Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αβαντζάρω,
- Καραβ. (Del.) 49519, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 221· αβατζάρω, Καραβ. (Del.) 49228· Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 40· βατζάρω, Φορτουν. (Ξανθ.) Έ́ 73.
Από το ιταλ. avanzare. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Προχωρώ με πρόθεση επιθετική (πβ. ΙΛ στη λ. Β1 και Garz., Diz. λ. avanzare I): και πριχού ξημερώσει να αβαντζάρου Λεηλ. Παροικ. 221. 2) α) Μένω ως υπόλοιπο, περισσεύω (πβ. ΙΛ στη λ. Β3 και Garz., Diz. λ. avanzare II): Για (Αλεξ. Στ., Κρ. Ανθολ. σ. 148 VIII 9, εσφαλμ. γράφει: Γειά) πόσα μου βατζάρασι; τρία τσικίνια μόνο,| ό,τι και φτάνου στο κρασί κι απόκει αποπληρώνω Φορτουν. Έ́ 73· β) περιττεύω, είμαι περιττός: Πρέπει τση τση Κασσάντρας σου να τσ’ έχεις πλήσια χάρη,| γιατί σε ζουν τα μάτια τση και το ψωμί αβατζάρει Κατζ. Ά́ 40.αβίζο- το, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 159, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 170, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4443.
Το ιταλ. avviso (Χατζ., Ξέν. στοιχ. 63). Η λ. και στο Κυπρ. χφ. (Παντ.) 156 και σήμ. (ΙΛ λ. αββίζο).
Είδηση, ειδοποίηση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αββίζο): Το αβίζο ωσάν έσωσε ..., ο γενεράλες όρισε όλα να σηκωθούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 4443· Και ερχόμενον κανένα ενάντιον να δίδουν το αβίζο του καπετάνιου του Σουμμ., Ρεμπελ. 1597. —Συνών.: αβίς το.αγάλι,- επίρρ., Σπαν. (Hanna) V 23, Διγ. (Mavr.) Gr. II 96, Gesprächb. (Vasm.) 801761, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 54, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 536, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 17, Πικατ. (Κριαρ.) 276, Συναξ. γυν. (Krumb.) 427, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 279, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ́́ 68, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 303, Βίος Δημ. Μοσχ. (Knös) 465, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 93, 301, Γ́́ 913, 1741, Έ́ 461, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 575, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́́ 433, Μαρκάδ. (Legr.) 296, 565, 629, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 270, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 35821, 52718· γάλι, Σπαν. (Hanna) A 27, Σπαν. (Hanna) B 30, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 36, Μαχ. (Dawk.) 63618, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 93, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 575, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 270· αγάλια, Διγ. (Hess.) Esc. 1042, Gesprächb. (Vasm.) 1117, Θησ. (Βεν.) Δ́́ [646], Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 163, Πικατ. (Κριαρ.) 206, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ́́ 607, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 453, Ιντ. Β́́ 81, Δ́́ 412, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 5, 29, III, 6, 57, 400, Φαλλίδ. (Ξανθ.) 95, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 49, 323, 1485, 1837, 1957, 2167, 2175, Γ́́ 235, 436, Έ́ 923, Θυσ. (Μέγ.)2 470, 883, Στάθ. (Σάθ.) Ιντ. β́́ μετά στ. 32, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ́ 562, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 1139, Γ́́ 1178, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́́ 610, 753, Δ́ 397, Έ 60, Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 152, Δ́ 189, Έ 376, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 47520.
Από το γαληνά> αγαληνά> αγάληνα> αγάλην> αγάλη (Ξανθ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 126-128). Ο τ. αγάλια από το αγάλι με προσθήκη της επιρρ. κατάλ. ‑α (πβ. Ξανθ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 128). Διαφορετικά ετυμολογεί Pern., Ét. linguist. Γ́́ 339-340· πβ. και Μαγουλά, ΕΕΦΣΠΑ, περ. β́, 20, 1969/70, 343-4. Οι τύποι αναδιπλώνονται για επίταση της σημασ. (Παπαδ. Α., ΑΠ 23, 1959, 9). Πβ. και τα παρων. Αγαλιανός, Γαλιανός (Κουκ., ΒΒΠ Ϛ́ 484). Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αγάληα).
1) α) Αργά, χωρίς βιασύνη (πβ. ΙΛ λ. αγάληα 1): και τάχα απάνω ανέβημαν και αγάλια περπατούμαν Πικατ. 206· κι αγάλι’ αγάλια πορπατεί, ζάλο και ζάλο κάνει Ερωτόκρ. Ά́ 2167. Κατά παράλ. του ρ.: Αγάλια, καπετάνιο μου, μη βιάζεσαι Φορτουν. Γ́́ 753· Αγάλια, μη γλακάς πολλά Φορτουν. Δ́́ 397· β) με δυσκολία (πβ. αγαλοσύνη 1): Με κλάματα κι εγώ από κει μισεύγω (παραλ. 1 στ.) κι αγάλι αγάλι μάκρυνα τον τόπο| με βάσανα, με πρίκες και με κόπο Βοσκοπ. 303· γ) με τρόπο μαλακό, τρυφερά: να το ξυπνήσω σιγανά κι αγάλια να το ντύσω Θυσ.2 470 (Πβ. γαληνά, γαληνώς)· δ) με εξεζητημένη νωχέλεια: κι όντα μ’ ενοστιμήθην η Κατερίνα …,| ήλθε με την Προφύλαινα κι αγάλι αγάλι εμίλει Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 536· ε) αργά και σταθερά: αρματωμένοι καβαλάρηδες, και έρχουνταν γάλι γάλι απάνω του φουσάτου μας Μαχ. 63628· στ) βαθμιαία, με τον καιρό: γιατί κι η πέτρα ’κ το νερό τρώγετ’ αγάλια αγάλια Ερωφ. Δ́ 412. 2) α) Σιγανά, χαμηλόφωνα, κρυφά: για ταύτος ήρθα ως εδεπά, και θα σφυρίξω αγάλι,| καθώς μὄχει παραγγελιά στην πόρτα να προβάλει Φορτουν. Γ́́ 433· κι ετύχαινε για να το πει τούτο αγάλι’ αγάλια,| μα το ’πε όξω φανερά Τζάνε, Κρ. πόλ. 47520· β) άτονα, με αδιαφορία: κι αν αποθάνει και πτωχός, κανείς δεν το κατέχει (παραλ. 2 στ.), αγάλι’ αγάλια ψάλλουσιν, καμπάνες δεν τον κρούσιν Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 163.αγναντιάζω·- αγναδιάζω, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 207.
Από το επίρρ. αγνάντια. Για την τροπή του ντ σε δ βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 96 και Χατζιδ., Αθ. 25, 1913, 294. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Παρατηρώ από απέναντι (πβ. ΙΛ): Και ήρθε τη νύχτα απόξω και αγναδιάζει| στο πόρτο διά να κάμει τά λογιάζει Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 207. — Πβ αγναντεύω.αγροικητός,- επίθ.· γροικητός, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 105.
Από το αγροικώ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Ακουστός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): γιατί έχω γροικητά και κάτεχέ το| το πλούτος εκεινού του Μιχελέτο Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 105. — Πβ. και αγροικιστός, έχω γροικημένα λ. αγροικώ ΙΙΙ 3α.αγροικώ,- Τρωικά (Praecht.) 5334, Ασσίζ. (Σάθ.) 2818, 3523, 9431, 17831, 20913, 2141, 33823, 47222, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 278, Χειλά, Χρον. (Hopf) 356, Μαχ. (Dawk.) 214, 28633, 30234, 36410, 36629, 46628, 33, 47416, 57813, 59617, 60211, 62019, 65410, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 330, 336, Αλφ. (Μπουμπ.) Ι 32, Βουστρ. (Σάθ.) 425, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 418, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 653, 654, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 231, 136, 232, 676, 7520, 7714, 964, 10439, 11644, 1194, 35, 1258, 12624, 14110, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 434, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 422, Πεντ. (Hess.) Αρ. XXVII 20, Δευτ. IV 10, Αχέλ. (Pern.) 78, 1161, 2245, 2464, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 9127, 12526, 12819, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ́́ 77, 367, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ́́ 104, Ερωφ. (Ξανθ.) Β́́ 76, Γ́́ 63, Δ́́ 34, 470, Έ́ 490, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 161, 164, 169, 170, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 173, 263, 435, 961, 1509, Β́́ 1943, Γ́́ 32, 1314, Δ́́ 1189, 1984, Έ́ 375, 416, 642, Θυσ. (Μέγ.)2 115, 179, 354, 613, 702, 833, 1116, Ευγέν. (Vitti) Πρόλ. 82, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β́́ 57, Γ́́ 1, 55, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 398, 1026, 1033, Β́́ 17, Γ́́ 1194, Χορ. Γ́́ 88, Έ́ 628, 1009, 1124, 1183, 1416, Φορτουν. (Ξανθ.) Πρόλ. 132, Ά́ 135, Πρόλ. άγν. κωμ. (Morgan) 16, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 189, Γ́́ 231, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 13711 (έκδ. αουρικήσουν) 13929, 18023, 1944, 47014, 51813, 5204, 5402, 56417· εγροικώ, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4120, Ιατροσ. κώδ. (Άμ.) 164 χοζ́́, Διήγ. Βελ. (Cant.) 354, Λίβ. (Wagn.) N 2495, 2533, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 573, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 363, 5, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1058 C, Ch. pop. (Pern.) 490, Θησ. (Foll.) I 99, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 153, Συναξ. γυν. (Krumb.) 182, 785, Ξόμπλιν φ. 124v· γροικώ, Διγ. (Hess.) Esc. 860, Διγ. (Καλ.) A 10, 3856, Ασσίζ. (Σάθ.) 307, 333, 3411, 18, 10322, 1084, 14810, 24223, 2534, 39924, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5350, Πτωχολ. (Schick) P 180, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1830, Αχιλλ. (Haag) L 344, Μαχ. (Dawk.) 88, 5027, 9017, 16224, 20810, 25013, 25830, 26022, 37, 31823, 31, 57833, 5909, 6222, Θησ. (Foll.) I 3, 4, 27δις, 39, 121, Ch. pop. (Pern.) 28, Βουστρ. (Σάθ.) 488, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 5626, 5698-9, 71621, Ριμ. κόρ. (Pern.) 649, 763, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 513, 807, 903, 15310, 1554, Πικατ. (Κριαρ.) 346, 489, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 512, 555, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 492, 602, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 180, 209, 210, Μυστ. παθ. (Parlang.-Μανούσ.) 12682, Αχέλ. (Pern.) 1327, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 252, 189, 4120, 734, 8416, 8512, 9132, 9316, 23, 1038, 1173, 11910, 1258, 14029, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 30, 118, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ́́ 478, 621, Δ́́ 83, 208, Έ́ 76, 118, 354, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 325, 358, Β́́ 319, Δ́́ 237, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 113, 221, 524, Β́́ 23, Ιντ. Β́́ 40, 133, Δ́́ 53, 255, 320, Έ́ 52, 625, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 349, 414, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 588, 1301, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2059, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 167, 188, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 170, 241, 630, 770, 1166, 1401, 1456, 1516, Β́́ 1987, Γ́́ 30, 32, 413, 1155, Δ́́ 448, 691, Θυσ. (Μέγ.)2 70, 107, 121, 178, 182, 193, 698, 704, 709, 714, Ευγέν. (Vitti) 973, 975, Στάθ. (Σάθ.) Γ́́ 330, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 293, 485, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 138 ρμδ́́, 184 μέ́, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Χορ. Γ́́ 10, Έ́ 466, 1148, 1356, Λίμπον. (Legr.) 173, 278, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 102, 268, 273, Ιντ. Ά́ 45, Β́́ 211, Ιντ. Β́́ 40, Γ΄ 222, Έ́ 119, 146, 242, 258, Διγ. (Lambr.) O 724, 1399, 2437, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 15724, 15926, 17111, 22226, 2233, 33524, 3362, 38021, 3897, 39121, 42324, 47421, 51223, 53020, 54213, 55313, Διακρούσ. (Ξηρ.) 738, 8210· aγροικώ ή γροικώ, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 337, Ασσίζ. (Σάθ.) 13913, 39018, Βέλθ. (Κριαρ.) 635, 940, 1077, Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 166, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 986, Λίβ. (Lamb.) Esc. 386, 1670, Αχιλλ. (Hess.) N 1235, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 658, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 943, Μαχ. (Dawk.) 88, 9, 1235, 1620, 5027, 801, 18416, 28028-29, 29410, 31227, 4729, 47836, 6222, 63816, Θησ. (Foll.) I 27, 38, 47, 97, 109, 116, Ch. pop. (Pern.) 596, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) III 31, XI 7, Βουστρ. (Σάθ.) 433, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 406, Πικατ. (Κριαρ.) 242, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 261, 556, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 4017, 587, Αιτωλ., Βοηβ. (Băn.) 91, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 3416, 14419, Ερωφ. (Ξανθ.) Β́́ 257, 443, Γ́́ 322, Έ́ 207, 325, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 279, 317, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 59, 96, 1782, 1815, Β́́ 895, 1812, Γ́́ 10, 528, Δ́́ 205, 725, 840, 854, 1076, Έ́ 107, 982, 1234, Θυσ. (Μέγ.)2 640, Στάθ. (Σάθ.) Γ́́ 244, 255, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β́́ 46, 117, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 56, 60, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́́ 471, Πρόλ. άγν. κωμ. (Morgan) 57, Ζήν. (Σάθ.) Β́́ 107, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 311, Διγ. (Lambr.) O 2437, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 1626, 41623, 47421, κ.π.α.
Από το επίθ. *αγροικός = νοήμων, που από το άγροικος = ανόητος, όπου το α‑ θεωρήθηκε στερ. (Χατζιδ., ΕΕΠ 9, 1913, 47-51). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
I. 1) α) Καταλαβαίνω, έχω την ικανότητα να κρίνω (πβ. ΙΛ στη λ. 1α): Μα σώνει δα ως εδεπά, κι οπού γροικά ας τελειώνει Βεντράμ., Γυν. 209· κι οπού κατέχει και γροικά, κι εις έτοια πάθ’ ά λάχει,| αντρειεύγει και κερδαίνει τη του ριζικού τη μάχη Ερωτόκρ. Δ́́ 691· Μα είντα μου ξάζει ν’ αγροικώ και τα πρεπά να γνώθω| εδά που σκλάβος βρίσκομαι και δούλος εις τον πόθο; Ερωτόκρ. Ά́ 263. β) (μέσ.): και γιατί άλλον δεν πεικάζω,| κάμνω σ’ όσον αγροικούμαι Κυπρ. ερωτ. 12624 [πβ. Φυλλ. Αλ. (Πάλλης) 136]· β1) κατανοώ, καταλαβαίνω (κάποιον): και του φρονίμου χάρασσε, και κείνος αγροικά σε Γεωργηλ., Θαν. 336· Δάσκαλος: Pulsa illam ianuam το λοιπόν. Γιάκουμος: Δε σου γροικώ, αδερφέ μου Κατζ. Δ́́ 237· β2) κατανοώ, καταλαβαίνω (κάτι): Εκείνους ήθελα τα γράψει, αλλ’ επειδή εκείνοι ως νέοι ακόμη δεν τα αγροικούν καλά, δι’ αυτό γράφω τα την ευγενείαν σου να τους παραινείτε Βησσ., Επιστ. 278· β3) καταλαβαίνω (κάτι από κάποιον): Πως τα τορνέσα θες ομπρός γροικώ σου· πιάσ’ τα κι άμε Κατζ. Ά́ 358· β4) καταλαβαίνω (με πρόταση) (πβ. ΙΛ στη λ. 1α): και έδωκέν τους ν’ αγροικήσουν ότι αρέσαν τους τα λογία Μαχ. 59617· και έδωκεν τους Τρώας ν’ αγροικήσουσι ποταποί είναι οι άρχοντες των Ελλήνων Τρωικά 5334· β5) το μέσο: μπορώ να συνεννοηθώ (με κάποιον) (πβ. Κατάγρ. Χαριτόπ. 150 και ΙΛ στη λ. 1ζ): και ο σουρτάνος εδιάβαζέν τα, ότι πολλοί αμιράδες δεν εγροικούντα μετά του, και εμούλλωνεν Μαχ. 6222· φρ.: γροικώ λογαριασμό = ακούω την υπαγόρευση της λογικής, σκέπτομαι λογικά Ερωτόκρ. Ά́ 1516, Δ́́ 854. 2) α) Αντιλαμβάνομαι, «παίρνω είδηση» (κάποιον, κάτι): Μ’ ας φύγωμεν από ’δεπά, να μη μάσε γροικήσει| τούτη, που μ’ είχε σκλάβο τζη, το φύγι να μποδίσει Ερωφ. Ιντ. Β́ 133· Τη νύχτα ασηκώθηκα δίχως να με γροικήσει| κι ήνοιξα την πορτούλα μας Κατζ. Ά́ 325· επειδή ημπόριε να το κάμει κρυφά, χωρίς να αγροικηθεί Σουμμ., Ρεμπελ. 169· Γείς οχ το σπίτι λογισμός μ’ έκαμε να κινήσω| κι εδώ στη βρύση μ’ ήφερε δίχως να το γροικήσω Πανώρ. Γ́́ 478· και συνηβάζεται κρυφά μ’ έναν καραβοκύρην| να τον επάρει μυστικώς κανείς μην το γροικήσει Ιμπ. (Κριαρ.) 644· β) αντιλαμβάνομαι (με πρόταση): Και σύντομα γροικήσασιν πως εγυμνοί εγυρίζαν Πικατ. 489· το μέσο: Δεν ξεύρεις όντα τρώει τινάς, δεν πρέπει να δηγάται;| εις πάσα λόγον μια γουλιά χάνει και δεν γροικάται Φαλιέρ., Ιστ. V 492. 3) α) Κρίνω, θεωρώ, νομίζω (πβ. ΙΛ στη λ. 1γ): κι εγώ δεν είμαι σα γροικάς, μηδέ σα βάνει ο νους σου Φορτουν. Έ́ 258· Είμαι επίγειος βασιλεύς, τρέμουν όταν με δούσι,| στην οικουμένην όλην δε αφέντην με γροικούσι Διακρούσ. 738· Η μια (ενν πληγή), σαν κλείσει ολότελα, γροικάται γιατρεμένη Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ 1356· Περί φθαρτού και αφθάρτου του παναγίου άρτου και σώματος του Χριστού, πώς γροικάται, φθαρτόν είναι ή άφθαρτον Βακτ. αρχιερ. 184 μέ́· β) υπολογίζω, θεωρώ σημαντικό, εκτιμώ: Μα ’βλεπες τον καλόγερο να ’ναι αναμπουκωμένος| κι ως ένα λιόντα άγριο έδειχνε μανισμένος·| κι ερίχνασί ντου τουφεκιές, μα κείνος δεν τες γροίκα Τζάνε, Κρ. πόλ. 54213· Άντις σ’ εσέν η δόξα πλιότερ’ αγροικάται,| γιατί όσο πλια το νικημένο αξίζει,| τόσον ο νικητής πλέο τιμάται Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. Γ́́ 88· γ) κρίνω (ότι είναι δυνατό), προβλέπω: ουκ έχει φίλον ο πτωχός, διατί δεν έχει πράγμα,| διατί δεν εγροικά κανείς μ́’ αυτούς να διαφορεύσει Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 153· δ) κρίνω σωστό: κι ά λάχει το ενάντιον είντα ’χομεν να δούμεν;| αφανισμόν στα κάτεργα, γιαύτος δεν το γροικούμεν Τζάνε, Κρ. πόλ. 3362· Περί εκείνου οπού δανείζει το εδικόν του ετέρου ανθρώπου, και όταν του τα ζητήσει, λαλεί ότι χρωστεί τούτον περίτου παρά εκείνο οπού τον ζητά, και διά τούτον ουδέν γροικά να τον πλερώσει, αν ου μη το αγρωνίσει η αυλή Ασσίζ. 2534· Δεν γροικώ να σου απολογηθώ ώσπου να μου δείξεις την εξουσίαν τήν έχεις από τον ρήγα Μαχ. 31823· Διά τούτον γροικώ ότι ο αφέντης ο ρήγας να αναπληρώσει και να πλερώσει το δικόν τους Γενουβίσους Μαχ. 31831· ε) προτίθεμαι: Ας είσαι μάρτυρας λοιπόν, ω Άρη … (παραλ. 1 στ.) κι εσύ, κυρά μου δέσποινα … (παραλ. 2 στ.), ορθώσετε το χέρι μου και την φωνήν μ’ ομοίως,| εμένα που γροικώ να πω τα συνεργήματα σας Θησ. Ι 3. 4) α) Ξέρω: να είμεστεν πάντοτ’ έτοιμοι αφήτις δεν γροικούμεν| την ώραν όπου έρχεται ο κλέπτης να μας κλέψει Πένθ. θαν. N 512· ότι είστεν απόξενοι, τον τόπον ου γροικάτε Χρον. Μορ. P 5350· ήτον από την Σερβίαν και ομίλιε σέρβικα, και ρωμαίικα τελείως δεν εγροίκα· μόνον είχε δραγουμάνον, οπού ομίλιε Ιστ. πατρ. 1147· Και φυσικόν του καθενός τό βλέπει ν’ αγαπάει,| μα πρώτα θέλει να αγροικά σε τι πράγμα υπάει Δεφ., Λόγ. 422· β) ξέρω, μπορώ (να κάνω κάτι): σ’ ένα βοσκό άγνωστο σαν εμένα (παραλ. 1 στ.) να θέλου ν’ αποθέσουσι την διαφοράν εκείνη,| που ο μεγαλύτερος θεός δεν το γροικά να κρίνει Φορτουν. Ιντ. Β́́ 40. IΙ. 1) α) Αισθάνομαι: Καθημερνό τηνε ρωτού, είντα ’ν’ κι αδυναμίζει (παραλ. 1 στ.). Κι εκείνη με καλήν καρδιά και γέλιο πιλογάτο,| κι ήλεγε πως δεν είν’ κακά, αμή καλά ’γροικάτο Ερωτόκρ. Γ́ 32· ο κρουσμένος, όταν κοιμάται,| ως το ξύλον δεν γροικάται Συναξ. γυν. 760· β) ξυπνώ (πβ. το σημερ. νιώνω = ξυπνώ Ανδρ., Σημασ. εξ. 50): Κι εγώ νυστάζω και ποθώ καμπόσο ν’ ακουμπήσω·| και αν τύχει να πηγαίνομε, πέτε μου ν’ αγροικήσω Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 434· γ) αντιλαμβάνομαι (κάτι) με τις αισθήσεις, αισθάνομαι (κάτι) (πβ. ΙΛ στη λ. 2α): και εγροικούντα και σεισμοί πότε και πού … και άλλοι τις γροικούσαν και άλλοι δεν τις ενιώθασι Διήγ. πανωφ. 60· Πάμε λοιπόν στα ξώπορτα κι εκεί βρόμον γροικούμεν Διήγ. ωραιότ. 293· να μη γροικήσω το σπαθί να κόψει το λαιμό μου Θυσ.2 877· την κονταρά τα μέλη ντου όλα την εγροικήσα Ερωτόκρ. Β́́ 1812· κι απάνω ’ς τσι λαβωματιές τα πέταλα βουλούσα| και την πληγή ξεσκίζασι και πόνους εγροικούσα Ερωτόκρ. Δ́́ 1076· κι εκ την πολλήν ευλάβειαν ουδέν γροικούσι κόπον Παϊσ., Ιστ. Σινά 118· το μέσο: Μα μέσα <’ς> τσι δυο μήνες εγροικούμου| τη δύναμη δαμάκι του κορμιού μου Βοσκοπ. 317· δ) αισθάνομαι (συναισθηματικά): Άμετρην αναγάλλιαση, χαρά πολλά μεγάλη| γροικά η καρδιά μου μέσα τση Φορτουν. Έ́ 146· Έρωτα, μ’ όσα βάσανα με κάνεις ν’ αγροικήσω Ερωφ. Γ́ 63· οκ την μεγάλην λύπησην σήμερον που γροικούσι Ευγέν. 973· ε) αισθάνομαι (με πρόταση): Βοηθάτε μου και δεν μπορώ· γροικώ κι εβγαίνει η ψη μου Θυσ.2 193· το νου τζ’ εγροίκα σαν πουλί να φύγει να πετάξει Ερωτόκρ. Έ́ 982· στ) υπομένω (κάτι): Γείς πόνος μ’ έσφαξε δριμύς, μα ’δα με σφάζει κι άλλος (παραλ. 1 στ.). Τον ένα δεν εδύνουμου, τσι δυο πώς ν’ αγροικήσω; Θυσ.2 115. 2) Διαισθάνομαι, προαισθάνομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): Τη γλώσσα σου γροικώ ξερή, θαμπό τ’ ανάβλεμμά σου Θυσ.2 107· Ώφου! και πώς το λόγιαζα κι ο νους μου πώς το γροίκα| η άργητα κι ο πόλεμος πως θα μου φέρει προίκα Τζάνε, Κρ. πόλ. 55313· Ω! πώς το γροίκα η καρδιά κι έτρεμεν το κορμί μου,| πώς θε να λάβγεις θάνατον ετότες, Κατερή μου Τζάνε, Κρ. πόλ. 51223. IΙΙ. 1) α) Ακούω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3α): να μη θωρούν τα μάτια μου να μη γροικούν τ’ αφτιά μου Θυσ.2 178· και όσο ν’ αγροικήσουν το τρουμπέτιν, να ευρεθούν αρματωμένοι Μαχ. 36410· Πράμα καινούργιο σου γροικώ που άλλη φορά ποτέ σου| δε μου το ξεφανέρωσες Φορτουν. Β΄ 211· το μέσο: Κτύπους, λουμπάρδες στο Λίδο έξαφνα και γροικούνται Τζάνε, Κρ. πόλ. 38021· β) κάνω κάποιον να ακούσει (κάτι): μάζωξε εμέν τον λαό και να τους αγροικήσω τα λόγια μου Πεντ. Δευτ. IV 10· γ) ακούω με προσοχή (κάτι): Και κάθε πωρνόν επήγαινεν εις την Αγίαν Σοφίαν και εγροίκαν λειτουργίαν Βουστρ. 433· θέλετε γνωρίσει| σε τούτη μας τη κωμωδιά, οπού για ν’ αγροικήσει| καθένας από λόγου σας είστε εδεπά ερθωμένοι Φορτουν. Πρόλ. 132· δ) σε προστ.· πρόσεξε: Γροίκα, αφέντη βασιλεύ,| το λιθάρι τό φουμίζουν,| έχει σκώληκαν απέσω Πτωχολ. P 180· Σύρε, μα γροίκα, φίλε μου, πρι το χρυσάφι δούσι κάμε ν’ ανατριχιάσουνε όλοι να σε γροικούσι Ζήν. Γ́́ 231· ε) ακούω με καλή διάθεση: Και όποιος στα λόγια τους γροικά, τα λόγια τους πιστεύει,| εις το τσικάλι άνεμον εύκαιρα μαγερεύει Δεφ., Λόγ. 577· Αφέντη, μηδέν γροικάς εκείνου όπου σου λαλεί διά το δικόν του διάφορος, παρά γροίκα εκείνου όπου σου λαλεί διά ούλους το διάφορος Μαχ. 20810· στ) εισακούω: Μωραίνει, λέσι, ο Θεός λαόν που θ’ απολέσει| και παρακάλια δεν γροικά και προσευχές αν λέσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 15724· Άξιε θεέ, άλλοι το πρέπον δεν είναι ν’ αγροικούσι| ποτέ τα παρακάλια σου, μα να παρακαλούσι| πρέπει όλοι εσέναν Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́́ 57· ζ) υπακούω (πβ. ΙΛ στη λ. 4): Και αν δεν θελήσετε ν’ αγροικήσετε της βουλής μας, ακριβά θέλετε τα ξαναγοράσειν Μαχ. 47416· Κι ο γενεράλες είπε ντω λίγον να σταματήσουν| και τύχαινε την ορδινιά τ’ αφέντη ν’ αγροικήσουν.| Μα εκείνοι δεν εκούσανε, μ’ εθέλησαν να βγούσιν Τζάνε, Κρ. πόλ. 5204. 2) Δίνω τη δυνατότητα σε κάποιον να ακουστεί: και αν ένι ο απεβγαλμένος να αγκαλέσει εις αγκάλεμαν τον αυθέντην του ή την κυράν του, ή τα παιδιά τους, ή αυλή ουδέν πρέπει να του γροικήσει Ασσίζ. 333· Τοιαύτα πράγματα ένι απέ τα ποία οι άνθρωποι ουδέν πρέπουν να αγκαλέσουν εις την αυλήν και αν το ποίσουν, ουδέν εντέχεται ν’ αγροικηθούν Ασσίζ. 3523· και εκείνοι ορίσαν τον Περότ να τον απολογιάσουν, αμμέ δεν εμπόρησε ν’ αγροικηθεί Μαχ. 60211. 3) α) Ακούω, πληροφορούμαι: Ακριβέ φίλε, είμεσθεν πεθυμημένοι ν’ αγροικήσομεν περί της υγείας σου, παρακαλούμεν σε να μας το ποίσεις φανερόν με την γραφήν σου Μαχ. 28633· Και ο κούντης της Σαβογίας, όπου ’τον δηγημένος να έλθει διά τους Σαρακηνούς, γροικώντα την αγάπην επήγεν εις την Ρωμανίαν Μαχ. 16224· και θάνατο κριμένο τού ’δωκε τόσ’ απού ποτέ σ’ άνθρωπο πλιο κιανένα| να δόθηκε χειρότερος δεν έχω γροικημένα Ερωφ. Έ́ 52· Τούτοι που ’πεψαν προξενειές οι βασιλιοί για σένα,| πως είναι δίχως αρετές τους έχεις γροικημένα; Ερωφ. Δ́́ 320· Χίλιους μεγάλους βασιλιούς …| τον περαζόμενον καιρό έχομε γροικημένους,| κι είδασι και τ’ αμμάτια μας περίσσιους ν’ αποθαίνου Ερωφ. Ά́ 524· κι όπου γροικάται ο μπασιάς να παν να τονε φτάξουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 33524· β) το παθητ. = ακούομαι, γίνομαι γνωστός: Το τέλος τ’ έχει να γενεί μ’ έτοιο βαρύ κανόνα,| οπού δεν εγροικήθηκεν εις όλον τον αιώνα Θυσ.2 640· θέλω να γράψω ν’ αγροικάται:| ο πόθος, ποθητέ, μπορεί καμπόσα,| αμμ’ όχι γιον μιαν άγγρη μηδέ τόσα Κυπρ. ερωτ. 676· θέλει γροικάται στ’ ουρανού τα ύψη τ’ όνομά σου Πανώρ. Γ́́ 621. γ) αναγνωρίζομαι, γίνομαι παραδεκτός: το αδερφομοίρι να είναι και να γροικάται τση λεγάμενης κερα-Ελένας Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 5347.αγρυπνίζω,- Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 7811· μτχ. αγρυπνισμένος, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 895, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 4, 151, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 226, Διγ. (Lambr.) O 1741.
Από τον αόρ. του αγρυπνώ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αγρυπνώ).
Μένω άγρυπνος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): όλη νύχταν κλιόντα μ’ αγρυπνίζω| και την ημέραν πλάσην δε σιγίζω Κυπρ. ερωτ. 7811. Η μτχ. = ταλαιπωρημένος από αγρυπνία: η κόρη εκοιμούντονε, τι ’τον αγρυπνισμένη·| την αυγή εποκοιμήθηκεν Διγ. O 1741.αδές,- επίρρ., Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 377· αδέ, Μαχ. 11220.
Από την έκφρ. αν δεν (Στον Germ. σ. 275 τ. αδέν και αδέ)· για τη λ. βλ. Λαμπρινός, Ελλην. 33, 1981, 253.
Ειδεμή, αλλιώς, διαφορετικά: αδές αλλιώς εσένα θα σκλαβώσω| και των παιδιών σου θάνατο θα δώσω Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 377. Έκφρ. αδέ καν ου =αλλιώς, διαφορετικά: αμήνυσεν του αμιράλλη να μηνύσει του ρηγός να του πουλήσει την Αταλείαν και να του δώσει είτι θέλει· αδέ καν ου, θέλει ποίσειν όσον κακόν σώννει διά να πάρει «την χώραν μου» Μαχ. 11220.αϊδάρω,- Φορτουν. (Ξανθ.) Πρόλ. 21, 49, 129, Γ́́ 234, 329, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 570.
Από το βενετ. aidar (Δένδ., Αθ. 36, 1924 <1925>, 154 και Βογιατζ., Αθ. 37, 1925 <1926>, 134). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Βοηθώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Αϊδάρησέ με να γερθώ· οϊμένα, ο κόκκαλός μου Φορτουν. Γ́́ 234· βγάνει τα πασουμάκια του, σαλτάρει| στη θάλασσα, πως τάχα τσι αϊδάρει Λεηλ. Παροικ. 570. — Πβ. αγιδιάζω, αγιτιάζω.αιματώνω,- Διγ. (Καλ.) Esc. 1406, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2080, Διγ. (Καλ.) A 3077, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 535, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 158, Πουλολ. (Krawcz.) 169, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 430, 464, Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 306, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 421, Θησ. (Βεν.) Β́́ [107], Ζ́́ [415], Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1136, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 4811, 519, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 149, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 107, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 215, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Έ́ 1147, Λίμπον. (Legr.) 43, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 248, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 28628, 37525, 48717· ματώνω, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 147, Βεν. (Λάμπρ.) 79, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 408, 415, 785, Θησ. (Βεν.) Β́́ [842], Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 755, Συναξ. γυν. (Krumb.) 666, Αχέλ. (Pern.) 236, 512, Ερωφ. (Ξανθ.) Γ́́ 436, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 37833, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 717, 1701, Δ́́ 1283, 1597, Θυσ. (Μέγ.)2 463, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 583, Δ́́ 194, Έ́ 1287, Ζήν. (Σάθ.) Β́́ 184, Γ́́ 115, 143, Έ́ 1, 383, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 278, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 2871, 2941, 5316.
Το αρχ. αιματώ. Η λ. και σήμ. και με τους δύο τύπους (Δημητράκ.).
Α´ Μτβ.: Πληγώνω: όλοι να αποθάνουσι διά τον Μαχουμέτην| και διά τον αυθέντην των όλοι να ματωθούσι Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 785: Ηύρηκε τήν πολυαγαπά κρυγιά και ματωμένη Ερωτόκρ. Β́́ 717. Β´ Αμτβ.: Βάφομαι με αίμα, πληγώνομαι: τα σωθικά ματώσασι κι αίμα πολύν εφτύσα| και μες στα φύλλα της καρδιάς τον πόνον εγροικήσα Ερωτόκρ. Β́́ 1701. Β´ Αμτβ.: 1) Βάφομαι με αίμα, πληγώνομαι: τα σωθικά εματώσασι κι αίμα πολύν εφτύσα| σ’ όλα τα φύλλα της καρδιάς τον πόνον εγροικήσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1701. 2) Κοκκινίζω: μη ματωθούν οι ακτίνες σου (ενν. ήλιε) στο αίμα των Λατίνων Αθ. 51, 1941, 33. 3) Συγκρούομαι σε μάχη: Κι εκείνα τ’ άστρη που θωρούν καλά ’ς το μαρτυρήσουν,| το πως στανιό μου πολεμώ κι είμαι πολλά θλιμμένος,| και ο θεός ο Πρίαπος των λιβαδίων τούτων| που θέλει να ματώσομεν αντάμα μετά τούτων Θησ. Ε΄ [628]. Η μτχ. αιματωμένος και ματωμένος = 1) α) Που σχετίζεται με αίμα, φόνο, αιματοχυσία: Τούτα τ’ αρπαξιμιά τα ματωμένα| πλούτη κι η βασιλειά σου δε μπορούσι| όφελος να σου δώσουσι κιανένα Ερωφ. Γ́́ 436· Και μέσα στην αναμιγήν, στην ματωμένην μάχην Τζάνε, Κρ. πόλ. 2871· β) που σχετίζεται με αίμα (σε κυριολ. και μεταφ. σημασ.), ψυχικό πόνο: Πότε να σε απάντησα με δάκρυα ματωμένα Ερωτοπ. 147 (πβ. την αρχ. παροιμία αίματα κλαίειν και τη νεοελλ. γαίματα κλαίω, βλ. Πολ. Ν., Παροιμ. Ά́ 351)· Ετούτες οπού φαίνονται πέτρες μου ματωμένες| σαν να ήσαν γλώσσες φλογερές, παντοτινά αναμμένες Λίμπον. 55· Μα κρίνω, δεν το δέχεσαι (ενν. το στήθος μου), γιατί ’ναι ματωμένο| κι ογιατί καίγει ως να ’τονε καμίνιν αφτωμένο Πανώρ. Β΄ 215· γ) καμωμένος με αίμα: επήρε το ραβδίν μου| και γράμματα μοι έγραψε απάνω αιματωμένα Διγ. A 3077. 2) Κοκκινωπός (εξαιτίας του πορφυρού λίθου) (Για τη χρ. βλ. Λάμπρος, ΝΕ 6, 1909, 381, και πβ. ΝΕ 8, 1911, 195 και 204): Αντίκρυτά τους εκεινών (ενν. των παραστάσεων των γυναικών και του παιδιού) τέσσαρες ματωμένοι (ενν. άνθρωποι· παραστάσεις ανδρών)| ...| κι εκείνοι απολιθώθησαν κι εγίνησαν ως λίθοι Βεν. (Λάμπρ.) 79· 3) Που περιέχει αίμα: Οι Εβραίοι επαίρναν το νερόν αυτό το ματωμένον,| σ’ αυτούς καθάριο ευρίσκετο και νόστιμον πιωμένον Χούμνου, Κοσμογ. 2281.ακατεχιά- η, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) Αφ. 26.
Από το επίθ. ακάτεχος.
Αμάθεια, απειρία: να ψέξει την ακατεχιάν και την αναπραγιά μου Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) Αφ. 26.ακολουθώ,- Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 183, 358, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 182, 603, Προδρ. (Hess.-Pern.) III 11, IV 230, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 54022, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 120, Διγ. (Hess.) Esc. 555, Διγ. (Καλ.) A 1909, Βέλθ. (Κριαρ.) 490, 664, 782, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 624, Βίος Αλ. (Reichm.) 4487, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 110, Λίβ. (Lamb.) Sc. 3132, Λίβ. (Lamb.) Esc. 5, 4288, Λίβ. (Lamb.) N 40, Λίβ. (Wagn.) N 222, Αχιλλ. (Haag) L 1138, Αχιλλ. (Hess.) N 289, 1432, Ιμπ. (Κριαρ.) 493, Φυσιολ. (Pitra) 37027, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 248, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 2231, 12434, Θησ. (Foll.) I 65, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 161, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 697, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 26, 44, 114, 136, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 420, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 535, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 2924, 5113-14, 539, 6512, 7034, 7418, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 320, 1075, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3319, 3369, 3559-10, 36630, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 133 κα΄, Λίμπον. (Legr.) 249, Διγ. (Lambr.) O 692, 714, 1560, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 25719· ακουλουθώ, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2568· ’κουλουθώ, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 148, Διγ. (Lambr.) O 1304· ακλουθώ, Βέλθ. (Κριαρ.) 197, Ερμον. (Legr.) Γ 222, Αχιλλ. (Hess.) L 228, Μαχ. (Dawk.) 13033, 2526, 4529, 56632, 63417, Θησ. (Βεν.) Β΄ [426], ΙΒ΄ [764], Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1154, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1010, 581, 697, 1015, 10135, 11926, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 77, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 171, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 116, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) AN 316, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 26, 207, Αχέλ. (Pern.) 203, 663, 798, 1460, 1611, 2154, Αλφ. (Κακ.) 1083, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 123, Δ΄ 5, Πανώρ. (Κριαρ.) Α΄ 169, 445, Β΄ 5, 55, 161, Γ΄ 157, 255, Δ΄ 227, 333, Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. β΄ 91, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 13· 1, 386· 2, 264· 3, 37· II 3, 50· 7, 143· III 6, 91· V 1, 89, Φαλλίδ. (Ξανθ.) 13, 36, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 90, 121, 443, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1483, 1629, 2169, Γ΄ 1600, Δ΄ 950, Ε΄ 1046, Θυσ. (Μέγ.)2 280, 523, 1029, Ευγέν. (Vitti) 379, 1151, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 182, 184, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ 32, 247, Δ΄ 343, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ 303, Γ΄ 1047, Δ΄ 1158, Ε΄ 1214, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ΄ 56, Ε΄ 376, Ζήν. (Σάθ.) Β΄ 440, Γ΄ 371, Πρόλ. κωμ. (Βεργ.) 29, 45, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 348, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 15110, 22415, 22613, 26228, 35818, 42315, 5227, 54511, 5575· ’κλουθώ, Λίβ. (Wagn.) N 40, Μαχ. (Dawk.) 54621, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [18], Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 630, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 2510, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ε΄ 473, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ΄ 157, Πιστ. βοσκ. (Joann.) II 7, 174, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ε΄ 1534, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β΄ 94, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Πρόλ. 78, Α΄ 714, 785, Γ΄ 1347, Δ΄ 1474, Ε΄ 70, Πρόλ. κωμ. (Βεργ.) 29· ακλοθώ, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 20, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 15117, 2715· ακολοθώ, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 190.
Το αρχ. ακολουθώ. Για τους τ. ακλουθώ και ακλοθώ βλ. ΙΛ, λ. ακολουθώ· για τον τ. ακλουθώ πβ. το αμφίβολο όμως ακλούθως (Preisigke-Kiessling, τόμ. 4 στ. 71).
1) α) Ακολουθώ, πηγαίνω (με κάποιον) ή ύστερα από κάποιον (Η σημασ. ήδη αρχ. L‑S, και σήμ., ΙΛ): Εχάρησαν χαράν μεγάλην και ακλουθήσαν του παπά και έμπασέν τους απέ το μονοπάτιν και ηύραν τους αμέριμνους Μαχ. 4529· φαρίν εκαβαλίκευεν, εβάσταζεν γεράκιν| και οπίσω ακολούθα του σκυλίν με το ’λητάριν Λίβ. Esc. 5· ει δ’ ίσως οπισωπατείς, ου θέλεις ν’ ακλουθήσεις,| επαίρνομέν σε πεταστόν, γοργογυρίζομέν σε Βέλθ. 197· β) συνοδεύω (κάποιον), μετέχω στην ακολουθία, στην πομπή (Η σημασ. αρχ., στα παπυρ., Preisigke-Kiessling στη λ. 9· βλ. και Bauer, Wört. στη λ. 2· και σήμ., ΙΛ στη λ. 1ε): κι αν αποθάνει και πτωχός, κανείς δεν το κατέχει,| κανείς ουδέν ακολουθεί να παν και να τον θάψουν Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 161· αν έχω μετά λόγου σας αγάπη, ν’ ακολουθήσω ως το Μαντράκι, αφέντες μου, να σας ’ποχαιρετήσω Τζάνε, Κρ. πόλ. 5575· Μπράβοι πάντα μ’ ακλουθούσα,| από μακράς μ’ εχαιρετούσα| κι ήμουνα συντροφιασμένος| μέρα νύκτα ο καημένος Φαλλίδ. 13· γ) ανήκω σε κάποιον (Η σημασ. και σε παπυρ., Preisigke-Kiessling στη λ. 4): Οι εκ πορνείας γεγεννημένοι ουκ ακολουθούσιν του πατρός, αλλά της μητρός Ελλην. νόμ. 54022· δ) ακολουθώ (κάποιον ή κάτι) ως οδηγό ή αρχηγό (πβ. L‑S στη λ. ΙΙ και: οι της συνόδου ακολουθούντες Μαλάλ., Βόνν. 412, 1): γιατί ο έρως ήκαμε πολλούς να πληγωθούσιν| ανδρείους και οπίσω του να του ακολουθούσιν Διγ. O 1560· Πολίταρχε, το χρέος μας ζητά να σ’ ακλουθούμε| και δούλοι σου πιστότατοι να ’μαστε ώστε να ζούμε Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ΄ 7· Τότε ήρθε ο Μουράτης εις τα μέρη της Θήβας και έσμιξε με τον δούκα της Αθήνας και του ακολούθησε εις βοήθειαν Χρον. σουλτ. 7418· κι αγάλι’ αγάλια πορπατεί, ζάλο και ζάλο κάνει·| να δει το βάθος του νερού βέργα κρατεί και βάνει·| πάντα τση βέργας ακλουθά κι εκείνη τιμονεύγει Ερωτόκρ. Α΄ 2169· Και εν τῳ άμα έστειλε μαντατοφόρους εις τον Μουράτη ότι να στέρξει να’ χουνε αγάπη και να του ακολουθά εισέ όποιον πόλεμον υπάγει εις βοήθειαν Χρον. σουλτ. 7034· τούτος το ’καμε ακλουθώντας της βουλής μου Πιστ. βοσκ. V 1, 89· Ω χριστιανοί, τηρήσετε το τι μας αναμένει| και πάσα ένας ν’ ακλουθά του κόσμου δεν τυχαίνει Φαλιέρ., Ρίμ. AN 316· Εις τον καιρόν του Μωυσή, όπου τον ακλουθούσαν| με τον λαόν του Ισραήλ δώδεκα σκήπτρα ομάδι Δεφ., Λόγ. 26· Ας πάμε, αδυνατότατοι στρατιώτες, ν’ ακλουθούμε| τον Αναστάσιον, ολωνών για βασιλιά να πούμε Ζήν. Γ΄ 371· κι όποιος γυρεύει ανάπαυσιν και ζωή εντροπιασμένη| μη ακολουθήσει ουδεποσώς το φλάμπουρόν μου εμένα Θησ. (Foll.) Ι 65· την τσίκναν ηκολούθησα κι εις μακελλειόν με πάγει,| εκ’ ηύρα κρεάς κι εψήνασιν σουγλιταριάν μεγάλην Προδρ. IV 230· και όπου μας οδηγεί ο καιρός εκείθεν ας ακλοθούμεν Πένθ. θαν. N 20· ας πάμεν όπου βούλεσαι, ας πάμεν όπου μέλλεις| να πας· εγώ ακολουθώ όπου και α με θέλεις Διγ. 692· και να του ακολουθά και να του βοηθά εισέ όποιον πόλεμον και αν υπάγει Χρον. σουλτ. 5113· ε) ακολουθώ (κάποιον) ως διδάσκαλο (Η χρήση ήδη αρχ., αλλά και μτγν., Bauer, Wört., στη λ. 3): Στην Γαλιλαίαν καρτερεί Μαρίες και αποστόλους,| όσοι και αν τ’ ακλουθήξασιν, γυναίκες και άνδρες, όλους Σκλέντζα, Ποιήμ. 1154. 2) α) Παίρνω το κατόπι (κάποιον ή κάτι): και εξέβην και το άλλον κάτεργον και ακλούθησάν του και ήλθαν εις την Κύπρον και εσμίκτησαν με τα άλλα δύο Μαχ. 13033· Φαίνεταί μου κι εκόντεψε η ώρα και ακλουθά μας Αλφ. 1083. Πβ. ξετρέχω. β) καταδιώκω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1Ϛ): και σαν δεν απομείνασι, Τούρκοι των ακλουθούσαν (έκδ. ακολουθύσαν· διορθώσ.)| κι ελέγα τσι χαΐνηδες κι όλοι τσι καταφτυούσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 22415· Τα κρίματα που κάμασιν όλα των ακλουθούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 26218· Οι αμαρτίες την κυκλώνουν, οι αδικίες την ’κλουθούν| και τα φοβερά τελώνια με θυμόν την κυνηγούν Άρχ. Μεγ. B 17. 3) α) Επιδιώκω (κάτι): κι όποιος τά ρέγετ’ ακλουθά κι ό,τι τ’ αρέσει κάνει ... Ερωτόκρ. Α΄ 1629. Πβ. ξετρέχω. β) επιδιώκω με ερωτική τάση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): κι αν τούτον μου λαλεί να σ’ ακλουθήσω,| τ’ άλλον απού μακρά να μεν τολμήσω Κυπρ. ερωτ. 69· Εγώ ο καημένος αγαπώ μιαν άγρια κορασίδα,| μια ’λύπητη κι ανέγνωρη παρ’ άλλη επά στην Ίδα· κι ολημερίς στα δάσητα γυρίζω κι ακλουθώ τση Πανώρ. Δ΄ 227· να σου ’κλουθά ’ποπίσω του| σαν το ζαγάρ’ η σκύλα Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 94· Μιαν κορασίδαν όμορφην, που την ’κλουθούν περίσσιοι Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ 785· Α δε σε κάμω ν’ ακλουθάς του Γύπαρη από πίσω Πανώρ. Γ΄ 255· Χίλιοι βοσκοί την αγαπού κι ως σκύλοι τσ’ ακλουθούσι Πανώρ. Β΄ 55· Το Νικολό εγύρευα και χίλιοι μ’ ακλουθούσα Κατζ. Δ΄ 5· και ν’ ακλουθώ εκείνης οπού μου φεύγει Πιστ. βοσκ. ΙΙΙ 6, 91· μα να ’ργιστούσιν ολωνώ, τσ’ αγάπης ν’ ακλουθούσι Ερωτόκρ. Γ΄ 1600· Του πόθου ’κλούθησε κι εσύ και την αγάπη πιάσε Πανώρ. Γ΄ 157· Κριτής για μέναν άδικος εγίνης·| αφόν εμέν που σ’ ακλουθώ παιδεύγεις Κυπρ. ερωτ. 1010· μ’ άφτει (έκδ. άφτειν· διορθώσ.) μια πεθυμιά να τ’ ακλουθήσω Πιστ. βοσκ. Ι 3, 37· κι εσύ οπού πάντα| του πόθου ακλουθάς πάλι Πιστ. βοσκ. Ι 1, 386· ποιο αγαφτικό να αφήσεις| κι εκείνο σου φανίστη ν’ ακλουθήσεις Πιστ. βοσκ. Ι 2, 264· Διά ν’ ακλουθώ τον πόθο σου, κυρά μου Κυπρ. ερωτ. 581· Κι εσύ που πάντα τσ’ ερωτιές ακλουθάς Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ 303· θέλω ακλουθά όπου δώσεις Πιστ. βοσκ. Ι 3, 50· να αρνιστείς την δόξαν σου και ν’ ακλουθάς την κόρην Αχιλλ. L 228· Χαρά εις την ερωτικήν εκείνην την κουρτέσαν,| οπού τον εκολούθησεν τοιούτον αγορίτσην Αχιλλ. N 1432. Πβ. και ξετρέχω. 4) Παρακολουθώ, επιτηρώ (κάποιον ή κάτι): Δυo Τούρκους μας εδώκασι για να μας ακλουθούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 22613· να πάγω ν’ ακλουθώ στα πρόβατά μου Βοσκοπ. 90. 5) (με αιτ. ή με την πρόθ. σε με αιτ.) Συγκατανεύω (σε κάτι), πείθομαι (από κάτι), ακολουθώ (κάτι) με εσωτερική παραδοχή (πβ. L‑S και Steph., Θησ. 1238Α· η σημασ. και σε παπυρ., Preisigke-Kiessling, στη λ. 2 και 3· βλ. και Bauer, Wört. στη λ. 4, καθώς και Sophocl., στη λ.): Για να μπορεί να γιατρευθεί ’κλουθὠντας την βουλήν μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ 70· μηδέ οι Ρωμαίοι δεν του ακολουθούσι εις την βουλήν του Χρον. σουλτ. 539. 6) Παίρνω ορισμένη κατεύθυνση (πβ. και σύρε πάλιν να ακολουθήσεις τους συνηθισμένους σου πολέμους Φυλλ. Αλ. 130): κάτεργα τότ’ έλυσαν, τον δρόμον ακλουθούσαν Αχέλ. 1611· άξαν βουλήν ο κάθε είς οπ’ ακλουθά στρατείαν Αχέλ. 2154. 7) α) Προσαρμόζομαι (σε κάτι) (πβ. L‑S· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4 β): του καιρού να ακολουθά και να παραμερίσει·| ο καιρός κείνος να διαβεί και τότε να γυρίσει Παλαμήδ., Βοηβ. 1075· κι ακλούθησε πολύν καιρόν πάντα με την ελπίδα Θησ. ΙΒ΄ [764]· β) εκμεταλλεύομαι: γιατί χρειάζεται ο στρατηγός τέχνην, ανδρείαν και γνώση·| και τον καιρόν ν’ ακολουθά, νίκην για να του δώσει Παλαμήδ., Βοηβ. 320. 8) Τιμώ, σέβομαι, τηρώ (κάτι) (Η σημασ. και σε παπυρ., Preisigke-Kiessling, στη λ. 1· βλ. και Steph., Θησ. 1237): για να δειχτείτε πως παιδιά είστενε κι ακλουθάτε| του Κέφαλου τα ήθη του και πράξεις του παινάτε Πρόλ. κωμ. 45· εκείνος εβούλετο να τα ενδύσει και να τους ποιήσει να ζουν φράγκικα παντελώς, ήγουν να ακολουθούσι την εκκλησίαν ωσάν καθείς Λατίνος Βησσ., Επιστ. Α΄ 2418· Ότι αιρετικών κόλλυβα μη τα φάγεις και τας εορτάς τους μην ακολουθήσεις Βακτ. αρχιερ. 133 κα΄. 9) Μιμούμαι (κάτι), επαναλαμβάνω (μια ενέργεια) (Η σημασ. μτγν., Λουκιαν., και σημερ., ΙΛ στη λ. 4α): Πράξεις ενάρετες ’κλουθεί με δόξαν και τιμήν του Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. 78· κάμετε, σας παρακαλώ, όλοι σας να ’κλουθάτε| την αρετήν την άξια, όπου πολλά παινάται Πρόλ. κωμ. 29. 10) (Απρόσ.) επακολουθεί, συμβαίνει (κάτι) (Η σημασ. ήδη αρχ., L‑S II 4 και σήμ. ΙΛ στη λ. 1 και 1ζ): και εκείνα οπού σε ακολουθούν άλλον τίποτε ουκ ένι| ει μη της Τύχης τα καλά τά έχουν οι ευτυχούντες Λόγ. παρηγ. O 182· ο μύθος λέγει· πρέπο ’ναι να βάνομεν στον νουν μας| τά μεταχειριζόμαστεν αν έν’ και ’κολουθούν μας Αιτωλ., Μύθ. 420· και ως ακλουθά καμιάν φοράν ευθύς όταν βροντήσει| στρόβιλος μέγας ... Αχέλ. 1460· Εις την οκνιάν και ανάπαυσιν πολλά κακά ακλουθούσι Δεφ., Λόγ. 207. 11) Ταιριάζω: Δε σ’ ακλουθούσε ως βασιλιά να ʼσαι στην πρέκια απάνω Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 51. Η μτχ. ακολουθώντας (αμτβ.) = συνεχίζοντας, στη συνέχεια (πβ. και ΙΛ στη λ. 2): Είπα και ο Μέγας Μάστορας γραφήν στον Δον Καρτσίαν| με την φρεγάδαν έστειλεν ζητώντα βοηθείαν.| Τώρ’ ακλουθώντας λέγω σας Αχέλ. 798.ακούρσευτος,- επίθ., Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 116, 332.
Από το στερ. α‑και το κουρσεύω. Η λ. και στο Βλάχ. και σήμ. (Δημητράκ.). Βλ. και ΙΛ, στη λ.
Που δεν κουρσεύτηκε, που δε λεηλατήθηκε (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ.): και ακούρσευτη την Σίφινο ν’ αφήσει Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 116.αλαφρώνω,- Προδρ. (Hess.-Pern.) III 411α (χφφ CSA) (κριτ. υπ.), Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2198, Διήγ. Βελ. (Cant.) 403, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XIII 2, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 150, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 746, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) A 696, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 118, 389, Β΄ 408, Δ΄ 468, Ε΄ 473, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 321, Φαλλίδ. (Ξανθ.) 82, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 105, 114, 855, 883, 1729, Γ΄ 373, 853, 1201, 1672, Δ΄ 673, Ε΄ 599, 687, Θυσ. (Μέγ.)2 590, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Α΄ 109, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [256], Γ΄ [43], Φορτουν. (Ξανθ.) Β΄ 135, Γ΄ 370, Ζήν. (Σάθ.) Β΄ 437, Ε΄ 40, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 69, Διγ. (Lambr.) O 193, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 46216· ’λαφρώνω, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1543, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 880, 1798, Β΄ 620, Γ΄ 12· ελαφρώνω, Ιατροσ. (Legr.) 15411, Φλώρ. (Κριαρ.) 1457, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1548, Διγ. (Lambr.) O 1212.
Από το μτγν. ελαφρώ. Για το α στον τ. αλαφρώνω βλ. Λορεντζ., Αθ. 16, 1904, 215-6. Η λ. και σήμ. κοιν. και στα ιδιώμ. με διάφορους τ. (ΙΛ).
Α´ Μτβ. 1) α) Κάνω κάτι ελαφρό, ανεκτό, υποφερτό (Πβ. ΙΛ στη λ. 1): και απάκουσέ μου για τον Θεόν ν’ αλαφρωθούν τα βάρη Φαλιέρ., Ιστ. A 696· πως ήτονε του παλατιού, του ’λάφρωνε την κρίση Ερωτόκρ. Α΄ 880. Πβ. αλαφραίνω Α1α· β) λιγοστεύω (Πβ. Δημητράκ., λ. ελαφρώνω 2): έναν δηνέριν εύρισκεν ποθέ να του το δώσει,| ουδ’ εκ τινάν να δανειστεί το χρος του ν’ αλαφρώσει Σκλέντζα, Ποιήμ. 150· και δεν αλάφρων’ ο καημός, μαλλιοστάς πλιο πληθαίνει Ερωτόκρ. Α΄ 883· γ) ανακουφίζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): επάσκισ’ όσο μπόρεσε την παίδα ν’ αλαφρώσει| κι αντρειεύγετο κι ελόγιαζε να του βουθήσ’ η γνώση Ερωτόκρ. Α΄ 105· κει που ’θελε να γιατρευτεί, τον πόνο ν’ αλαφρώσει Ερωτόκρ. Γ΄ 373· σαν επεθύμας ο καιρός ήρθε να σ’ αλαφρώσει Ζήν. Ε΄ 40· κι ήρθες να πάρεις μερτικό κι εσύ να μ’ αλαφρώσεις| και μετά μένα θάνατο τόσα πρικύ να γνώσεις Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 109. Πβ. αλαφραίνω Α1β και αλαφρός 5. 2) Αναπαύω, ξεκουράζω: Ω Κάστορε, των στρατηγών αλάφρωσε τα μέλη Ζήν. Β΄ 437. 3) Κάνω κάτι ανεκτότερο, απαλλάσσω από κάτι: Και ωσάν εθέλησεν ο Θεός το γένος να λυτρώσει,| τον Ισραήλ εκ την σκλαβιάν αυτούνους ν’ αλαφρώσει Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) ΧΙΙΙ 2. 4) Απαλλάσσομαι (από κάποιον ή από κάτι), γλυτώνω: και από τ’ αμαρτήματα που ’χαν ελαφρωθήκαν Διγ. O 1212· να πάσινε στου βασιλιού ογιά να του το πούνε| ει πως κι απού τους μπέηδες λίγο ν’ αλαφρωθούνε Τζάνε, Κρ. πόλ. 46216. Β´ Αμτβ. 1) Γίνομαι ελαφρότερος: μην αλαφρώσει ο στόμαχος εκ της πολυφαγίας Προδρ. ΙΙΙ 411α (χφ CSA) (κριτ. υπ.)· πβ. αλαφραίνω Β1. 2) Ανακουφίζομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): και τόσο πλια τα κάλλη τση τον εψυχομαραίνα| π’ ο νους δεν ελαφρώνουντον, μηδ’ οι πληγές εγιαίνα Ερωτόκρ. Α΄ 1798· Δεν ήτον ποιος να του μιλεί και να τονε διατάσσει| να του ’λαφρώσ’ ο λογισμός κι ο πόνος να περάσει Ερωτόκρ. Β΄ 620. Πβ. αλαφραίνω Β2, αλαφρυνίσκω.αλλέως,- επίρρ., Σπαν. (Hanna) A 304, Σπαν. (Μαυρ.) P 82, Ασσίζ. (Σάθ.) 55315, Διγ. (Καλ.) A 59, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2439, 3023, 3871, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2439, Πουλολ. (Krawcz.) 251 (χφ L) (κριτ. υπ.), Χρον. Τόκκων (Schirò) 1440, Αγν., Ποιήμ. (Ζώρ.) Α΄ 83, Θησ. (Foll.) I 39, 75, 123, Συναξ. γυν. (Krumb.) 551, 741, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 39, 54, 133, 152, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 450, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) AN 242, Αχέλ. (Pern.) 912, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 758, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 811, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 7714, 10018, Αλφ. (Κακ.) 1036, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 688, 749, Σταυριν. (Legr.) 506, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 956, 1308, 1418, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 161, 178, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 31, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 84, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 17424, Διακρούσ. (Ξηρ.) 772, 9212· αλλιώς, Ασσίζ. (Σάθ.) 16930, 20718, 23610, Πουλολ. (Krawcz.) 251, Θησ. (Βεν.) Δ΄ [244] (έκδ.: αλλίως από συντηρητικότητα γραφής), Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 9268, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 238, Πανώρ. (Κριαρ.) Πρόλ. 70, Α΄ 439, Β΄ 21, 221, 637, Γ΄ 614, Ερωφ. (Ξανθ.) Αφ. 63, Β΄ 407, Πιστ. βοσκ. (Joann.) III 3, 344δις, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 77, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 751, 752, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1754δις, Γ΄ 686, Ε΄ 234, 529, 1040, Στάθ. (Σάθ.) Γ΄ 169, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Α΄ 142, Δ΄ 97, 117, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β΄ [468, 1228], Δ΄ [690δις, 1516], Ε΄ [1309], Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 409, Ιντ. α΄ 105, Β΄ 40, Ιντ. β΄ 41, Γ΄ 167, Δ΄ 345, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 377, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 36510.
Πιθ. από το επίθ. αλλέος κατά τα επιρρ. σε ‑έως (Χατζιδ., Αθ. 29, 1917, 217 και Ψάλτ., ΛΑ 6, 1923, 91-8). Για το ότι ο τ. αλλιώς δεν προέρχεται από το επίρρ. αλλοίως βλ. Ψάλτ., ΛΑ 6, 1923, 91-4. Η λ. και στο Du Cange και σήμ. (ΙΛ, λ. αλλεώς).
1) Αλλιώς, με άλλο τρόπο, διαφορετικά (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αλλεώς 1· πβ. το αρχ. επίρρ. άλλως): Διά τούτο λέγω προς εσέν, τέντα μου ηγαπημένη,| μην πιάσει κι απιστήσεις το, ότι ένι αλλέως το πράγμα Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3871· με θέλημά σου το λοιπόν το πράγμα του ν’ αφήσεις·| σου το μηνύει καθαρά κι αλλέως να μην ποίσεις Κορων., Μπούας 54· κι έτσ’ οι προξενητάδες τως σ’ ετούτη μας τη χώρα| στέκου για την απόκριση την εδική μου τώρα·| κι αλλιώς να κάμω δε μπορώ παρά να τηνε δώσω Ερωφ. Β΄ 407· να κρίνουσι τον πούπουλον για τες πολλές λωλάδες (παραλ. 1 στ.), να τονε βάλουν στο σουβλί και να μη γένει αλλέως Ιστ. Βλαχ. 1308· πβ. αλλεοτρόπως. 2) Ειδεμή (Η σημασ. και σήμ, ΙΛ, λ. αλλεώς 2): να το θελήσ’ η μοίρα μου κι ο κύρης να τ’ ορίσει·| αλλιώς ποτέ δεν το θωρείς, ο κόσμος κι α βουλήσει Ερωτόκρ. Γ΄ 686· ή όμορφή ’σαι ή άσκημη τον σκύλο σου γυρεύγω| αν είδες κι αποκρίσου μου· αλλιώς εδώθε φεύγω Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [468]. Φρ. γυρίζω αλλέως = παρεξηγώ: και οι Τούρκοι το εγύρισαν αλλέως το πως είπεν τον Τούρκον οπού τα πουλεί χριστιανόν Συναδ., Χρον. 31. Ιδιάζουσα χρήση: α) αδές αλλιώς, ειδές αλλιώς = ειδεμή: όντε μιλώ αφουκρού καλά· ειδές αλλιώς σου κρούγω Φορτουν. Β΄ 40· β) ειδ(έ) αλλέως = ειδεμή: Δος μου, κόρη, το δροσάτο| το φιλί το ζαχαράτο,| του στομάτου σου το δρόσος,| να μου εβγεί ο καημός ο τόσος·| ειδ’ αλλέως απεθηνίσκω Αγν., Ποιήμ. Α΄ 83.αμάθηση- η, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) Αφ. 30.
Από το στερ. α‑ και το ουσ. μάθηση.
Αμάθεια: διά να μπορούν να δούσινε και άλλοι την δούλεψήν μου,| την πράξην την ολίγη μου και την αμάθησήν μου Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) Αφ. 30.αμή,- σύνδ., Τρωικά (Praecht.) 5309, Σπαν. (Hanna) A 537, 625, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 108, Διδ. Σολ. Ρ 18, 78, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 285, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 31, Διγ. (Hess.) Esc. 110, 672, 1299, 1331, κλπ., Διγ. (Καλ.) Esc. 334, 444, Βέλθ. (Κριαρ.) 211, Ερμον. (Legr.) Θ 41, Λ 218, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2671, 4134, 7811, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2671, 7811, 9086, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 184, 288, Πουλολ. (Krawcz.) 409, 459, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 893, Πτωχολ. (Schick) P 82, 282, Φλώρ. (Κριαρ.) 1335, 1421, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 56, Αχιλλ. (Haag) L 1278, Αχιλλ. (Hess.) L 1254, 1258, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 193, 311, 582, Rechenb. 462, 724, Θρ. πατρ. (Krumb.) 29, 59, 65, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 11, 571, 998, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 19,42, 326, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 2210, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 1026, 601, 7612, 8836, Θησ. (Foll.) I 34, 90, 105, 130, Θησ. (Βεν.) Β΄ [123], Γ΄ [288], Ch. pop. (Pern.) 510, 853, Αρμούρ. (Κυριακ.) 55, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 75, 211, 420, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 42 , Σαχλ. (Vitti) N 71, 333, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 102, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 13, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 37, 237, 286, 439, Ιμπ. (Legr.) 66, Συναξ. γυν. (Krumb.) 66, 117, 302, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 10, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 357, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 92, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 272, 278, Τριβ., Ταγιαπ. (Irmsch.) 83, Αχέλ. (Pern.) 558, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 6715, 719, 1386, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 1001, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1003, 1553, 16211, 1738, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 394, Αλφ. (Κακ.) 1134, Δωρ. Μον. (Hopf) 238, Δωρ. Μον. (Βαλ.) 42, Δωρ. Μον. (Buchon) XXXIII, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β́ 387, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́ 130, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 476, Χίκα, Μονωδ. (Μανούσ.) 166, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 141, 244, 1064, κ.λπ., Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 1584, 1621, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3133, 32217, 35117, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 505, 517, Β́ 940, 1612, Γ́ 1030, Έ́ 1299, Θυσ. (Μέγ.)2 221, 227, 236, 436, Ευγέν. (Vitti) 694, 834, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β́ [1293], Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́́ [424], Χορ. γ́ [12], Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 173 ιβ́, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 529, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 24817, 52725, 58213· άμη, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 601, 696· αμμέ, Ασσίζ. (Σάθ.) 2916, 3121, 4120, 4310, 5011, 525, 5326, 6420, 6913, 8822, 9016, 9230, 9727, 1008, 10529, 17115, 17917, 30115, 34120, 41312, 42224, κλπ., Μαχ. (Dawk.) 1214, 11019, 17611, 25623, 36630, 42618, 42812, 43422, 45618, 51825, 52416, 52627, 58823, 65625, κλπ., Βουστρ. (Σάθ.) 417, 434, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 712, 912, 145, 212, 278, 307, 615, 7014, 765, 8010, 865, 905, 988, 20, 10719, 1098, 11030, κλπ., Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 329· αμέ, Διγ. (Hess.) Esc. 1224, Πτωχολ. (Schick) P 108, Φλώρ. (Κριαρ.) 1370, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 230, 276, Φυσιολ. (Legr.) 1087, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1130, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 33, 258, Αχιλλ. (Haag) L 111, Αχιλλ. (Hess.) L 702, 1254, 1258, Ιμπ. (Legr.) 275, Ανακάλ. (Κριαρ.) 12, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 1733, Γεωργηλ., Θαν. (Legr.) 52, 78, Σαχλ. (Vitti) N 344, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 79, 216, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 474, 479, 663, 712, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 366, Επίλ. I 537, 543, 548, Αλφ. (Κακ.) 1130, Πανώρ. (Κριαρ.) Ά́ 234, Β́́ 237, 393, Γ́ 84, Πιστ. βοσκ. (Joann.) III 3, 197· IV 7, 45, Φαλλίδ. (Ξανθ.) 20, 46, 63, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Δ́ 1990, Θυσ. (Μέγ.)2 292, Στάθ. (Μανούσ.) Γ́ 353, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́ [20, 445], Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 857, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 138, Ιντ. ά 13, Β́ 97, Δ́ 2, Διακρούσ. (Ξηρ.) 874, 10121, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 518, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 15015, 37017, 4591, 46115, 48410, 51113, 51826, 5506, 55518, 5714, κλπ.· άμε, Ασσίζ. (Σάθ.) 5624, 696· ανμέ, Ασσίζ. (Σάθ.) 15821, 28718, 29028, 29923, 3157, 32515, 3527, 45820, 51928, 53019, 56126· αμμά, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 212, 325, 547, 557· ’μμά, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 45, 187, 7532, 9472, 13721· αμά, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 191.
Οι τ. αμμή, αμή από το αρχ. ει μη-αν μη (Κοραή, Άτ. B΄ 40, Ψάλτη, Αθ. 28, 1916, ΛΑ 39, 41). Οι τ. αμμέ, αμέ από το αμμή με επίδρ. του δε (Χατζιδ., Αθ. 20, 1908, 577, Ψάλτη, Αθ. 28, 1916, 43). Οι τ. αμμά, αμά από το αμμή με επίδρ. του αλλά, καθώς και από άλλα επιρρ. σε ‑α ή από επίδρ. του ιταλ. ma (Ψάλτη, Αθ. 28, 1916, 43). Για τους τ. άμη, άμε πβ. το σημερ. ιδιωμ. τ. άμα (Ψάλτη, Αθ. 28, 1916, 43 38, 41). Εσφαλμ. η υπόθεση του Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. B́ 135 ότι από το τουρκ. ama ή amma. Ο τ. αμή ήδη στο 10. αι. (Διαθ. Νίκων. (Λάμπρ.) 2281). Οι τ. και σήμ. σε ιδιώμ. (Ψάλτη, Αθ. 28, 1916, 38‑46).
1) α) (Μετά αρνητική πρόταση· ο σύνδ. με ρ.· πβ. L‑S, λ. αλλά Ι1) αλλά: ω καρδία, και πώς δεν σχίζεσαι, αμή υπομένεις τα τέτοια συμβάματα; Χίκα, Μονωδ. 166· Δεν έχω παραπόνεσην ’που σέναν,| αμμέ ’που το πικρόν το ριζικόν μου Κυπρ. ερωτ. 212· ουδέν ήκουσε, αμή όμοσε ούτε να φάγει, ούτε να κοιμηθεί Τρωικά 5309· δεν εφύλαξεν τάξην της αφεντίας,| αμή εκαταφρόνεσε κι έκαμεν ασωτίας Ιστ. Βλαχ. 244· εγώ γομάριν δε βαστώ, αμμέ μαντάτα φέρνω Ανακάλ. 12· Ρούχα μπλιο δεν αποτάσσω, αμέ ’δα φορώ το ράσο Φαλλίδ. 63· ουδέν ηθέλησες να με πλερώσεις εις τον καιρόν, ... αμμέ άργησες ετεσαύτον να με πλερώσεις Ασσίζ. 41312· β) (μετά καταφατική πρόταση· ο σύνδ. με ρ.) όμως, αλλ’ όμως, μολαταύτα (Η χρήση και σήμ., βλ. Ψάλτη, Αθ. 28, 1916, 42): Ο ρε Τζουάνης εγάπαν πολλά τον Αποστόλε, αμμέ διά τον φόβον της ρήγαινας δεν ετόρμα να δείξει κανέναν φανόν Βουστρ. 417· Στες άλυσες η ζωή μου κατινίζει,| αμμέ, γιατί ίτσου αρέσει της κυράς μου,| γλυκιά ’ν’ τα πάθη κι όσα μαρτυρίζει Κυπρ. ερωτ. 988· Κι αν είμαι στο λαμπρόν, αμμ’ έχω σκότη Κυπρ. ερωτ. 615· Εγώ στα φύλλα τση καρδιάς πάντα το θέλω χώνει,| αμ’ ο καιρός κάθε κουρφό είν’ απού φανερώνει Ερωφ. Α΄ 476· εκεί ηύραν τους Σαρακηνούς ευγενείς Αραβίτας·| γελώντας τούς ελάλησαν, αμή ουδέν τους εγνωρίσαν Διγ. Esc. 334· Και είπαν τους: «Ώδ’ έναι, αμμέ κρύβγεις τον» Μαχ. 42812· γ) (μετά καταφατική πρόταση· ο σύνδ. με το όχι και ουσ. ή αντων. ή το να με υποτ.) όχι όμως: Ντύσου να βάλεις σκολινά ρούχα του μισεμού σου| και ν’ ακλουθάς του Χάρου σου, αμή όχι του κυρού σου Θυσ.2 436· Εκείνος είπε: «Ξεύρω το τώρα τις με υβρίζει·| ο τόπος, αμή όχι συ οπού με εμποδίζει» Αιτωλ., Μύθ. 1386· Ας έρτει μόνος του και να τον προσδεκτούμεν ως γιον το προείπαμεν, αμμέ όχι να μπει κανένας απέ τους άπιστους Γενουβήσους Μαχ. 45618. 2) (Προσθετικός, επιτατικός· ο σύνδ. συνήθως με το και ή ως και· πβ. L‑S, λ. αλλά Ι1c) αλλά και, αλλά ακόμη, αλλ’ επιπροσθέτως: Το βλέμμα και το γέλιο σου, αμή ως και το μαλλί σου| ψευτό κι αυτείνο, ’πίβουλη, το ’χεις στην κεφαλή σου; Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1293]· Όχι το τέκνο μοναχά (ενν. να θυσιάσεις), αμή και το κορμί σου,| το σπίτι σου, το πράμα σου, τα πλούτη κι η γυνή σου Θυσ.2 227· και ου μόνον οι Γαλατιανοί τον αγαπούσαν, αμή και οι Καραμανίται Ιστ. πατρ. 1738· ουχί μόνον φλωρία να δώσομεν διά τας εκκλησίας μας να τους ελευθερώσομεν, αμή και να απεθάνομεν και ημείς και τα παιδία μας Ιστ. πατρ. 16211· Δεν έσωνεν μόνον να εβγάλουν την ψυχήν της, αμή έκοψαν και τα κάλλη της και είναι ανεγνώριστος; Διγ. Άνδρ. 32217· όχι μόνον συχώρησην ’πού σας ολπίζω, αμμέ καθείς ως αμαλόν να με λυπάται Κυπρ. ερωτ. 278. 3) (Βεβαιωτικός· ο σύνδ. καμιά φορά με το βεβαιωτ. όμως) αλλά βέβαια, και βέβαια (Πβ. τη σημερ. χρήση: Ψάλτη, Αθ. 28, 1916, 42): Πλανούν μας, αμμέ Γενουβήσοι είναι! Μαχ. 58823· και ιδού το σώμα φαίνεται ομπρός μας,| την δε μορφήν σου ου βλέπομεν. Έδε ανομία μεγάλη.| Αμή όμως η ψυχή όταν έβγει, χάνεται και η όψις Διγ. Esc. 110. 4) α) (Μτβ.· ο σύνδ. στην αρχή της πρότ.· πβ. L‑S, λ. αλλά ΙΙ1) λοιπόν: Αμμέ, εάν ένι ότι ο ιατρός είχεν ούτως κακά ιατρεύσει τον ασθενήν ... και εκείνη ή εκείνος απέθανεν, το δίκαιον κρινίσκει ότι εκείνος ο ιατρός να ένι κρεμασμένος Ασσίζ. 17917· αμέ, αν λαλείς αλήθειαν, ως λέγεις και καυχάσαι,| έναν εκλέξου απ’ ημών, όν θέλεις και κελεύεις Διγ. Esc. 1224· Ευρέ έναν αριθμόν οπού να έχει τέταρτον και είναι πολλοί. Αμή ας ειπούμεν μ΄ Rechenb. 724· Και πώς τα εβάσταξεν ο δίκαιος κριτής; Αμμέ διά τας πολλάς και αμέτρητες αμαρτίες επαραχώρησεν ο Θεός Μαχ. 42618· αμμ’ ανίσως κι η γνώση μου αγκατιάζει| στο μέτωπόν της τι έχει ο λογισμός της,| ζώντα κι αφόν ’ποθάνω είμαι δικός της Κυπρ. ερωτ. 912· Αμέ γιατί μ’ ορίζεις λίγα, άπονη περίσσια, να μιλήσω (έκδ. μιλήσω;· διορθώσ.), λίγα (εκδ. Λίγα· διορθώσ.) σου θέλω πει Πιστ. βοσκ. ΙΙΙ 3, 197· Αμή, ω η καημένη| η κερά η γυναίκα του η κακοπαντρεμένη Κατζ. Β΄ 387· Αμή ημείς τι άξιον έχομεν να αποδώσομεν τῃ βασιλείᾳ σου; Σφρ., Χρον. μ. 7612· β) (ο σύνδ. με επιφών.· πβ. L‑S, λ. αλλά III): αμμέ γιμές! Το δυνατόν ξουφάριν ... Κυπρ. ερωτ. 10719. 5) (Απορηματικός· πβ. L‑S, λ. αλλά ΙΙ1) μήπως (Η χρήση και σήμ., Ψάλτη, Αθ. 28, 1916, 41): Αμή εγώ δεν ήμουνε κάστρον εξακουσμένον| και έγεμα χριστιανούς, τα νυν δε χαλασμένον; Θρ. πατρ. 59. 6) (Ελλειπτικός) ειδεμή, ειδ’ άλλως (Πβ. και αν, Εκφρ.): Δυο κονταρές εις τα κορμιά δίδουν τ’ αρματωμένα| κι ελάχαν τ’ άρματα καλά, αμή κι οι δυο ’ποθαίνα Ερωτόκρ. Β΄ 1612· Εις τα καλά μου μ’ εύρηκε, να ζήσεις, θυγατέρα,| αμή κακή για λόγου ντου ήτον ετούτ’ η μέρα Ερωτόκρ. Γ΄ 1030.αμολάρω και αμολέρνω,- Αλφ. (Κακ.) 1181, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 600, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 21315, 24212, 3294, 3775, 38813, 40020, 4191· αμολέρνω, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 15219, 1563, 15717, 1846, 192, 19219, 22, 21429, 27311, 28629, 29721, 31015, 3185, 3207, 32214, 38525, 42213, 45011, 45517, 4825, 49625· ’μολέρνω, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 1726, 19724· απολέρνω, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 16712, 2031· αμολαρμένος, μτχ., Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 28220.
Από το βενετ. molar (Kahane, B-NJ 15, 1939, 105) ή το ιταλ. mollare (Δειν., Αθ. 41, 1929, 75) ή (am)mollare (Ανδρ., Λεξ.). Πβ. και Ανδρ., Σημασ. εξ. 33. Για το μετασχηματισμό σε ‑έρω και ‑έρνω βλ. Δειν., ό.π., 75-6 και Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 303. Η λ. και σήμ. με διάφορους τ. στα ιδιώμ. (ΙΛ). Αν η λ. προέρχεται από το βενετ. και όχι το ιταλ., το αρκτ. α‑ από τη συνεκφ. με το να. Ο τ. απολέρνω με επίδρ. του απολύω-απο-λυώ (Χατζιδ., Αθ. 20, 1908, 555).
1) (Προκ. για αντικ.) αφήνω (κάτι) να πέσει από το χέρι μου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αμολλάρω Α1): απ’ την τρομάρα| ό,τι και αν εβαστούσα χάμαι τ’ αμολάρα Λεηλ. Παροικ. 600. 2) (Προκ. για πρόσωπο) αφήνω κάποιον ελεύθερο (Πβ. ΙΛ, λ. αμολλάρω Α2): Φτερά να φόριες να πετάς εγώ δεν σ’ αμολάρω,| α δεν δοξέψω το κορμί και την ψυχήν να πάρω Αλφ. 1181. 3) (Προκ. για πολεμική ενέργεια) αφήνω να εκσφενδονιστεί, εκσφενδονίζω (με αντικ. λ. όπως αρκομπουζιά, βόλι, λουμπάρδα, λουμπαρδιά, μπάλα, μπόμπα, σαΐτα, σάρμπανο, τουφέκι): κι εκάνασι παράκλησες κι ο Τούρκος αμολέρνει| βόλι μεγάλο εδεκεί και δυο παπάδες παίρνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 15717· Δυο λουμπαρδιές αμόλερνε κι ήρχουνταν πάσα ώρα| κι οι μπάλες σπίτια ρίχνασι κι ετάρασσεν η χώρα Τζάνε, Κρ. πόλ. 21429· τουφέκι δεν αμόλαραν, λουμπάρδα δεν εσύραν| και σαν γυναίκες να ’τονε τσ’ αφήκαν και το πήραν Τζάνε, Κρ. πόλ. 40020· Σάρμπανα ν’ αμολέρνουσι και μπάλες να κεντούνται Τζάνε, Κρ. πόλ. 15219· Σαΐτες εμολέρνασι και μπάλες επετούσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 19724· είχαν αμολαρμένοι| ένα κανόνι οι Χριστιανοί Τζάνε, Κρ. πόλ. 28220.αμπαντονάρω,- Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 245α 16 (βλ. σημασιολ.)· απαντονάρω, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 335β 13· ’παντονάρω, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 58, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 951, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 261, Διαθ. 17. αι. 384.
Από το ιταλ. abbandonare. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Το πα (αντί μπα) του τ. απαντονάρω και σε άλλους σημερ. τ. της λ. (ΙΛ).
Εγκαταλείπω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Αμπαντονάρα (έκδ. άττα ντων άγιω· Κριαρ., B-NJ 10, 1934, 406, διόρθ.) τσι γραφές, τά λέσι δε γροικούσι Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 245α 16· και όλοι τον νουν τως είχαν άνω κάτω,| φεύγουν και ’παντονάρου τα δικά τως Λεηλ. Παροικ. 261.αν,- σύνδ., Προδρ. (Hess.-Pern.) II G 90, Καλλίμ. (Κριαρ.) 496, Διγ. (Hess.) Esc. 807, 1345, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 268, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2510, 2712, Φλώρ. (Κριαρ.) 162, Λίβ. (Μαυρ.) P 2149, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 9214, Ch. pop. (Pern.) 342, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 273, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 436, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 231, 347, 486, 615, 938, 9533, 10437, 10834, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 433, Πεντ. (Hess.) Γέν. IV 9, XXXIV 31, XLV 3, Λευιτ. III 1, XV 24, Αρ. X 4, XI 23, Βίος γέρ. (Schick) V 810, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 303, Ερωφ. (Ξανθ.) Δ΄ 267, 658, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 437. 753, 1345, Δ΄ 515, Θυσ. (Μέγ.)2 65, 166, 497, 717, Λίμπον. (Legr.) 206, Ζήν. (Σάθ.) Ε΄ 290. Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 479, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 16314, 1643, Διακρούσ. (Ξηρ.) 10413· α, Διγ. (Hess.) Esc. 1100, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 482, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1126, 4741, Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 292, 459, Γράμμ. κρ. διαλ. (Μανούσ.) 67, Μαχ. (Dawk.) 38432, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 10537, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 517, Συναξ. γυν. (Krumb.) 935, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 315, Φαλιέρ., Ενύπν. (Ζώρ.) 84, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 16, 250, Αλφ. (Κακ.) 1182, 152, Κατζ. (Πολ. Λ.) A΄ 96, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ΄ 401, Δ΄ 85, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 337, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 2, 87· II 7, 173, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31925, 40832, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 16, 253, 261, 293, 646, Β΄ 59, 277, 1667, Γ΄ 867, 1437, Δ΄ 322, 423, Θυσ. (Μέγ.)2 87, 152, 475, 535, 815, Ευγέν. (Vitti) 620, Στάθ. (Σάθ.) Β΄ 243, Γ΄ 308, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 198, Γ΄ 42, 43, δ΄ 9, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. β΄ 57, 75, Γ΄ 196, Ζήν. (Σάθ.) Α΄ 212, Β΄ 313, Γ΄ 293, Διγ. (Lambr.) O 1812, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 3388, 3656, 4164, 43020, 44322, 53325, 54418.
Ο αρχ. σύνδ. αν. Ο τ. α ύστερα από αποβολή του ν μπροστά σε ορισμένα σύμφωνα. Το ν αφομοιώνεται μπροστά σε άλλα σύμφωνα.
1) (Καθαρώς υποθ.) αν (Η χρήση και αρχ. και σημερ., ΙΛ στη λ. 1): α μ’ αγαπάς, Πανάρετε, ’ς τούτη τη γιόστραν άμε Ερωφ. Α΄ 337· α θέλεις κι άλλο τίποτας, εγώ ’μαι δουλευτής σου Στάθ. Β΄ 243· Α σου ’φταιξα καμιά φορά, απόφαση άλλη κάμε Θυσ.2 815· λοιπόν αμ με αγαπάτε Μαχ. 38432· Καλώς ήρθες, το τέκνον μου, αν μου ήφερες κυνήγιν Διγ. Esc. 807· Γροίκησε, φίλε, αν πεθυμάς, ο νους μου τά λογιάζει Ζήν. Β΄ 313· και α μου το δώσεις, αφεντιές και βασιλειές και πλούτη| να σου χαρίσω τάσσω σου Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. β΄ 75. 2) (Ενδοτικός με παρατατικό, αόριστο οριστικής ή υποτ. και με προταγμένο ή ακόλουθο και, με προταγμένο το καλά και, το πολλάκις ή το πολλάκις και): ακόμη και αν, και στην περίπτωση ακόμη που (Η χρήση και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): κάθε καρδιά ’νελάμπανε, αν ήτο σαν το χιόνι Ερωτόκρ. Α΄ 437· ποτέ να μην εσχόλαζεν, αν έζη χίλιους χρόνους Σαχλ., Αφήγ. 436· Α μου ’πες πως ο Ισαάκ σήμερον αποθαίνει Θυσ.2 152· ίσως και αν εκαυχήσατο, εκείνους ου μη τους δείρει Διγ. Esc. 1345· Κι αν είμαι στο λαμπρόν, αμμ’ έχω σκότη Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 615· κι οπίσω α θέλω να συρθώ, η πεθυμιά μ’ αμπώθει Ερωτόκρ. Α΄ 293· εγώ δε θέλω πει το ναι, α ζήσω χίλιους χρόνους Ερωτόκρ. Δ΄ 423· καλά κι αν πάψεις το θυμό λίγο κι αφουκραστείς μου,| παίνεμα ελπίζω, αφέντη μου, να δώσεις τση βουλής μου Ερωφ. Δ΄ 267· καλά κι αν πεθινήσκω γι’ αφορμήσ σου,| για κείνον μεν νοιαστείς να πεθυμήσω| καμιά ζημιά δικήσ σου ν’ αγροικήσω Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 10437· Μπορεί το χιόνι το λαμπρόν να σβήσει,| καλά κι αν διώχνει το λαμπρόν την κρυάδα Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.)486· Κι ο βασιλεύς ο κύρης της πολλάκις κι αν χολιάσει| και βαρεθεί το τίποτες, πάλε να το αγαπήσει Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2510· Πολλάκις (Για τη χρήση του πολλάκις βλ. Ανδρ., ΕΕΦΣΠΘ 8, 1963, 142) αν εχάσαμεν τον τόπον του Μορέως,| από το κάστρον Χλουμουτσίου τον θέλομεν κερδίσει Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2712· Αν και βαρείς στη χέρα σου, στο ’να δαχτύλι μόνο,| γροικάς εις όλον το κορμί το βάρος και τον πόνο Ερωτόκρ. Δ΄ 615. 3) 3) (Αοριστολογικός με αναφορ. αντων. και προταγμένο το και ή και χωρίς αυτό) όποιος και αν, κλπ. (Η χρήση και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): αρχοντοπούλαν άξιαν, ωραιότατην τρυγόνα,| που όσοι και αν την έβλεπαν όλοι την καμαρώνα Λίμπον. 206· ό,τι α θέλει σύβασες με γράμμα ας το μηνύσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 53325· Τριακόσια υπέρπερα α σου θε, σολδί να μη σου δώσει Φαλιέρ., Λόγ. 315· Φύσ’, άνεμε, όπου και α θες· καράβι θε να μὂρθει Βεντράμ., Φιλ. 250. 4) (Απορημ.) α) μήπως, αν (με ρήμα εξαρτημένης πρότασης) (Η χρήση και σήμ., ΙΛ στη λ. 4 και Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. B́ 115-6): και την αρμάτα των Τουρκώ α βγαίνει να ρωτήσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 44322· κι οι Χιώτες τών ελέγανε α θέλουν να σταλάρουν Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4164· πε μου άλλος α βρίσκεται ωσάν εμέ ομοίως Βεντράμ., Φιλ. 16· ιδέ την αν και καίεται αυτή ωσάν κι εμένα Ch. pop. 342· β) μήπως (κατά κάποιο βιασμό με παράλειψη του ρ.) (πβ. και Πεντ. Γέν. XVIII 14): είπεν: «Δεν ηξέρω αν φυλαχτής του αδελφού μου εγώ;» Πεντ. Γέν. IV 9· είπεν ο Ιωσέφ προς τα αδέλφια του: «Εγώ ο Ιωσέφ· αν ακόμη ο πατέρας μου ζωντανός;» Πεντ. Γέν. XLV 3. 5) (Χρον.) όταν: αν περπατούν, νυστάζουσιν· αν κάθηνται, κοιμώνται Προδρ. ΙΙ χφ G 90· να ’ναι ... και ευτυχείς εις τας βουλάς μάλλον και αν βασιλεύσουν Φλώρ. 162· ούδε να παραδιαβάσω| ειμή μόνον α γεράσω Συναξ. γυν. 935· των είπε να γυρίσουν| κι οι σύβασες α θα γραφτούν τη χώρα να τ’ αφήσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 54418. —Συνών.: άμα Γ1. 6) (Σε φράση χωρίς απόδοση· για δήλωση απειλής, κλπ.) (Η χρήση και σήμ., ΙΛ στη λ. 1ε· βλ. και Ανδρ., Σημασ. εξ. 93 και Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β΄ 70) είθε να ..., μακάρι να ...: Μ’ α δε σου τα πλερώσω. ’Κλούθα πούρι Πιστ. βοσκ. II 7, 173. Εκφρ. 1) Αδ (=αν) δεν ’ναι = ειδ’ άλλως (βλ. και Μενάρδ., Αθ. 6, 1894, 151): αδ δεν ’ναι πρασινίζει το λαμπρόν μου Κυπρ. ερωτ. 10537· 2) αδ (=αν) δε ’ναι = αλλά εάν: Αδ δε ’ναι κι έχεις λύπην στά διαβάζω, με το γλυκύν το δείσ σου δώσ’ μου θάρρος Κυπρ. ερωτ. 9919· 3) α(ν) δε(ν) = ειδεμή (πβ. αμή 6): για τούτο θέλου αδυνατό και μπορεμένο ταίρι| να ’χουσιν· α δε του λαφιού του βάνου το τσιμέρι Φορτουν. Γ΄ 196· αν δε και δεν θελήσωσι, βαρείτε, κόψετέ τους Διακρούσ. 10413· αν δε και δε θελήσουνε,| όλους θα τους χαλάσω Τζάνε, Κρ. πόλ. 16314· 4) αδές αλλιώς, α δε καν ου = ειδεμή, ειδάλλως (Η λ. και στο Germ. 275· βλ. Κριαρ., Αθ. 48, 1938, 155, λ. αδές· βλ. και Dawkins [Μαχ. Β́ σ. 259]): Αδές αλλιώς εσένα θα σκλαβώσω| και των παιδιών σου θάνατο θα δώσω Λεηλ. Παροικ. 337· αμήνυσεν του αμιράλλη να μηνύσει του ρηγός να του πουλήσει την Αταλείαν και να του δώσει είτι θέλει· α δέ καν ου, θέλει ποίσειν όσον κακόν σώννει διά να πάρει «την χώραν μου» Μαχ. 11220. 5) ουδέ καν = ούτε καν: ου χωρισθήναι θέλω σου, ουδέ καν μίαν ώραν Διγ. Τρ. 268· 6) α λάχει να ή α λάχει και (με υποτ.): = (α) που είναι πιθανό, ενδεχόμενο να ...: τι να σε λέγω τα πολλά, α λάχει να βαριέσαι; Χρον. Μορ. (Καλ.) H 482· (β) ίσως, ενδεχομένως να ...: και α λάχει να σε λυπηθούν και να σου το χαρίσουν Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 292· ειπέ το συντομότερα και α λάχει να το ποίσω Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 459· α λάχει να πονέσουσιν και να μας λυπηθούσιν Απόκοπ. 517· και ικέτευσον τον συμπαθή και φιλάνθρωπον δεσπότην, αλ λάχει να μεταμεληθεί Διγ. Άνδρ. 40832· 7) αν τύχει να = ίσως να: Αν ταύτην υποσκεπαστείς, αν υποκάτω πέσεις,| αν τύχει δράκοντος ισχύν ακόρεστον εγλύσεις Καλλίμ. 496· Μα ας εύρω σκιάς άλλη αφορμή,| αν τύχει να μ’ αφήσεις Κατζ. B΄ 303· την αγριεμένη ντου καρδιά, αν τύχει να μερώσει Ερωφ. Δ΄ 658· 8) αν τυχαίνει να ... = ίσως: προς ου αναδιδάξουσιν ημίν τα του αμιρά και αν τυχαίνει να αφήσω τον υιόν μου εις τον Μορέαν με τον βίον μου Σφρ., Χρον. μ. 9214· 9) αν τύχως να ... = ίσως να ... (Ο τ. τύχως από επίδρ. επιρρ. σε ‑ως, πιθ. του ίσως): αν τύχως ν’ αγροικήσει η κυρά μου Κυπρ. ερωτ. 231· αν τύχως έτσι κλιόντα ν’ αγροικήσει εκείνη Κυπρ. ερωτ. 347· θέλω ζην μαρτυρώντα,| αν τύχως να τελειώσουν| οι άχαροί μου χρόνοι Κυπρ. ερωτ. 938· Αν τύχως νά ’ρτει λύπηση στα ’μμάτια Κυπρ. ερωτ. 10834· 10) αν ... να = (α) (κατά κάποιο βιασμό) αν (πβ. και Πεντ. Λευιτ. XXV 51): αν πλαγιασμό να πλαγιάσει ανήρ αυτήν και να είναι στο απομάκρεμά της απάνου του και να μαγαριστεί εφτά μέρες Πεντ. Λευιτ. ΧV 24· αν με μια να χτυπήσουν Πεντ. Αρ. Χ 4· (β) μήπως (βλ. και πιο πάνω): αν η δύναμη του Κυρίου να κοντέψει; Πεντ. Αρ. ΧΙ 23· 11) αν σαν = (κατά βιασμό) ωσάν: και είπαν: «Αν σαν κούρβα να κάμει την αδελφή μας;» Πεντ. Γέν. ΧΧΧΙV 31· 12) αν ... αν ... = είτε ... είτε: αν από το βουκόλιο αυτός προσφέρνει, αν αρσενικό αν θηλυκό τέλειο να το προσφέρει ομπροστά στον Κύριο Πεντ. Λευιτ. III 1. — Πβ. αγκαλά, ανέν, ανίσως, ανισωστάς, λαχαίνω, τυχαίνω.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Καραβ. (Del.) 49519, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 221· αβατζάρω, Καραβ. (Del.) 49228· Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 40· βατζάρω, Φορτουν. (Ξανθ.) Έ́ 73.