Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 6 εγγραφές  [0-6]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2

  • πιθάρι(ον)
    το· Σαχλ., Αφήγ. 146, Ολόκαλος 118, 27, 3132, 34‑35, 86, 5226, 16218, 17341, 17727, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. β́ 6· πιθάρι, Gesprächb. 10618, Κρασοπ. (Eideneier) AO 47, V 41, 42, 102· πιθάριν, Σπανός (Eideneier) A 16, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 9419, Κρασοπ. (Eideneier) V 41, Ροδινός (Βαλ.) 229.
    Σύνταξη: Βιβή, Φεβρ. 2006
    Μεγάλο πλατύστομο αγγείο (συν. πήλινο), όπου διατηρούνται υγρά ή στερεά φαγώσιμα, κιούπι: Όταν εμπάσεις το κρασίν εις το πιθάριν από τον ληνόν, έμπασον εις πουγγίν σινάπιν ή χάλδαλον φούκταν μίαν και πλέον και έμπασον αυτό εις το πιθάριν Ιατροσόφ. (Oikonomu) 7519, 21· Η Δέσποινα τους όρισε νερό να κουβαλήσου| και τα πιθάρια τα όφκαιρα όλα να τα γεμίσου Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2409· παστώνουν και φυλάσσουν με (ενν. εμέ, τον χοίρον) δι’ όλου γαρ του χρόνου| και βάνουν με εις το σταμνίν και μέσα εις πιθάριν Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 376· υέλινον πιθάριον παχύ και παμμεγέθη,| έχοντα πάχος σπιθαμής μιας και πλείον ταύτης Βίος Αλ. 4357· (σε παροιμ. φρ.): μόνον το τρύπιον πιθάρι γεμίζει νερόν, καθώς λέγει ο λόγος Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 5834. Η λ. ως τοπων. στον πληθ.: Κυπρ. χφ. 151.
       
  • πλακώνω,
    Προδρ. (Eideneier) III 253, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 334, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 377, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 365, Αχιλλ. L 320, Χρον. Τόκκων 188, Φυσιολ. (Legr.) 526, Σφρ., Χρον. (Maisano) 467, Θησ. Θ́ [82], Χούμνου, Κοσμογ. 132, Αλεξ.2 105, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 219, Ριμ. κόρ. 675, Άσμα σεισμ. 3, 34, Σκλάβ. 27, 55, Προσκυν. Κουτλ. 156 7819, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 183v δις, Δεφ., Λόγ. 646, Αχέλ. 410, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 266, Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 27, Χρον. σουλτ. 6612, Μ. Χρονογρ. 3310, Zygomalas, Synopsis 166 Δ 15, Πανώρ. Γ́ 424, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 2, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 113, Πιστ. βοσκ. I 1, 187, Βοσκοπ.2 120, Χίκα, Μονωδ. 25, Προσκυν. Λαύρ. 874 1025, Διγ. Άνδρ. 38427, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3237, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1720, Ιερόθ. Αββ. 332, Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 447, Διήγ. πανωφ. 55, Διήγ. εκρ. Θήρ. 11022, Διήγ. ωραιότ. 286, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [153], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 80, Φορτουν. (Vinc.) Ά 248, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 184, Έ 304, Μαρκάδ. 218, Λεηλ. Παροικ. 26, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4573, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. ιβ́ 35, Αλφ. 154, κ.π.α.· πλακώ, Δευτ. Παρουσ. 369· μτχ. παρκ. πλακωσμένος, Πικατ. 215.
    Το μτγν. πλακόω (TLG· βλ. και L‑S). Η λ. στο TLG, στο Βλάχ. και σήμ.
    Ά Μτβ. 1) Επιστρώνω, καλύπτω δάπεδο ή άλλη επιφάνεια με πλάκες: Είναι δε και το έδαφος της εκκλησίας μετά ψηφίδων πλακωμένον Προσκυν. Μεταμ. 50 11132· τα άλλα (ενν. οσπίτια) ήσαν χωρίς κεραμίδια, μόνον με πλάκες πλακωμένα και με άλλα σκεπάσματα Ιστ. πατρ. 13714. 2) Σκεπάζω, καλύπτω: κάθε χρόνον κατεβαίνει (ενν. ο Νείλος) και ανανεώνει τους τόπους, διότι πλακώνοντας τους κάμπους κάνει με την ύλην οπού κατεβάζει τους τόπους όλους καινούργους Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 263· επλάκωσε καταχνία ωσάν καπνός όλον το νησί και εκτύπα τους ανθρώπους εις τα μάτια και ετυφλαίνονταν Διήγ. εκρ. Θήρ. 11012· εις την καδέκλα ήτονε μια φούσκα πλακωμένη| με μαξιλάρι ...·| κιανένα μωροκόπελο την ήθελε κουκλώσει| ογιά παιγνίδι τάχατες κι ογιά να ξεφαντώσει Στάθ. (Martini) Β́ 49· (σε μεταφ.): Πολλά μεγάλη καταχνιά κι αντάρα τον πλακώνει,| τα μάτια του εσκοτείνιασε κι εις την καρδιά του σώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 975· του ρηγός το πρόσωπο είν’ θλιμμένο| κι από μεγάλη συννεφιά και νέφη πλακωμένο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1922· τα λαμπρά λόγια του υιού του δεν τα εδέχθηκε (ενν. ο βασιλεύς) διά την παχύτητα του σκότους οπού επλάκωνε τον νουν του Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 9414. 3) Πιέζω, συνθλίβω κάπ. ή κ. με το βάρος μου, καταπλακώνω: εχάλασαν πλείστα οσπίτια απέ το κάστρος το άνω και μερτικόν απέ το κάτω, και επλάκωσαν πλείστον λαόν Byz. Kleinchron. Ά 25668· Ετρέχασι τα άλογα εκείνα του καθένος,| του Νικολάου σκόνταψε κι έμεινε νεκρωμένος,| διότις τον επλάκωσε η σέλα κι εσκοτώθη Αλεξ.2 351· Τ’ απεθαμένου ζήλευε τότε ο λαβωμένος,| γιατί απ’ άλλους ήτονε περίσσα πλακωμένος Διακρούσ. 8920· (παιγνιωδώς): Ω χορταράκια δροσερά, οπού σασε πλακώνει| τέτοια νεράιδα πλουμιστή πλιά ’σπρη παρά το χιόνι Πανώρ. Β́ 199· (σε μεταφ.): φαίνεταί μου κι ο ουρανός και τ’ άστρη με πλακώνου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1524. 4) α) Επιτίθεμαι, εφορμώ: τον (ενν. τον Άλβαντα) επλάκωσε (ενν. ο Ισμαήλ) τόσον έξαφνα, οπού δεν είχε καν καιρόν να αρματωθεί καλά· όθεν κατά κράτος τον ενίκησε Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 319· Ο δούκας ήτον ακομή νέος, πολλά παιδάκι·| αμέριμνος εκάθετον εις τα νησία Λευχάδος.| Και εξαυτό επλάκωσαν τον τόπον οι Αλβανίται| σκοπώντας και ελπίζοντας όπως να την επάρουν Χρον. Τόκκων 83· επλάκωσάν τους οι Σαρακήνοι τους πτωχούς τους χωριάτες και εσκότωσάν τους Βουστρ. (Κεχ.) 10018· β) πλησιάζω ορμητικά, πηγαίνω πολύ κοντά σε κάπ.: ο όχλος τον επλάκωσεν (ενν. τον Ιησού) να ακούει τον λόγον του Θεού Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. έ 1. 5) (Μεταφ. για συναισθήματα, συν. δυσάρεστα) καταλαμβάνω, κυριεύω κάπ.: ωσάν τον είδε (ενν. τον άγγελο Κυρίου) ο Ζαχαρίας, εταράχθη και φόβος μεγάλος τον επλάκωσε Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ά 12· Τούτο είναι το πρόσωπο του Βασιλίσκου; Ω, πόση| χαρά και θλίψη σήμερο βλέπω θα με πλακώσει! Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 360· ως ήκουσα τους λόγους σου, μεγάλον φως εμπήκεν εις την καρδίαν μου, και η μεγάλη λύπη οπού με επλάκωνεν, παρευθύς έφυγεν από λόγου μου Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5236. 6) (Για δυσάρεστες συν. καταστάσεις, δυσμενή καιρικά φαινόμενα, κ.τ.ό.) επέρχομαι ξαφνικά, καταλαμβάνω κάπ. εντελώς απροσδόκητα: επλάκωσέν τον (ενν. τον βασιλέα Αβεννήρ) μία αρρωστία, εις την οποίαν ετελεύτησεν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1446· χειμώνας τους επλάκωσε και το καράβι ’πνίγη Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 419· Άνθρωπε, πώς αποκοτάς τον κόσμον και αδικάεις; (παραλ. 2 στ.) πρι σε πλακώσει ο θάνατος, διά την ψυχή σου κάμε Αλφ. (Μπουμπ.) II 4· Κι εσύ του ρίξε (ενν. του δράκου) τουτονέ το χόρτο, κι ως του δώσει,| μεγάλος ύπνος, κάτεχε, θέλει τονε πλακώσει Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 16· (σε κατάρα): Μεγάλη ’ματορέσσα| να σε πλακώσει, βούβαλε! Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 784. 7) (Για άντρα) συνουσιάζομαι: ωσάν ήκαμεν (ενν. ο Ανδρέας Μαράς) δαμάκιν καιρόν και ήφαγεν και εχόρτασεν και εξεκάτσωσε, εποδιαντράπην και πλακώνει και μία ντου (ενν. του ντεττόρε του Μέζερη) φαμέγια. Και ωσάν το ’μαθεν ο άρχος, του τηνε βλογά και αποβγάνει τσι Κατά ζουράρηστανικώς, δυναστικώς ήλθε και πλάκωσέ με| κι είτι ’θελ’ έκαμε σε με κι ύστερα ενέμπαιζέ με Ριμ. κόρ. 758. Β́ Αμτβ. 1) α) (Κατα)φτάνω (κάπου) ορμητικά: οι δυο μας εσυρθήκαμε, πλακώνοντας το βράδι,| σ’ ένα παβιόνι μοναχοί κι εις ένα στρώμα ομάδι Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 285· Ω πόσην αναγάλλιαση, πόση χαρά και πόση| δροσιά στο σπίτι σήμερον τ’ Αρμένη θα πλακώσει! Κατζ. Έ 58· Τώρα λοιπόν κι εσύ, αδελφή, πριχού παρά να σώσεις| κι εις τούτο το κοινόν κακόν των γερατειών πλακώσεις,| κατάλαβε τες χάρες σου Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [684]· β) (προκ. για κ. δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο) ενσκήπτω, επιπίπτω: ωσάν ανεμοστρόφιλος, που ξαφνικά πλακώσει,| και σπίτια, δένδρη κι ό,τι βρει θωρείς να ξεριζώσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [187]· πρίχου άλλη μεγαλύτερη κακομοιριά πλακώσει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 94. 2) Εφορμώ, επιτίθεμαι: οι στρατηγοί θέλου πλακώσου| και ζωντανό στη γη θε να σε χώσου (ενν. εσέ, Ζήνωνα) Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 169· ώστε να φύγουν απεκεί, οι Τούρκοι επλακώσα| κι άλογα και πολύν λαόν ετότες εσκοτώσα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15321. Φρ. 1) Πλακώνω το κρεβάτι μου = πέφτω για ύπνο, ξαπλώνω: Οϊμέ, το χηρεμένο μου κρεβάτι όντε πλακώνω,| με νυχτικά μου δάκρυα το γραίνω και με πόνο Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 365. 2) Πλακώνω στρώμα της παντρειάς/την κλίνη του γάμου (μου) = παντρεύομαι (βλ. και παντρειά 1φρ.): είχε ’μόσει (ενν. ο Ροδολίνος)| μακρά από κείνη (ενν. τη μάννα του) τση παντρειάς στρώμα να μην πλακώσει Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 608· Δεν είν’ πρεπό του γάμου του την κλίνη να πλακώσει (ενν. ο Ροδολίνος),| αν ο οχουθρός του γένου μας πρώτας εδώ δε σώσει; Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 647. Το ουδ. της μτχ. παρκ. ως ουσ. = πλακόστρωτο: ευρίσκεις πέτραν πλακωτήν, είναι και πλακωμένον,| το πάτημα του Ιησού είναι χαρακωμένον Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 1022.
       
  • ποιμήν
    ο, Προδρ. (Eideneier) IV 261 χφφ PK κριτ. υπ., Διάτ. Κυπρ. 50729, 5081, Δευτ. Παρουσ. 259, Λίβ. Va 900, Hagia Sophia ω 5211, Πτωχολ. (Κεχ.) P 38, Ιστ. Βλαχ. 2761, Βελλερ., Επιστ. 54 17, 28, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1594 ά 3, 7, 9, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 229, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 39923· ποιμένας, Λίβ. Esc. 1029, Λίβ. Va 895, Λίβ. (Lamb.) N 889, 891, 894, Λίβ. N 889, 891, 894, Μαλαξός, Νομοκ. 113, 150, Χριστ. διδασκ. 129, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. ί 11, 12, 16.
    Το αρχ. ουσ. ποιμήν. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ).
    1) Βοσκός (προβάτων): Λίβ. P 740· Ένα λυκόπουλ’ έτρεφε ποιμένας στο κοπάδι,| αντάμα το ’χε στα σκυλιά, στα πρόβατα ομάδι Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 701· ελάλιεν ομπρός του πρόβατα, εφαίνετον ως ποιμένας,| το έναν του χέρι να κρατεί ποιμενικόν καλάμιν Λίβ. Esc. 1031. 2) (Μεταφ.) α) ηγέτης, κυβερνήτης: Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 13· Χάρις λοιπόν τῳ ευεργέτῃ Θεῴ και της εκλαμπροτάτης μας αυθεντίας και θεοφρουρήτου των Ενετών, απού εδιάλεξεν έτοιον γλυκύν και καλόν άρχον να μας τον πέψει ποιμέναν Μορεζίν., Λόγ. 469· β) (εκκλ.) θρησκευτικός ηγέτης· (συν. προκ. για επίσκοπο): περί της επισκοπής του Αρείου, μη έχοντα ποιμένα προς το παρόν Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 268· ειπέτε τον πολύν κλαυθμόν και του καλού ποιμένος| Ιακώβου, οπ’ είναι καύχημα εις των Ελλήνων γένος,| (σοφού αρχιερέα μου και των Κυκλάδων νήσων,| μετά τον Διονύσιον δεν έτυχα άλλον ίσον) Λίμπον. 463· (προκ. για ηγούμενο μονής): κάθηνται και οι κόλακες πλησίον του ποιμένος Προδρ. (Eideneier) IV 261 χφ H κριτ. υπ. έκφρ. (ο) καλός ποιμήν/‑ένας (προσηγορία του Χριστού): εγώ είμαι ο ποιμένας ο καλός και εγνωρίζω τα εδικά μου και γνωρίζομαι από τα εδικά μου Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. ί 14· Και αυτός ο Σωτήρ εαυτόν ποιμένα καλόν εκάλεσε Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 13.
       
  • πολεμίζω,
    Ερμον. Μ 282, Ο 70, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 47, 335, Gesprächb. 4620, Λίβ. Esc. 2314, Αχιλλ. (Smith) N 452, Φυσιολ. 37116, 17, Διήγ. Βελ. χ 218, Θρ. Κων/π. (Mich.) 100, 121, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 577, Αργυρ., Βάρν. K 400, 405, Μαχ. 15837, 27227, Δούκ. 10731, Σφρ., Χρον. (Maisano) 15826, 16021, Θησ. (Foll.) I 33, 54, Γεωργηλ., Θαν. 578, Βουστρ. (Κεχ.) 1308, Byz. Kleinchron. Ά 18534, 24520, Αλεξ.2 1748, 1753, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 267, 303, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 114, 130, Ιμπ. (Legr.) 130, Κορων., Μπούας 63, 109, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Έ [203], Βυζ. Ιλιάδ. 878, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1066, 1087, Θρ. Κύπρ. M 299, 650, Χρον. 307, Κυπρ. ερωτ. 15118, Διγ. O 2630, Καλόανδρ. (Δανέζης) 59(1r), κ.π.α.
    Το αρχ. πολεμίζω. Η λ. και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.) και με διαφορ. σημασ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 747).
    I. Ενεργ. Ά Αμτβ. α) Μάχομαι, πολεμώ: Σπαν. O 119, Διγ. Z 2037, Αχιλλ. L 452· β) (με τις προθ. προς, μετά, με) συγκρούομαι ενόπλως με κάπ. αντίπαλο, επιτίθεμαι εναντίον κάπ., πολεμώ: ο Αλυάτης δε προς τους κατά πρόσωπον αυτού πολεμίζων ουκ εγίνωσκε τι γίνεται όπισθεν Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 355· ο τουρκοπουλιέρης εμήνυσέν του: είναι ότοιμος να πολεμίσει μετά του, αμμέ το κάστρον δεν του το διδεί με το θέλημάν του Μαχ. 1101819· μετ’ αυτούς δ’ επολέμιζε (ενν. ο σινιόρ Μερκούριος) έως πότε πούρθ’ η νύκτα,| κι ουδόλως εφοβήθηκε λουμπάρδας Κορων., Μπούας 37· πολεμίζουν καθημερινόν με τους Τούρκους Μαχ. 10026· γ) (μεταφ., με το επίρρ. εναντίον και την πρόθ. προς) αντιμάχομαι κάπ.: Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Θ́ [527]· (προκ. για τις σαρκικές επιθυμίες): Αγαπητοί, παρακαλώ σας να φυλάγεσθε, ..., από τες σαρκικές επιθυμίες, αι οποίες πολεμίζουσι εναντία της ψυχής Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πέτρ. Ά β́ 11· δ) πολεμώ για κάπ.: επολέμιζε δι’ εσέναν Λίβ. Esc. 3654· διά σε γαρ πολεμίζω Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ́́ [428]· ε) διεξάγω πολεμικές επιχειρήσεις μαζί με κάπ., συμπολεμώ: Αργυρ., Βάρν. K 398, 401. Β́ Μτβ. 1) α) Διεξάγω πόλεμο εναντίον κάπ., επιτίθεμαι εναντίον κάπ., πολεμώ: Καναν. (Pinto) 484, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΒ́ [166]· (με αιτιατ.): τους πολεμίζοντας αυτόν από της ξηράς έβλεπε μετά τέχνης στρατιωτικής πολλής ερχομένους Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 385· Εγώ μόνος και μοναχός φουσσάτα πολεμίζω| και μοναχός μου δύναμαι όλα να τα νικήσω Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 876· πότε αππηδούσαν τους και πολεμίζαν τους και εθανατώνναν τους Μαχ. 43411· β) κάνω επίθεση εναντίον κάπ., απειλώ κάπ.: Ούτω και ο διάβολος δόλιος πάνυ έσται,| και πάντα πολεμίζει γαρ το γένος των ανθρώπων Φυσιολ. (Legr.) 529· γ) (προκ. για κάστρο, πύργο, πόλη, νησί) επιτίθεμαι, πολιορκώ: ήρξατο γουν πολεμίζειν αυτό (ενν. το Δυρράχιον) υπολαμβάνων δι’ όλου του χειμώνος παραλαβείν αυτό Κομνηνής Άννας Μετάφρ.320· επολεμίζαν το κάστρο Μαχ. 12418· επολεμίσαν τον πύργον Μαχ. 17035· ούτε την Πόλιν να πολεμίσεις, ούτε άλλον τόπον της βασιλείας ημών Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 20· απέστειλε ο Τούρκος εκατό κάτεργα και πολλά φουσσάτα του καιρού της Κύπρου και επολέμισε αυτή τη νήσο Τήνος Μηλ., Οδοιπ. 638· δ) (μεταφ. εδώ προκ. για εκδήλωση ερωτικής διάθεσης): ασκώ επίμονα πίεση σε κάπ., πολιορκώ κάπ. με σκοπό τη σύναψη σχέσεων: με πολεμίζουν| η ευγένεια κι αγάπη σου που προς εσέ τραβίζω,| και με καταναγκάζουσι δούλη σου για να γένω, | κι όπου κι αν είν’ και ήθελες μαζί σου να πηγαίνω,| για να σε έχω άνδρα μου κορώνα στο κεφάλι Μαρκάδ. 155· Πολεμισμένη από την ωραιότητα και ανδρεία του ιδίου αγροίκαε να ταράζεται η καρδιά της Καλόανδρ. (Δανέζης) 58(2r). 2) Καταβάλλω έντονη προσπάθεια για να πετύχω κ., προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω το σκοπό μου, πασχίζω: ο κυνηγός πάσχει και πολεμίζει| την πέρδικαν την παλαιάν στας χείρας του να βάλει Φυσιολ. (Legr.) 714. II. (Μέσ.) συγκρούομαι ενόπλως, μάχομαι, πολεμώ: Δούκ. 12728, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 648. (εδώ προκ. για τον αγώνα του ανθρώπου με το διάβολο): φοβού αδελφέ· μηδέν πολεμισθείς ποτέ χωρίς ευλογίας, να μηδέν χαρεί ο διάβολος εις το πτώμα σου Gesprächb. 705. Το έναρθρ. απαρέμφ. ως ουσ. = πόλεμος: μαχόμενος το τότε| ελαβώθην εν τῳ μήρῳ| και δεινώς λιγοθυμήσας| έπαυσεν του πολεμίζειν Ερμον. Κ 290.
       
  • πολιτεύω,
    Γλυκά, Στ. 482, Ελλην. νόμ. 5562, Διγ. A 1301, Φυσιολ. 3482, Rechenb. 362, Χειλά, Χρον. 357, Byz. Kleinchron. Ά 6592, Σοφιαν., Παιδαγ. 110, Βησσαρ., Διαθ. 23587, Μαλαξός, Νομοκ. 244, Λούκαρ., Διάλογ. 22218, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 745, Ιστ. πατρ. 873, 1011, Πηγά, Χρυσοπ. 107 (49), Κανον. διατ. 345, Ιστ. Βλαχ. 83, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 348, 16026, Ψευδο-Σφρ. 3168, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 23651, Λίμπον. 125, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 86, 278, 397, Ροδινός (Βαλ.) 147, Ροδινός Νεόφ. 226, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Θεσσ. Β́ γ́ 6· πολιτεύουμαι, Πηγά, Χρυσοπ. 107 (49), Ιερόθ. Αββ. 334, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. 74r.
    Το αρχ. πολιτεύω. Η λ. και σήμ. (πολιτεύομαι).
    I. (Ενεργ.) ζω, διαβιώνω: η δείνα θυγατέρα του δείνα ... ποιεί την αγιοσύνην σου να εγνωρίζεις ότι ο πατήρ αυτής ... εμνηστεύσατο αυτήν ... μετά του δείνα· πολιτεύοντες εν τῳ άμα έχει την σήμερον ημέραν χρόνους δ́ και αυτός ο δείνα ου δύναται συναφθήναι μετ’ αυτής Ελλην. νόμ. 5308. II. Μέσ. Ά Αμτβ. 1) Παίρνω μέρος στην πολιτική ζωή, συμμετέχω στη διοίκηση, στη διακυβέρνηση της πολιτείας: Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 142. 2) α) Κυβερνώ, διοικώ· εφαρμόζω, ακολουθώ ορισμένο τρόπο διακυβέρνησης, διοίκησης: Σοφιαν., Παιδαγ. 110, Ροδινός (Βαλ.) 180· β) ακολουθώ ένα συγκεκριμένο νομοθετικό σύστημα, εφαρμόζω μια συγκεκριμένη νομοθεσία: μετ’ αυτούς τους νόμους των δώδεκα βιβλίων οπού εγράφησαν επολιτεύονταν ο λαός χρόνους υξ’ Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 23754. 3) α) Συμπεριφέρομαι· ενεργώ, πράττω: Και συ ουν, νοητέ άνθρωπε, πολιτεύου ούτως καθώς εποίησεν ο κάστωρ και ελευθερωθήσει εκ του κυνηγού Φυσιολ. (Zur.) XXXIIII 19· Λέγω διά τους ιδιώτας και αγραμμάτους, οπού πολιτεύονται σχεδόν χειρότερα των κτηνών Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 131· β) ζω, διάγω (ακολουθώντας ένα συγκεκριμένο τρόπος ζωής και συμπεριφοράς): τέλος δε τούδε του βίου δέδωκεν εν ειρήνῃ| καλώς πολιτευσάμενος και λαμπρώς αριστεύσας Διγ. Z 1252· (ειδικότ. για το χριστιανικό τρόπο ζωής): όσοι έλαβον ταύτην την πίστιν και επολιτεύσαντο εναρέτως κατά τον Ιησού νόμον έλαβον μεγάλα χαρίσματα Ιστ. πατρ. 9216‑17· (προκ. για μοναχό): τῃ του Ιουλίου μηνός εικοστῄ ... εκειράμην. Ο δε Θεός ... βοηθήσαι μοι τῳ αθλίῳ πολιτεύσασθαι κατά το επάγγελμα Byz. Kleinchron. Α 6592. 4) Προβληματίζομαι, ασχολούμαι με κ.: Για κείνο επολιτεύτηκε κι ηύρηκε (ενν. ο άνθρωπος) τέχνες τόσες| οπού τονε στολίζουνε με πλούτη και με γνώσες Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 9. 5) (Νομ.) ισχύω, εφαρμόζομαι: Έγραψε ... ο Λέων, ο βασιλεύς νεαράς και διατάξεις ..., αλλά την σήμερον δεν πολιτεύονται όλες Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 239142. 6) α) (Προκ. για νομίσματα) είμαι σε κυκλοφορία: κεντηνάρια ιβ́ χιλιάδες ... ποσούμενα εις νομίσματα του τότε καιρού ... επαριθμούμενα μυριάδας εννεακισχιλίας εκατόν εβδομήκοντα ...· άτινα μεταβαλλόμενα προς τα πολιτευόμενα νυν γίνονται μύριαι μυριάδες Metrol.2 1432· β) (προκ. για γλώσσα) χρησιμοποιούμαι, ομιλούμαι: Και έκτοτε άρχισεν η ελληνική γλώσσα να πολιτεύεται εις την Αίγυπτον, διά να γίνεται συναναστροφή Ελλήνων και Αράβων Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 243. 7) Υπερισχύω, κυριαρχώ: εχάθην η αγάπη,| η κακοσύνη επλήθυνε, φθόνος επολιτεύθη Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 1150· ουκ εστίν άλλο εις τον οίκον αυτού (ενν. του ανθρώπου), ουδέ πολιτεύεται  ... ειμή το πονηρόν και ακάθαρτον όνομα του Διαβόλου Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι XI 55. Β́ Μτβ. 1) (Με σύστ. αντικ.) ζω ακολουθώντας κάπ. συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς: επήγαιναν (ενν. οι Ινδοί) εις την έρημον και με το θνητόν σώμα επολιτεύοντο την πολιτείαν των ασωμάτων Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3125. 2) Εφαρμόζω, πραγματώνω κ.: εν τη γη επολιτεύσαντο (ενν. οι άγιοι) πάσας τας αρετάς Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. IV 859. Η μτχ. ως επίθ. = που έχει ορισμένο τύπο διακυβέρνησης και διοίκησης: Δεν ηξεύρω αν ευρίσκεται τόπος ή πολιτευομένη πατρίδα πλια μικρή, ξηρά άκαρπη ... ωσάν το νησί της Ιθάκης Ροδινός (Βαλ.) 159. Το ουδ. της μτχ. παρκ. στον πληθ. ως ουσ. = συμβάντα, γεγονότα: Λύπης αμέτοχον ουδέν των πολιτευομένων| και πραττομένων περί γην και των ενεργουμένων Καλλίμ. 4.
       
  • στολίζω,
    Hist. imp. (Rochow) 19662, Ερμον. Φ 227, Φλώρ. 807, 961, 969, Λίβ. Εsc. 4319, Θησ. Γ́ [62, 3], Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4411, 4698, Κώδ. Χρονογρ. 5810, Χρον. σουλτ. 7211, Ιστ. πατρ. 19722, Μορεζ., Κλίνη φ. 147r, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1194, 1275, Κυπρ. ερωτ. 864, Πανώρ.2 Αφ. 42, Δ́ 78, 286, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 29, 33, Ά́ 584, Χορ. δ́ 714, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 116, Παλαμήδ., Βοηβ. Εισαγ. 45, Ιστ. Βλαχ. 2795, Διγ. Άνδρ. 375114‑15, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1364, Eρωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1374, Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 472, Ιντ. ά 58, β́ 8, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 183, Μπερτόλδος 30, Διγ. O 1997, 2399, 2880, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 18018, 46817, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιβ́ 44, κγ́ 29, Λουκ. κά́ 5, κ.π.α.· γ́ εν. αορ. εστολήθην, Διήγ. Αλ. G 2664.
    Το αρχ. στολίζω. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) (Προκ. για χώρο) α) κοσμώ με στολίδια, διακοσμώ: Χαράν μεγάλην όρθωσαν, να ποίσουν όταν έλθει (ενν. ο Θησέος)| και παρευθύς αρχίνισαν την πόλιν να στολίζουν.| Όσο κι αν ήτον δυνατό, όσο κι αν ημπορούσαν,| την χώραν τους εστόλισαν όλη σε πρεποσύνη Θησ. Β́ [194, 6Ήρισε ο ρήγας να γενεί ένα ψηλό πατάρι (παραλ. 3 στ.)· και με χρουσά και μ’ αργυρά τριγύρου το στολίζου| κι ελάμπασινε τα θρονιά κι οι τόποι οπού καθίζου Eρωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 101· έτρωγαν και έπιναν και εστόλιζαν τα εργαστήρια και εχαίρουνταν οι άνθρωποι εις την νίκην του βασιλέως Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 45v· (κατ’ ευφημισμόν): ήτον τα περιγιάλια στολισμένα| κορμιά των Ρεθεμνιώτων σαπημένα Τζάνε Εμμ., Μοιρολ. 1385· β) (με υποκ. τον ήλιο, άστρα κλπ.) ομορφαίνω: έμαθα, πριν αρχίσει| Αυγερινός τσ’ Ανατολής τα μέρη να στολίσει,| με προθυμιά σηκώθηκε (ενν. ο Πανάρετος), σαν έν’ συνηθισμένος Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 62· (σε παρομοίωση): Καθώς ο ήλιος στα ψηλά λάμπει και διαφωτίζει,| και στέκεται στον κύκλο του κι όλη τη γη στολίζει (παραλ. 2 στ.), τέτοιας λογής κι η φρόνησις λάμπει κι η ευγενειά σου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14416. 2) (Γενικ.) κάνω κ. όμορφο βάζοντας στολίδια, διακοσμώ: με προθυμιά και πόθον αρχινίζει (ενν. η Αρετούσα)| και τζόγια κάνει ολόχρουση, πλουμιά τηνε στολίζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 1372· θωρείς πως κάθουνται (ενν. οι γυναίκες) κι ολημερνίς κτενίζου| την κεφαλή και με τσ’ αθούς τσ’ όμορφους τη στολίζου Πανώρ.2 Ά́ 414· τ’ ατίμητα λιθάρια| και το χρυσάφι τ’ όμορφο και τα μαργαριτάρια,| οπού στολίζου τσι λαιμούς και τα ’μορφα δακτύλια Πανώρ.2 Πρόλ. Απόλλων. 25· (μεταφ.): χάρες που το νου και το κορμί στολίζου Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. β́ 84. 3) α) Ντύνω κάπ. με όμορφα ρούχα, κοσμήματα, κλπ.: Οι νες, οπού εχηρέψασιν, αλλών χείλη φιλούσιν,| άλλους περιλαμπάνουσιν κι εσάς (ενν. τους νεκρούς) καταλαλούσιν.| Στολίζουν τους τα ρούχα σας, στρώνουν τους τ’ άλογά σας ... Απόκοπ.2 173· (εδώ ειρων.): με μάνητα περίσσα| με διώχνει (ενν. ο Ζήνων), και οι στρατηγοί τότες μ’ εξεστολίσα·| τα ρούχα τα βασιλικά μου παίρνου, …| και μετά τούτη την τριχιά μ’ εστόλισε και ράσο Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 388· β) ντύνω κάπ. με την επίσημη στολή αξιώματος: να ζώσεις αυτουνούς βρακοζώνι τον Ααρων και τα παιδιά του, και να στολίσεις αυτουνούς σκούφιες· και να είναι αυτωνών γεριοσύνη εις τύπο ναιώνα Πεντ. Έξ. XXIX 9· Κάνου γενεραλίσσιμο άξιο και στέλλουσί τον| Μαρτσέλο τον Λορέντζιον κι όλον στολίζουσί τον Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 36819. 4) Αποτελώ στολίδι για κάπ.: αι εκκλησίαι, πενθήσατε εκείνον οπού σας εστόλιζε και σας ετίμα· οι γραμματισμένοι τον σοφόν, οι εύγλωττοι τον Νέστοραν τον γλυκύλαλον Χίκα, Μονωδ. 148· Αμέτε όλ’ οι Κρητικοί να στέκετε στα ξένα,| και πλιο να μηδέν καρτερώ (ενν. εγώ, το Κάστρο) να δω από σας κανένα,| εκείνους οπού στόλιζα κι είχασι πλήσα χάρη,| και τώρα μένου μετά με άτυχοι γιανιτσάροι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 56119. 5) (Μεταφ.) ομορφαίνω κάπ. ψυχικά και πνευματικά, διαπλάθω σωστά: πρέπει από την αρχήν τα ήθη και οι τρόποι των παιδίων να αρμόζονται και να στολίζονται, διότι η νεότης έναι πράγμα απαλόν και εύκολα πλάθεται Σοφιαν., Παιδαγ. 100. 6) Δίνω, χαρίζω κ. όμορφο και πολύτιμο: σκύφτει (ενν. ο Θεός) και χώμα πιάνει|και μετά κείνον έπλασε και ήκαμε τον Αδάμη.| Κι εστόλισέν του τη ζωή κι είπεν του: «Γείρου, στάσου! …» Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1026. (εδώ ειρων.): Ει δε στραφεί κανείς ποσώς και ιδεί το μοναστήριν,| ραβδέας καλάς κατάραχα στολίζουν τον και υπάγει Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 258. IΙ. (Μέσ.) ντύνομαι με όμορφα ρούχα, κοσμήματα, κλπ.: Εγώ … ωσάν εξύπνησα από τον ύπνον, επίασα και εστολίζουμουν ως νέα οπού ήμουν Διγ. Άνδρ. 36937· Στολίζεται, αποφτειάνεται (ενν. η Αρετούσα) κι εις του κυρού τση πηαίνει Eρωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 1799· πανάσχημη, χοντρόχειλη, χαμηλοφρύδα, μαύρη,| στολίζεσαι και είσαι άσκημος, νίβγεσαι και μαυρίζεις Ερωτοπ. 327· (μεταφ.): ήτον (ενν. ο Ιωάσαφ) εστολισμένος πάσαν καλοσύνην και όλας τας χάριτας Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 20412· οι νεότεροι υποτάγητε εις τους γεροντοτέρους, και όλοι υποτάσσεσθε ένας τον άλλον, στολισθείτε την ταπεινοφροσύνην Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πέτρ. Καθ. Επ. Ά́ έ́ 5. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) Που έχει στολίδια· όμορφος· (μεταφ.): ήλθεν και η ημέρα,| ανέτειλεν ο ήλιος, λαμπρός, εστολισμένος Αχιλλ. L 245· εις τούτονε καιρό το στολισμένο,| της άνοιξης τον όμορφο, τον πρασινανθισμένο … Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 161. αυτόν (ενν. τον Αρκίταν) εις παρηγόρησιν πάντα τον εγκαρδιώνει (ενν. ’Πόλυτα η ρηγίνα),| απόκοτα και έμορφα, με στολισμένους λόγους Θησ. Θ́ [496]. 2) Ντυμένος με ωραία ρούχα, κοσμήματα, κλπ.· καλοντυμένος: Όταν ο δολερός κριτής ιδεί άνθρωπο εις την κρίσιν (παραλ. 12 στ.), διαπάς αν έχει υπέρπυρα, να ’ναι και στολισμένος,| πάντα εις το νου του μελετά το πώς να τον κομπώσει Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1032.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης