ζ́ [76], Θησ. (Foll.) I 9, Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 37, Διήγ. Αλ. V 49, Άνθ. χαρ. 28 Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.)9178, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 3091, Ιστ. πατρ. 1185, 67, Μαρτύρ. αγ. Νικηφ. 251, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 12138, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 6235, 7322, Ιστ. Βλαχ. 1409, 1416, Διγ. Άνδρ. 33035, 33310, 33618, 3641415, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 586, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [571], Έ [1636], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 102 δις, 212, 258, 331, Ροδινός (Βαλ.) 187, Διακρούσ. (Κακλ.) 801, 1211, Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 648, κ.α.· ?επταίσιμον, Βυζ. Ιλιάδ. 364· πταίσιμο, Σουμμ., Ρεμπελ. 168 δις, 181, 182, 185· πταίσιμο(ν), Αχέλ. 2529· φθαίσιμο(ν), Σουμμ., Ρεμπελ. 167· φθαίσιμον, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 282 χφφ (βλ. Bakker-v. Gemert [Φαλιέρ., Ρίμ. σ. 139]), Θησ. Ή [1014], Ch. pop. 395 κριτ. υπ., Μαλαξός, Νομοκ. 80, Σταυριν. 827, Νομοκριτ. 70, 86· φταίξιμο, Πεντ. Αρ. XXXII 23,  Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 90, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 48621, Hagia Sophia ν 54514· φταίξιμο(ν), Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 2015· φταίξιμον, Πηγά, Χρυσοπ. 277 (5), Πιστ. βοσκ. IV 5, 98, Hagia Sophia ν 54524·  φταίσιμο, Χρον. Μορ. H 5880, 5910, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 74, Πεντ. Γέν. IV 7, L 17, Έξ. X 17, XXIX 36, XXX 10, Λευιτ. IV 3 δις, 8, 14, 24, 33, 35, VI 18, VIII 2, IX 7, X 19, XXVI 24, Αρ. V 6, VIII 8, XIX 17, XXIX 5, Δευτ. IX 18, XXIII 23, Χρον. σουλτ. 262, 5, 11333, Πανώρ.2 Έ 207, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 67, Ά 97, 103, 460, B́ 260, Δ́ 252, 355, 390, É 74, 372, 627, 628, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 162, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 7, 10, Πιστ. βοσκ. I 5, 142, 144, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 837, 970, Στάθ. (Martini) Ιντ. β́ 64, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 29, Β́ 225, Έ 480, Νομοκριτ. 110, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1221], [1224], Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 15, κ.α.· φταίσιμο(ν), Πηγά, Χρυσοπ. 172 (2), Πιστ. βοσκ. IV 5, 164· φταίσιμον, Χρον. Μορ. H 3398, 5136, 5834, 5866, 5890, 7340, Χρον. Μορ. P 3398, 3420, 5828, 5834, 7340, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 282, Ch. pop. 395, Βουστρ. (Κεχ.) 1904, Δεφ., Λόγ. 256, 322, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 440, 614, Πιστ. βοσκ. IV 5, 31, 8, 94, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 65, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 553, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 334, Σουμμ., Παστ. φίδ. Á [459], Β́  [1189], Γ́ [287], Δ́ [615], [618], Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 34, Ροδινός (Βαλ.) 167.
    Από το αρχ. πταίω και την κατάλ. ‑(σ)ιμον (Ανδρ., Λεξ., λ. φταίξιμο)· πβ. επίθ. πταίσιμος στο Steph., Θησ. Ο τ. πταίσιμο στον Κατσαΐτ., Ιφ. Δ́ 197, 287, Θυ. Πρόλ. 46, Ά 69, Γ́ 341, 346, καθώς και στο ΑΛΝΕ λογοτ. Ο τ. φθαίσιμον σε έγγρ. του 18. αι. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 27, 1984, 422). Οι τ. φταί‑ με επίδρ. του έφταιξα, αορ. του φταίω (Ανδρ., Λεξ., λ. φταίξιμο). Ο τ. φταίξιμο (για το σχηματ. του οποίου βλ. και Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 29) και σήμ. Ο τ. φταίξιμον στο Somav. (λ. φταίσμα) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. φταίω). Ο τ. φταίσιμο στον Κατσαΐτ., Κλ. Β́ 138, σε κείμ. του 18. αι. (Δαβίδ 366) καθώς και στο ΑΛΝΕ λογοτ. Ο τ. φταίσιμον στο Στεφανόπ., Βιβλ. Στεφανοπ. 13, σε νομοκανονικό κείμ. του 15. αι. (Μάτσης, ΕΕΒΣ 34, 1965, 201· πβ. Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 917 π́ 62), στο Βλάχ. (λ. φταίσμα), στον Κατσαΐτ., Ιφ. Έ 220 και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Χατζ., Γραμμ. κυπρ. διαλ. 36, 161· βλ. και Μενάρδ., Αθ. 8, 1896, 437). Η λ. τον 6. αι. (TLG) καθώς και σε έγγρ. του 15. (Έγγρ. Μάλτ. 66) και 17. αι. (Τωμ., Κρητολ. 9, 1979, 15).
    1) Υπαιτιότητα, ευθύνη, φταίξιμο (βλ. και Bakker-v. Gemert [Φαλιέρ., Ρίμ. σ. 139])· με τις προθ. με, άνευ: Έλα και άσε, μα τον Θιον, δι’ αυτείνους να λυπάσαι,| ίτις με ίδιο φταίσιμον εις καταδίκη να ’σαι Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 124·   εφύγαμε εκ τον πόλεμον άνευ φταισίματός μας Χρον. Μορ. H 5130· (συχνότ. με ρ. όπως δίδω, έχω, ρίκτω/ρίχνω κ.τ.ό.): μη δίδεις, κόρη μ’ άσπλαγχνη, το φταίσιμον σ’ εμένα,| μα να το δώσεις είν’ πρεπόν και δίκιο προς εσένα Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [287]· εις εμένα| το φταίσιμον μου ρίξεις,| μα ρίξε το σε σένα Πιστ. βοσκ. III 3, 110· μάκρυνε ... (παραλ. 3 στ.), μη λάχει να σε ρίξει| στο φταίσιμον εσένα,| να γλυτώσει εκείνη Πιστ. βοσκ. IV 4, 43· δίχως να ’χω φταίσιμο, φταίστη με ονομάζει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 384· διά τους εφτά χρόνους ουδέν σας έστειλα επιστολήν ...· να ηξεύρετε ότι ουδέν έναι το πταίσιμον από εμένα ουδέ από την αγνωσίαν μου Διήγ. Αλ. F (Lolos) 3082· μη ονειδίζετε τον βασιλεάν, αυθέντες,| διατί όλον το πταίσιμον ήτον εις τους ρηγάδες| και εις τους αυθέντες της Φραγκιάς Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 232. 2) α) Παράπτωμα, σφάλμα, λάθος: Ει μεν ήτον ποιήσοντα εδώ ο Μέγας Κύρης| το ομάντζιον του αφέντη του, του πρίγκιπα Γυλιάμο,| και μετά τούτο εβάσταξεν άρματα προς εκείνον (παραλ. 1 στ.) ο νόμος γαρ ορίζει το ...| να ήτον ακληρονόμητος ... (παραλ. 1 στ.). Ως δε το λέγει το έγγραφον, ... (παραλ. 1 στ.), ότι ποτέ ουκ έποικεν ομάντζιο ... (παραλ. 1 στ.), ουδέν φέρνει το φταίσιμον εις ακληρίαν το πράγμα Χρον. Μορ. H 3420· «... είσαι αφίορκος, άπιστος στον λίζιον σου αφέντην (παραλ. 12 στ.)». Το ακούσει το ο μισσίρ Ντζεφρές ...,| το πώς τον αποσκέπασεν ο ρήγας ...,| και είπεν του το φταίσιμον, το σφάλμαν όπου εποίκεν ... Χρον. Μορ. H 5828· ο ψηλότατος αφέντης ο μέγας σουλτάνος ... πολομά σε να ηξεύρεις πως εσυμπάθησέν σου από το πταίσιμόν σας, ότι ο πατήρ σου ο ρε Πιερ ήτον η αφορμή τούτης της μάχης Μαχ. 29232· (ως σύστ. αντικ.): έπταισε παιδίν επταίσιμον, μανθάνει το ο Πάρις,| μετά οργής οργίστηκεν Βυζ. Ιλιάδ. 364· ωσάν ένας μάστορας οπού έχει πέντε έξι μαθητάδες, έπειτα τον φταίσουν τίποτες μεγάλον φταίσιμον και αυτός ομόσει ότι ... να τους δείρει όλους ... Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 133v· (προκ. για ερωτικό συναίσθημα): είντα γοργό την πλερωμή βρίσκω στο φταίσιμό μου,| καλά και φταίσιμο ποτέ γή κρίμα δε μπορούσι| όσοι κι αν το γροικήσουσι, με δίκιο να το πούσι.| Χρουσάφι δε μ’ εκόμπωσε ... (παραλ. 1 στ.), μα σπλάχνος κόρης όμορφης και κάλλη πλουμισμένα| τόση φωτιά στα σωθικά μού ρίξαν τα καημένα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 260, 261· αν της αγάπης φταίσιμον γλυκότ’ έχει μεγάλη,| γιατί να ’χει στενότητα κι ανάγκη να μην σφάλει; Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [557]· (σε προσωποπ.): Η Αγάπη και το Πταίσιμον άρχισαν να τον λέγουν (ενν. τον Αχιλλέα) Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 9323· β) (νομ.) αδίκημα, ανόμημα: έφυγαν (ενν. οι καπουριόνοι) εντάμα με όλους τους ετέρους φυλακιμένους, οπού με δαύτους ήσαν ανταμωμένοι διά έτερα πταισίματα Σουμμ., Ρεμπελ. 189· ο αφέντης ετούτος ο Πιζάνης να τους κρίνει εις το πταίσιμο της ρεμπελιάς, οπού ο λαός ετούτος έκαμε Σουμμ., Ρεμπελ. 186· Ουδέ διά χρέος ουδέ δι’ άλλον πταίσιμον, μήτε μίαν γυναίκα συγχωρούμεν να βάλωσιν εις φυλακήν Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 613 μθ́ 3· Όστις καταδικασθεί εις φθαίσιμον και περιορίσουσί τον, δεν διατίθεται Νομοκριτ. 100· (με είδος σύστ. αντικ.): Όστις κατηγορήσει τινά εγκληματικόν πταίσιμον, ανάμεσα δύο χρόνους θέλει να πληρώσει την κατηγορίαν, ειδεμή, το τέταρτον των πραγμάτων αυτού ζημιώνεται Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 914 οζ́ 3· γ) γ1) αμάρτημα: κανονίζει (ενν. ο πνευματικός) αυτόν κατά το πταίσιμον αυτού· και ει μεν έχει πολλάς αμαρτίας κανονίζει αυτῴ την μεγαλοτέραν αμαρτίαν ... Νομοκ. Αγ. Γεωργ. 139· λέγει (ενν. ο Χριστός) «Πάτερ, άφες αυτοίς» ... διά να τον (ενν. τον Θεόν) κινήσει εις ευσπλαγχνίαν, να συμπαθήσει το μεγάλο πταίσιμον εκεινών, οπού τον εσταυρώναν Ροδινός (Βαλ.) 136· (ως σύστ. αντικ.): είπεν ο Μωσέ προς τον λαό·  εσείς εφταίξετε φταίσιμο μεγάλο και τώρα να ανέβω προν τον Κύριο, αν τύχει να συμπαθήσω για το φταίσιμό σας Πεντ. Έξ. XXXII 30· εστράφην ο Μωσέ προς τον Κύριο και είπεν· παρακαλώ, έφταιξεν ο λαός ετούτος φταίσιμο μεγάλο και έκαμεν αυτωνών είδωλα μαλαματένια Πεντ. Έξ. XXXII 31· (εδώ προκ. για το «έργο» της αμαρτίας): το φταίσιμό σας, ος εκάμετε το μουσκάρι, επήρα και έκαψα αυτό εις την ιστιά Πεντ. Δευτ. IX 21· (προκ. για το προπατορικό αμάρτημα): έπαθεν (ενν. ο Ιησούς Χριστός) εις τον κόσμον, διά να λύσει το φταίσιμον του πρωτοπλάστου Αδάμ Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 994· (περιληπτ.) τα σφάλματα, οι αμαρτίες: επαίδευσές μας, Δέσποτα, διά το πταίσιμόν μας,| και μας εκατεδίκασες εις χείρας των εχθρών μας·| πολλά καλά το έκαμες ως να σωφρονισθούμεν,| σαν το χρυσάφι στην φωτιάν και να λαγαρισθούμεν Ιστ. Βλαχ. 2477 [= Γέν. Ρωμ. 99]· έψαλα προς τον Κύριο και είπα: «... θυμήσου τους σκλάβους σου ... και γνέψεις προς τη σκληρότητα του λαού ετουτουνού και προς τη κακοσύνη του και προς το φταίσιμό του ...» Πεντ. Δευτ. IX 27· γ2) (εκκλ.) παράπτωμα που επιφέρει παύση της ιεροσύνης ή παράπτωμα του αρχιερέως που τιμωρείται από τη σύνοδο των ιεραρχών: Ο δέκατος τρίτος ... κανών ορίζει ότι όποιος ιερεύς ή διάκων να λέγει ότι ηξεύρει διά τον αρχιερέαν αυτού ότι ευρίσκεται εις πταισίματα και πριν να γένει σύνοδος και απόφασις κατά του επισκόπου και τολμήσει και κόψει το μνημόσυνον αυτού ... Μαλαξός, Νομοκ. 150· (εδώ ως σύστ. αντικ.): αν ... εγκαλέσει τινάν από τα πρόσωπα της εκκλησίας ότι έπταισε πταίσιμον, οπού να χάσει την ιεροσύνην του, θέλεις να μην δέχεσαι πάσα άνθρωπον εις κατηγορίαν ιερέως, αμή τοιούτον, οποίον λέγει ο κανών, να είναι χριστιανός ορθόδοξος ..., μηδέ να είναι από πταίσιμόν του τίποτες χωρισμένος από την εκκλησίαν Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 917 π́ 58· γ3) η θυσία εξιλέωσης αμαρτιών στην ΠΔ: ετούτη η ορμηνειά εις το ολοκαύτωμα, εις το κανίσκι, εις το φταίσιμο Πεντ. Λευιτ. VII 37· έπαρε ... το λάδι του άλειμμα και το δαμάλι του φταίσιμου και τα δυο κριάρια ... Πεντ. Λευιτ. VIII 2· πρόβατο ένα ... για ολοκαύτωμα, ’ρίφι γίδινο ένα για φταίσιμο Πεντ. Αρ. VII 16· (προκ. για το σφάγιο που προσφέρεται ως θυσία εξιλέωσης αμαρτιών): το κρεάς του δαμαλιού ... να κάψεις εις την ιστιά από όξω το φουσσάτο· φταίσιμο αυτό Πεντ. Έξ. XXIX 14· να ανακουμπίσει το χέρι του ιπί κεφάλι του φταίσιμου και να σφάξει το φταίσιμο εις τον τόπο του ολοκαύτωμα Πεντ. Λευιτ. IV 29 δις· να πάρει ο γεριάς από το αίμα του φταίσιμου με το δάχτυλό του και να δώσει ιπί τις άκρες του θεσιαστήριου Πεντ. Λευιτ. IV 34· δ) σφάλμα, ελάττωμα σε συγγραφικό έργο: θέλω ετούτο το μικρόν μου ποίημα να το λέγουν Άνθος Χαρίτων και, αν τύχει τίποτες πταίσιμον, είμαι βέβαιος να έναι εις την συνείδησιν εκεινού οπού το αναγινώσκει Άνθ. χαρ. 28915. 3) Ντροπή, προσβολή (Κακουλίδη-Πηδώνια [Άνθ. χαρ. σ. 195]): Η έκτη (ενν. προδέντσα) ένι ολόκαλη  και βερτιούζικη αντάν τα κορμιά θέλουσιν να ’ναι δυνατά και υπομονητικά διά να μηδέν λάβουσιν αντροπήν και φταίσιμον εις το κορμίν τους ουδέ εις την ψυχήν τους εις τα πράματά τους ού διά την πατρίδαν τους Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 127.
       
  • στρεβλός,
    επίθ., Γλυκά, Αναγ. 160, Χρησμ. (Brokkaar) 69-70.
    Το αρχ. επίθ. στρεβλός. Η λ. και σήμ.
    1) α) Που δεν είναι ίσιος· κυρτός, στραβός· (σε παροιμ.): κατά την παροιμίαν, ο Αιθίοψ ουκ ελευκαίνετο και το στρεβλόν ξύλον ουκ ορθούτο και ο καρκίνος ορθά βαδίζειν ουκ εδιδάσκετο Μαρτύρ. αγ. Νικηφ. 251· β) (μεταφ.) που αποκλίνει από το ηθικά σωστό, διεστραμμένος: Κύμα θολό του ποταμού, ουδένα πράγμα πλένει| ουδέ στρεβλή καρδιά ποτέ ίσια μπορεί να κρένει Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Δ́ 742. 2) Που δεν βλέπει καλά, στραβός (L—S, στη λ. Ι)· (μεταφ., προκ. για πρόσωπο που παραβλέπει ή διαστρέφει κ. σκόπιμα): διά να είμεστε στρεβλοί εις την αλήθεια,| και επερίσσευσαν σ’ εμάς τα ψεύματά μας πλήθια,| και αν και όρκον κάμομεν πάλιν δεν μας πιστεύουν| και διά το πολύ κακόν ένας του άλλου μνέγουν Ιστ. Βλαχ. 1459. 3) Δόλιος, πανούργος: Ο δε βασιλεύς απεκρίνατο· Εγώ μεν δειλιώ μήπως κατά φθόνον κινδυνεύει ο άνθρωπος· ει γαρ εγίγωσκον ότι εν αληθείᾳ στρεβλός ην, αυτῄ τῃ ώρᾳ κατεδίκαζον αισχίστῳ θανάτῳ Δούκ. 23322. 4) Aπομακρυσμένος από την ορθή πίστη, αιρετικός: Διότις μέσα στο νησσί της περιφήμου Κρήτης| πολλοί ευρίσκονται εγκλεκτοί και άλλοι καταδίκης.| Και διατούτο και ημείς τους εκλεκτούς τιμούμεν,| τους δε απίστους και στρεβλούς αεί καταφρονούμεν Ιωακ. Κυπρ., Πάλη (Kaplanis) 5202.
       
  • στρεπτός,
    επίθ.
    Το αρχ. επίθ. στρεπτός. Η λ. και σήμ. λόγ.
    1) Που περιστρέφεται, περιελίσσεται· (εδώ προκ. για τον κισσό, σε μεταφ.): Τις ουν εκφύγει τας λαβάς, τους βρόχους, τους δεσμούς σου (ενν. Έρωτα)| και τους κιττούς σου τους στρεπτούς και τας περιπλοκάς σου; Εις τον Έρωτα 160. 2) Στριφτός· πλεκτός: τρανά μαργαριτάρια είχεν αντί κομβίων,| τα δε θηλύκια στρεπτά εκ καθαρού χρυσίου Διγ. (Trapp) Gr. 1176. 3) (Μεταφ. για την ανθρώπινη φύση) που κάμπτεται· μεταβλητός: ούτω το έχουν οι αγαθής γνώμης άνθρωποι ...· όταν ... παραστατήσουν και νικηθούν υπό του θυμού ή υπό τινος των άλλων παθών, επειδή και στρεπτής είμεστεν φύσεως, αλλά πάλιν γοργά στρέφονται εις το αγαθόν Μαρτύρ. αγ. Νικηφ. 251. Το αρσ. ή ουδ. ως ουσ. = περιδέραιο από στριφτό μέταλλο ή αλυσίδα: δώσειν υπισχνούμενος στρεπτόν περιαυχένιον χρύσεον και πορφυράν εσθήτα φορείν, ως οι των Χαλδαίων βασιλείς Παράφρ. Μανασσ. (Τièche) 349. Το ουδ. ως ουσ. = περιστροφή· (σε παρομοίωση): ο Μεχεμέτ εν αδημονίᾳ γεγονώς και την τύχης μεταφοράν ως σφενδόνης στρεπτόν ηγησάμενος είρηκε τῳ βασιλεί ... Δούκ. 1318.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης