Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Μαρτύρ. αγ. Βλασ.

  • προσκαλώ,
    Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1387, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 222, Hagia Sophia α 44212, Έκθ. χρον. 210, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 84, 842, Ιστ. πατρ. 1119‑10, 14110, Hagia Sophia k 47517, Χρησμ. (Brokkaar) N 16‑7, Hagia Sophia ω 51514, Hagia Sophia v 54711‑12, Πανώρ.2 Ά 206, 424, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 17, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 56, Hagia Sophia φ1 4956, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5815, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1255, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 280, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [611], Λεηλ. Παροικ. Αφ. 3, Διγ. O 1372, Μαρτύρ. αγ. Βλασ. 247· προσκαλιέμαι, Πηγά, Χρυσοπ. 91 (19), 125 (54), 144 (52) (δις), 155 (20), 323 (4)· παθητ. αόρ. (ε)προσκαλέθηκα, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 983, Πηγά, Χρυσοπ. 126 (3).
    Το αρχ. προσκαλέω. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) Φωνάζω, καλώ κάπ. α) να έρθει κοντά μου ή να παρευρεθεί σε κάποιο μέρος: Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 356, Χρον. Τόκκων μετά στ. 1340, Ιστ. πατρ. 11920· (μεταφ.): Ω δύναμις θεοτική, οπού σε προσκαλούσι| εισέ βοήθεια των πιστών, όταν παρακαλούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 37020· προσκαλώ την άπειρον και εξακουστήν σας γνώση,| αν είναι στίχοι χαμηλοί, συμπάθιο να μου δώσει Τζάνε, Κατάν. Αφ. 83· β) να αναλάβει κάποιο αξίωμα: συνόδου γενομένης, περί ποίον να κάμουν πατριάρχην, ομοφώνως επροσκάλεσαν τούτον (ενν. τον Νήφωνα) Ιστ. πατρ. 13417. 2) Προσαγορεύω, ονομάζω: πυρσόν ... και αίγλην| προσεκάλει των ομμάτων (ενν. ο Αλέξανδρος την Ελένην) Ερμον. Β 334. 3) (Μεταφ.) α) διεγείρω, προκαλώ: διήγησιν εις ωφέλειαν ούσαν| πολλών και εις ευλάβειαν μεγίστην προσκαλούσαν Παϊσ., Ιστ. Σινάοι θωριές οι σπλαχνικές τσι πεθυμιές γενούσι,| κι εις τσι καρδιές σιργουλιστά τον πόθο προσκαλούσι Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 196· β) αποτελώ την αιτία, δημιουργώ: καλή καρδιά και φαητό καλό σε πάσα τόπο| την ομορφιά κάθα κορμιού δίδου και προσκαλούσι Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 371. II. (Μέσ., μτβ.) φωνάζω, καλώ κάπ. α) να έρθει κοντά μου ή να παρευρεθεί σε κάποιο μέρος: Διγ. Z 41, Ιστ. Ηπείρ. XXXV12, Σφρ., Χρον. (Maisano) 182· (προκ. για το κάλεσμα του Χριστού προς τον άνθρωπο): πολλήν παρηγορίαν σου δίδει, άνθρωπε, ο Κύριός σου ατός του να σε προσκαλιέται, ..., και να σου λέγει «όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν» Πηγά, Χρυσοπ. 71 (11)· β) να αναλάβει κάποιο αξίωμα: η θεία και ιερά σύνοδος ... προσκαλούνται την αρχιεροσύνη σου από τον θρόνον της αγιοτάτης μητροπόλεως Λαρίσης εις τον υψηλότατον και μέγαν θρόνον τον πατριαρχικόν Ιστ. πατρ. 1926· γ) σε μονομαχία (για τη σημασ. βλ. και Lampe, Lex., λ. προσκαλέω 3): Τούτά ’λεγεν (ενν. ο Διγενής) και ήπιασεν την ράβδο και σκουτάρι| και τους επροσκαλούντονε (ενν. τους απελάτας) σαν που ’τον παλληκάρι Διγ. O 2572.
       
  • σεπέτι
    το, Μαρτύρ. αγ. Βλασ. 247, Σεβήρ., Διαθ. 19170, 71, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 699, 721, 1155, 1226, 6168· σεπέττι, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 7745.
    Από το τουρκ. sepet (Redhouse). Ο τ. (για τον οποίο βλ. Kaplanis [Ιωακ. Κύπρ., Πάλη σ. 765]) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.). Τ. σεπέττιν σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ., Παπαδ. Θ., Δημ. κυπρ. άσμ. Β 996). Πβ. λ. σεπετάκι σε έγγρ. του 17. αι. (Ναξ. έγγρ. 17. αι. 1794). Η λ. στο Du Cange, σε έγγρ. του 17. (Κουρσάρ. 99, Καμπούρης, B-NJ 21, 1976, 200), 18. (Αλιπράντης, Αθ. 75, 1974-75, 118), 19. αι. (Kαμπούρογλου, Αθ. 28, 1916, 246), στο Κουμαν., Συναγ. (λ. σεβίτιον) και σήμ. ιδιωμ. (Αλιπράντης, Λεξ. Πάρου)· βλ. και ΑΛΝΕ.
    Καλάθι, σεντούκι, κασέλα: Ό,τι εδικό μου ευρίσκεται στα μέσα του σπιτιού μας| δώσε τα του Ελισεέκ, του γειτονόπουλού μας,| τα ρούχα μου και τα χαρτιά, άγραφα και γραμμένα,| και το σεπέτι το μικρό, μ’ ό,τι έχει πράμα εμένα Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 926· Τριακόσια σεπέτια ήσαν όλα γεμάτα| με ζοβαχέρια ατίμητα και με χρυσοπροκάτα Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 635. Έκφρ. σεντούκια και σεπέτια, βλ. ά. σεντούκι Έκφρ. 2.
       
  • σιδερίτικος,
    επίθ., Gesprächb. 9922, Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. 1178.
    Από το ουσ. σίδερο(ν) και την κατάλ. ‑ίτικος. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Χατζιδ., Αθ. 36, 1924, 288).
    Σιδερένιος: επρόσταξε (ενν. ο μιαρός Αγρικόλαος) ... με τα σιδερένια κτένια να τες ξένουν (ενν. τες άγιες γυναίκες). Και ευθύς οι άγιοι άγγελοι ... τας αγίας έλυσαν ... και ούτε τα σιδερίτικα κτένια τες έβλαψαν Μαρτύρ. αγ. Βλασ. 247.
       
  • σκουλαρίκι
    το, Πεντ. Έξ. XXXV 22, Αρ. ΧΧΧΙ 50· σκολαρίκι(ν), Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΈ́ [147], Μαλαξός, Νομοκ. 362, 448, Πηγά, Χρυσοπ. 367 (37), Νομοκ. 38522· σκουλαρίκι(ν), Πηγά, Χρυσοπ. 273 (71), 335 (7), Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 11, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 11· πληθ. σκουλαρίκα, Πεντ. Γέν. XXXV 4.
    Από το ουσ. σχολαρίκιον, που απ. στον Πορφυρογέννητο (<ενώτια σχολαρίκια· βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Έ́ 47). Ο πληθ. σκολαρίκια το 12. αι. (Caracausi, λ. σχολαρίκιον), ο τ. σκολαρίκι στο Βλάχ. και ο τ. σκολαρίκι(ν) σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β́, Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου). O πληθ. σκουλλαρίκια στο Meursius. Τ. σχουλαρίκιον το 13. αι. (LBG). Η λ. στο Somav. και σήμ.
    Κόσμημα που φοριέται στο αυτί (για το πράγμα βλ. και Κουκ., ό.π. Δ́ 386): και είπεν προς αυτουνούς ο Ααρον· εβγάλετε τα σκουλαρίκα τα μαλαματένια, ος εις τα αυτιά των γεναικών σας, των υιών σας και των θυγατέρων σας, και φέρετε προς εμέν Πεντ. Έξ. XXXII 2· αφήνω τση άνωθε Μαρκεζίνας Μουδάτζαινας ένα λαιμό μαργαριτάρι και ένα ζευγάρι σκολαρίκια με τρία κουκιά μαργαριτάρι πάσα ένα Διαθ. 17. αι. 838· (εδώ ως όργανο βασανισμού): και επρόσταξε να ανάψουν καμίνι και να αναλύσουν εις αγγεία μολύβι και να πυρώσουν κτένια σιδερένια και σκολαρίκια χαλκωματίτικα, και αυτά πυρωμένα Μαρτυρ. αγ. Βλασ. 247· (εδώ πιθ. ως αποτροπαϊκό μέσο, φυλαχτό): Ο δε Ματθαίος εν τῳ πρώτῳ κεφαλαίῳ του Μ στοιχείου φησίν, ότι τοις παρέχουσι φυλακτήρια ή της τύχην και ριζικόν και γενεθλιαλογίαν (έκδ. γενέθλια λογίαν) πιστεύουσιν … ή σκουλαρίκια τῃ Μεγάλῃ Πέμπτῃ των εαυτών τέκνων ποιούσιν ... εξαετίαν επιτιμά, ιερωμένους δε καθαιρεί Μαλαξός, Νομοκ. 417.
       
  • τελείωσις ‑ση
    η, Διάτ. Κυπρ. 51223‑24, Notizb. 70, Θησ. Έ́ [905], Ιστ. πατρ. 1344, 19117, Βίος Δημ. Μοσχ. 20, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 68, Αγαπ., Καλοκ. 344· τέλειωση, Κυπρ. ερωτ. 9747, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 282, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 1037.
    Η λ. στον Ιπποκράτη και σήμ. στον τ. τελείωση.
    1) α) (Προκ. για γεγονός, ενέργεια, κ.τ.ό.) ολοκλήρωση, περάτωση: Μετά δε την τελείωσιν της θείας λειτουργίας, άραντες πάλιν το λείψανον, έθηκαν αυτό εν τῳ παρακκλησίῳ, σφραγίσαντες αυτό ασφαλώς Έκθ. χρον. 3721· Ας έλθω εις τελείωσιν του πονεμένου λόγου Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 845· φρ. έχω τελείωσιν = κοντεύω να ολοκληρώσω, να καταφέρω κ.: ιέρακας έβλεπον επί την Λακκοπέτραν| και φάλκωνα πολεμικόν διώκων περιστέραν·| ως δε ταύτην εδίωκε και τελείωσιν είχεν,| αμφότεροι εισήλθοσαν ένδον του κουβουκλίου,| ένθα διάγει ο γαμβρός μετά της αυταδέλφης Διγ. (Τrapp) Gr. 450· β) τέλος, κατάληξη: Γλυκιά ’ναι τ’ αρκέματά μου| αμμέ οι τέλειωσες πικρίζουν Κυπρ. ερωτ. 1262· πώς να παινέσω σήμερο κείνα που σ’ αφουκρούμαι,| οπού ’ν’ η αρχή τως βλαβερή κι η μέση κομπωμένη| και θε να κάμουν τέλειωση κακή και ντροπιασμένη; Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 150· Θρήνος τον θρήνον έτρεχεν και τέλειωσιν δεν έχουν,| ένας τον άλλον πολεμούν, ανάπαυσιν δεν έχουν Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 629· (σε παροιμ. χρ.): πράματα που φαίνουνται εύκολα στην αρχή τως| είναι βαρά και δύσκολα πολλά στην τέλειωσή τως Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 1588· γ) (προκ. για κτήριο) αποπεράτωση: Τούτος ο βασιλεύς δεν έκτισεν μόνον την Αγίαν Σοφίαν την περίφημον της Κωνσταντίνου Πόλεως, αμή μετά την τελείωσιν αυτής έκτισεν άλλες δύο εύμορφες και μεγάλες Hagia Sophia ψ 6195· δ) (τοπ.) άκρο, όριο, τέρμα: Στην τέλειωση του περβολιού ευρίσκετο κτισμένη| μια κατοικιά με μαστοριά μεγάλη καμωμένη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 1401. 2) (Χρον.) α) συμπλήρωση χρονικού διαστήματος: Τότε ο Παύλος επήρε τους άνδρας, και την άλλην ημέραν εκαθαρίσθη μετ’ αυτούς και εμπήκεν εις το ιερόν, λέγοντας φανερά την τελείωσιν των ημερών του καθαρισμού, έως οπού εφέρθη διά κάθε ένα απ’ αυτούς προσφορά Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. κά́ 26· αφόν (ενν. ο χρεωφελέτης) του το δώσει το αμάχιν του διά τους εγγυτάδες του, παρακαλεί επεσαύτα εκείνον να του εμπιστευτεί εκείνον το αμάχιν επάνω εις ιέ́ ημέρες· και διαβαίνουσιν οι ιέ́ ημέρες, και λαλεί του ότι θέλει του το στρέψει εκείνον το αμάχιν, ή καλλιότερον, εις την τελείωσιν των ιέ́ ημερών Ασσίζ. 614· β) (με ή χωρίς το ουσ. ηλικία) ολοκλήρωση της φυσικής ανάπτυξης του ανθρώπου· ενηλικίωση: έβαλε (ενν. ο βασιλεύς) και έκτισαν ένα παλάτιον πολλά εύμορφον εις μίαν χώραν ανάμερην, και έβαλε το παιδίον να κατοικεί εκεί. Και, όταν ήλθε εις την τελείωσην της ηλικίας του, όρισεν να μην υπαγαίνει τινάς να τον σμίγεται Ιστ. Βαρλαάμ 461· Μετά γουν την τελείωσιν ανδραγαθήσω πάτερ; (παραλ. 1 στ.) Πότε κἀγώ να δοξασθώ και το γένος λαμπρύνω,| πληροφορήσω δε και σε, τον εμόν ευεργέτην,| ότι έχεις με αποτουνύν δούλον και συνεργόν σου; Διγ. Ζ 1374. 3) α) (Εκκλ.) ο θάνατος άγιου ανθρώπου (βλ. και Lampe, Lex., στη λ. C): Ιωάσαφ, Ιησούς Χριστός καλεί σε να έλθεις εις την ανάπαυσήν σου ...· και είναι η τελείωσίς σου εις οκτώ ημέρας Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 16114· της επαράγγειλε (ενν. ο άγιος της γερόντισσας) να κάμνει την μνήμην της τελειώσεώς του, και δεν θέλει της λείψει παν αγαθόν. Αλλά και, όποιος άλλος χριστιανός τον εορτάζει, να έχει από τον Θεόν παν αγαθόν Μαρτύρ. αγ. Βλασ. 246· β) (γεν.) τέλος του βίου, θάνατος: Το άστρον μου όντα το ’πιασα μου έδειξε πως να ζήσω| και πως μακριά οκ τον τόπον μου την ζωήν μου να αφήσω,| γιαύτος πάγω γυρεύοντας να βρω την τέλειωσίν μου| και σαν που θέλει τελειωθεί και να σωθεί η ζωή μου Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 35· αφότις μισάς την ζων μου,| τίμησε την τέλειωσήν μου Κυπρ. ερωτ. 12936. 4) (Εδώ) προκοπή, πρόοδος: Και όταν ημείς ασθενούμεν και εσείς είστε δυνατοί, χαίρομεν· και τούτο και ευχόμεθα, ήγουν την τελείωσίν σας Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Β́ ιγ́ 9. Εκφρ. τελείωσις των καιρών/του κόσμου = η συντέλεια του κόσμου, η Δευτέρα Παρουσία (πβ. Lampe, Lex., στη λ. D): ΝΕΚΡΟΣ: Πότες και πότες άλλη μια, Ψυχή μου, να βρεθούμεν; ΨΥΧΗ: Στου κόσμου την τελείωσιν μαζί θ’ αναστηθούμεν Τζάνε, Κατάν. 100· έστοντας (ενν. ο Θεός) ... να συμμαζώξει εις οικονομίαν της τελειώσεως των καιρών όλα, και εκείνα οπού είναι εις τους ουρανούς και εκείνα οπού είναι απάνω εις την γην, αποκάτω εις μίαν κεφαλήν εις τον Χριστόν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Εφεσ. ά́ 10.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης