Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αγαθός,
- επίθ., Σπαν. (Hanna) A 505, Σπαν. (Hanna) B 483, Σπαν. (Legr.) P 54, 55, Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 65α, ΙΙΙ 235 (χφφ CSA) (κριτ. υπ.), Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 6361, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 160, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1023, Ωροσκ. (Λάμπρ.) 403, Βίος Αλ. (Reichm.) 134, Λίβ. (Μαυρ.) P 929, Λίβ. (Wagn.) N 2006, Notizb. (Kug.) 74, Έκθ. χρον. (Lambr.) 5616, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 53, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 14019, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 336α 14, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 8, 2· παραθ. κρειττότερος, Βέλθ. (Κριαρ.) 533, Ερμον. (Legr.) A 227, X 150.
Το αρχ. επίθ. αγαθός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Που έχει σχέση με την αρετή, ηθικός: κι εις την οδό την αγαθή πάντα να μας οδεύγει Π. Ν. Διαθ. φ. 336α 14. 2) Καλοκάγαθος (πβ. ΙΛ στη λ. Α2): ήτονε άνθρωπος ταπεινός. Αγάπα την φιλοσοφίαν … και ήτονε φύσις αγαθός άνθρωπος Χρον. σουλτ. 14019. 3) Που προέρχεται από καλή διάθεση: ει δε κἀν <συ> πτωχός είσαι, ουκ έχεις τί να δώσεις, κἀν λόγον δος τον αγαθόν, να τον <ε> θεραπεύσεις Σπαν. A 512. 4) Που σχετίζεται με κάτι καλό, ευχάριστο: ορθοτομία και ευσέβεια και ελπίς αγαθή και πολλαί διαλέξεις περί πίστεως και νίκος κατά των αντερούντων αυτοίς Ωροσκ. 403. 5) Που χαρακτηρίζεται από ευημερία, ευμάρεια: και διά τον αγαθόν καιρόν και διά την λιμπισίαν Προδρ. ΙΙ Η 65α. 6) Ευοίωνος (πβ. ΙΛ στη λ. Β1): ουκ αγαθήν εδέξατο την λεκανομαντείαν Βίος Αλ. 134. 7) Γενναίος: να τον παρακαλέσω ίνα ποίσῃ αυτούς τους Τρώας κρείττους των Ελλήνων πάντων Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Α΄ [629].αγαλματίας- ο, Μανασσ., Αρίστ. (Τσολ.) 1 Ϛ́ 35, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 6689, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 374.
Το μτγν. ουσ. αγαλματίας.
Ωραίος σαν άγαλμα (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S): επάν …| τους ερωμένους τε συμβεί σφίσιν ωραίους είναι,| αγαλματίας την μορφήν, ευμήκεις ως πλατάνους Μανασσ., Αρίστ. 1 Ϛ΄ 35.αγάπη- η, Τρωικά (Praecht.) 52910, Μυστ. (Vogt) 59, Σπαν. (Hanna) A 92, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 81, 192, 194, Σπαν. (Hanna) V Suppl. 75, Διδ. Σολ. (Legr.) Ρ 146, 147, Σπαν. (Hanna) O 71, 104, Σπαν. (Legr.) P 34, 90, 92, 93, 261, 262, 264, Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 19, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 106, 112, Hist. imp. (Mor.) 8, Ασσίζ. (Σάθ.) 2623, 862, 1012, 16222, 2195, 3361, 3515, 41410, 45429, Διγ. (Mavr.) Gr. I 72, II 44, 285, III 255, 319, IV 362, 546, VI 420, Διγ. (Καλ.) A 2312, 3206, 4517, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 242, 689, 720, 721, 1479, 2207, Mevlānā (Burg.-Mantran) 34α, Rebâb-nâmè (Burg.-Mantran) 7, Βέλθ. (Κριαρ.) 345, 884, 887, 895, 905, 1017, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 247, 697, 703, 2619, 2719, 4191, 4339, 4427, 7187, 8671, 8672, 8704, 8744, 8765, 8783, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2619, 3341, 3967, 3994, 4191, 6882, 7178, 8704, 8776, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9420, 9621, Chron. brève (Loen.) 48, 97, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 75, 90, 92, 1013, 1063, Φλώρ. (Κριαρ.) 183, 467, 967, 1016, 1156, 1216, 1446, 1512, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 256, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 284, 307, 310, 313, 506, 516, Απολλών. (Wagn.) 86, 108, 206, 374, Λίβ. (Μαυρ.) P 183, 467, 967, 1016, 1156, 1216, 1446, 1512, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1119, Λίβ. (Lamb.) Sc. 328, 329, 510, 2762, Λίβ. (Wagn.) N 168, 244, 397, 848, 972, Αχιλλ. (Hess.) N 839, 1027, 1069, 1229, 1377, 1413, Φυσιολ. (Legr.) 732, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 374, 375, 850, 851δις, Μαχ. (Dawk.) 10813, 11015, 13434, 35, 1568, 15831, 1666, 18627, 22616, 23013, 25630, 2883, 8, 36831, 42034, 5044, 59424, 64020, 30, 64815, 66220, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1028 C, 1029 A, 1030 C, 1052 A, 1053 B δις, 1057 Α, 1063 Β εξάκις, Ch. pop. (Pern.) 25, 30, 46, 64, 91, 114, 136, 185, 246, 355, Βουστρ. (Σάθ.) 432, 433, Αγν., Ποιήμ. (Ζώρ.) 50, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 472, 4, 9723, 1203, Έκθ. χρον. (Lambr.) 1211, 327, 4223, 4810, 768, 825, 9, Ριμ. Απολλων. (Morgan) 34, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 192, Βίος γέρ. (Schick) V 600, 602, Χρον. (Kirp.) 315, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 16322, Δωρ. Μον. (Buchon) XXVI, XXXIX, XLIII, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 187, 337, Β́́ 168, Γ́́ 41, 165, Δ́́ 357, Έ́ 322, 496, 499, Πανώρ. (Κριαρ.) Πρόλ. 26, Ά́ 32, 85, 198, 199, 396, Β́́ 480, 510, Γ́́ 104, 381, 486, 517, Δ́́ 42, 149, 164, 178, 179, 212, 248, 323, 331, 363, 371, Έ́ 35, 98, 169, 182, 347, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́ 223, 316, 328, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 230, Β́́ 101, Γ́́ 43, Δ́́ 61, 108, 386, 391, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 160, 174, 175, 182, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31410, 32016, 32617, 22, 3321, 33324, 27, 28, 29, 33420, 3356, 3526, 3551, 3609, 36310, 36526, 37222, 39530, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 1503, 1690, 1970, Β́́ 223, 308, 316, 328, 1682, Έ́ 94, 207, 717, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 136, 289, Γ́́ 186, Ιντ. Β́́ 57, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 180, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 993, Φορτουν. (Ξανθ.) Δ́́ 51, 572, Έ́ 126, Ιντ. Β́́ 104, Ιντ. Γ́́ 45, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 77, Β́́ 343, Δ́́ 334, Έ́ 203, Διγ. (Lambr.) O 9, 56, 275, 299, 304, 446, 493, 1267, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 16317, 20723, 5489, 5514, 56520, 21, Διακρούσ. (Ξηρ.) 7619, 8620, 11839, 1191, 3 κ.π.α.
Το μτγν. ουσ. αγάπη (Για τη λ. βλ. και Georgac., Glotta 36, 1957, 105-106). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Αγαθά, φιλικά αισθήματα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Μην προτιμάσαι συγγενούς αγάπην παρά φίλου Σπαν. P 90· Είχεν αγάπην στον λαόν και εις τον Θεόν φόβον Διγ. O 9· β) ερωτικό αίσθημα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Γίγνωσκε, Φαιδροκάζα μου, δύο χρόνι’ έχω και πλέον| που έχω αγάπην άπειρον ’ς Βέλθανδρον τον Ρωμαίον Βέλθ. 895· έζων ακαταδούλωτος …, |ερωτοακατάκριτος και παρεκτός αγάπης Λίβ. P 95· γ) πληθ. ερωτικά ενδιαφέροντα: Ετούτος ήπρασσε συχνιά στου ρήγα το παλάτι,| μ’ αγάπες δεν εγύρευγε, ουδέ φιλιές εκράτει Ερωτόκρ. Ά́ 1970· δ) εκδήλωση ερωτικού αισθήματος: Κόρη δε η πανεύγενος, ούτως αυτόν ιδούσα …,| αλλά ταχέως έστειλε προς αυτόν την αγάπην| πολλής χαράς ανάπλεων, ηδονής μεμειγμένην,| το δαχτυλίδιν έδωκε Διγ. Gr. IV 362· ε) πόθος (ερωτικός): θαύμασε και την σμέριναν …| ως αποκάτω εις τον βυθόν διά πόθον ανεβαίνει| και με τον όφιν σμίγεται δι’ ερωτικήν αγάπην Λίβ. N 168· στ) ό,τι αγαπά κανείς (πρόσωπο ή πράγμα) (πβ. ΙΛ στη λ. 3α): Η πόλις, η αγάπη σου, επήραν τήν οι Τούρκοι Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 375· Φεύγε, παιδί (έκδ. π. μου· χωρίς μου Μπουμπ., Κρ. Χρ. 9, 1955, 61) και αγάπη μου, μην πλανεθείς ποτέ σου Ζήν. Δ́́ 334· ότι έφθασεν η αγάπη της …,| ο Φλώριος επέσωσεν Φλώρ. 964· Πόθε μου, αγάπη μου καλή, ψυχή μου …,| επιθυμιά μου, Φλώριε Φλώρ. 1016· ζ) προσωποποίηση του έρωτα: Απ’ αυτήν την υπόληψιν είδα και την Αγάπην,| χαρτίν εις το χέριν να κρατεί Λίβ. Esc. 119. 2) Ομόνοια, συμπόνοια: κανείς να μηδέν σηκώσει ταραχήν κατά τον άλλον …, αμμέ να συνηθίζουν και να κρατούν καλήν αγάπην μέσο τους Ασσίζ. 45429· Επεί αν έχομεν ομού αγάπην, ως αρμόζει,| ο κάθε είς από εμάς να χρήζει δεκαπέντε από όσο έρχονται εδώ του να μας πολεμήσουν Χρον. Μορ. P 3994. 3) Ξεχωριστή αγάπη, εύνοια: και πὄναιν η Αγιά Σοφιά μετά την Οδηγήτριαν| οπού ’χες την αγάπη σου, δούκα μου, της Μπουργιούνιας; Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 374· όπου εύρει Απολλώνιον και ζωντανόν τόν παίρνει,| να ’χει πενήντα χρύσινα κι αγάπην Αντιόχου Απολλών. (Wagn.) 86. 4) Χατίρι: Άγομε πούρι κι έπαρ’ τσι γι’ αγάπη εδική μου Κατζ. Ά́ 337· Γί’ αγάπη σου, πουλί μου| του συμπαθώ Κατζ. Ε΄ 499· Για τούτην ήρθα από μακριά, γι’ αγάπη τζη πολέμου Ερωτόκρ. Έ́ 207. 5) α) Φιλικός τρόπος, προσήνεια: Ερωτά τον τοίνυν πάλιν ο τοπάρχης μετ’ αγάπης| τον σοφώτατον τον γέρον Βίος γέρ. V 600· ο βισκούντης εντέχεται … με αγάπην και καλόν πρόσωπον να ακούσει το έγκλημαν του αγκαλεσίου Ασσίζ. 2623· β) ειρηνικός τρόπος: ζητώντα να του δώσουν την Ατταλείαν με αγάπην, και α δέν ’ναι, θέλει την πάρει με το σπαθίν του Μαχ. 11015. 6) Συμφιλίωση, συνθηκολόγηση, ειρήνη (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ): ο νέος βασιλεύς κύρης Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος … εγένετο ένωσις και αγάπη μετά του βασιλέως του πάππου αυτού εν τῃ πύλῃ του Αγίου Ρωμανού Chron. brève (Loen.) 48· Τρέβαν εποίησε μετ’ αυτόν, αγάπην διά έναν χρόνον Χρον. Μορ. P 6882· και τες αγάπες και φιλιές να κάμουν εμιλούσαν Διγ. O 304· Κι αν γένει πάλιν εις ημάς αγάπη και ειρήνη Διακρούσ. 8620. 7) Το να αρέσκεται κανείς (να κάνει κάτι), προτίμηση (πβ. αγαπώ 3α): Αγάπην είχεν άπειρον να τρέχει μοναχός του| και μόνος του ανδραγαθείν χωρίς τινός συμμάχου Διγ. A 2312. 8) α) Επιθυμία (πβ. αγαπώ 4): του οποίου ανέβην τού μεγάλη αγάπη να πάγει εις τα Ιεροσόλυμα Μαχ. 6487· πόθον έσχεν αφόρητον και μεγίστη αγάπην| του ιδείν τον νεώτερον Διγ. Τρ. 1479· αγάπη έχω περισσή να πα’ να θανατώσω λιοντάρια Διγ. O 1267· β) όρεξη (για δράση): και τινάς δεν ήτον αράθυμος, αλλά ουδέ τινάς ενύσταξεν να κοιμηθεί, μόνον αγάπη ήλθεν εις αυτούς, η οποία δεν δύνομαι να την διηγηθώ Διγ. Άνδρ. 3356. 9) Χάρη, ευεργεσία (πβ. Lampe, Lex. στη λ. Ε 1): Ετούτοι πάλε διά να του αντιμέψουν μέρος από τες χάρες και αγάπες οπού ελαβαίνανε Σουμμ., Ρεμπελ. 17419.αθέατος,- επίθ., Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 35, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 91, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 496.
Το αρχ. επίθ. αθέατος.
Που δεν είναι ορατός· αόρατος (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S): της θυρίδος ουδέποτε την κεφαλήν μου ήγον,| αλλοτρίοις αθέατον εμαυτήν διετήρουν Διγ. Gr. IV 496.αθρόον,- επίρρ., Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 41, 379, Ευγεν., Δρόσ. (Hercher) Δ΄ 78, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 5458, 5624, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 288, Βίος Αλ. (Reichm.) 2173, Χρησμ. (Λάμπρ.) 1219, Δούκ. (Grecu) 28314.
Το αρχ. επίρρ. αθρόον.
1) Αμέσως, ξαφνικά (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S): Ο βίος ούτος άστατος, αλλάσσεται καθ’ ώραν (παραλ. 1 στ.)· ενόσω κείσαι δυστυχών, ηυτύχησες αθρόον· Γλυκά, Στ. 379· γυνή Χρύσιλλα τον Χαρικλήν αθρόον| ιδούσα και πληγείσα τῳ πόθου βέλει Ευγεν., Δρόσ. Δ́́ 78. 2) Καθ’ ολοκληρίαν: των γαρ κακών αμβλύνουσιν οι λογισμοί το φάος| και συσκοτίζουσι ψυχής και σβέννυσιν αθρόον,| καθάπερ αντανάκλασις του Φοίβου την σελήνην Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 288.άκεδνος,- επίθ., Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 628.
Από το στερ. α‑ και το αρχ. επίθ. κεδνός.
Ασήμαντος, ανάξιος λόγου: ως ου φυτόν ουράνιον άνθρωπος, ουδέ θείον,| ου δένδρον κηπευόμενον τῃ του Θεού παλάμῃ,| αλλά Θεού διατριβή και παίγνιον της τύχης.| Ουδέν γαρ ακεδνότερον ανθρώπου γαία τρέφει Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 628.ακοή- η, Προδρ. (Hess.-Pern.) III 30, 400, (χφ pp) (κριτ. υπ.), IV 1 (χφ eg*, ss) (κριτ. υπ.), 164, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 271, Ασσίζ. (Σάθ.) 7422, 8327-28, 10015, 19511, 23315-16, 32328, 33324, 35017, 3822, Ωροσκ. (Λάμπρ.) 4026, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3253, Αχιλλ. (Haag) L 1134, Αχιλλ. (Hess.) L 1114, Αχιλλ. (Hess.) N 1429, Ιμπ. (Κριαρ.) 255, Θρ. πατρ. (Krumb.) O 46, 66, Μαχ. (Dawk.) 59818, Ιμπ. (Legr.) 715, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 290, Λίμπον. (Legr.) 68· ακουή, Hist. imp. (Mor.) 72, Ασσίζ. (Σάθ.) 3507, 44628, Θρ. πατρ. (Krumb.) M 46, Μαχ. (Dawk.) 58024, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 374, 10440· ακουγή, Ασσίζ. (Σάθ.) 27427.
Το αρχ. ουσ. ακοή. Το ου στον τ. ακουή, που απαντά σήμ. και στην Κύπρο (βλ. Σακ., Κυπρ. Β΄, λ. ακοή) από το ακούω (βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 555). Ο τ. ακουγή από ανάπτυξη συνοδίτη φθόγγου. Η λ. και σήμ. με διάφορους τ. στα ιδιώμ. (ΙΛ).
1) «Όνομα», καλή ή κακή φήμη που έχει κανείς (πβ. Δημητράκ. στη λ. 2, καθώς και το ακουήτας = ξακουστός, που απαντά σε κυπρ. τραγούδι, Σακ., Κυπρ. Β΄ 437): αμή εγώ πατριαρχειό δεν ήμουν τιμημένο| κι είχα στον κόσμο ακοή κι ήμουν αγιασμένον; Θρ. πατρ. Ο 66· και ούτως ημπορεί να ποιήσει μεγάλην ασχημοσύνην τους λας κακήν ακουήν Ασσίζ. 44628· αν ένι καταμπλεζάμενος, τουτέστιν έχει κακήν ακουήν Ασσίζ. 3507· και η καλή σου ακουγή να γίνεται εξόμπλι εις πάντας Ασσίζ. 27427. Πβ. άκουσμα, όνομα. 2) Ακρόαση, προσοχή: αλλά κατάρχα, βασιλεύ τεσσάρων γης κλιμάτων,| χάρισον μοι τῳ δούλῳ σου μικρόν τας ακοάς σου Προδρ. ΙV 164. Φρ. 1) Έρχεται (κάτι) εις ακοή μου = πληροφορούμαι: ότ’ είδα και πολλές φορές ήλθεν εις ακοή μου| εκείνο οπού φαίνεται, μάχεται και αντιτείνει Φαλιέρ., Ιστ. V 290·. 2) Φθάνω εις ακοήν = διαδίδομαι: ώστε να φθάξουν εις ακοήν κάθε φυλής και γένους Λίμπον. 68·. 3) Κλείνω τας ακοάς = κλείνω τ’ αφτιά μου: αλλά μη κλείσεις ακοάς, μηδέ αποστραφείς με Προδρ. IV 1 (χφ ss) (κριτ. υπ.)· 4) προτίθημι ή προστίθημι τας ακοάς = προσέχω: και πρόσθες άρτι το λοιπόν εμοί τας ακοάς σου Προδρ. ΙΙΙ 30.άμυνα- η, Μανασσ., Αρίστ. (Τσολ.) II 135, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 2513, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 331.
Το μτγν. ουσ. άμυνα (Η λ. και σήμ. ως λόγ.). Και ουσ. αμυντής (ο) (Ευστ., Opusc. 11611) παρά το αμύντης (L‑S).
Υπεράσπιση (με απόκρουση εχθρού): μανθάνει ταύτα Μάξιμος, πιμπράται την καρδίαν,| εις άμυναν οπλίζεται, δόλους παντοίους ράπτει Μανασσ., Χρον. 2513.αναλώσιμος,- επίθ. Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 281.
Από το αρχ. αναλόω και την κατάλ. ‑ιμος.
Που μπορεί να καταργηθεί ή να αλλάξει: και το καθάπαξ κυρωθέν ου δύναται λυθήναι,| ουδ’ έστιν αναλώσιμον ούκουν το πεπρωμένον Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 281. — Πβ. αναλώνω.ανατρέπω,- Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 2930, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 85, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 5248, 52719, 53311, 54124, 5476, 56113, 5753, Διάτ. Κυπρ. (Σάθ.) 5032, 9, 50717, Διγ. (Mavr.) Gr. VI 42, Διγ. (Καλ.) A 1852, Πεντ. (Hess.) Αρ. XXVII 14, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1772, 2655, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 134, 135, 147.
Το αρχ. ανατρέπω.
1) α) Ακυρώνω, διαλύω: εκκλησιαστικάς αποφάσεις, ας ... αρχιεπίσκοπος δικαίως έκδωκεν, έργῳ ανέτρεψεν Διάτ. Κυπρ. 5032· εάν μνηστευθεί άνθρωπος γυναικός και γινώσκει ότι έναι άλλης γενεάς ή πίστεως, ου δύναται μεταμεληθείς ανατρέψαι την μνηστείαν Ελλην. νόμ. 5248· β) καταργώ: γίνουνται οι άνθρωποι εις τελείαν ηλικίαν από κ́ χρόνου έως κε΄, ... δύνανται και να ανατρέψουν τους κουράτορας αυτών Ελλην. νόμ. 52719. 2) (Προκ. για δικαιολογίες) δεν παραδέχομαι, δε θεωρώ ικανοποιητικές: ορίζομεν ούτως, ανατρέπομεν τα δίκαια τα δοθέντα παρά του κυρού δείνα και ορίζομεν αυτόν του απολογήσασθαι εις την αίτησιν της συμβίου αυτού Ελλην. νόμ. 5476. - επίθ., Σπαν. (Hanna) A 505, Σπαν. (Hanna) B 483, Σπαν. (Legr.) P 54, 55, Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 65α, ΙΙΙ 235 (χφφ CSA) (κριτ. υπ.), Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 6361, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 160, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1023, Ωροσκ. (Λάμπρ.) 403, Βίος Αλ. (Reichm.) 134, Λίβ. (Μαυρ.) P 929, Λίβ. (Wagn.) N 2006, Notizb. (Kug.) 74, Έκθ. χρον. (Lambr.) 5616, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 53, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 14019, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 336α 14, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 8, 2· παραθ. κρειττότερος, Βέλθ. (Κριαρ.) 533, Ερμον. (Legr.) A 227, X 150.