Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- ευπρόσφορος,
- επίθ.
Το μτγν. επίθ. ευπρόσφορος.
Πρόσφορος, κατάλληλος: ετύγχανεν ευπρόσφορος της ιερατείας και εκρίνετο γενέσθαι ιερής Λόγος ωφέλιμος 59v.θεόπνευστος,- επίθ.
Το μτγν. επίθ. θεόπνευστος.
Φτιαγμένος ή γραμμένος με θεία έμπνευση, θεόπνευστος: εν τῃ θεοπνεύστῳ γραφῄ Φυσιολ. 3512‑3· εν τοις θεοπνεύστοις λόγοις Λόγος ωφέλιμος 67v.λευιτικός,- επίθ., Λόγος ωφέλιμος 61Γ.
Το μτγν. επίθ. λευιτικός (L‑S και Lampe, Lex.). Η λ. και σήμ.
Που αναφέρεται ή ανήκει στο λευίτη: από γενιάν λευιτικήν παπάδες διαλεμένοι Χούμνου, Κοσμογ. 2790. Το ουδ. ως ουσ. = τίτλος ενός από τα βιβλία της ΠΔ : εις την Παλαιάν Διαθήκην το Λευιτικόν υποδιακονικόν ήτον Χριστ. διδασκ. 406.νομοθεσία- η, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 59.
Το αρχ. ουσ. νομοθεσία. Η λ. και σήμ.
α) Σύνολο νόμων, κανόνων: όλα προεικόνιζαν την ευαγγελικήν νομοθεσίαν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 59· εις πόσα διαιρείται η νομοθεσία του Μωυσέως Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 56· β) ο Μωσαϊκός νόμος· (εδώ προκ. για το χρόνο καθιέρωσής του): εν γενεαίς αρχαίαις, προ της Νομοθεσίας επιμειξία γέγονε των δύο φυλών επί Ααρών του ιερέως Λόγος ωφέλιμος 61r· γ) το γεγονός της παράδοσης των Δέκα Εντολών του Θεού στο Μωυσή: Έσμιξε δε ο ζωγράφος τα της νομοθεσίας και τα της Μεταμορφώσεως ομού Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 166· εις το της νομοθεσίας όρος Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 117.περιμανθάνω (I).- Από την πρόθ. περί και το μανθάνω· βλ. και LBG.
Μαθαίνω, εξακριβώνω κ.: Είπον ουν τινές αυτών καλέσαι τους γονείς αυτού (ενν. του ιερέως) και περιμαθείν τα ονόματα αυτών, και κατάθεσιν λαβείν παρ’ αυτών, ει εστίν αυτός ... υιός αυτών Λόγος ωφέλιμος φ. 61v.πολυπραγμονώ,- Σπαν. A 88, Σπαν. B 86, Σπαν. V 82, Σπαν. P 30, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 92, Δούκ. 7124, 17519, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 52r, 54r, Παϊσ., Ιστ. Σινά 824, Ροδινός (Βαλ.) 192.
Το αρχ. πολυπραγμονέω. Η λ. και σήμ. λόγ.
Εξετάζω κ. σε βάθος, λεπτολογώ: Υιέ, αν θέλεις κτήσασθαι προς άνθρωπον φιλίαν,| πολυπραγμόνει, μάνθανε, ψηλάφα, κατερώτα| την γνώμην, την υπόληψιν και την προαίρεσίν του Σπαν. (Μαυρ.) P 245· (εδώ μτβ. προκ. για πρόσωπο): Ταύτα ακούσαντες οι ιερείς εκάλεσαν ελθήναι μαστευτάς, και προσέταξαν πολυπραγμονήσαι αυτήν και μαθήναι ει αληθώς παρθένος εστίν η Μαρία Λόγος ωφέλιμος 63v.σπουδάζω,- Σπαν. A 112, Κομν., Διδασκ. Δ 179, Λόγ. παρηγ. L 313, Λόγ. παρηγ. Ο 322, Προδρ. (Eideneier)2 Δ́́ 573, Καλλίμ. 1331, Ιερακοσ. 4988, Διγ. (Trapp) Gr. 631, Διγ. Z 1515, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Εsc. 1134, Βέλθ. 765, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 10480, Χρον. Μορ. H 3801, Χρον. Μορ. Ρ 4650, Βίος Αλ. (Aerts) 3520, Φλώρ. 160, Σαχλ., Αφήγ. 121, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 320, Λίβ. διασκευή α 1458, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 706, Χρον. Τόκκων 1340, Φαλιέρ., Ιστ.2 233, Δούκ. 755, Σφρ., Χρον. (Maisano) 7625, Διήγ. Βελ. N2 42, Θησ. Ί́ [1005], Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 27, Λίβ. Va 3827, Αλεξ.2 1323, Συναξ. γυν. 46, Απόκοπ.2 266, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 78, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1875, Κορων., Μπούας 6, Πένθ. θαν.2 283, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 48v, Αχέλ. 556, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 743, Κυπρ. ερωτ. 1013, Πανώρ.2 Δ́ 34, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 457, Έ́ 214, Κατζ. Έ́ 268, Βοσκοπ.2 134, Διγ. Άνδρ. 3478, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 842, Β́ 625, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 19, Στάθ. (Martini) Β́ 225, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [852], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 109, Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 391, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1441, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5645, κ.π.α.
Το αρχ. σπουδάζω. Η λ. και σήμ.
Α´ Μτβ. 1) Σπεύδω, επείγομαι, βιάζομαι (να κάνω κ.): Το όνειρον ως είδασιν περί του Καλλιμάχου,| περιστατούνται, θλίβονται, σπουδάζουν βοηθήσαι Καλλίμ. 1348· ταύτα γαρ συνοπτικά σε γράφω να μανθάνεις,| διατί σπουδάζω να στραφώ εις την αφήγησίν μου Χρον. Μορ. P 94· Ο βασιλεύς εσπούδαζε ν' απέλθει εις την Δύσιν,| ελπίζοντα, λογίζοντα να του έχουν βοηθήσει| ο πάπας με την εκκλησίαν κι ο ρήγας της Φραγκίας Χρον. Μορ. H 1311· (σε προσωποπ.): έρχεται εις αυτόνον μία αρρωστία πολλά βαρά, η οποία εσπούδαζε να τονε δώσει του θανάτου, και τότες εθυμήθη να ζητήξει την βοήθειαν απού τον Θεόν Μορεζ., Κλίνη φ. 16r. 2) α) Αναγκάζω κάπ. να επισπεύσει, βιάζω: Αφού δε πάλε εσέβησαν την πόρταν της Τρωάδος,| το δάον εσπουδάξασι, φθάνουν εις το φουσσάτον Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 2713· είχεν (ενν. ο Νοέμβριος) …| και εις το χέριν βούκεντρον, σπουδάζει γαρ τους βόας Ημερολ. 35· Εγώ δε θε να καρτερώ κι η ώρα με σπουδάζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 565· Ξύπνησε, κανακάρη μου, κι εγώ ’μαι που σε κράζω·| δουλειά σε θέλω βιαστική, για κείνο σε σπουδάζω Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 484· β) επισπεύδω, επιταχύνω κ.: Να ζήσεις, αμιρά μου,| σπούδαξε την αθιβολή, και μέσα τ’ άντερά μου| γροικώ και λεμεντάρουνται, γιατί άνεμο γεμάτα| ευρίσκουνται απού την αυγή Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 267· αλύπητος κι αδιάκριτος πάντα να σε πειράζει| και τση ζωής σου τσ’ ακριβής το τέλος να σπουδάζει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 528· (εδώ σε παροιμ. φρ.· βλ. και Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. σ. 777]): Δος μου να μάθω γρήγορα κι η ώρα μασε βιάζει| κι οπού σπουδάζει τη δουλειάν απονωρίς σκολάζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1872· φρ. σπουδάζω τα ζάλα μου = περπατώ βιαστικά, βιάζομαι: Σπουδάξετε τα ζάλα σας, γιατί ο Θεός με βιάζει| να κάμει ο νους κι η όρεξη εκείνα τά λογιάζει Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 239· φρ. σπουδάζω την οδόν/τη στράτα = κινούμαι βιαστικά (πεζός ή έφιππος), βιάζομαι· πβ. φρ. ταχύνω τον δρόμον, βλ. δρόμος 9: την οδόν σπουδάζετε, ταχύνατε τον δρόμον,| φθάσατε να σας ίδωσιν οπού σας απαντέχουν Λίβ. διασκευή α 4343· εκαβαλίκευγε ως αϊτός σπουδάζοντας τη στράτα| και με την ώραν ήφτανε που εσμίγαν τα φουσσάτα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 933. 3) α) Προσπαθώ, μεριμνώ, φροντίζω για κ.: εσπούδαζε όσον ήτονε η δύναμίς του, όταν εζωγράφιζε την εικόνα της Θεοτόκου, να τηνε κάνει πολλά ωραία Μορεζ., Κλίνη φ. 153r· εσπούδαζε πάντα το τάλαντον οπού έλαβεν από τον ευεργέτην Θεόν να το πληθύνει και να το γυρίσει οπίσω διπλόν Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 655· ο καθεείς εσπούδαζεν να σώσει τον εαυτόν του Χρον. Μορ. P 4824· Πάντα λοιπόν εσπούδαζα φυγείν την αμαρτίαν Διγ. Z 3705· Το σφάλμα βλέπω σα γενεί πως καθαείς σπουδάζει| μ’ όμορφα λόγια όσο μπορεί στο ’στερο να το σιάζει Πανώρ.2 Έ́ 223· β) επιδιώκω: τούτο εσπούδασαν οι Τούρκοι με τα συχνά βόλια των τουφεκίων, να κάμουσι τους Τσερκέζους να μη δύνονται με τα άλογα να πολεμούσιν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 398· Αμή εσύ, ω άνθρωπε του Θεού, φεύγε ετούτα· και σπούδαζε δικαιοσύνην, ευσέβειαν, πίστιν, αγάπην, υπομονήν, πραότητα Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Τιμ. Ά́ Ϛ́ 11· γ) επιδεικνύω ζήλο για κ., καταγίνομαι με κ.: έδωκε τον εαυτόν του (ενν. ο Ιησούς Χριστός) διά λόγου μας, διά ... να καθαρίσει εις του λόγου του λαόν εδικόν του οπού να σπουδάζει τα καλά έργα Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Τίτ. β́ 14· Ο κηπουρός μετά μικρόν εκείθεν εμετέστην,| τον κήπον αγωνούμενος, τα των φυτών σπουδάζων Καλλίμ. 2066. 4) (Προκ. για επιστήμες, τέχνες, μαθήματα, βιβλία, κ.τ.ό.) ασχολούμαι συστηματικά, μελετώ: εις ... την εορτήν των γενεθλίων ήλθασι προς τον βασιλέα πενήντα πέντε άνδρες Χαλδαίοι, οι οποίοι ήσαν αστρολόγοι και δεν εσπούδαζαν άλλο, μόνον την αστρολογίαν Ιστ. Βαρλαάμ 441· Εσπούδαξε τα γράμματα και πραγματειάς την τάξιν,| και με τον υψηλόν του νουν επήρε ευθύς την πράξιν Λίμπον. 139· έπεσεν ο πόθος αυτού (ενν. του πατριάρχη) και η αγάπη εις την μελέτην της θείας Γραφής, και νύκτα και ημέρα εσπούδαζε και σπουδάζει θεολογικά, φιλοσοφικά και άλλα πολλά μαθήματα και εκκλησιαστικά Ιστ. πατρ. 1977 δις· ο λεγόμενος πρεσβύτερος Κυριακός εμάζωνε τα βιβλία και εσπούδαζέν τα πολλά Μορεζ., Κλίνη φ. 227r· Ζητώ ακόμη συγχώριον από πάσα έναν απού εσπούδαξε την Αγίαν Γραφήν και είδε τα μεγαλεία της Κυρίας Μορεζ., Κλίνη φ. 2r. 5) (Προκ. για συναισθήματα) καλλιεργώ, αναπτύσσω: ο φόβος του Θεού εμάκρυνεν από εκείνους και η διαβολική ζηλεία εσπουδάζετο Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 872. Β´ Αμτβ. 1) α) Σπεύδω, βιάζομαι, επείγομαι: εις το κυνήγι σπούδαζε και τρέχε και γρηγόρει,| ότι ξυπνά τον άνθρωπον μεγάλως εις στρατείαν Κομν., Διδασκ. Δ 150· Εκείνοι όπου ορίστησαν να απέλθουν στους Ρωμαίους,| γοργόν πολλά εσπουδάξασιν, σύντομα τους εφτάσαν Χρον. Μορ. Η 9064· ωσάν εγροικήσασι πως αληθινά ζωντανά είναι τα κοπέλια, διά τούτο σπουδάζουσι πλιότερον και εβγάνουσιν όλα όσα ήσανε απάνω των κοπελιώνε και ευρίσκουσίν τα γερά, ζωντανά Μορεζ., Κλίνη φ. 45v· Νένα, δεν έχω απομονή και σπούδαξε, να ζήσεις,| κάμε το γληγορύτερο του ξένου να μηνύσεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ́ 601· Φόβοι τσ’ αγάπες τσ’ άπρεπες πάντα τσι συντροφιάζου| κι εύκαιρα μεταγνώματα ξοπίσω τως σπουδάζου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 102· Ό,τι σου λέγω θες ιδεί, ανέν και δεν σπουδάζεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [1429]· (σε παροιμ. φρ.): έδε το λέγουν «κάθισε τια όταν σπουδάζεις» Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 422· β) κατευθύνομαι, πηγαίνω βιαστικά προς: Απάρτι τι βραδύνεις;| Τι παρατρέχεις τον καιρόν; Σπούδαζε προς τον πόρον Λίβ. διασκευή α 4023· Ήθελαν λοιπόν (ενν. οι μαθηταί) να τον πάρουν (ενν. τον Ιησού) εις το καράβι, και παρευθύς το καράβι ευρέθη εις την γην οπού εσπούδαζαν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. Ϛ́ 21. 2) α) Φροντίζω, μεριμνώ, προσπαθώ: εσπούδαζεν ίνα εις τον Μορέαν και τους τρεις άλλους αδελφούς εγκατοικίσῃ Σφρ., Χρον. (Maisano) 7621· του Παπανικόλα την θυγατέρα αυτός εσπούδαξεν και την εχώρισαν από τον άνδρα οπού είχεν, διότι ήτον πέντε βαθμών Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 50v· ομολογώ σου το εις τον θάρρον τον πολύν οπού έχω με σένα και ως φίλον μου εγκαρδιακόν οπού σε έχω και εσύ σπουδάζεις διά καλό μου, αλλ’ εγώ κρατώμαι υπό τους λογισμούς των ανθρώπων και διά τούτο δεν γίνομαι χριστιανός Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 249r· εις τούτο σπουδάζω — να έχω συνείδησιν εις τον Θεόν και εις τους ανθρώπους πάντοτε ασκανδάλιστον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. κδ́ 16· όποιος κοπιά κι εις το καλό σπουδάζει,| τον εμαυτό του σε τιμές και δόξες ανεβάζει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 51· β) ασχολούμαι πρόθυμα με κ.· αφοσιώνομαι σε κ.: όλοι οι Αθηναίοι και οι ξένοι οπού εκατοικούσαν εκεί, εις άλλο τίποτες δεν εσπούδαζαν παρά να λέγουν και να ακούουν τίποτες καινούργιον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ιζ́ 21· Μην αποστερείτε ένας τον άλλον — έξω αν δεν είναι με συμφωνίαν· και τούτο εις ολίγον καιρόν, διά να σπουδάζετε εις την νηστείαν και εις την προσευχήν, και πάλιν να εσμίγεσθε Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Ά́ ζ́ 5. 3) Μαθαίνω γράμματα, μορφώνομαι: Ένα παιδί που σπούδαζεν έκλεψε πινακίδα| και με χαράν στο σπίτι του επήγαινε κι επήδα Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 471· έχοντας την εμπόρεσιν να σπουδάξουν (ενν. οι νυν μοναχοί) και να έχουν φροντιστήρια, θέλουν πλια γρήγορα οι καλοί ανθρώποι ... να ζιουν χωρίς καμίαν παίδευσιν, παρά να σπουδάζουν, να μάθουν, διά να ωφελήσουν και του λόγου των και άλλους Ροδινός (Βαλ.) 110 δις· αν ερωτάτε ποια είμαι εγώ, Αθήνα μ’ ονομάζουν,| οπού εις εμένα ετρέχασι σοφοί διά να σπουδάζουν Λίμπον. 10. Η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ. = βιαστικός: Δι’ άγγελος ευρέθηκεν είς άρχων απ’ εκείνους (παραλ. 1 στ.), οποίος σπουδαζόμενος έφθασε κι εμιλήσαν Αχέλ. 371. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = μαθημένος, εξασκημένος: θέλουσι χαλασθεί (ενν. οι ψευδοδιδάσκαλοι) ... έχοντες καρδίαν σπουδασμένην εις τες πλεονεξίες Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πέτρ. Καθ. Επ. Β́ β́ 14. Το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ. = το επιδιωκόμενο· επιδίωξη, σκοπός: εάν ίδωσι (ενν. οι Ιουδαίοι) τον τόπον κρατούμενον, εμπυρίσουσιν αυτόν, ένθα ο κώδιξ απόκειται, και εις μάτην ταύτα έσται, του σπουδαζομένου μη κατορθωθέντος Λόγος ωφέλιμος 66r.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίθ.