Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 10 εγγραφές  [0-10]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Μαργουν., Βίοι

  • περισσεύω,
    Σπαν. B 36, Διγ. Z 4068, Σπανός (Eideneier) A 503, 176, D 963, Φλώρ. 925, Σαχλ., Αφήγ. 120, Ιμπ. (Legr.) 94, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 584, Χρον. σουλτ. 8234, 12832, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Β́ 5412, Μαργουν., Βίοι2 273, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 410, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16377, 166204, Αγαπ., Εκλόγ. 336, Εγκ. αγ. Δημ. 106 31, 52, 62, 108111, 111237, Αγαπ., Βίος Ιωάσ. = Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 22836, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιγ́ 12, Παυλ. Φιλ. δ́ 12, 17, Ιστ. Βλαχ. 1460, 2010, 2621, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 722, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1330 οά 2, Λίμπον. 154, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ., 214, 327, 358, 430, Ροδινός (Βαλ.) 93, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 638, 10112, 10213, κ.α.· περισσεύγω, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 151, Πεντ. Γέν. XLIX 4, Πεντ. Λευϊτ. II 3, III 3, Πεντ. Δευτ. XXVIII 55, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 2035, Γ́ 374, Ροδολ. (Αποσκ.) Πρόλ. 37, Β́ 44, 139, 141, 509, Γ́ 41, 426, 559, Έ 104, Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 27, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 32915, 4423· περιττεύω, Rechenb. (Vog.) 204· περσεύγω, Πεντ. Έξ. XII 10, XVI 18, 19, 20, XXII 30, XXVI 12, XXIX 34, XXXVI 7, Λευϊτ. II 10, VI 9, X 12, XIX 6, XXII 30, Αρ. III 46, IX 12, XXXIII 55, Δευτ. XXVIII 54, XXX 9· περσεύω, Χρον. Μορ. H 411, 434, Χρον. Μορ. P 434.
    Το αρχ. περισσεύω. Ο τ. περισσεύγω στο Βλάχ. (περισεύγω) και σήμ. στο τσακων. ιδίωμα (Κωστ., Λεξ. τσακων.). Ο τ. περιττεύω ήδη αρχ. και σήμ. Ο τ. περσεύγω και σήμ. στην Άνδρο (Βογιατζ., Γλώσσα Άνδρ. Γ́ 11, λ. περίσσος). Ο τ. περσεύω σε ελληνοεβραϊκά άσμ. των Ιωαννίνων (Schwartz-Athanassakis, MGSY 3, 1972, 216, 202) και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ.). Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) Ξεπερνώ κάπ. /κ. (σε κ.), είμαι ανώτερος από κάπ. /κ. (σε κ.): Ω Αβραάμ, τη μάχαιρα γιάγειρε στο φηκάρι·| τσ’ αγγέλους επερίσσεψεν η εδική σου χάρη Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 942· ο μέγας Δημήτριος ... νεός εις την ηλικίαν, μα εις την φρόνησην και σοφίαν επερίσσευε τους γέροντας Εγκ. αγ. Δημ. 10772· να κοπιά, με τσ’ αρετής τσι στράτες, να γυρεύγει| πασακιανείς στό δύνεται τσ’ άλλους να περισσεύγει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 282· (προκ. για ύψος): μια πιθαμή επερίσσευγε (ενν. ο αφέντης της Σκλαβουνιάς) τον πλια μακρύ αντρειωμένο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β 268· (προκ. για ηλικία): Ευρίσκετον ο Μωυσής στους χρόνους ογδοντάρι| ο Ααρών επέρσευεν αυτόν ένα πεντάρι Χούμνου, Κοσμογ. 2254. 2) α) Παρέχω, χορηγώ σε κάπ. πλεόνασμα, αφθονία (αγαθών): και να σε περσέψει ο Κύριος εις καλό εις καρπό της κοιλιάς σου και εις καρπό του χτήνου σου και εις καρπό της ηγής σου Πεντ. Δευτ. XXVIII 11· β) διαθέτω κ. σε αφθονία, έχω πλεόνασμα από κ.: Πόσοι στιχητοί του πατρός μου περισσεύσουσι ψωμί και εγώ χάνομαι από την πείνα Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ιέ 17. 3) Αυξάνω, μεγαλώνω κ.: έδωσε (ενν. ο Μπαγιαζίτης) των γιανιτσάρων πολλά χαρίσματα και επερίσσεψε τον λοφά τους Χρον. σουλτ. 12514. 4) α) Αφήνω (σε κάπ.) υπόλειμμα/ υπόλοιπο (από κ.): να ανέβει (ενν. η ακρίδα) ιπί την ηγή την Αίγυφτο και να φάει όλο το χορτάρι της ηγής, το όλο ος επέρσεψε το χαλάζι Πεντ. Έξ. X 12· να φάει (ενν. έθνο αδιάντροπο) τον καρπό του χτήνου σου και τον καρπό της ηγής σου ως να ’ξαλειφτείς· ος να μη περσέψει εσέν σιτάρι, μούστο και λάδι Πεντ. Δευτ. XXVIII 51· β) (μεταφ., με είδος σύστ. αντικ.): αφανιάσαμε το παν κάστρο αθρώπων και τις γεναίκες και το νήπιο, δεν επερσέψαμε απομονάδι Πεντ. Δευτ. II 34. B́́ Αμτβ. 1) Πλεονάζω, είμαι περισσότερος απ’ ό,τι χρειάζεται: Αρσ., Κόπ. διατρ. [695], Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) 5413. 2) Αυξάνομαι, μεγαλώνω, γίνομαι περισσότερος, εντείνομαι: έβλεπεν και τον αμιράν η κόρη πως επερίσσευεν η λύπη του και εκινδύνευε να τρελαθεί από τα πολλά δάκρυα, διότι η πολλή η θλίψις εβγάνει πολλάκις τον άνθρωπον απ’ τον νουν του Διγ. Άνδρ. 3321011· Και έπαιρνεν (ενν. η Μαξιμώ) τα χέρια μου και εγλυκοφίλει τα. Αμή εμένα ολοένα ο θυμός επερίσσευέ με και η φλόγα της καρδιάς μου περισσότερον εξήπτεν και πάντοτε εσπούδαζα να αποφύγω την αμαρτίαν Διγ. Άνδρ. 3969. 3) α) Απομένω (ως υπόλειμμα/ υπόλοιπο): και τό περισσεύγει εις το κρέας και εις το ψωμί εις την ιστιά να κάψετε Πεντ. Λευϊτ. VIII 32· Από τες τέχνες τες πολλές που ξεύρει το κορμί μου| ποτέ δεν περισσεύγουσιν δυο άσπρα στο πουγγί μου Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. 1470· (μαθημ.): Κράτει αριθμόν οίον βούλει και ύφελε εξ αυτού το γ́ και δ́ του τοιούτου αριθμού και ας περιττεύσει γ́ και δ́ ακεραίου ενός Rechenb. (Vog.) 332· β) (προκ. για πρόσωπο) (απο)μένω (ζωντανός), επιζώ: ότι είπεν ο Κύριος αυτωνών· απεθαμό να απεθάνουν εις την έρημο, και δεν επέρσεψεν από εκείνους ανήρ, ότι μόνο ο Καλεβ υιός του Ιεφουννε και ο Ιοσουα υιός του Νουν Πεντ. Αρ. XXVI 65. 4) Υπερέχω, υπερτερώ, υπερισχύω: Τούτος (ενν. ο Αμύντας) μιαν κόρ’ ηγάπησε ...| π’ απ’ όλες επερίσσευγε κι έλαμπε η ομορφιά της Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [472]. Φρ. αρκώ/ κάνω/ σώνω (και) περισσεύω = φτάνω και περισσεύω, είμαι υπεραρκετός: Αρκούν σε νυν τά έπαθες και περισσεύσουσίν σε,| πως πάσχεις ως παντόρφανος κι αποξενιτεμένος Σπαν. A 34· δι’ εκείνην ζω και πορπατώ, άλλην χαράν ου θέλω,| κανεί με, περισσεύει με ο πόθος της ωραίας,| ο πόθος της ερωτικής κόρης της Πλάτζια-Φλώρας Φλώρ. 786· ήσωσε κι επερίσσεψε το πράμαν οπού εγίνη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1200. II. Μέσ. Ά (Μτβ.) διαθέτω κ. σε αφθονία, έχω πλεόνασμα από κ.· (εδώ προκ. για βάσανα, ταλαιπωρίες): εκράτουν τούτην την ζωήν πολλούς καιρούς και χρόνους,| και περισσεύθηκα πολλούς παραδραμούς και πόνους Σαχλ., Αφήγ. 160. Β́ (Αμτβ.) διαθέτω περίσσευμα: Διατί κάθε ένας οπού έχει θέλει του δοθεί και θέλει περισσευθεί· αμή απ’ εκείνον οπού δεν έχει, και εκείνο οπού έχει θέλει παρθεί απ’ αυτόν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κέ 29. Η μτχ. παρκ. περισσευγάμενος ως επίθ. = α) υπερβολικός, υπέρμετρος: ως γιον το κρασίν μεθυά τα κορμιά, ίτσου πολομά το περισσευγάμενον θέλημα της συντυχιάς Ξόμπλιν 130r· ένι (ενν. η νυκτιρίδα) … το περίτου λουξουριούζικον κτηνόν ... και για το περισσευγάμενον θέλημαν τό έχει ... δεν κρατεί κανέναν όρδινον φυσικόν εις το μείσμαν, ... αμμέ το αρσενικόν με το αρσενικόν και το θηλυκόν με το θηλυκόν ίτσου ως γιον να βρεθούσιν σμίγουνται αντάμα Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 148· β) περιττός: Αθ θέλεις να αγαπήσεις την τεμπεράντσαν, έβγαλε ούλα τα πράματα τα περισσευγάμενα απού πάνου σου Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 135. Το ουδ. της μτχ. παρκ. (περισσευγάμενον) ως ουσ.= 1) Το περίσσευμα: Τά απού κανισκεύγει απού τα περισσευγάμενά του, απρόσδεκτον και ατζέτιαστον είναι το κανίσκιν του Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 583. 2) Η υπερβολή· (εδώ. προκ. για τη φλυαρία): το περισσευγάμενον της γλώσσας Ξόμπλιν 131v.
       
  • προσμένω,
    Διγ. (Trapp) Gr. 755, Βίος Αλ. 4203, Gesprächb. 6510, Ιστ. Ηπείρ. XXXVI11, Σφρ., Χρον. (Maisano) 9822, 1665, Δωρ. Μον. XXVII, Ψευδο-Σφρ. 37427· β́ πρόσ. προστ. προσέμενε, Καλλίμ. 2183.
    Το αρχ. προσμένω. Η λ. και σήμ.
    Ά Μτβ. 1) Περιμένω κ.: Σφρ., Χρον. (Maisano) 522, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 71192. 2) (Με δοτ.) μένω σταθερός, μένω πιστός σε κ.: Εμού δ’ επιστρέψαντος εις την Πόλιν και προσμένοντος ορισμῴ του βασιλέως προς το επιστρέψαι εις τον αυθέντην μου ... Σφρ., Χρον. (Maisano) 9014. 3) Περισσεύω, απομένω σε κάπ.: τους μεν δούλους όλους επώλησέν τους (ενν. ο πραγματευτής) με κέρδος, επρόσμεινάν τον δε και τρεις, γραμματικός, ψάλτης και ο Αίσωπος Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 731. Β́ Αμτβ. 1) Περιμένω: Λίβ. Va 1928, Σφρ., Χρον. (Maisano) 12626. 2) α) Βρίσκομαι σε έναν τόπο για κάποιο χρονικό διάστημα, παραμένω κάπ.: ήλθον διά της ευθείας οδού εις τον Αγκώνα. Και μικρόν τι προσμείνας διά θαλάσσης εις την Βενετίαν απήλθον Σφρ., Χρον. (Maisano) 17621· κινούμενος (ενν. ο άγιος Ελευθέριος) από θεϊκήν αγάπην των αιωνίων και αφθάρτων πραγμάτων ..., εδιάλεξε πλέα ογληγορύτερα να παραρίπτεται εις τες αυλές του Κυρίου, παρά να προσμένει εις τα σκηνώματα των αμαρτωλών Μαργουν., Βίοι2 273· β) (προκ. για στρατό) στρατοπεδεύω: μεγάλας έσχε τας τιμάς (ενν. ο Αλέξανδρος) παρά του στρατοπέδου,| και πάντες όρμησαν ευθύς εις ποταμόν συν τούτῳ·| όθεν σκηνάς ποιήσαντες προσέμενον εκείσε Βίος Αλ. 3118· γ) (προκ. για πλοίο) αγκυροβολώ: όσον δε ην ναυτικόν και πλέον εν τῃ θαλάσσῃ εν τῃ Θεσσαλονίκη προσέμενεν Παράφρ. Χων. (v. Dieten) II 42-3. 3) Απομένω, περισσεύω: ορίζει ο παρών βασιλικός νόμος, ... να δίδεται η πρώτη προίκα και μετά ταύτα, η δευτέρα, εάν προσμείνουν πράγματα Μαλαξός, Νομοκ. 361.
       
  • σιχαίνομαι,
    Διήγ. σεβαστ. Θωμά 405, 408, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 230, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4916, Ριμ. κόρ. A 88, Ριμ. κόρ. V 86, Σκλάβ. 151, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 354r, Δεφ., Λόγ. 594, Πεντ. Γέν. XXVII 46, Έξ. Ι 12, Λευιτ. XX 23, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 6712, Μορεζ., Κλίνη φ. 86r δις, 161v, 165r, 262r, Ιστ. Βλαχ. 856, Σουμμ., Ρεμπελ. 186, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 12232, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 504, É 238, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 17917, 1499 νά 1, νβ́ 1, 1519 ζ́ 3, 1520 ζ́ 9, κ.α., Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [28], Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 44117, Τζάνε, Κατάν. 30, Βίος Αισώπ. (Eideneier) I 25121, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Επιστ. Γαλ. δ́ 14, Τιμ. Ά ς́ 20, Αποκάλ. Ιω. κά 8· σιγχαίνομαι, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 AZ 19, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 100, 824, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 348v, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 260, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 76, Μαργουν., Βίοι2 273, Κανον. διατ. Β 980, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 13927, Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 21315, 21831, 2209, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 176107, 108, 110, 112, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 3192, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Επιστ. Ρωμ. ιβ́ 9· σικχαίνομαι, Ορνεοσ. αγρ. 55927· σχαίνομαι, Στάθ. (Martini) B́ 254· ενεργ. σιχαίνω, Πεντ. Λευιτ. XI 11, 13· μτχ. σιχαϊμένος, Άνθ. χαρ. 29921.
    Από το μτγν. σικχαίνω. Ο τ. σιγχαίνομαι ήδη μτγν. (TLG, γρ. συγχαίνομαι)· για την τροπή του κ σε γ βλ. Jannaris, Hist. Gramm. 59b, αλλά και Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 434. Διάφ. τ. και σήμ. ιδιωμ. (Δουγά-Παπαδ.-Τζιτζιλής, Γλωσσ. ιδίωμ. ορ. Πιερίας, λ. ασκαίνουμι, Τσιτσέλη, Γλωσσάρ. Κεφαλλ., σκαίνομαι, λ. σκασιά, Δημητρίου, Λεξ. Σάμ., λ. σ’χαίνουμι κλπ.). Η λ. το 12. αι. (LBG), στο Βλάχ. (γρ. και συχ-) και σήμ.
    1) Απεχθάνομαι, αποστρέφομαι: Ούτως ποιεί και η χάρις της αγάπης· ουδέν εβλέπει κανένα ελάττωμα, αμή πάντοτε σιχαίνεται πάσα πράγμα άτυχον και απομένει με την χάριν και με το καλόν Άνθ. χαρ. 29115· Να κάμεις άνθρωπον να σιχαθεί ένα φαγί Ιατροσ. κώδ. 163 χκβ́· (με σύστ. αντικ.): τα πελεκητά των ειδώλων τους να κάψετε εις την ιστιά, μη πεθυμήσεις ασήμι και μάλαμα απάνου τους και να πάρεις εσέν ...· σιχαμό να το σιχάνεις και εβδελιασμό να το εβδελιάσεις, ότι αφόρεσμα αυτό Πεντ. Δευτ. VII 26. 2) (Αμτβ.) νιώθω αίσθημα αποστροφής (για κάποια δραστηριότητα), χάνω το ενδιαφέρον μου για κ.: Εάν ο ιέραξ σικχανθῄ και το κυνήγιον αποστρέφηται … Καύξον μετά υδρομέλιτος συντετριμμένον εις ποτόν τῳ ιέρακι δος, και την σικχασίαν επαίρει Ορνεοσ. αγρ. 56314. 3) Αισθάνομαι έντονη δυσαρέσκεια ή απογοήτευση: Διατούτο εσιχάθηκα την γενεάν εκείνην και είπα: Αυτοί πάντα πλανώνται εις την καρδίαν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Εβρ. γ́ 10 (πβ. ΚΔ, Παύλ. Εβρ. 3, 14: δυσηρεστήθην εις την γενεάν εκείνηνΧαρτί σε πέμπω, μάτια μου· ψυχή μου, ανάγνωσέ το,| μη σιχαθείς τα γράμματα, μη ψέξεις το μελάνι Ερωτοπ. 332. 4) Καθιστώ κ. σιχαμερό, βρομερό· (εδώ μεταφ.): μη σιχάνετε τις ψυχές σας εις το χτήνο και εις το πουλί και εις όλο ος να σερπετεύγει ηγής ος εχώρισα εσάς να μαγαρίσετε Πεντ. Λευιτ. XX 25. 5) (Εδώ) φοβάμαι κάπ.: όταν είδαν (ενν. τα παιδία) τον Αίσωπον εσιγχάθησάν τον και έβαλαν φωνήν και έκλαυσαν Βίος Αισώπ. (Eideneier) I 25114. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) (Εδώ προκ. για ζώο) βρόμικος, σιχαμερός: βλέπει τον ουρανόν ανοικτόν, και ένα αγγείον οπού εκατέβαινεν εις αυτόν ωσάν σεντόνι μεγάλον, … εις το οποίον σεντόνι ήταν όλα τα τετράποδα της γης … Και φωνή ήλθε προς αυτόν και έλεγεν: «Ω Πέτρε, σήκω και σφάξε και φάγε». Και ο Πέτρος είπεν: «Όχι, Αυθέντη, διατί ποτέ δεν έφαγα τίποτες σιχαμένον και ακάθαρτον» Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ί 14. 2) Αηδιαστικός, αποκρουστικός: ο σαπρός ετούτος και σιγχαμένος (ενν. ο Αίσωπος) έκαμε πλέον φρονιμότερα από όλους Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 21332. 3) Που προκαλεί ηθική αποστροφή, αισχρός: τους φοβιτσάρηδες και απίστους και σιχαμένους και φονείς και πόρνους και μάγους ... το μέρος τους είναι εις την λίμνην οπού καίεται με φωτίαν Χριστ. διδασκ. 112.
       
  • σκήνωμα
    το, Rebâb-nâmè 8, 11, Hagia Sophia α 46016, Hagia Sophia φ1 5033, Μαργουν., Βίοι2 273, Παϊσ., Ιστ. Σινά 2104, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 2098, 2170, Χρησμ. (Brokkaar) 81, 91.
    Το αρχ. ουσ. σκήνωμα. Η λ. και σήμ.
    1) (Σε εν. και πληθ.) κατοικία, σπίτι: Ω Γενουβήσοι φρόνιμοι ... (παραλ. 2 στ.), πού ’ναι τ’ ασημοχρύσαφον και το πολύν λογάριν,| οπού ’χετε στον Γαλατάν εις τα σκηνώματά σας; Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 315· μοναζουσών δε σκήνωμα υπάρχει των απόρων,| εκείσε γαρ μονάστριαι είκοσι κατοικούσι| καθ’ εβδομάδα δ’ ιερείς ψάλλουν και λειτουργούσι Παϊσ., Ιστ. Σινά 2176· (εδώ μεταφ.): Έδε Χαρίτων σκήνωμαν, έδε κατούνα Ερώτων,| και της αγάπης οίκημαν και ανάπαυσις του πόθου,| χρυσότοπον, χρυσόκηπον και χρυσοπεριβόλιν Αχιλλ. (Smith) N 818. 2) Το ανθρώπινο σώμα (πβ. και ά. σκήνος σημασ. 1α): Εις τη γη το σκήνωμα κάτω πατεί,| η ψυχή απάνω μεριά πορπατεί Rebâb-nâmè 10.
       
  • σκληραγωγία
    η, Μαργουν., Βίοι2 274, Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 14229, 15823, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 62, 207.
    Το μτγν. ουσ. σκληραγωγία. Η λ. και σήμ.
    Σωματική καταπόνηση, ταλαιπωρία, ως άσκηση και τρόπος ζωής: διά την πολλήν σκληραγωγίαν του εχώρησα από ταύτον μη δυνάμενος ο αμελής εγώ και ράθυμος να υποφέρω τους πολλούς κόπους της ασκήσεώς του και την υπομονήν και κακουχίαν του σώματος οπού έκανε Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 84· Ημείς, αδελφέ, διάγομεν στενοχωρημένην ζωήν, νηστεύομεν και κοπιάζομεν άμετρα, υπομένοντες πολλήν σκληραγωγίαν και κάκωσην. Και εσύ είσαι συνηθισμένος εις άνεσην σώματος και δεν δύνεσαι να υπομένεις την ακρίβειαν της ασκήσεως Αγαπ., Εκλόγ. 336.
       
  • στεγοστία·
    Μαργουν., Βίοι2 275, πιθ. εσφαλμ. γρ. αντί στεγωσία· διορθώσ.
    την κάμαραν της στεγοστίας — Βλ. ά. στεγωσία.
       
  • στεγωσία
    η.
    Από το ουσ. στέγωσις με μεταπλ. Τ. στεγωσιά στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Δημητράκ., Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ.).
    Στέγη, οροφή οικοδομής: εβιάζετον (ενν. ο Αθανάσιος ο εν Άθῳ) να μετασκευάσει εις το καλλιότερον την κάμαραν της στεγωσίας (έκδ. στεγοστία· διορθώσ.) οπού ήτον εις τα ενδότερα μέρη· ούτος μεν ανέβαινεν, διά να σφαλίσει το έργον, εκείνο δε, κατασπασθέν, καταχωννύει τον αοίδιμον με και άλλους έξι Μαργουν., Βίοι2 275.
       
  • συγκατατάσσω.
    Το αρχ. συγκατατάσσω. Η λ. και σήμ. λόγ. (Κριαρ., Λεξ., Μπαμπιν., Λεξ.).
    Συγκαταλέγω, συμπεριλαμβάνω: ήτον ένα μοναστήριον έχον ηγούμενον τον καλούμενον Μαλεΐνον, άνδρα ιερόν ... κυβερνώντα και φέροντα εκείνους οπού ήσαν υποτακτικοί του εις ουράνιον πολιτείαν. Με τους οποίους έστοντας και να συγκαταταχθεί ο μακάριος και να ονομασθεί Αθανάσιος Μαργουν., Βίοι2 274. — Βλ. και συγκαταριθμώ.
       
  • συναγωνιστής
    ο.
    Το αρχ. ουσ. συναγωνιστής. Η λ. και σήμ.
    Αυτός που αγωνίζεται μαζί με κάπ.· (εδώ προκ. για μοναχό που αγωνίζεται για τη σωτηρία της ψυχής του): εις ολίγον καιρόν επέρασεν (ενν. ο Αθανάσιος) όλους του τους συναγωνιστάς εις τους κόπους, δουλαγωγώντας την σάρκα και ταλαιπωρώντας την και αποβλέποντας εις μόνην την απόλαυσην της εν ουρανίοις πολιτείας Μαργουν., Βίοι2 274.
       
  • σύρω,
    Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 242 χφ K κριτ. υπ., Δ́ 509, Διγ. Α 2648, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 86, Βίος Αλ. (Aerts) 4376, 5274, Άλ. Κων/π. (Matzukis) 123, Έκθ. χρον. 135, 146, 5116, Επιστ. ιατρ. ποδ. 27, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 101294· σέρνω, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1227, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 435, 1103, Κορων., Μπούας 38, Πανώρ.2 Γ́ 321, Δ́ 21, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 132, Πιστ. βοσκ. V 2, 136, Σταυριν. 1085, Ιστ. Βλαχ. 565, 2091, 2842, Σουμμ., Ρεμπελ. 160, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 1189, Ροδολ. (Αποσκ.) Αφ. 16, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Δ́ 1451, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 274, Διγ. O 2605, Διακρούσ. (Κακλ.) 956, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1683, 18321, 38713, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 129, κ.α.· σέρνω ή σύρνω ή σύρω, Σπαν. (Ζώρ.) V 324, Σπανός (Eideneier) A 12, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 913, Πανάρ. 6526, Ερωτοπ. 419, Αχιλλ. (Smith) Ν 264, 596, 1103, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 307, Βουστρ. (Κεχ.) 26219, Διήγ. Αλ. V 22, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3271, Ιμπ. (Yiavis) 924, Βεντράμ., Φιλ. 207, Διήγ. Αλ. G 27112, Δεφ., Λόγ. 645, Ιντ. κρ. θεάτρ. δ́ 72, Βίος Δημ. Μοσχ. 593, Διγ. Άνδρ. 34014, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 896, Εγκ. αγ. Δημ. 111218, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 26v, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Δ́ 3, Χριστ. διδασκ. 29, Διακρούσ. (Κακλ.) 87, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 19327, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 9721, Μπερτολδίνος 168, κ.α.· σύρνω, Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 383 χφφ PK κριτ. υπ., Ασσίζ. 7517, 10331, 3513, Διγ. Z 231, Βέλθ. 341, Ερμον. Υ 270, Χρον. Μορ. Η 1481, Χρον. Μορ. Ρ 4036, Φλώρ. 1617, Σαχλ., Αφήγ. 132, Λίβ. διασκευή α 222, 354, Λίβ. Va 356, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1482, Χρησμ. I 81, Θρ. Κων/π. B 82, 108, Θησ. Β́ [262], Γ́ [287], Γεωργηλ., Θαν. 51, Αλεξ.2 2335, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1140, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 87, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) E 25, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 13116, Πεντ. Λευιτ. XI 44, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 589, Αχέλ. 1784, Ιστ. πατρ. 11422, Zygomalas, Synopsis 125 Α 23, Μορεζ., Κλίνη φ. 221v, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1368, Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 1634, Κυπρ. ερωτ. 10044, 1456, Πανώρ.2 Β́ μετά στ. 428, Παλαμήδ., Βοηβ. 379, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1977, Στάθ. (Martini) Ά́ 259, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 12 δις, 24, Διγ. O 1305, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 24327, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιγ́ 48, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 166, Βουστρ. Μεταφρ. 256, κ.π.α.· γ’ εν. παρατ. εσύρνε, Μαργουν., Βίοι2 274· παθητ. αόρ. εσύρτηκα, Διγ. Άνδρ. 38125· εσύρτην, Ασσίζ. 1367, 3879, 4192, 4261, 4613, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 802, Μαχ. 9021, 31436‑37, 5006, 61626· υποτ. παθητ. αορ. σερθώ, Πιστ. βοσκ. III 6, 393· μτχ. ενεργ. ενεστ. συρνόντας, Θησ. Πρόλ. [49]· μτχ. μέσ. ενεστ. σερνούμενος, Πανώρ.2 Δ́ 288· συρνάμενος, Χούμνου, Κοσμογ. 22, 60, 241, 447, 794, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1028, 1508, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 101, Ζήνου, Βατραχ. 98· ?συρναμένος, Πεντ. Δευτ. XXXII 24· συρνούμενος, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 64r, v, 66v, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 5896· μτχ. παθητ. αορ. συρείς, Hagia Sophia k 48912· μτχ. παθητ. παρκ. σερμένος, Πιστ. βοσκ. IV 3, 47, 107, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 344, Δ́ 598.
    Το αρχ. σύρω. Ο τ. σέρνω (<σύρνω με τροπή του ‑υρ‑ σε ‑ερ‑· βλ. και CGMG 1284, 1351) στο Du Cange (λ. σέρνειν) και σήμ. Ο τ. σύρνω (<σύρω με μεταπλ. κατά το σχ. σπείρω-σπέρνω, φέρω-φέρνω, κλπ.· βλ. και CGMG, ό.π.) στο Meursius (λ. σύρνειν) και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ́ 303, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Σακ., Κυπρ. Β́ 811, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου)· βλ. και LBG. Η μτχ. συρνάμενος και σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., ό.π., Παγκ., ό.π., λ. συρνάμενη, Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ., λ. συρνάμενον). Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Τραβώ κάπ. ή κ. προς το μέρος μου, έλκω: νεύω τον συψωμίτην μου, σύρω τον εκ το ιμάτιν,| λέγω τον «τι ένι τό τρώγομεν;» και λέγει με «αγιοζούμιν» Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 383· εμπορεί να μοιάσει η ζωή τούτου του κόσμου εις ένα μέγαν δίσκον με έναν κοντόν και μικρόν μαντήλιν, το ποιον πάσα άνθρωπος σύρνει το εις την μεριάν του και πάντα αποσκεπάζει εκείνην του συντρόφου του Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 77· ως μαγνήτης ήκουσες εκείνο το λιθάρι| το σίδηρον πώς βιάζεται να σύρει και να πάρει Δευτ. Παρουσ. 188· (σε μεταφ.): Ήτον μεγάλη συμφορά, πρέπει να σιωπήσω,| και λύοντας την γλώσσαν μου πάλι την σύρνω οπίσω,| αποκοτώ να διηγηθώ, και πάλι μετανιώνω,| γροικώντας μέσα στην ψυχήν αμέτρητον τον πόνο Λίμπον. Αφ. 6· β) μετακινώ κ. τραβώντας το στο έδαφος, χωρίς να το σηκώσω: αιφνιδίως έσυραν σκευήν μίαν και ευθέως ευρέθησαν εν τοις ίπποις και όρμησαν κατά των Τουρκών Έκθ. χρον. 7328· γ) τραβώ κάπ. ή κ. πίσω μου (καθώς κινούμαι): Επεριπάτει δε το παιδίον και έσερνεν τα θηρία οπού εσκότωσεν. Και εις μεν την δεξιάν του χείραν είχεν τες δύο αρκούδες και εις την αριστεράν την έλαφον Διγ. Άνδρ. 34527· ητοιμάστη ο βασιλεύς ... και εκαβαλίκευσεν απάνω εις ένα αμάξι χρυσόν και το έσερναν τέσσερα άλογα άσπρα Hagia Sophia ω 5345· (με σύστ. αντικ.): είδεν παλληκάριον ξανθόν, νέον ... και ήτον καβαλάρης εις άλογον και έσυρνε και άλλο συρτόν Διγ. Άνδρ. 37035· (σε παροιμ. φρ.): Σαν πεισματώσει η αγελιά δε σέρνει πλιο τ’ αλέτρι Πανώρ.2 Γ́ 373· (προκ. για πλοίο): Ένα καράβι των Τουρκών είχασι τότες πιάσει| τα κάτεργα τ’ Αγιού Γιαννιού και σύρνου το και πάσι| στη Μάλτα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 18124. 2) α) Τραβώ κάπ. ή κ. προς τα πάνω· ανασύρω, ανεβάζω, σηκώνω: Αν εύρεις (ενν. ποντικέ) δε ασκέπαστον ρογίν με το ελάδιν,| χαλάς κάτου την ούρην σου και σύρνεις το ελάδιν| και λείχοντα την ούρην σου κοιλίαν να χορταίνεις Διήγ. παιδ. (Eideneier) 139· ο Φλώριος εκάθετον απέσω εις το κοφίνιν| και εσύρναν τον οι βάγιες της απέ το παραθύριν Φλώρ. 1622· Σύρνου την κόρην ’πό την γην, πιάνει καταφιλεί την Απολλών. (Κεχ.) 341· β) τραβώ έξω, βγάζω (από το νερό): έκραξεν το όνομά του (ενν. του παιδιού) Μωσε, και είπεν ότι από το νερό τον έσυρα Πεντ. Έξ. II 10· Ψαράδες εις τον αιγιαλόν εβάλασι πλεμάτι| και με χαράν το σύρνασι, θαρρούσαν κι είχε κάτι·| ότι εβάριε περισσά, θαρρούσαν κι είχε ψάρια Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 132· (προκ. για πλοίο): εκάψαν την Λεμεσόν και έναν καράβιν κρητικόν και έναν κάτεργον κουρσάρικον, τα ποία ήσαν συρμένα εις την γην Μαχ. 6325· τα πλοία εις την ξηράν γην σύραντες διά το ίνα ταύτα μετά της ασφάλτου πλέον εξασφαλίσωσι Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 62· φρ. σύρ(ν)ω τα σίδερα = (ναυτ.) σηκώνω τις άγκυρες (βλ. και ά. σίδερο(ν) σημασ. 3β): εκίνησεν το φουσσάτο,| ολόρθα εκεί απήλθασιν όπου ήτον ο λιμνιώνας,| όπου έστεκαν τα κάτεργα, εκείνα των Γενουβήσων (παραλ. 1 στ.)· ιδών τούτο τα κάτεργα εσέβησαν παρέσω| κι εσύρασιν τα σίδερα κι εστήκαν εις το βάθος Χρον. Μορ. H 9207· γ) (προκ. για νερό) αντλώ: Ιδού εγώ στέκω ιπί βρύση του νερού και θεγατέρες αθρώπων του κάστρου εβγαίνουν να σύρουν νερό Πεντ. Γέν. XXIV 13· παξιμάδι πιάσασι λίγο κι εφάγασί το| και το νερό του πηγαδιού όλον εσέρνασί το Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2198· (με σύστ. αντικ.): ανήρ Αίγυφτος εγλύτωσέ μας από χέρι των βοσκών και απατά συρμό έσυρεν εμάς και επότισεν το ποίμινιο Πεντ. Έξ. II 19· (με παράλ. του αντικ.): του άρχου της Μιδιαν εφτά θυγατέρες, και ήρταν και έσυραν και εγέμωσαν τις γούρνες να ποτίσουν το ποίμινιο του πατρός τους Πεντ. Έξ. II 16· φρ. σύρνω νερά = (προκ. για τόπο) είμαι βαλτώδης: ο τόπος έσυρνε νερά, είχεν δε και καλάμιν Αχιλλ. L 1194· δ) (προκ. για κτίσμα) υψώνω: Έχει δε το καθολικόν ... όχι εις το μέσον του μοναστηρίου, αλλά πλαγιότερον ...· διότι ο τόπος δεν έδιδε χέρι να σύρουσι τα τειχία παρέξω, να μείνει εις το μέσον η εκκλησία Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 154· (σε μεταφ.): Όντασ σε ’δα να στεγνώννεις| τα μαλλιά τα χρουσαφένα| που μ’ έδησες, αγιμένα (παραλ. 1 στ.), είπουν και καλά ’ποσώννεις| μόνον να με λευτερώσεις,| νοιάζοντα να τα σηκώσεις| να δω κείνον που μου χώννεις.| Αμμέ σ’ όσον κι ένωσές με| κι έμελλεν να δω το φως μου,| έσυρες τειχιόν ομπρός μου| με τακιάν κι εμπόδισές με Κυπρ. ερωτ. 12719. 3) α) Τραβώ κάπ. ή κ. μακριά· απομακρύνω: Εγώ δε ... απέκοπτά την από τον δαρμόν και τα κλάηματα και έσυρνα τα χέρια της και έβγανά τα από τα μαλλία της και επαρηγόρου την Διγ. Άνδρ. 37026· (μεταφ.): αυτή (ενν. η Παρθένος Μαρία) με φώτισεν και απ’ την πλάνη με σέρνει,| και μέσα στον παράδεισον η χάρη της με παίρνει Μαρκάδ. 169· ήσανε τόσοι αιρετικοί, οι οποίοι με τες πολλές ... ψευδολογίες επλανούσανε τους πολλούς και εσύρνασίν τους από την αληθινήν διδασκαλίαν της ορθοδόξου πίστεως εις τα διεστραμμένα τως δόγματα Μορεζ., Κλίνη φ. 183r· β) (προκ. για δέρμα σκοτωμένου ζώου) βγάζω, αφαιρώ· γδέρνω: Λέγω ν’ αφήσω τα πολλά, να παραβλέψω πάντας,| να σύρω το δερμάτιν σου (ενν. της αλεπούς), να ’κδάρω την ουρήν σου| και να το δώσω τον γναφέαν, τον δερματογουνάρην Διήγ. παιδ. (Eideneier) 210· γ) (προκ. για φάρμακο) κάνω κ. να περάσει, γιατρεύω: ένα ζεστό γλυστήρι| τση βάνω κάτω να μπορεί τον πόνο να τση σύρει Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 168· αν έχει τραύμα η πληγή, βάλε αλοιφήν το καλούμενον βασιλικόν, διατί αυτό σέρνει και παστρεύει καλά την πληγήν Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 34. 4) α) Τραβώ κάπ. ή κ. απότομα ή βίαια: ως είσαι γέρων και κοντός και ωσάν αδυνατίζεις,| ίσως να απλώσει επάνω σου και να σε σύρει εμπρός της,| και αν τύχει και αποδείρει σε, να σε εξεσφονδυλίσει Προδρ. (Eideneier)2 Ά́ 162· μια σαγίτα κάθισε στο χέρι του Γιλδάση,| μα κείνος δεν τη λόγιασε, μα σέρνει να τη σπάσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 28424· (με αντικ. τις λ. γένια, μαλλιά για εκδήλωση μεγάλου πένθους, θλίψης ή απελπισίας): άρχοντες, πλούσιοι και πτωχοί, όλοι μαζί εκλαίγαν,| κι εσύρναν γένια και μαλλιά και «Οϊμέ» ελέγαν Σκλάβ. 36· ετρόμαξε ο Ρωτόκριτος μην πα και τηνε χάσει (ενν. την Αρετούσα).| Ήσυρνε γένια και μαλλιά, τά ’βαλε ο νους του ψέγει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ́ 1055· στενάζει (ενν. ο Βελισάριος), κλαίει οδυνηρώς, τίλλει τας τρίχας κλαίων| και ολολύζει, δέρνεται, βρυχάται ώσπερ λέων,| εξανασπά τα γένια του, σύρνει και τα μαλλιά του Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 613· Λέγουσα δε τους λόγους τούτους και κλαίουσα έσυρνεν και τα μαλλία της και εκτύπαν και το στήθος της Διγ. Άνδρ. 37024· β) τραβολογώ: στου Ιησού την κεφαλή ουδέν ελείπα κτύποι (παραλ. 2 στ.). Σύρε εδεπά, ξέσυρε εκεί, χάμαι τονε κυλιούσι| και πάλι ορθό τον στέσασι, το πρόσωπόν του φτυούσι Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3112· (μεταφ.): Οι χρεοφειλέται σύρνουν σε τα πέρπυρα να δώσεις,| και εσύ κομπώνεις, λέγεις τους ότι κρυμμένα τα ’χεις Πουλολ. (Eideneier) 294. 5) α) (Προκ. για όπλο) α1) τραβώ, βγάζω έξω: σύντομα ο Βέλθανδρος σύρει το απελατίκι| και εις το μέγα, το άπειρον εφόνευσε τους δέκα Βέλθ. 207· Ως είδαν ότι ενόησέν τους (ενν. η βίγλα), έσυραν τα σπαθία,| εφώναξαν, ευφήμισαν το όνομα του δούκα Χρον. Τόκκων 995· α2) πετώ, ρίχνω: ο νέος έχει χάρη,| είναι ανδρείος σαν εμάς να σύρνει το κοντάρι,| με μια ραβδιά να δύνεται να σκοτώνει λιοντάρι; Διγ. O 1505· Ελθόντος του κοντοστάβλη, εδιαλάλησεν εις την Αμόχουστον μηδέν είναι κανένας απότορμος να σύρει βερετούνιν απάνω τους Γενουβήσους Μαχ. 34236· οχ τη χρυσή φαρέτρα του μια πιάνει| σαΐτα, κι εις του δοξαριού την κόρδα τηνε βάνει (παραλ. 1 στ.) κι εις το θηριό τ’ αγριότατο και φοβερό τη σέρνει Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Δ́ 244· (με εμπρόθ. προσδ.): ορίζει τους να σύρνουσιν όλοι με τας σαγίτας| στο αλλάγι εκείνο που έσμιξε μετά τους Αλαμάννους Χρον. Μορ. H 4036· (εδώ προκ. για πέτρες):  ... και με τον άνθρωπον στέκεται (ενν. η άρκος), πολεμίζει,| όταν στέκει απομακρά και βλέπει προς τον άνδρα,| πατεί οπίσω στα πόδια της και ίσταται ολόρτη,| και σύρνει πέτρας δυνατά Φυσιολ. (Legr.) 353· β) (με αντικ. τις λ. αρκομπουζά, κονταρέα, σαϊτιά, σπαθέα, τουφεκιά, κ.τ.ό.) επιφέρω χτύπημα (με το αντίστοιχο όπλο): κύκλῳ περιεχύθησαν ως αετοί εις βρώμα,| στην μέσην τους με έβαλον και έπληττον πανταχόθεν,| οι μεν σπαθέας έσυρον, οι άλλοι κονταρέας Διγ. A 3595· τουφεκιά του σύρασι κι εις το κορμί του μπαίνει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 20526· με πολλή αποκοτιά μέσα στους λάκκους σώνου| κι εσμίξα με τους χριστιανούς και εδίδασι κι επαίρνα,| και σαϊτιές και αρκομπουζές κι οι δυο φυλές εσέρνα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 31418· γ) (με παράλ. του αντικ.) τραβώ όπλο εναντίον κάπ.· χτυπώ με όπλο: στο κάστρον επλησίασαν και τρέβαν εζητήσαν·| ελάλησαν από μακρέα μη σύρουσιν εις αύτους,| ο μπάιλος γαρ τους έστελνεν εκεί μαντατοφόρους Χρον. Μορ. H 8402· ως γιον έτρεχεν, επίασέν τον ο Διέγο τε Κατσόρλας απέ τα ρέτινα, και παραύτα ο Τζακός του μισέρ Μαρτή σύρνει να σκοτώσει τον Μοραπίτον Βουστρ. (Κεχ.) 1185. 6) (Γενικ.) πετώ, ρίχνω κ.: Έσυρα το πιττάκι μου πάλε με την σαγίτταν| και πάλε εις τον ηλιακόν το επέτασα της κόρης Λίβ. Esc. 1658· εβίγλισεν ψηλά και θωρεί έναν κεράτσιν εις το κλαδίν της κερατσίας ... και σηκώθην και σύρνει το ραβδίν του να ρίψει το κεράτσιν, και επεριπλέκτην εις τα κλαδία το ραβδίν· τότε επίασεν πέτραν και έσυρε να ρίψει το ραβδίν Μαχ. 644, 6. 7) α) Έχω μαζί μου κάπ. ως συνοδεία, φέρνω κάπ. μαζί μου: η κυρά Κολομπούδαινα με τ’ άσπρα τα μαλλιά της| σύρνει κοπέλες περισσές, οπού ’ναι τα πουλιά της Σαχλ., Αφήγ. 693· Ο κόντε Μάρκος έσερνε όλη τη συντροφιά του,| στρατιώτες αξιότατους απάνω στ’ άλογά τους Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1513· φτάνει (ενν. ένας Ρωμιογενίτης Τούρκος) ’ς τση Μονοβασάς τη χώρα ένα βράδι| το δουλευτή σου σύρνοντας και το παιδί σου ομάδι Στάθ. (Martini) Γ́ 324· (μεταφ.): είναι (ενν. ο πόθος) μι’ αγάπη οπού συχνά αστροπελέκια σέρνει| κι αγάπη με του λόγου της ουδέποτε δε φέρνει Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 1201· β) υποχρεώνω κάπ. να με συνοδεύσει χωρίς τη θέλησή του, με το ζόρι: οι Μακεδόνες όλοι τους τότε εμουρμουρίζαν.| «Και δεν τον σώνει», λέγασι, «Δάρειον οπ’ ορίζει (ενν. ο Αλέξανδρος),| μα σύρνει μας στην ερημιά, θε να μας τυραννίζει ...» Αλεξ.2 1740· ήρθανε (ενν. ο λαός) εις τα χοντρά με τους συνδίχους ... φοβερίζοντας και υβρίζοντας τους άρχοντες, λέγοντας εις το φανερό το πως ... δεν είναι ομπλιγάδοι, μήτε σολτάδοι πλερωμένοι να παίρνουν την ρεσίνια αφεντικήν ... και το πως οι άρχοντες δεν το έκαναν με άλλο τέλος, παρά ... διά να τους σέρνουν οπού και αν θέλουν εισέ πόλεμο και εις δούλεψη και εις πάσαν άλλην υπόθεση Σουμμ., Ρεμπελ. 165. 8) α) Παίρνω, λαμβάνω: Εγώ ταχέως έμπροσθεν, φίλοι μου, υπαγαίνω,| να σύρω χάρισμα καλόν από της ποθητής μου,| μη με προλάβει άλλος τις και λάβει το εκείνος Διγ. A 1204· β) παίρνω· επιλέγω: αν ηθέλασιν είσται τεφερέντοι, να μπορούν οι λεγόμενοι στιμαδόροι να σύρνου ένα τέρτσο, όποιο θέλουν οι δύο τωνε, να μην είναι αληθινά απ’ εκείνο ρεσπέτο απού τα άνωθεν μέρη Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 39. 9) α) Πηγαίνω, οδηγώ κάπ. κάπου: ο ευγενής εκείνος ο Ρουμπέρτος| του κιβιτάνου εζήτησεν άλογα να του δώσει,| όπως να απέλθει σύντομα εκείσε εις τον μπάιλον| και να του δώσει οδηγόν εκεί να τονε σύρει Χρον. Μορ. P 2277· μετ’ αυτήν, ώσπερ τυφλό σύρνοντα από τη χέρα,| επαίρνει με (ενν. η Μοίρα) και βγάνει με στο νυκτικόν αέρα Φαλιέρ., Ιστ.2 173· όσοι σέβονται αυτά (ενν. τα επτά μυστήρια), οι άγγελοι τους σύρνουν εις την βασιλείαν του Θεού· όσοι δε τα καταφρονούν, τους σπρώχνουν εις την αιώνιον κόλασιν Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 155· (προκ. για στρατό): να φορούμεν άρματα, να σύρνομεν φουσσάτον| όσον ειπείν προς πόλεμον, προς μάχην και προς έχθραν Καλλίμ. 971· Ο ... Μουσάς είχε εις τα φουσσάτα του πολλούς Βλάχους εις βοήθειαν και Βουλγάρους, και είχε τον Στέφανο, υιόν του δεσπότου Λαζάρου, οπού τις έσυρνε Χρον. σουλτ. 444· (σε παροιμ. φρ.): ανισώς και είς στραβός σύρνει τον άλλον, πέφτουν και οι δύο στον γούππον Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 115· (μεταφ.): Οι τρίχες μας ασπρίσασιν, το δέρμα μας ζαρώνει| και προς τον Άδην με σπουδήν μας σύρνουσιν οι χρόνοι Πένθ. θαν.2 12· β) φέρνω κάπ. κάπου· (μεταφ.): πότες ήρθες, κι αφορμή στην Κρήτη ποια σε σέρνει; Στάθ. (Martini) Γ́ 285· γ) περιφέρω: Ορίζει ο Βελισάριος ...| να φέρουσιν τους δύο αδελφούς, Αλέξιν, Πετραλίφην (παραλ. 2 στ.), εκείνοι οπού ετίμησαν και εδόξασαν τους πάντας·| ορίζει και εκαθίσαν τους εις δύο φαρία μεγάλα| με σέλας χρυσιοτσάπωτας, με αλλάγια εξῃρημένα.| Όλον το κάστρον σύρνουν τους και ευφημίζουσίν τους Διήγ. Βελ. χ 239. 10) (Νομ.) οδηγώ κάπ. σε δίκη, ενάγω: Έρισεν (ενν. ο ρε Τζάκες) είτις να ποίσει αγανάκτησιν κανενού πουρζέζη ού άλλου πτωχού να διαφεντέψει τον καβαλλάρην ού τον λίζιον απού την μεριάν του ρηγός, παρευτύς να συρτεί Μαχ. 889· Ο εναγόμενος εν ταις παραγραφαίς ενάγων γίνεται· εκείνος που εις κρίσιν σύρνεται εις τας αποδείξεις σύρνει τότε εκείνος την υπόθεσιν Zygomalas, Synopsis 177 Ε 22 δις· Εάν γυνή εγγυήτρια γένηται ανηλίκου τινός, ει μεν ο ανήλικος πλουτεί, δεν σύρνεται η γυνή· αμή αν είναι πτωχός, πιάνεται η γυνή και ενέχεται Zygomalas, Synopsis 190 Ε 85. 11) α) Σπρώχνω προς μια κατεύθυνση, παρασύρω: εφάνιστή τση κι ο γιαλός είς ποταμός εγίνη,| πέτρες, χαράκια και δεντρά σύρνει την ώρα κείνη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 58· Ιδές τα νέφη του ουρανού, τά σύρνουν οι ανέμοι,| τα μεν ελαύνει χαμηλά και τ’ άλλα παραπάνου Αλφ. ξεν. Αθ. (Μαυρομ.) 54· (μεταφ.): εκ τα γλυκά της μάτια| συρμένος ήρθα ’δώ Πιστ. βοσκ. II 1, 385· (σε παρομοίωση): ο πόλεμος, οποίος όλα τα σύρει μακρά και μεγάλα άνω και κάτω ωσάν ξεροπόταμον, μόνην την προκοπήν ουδέν δύναται να μετακινήσει Σοφιαν., Παιδαγ. 105· β) (μεταφ.) β1) επηρεάζω κάπ. (αρνητικά ή θετικά)· ωθώ κάπ. σε μια ενέργεια, παρακινώ: Τούτα τα ξόμπλια φέγγουσιν του καθενός να βλέπει,| να μην τον σύρνουν οι όρεξες σ’ εκείνα τά δεν πρέπει Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 136· καπουριόνοι ήτον, οπού εσέρναν τον λαόν εις το κακό, εναντίον των αρχόντων Σουμμ., Ρεμπελ. 170· Και με τα έργα του και με μύθους έσυρνε (ενν. ο Αίσωπος) τους πάντας εις ωφέλειαν Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 20911· Εγώ καλά κι εις κόμπωμα τόσα πολλά μεγάλο| εγνώρισα πως μ’ έσερνεν ο φίλος μου να σφάλω Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 200· β2) πείθω: μια και δυο και τρεις φορές με γνώση τηνε λέσι (ενν. την Αρετούσα),| πάσκου να τηνε σύρουσι να πει το πως τσ’ αρέσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ́ 336. 12) α) Κουβαλώ, μεταφέρω κ.: Λαγήνιν, τι λιμπίζομαι τα πάντερπνά σου κάλλη·| εσύ σταμνίν κι εγώ άνθρωπος, κάλλιαν μου τύχην έχεις,| εσύ να σύρνεις κρυόν νερόν στης λυγερής τα χείλη Ερωτοπ. 456· Οκτώβρη, μήνα δολερέ, μήνα κατακαημένε,| μήνα οπού είσαι κυνηγός, πλην εις μικρά πουλία (παραλ. 3 στ.), τα δίκτυα σου να σύρνουσιν αγκάθια και τριβόλια| και να θωρούν τα ομμάτια σου εύκαιρα τα κλουβιά σου Ντελλαπ., Ερωτήμ. 117· Χέοψ δε βασιλεύσας Αιγύπτου ... ετυράννησε τους Αιγυπτίους ... Είχε ... εκατόν χιλιάδας ανθρώπους τεταγμένους να σύρνουσι πέτρας από τα κατά την Ερυθράν Θάλασσαν βουνά ... να κτίζει τας λεγομένας πυραμίδας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 238· (σε παροιμ. φρ.): ο άγιος Σίστος λαλεί: Τα νερά τα τρεχάμενα δεν σύρνουν φαρμάκιν Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 111· από το πλούτος το πολύ, την αυθεντίαν τήν είχα,| ουδέν επήρα μετ’ εμέν όσον το σέρνει τρίχα,| ειμή έξι πήχεις σάβανον Νεκρ. βασιλ. 66· β) (μεταφ.) επιφέρω, προκαλώ: η καθημερινή συντροφία και συναναστροφή σύρνει μάλιστα την αγάπην Σοφιαν., Παιδαγ. 99· δεν είχες μάθει| πόσο βαρά είναι η ζήση μας και πόσα σέρνει πάθη Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 332· (σε παροιμ. φρ.): το γλυκύν κατηγόρημα εις το κρυφόν φέρνει αγάπην και το σκλερόν και φανερόν σύρνει μισιτιάν Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 107. 13) Έχω κ. πάνω μου, φέρω κ.: ο θαυμάσιος ο βασιλεύς Ιάγγος,| εκρέμετον οπίσω του πολύτιμον χρυσίον,| κόρνεον μεγαλόφωνον τό σύρνουν οι αφέντες| με αλυσίδαν πάγχρυσον, φούντες, μαργαριτάριν Παρασπ., Βάρν. C 433· (προκ. για έμβλημα): Εφόριεν (ενν. ο Ιμπέριος) στο κεφάλιν του κασσίδιν ωραιωμένον·| κόρακαν είχεν εγκοφτόν στου κασσιδίου την τρούλλαν| και εις του πουλίου την κεφαλήν, στην κορυφήν του απάνω| είχεν πτερόν του παγωνιού βαμμένον κιτρινόχροιον.| Τούτο ήτον το σημάδιν του τό σύρνει εις τα άρματά του Ιμπ. 394. 14) Υποβάλλω κάπ. σε βασανιστήρια, βασανίζω: έπιασέν τους ο καπετάνος, τον Δημήτρην τον Ψιχιστήν και τον υιόν του ..., και εσύραν τους, και δεν εμολογήσαν Βουστρ. (Κεχ.) 16613. 15) α) Υποφέρω, υπομένω: ο Ποτόσκης ήτονε πρότερον σκλαβωμένος (παραλ. 1 στ.)· εκεί μέσα στην φυλακήν εστάθη δύο χρόνους,| πολλές ανάγκες έσυρε και αμετρήτους πόνους Ιστ. Βλαχ. 724· να λέγουσιν τους πόνους τους, που ’σύραν σκλαβωμένοι Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 613· β) (με υποκ. τις. λ. αρρωστιά, πόνος) είμαι άρρωστος/πονώ, υποφέρω (για πολύ καιρό): η αρρωστιά μου αρχίνισε στα έβγα τ’ Απριλίου| και τυραγνώντας μ’ έσυρε στα έμπα Δεκεμβρίου Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 370· ολίγον με εκόμπωσεν (ενν. ο Αγκύλας) και μ’ έδωσε ραβδέαν (παραλ. 14 στ.), απήλθον εις την τένταν μου μετά μεγάλον πόνον (παραλ. 3 στ.). Χρόνον λοιπόν ετέλειωσα και έσυρνέ με πόνος| και μετά την συμπλήρωσιν του εναντίου χρόνου,| καθ’ εαυτόν ενόμισα να τον ανταποδώσω Διγ. A 3094. 16) (Χρον.) α) τραβώ κ. σε μάκρος, παρατείνω: Αυτήν την ιστορίαν την εσύνθεσεν (ενν. ο Σολομός Ροδινός) εις απλήν γλώσσαν ... Έσυρεν αυτόν τον κόπον έως δεκαπέντε χρόνους Ροδινός (Βαλ.) 204· φρ. σύρνω τον καιρό = χρονοτριβώ, καθυστερώ: Σαράντα μέρες έστεκαν τα κάτεργα τριγύρου| κι ελέγαν πως «πεινούσινε κι είντα καιρό να σύρου»,| κι απόκεις θα παραδοθού, να μπούσι να τους πιάσου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 36624· Μεγάλο πόνο έχει τινάς στο θάνατο όντας τρέχει,| κι όσο οπού σύρνει τον καιρό, το γλυτωμό απαντέχει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 303· β) αναβάλλω: ΠΕΤΡΟΥ: Όριζε, αφέντη Θόδωρε. ΘΟΔΩΡΟΣ: Το γάμο αυτό να σύρεις| δυο μέρες πούρι γή και τρεις να τονε τρατινίρεις Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 107. 17) (Προκ. για διήγηση) ξεκινώ (την αφήγηση)· αφηγούμαι: Με δόξαν του Ιησού Χριστού ...,| για να μου δώσει δύναμην λόγον καλόν να πούμε,| διήγησιν ωραιότατην που βάλθηκα να σύρω| ογιά τον Απολλώνιον, αφέντη από την Τύρο Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 3. 18) α) Ονομάζω, αποκαλώ κάπ. με ορισμένο τρόπο (για τη σημασ. βλ. και Coureas, The Assizes 142 σημ. 313)· (εδώ με παράλ. του αντικ.): Περί εκείνου οπού ευλογάται γυναίκαν και συγγενιάζει του ..., και αν ουδέν θελήσουν ... να γίνουνται μοναχοί ή συναδελφοί, καθώς σύρνουν οι Λατίνοι ... Ασσίζ. 11521· β) θεωρώ: «Διχωστάς αντρός ευρέθης γαστρωμένη.| Λοιπό ειπέ μας την αιτιά ... (παραλ. 1 στ.)». Επιλογήθη η Κερά και ήμοσε στον Κύριο·| το να τ’ ακούσουν οι ιερείς εσύρα το μυστήριο.| «Πώς είναι ετούτο μπορετό ...;» Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1979. 19) (Με αντικ. τη λ. τιμή) ορίζω, καθορίζω την τιμή, την αξία ενός πράγματος: αν έχει να πει στες παρτίδες απού τως έχω στελμένες ... τόσους καιρούς τίποτις, να κοντραδίρει ή όχι και να σύρει και τις τιμές των πραμάτων Επιστ. Κρ. 1574 151. 20) Οργανώνω: μετά τον πατέραν της εις μηχανιάν εμπήκεν (ενν. η Μαργαρώνα),| να σύρει ρένταν θαυμαστήν τον έκαμεν κι εποίκεν Ιμπ. (Yiavis) 884. 21) Χαράζω· σχεδιάζω: Α δε διαβάζω στο χαρτί, γράμματα κάνω πάλι (παραλ. 1 στ.) ... Στον τοίχο μας με το μαχαίρι σέρνω| τό θέλω, και κρατώ τονε για σκέδα και καδέρνο Στάθ. (Martini) Ά́ 211. 22 (Προκ. για ποτό) ρουφώ· πίνω: Ήσυρα και δυο ποτηρές, μα απού την τόση σκάση| τήν είχα, εις τσι φτέρνες μου εγροίκησα να πάσι Φορτουν. (Vinc.) Έ́ 57. Β´ Αμτβ. 1) α) (Προκ. για εκηβόλο όπλο) βάλλω, εκτοξεύω: μέσα είχεν (ενν. ο πάφυλος) έναν μάγγανον ως γιον τραπουτσέττιν και έσυρνεν ίχια ως γιον τζάκρα, αμέ έσυρνεν κοντά Μαχ. 46218 δις· Τα τριπουτσέτα εσύρνασιν γύροθεν εις τους πύργους| κι οι τζάγρες ουκ αφήνασιν άνθρωπον να προσκύψει| έξω εκ τα δόντια του τειχίου να ιδούν το ποίος τοξεύει Χρον. Μορ. H 1481· β) (προκ. για άνθρωπο που χειρίζεται τέτοιο όπλο) σημαδεύω και χτυπώ: ήτον ένας παιδίος καλός τζακράτορος και κόρδαινεν όμορφα ... και έσυρνεν πολλά καλά και δεν έχαννεν βερετούνιν Μαχ. 45821. 2) α) (Σε προστ.) α1) πήγαινε· φύγε: εσύ ηξεύρεις ρωμάνικα σύρε εις την Ρώμην, εσύ πέρσικα σύρε εις την Περσίαν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 304r δις· σύρε εις τον τόπον σου το κάστρον να φυλάττεις Χρον. Μορ. P 3787· αν εύρεις παραπόνεσιν από τους εδικούς σου,| ξένε μου, πάλιν μίσεψε και σύρε εις τα ξένα Περί ξεν. (Μαυρομ.) 322· Φύγε απομπρός μου ογλήγορα. Μη θες τση κεφαλής σου| τον τσακισμό, βαριόμοιρε. Σύρε ποθές, γκρεμίσου Πανώρ.2 Β́ 250· α2) (ως προτροπή) εμπρός, έλα: λοιπόν απάρτι την οδόν σύρε ας περιπατούμεν Λίβ. διασκευή α 2864· ρίψε, ρίψε το λοιπόν τον φόβον, μη φοβάσαι.| Σύρε, ας καβαλικεύσομεν, θάρρεσε εις τά μας λέγει (ενν. η γραία) Λίβ. Va 2797· β) στη φρ. σύρε και έλα = (προκ. να δηλωθεί δισταγμός) πίσω μπρος (βλ. και Croce 41: volta e rivolta· πβ. ιδιωμ. συρεκέλια τα [Πανταζ., Κεφαλ.-θιακ.], συρεκιέλια τα [Τσιντίλη-Βλησμά, Λεξ. Ιθάκ.], συριgέλα το [Κοσμάς, Ιδίωμ. Ιωανν.], συρικέλα τα [Πασχαλούδης, Τερπν. Νιγριτ.]· πβ. επίσης τη νεοελλ. έκφρ. το σύρε και έλα [ΛΚΝ, λ. σέρνω σημασ. ΙΙ 1] και το νεοελλ. ουσ. πηγαινέλα το): σαν απελπισμένες δεν ήξευραν (ενν. οι γυναίκες) τι στράταν να πιάσουν, περί το να γυρίσουν έμπροσθεν του βασιλέως διά το σφάλμα οπού έκαμαν· και ομοίως απορούσαν αν κάνει χρεία να γυρίσουν εις την βασίλισσαν, ή ναι ή όχι. Άλλη έλεγεν σε έναν τρόπον, άλλη εις άλλον· άλλη επαρακίνουνε να υπάσι, άλλη να σταθούσι ... Τέλος πάντων, σύρε και έλα, αποφάσισαν  να παρρησιασθούν εις την βασίλισσαν και να της διηγηθούν το έργον Μπερτόλδος 40. 3) (Προκ. για ποτάμι) ρέω: Είναι δε ο Ιορδάνης ποταμός ... ταπεινός και βαθύς σύρνοντας κρυφίως και καμπόσον πλατύς Προσκυν. Κουτλ. 390 14434. 4) (Προκ. για τον άνεμο) φυσώ: Έσυρεν άνεμος πολύς, στο πέλαος με εξοριάζει.| Ευρίσκει με κουρσάρικον, στο Κάιρος με πουλούσι Ιμπ. 801· ο άνεμος ο μέγας, όταν σύρει, πολλά ξύλα τσακίζει Διήγ. Αλ. G 27236. 5) (Προκ. για κέρας) σημαίνω· καλώ: όνταν σύρει το βούκινο, αυτοί να ανέβουν εις το όρος Πεντ. Έξ. XIX 13. II. Μέσ. 1) α) Προχωρώ στο έδαφος με το σώμα, έρπω: Όφις εκείνον τον καιρόν ήτονε πλουμισμένος| κι ο Θεός του καταράστηκε κι ευρέθην οργισμένος:| να σύρνεται, να περπατεί στο στήθος, στην κοιλιά του Χούμνου, Κοσμογ. 93· τουφεκιές του δώκασι και σπουν του το ποδάρι (παραλ. 1 στ.) κι εκείνος εκυλιέτονε με πόδια και με χέρες·| με τα νεφρά εσέρνετο απάνω εις το χώμα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1865· β) (προκ. για πράγματα) κρέμομαι ώς το έδαφος και μετακινούμαι πάνω σε αυτό: Λατίνικα τα ρούχα της ήτασιν της ωραίας,| επάνω χρυσοκόκκινον εφόρει σουκανία,| μακρέα εις γην εσύρετον λαμπροχρωματισμένη Λίβ. διασκευή α 2309· Ευθύς γουν επήδησεν ο κυρ Κρομμύδιος μετά κοκκίνης στολής, το γένειον αυτού χαμαί συρόμενον Πωρικ. (Winterwerb) I 54· γ) (προκ. για πλεούμενο) πλέω: ετσακίζανε τα κουπία των κατέργων με λουμπάρδες και ... πάλι άναψε ο πόλεμος ... και την αρμάδα την εχαλούσανε δυναμότερα παρά πρώτα. Και τόσο τα εχαλάσανε, ότι δεν εδυνόντησάνε να συρθούνε με τα κουπία, να ’ρθούνε εις την γη Χρον. σουλτ. 826. 2) α) Κινούμαι, μετακινούμαι: όλη η ψυχή η ζωντανή οπού σύρνεται εις τα νερά και παν ψυχή οπού σερπετεύγει ιπί την ηγή Πεντ. Λευιτ. XI 46· Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε ... και να αρχεύετε τα ψάρια της θαλάσσου και του ουρανού όλα όσα πέτονται και όλα τα κτήνη και όλα όσα είναι εις την γην και όσα σύρνονται εις την γην και πέτονται όλα να τα κυριεύετε Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 64v· (μεταφ.): σε δειλοσκόπησην εστέκουμου μεγάλη,| κι ο νους μου εσέρνετο συχνιά σε μια μερά κι εις άλλη Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 44· β) πηγαίνω: Αν θέλεις να υπάς εις τους Απαξούς, ... θέλεις έχειν έτοιμην την βάρκα με το πλωρήσιν και πιάνεις το εις το ακρωτήριν του σιρόκου και σύρνεσαι μέσα Πορτολ. Α 3916· γ) έρχομαι· πλησιάζω: Επαρέστησαν τοίνυν οι επιστήμονες της μωράς σοφίας ... Σέρνεται λοιπόν ο Ναχώρ τον Βαρλαάμ υποκρινόμενος ... Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 10013· Μα στάσου, κι ένα (ενν. σολντάδο) συντηρώ επώδες και προβαίνει.| Σύρσου κοντά, να στέκομε κι οι δυο συντροφιασμένοι Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 208. 3) α) Τραβιέμαι, αποτραβιέμαι· αποσύρομαι: Ώφου! πώς κλαίγει (ενν. ο Γύπαρης) αδυνατά! Ο πόνος του με σφάζει.| Σε μια μερά θε να συρθώ κι αν τύχει να γροικήσω| την αφορμή απού τον κινά στο κλάημα το περίσσο Πανώρ.2 Β́ 427· τούτος (ενν. ο Τζαβάρλας) πλια πρωτύτερα ήθελεν έμπει μέσα| ογιά να κλέψει τίβετας ...| Και ως με ’δε, μέσα εσύρθηκε στο μαγερειό και μπαίνει| τάχατες ογιά να χωστεί Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 33· Σύρσου αποδώ μη μας ιδεί εις το στενό κι αρχίσει,| σαν είναι το συνήθιο του, σάλια να μας γεμίσει Κατζ. Ά́́ 243· για να μη γνωρίσουσιν οι άλλοι τη χαρά τση,| με σιγανάδα εσύρθηκε μέσα στην κάμερά τση Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 1790· (μεταφ.): Η εμιλιά του εχάθηκεν, ελίγανε η πνοή του,| κάτω στον ουρανίσκο του εσύρθην η φωνή του Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 940· (σε προσωποπ.): του Θεού απού εξαρχής υπακούσασι όλα τα νερά και εσυρθήκασι εις τους τόπους τως Μορεζ., Κλίνη φ. 184r· β) απομακρύνομαι: Δε στέκου πλιο να καρτερού (ενν. ο Ρωτόκριτος και ο Δρακόκαρδος), μ’ αφήκασι τα λόγια| και σύρνουνται με μάνητα είς απ’ τον άλλο χώρια Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1468· γ) (με τα επιρρ. οπίσω/ξοπίσω) γ1) γυρίζω πίσω, επιστρέφω (εκεί από όπου ήρθα): Μαντατοφόρους έπεψε (ενν. ο πασάς) να πάνε να σιμώσου,| τη χώρα να ζητήσουνε μ’ αγάπη να του δώσου.| Και παρευθύς επήγανε ...,| στη χώραν έξω ήρθανε κι ανθρώπων εμιλήσα:| «Να έβγουν δύο άρχοντες ογιά να τωνε πούμε,| καθώς μας είπεν ο πασάς, κι οπίσω να συρθούμε ...» Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16321· γ2) κάνω πίσω, οπισθοχωρώ, υποχωρώ: εξώφευγε (ενν. ο Κρητικός) τσι κοπανιές κι ήβλεπε το σπαθί του| κι ωσάν αϊτός επά κι εκεί επέτα το κορμί του·| σύρνεται οπίσω, πηαίνει ομπρός, ζερβά δεξά γιαγέρνει| και πρίχου σώσει η κοπανιά εις το σπαθί την παίρνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1073· (μεταφ.): φοβούμαι τον τον κύρη μου, το πράμα ντρέπομαί το,| και θέλω οπίσω να συρθώ, νένα μου, κάτεχέ το,| μα Έρωτας στέκει ανάδια μου και τ’ άρματα μου δείχνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 1652· έστεκ’ αρίφνητο καιρό δίχως ν’ αποφασίσω| να κάμω τό ’χα πεθυμιά γή να συρθώ ξοπίσω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 46· όλοι να συγκλίνομεν στον άγιον τον πάπαν (παραλ. 1 στ.), τινάς οπίσω μη συρτεί από τον ορισμόν του Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 802. 4) Φέρομαι, συμπεριφέρομαι: Η αγνωσία η πολλή και η χονδρότητά του,| το τι του ενθυμήθηκε και εφαντάσθη ο νους του.| Εις τα Ιωάννινα ευρίσκονταν ραφτάδες, τσακαράδες,| που εσύρνονταν καλύτερα από τον Ζενεβέση Χρον. Τόκκων 1789. 5) (Νομ.) παρατείνομαι· παραμένω ενεργός, ισχύω: Των μοναστηρίων και εκκλησιών αι αγωγαί, αι κρίσεις, έως μ́ χρόνους κινούνται, ήγουν σύρνονται, μακραίνουσι. Αφού δε περάσουν οι μ́ χρόνοι δεν κρίνονται, μόνον παύουσιν Zygomalas, Synopsis 122 Α 9. Φρ. 1) Σύρ(ν)ω κάπ. αποκάτω = αναζωογονώ, συνεφέρω κάπ.: οι γιατροί του εδώσανε πότιο, διά να τονε σύρει αποκάτω, αμή το πότιο έσφιξε τα έντερά του και απόθανε Χρον. σουλτ. 12120. 2) Σύρνω το γένος = προέρχομαι, κατάγομαι: είχε (ενν. ο Αθανάσιος) ... γεννήτορας δε ευγενείς και φιλοθέους, αλλ’ ο μεν πατέρας του εσύρνε το γένος από την Αντιόχειαν, η δε μητέρα του ήτον αναθραμμένη εις αυτήν Μαργουν., Βίοι2 274. 3) Σύρνω γλώσσα σε κάπ. = αυθαδιάζω, αντιμιλώ: Όταν και ιδείς την άτακτην (ενν. τη γυναίκα), να μη έχει εμπιστοσύνη,| να τη διατάσσεις φρόνιμα και γλώσσα να σου σύρνει (παραλ. 2 στ.), καρβούνιν έχε, κάτεχε, να καίει τα σωθικά σου Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1655. 4) Σύρ(ν)ω εις ζυγό = (προκ. για ζώο) μπαίνω στο ζυγό, ζεύομαι: να πάρουν οι γέροντες του κάστρου εκείνου μουσκάρι βουκόλιο ος δεν εδουλεύτην εις αυτήν (ενν. την ηγή), ος δεν έσυρεν εις ζυγό Πεντ. Δευτ. XXI 3. 5) Σύρ(ν)ω εις (την) κρίσιν κάπ. = (νομ.) πηγαίνω κάπ. στο δικαστήριο, κάνω καταγγελία εναντίον κάπ.: Ορίζομεν να μηδέν έχει κανείς άδειαν του αποθανόντος τους γονείς ή την γυναίκα του ή τα παιδία του ..., προτού να διαβούσιν αι εννέα ημέραι της λύπης, ότι να τους πειράζει ή να τους ενοχλεί ή να τους σύρνει εις κρίσιν Νομοκριτ. 111· Περί γυναικός, ότι δεν σύρει εις κρίσιν τον υιόν της διά έγκλημα δημόσιον Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 613 μζ́ 1· εκείνος (ενν. ο Ιησούς) βλέποντας τον λαόν ... τους εδίδασκε λέγοντας: ... όποιος θέλει να σε σύρει εις την κρίσιν να πάρει το πουκάμισόν σου, άφησ’ τον και το ρούχον σου Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. έ́ 40. 6) Σύρ(ν)ω λαλίαν/φωνήν/φωνίτσα = μιλώ· μπήγω φωνή, φωνάζω: αφότου τους εσυνέτριψεν εκείνους τους αγούρους,| λαλίαν έσυρεν μικράν ο Αχιλλεύς ο μέγας: ... Αχιλλ. (Smith) N 156· Σύρνει φωνή (ενν. ο επιτραπέζης) προς Φλώριον, μετά θυμόν ελάλει:| «Υιέ μου, τις είσαι και ποιος; ...» Φλώρ. 649· εστράφην ο νεότερος, φωνήν μεγάλην σύρνει:| «Εύχου με, κύρη στρατηγέ, μετά της θυγατρός σου».| Και εκείνος ως το ήκουσεν και τον ηχόν του μαύρου,| φωνήν μεγάλην έσυρεν: « Εχάσα το παιδίν μου! ...» Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 917, 920· Μικρόν παιδίν εφάνηκεν απάνου εις άγριον όρος·| στριγγέαν φωνίτσαν έσυρεν, όσην και αν εδυνέτον Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 139. 7) Σύρ(ν)ω λίθους εις κάπ., βλ. ά. λίθος 10δ. 8) α) Σύρνω κάπ. μάρτυρα/εις μαρτυρίαν = (νομ.) καλώ κάπ. στο δικαστήριο ως μάρτυρα: Εάν γένηται ότι είς άνθρωπος ένι ξημερωμένος ημέραν τακτήν ... και ηύρεν τον χείμαρρον πολλά μέγαν ... και ουδέν ημπόρησεν να τον περάσει, το δίκαιον ορίζει ... να φωνάξει ... εις την πέραν μερίαν του χειμάρρου, άρχοντες, σύρνω σας μάρτυρας το πως ουδέν ημπορώ να περάσω Ασσίζ. 893· Δεν έρχονται δε εις μαρτυρίαν και δεν σύρνονται από τους κριτάς αρχιερείς, ιερείς, πρωτοσπαθάριοι και όσοι είναι εις τιμήν μεγάλην και εις οφφίκια. Αν θέλουσι δε με το θέλημά τους, τότε μαρτυρούσιν Zygomalas, Synopsis 230 Μ 13· β) σύρ(ν)ω μαρτυρίαν, βλ. ά. μαρτυρία Φρ. 6. 9) α) Σύρ(ν)ω το όνομα κάπ. = διασύρω, εξευτελίζω: ο Αίσωπος είπεν προς αυτούς: «Άνδρες Δελφιώτες, ... σας εθαυμάζουμουν ωσάν τινάς αξίους. Και τώρα οπού ήλθα προς εσάς, ηύρα σας χειρότερους και πια αναξιότερους παρά όλους τους ανθρώπους ...». Όταν λοιπόν ήκουσαν οι Δελφιώτες αυτά τα λόγια, εφοβήθησαν να μηδέν υπάγει ο Αίσωπος εις άλλες χώρες και σύρει το όνομάν τως Βίος Αισώπ. (Eideneier) I 28024· β) σύρνεται το όνομα κάπ., βλ. ά. όνομα Φρ. 13. 10) Σύρνω οπίσω = αντιστέκομαι (για τη σημασ. πβ. Vincent [Φορτουν. σ. 253]): Εκείνος είναι (ενν. ο Φουρτουνάτος) απ’ αγαπά (ενν. η Πετρονέλα), για κείνο οπίσω σύρνει,| και να τηνε γυρίσομε ποσώς δε μας αφήνει.| Και βρίσκει χίλιες αφορμές· λέγει πως είσαι ξένος,| πως είσαι γέρος κι άνοστος ... Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 353. 11) Σέρνω/σύρ(ν)ω πάγα = (α) λαμβάνω μισθό: απής εφτάξαν (ενν. οι σολντάδοι) εδεκεί ... (παραλ. 1 στ.) ... γίνη ανακάτωσις εις το νησίν απάνω| που φάγαν όλα τα οζά, μα δεν αναθιβάνω.| Μια λίτρα επήγαινε τ’ αβγό, οπού τα ’ρνίθια εφάγα,| γιατ’ είχανε πολλά σολδιά κι εσέρναν πολλή πάγα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4187· (β) καταβάλλω (μισθό), πληρώνω: έδωκέ μου ο μισέρ Στέφανος πενήντα δουκάτα, διά να σύρει όλην την πάγαν μου διά όλον τον Φεβρουάριον Σεβήρ., Σημειώμ. 1γ. 12) Σύρνω πατάλιαν = οδηγώ σε μονομαχία προκειμένου να κριθεί το αποτέλεσμα της δίκης (πβ. φρ. σύρνω πόλεμον): οι άνθρωποι οπού υπάσιν διά θαλάσσης, αν τύχει να έχουν καμίαν δυσκεψίαν ..., το δίκαιον ορίζει ότι τούτο να κριθεί διά της αυλής της θαλάσσου, ουδέν σύρνουν πατάλιαν, τουτέστιν πόλεμον διά πρόβαν Ασσίζ. 4613. 13) Σύρνω την περπατησιά = βαδίζω, περπατώ: Η άργητα δεν έσωνε ’ς τούτη τη συντροφία,| που σύρνει την περπατησιά με τόση παρρησία Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 1672. 14) Σύρνω (κάπ. εις) πόλεμον, βλ. ά. πόλεμος (Ι) Φρ. 21. 15) Σύρνω πτένην = (ναυτ.) έχω αβαθή νερά: αν υπάγεις εις τον λιμνιώνα, σίμωνε το ακρωτήριν του μεσημερίου, ότι το της τρεμουντάνας σύρνει πτένην και κρατεί μίλια β́ προς το μεσημέριν Πορτολ. A 55. 16) Σύρνω το σχήμα = έχω την εξωτερική εμφάνιση, τη μορφή: Ανέβηκα και βλέπω την (ενν. την Δυστυχίαν) κι εκάθετον εις θρόνον.| Σύρνει το σχήμα σοβαρώς να έναι πολλά αγριωμένη Λόγ. παρηγ. L 587. 17) Σύρ(ν)ω τον φόνον κάπ. = (νομ.) κινώ δικαστική έρευνα για τη δολοφονία κάποιου: Περί κληρονόμων των φονεμένων, ότι οι κληρονόμοι πρέπει να τους σύρουν τον φόνον, ποίος τον εσκότωσε να τον ζητούν ... με κρίσιν να τον εκδικήσουσι Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 962 ρλς́ 2. 18) Σέρνω τον χορόν = ανακατεύομαι σε κ., συμμετέχω σε μια δραστηριότητα: εφαινόντανε καθαροί οι πταίσται και καπουριόνοι οπού έσερναν τον χορόν ετούτον και ήτον η αιτία της ρεμπελιάς Σουμμ., Ρεμπελ. 187. Η μτχ. μέσ. ενέστ. ως επίθ. = (προκ. για βιβλίο, πιθ.) συνήθης· χρηστικός (για το πράγμα βλ. και Atsalos, Term. 237 σημ. 3): άλλο βιβλίον μετάφρασις του δευτέρου όλου εξαμήνου ...· έτερα βιβλία δ’ πανηγυρικά ...· βιβλίον άλλο έχον τους δεσποτικούς κανόνας ερμηνευμένους. Έως ώδε τα συρνόμενα (ενν. βιβλία) Κώδ. Πάτμου Ι 91. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που έχει καταναλωθεί· χρησιμοποιημένος: ένι κρατημένη η γυναίκα να του στρέψει πάντα όσα να ευρεθούν απέ τά της εποίκεν, και να μηδέν ευρεθούν, και τα ποντισμένα και τα συρμένα, ουδέν πρέπει η γυναίκα να τα ικανώσει Ασσίζ. 16323. Το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ. = α) οικόσιτο ζώο που το τραβάει κάπ. με χαλινάρι ή σκοινί: αφήνει του κυρ Κωσταντή, του αδερφού του, ό,τι πράμα και αν έχει, έτις στάμπελε ωσάν και μόμπελε, συρνούμενα, πορπατούμενα ... Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 5896· β) ερπετό: Αρχίζουν τα τετράποδα και τα ’ρπετά κινούσι,| πετούμενα, συρνάμενα, στην κιβωτόν να μπούσι Χούμνου, Κοσμογ. 464· γ) (γενικ.) κάθε είδους ζώο που κινείται πάνω στη γη: να αρχεύει και να κυριεύει (ενν. ο άνθρωπος) τα ψάρια της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και των κτηνών και να αρχεύει και κυριεύει όλην την γην και ολουνών των συρνουμένων επί την γην Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 64v.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης