Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Μαλιασσηνού, Ενύπνιο

  • παραδηλώνω,
    Διγ. Z 2295.
    Το αρχ. παραδηλόω.
    1) Δηλώνω, φανερώνω: κατά την του βασιλέως πρόσταξιν απήλθον εις το μοναστήριον … και εύρον την δέσποιναν … Ηι και παραδηλώσας το του βασιλέως θέλημα … Μαλιασσηνού, Ενύπνιο 34551. 2) Ειδοποιώ, μηνώ: Έκραξε (ενν. ο μισίρ Ντζεφρές) δύο από τους Ρωμαίους και γράφει τους πιττάκια (παραλ. 1 στ.)· στου βασιλέως την κεφαλήν το απέστειλεν με εκείνους,| γράψων παραδηλώνοντα να έλθει σπουδαίως εκείσε Χρον. Μορ. H 8322. 3) Ορίζω προφορικά: είτι ο αυθέντης ο δουξ παραδηλώσει ή γράψει ίνα ποιήσεις αυτό έως χρόνον έναν Συνθήκ. Καλλ. 319.
       
  • πρόσταξις
    η, Hist. imp. (Rochow) 20 κριτ. υπ., Διγ. Z 1318, Μαλιασσηνού, Ενύπνιο 34547, Ερμον. Πρόλ. 33, Χρησμ. (Λάμπρ.) 105, Σφρ., Χρον. (Maisano) 1345, 15620, Κορων., Μπούας 94, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 28v, 29r, 46v, 138r, Βυζ. Ιλιάδ. 240, Μαλαξός, Νομοκ. 223, Zygomalas, Synopsis 148 Β 36, 202 Ι 13, 230 Μ 17, 291 Τ 35, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 124, Έ 14433, Σουμμ., Ρεμπελ. 162, Ψευδο-Σφρ. 19417, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [522], Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 143.
    Το αρχ. ουσ. πρόσταξις. Τ. μπρόσταξις σε έγγρ. του 17. αι. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ. 505). Η λ. στο Steph., Θησ., στο Βλάχ. και σε έγγρ. του 11. (Μηνάς, Γλωσσάρ. Ιτ.2 320, Act. Esph. 51, Act. Ivir. II 3144, 3710, Act. Lavr. I 4643, 5216, κ.α.), 12. (Caracausi, Μηνάς, Γλωσσάρ. Ιτ.2 320, Act. Ivir. II 521, Act. Lavr. I 5612, κ.α.), 13. (Μηνάς, Γλωσσάρ. Ιτ.2 320), 14. (Act. Lavr. IV 10914, Act. Pantocr. 530, 37, Act. Vat. II 15312) και 17. (Τωμ., Κρητολ. 9, 1979, 13) αι.
    α) Εντολή, διαταγή: Διγ. (Trapp) Gr. 1006, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 230, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 42v· (νομ.): κατά τας περιλήψεις των προστάξεων των παλαιών βασιλέων Metrol.2 12915· Η του βασιλέως αντιγραφή, ήγουν πρόσταξις, όταν δεν εναντιοίται νόμον γραμμένον, το στέργον έχει Zygomalas, Synopsis 149 Β 43· (προκ. για βασιλική διαθήκη): ου γαρ διατίθενται οι βασιλείς, αλλά προστάττουσιν ... Και αναγνωσθείσης ταύτης δη της προστάξεως παρ’ εμού έμπροσθεν αυτού ... όρισε προς τον υιόν αυτού Σφρ., Χρον. (Maisano) 3214· β) άδεια: Βασίλειος δ’ ο θαυμαστός έτυχεν εις τας άκρας| ταύτας φυλάσσων ακριβώς ως μηδενός τολμώντος| άνευ προστάξεως αυτού διαπεράσαι ’κείθεν Διγ. Z 2310· γ) εξουσία: Η διάταξις κελεύει, η βασιλική πρόσταξις και ο ορισμός ορίζει και αποφασίζει, ουχί μόνον εις τα εγκληματικά, αλλά και εις τα χρηματικά Zygomalas, Synopsis 221 Λ 13· η οσιοτάτη μοναχή κερά Μακαρία ... έκραξεν εμέν ... τον νοτάριον της αποστολικής και βασιλικής προστάξεως Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 1647. — Βλ. και προσταγή, πρόσταγμα.
       
  • στόλισμα
    το, Μαλιασσηνού, Ενύπνιο 34443, Χρον. Μορ. H 3130, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 430, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 632, Hagia Sophia f 59814.
    Το αρχ. ουσ. στόλισμα. Η λ. και σήμ.
    1) Στολίδι: άσπρον βλαττίν εφόρεσεν μετά χρουσά πουλία| και απανωφόριν κόκκινον μετά λιθομαργάρων·| στολίσματα χρουσοπράσινα μετά αετούς μεγάλους Αχιλλ. L 800· ήτον στολισμένη (ενν. η κόρη) με στολίσματα πολύτιμα και λαμπρά Διγ. Άνδρ. 37515· (μεταφ.): ήτονε πολλά ένδοξος η πλάσις του (ενν. του ανθρώπου) ... στολισμένη με πολλά στολίσματα, τόσα όσα ημπορεί να έχει του Θεού η ομοίωσις Μορεζ., Κλίνη φ. 2v· (προκ. για την Παναγία): χαίρε, συ, το στόλισμα εκεινών οπού εγδυθήκασιν από το θάρρος και της ελπίδος του Θεού Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 13822. 2) (Προκ. για χώρο) στολισμός, διάκοσμος (βλ. και Kaplanis, Festschr. Holton 91): Εμπαίνου μέσα και θωρού την κατοικιάν εκείνη| κι ελέγαν κι ομορφύτερη δεν ήτο μηδ’ εγίνη·| το στόλισμα, το σόθεμα κι ό,τι ήσαν εκεί μέσα,| όλα τα μυριορέγουντα, περίσσα τως αρέσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 1413· 3) α) Πολύτιμο αντικείμενο: Έδωκάν τους και κτήματα πολλά και σκλάβους και σκλάβες και στολίσματα διάφορα και την λοιπήν ύλην Διγ. Άνδρ. 36126· β) πολυτελής ρουχισμός (για τη σημασ. βλ. Lex. Chron. Mor., στη λ.): Εξήντα χιλιάδες πέρπυρα ήτον γαρ το προικίο,| τό έδωκεν του πρίγκιπος ετότε ο Δεσπότης| δι’ εκείνην την παράξενον την αδελφή του, λέγω,| άνευ γαρ τα στολίσματα και τα χαρίσματά της Χρον. Μορ. P 3130.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης