Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Μαξίμου Πελοπ., Αποκάλ.

  • ποδάριον
    το, Σοφιαν., Παιδαγ. 102, Διγ. Άνδρ. 3221, 3458, 34628, 37012, 37523, 39326· ποδάρι, Ιατροσ. κώδ. τνζ́, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1474, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 57r, 96r, 121r, 196r, 259r, 319v, Πεντ. Γέν. XLI 44, Έξ. III 5, Λευιτ. XXI 19, Δευτ. VIII 4, XIX 21, XXIX 4, XXXIII 24, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 611, 1347, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 4364, Βίος Δημ. Μοσχ. 639, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1699, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 930, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 155, 156, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 44r, 45r, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1862, 1922, 48411, Hagia Sophia φ2 60131, κ.π.α.· ποδάριν, Σταφ., Ιατροσ. 11295, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 524, Σπανός (Eideneier) A 427, 516, Ιατροσ. κώδ. σνέ, σπ́, χλδ́, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 310, 748, Gesprächb. 9618, 9619, Παρασπ., Βάρν. C 410, 411, Αργυρ., Βάρν. K 413, Θησ. ΙΒ́ [632], Συναξ. γυν. 998, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2834, Καβαλίστας 12, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 3011, 23910· ποδάρι(ν), Τρωικά 53417, Λόγ. παρηγ. L 426, Λόγ. παρηγ. O 68, Διγ. Z 399, Διγ. A 2629, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 169 κριτ. υπ., Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 239, Λίβ. P 2803, Λίβ. Sc. 1761, Λίβ. Esc. 2917, Λίβ. N 2605, Προσκυν. Κουτλ. 156 7727, Μπερτόλδος 46, Καραβ. 50211, Σκλέντζα, Ποιήμ. 124, Διήγ. Αλ. V 26, Λεξ. Μακεδ. 112, Πορτολ. A 18816, Αχέλ. 644, Ιστ. πατρ. 11010, Zygomalas, Synopsis 210 K 32, Πηγά, Χρυσοπ. 226 (48), Hagia Sophia ω 53214, Μαξίμου Πελοπ., Αποκάλ. 404, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 6232, Δωρ. Μον. XXXVI, Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 198, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 116, Φορτουν. (Vinc.) Έ 374, Διγ. O 2356, Αλφ. (Μπουμπ.) II 45, κ.π.α.· πoδάριο(ν), Διήγ. Αλ. E (Konst.) 379, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 10311, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 10520, Καλόανδρ. (Κεχ.) 406, Hagia Sophia φ2 58512, 5981.
    Το αρχ. ουσ. ποδάριον. Ο τ. ποδάρι στο Βλάχ., σε έγγρ. του 16. (Κασιμ., Έγγρ. 95 (178), Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 485) και του 17. αι. (Κρ. συμβόλ. 109, Γκίνης, ΕΕΒΣ 39/40, 1972/73, 227), και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ., λ. ποδάρι). Ο τ. ποδάριν από το αρχ. ποδάριον με αποβολή του -ο- της κατάλ. (Παπαδ. Α., Αθ. 37, 1925, 170). Ο τ. ποδάριν τον 4. αι. σε παπυρ. (LBG) και επιγρ. (L‑S Suppl.), σε έγγρ. του 16. αι. (Μαράς, Κατάστιχο 149 Α′ 21624, Κασιμ., Έγγρ. 35 (114), Γρηγορόπ., Έγγρ. Γλωσσ. 4627) και σήμ. στο ποντ. (Παπαδ. Α., Λεξ.) και το κυπρ. ιδίωμα (Χατζ., Διασπ. 15), όπου και άλλοι τ. ιδιωμ. και με διαφορ. σημασ. Η λ. στο Du Cange.
    1) Το πόδι ως όργανο α) το ακραίο τμήμα του σκέλους των ανθρώπων ή των σπονδυλωτών ζώων: Ωσάν το παπούτσι, οπού βάζομεν εις το ποδάρι μας δίκαιον είναι, όταν μήτε του λείπει μήτε περισσεύει Ροδινός (Βαλ.) 134· έχεις με χρόνους δώδεκα ψυχρούς και ασβολωμένους,| ουκ έβαλα από κόπου σου πατίκιν (έκδ. τατίκιν· διόρθ. Κουκ., ΒΒΠ Δ́ 417) εις ποδάριν,| ουκ έβαλα εις την ράχιν μου μεταξωτόν ιμάτιν Προδρ. (Eideneier) I 49· να σφάξεις το κριάρι και να πάρεις από το αίμα του και δώσεις ιπί τραγανό αυτί του Ααρων και ιπί τραγανό αυτί των παιδιών του το δεξιό, και ιπί μεγάλο δάχτυλο του χεριού τους το δεξιό, και ιπί μεγάλο δάχτυλο του ποδαριού τους το δεξιό Πεντ., Έξ. XXIX 20· β) ολόκληρο το καθένα από τα κάτω άκρα του ανθρώπου ή από τα σκέλη των ζώων και των πτηνών ή εντόμων: ηύρε (ενν. ο Αλέξανδρος) τον Φίλιππον αποδαρμένον εκ το άλογον και σπαθέαν είχεν εις το κεφάλιν του, ήτον και εις το δεξιόν ποδάρι κομμένος βαρέα πολλά Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1365· Το δε φαρίν επεριπάτιεν τόσον ότι όσοι έβλεπαν εφοβούνταν. Εμάζωνε τα ποδάρια του εις ένα τόπον και έπειτα ήπλωνέν τα και εφαίνετον ως ότι λεπτοπεριπατεί και ως χαμόθεν πετάσθαι. Διγ. Άνδρ. 31916· σφήκες ... κάθηνται εις τας κοπρίας, και τυλίσσουν την κόπρον αλλήλων και ποιούσιν αυτήν στρογγύλην ίσα καρύδια και σύρουσιν ταύτα εις τα ποδάριά των Σταφ., Ιατροσ. 7176· φρ. (1) σκοντάφτω το ποδάρι μου/σκοντέφτει το ποδάρι μου = σκοντάφτω στη ζωή μου, πέφτω σε κάπ. ηθικού τύπου παράπτωμα, ολισθαίνω ηθικά: Θέλουν σε σηκώσει (ενν. οι άγγελοι) απάνου εις τα χέρια τους, να μην σκοντάψεις ποτέ εις πέτραν το ποδάρι σου Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. δ́ 6· Εμέν ξεγδίκωμα και πλέρωμα εις ώρα οπού σκοντέψει το ποδάρι τους· ότι σιμά η μέρα της θλίψης τους και γλήγορα τα μελλόμενα εις αυτουνούς Πεντ. Δευτ. XXXII 35· (2) φιλώ το ποδάρι κάπ. = προκ. για φίλημα σε ένδειξη σεβασμού ή δουλικότητας: Ο δε ευσεβής λαός, ως άκουσαν τούτο, έδραμαν και εφίλησαν το ποδάρι του πασιά, και έστερξαν την επανέβασιν Ιστ. πατρ. 1573. 2) Μονάδα μέτρησης μήκους (που ισοδυναμεί στη μεσν. περίοδ. κατά κανόνα με 16 δακτύλους)· (βλ. και ά. πους· για το πράγμα βλ. Schilb., Byz. Metrol. 20, Πετρόπ., ΕΛΑ 7, 1952, 60, αλλά και Βαγιακ., ΕΑΙΕΔ 6, 1955, 80): Ελαίαν και συκέαν εννέα ποδάρια από τον ξένον τόπον μακρία πρέπει να φυτεύομεν. Τα δε λοιπά δένδρη πέντε ποδάρια (ενν. μακρία) και μόνον Zygomalas, Synopsis 167 Δ 19 δις· πάσα ποδάρι έναι ένα μπράτσο και δύο τρίτα του μπράτσου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 96r· κοντά εις τον κάβο έναι μία ξέρα και έχει νερό ποδάρια τρία και έναι ίσια με το βουνί οπού δείχνει ωσάν ψωμί Πορτολ. A 12920. 3) α) Καθετί με το οποίο στηρίζεται, πατάει ένα έπιπλο ή σκεύος: εις το αποσκίασμα του δενδρού ωραίον κρεβάτιν στέκει·| οι ρίζες ήσαν σμάραγδοι και τα κανόνια κρύα| και τα ποδάρια (ενν. του κρεβατίου) ολόχρυσα, διά λίθων πολυτίμων Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1681· και έχυσεν αυτουνού τέσσερα κρικέλια μαλαματένια και έδωσεν τα κρικέλια ιπί τις τέσσερις μεριές (ενν. του τραπεζιού) ος εις τα τέσσερα ποδάρια του Πεντ. Έξ. XXXVII 13· Έκαμε δε και άλλα μανουάλια πολλά κρυστάλλινα και είχαν τα ποδάρια ολόχρυσα και ετιμήθησαν κεντηνάρια δώδεκα Hagia Sophia ψ 61530· β) το κατώτερο τμήμα, η βάση μιας κολόνας ή μιας κατασκευής: ανάγκη είναι να ηξεύρεις ότι, εάν πάθει τίποτες κίων της δημοσίας καμάρας ή εις την κεφαλήν ή εις το ποδάριν ή εις το κτίσιμον έως του πησού, ο δημόσιος χρεωστεί να φτειάνει Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 952 ρθ́, ρί 7· Και απ’ εκεί έκαμαν τας πολλά καλάς και θαυμαστάς ορθομαρμαρώσεις, κατεχρύσωσαν δε ... και τα κεφάλια και τα ποδάρια από τες κολόνες, αι οποίες ήτον μέσον και έξω εις την εκκλησίαν χίλιες Hagia Sophia φ2 59413. 4) α) (Πιθ.) ογκώδης τετράγωνη κολόνα στο εσωτερικό οικοδομήματος, ενισχυμένη σε δεύτερη φάση ως υποστήριγμα, υποστύλωμα: Και κάτωθεν απαυτού έναι το έδαφος και είναι και εκεί ετέρες οκτώ χοντρές κολόνες και κιόνια, ήγουν ποδάρια, κτισμένα ί Προσκυν. Ολυμπ. 177 8626· β) αντηρίδα, αντιτείχισμα: Και τότε θωρείς το σπίτι του Αγίου Αλεξίου και στέκει με τα ποδάρια και τους πύργους του λιμνιώνος Πορτολ. A 16811. Εκφρ. 1) Η απαλάμη του ποδαριού, βλ. ά. παλάμη 3. 2) Η απαλαμιά του ποδαριού, βλ. ά. παλαμέα 2. 3) Εις το/στο ποδάρι(ν) κάπ. = στη θέση κάπ. (βλ. Ξανθουδίδη [Κρ. συμβόλ. σ. 346 και 111 σημ. 11]): Απέθανε, λέγει, ο βασιλεύς Ιωάθαμ με τους γονέους του ... και εβασίλευσεν ο Άχαζ ο υιός του εις το ποδάριν του κυρού του Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 448666. 4) Με ποδάριν = με τα πόδια, πεζός: Και ήτον μέγα το ποτάμιν, ότι ουδέν το απέρνα τινάς με ποδάριν Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2555. Φρ. 1) Βάνω κάπ. αποκάτω εις τα ποδάρια μου = υποτάσσω κάπ.: Είπεν ο Αυθέντης τον Αυθέντη μου: Κάθου από την δεξιάν μου, έως οπού να βάλω τους εχθρούς σου αποκάτω εις τα ποδάρια σου Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. κ́ 43. 2) Δεν έμεινε ποδάρι = προκ. για πλήρη αφανισμό ανθρώπων (βλ. Κουκ., ΒΒΠ Έ Παράρτ. 115): Ρουθούνι δεν απόμεινεν, όλους τους είχε πάρει| εκ του Πασιά το κάτεργον δεν έμεινε ποδάρι Άλ. Κύπρ. 2475. 3) Πηγαίνω εις τα ποδάρια κάπ. = καταδέχομαι να πάω να συναντήσω κάπ. κατώτερό μου: εσηκώθην απατός του ο βασιλεύς και επήγεν εις το σπίτι της χήρας. Και ως είδεν η γυναίκα πως επήγεν απατός του ο βασιλεύς εις τα ποδάρια της, δραμούσα ταχέως προσέπεσε επί τους πόδας του βασιλέως Hagia Sophia v 54428. 4) Πέφτω/πίπτω εις τα/στα ποδάρια κάπ. = γονατίζω και ικετεύω κάπ., προσπέφτω: πέφτει αυτός ο γέρος πρόμυτα εις τα ποδάρια του Χατζή Αχμάτη ... και κλαίγει και παρακαλεί και λέγει Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 51r· Τις είν’ ο ευεργέτης μου δέομαι να γνωρίσω,| να πέσω στα ποδάρια του να τονε προσκυνήσω Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 178. — Βλ. και πόδας, πόδι(ον), πους.
       
  • σάλπιγξ ‑γγα
    η, Διγ. (Trapp) Gr. 1748, Διγ. Z 525, 2158, Βίος Αλ. 1529, 2023, 4624, Διήγ. σεβαστ. Θωμά 156, Δούκ. 22319, Hagia Sophia α 4592‑3, Έκθ. χρον. 135, 16, 347, Αχέλ. 389, Ιστ. πολιτ. 1316, 1713, Hagia Sophia k 4853, Μαξίμου Πελοπ., Αποκάλ. 408, Hagia Sophia φ1 50212, Hagia Sophia f 5974, Hagia Sophia ψ 6143, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 403, 1303, 2173, Δ́ 932, 1649, 1970, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 1, Β́ 270, Έ 75· σάρπιγξ, Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 3 χφ Η κριτ. υπ.
    Το αρχ. ουσ. σάλπιγξ. Η λ. σάλπιγγα και σήμ.
    1) Χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για τη μετάδοση παραγγελμάτων ή μηνυμάτων: Διγ. (Trapp) Gr. 1779, Διήγ. σεβαστ. Θωμά 156, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 386· (προκ. για τις σάλπιγγες της Δευτέρας Παρουσίας): ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός οπόταν θέλει θελήσει να κάμει την Δευτέραν αυτού Παρουσία, θέλει στείλει τον άγγελον αυτού να κηρύξει με την σάλπιγγαν διά να αναστηθούν όλοι οι χριστιανοί Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 392r· Και είδα τους επτά αγγέλους, οι οποίοι έστεκαν έμπροσθεν του Θεού, και τους εδόθησαν επτά σάλπιγγες Μαξίμου Πελοπ., Αποκάλ. 407· (μεταφ.): η σάλπιγξ η λαμπρά των σων κατορθωμάτων Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 3· Σώπα του Άδου σάλπιγγα, Κερβέρου η άγρια γλώσσα! Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 287· φρ. (1) δίδω τας σάλπιγγας = σημαίνω παράγγελμα (εδώ της αναχώρησης) (πβ. και ά. δίδω IΆ18β): Είθ’ ούτως βεβαιώσαντες τον αμιράν μεθ’ όρκου| γαμβρόν να τον επάρωσιν, να έλθει εις Ρωμανίαν,| εδώκασιν τας σάλπιγγας, υπέστρεψαν ευθέως Διγ. Z 525· (2) δίδω/κρούω την σάλπιγγα του πολέμου = ηχώ τη σάλπιγγα για να σημάνω την έναρξη της μάχης: Ακούσας ουν τους λόγους των νέων, ευθέως έδωκαν τας του πολέμου σάλπιγγας εξ εκατέρου μέρους Έκθ. χρον. 108· Κρούοντες γαρ τας του πολέμου σάλπιγγας, ίνα ετοιμασθήσονται άπαντες, ούτοι δε ουδέν στρατιωτικόν εποίησαν Έκθ. χρον. 741. 2) (Συνεκδ.) το παίξιμο της σάλπιγγας, σάλπισμα: έδε ύμνους και σάλπιγγες, χαρά και ευφροσύνη| οπού ποιούν οι άγγελοι ομού με τους δικαίους,| όταν απολαμβάνουσιν τα αγαθά εκείνα Περί ξεν. (Μαυρομ.) 464· ούτως οι Τούρκοι με βοήν στον πόλεμον εδράμαν,| όταν περίσσες σάλπιγγες σημάδιν τους εκάμαν Αχέλ. 1007.
       
  • σαλπίζω,
    Κορων., Μπούας 26, 43, 70, Αχέλ. 2470, 2492, Διγ. O 1181, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1192· γ́ εν. αορ. εσάλπιγξεν, Κορων., Μπούας 43.
    Το αρχ. σαλπίζω. Η λ. και σήμ.
    α) Ηχώ με σάλπιγγα: Μαξίμου Πελοπ., Αποκάλ. 408· α1) συχν. για να δώσω στρατιωτικό παράγγελμα: Ηλίου δ’ ανατέλλοντος τα δυο φουσσάτα σμίξαν,| έπειτα δε εσάλπισαν και τον στεντάρδ’ ανοίξαν.| Τότε το τάγμα έμπροσθεν ενός και άλλου μέρους,| την καύσιν επαρείδασι και τον καιρόν του θέρους| και ενδυμένοι τ’ άρματα εις πόλεμον σεβαίναν Κορων., Μπούας 57· α2) διαλαλώ, διακηρύσσω: Κελεύει (ενν. ο βασιλεύς) διαμέσον τε της αγοράς σαλπίζουν:| «Όστις, μικρός μεγάλος τε, πλούσιος τε και πένης,| δηλώσει τα αινίγματα και τα ρωτήματά μου,| να παίρνει νόμιμον ευθύς την κόρην μου γυναίκαν! ...» Απολλών. (Κεχ.) 40· β) (για σάλπιγγα) παράγω ήχο, ακούγομαι: Και παρευθύς επρόσταξεν (ενν. ο βασιλεύς) το βέλος να σαλπίσει| να συναχθούσιν άπαντες οικήτορες της χώρας Φλώρ. 394.
       
  • σύνδουλος
    ο, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 113, Γλυκά, Αναγ. 354, Βασιλ. Κεφάλ. Παραιν 120, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 14936‑37, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιή́ 29, 31, 33.
    Το αρχ. ουσ. σύνδουλος. Η λ. στο Βλάχ.
    1) α) Αυτός που υπηρετεί μαζί με άλλους τον ίδιο αφέντη, που είναι δούλος στον ίδιο αφέντη: Δούλος που την κυράν του με σύνδουλόν του να την αποδείξει πως εμοιχεύθη, ελευθερώνεται Zygomalas, Synopsis 172 Δ 56· Και εβγαίνοντας έξω ο δούλος εκείνος, εύρεν ένα από τους συνδούλους του ο οποίος τον εχρεώστει εκατόν δηνάρια Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιή́ 28· β) (σε μεταφ.) σύντροφος, συνοδοιπόρος: ίπποισιν, Ήλιε, θοαίς την σην ειλίσσων φλόγα,| μη καύσεις με τον σύνδουλον ταις φλογεραίς ακτίσιν| ορών την αβουλίαν μου και τας κακάς μου πράξεις Μιχ. ιερομ. ΙΙ 33· (εδώ σε προσωποπ., προκ. για τον ήλιο):  ... Ήλιε, ... (παραλ. 2 στ.) αλλ’ άντομαί σε, σύνδουλε, χρυσόπτερε, φωσφόρε| θεού πατρός οικτίρμονος, του κτίστου των απάντων,| μακροθυμίαν μίμησαι και σχάσον την οργήν σου Μιχ. ιερομ. ΙΙ 35. 2) (Μεταφ.) α) αυτός που είναι σύντροφος στην υπηρεσία του Θεού: Περί ταπεινοφροσύνης. Εάν θέλεις να σε συμπαθεί ο Θεός εις τας αμαρτίας σου, συμπάθει και συ τους υπηκόους σου. Εάν γαρ και δεσπότης είσαι, αλλά και σύνδουλος είσαι. Πάντες γαρ οι άνθρωποι έχομεν ένα δεσπότη, τον Θεόν Βασιλ. Κεφάλ. Παραιν. 112· ήκουσαν φωνήν να αναπαυθούν ακόμη ολίγον καιρόν έως να τελειώσουν και οι σύνδουλοί τους και οι αδελφοί τους οπού μέλλουν να φονευθούν Μαξίμου Πελοπ., Αποκάλ. 407· (σε προσφών.): εσύ ω αδελφέ ηγαπημένε και σύνδουλε εν Χριστῴ Χριστ. διδασκ. 401· β) συνάνθρωπος: καθώς θέλομεν γενεί εμείς εις τους συνδούλους μας, έτις θέλει γένει και εις ημάς ο δεσπότης Χριστός Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 14926‑27.
       
  • σφάζω,
    Κομν., Διδασκ. Δ 217, Καλλίμ. 485, Ασσίζ. 20523, 26815, 16, 43824, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 72, 171, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 917, 1454, 5928, Χρον. Μορ. Η 822, 1623, Χρον. Μορ. Ρ 916, 4032, Πουλολ. (Eideneier) 352, Φλώρ. 85, 903, Ερωτοπ. 414, Λίβ. διασκευή α 338, 1644, Αχιλλ. L 562, 1157, Αχιλλ. (Smith) N 614, 1814, Φαλιέρ., Ιστ.2 308, Μαχ. 19024, Λίβ. Va 313, 1404, Θησ. Γ́ [175], Χούμνου, Κοσμογ. 203, 1027, Γεωργηλ., Θαν. 80, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 473, 1602, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 258, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 631, 1385, Κορων., Μπούας 50, 139, Διήγ. Αλ. G 26327, Δεφ., Λόγ. 700, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 153, Δωρ. Μον. XXXVIII δις, Πανώρ.2 Β́ 170, Δ́ 261, Έ́ 123, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) B́ 89, Δ́ 45, É́ 160, Κατζ. Ά́ 68, Διγ. Άνδρ. 32132, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 578, Γ́ 447, Δ́ 369, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 158, 464, 1023, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 173, Δ́ 222, Έ́ 306, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 375, Β́ 271, Γ́ 571, Φορτουν. (Vinc.) B́ 90, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 192, Λεηλ. Παροικ. 400, Διγ. Ο 346, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 155, 5757, 8528, Διακρούσ. (Κακλ.) 932, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17214, 24613, 31422, 4107, κ.π.α.· σφάττω, Βέλθ. 55, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 1079, 1087, Ερμον. Ζ 150, Κ 84, Τ 35, Χ 29, 220, 255, Δούκ. 12728, 1539, 24323, 3236, 36119, 36531, 37115, 42127, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 602, Ψευδο-Σφρ. 49024, 28, Διακρούσ. (Κακλ.) 907· γ’ εν. μέσ. παρατ. εσφάζεντο, Στάθ. (Martini) Ά́ 58· παθητ. αόρ. εσφάγηκα, Χρον. Μορ. H 5565, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 533, 553, 557, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1357, Δ́ 812, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 504, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 20624, 55423· γ’ εν. παθητ. αορ. εσφάη, Χούμνου, Κοσμογ. 636, Αλεξ.2 1453· μτχ. παρκ. σφαμένος, Ασσίζ. 2245, 18, Διγ. (Trapp) Gr. 198, Διγ. Ζ 397, Ch. pop. 483, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2955, 4612, Κορων., Μπούας 131, Πηγά, Χρυσοπ. 118 (24), Μορεζ., Κλίνη φ. 75v δις, Μαξίμου Πελοπ., Αποκάλ. 406 δις, Ανέκδ. ιντ. κρητ. θεάτρ. Ά́ 170, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 582, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 155, 166, Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. 727, 1372, 1377, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1904, Έ́ 573, Στάθ. (Martini) Ιντ. β́ 84, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 386, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 568, Β́ 656, Φορτουν. (Vinc.) B́ 412, Διγ. Ο 2360, 2891, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 19110· σφασμένος, Διγ. Ο 1435.
    Το αρχ. σφάζω. Ο τ. ήδη αρχ. Η μτχ. παρκ. σφαμένος (<σφαγμένος με σίγηση του γ, Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 8, Spadaro, Πρακτ. Β́ Κυπρ. Σ Β́ 410 σημ. 23) στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ., Σακ., Κυπρ. Β́ 812-813, λ. σφά(ζ)ω, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., λ. σφαμμένος, Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., στη λ., Τσιντίλη-Βλησμά, Λεξ. Ιθάκ.). Για τη μτχ. παρκ. σφασμένος βλ. CGMG 1368. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) α) Σκοτώνω κάπ. με μαχαίρι, σπαθί ή άλλο αιχμηρό όπλο: ένα μαχαίρι ελόγιασε στα χέρια του να πιάσει (ενν. ο Ιωσήφ)| και τη Μαρία αλύπητα και άπονα να τη σφάξει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1937· Ποσώς μη δειλιάσεις·|ιδού καιρός, κοιμώμενον σκοτώσεις το θηρίον (παραλ. 1 στ.). Σπαθίν βαστάζεις, σύρε το, δώσ’ τον ανθρωποφάγον·| σφάξε κι εσύ τον σφάξαντα πολλάς ψυχάς ανθρώπων Καλλίμ. 563· να σφάξου και να κόψουσι κι εσέ την κεφαλή σου| κι εις τόπο τον κατάκριτο να ρίξουν το κορμί σου! Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22821· Ηύραν εκεί κοράσια πολλά κι ήταν σφαμένα (παραλ. 1 στ.), άλλα σφαμένα στο λαιμό και άλλα εις τα στήθη,| —από διάφορες πληγές το αίμα τως εχύθη— | άλλα σκισμένα με σπαθί και άλλα με κοντάρι,| άλλα με βέλος θλιβερό που σύρνει το δοξάρι Διγ. Ο 355, 357· ρίξε τ’ άρματα, γή ωσάν πουλί σε σφάζω! Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 187· (εδώ προκ. για τη θυσία του Αβραάμ): ο Θεός τον επείραζεν (ενν. τον Αβραάμ) διά να ιδεί την υπομονήν του και είπε του να σφάξει τον υιόν του τον Ισαάκ διά να θυσιάσει τον Θεόν, και αυτός υποσχέθη και δεν είπε «πώς έτσι να σφάξω τον υιόν μου», αλλά παρευθύς υπέμεινεν αυτόν τον θάνατον διά να κάμει την υπακοήν του Θεού Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 389v δις· Όρισε κι είπεν ο Θεός η χέρα μου να πιάσει,| να σφάξει, κάψει το παιδί και να το θυσιάσει Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 642· (εδώ με τη λ. καρδιά ως αντικ. ή σε εμπρόθ. προσδιορ.): στρατάρχη μου, το θάνατο μού δώσε,| σφάξε τη δόλια μου καρδιά κιας το αίμα μου να κάμει| βρύση, α δε σώνει να γενεί ένα μικρό ποτάμι Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 377· σύρνει (ενν. ο Λάμεχ) την σαγίταν του κι εις την καρδιάν τον σφάζει| τον Κάιν τον ταλαίπωρον, δριμιάν φωνήν φωνάζει Χούμνου, Κοσμογ. 265· (προκ. για αυτοκτονία): ατός μου με τα χέρια μου να σφάξω το κορμί μου,| να πάθω ατός μου, να χαθώ διά τον της κόρης πόθον Φλώρ. 1093· το μαχαίριν έσυρεν να σφάξει το κορμίν του (ενν. ο Αχιλλεύς).| Επήδησαν οι δώδεκα, κρατούν, καταφιλούν τον,| και λόγια του είπασιν να τον παρηγορήσουν Αχιλλ. L 1330· Ας σφάξω την καρδίτσα μου, ας συνθαπτώ μετά σου,| συναποθάνω μετά σού κι εις Άδην συγκατέβω| παρού να ζήσω επώδυνα τον άπαντά μου βίον! Βέλθ. 1177· (εδώ προκ. για διακόρευση): όταν θέλουν να παντρευτούσι (παραλ. 1 στ.), πιάνουσι να γιατρευτούσι| και παρθένες να φανούσι.| Βάνουν, κλείουν κι αιματώνουν| και την τρύπαν τους ορθώνουν (παραλ. 7 στ.). Κι ύστερα σαν της το κάμει (ενν. ο γαμπρός)| και το αίμα της να δράμει,| τότε με τα ψέματά της| δείχνει τον την παρθενίαν της.| Λέγει το ότι: «έσφαξές με| και αιματοκύλησές με!» Έπαιν. γυν. (Vuturo) 203· β) (συνηθέστ. προκ. για πολεμικές συγκρούσεις) φονεύω μαζικά με μεγάλη αγριότητα, εξοντώνω: εποίκαν μέγαν πόλεμον, και ο Θεός έδωκεν το νίκος τους χριστιανούς και ατσακκίσαν τους Τούρκους ...· και επιάσαν ... πολλούς ζωντανούς, και εσφάγησαν πολλοί Τούρκοι Μαχ. 17617· ως φρόνιμοι, παιδευτικοί όπου ήσαν της στρατείας (ενν. οι Φράγκοι),| το ιδούν το πλήθος του λαού, φουσσάτον όπου είχες,| ευτύς στην μέση εσέβηκαν, με τα κοντάρια εδώκαν,| και τα σπαθία έσυραν, τους εδικούς σου εσφάζα,| και οι δικοί σου ουκ είχασι δύναμιν να σπαράξουν Χρον. Μορ. Ρ 4949· Τους άλλους, όσοι εκρύφθησαν την νύκτα εις τα τείχη,| όλους τους ηύραν, έσφαξαν, κανέναν ουκ αφήκαν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 12254. 2) (Προκ. για ζώο) θανατώνω με μαχαίρι ή άλλο αιχμηρό όργανο (συν. για βρώση): Ορίζει πάλιν η βασίλισσα να ποιήσουν τους γάμους,| να καλέσουν τα φουσσάτα και τους άρχοντες όλους (παραλ. 1 στ.)· να σφάξουσιν δύο χιλιάδες πρόβατα| και χίλια βόδια, πέντε χιλιάδες ορνίθια,| και δύο χιλιάδες χηνάρια ... Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 1103· Κινήσετε να πάμε| απονωρίς να σφάξομε δυο βούγια να τα φάμε Πανώρ.2 Έ́ 376· επήραν το πικάμισο του Ιωσεφ (ενν. τα αδέρφια του) και έσφαξαν ’ρίφι γιδινό και εβούτηξαν το πικάμισο εις το αίμα Πεντ. Γέν. XXXVII 31· Εάν οι σαΐτες έλειπαν που έσφαξαν τα φαρία,| ποτέ ουδέν εκέρδαιναν τον πόλεμον εκείνον Χρον. Μορ. Ρ 4920· (εδώ προκ. για θυσία): Ο Άβελ τότες ήρχισε του Θεού να θυσιάζει| και το παχύτερο σφακτό εδιάλεγε να σφάζει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1265· Ένας πτωχός ασθένησε κι έταξε, να γλυτώσει,| να σφάξει βόδια εκατόν και τον Θεόν να δώσει Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 182. 3) (Προκ. για δηλητήριο) προκαλώ οξύ αιφνίδιο πόνο, σφάχτη· (εδώ σε μεταφ.): να γέμουσιν τα χείλη τους (ενν. των ξένων) το άδολον φαρμάκι| και να το καταπίνουσιν οι κακομοιρασμένοι| και να τους σφάζει πάντοτε εις όλα τους τα μέλη Περί ξεν. (Μαυρομ.) 84. 4) (Μεταφ.) α) κάνω κάπ. να υποφέρει, βασανίζω, τυραννώ κάπ.: Οι έρωτες με σφάζουσιν και κόφτει με η αγάπη Ερωτοπ. 153· Καίει τον ο πόνος, σφάζει τον η μέριμνα της λύπης Φλώρ. 538· α σ’ έκοφτεν ο πειρασμός του πόθου που με σφάζει| και κάμνει τα τα μέλη μου όλα και ’λιγωρούσι| και δε μπορούν θυμώντα σου ποσώς ν’ αναπαυτούσι ... Φαλιέρ., Ιστ.2 566· ζιμιόν εγροίκησα βαρά ν’ αναστενάξει,| γιατί η αγάπη μου γιαμιά τότες την είχε σφάξει Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 746· (συχνότ. με αντικ. ουσ. όπως λογισμός, καρδιά, σωθικά, κ.τ.ό.): τούτο σφάζει τον λογισμόν και την καρδίαν μου τρώγει,| διατί μας εκατάλυσεν ένας φτωχός στρατιώτης Χρον. Μορ. Η 5003· τι σας βαρούν οι λόγοι μου και σφάζουν την καρδίαν σας; Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 750· Μέσα σου, νένα, τι μιλείς; Μη με καταδικάζεις,| γιατί με δίχως όφελος τα σωθικά μου σφάζεις Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 96· (παιγνιωδώς): Πόσες φορές η τζελαδιά με σφάζει τον καημένο,| πόσες η λαρδομαγερειά μ’ έχει θανατωμένο! Κατζ. Ά́ 57· Δοξεύγει μου καθημερνώς η πείνα την κοιλιά μου,| κι η όρεξη του φαγητού μού σφάζει την καρδιά μου Κατζ. Ά́ 54· β) (εδώ) προκαλώ αισθήματα φόβου: τα λόγια αυτά τους σφάζουσι, τρέμουν και τουρτουρίζουν Χούμνου, Κοσμογ. 1796. II. Μέσ. 1) (Αυτοπαθ.) αυτοκτονώ (με μαχαίρι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο): Δε βλέπεις πως εσφάγηκε (ενν. η κερά μας) κι ακόμη το μαχαίρι| τ’ άπονο σφίγγει η χέρα τση προς τση καρδιάς τα μέρη; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 533· παρακαλώ σε να μου δώσεις μαχαίριον να σφαγώ ατή μου, διότις κακά επορεύθηκα, κακά και να αποθάνω Διγ. Άνδρ. 37020· έπιασε σπαθί το ματωμένο| από τ’ Αμύντα του πτωχού στήθος το πληγωμένο| και σφάζεται ζιμιό κι αυτή ’ς μιαν ώρα κι απομένει| στες αγκαλιές του ποθητού νεκρή κι αποθαμένη Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 585· (εδώ προκ. για πουλί): τ’ άλλον (ενν. περιστέρι) απού ’πόμεινε τόσα πολλά λυπήθη,| απού κι εκείνο να μη ζει μιαν ώραν εβουλήθη| και το ζιμιό τη μούρη του προς τση καρδιάς τα μέρη| μπήχνει κι αυτό και σφάζεται για τ’ ακριβό του ταίρι Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 158· (εδώ μτβ.): από το παράπονον κι εκ τες πολλές μου θλίψες| ηθέλησα πολλές φορές μαχαίριν να πιάσω (παραλ. 1 στ.) και να σφαγώ τον θάνατον άδικον εις τον κόσμον Περί ξεν. (Μαυρομ.) 224. 2) (Αλληλοπ., προκ. για σύγκρουση στην οποία υπάρχουν θύματα εκατέρωθεν) σκοτώνομαι: σφάζονταν σαν πρόβατα στο μακελλειό κοπάδι| οι Ρεθυμνιώτες οι πτωχοί κι οι Αγαρηνοί ομάδι Διακρούσ. (Κακλ.) 897· Καβαλάριοι εξήλθασιν, όλοι αρματωμένοι·| ο είς τον άλλον έσφαττεν, εσφάγησαν αλλήλως Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 685· ήρθαν εις περισσότερον και πιάνονται εκ τα στήθη,| ένας τον άλλον άμπωθεν, κι ήρθασι να σφαγούσι Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 611. 3) (Πιθ.) υποφέρω από δυνατό κοιλιακό πόνο (πβ. ά. στρόφος σημασ. α): Τον καλόγηρον τον δείνα μη τον δώσεις (παραλ. 1 στ.), αλλ’ είπερ και προστάξω σοι πολλάκις ότι δος τον,| ως ενεργής και φρόνιμος συ παραβίβαζέ τον,| αποκριθείς καρτέρησε μικρόν ότι ουδέν έχω,| και μήνα πλήξει, να σφαγεί και πιάσει τον ο ψόφος| και λυτρωθούμεν τον γοργόν, να μη μας παραβλέπει Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 527. 4) (Μεταφ.) α) στενοχωριέμαι πολύ· βασανίζομαι, υποφέρω: Τά ’χουσι μες στο λογισμό κιανείς δεν τα κατέχει| μηδ’ άλλος τούτα τα γροικά, μόν’ όποιος έγνοιαν έχει·| η νένα τση τα κάτεχε κι ο φίλος του ερωτάρη| κι εσφάζουντα καθημερνό για τα δικά τως βάρη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 2150· αν τύχουν εκ την Ζαγοράν Βούλγαροι είτε Βλάχοι,| το να σε δουν (ενν. την κουκουβία), ακούσωσιν πολλάκις την φωνήν σου,| εκ την πικρίαν των σφάζονται, υπάγουν ν’ αποθάνουν Πουλολ. (Eideneier) 509· (με υποκ. τις λ. καρδία/καρδιά, σωθικά): Ωσάν ήκουσεν η κόρη ετούτα τα λόγια, εσφάγη μέσα η καρδία της και αναστέναξεν μέγαν αναστεναγμόν Διγ. Άνδρ. 3291· δος μου την θυγατέρα σου γυνή βλογητική μου,| γιατί γι’ αυτήνην σφάζεται καρδιά η εδική μου Διγ. O 1654· Οϊμένα! κι είντα συντηρώ! Τούτ’ είναι, στο Θεό μου,| οπού με κάνει και θωρώ συχνιά το θάνατό μου·| τούτ’ είν’ η κορασίδα μου, τούτ’ είν’ η πεθυμιά μου·| τα σωθικά μου εσφάγηκα κι εράισε η καρδιά μου·| τα μέλη μου εκοπήκασι, την αίστησή μου εχάσα Πανώρ.2 Β́ 170· β) οδύρομαι, θρηνώ: με μέγαν θρήνον μου ’λεγε τους λόγους της εκείνους,| έκλαιγεν, εσφαζέτονε, υπομονήν ουκ είχεν Λίβ. Esc. 3103· Κλαίει (ενν. ο Ιμπέριος), θρηνάται, σφάζεται, υπομονήν ουκ έχει.| Ουκ έκλαιεν διά λόγου του το πως αιχμαλωτίσθην,| ως έκλαιεν την ευγενικήν, ωραίαν την Μαργαρώνα,| να απομείνει μοναχή εις τα βουνά, εις τα όρη Ιμπ. 562· γ) (μτβ.) αγωνιώ για κ., δεν ησυχάζω: διπλήν κακίαν προς αυτόν άρχονται να γεννούσιν,| Βελισαρίου του καλού αρχίζουν να φθονούσιν,| ημέρα νύκτα σφάζονται πώς να τον παραδώσουν,| τον μέγαν Βελισάριον πώς να τον θανατώσουν Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 503. Το αρσ. της μτχ. παρκ. ως ουσ. = αυτός που έχει πέσει θύμα δολοφονίας: αίματα προφητών και αγίων και όλων των σφαγμένων εις την γην Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 254.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης