Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- παρομοιάζω,
- Κρασοπ. (Eideneier) S 55, Φλώρ. 1432, Θησ. Ζ́ [1251], Συναξ. γυν. 435, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 56v, 137r, 237r, 237v, 395r δις, 397r, 399v, Αιτωλ., Βοηβ. 371, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [1126], Ροδινός (Βαλ.) 69· παραμοιάζω, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 117.
[Το μτγν. παρομοιάζω. Η λ. και σήμ.]
Α´ Μτβ. (με γεν. ή αιτιατ. ή με εμπρόθ. προσδ.) 1) α) Μοιάζω με κάπ. ή κ., παρουσιάζω ομοιότητες ή αναλογίες α1) (προκ. για εξωτερική εμφάνιση): τούτοι οι τέσσαρες αδελφοί εκράζονταν αδελφοί του Ιησού Χριστού, διατί ήσαν γεννημένοι από δύο αδελφάδες και επαρομοίαζαν του Χριστού εις την όψιν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 254V· Εκείνος όσον ήκουσεν τα λόγια της κόρης θωρεί και παραμοίαζεν της μάννας της τα κάλλη Απολλών. 758· Εγώ, διατί παρομοιάζω τον αφέντη μου τον Αλέξανδρο πολλά, αγάπην έχω απ’ αυτόν Διήγ. Αλ. G 27718· α2) (προκ. για ιδιότητες, συμπεριφορά, κ.τ.ό.): Από χειλέων πόρνης τε βλέπε να αποφεύγεις,| προς καιρόν γαρ γλυκαίνει σε, ύστερον σε πικραίνει·| μάλλον μαχαίραν δίστομον αυτή παρομοιάζει Φυσιολ. (Legr.) 1017· ποίον άλλον καλλιότερον παρομοιάζει της γλώττης; ... δι’ αυτής πωλείς, αγοράζεις, χαιρετισμός γίνεται, παίρνεις, δίδεις, τραγουδούν, γίνονται γάμοι, κτίζονται κάστρη Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά́ 2221· β) είμαι ανάλογος, συναφής: ο λογισμός της ψυχής έναι μία χάρις πνευματική, οπού παρομοιάζει εις τα πράγματα οπού έχουν τες χάριτες και κάνουν τον άνθρωπον να εγνωρίσει την καθαράν γνώσιν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 33v. 2) Γίνομαι όμοιος: ελεήμων άνθρωπος Θεόν παρομοιάζει Ιστ. Βλαχ. 1910· Κριτής απροσωπόληπτος Θεόν παρομοιάζει Ιστ. Βλαχ. 1393. 3) Συμβολίζω, υποδηλώνω αλληγορικά: η ιστία παρομοιάζει την θεότητα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 399r· Ακούσετε λοιπόν, αδελφοί, τίνος παρομοιάζει τούτος ο πελεκάνος ... Ο πελεκάνος έναι ο Χριστός Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 56v· ανεβαίνει ο αναγνώστης και λέγει τον Απόστολον, και παρομοιάζει τον άγγελον οπού είπε των Μυροφόρων ότι ανέστη ο Κύριος Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 396r· (εδώ με ειδική πρόταση): εις τα ποδάρια αυτεινού (ενν. του ξύλου) ήτον μίαν κεφάλη ενού ανθρώπου απεθαμένου, διά να παρομοιάσει ότι εκείνο το ξύλο ξεβλαστώνει από την κεφάλη του Αδάμ Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 205r·. 4) α) Θεωρώ παρόμοιο, παρομοιάζω, συσχετίζω: τον επαρομοιάζανε (ενν. τον Κωνσταντίνο τον Παλαιολόγο) δράκο, ότι ήτονε δυνατός, ανδρειωμένος Χρον. σουλτ. 7912· Ο κρόκος τον παρομοιάζουν της γης, το ασπράδι του αέρος και η τσίπα οπού έναι ανάμεσα το ασπράδι και την σκόρτσαν του αβγού την παρομοιάζουν εις το νερόν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 70r δις· ο χρυσός ο αετός ο γαμπρός μας λογιάζω| να είναι, γιατί εις ατό τονε παρομοιάζω Διγ. O 750· ετούτον μου τον λόγον επαρομοίασά το μιας γλυκόμνοστης τροφής Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 35· β) παραβάλλω, συγκρίνω: Πόλη μου, ετριγύρισα γης τον τροχόν και τόπον,| δεν ηύρα ευμορφύτερον να σε παρομοιάσω Θρ. Κων/π. B 52· με όποιον απ’ αυτούς όλους τους περασμένους| τον παρομοιάσεις (ενν. το βοϊβόδα Μιχαήλ), δεν σφάλλεις μ’ όλους τους ανδρειωμένους Παλαμήδ., Βοηβ. Εισαγ. 32· η λάμψις και η χαρά εκείνη δεν ήτον να την παρομοιάσει κανένας εις καμίαν ευμορφάδα του κόσμου τούτου Λαυρ., Οπτασία Σ. 110. Β́ (Αμτβ.) είμαι όμοιος ή παρόμοιος με κάπ. ή κ., παρουσιάζω ομοιότητες ή αναλογίες· (εδώ για εξωτερική εμφάνιση): εις την μέσην του δένδρου δεν ήτον καμία ξεχώρισις, μόνον τα φύλλα του οπού επαρομοίαζαν ώσπερ του κέδρου και πεύκου και κυπαρισσίου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 100v· εκείνο οπού εκατέβαζεν το θερμόν ροδόσταμαν| ζώον ήτον θαυμαστόν, ως άνθρωπος παραμοιάζει·| εάν το είδες, ήθελες ειπείν και έναιν ζωντανού ανθρώπου στόμα Αχιλλ. L 527.παρουσία- η, Θησ. Πρόλ. [276], Βεντράμ., Γυν. 204, Παϊσ., Ιστ. Σινά 923, 1637, Σεβήρ., Διαθ. 18916, Διγ. O 2039· παρουσιά, Δεφ., Σωσ. (1569) [339], Πεντ. Δευτ. XXXIII 26, 29· παρουχιά, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 98· πληθ. παρουσές, Θρ. πατρ. M 80.
[Το αρχ. ουσ. παρουσία. Η λ. και σήμ.]
1) Παρουσία: Μεταξά, Επιστ. 2152. 2) Άφιξη, ερχομός, εμφάνιση: Διγ. O 1009, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [72]. 3) α) Μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα: Εκεί δε οι ορθόδοξοι Ρωμαίοι λειτουργούσιν| με παρουσίαν θαυμαστήν, να είδες τι ποιούσιν Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 282· Ζει το λοιπόν και χαίρεται και λάμπει η ομορφιά της,| κι εγίνη νύμφη ξαφνικά, με πλήσια παρουσιά της Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [1427]· β) μεγαλείο, δόξα: Και πώς, Κωνσταντινούπολις, πάντα να μην θρηνούμεν,| που χάσαμεν τες παρουσές και πάντα τες θυμούμαι;| Από καρδίας κλαίομεν, σαν βλέπομεν άλλες χώρες,| που στέκουν εις τες τάξες τους σαν στολισμένες κόρες| και παρουσίες έχουσιν, χαίρονται, καμαρώνουν Θρ. πατρ. M 80, 83· χάθηκεν η παρουσιά, η δόξα η μεγάλη,| οπού ’ρχονταν οι άρχοντες μετά τιμής μεγάλης| όλοι στον τάφον του Χριστού Θρ. πατρ. M 30· και εσύ την παρουσίαν σου μόνος σου κέρδισέ την,| μόνος σου ζήσε, σκίρτιζε, μόνος αγαλλιάζου Ιμπ. 457· (προκ. για το Θεό): με τη πληθότητα της παρουσιάς σου χαλνάς τους αντιστεκουμένους σου· απέστειλες την οργή σου να τους φάει σαν άχερο Πεντ. Έξ. XV 7. 4) α) Θαρραλέα έκφραση γνώμης, παρρησία: Ακούοντα τούτον (ενν. τον κουρτσάρην) ο ρήγας ο Αλέξανδρος και τούτος πως είχεν τόσην ψυχήν και τόσην παρουχιάν, εμπήκεν εις ελεημοσύνην Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 98· β) θάρρος, γενναιότητα: έκανον πέντε έξι γύρους κτυπώντας ο καθένας τους περισσιές αρκουμποσίες και έδειχνε ο καθένας την παρουσίαν και την ανδρείαν του Σουμμ., Ρεμπελ. 160· γ) αλαζονεία, έπαρση: να τσακίσω την παρουσιά της δύναμής σας, και να δώσω τους ουρανούς σαν το σίδερο και την ηγή σας σαν το χάρκωμα Πεντ. Λευιτ. XXVI 19. 5) (Θεολ.) έκφρ. Δευτέρα Παρουσία = η δεύτερη αναμενόμενη έλευση του Χριστού στον κόσμο για να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς: Χαίρε, ότι ο σος υιός εις ουρανούς ανέβην·| εις την Δευτέραν Παρουσιάν ούτος θέλει κατέβειν Σκλέντζα, Ποιήμ. 412· Σήμερον φαίνεται εις εμάς Δευτέρα Παρουσία,| που θε να κάνει ο Κύριος την δικαιοκρισίαν Διήγ. ωραιότ. 523· εσκοτεινιάσεν ο ουρανός κι εμαύρισεν η μέρα,| και όλος ο κόσμος έλεγεν: «Η Παρουσία Δευτέρα» Σκλάβ. 122· εις αυτόν τον τόπον όρισεν ο οικτίρμων Θεός να ευρίσκονται ετούτες οι ψυχές έως να θελήσει να κάμει την κρίσιν και την ανταπόδοσιν, ήγουν να γένει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού Λαυρ., Οπτασία Σ. 110. — Πβ. και παρρησία.πεδιάς ‑άδα- η, Λαυρ., Οπτασία Σ. 109· πεδιάδα, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 445.
[Το μτγν. ουσ. πεδιάς (TLG· ως επίθ. ήδη αρχ.). Ο τ. στην Κρήτη από το 13. αι. ως τοπων. (Ξανθ., ΕΕΒΣ 3, 1926, 44), στο Βλάχ. και σήμ.]
Επίπεδη και ομαλή έκταση γης, τόπος πεδινός, κάμπος: εδόθη λόγος και ορισμός και εδιαλαλήθη| να συναχθούν, να ’μαδευθούν πάντα εις έναν τόπον,| εις πεδιάδαν ομαλήν, μικρά τε και μεγάλα Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 43.πεζός (II),- επίθ., Κώδ. Χρονογρ. 60, Λαυρ., Οπτασία Σ. 114, Ιωακ. Κύπρ. 400· απεζός.
[Το αρχ. επίθ. πεζός (L‑S σημασ. ΙΙ). Η λ. και σήμ.]
(Συν. προκ. για μεταγραφή κειμένου από λογιότερη, προγενέστερη μορφή σε απλούστερη) απλός, κατανοητός (Για τη σημασ. βλ. Τσολ., Ελλην. 17, 1962, 322, Μιχαηλίδης, Ελλην. 23, 1970, 332, Παναγ., Φίλτρα, Τιμητ. Καψ. 275-90): εμεταγράψαν φράγκικα απεζά τα στοιχήματα και εδείξαν τα του ρηγός Μαχ. 13834· (συχνά σε συνεκφ. με το ουσ. φράσις): Φυσιολογία νέα του πανιερωτάτου μητροπολίτου ... Δαμασκηνού εις πεζήν φράσιν Χρον. 304· Μετεγλωττίσθη δε παρ’ ημών ο λόγος ούτος, από του ελληνικού καλλωπισμού εις την πεζήν ταύτην και ακαλλή φράσιν, διά να γροικάται από κάθε άνθρωπον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 100· (εδώ υποτιμ.): η ση ενδοξότης ... επρόσταξε και την εμήν αμάθειαν να μεταφράσω εις πεζήν και χυδαίαν διάλεκτον το ένατον ιστορικόν βιβλίον του εκ Καισαρείας Προκοπίου Πορφυρόπ., Μετάφρ. Ανεκδ. Προκοπ. 218.περιεργάζομαι,- Σπαν. B 450, Καναν. (Pinto) 412, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι V 57, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 259, Λαυρ., Οπτασία Σ. 109, Πηγά, Χρυσοπ. 257 (20), Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 2510· μτχ. ενεργ. ενεστ. περιεργάζων, Πηγά, Χρυσοπ. 182 (31).
Το αρχ. περιεργάζομαι. Η μτχ. ενεργ. ενεστ. περιεργάζων τον 5. αι. (Lampe, Lex., λ. περιεργάζω). Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., στη λ., Αντιχάρ. Ανδρ. 115). Η λ. και σήμ.
Ά Μτβ. 1) α) Κοιτάζω, παρατηρώ προσεκτικά: εις την εκκλησίαν του Θεού ... οι άνδρες στήκετε κατά ανατολάς … και μη στρέφεσθε όπισθεν και περιεργάζεσθε ποία των γυναικών εστίν ευμορφότερη, ποία δε καλοστόλισθος, ποία δε λευκότερη και ποία σιτόχροος Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι V 62· επεριεργάζετον (ενν. ο Θησέος), έμορφα και καθάρια,| των πάντων τα καμώματα, τες κοπανές που κρούσι.| Και τις τον θάνατον ... για την τιμήν γυρεύει,| και τις πάλι εφοβάτονε με δόξα να ’ποθάνει. (παραλ. 3 στ.) όλα ’βλεπεν, εμέτρα τα Θησ. Ή [901]· β) παρατηρώ, προσέχω· αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: ήτον ο Ξάνθος πολλά πικραμένος, πλην ο ξένος δεν το επεριεργάσθην Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 7529· εγώ (ενν. ο λύκος) εθάρρεσα, κυρά μου, εις εσένα (ενν. την αλουπού),| να μη σε λάθει τίποτες εις όλην σου την γνώσιν| και ου περιεργάστηκα τούτου (ενν. του γαδάρου) την πονηρίαν Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 359. 2) α) Μελετώ, ερευνώ κ. σε βάθος: πολλοί των ανθρώπων έχουν τινάς λογισμούς πιθανούς και περιεργάζονται την θείαν Γραφήν διεστραμμένα και κακά και θέλουν να δείχνουν ότι ηξεύρουν πολλά γράμματα και θέλουν να δείχνουν την ψευδοσοφία τους με τα μυστήρια του Θεού Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 300r· Όλως, αδελφοί, κίνδυνος είναι να περιεργάζεται τινάς τα δόγματα του Θεού. Άνθρωπε, αν έχεις τον Θεόν σοφόν και αγαθόν και ανακρίνεις τα δόγματά του και εξετάζεις τα με την σοφίαν, ωσάν να εφοβούσουν να μην ήταν και φρόνιμα ή καλά ... Πηγά, Χρυσοπ. 179 (19)· Εκεί λοιπόν, αδελφέ, εις εκείνον το ύψος της υπερθέου θεότητος, μη μου υψώσεις τον νουν να περιεργασθείς «όσα σκέπει γνόφος» Πηγά, Χρυσοπ. 258 (22)· β) αναζητώ, ψάχνω τρόπο: πάντα περιεργάζεται (ενν. η γυνή) το πώς να σε ξηράνει Συναξ. γυν. 308. 3) Εκδηλώνω περιέργεια, αναρωτιέμαι για κ.: Ο δε άγροικος εκείνος ουδέν εκατάλαβε να περιεργαστεί διά ποίαν αιτίαν τον προσκαλεί, μόνον εσηκώθη και ηκολούθησεν τον Αίσωπον Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 2413. 4) α) Παραπλανώ, εξαπατώ: όσοι περιεργάζονται τον φίλον τους με δόλον και κακίαν βλάπτουσι μάλιστα τον εαυτόν τους Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 64· β) μηχανεύομαι: ουδέ καταδέχομαι (ενν. εγώ, η αλουπού) να πάγω να δουλέψω,| μόνον περιεργάζομαι το τι να πα να κλέψω Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 226. Β́ Αμτβ. 1) Παρατηρώ, εξετάζω προσεκτικά: Εβλέπω, περιεργάζομαι, έχει κάτον η γραία,| χοντρόν κατσάκιν κόκκινον, την τρίχα μου ομοιάζει Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 171. 2) Ενεργώ πονηρά: ημείς επήραμεν τα στρώματα και άλλα σκεύη, οπού ποτέ δεν ελαφρώνονται, και αυτός ο σαπρός (ενν. ο Αίσωπος) επεριεργάσθη και επήρε το ψωμί, οπού δαπανάται και τρώγεται, και ευκαίρωσε την σπυρίδαν του Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 726.πλαγιάζω,- Πεντ. Γέν. XXVI 10, XXVIII 13, XXX 15, 16, XXXIV 2, XXXV 22, XXXIX 7, Έξ. XXII 15, 26, Λευιτ. XV 18, Δευτ. XXII 22 δις, 23, 25, 28, 29, XXIV 12, 13, XXVII 21, 22, 23, XXXI 16, Χρον. σουλτ. 1405, Λαυρ., Οπτασία Σ. 106, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 33921, Μπερτολδίνος 152.
Το αρχ. πλαγιάζω (TLG). Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. Ά Αμτβ. 1) α) Στρέφομαι, σκύβω προς το μέρος κάπ. για να του πω εμπιστευτικά κ. (Για τη σημασ. βλ. Κεχ., Ελλην. 27, 1974, 255-261· πβ. και πλευριάζω· βλ. όμως και Lex. Chron. Mor.): Οι πάντες γαρ όπου ήσασιν εκεί στην κούρτη ετότε,| όλοι επλαγίασαν κι έλεγαν με διάκρισιν μεγάλην| ότι η πρωτοστρατόρισσα ... (παραλ. 16 στ.) ... το δίκαιόν της εχάσε Χρον. Μορ. H 7582· ο δε γέρων πλαγιάζει| και κρυφά τους συντυχαίνει Πτωχολ. A 78· β) (προκ. για τις ακτίνες του ήλιου) πέφτω πλάγια: αι ακτίνες του ηλίου ολίγον πλαγιάζουσιν εις την Αίγυπτον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 25· γ) (προκ. για πλοία) γέρνω, μπατάρω: Τες σάικες επιάσανε (ενν. οι Φράγκοι) μ’ ό,τ’ ήτο φορτωμένες,| τον Άγιο Μάρκο εβάλανε απάνω στες αντένες.| Στη γη δυο τρεις εδώκανε, στην άμμο, κι επλαγιάσα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 44421· δ) (μεταφ.) αποκλίνω από τον ορθό δρόμο, παρεκκλίνω: ο πρωτοβεστιάριος εμήνυσεν αυτού κρυφώς και δώρα μεγάλα του έστειλε, να πλαγιάσει και να κάμει τον πατριάρχην να το στέρξει να του συγχωρήσει να επάρει την μοιχαλίδα Ιστ. πατρ. 992. 2) α) Ξαπλώνω για να κοιμηθώ· κοιμάμαι: Κι αφού ’φαγε και έπιε, επλάγιασε στην κοίτη Κορων., Μπούας 48· επήρεν (ενν. ο Ιαακώβ) από τις πέτρες του τόπου και έβαλεν εις τα προσκέφαλά του και επλάγιασεν εις το τόπο εκείνο Πεντ. Γέν. XXVIII 11· ιμπρού να πλαγιάσουν, και οι αθρώποι του κάστρου, αθρώποι της Σεδομ, ετριγύρισαν ιπί το σπίτι από το παιδί και ως γέρος Πεντ. Γέν. XIX 4· (με τελική πρόταση· για τη σημασ. εδώ βλ. και Κεχ., Ελλην. 28, 1975, 423): Η δέσποινα, την δούλην μη συνείσα,| βασιλικώς εκείτετον προς το καλόν το στρώμαν.| Εκείνη γουν επλάγιασε την νύκταν να κοιμάται| και παρεκάτσεν ... Καλλίμ. 2204· β) ξεκουράζομαι, αναπαύομαι: Ιδού λαός σα λονταρίνα να σηκωθεί και σα λοντάρι να υψωθεί, να μη πλαγιάσει ως να φάει άρπαγμα και αίμα σκοτωμένων να πιει Πεντ. Αρ. XXIII 24· Εγονάτισεν (ενν. ο Ισραελ), επλάγιασεν σαν λοντάρι και σα λονταρίνα· τις να τον σηκώσει; Οπού σε βλογάει ευλογημένος και οπού σε καταράται καταραμένος Πεντ. Αρ. XXIV 9· (μεταφ., προκ. για νεκρό): να πλαγιάσω με τους γονεούς μου και να με σηκώσεις από την Αίγυφτο και να με θάψεις εις το θαφειό τους Πεντ. Γέν. XLVII 30· γ) (προκ. για άρρωστο) μένω κλινήρης, ξαπλώνω: Ούτος ησθένησε, και έστρωσάν του ένα πεύκι μεγάλον εύμορφον να πλαγιάσει Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 294. 3) Κάνω έρωτα, κοιμάμαι με κάπ.: σύρε να ποτίσομε το πατέρα μας κρασί και να πλαγιάσομε μετά αυτόν και να ζωποίσομε από το πατέρα μας σπορά Πεντ. Γέν. XIX 32· καταραμένος οπού πλαγιάζει με τη γεναίκα του πατρός του Πεντ. Δευτ. XXVII 20· (προκ. για βιασμό): να εύρει ο ανήρ τη παιδοπούλα την αρραβωνιασμένη και να δυναμώσει εις αυτήν ο ανήρ και να πλαγιάσει μετ’ αυτήν Πεντ. Δευτ. XXII 25. 4) (Μεταφ.) ησυχάζω, ηρεμώ: να δώσω ερήνη εις την ηγή και να πλαγιάσετε και δεν είναι τρομαχτής, και να ξαργήσω αγρίμι κακό από την ηγή και σπαθί να μη απεράσει εις την ηγή σας Πεντ. Λευιτ. XXVI 6. Β́ Μτβ. 1) (Προκ. για πλοία) ανατρέπω, αναποδογυρίζω: Κάτεργο ένα ήτο εκεί κι εστάθη να το σπάσει| και του ’σπασε τες γούμενες κι ήθελε το πλαγιάσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 33326. 2) Ξαπλώνω κάπ. κάπου· βάζω κάπ. να κοιμηθεί: Και εγέννησε τον υιόν της τον πρωτότοκον και τον ετύλιξε και τον επλάγιασεν εις το παχνί Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. β́ 7. 3) Έρχομαι σε ερωτική επαφή, κάνω έρωτα με κάπ.: αν δεν επλάγιασεν ανήρ εσέν και αν δεν έκλινες μαγαροσύνη κατωθιό τον άντρα σου καθερίσου από τα νερά τα πικρά, τα καταραμένα ετούτα Πεντ. Αρ. V 19· γεναίκα να αρραβωνιάσεις και ανήρ άλλος να την πλαγιάσει Πεντ. Δευτ. XXVIII 30· (με σύστ. αντικ.): ανήρ ότι να πλαγιάσει με γεναίκα πλάγιασμα σποράς Πεντ. Λευιτ. XIX 20· να πλαγιάσει ανήρ αυτήν πλάγιασμα σποράς Πεντ. Αρ. V 13. II. (Μέσ.) στρέφομαι προς τα πλάγια· γέρνω (εδώ προς το μέρος κάπ.): ένας από τους μαθητάς του ήτον πλαγιασμένος εις την αγκάλην του Ιησού —τον οποίον αγάπα ο Ιησούς Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. ιγ́ 23.πληγώνω,- Διγ. Z 2046, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 683, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 2, Φαλιέρ., Ιστ.2 654, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3815, Πεντ. Γέν. XII 17, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1141, Πανώρ. Ά 48, Έ 34, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 202, Έ 644, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 42, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 4, Γ́ 41, Πιστ. βοσκ. IV 8, 44, Διγ. Άνδρ. 3974, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1574, Β́ 653, 712 κ.α., Στάθ. (Martini) Πρόλ. 16, Ιντ. ά 5, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 460, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [512], Β́ [326], Γ́ [436], Δ́ [1215], Έ [1262], Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 15, Β́ 432, Γ́ 36, Δ́ 131, 133, Έ 265, Διγ. O 786, 1557, 1668, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1697, 5762, Τζάνε Εμμ., Αφ. 14127· πληγώννω, Μαχ. 4548, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 53, Κυπρ. ερωτ. 35, 103, 7, 179, 1813, 6920, 9344, 12712, 13815, 23.
Από το πληγόω (7. αι., LBG). Ο τ. στο Meursius (πληγόννειν, λ. πληγόνειν) και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 739, λ. πληγόννω). Η λ. στο Meursius (πληγόννειν, λ. πληγόνειν) και σήμ.
I. Ενεργ. Ά Mτβ. 1) α) Χτυπώ, τραυματίζω κάπ.: Οι δε ... το τείχος τρυπήσαντες είσοδον εποίησαν ... και εισήλθον από τούτων εντός πολλοί, δραμόντες δε ... οι προς συμμαχίαν του βασιλέως ευρισκόμενοι αντέστησαν αυτοίς ..., πολλούς εξ αυτών πληγώσαντες και τραυματίσαντες Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 120· ο βασιλιός του Ρώκριτου αρμηνεύγει| κι εις του πολέμου τσι δουλειές μιλεί και δασκαλεύει,| πότε να βάνει το σπαθί και πότε το σκουτάρι (παραλ. 1 στ.) και ποιες σπαθιές πληγώνουσι, ποιες πάλι φοβερίζου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1565· (με σύστ. αντικ.): Εάν γένηται ότι οκάτις σκλάβος ή σκλάβα δέρνει ή πληγώνει πληγήν φανερήν ενού χριστιανού ή μιας χριστιανής, το δίκαιον ορίζει ... Ασσίζ. 1544‑5· (προκ. για το Χάρο): Βλέπεις ετούτον τό βαστώ, το σιδερό δοξάρι, και την σαΐταν, τήν βαστώ και το μαύρο κοντάρι;| Τούτα ...| τους δυνατούς πληγώνουσιν, τους άπιαστους σκοτώνου Πικατ. 314· β) (ειδικότ.) προξενώ τραύμα σε μέλος ή όργανο του σώματος (κάπ.): ετρώθη μου η ψυχή, ωραία γαρ υπήρχε,| χείρα όπως επλήγωσα την δεξιάν εκείνης Διγ. (Trapp) Gr. 3119· Οϊμέναν, Ερωφίλη μου, κι ογιάντα δε μπορούσι| τ’ αμμάτια μου τα σκοτεινά δυο βρύσες να γεννούσι,| να σου ξεπλύνου την καρδιά την καταματωμένη,| κι ύστερα με τη χέρα μου και εγώ, καθώς τυχαίνει,|την εδική μου αλύπητα κι άπονα να πληγώσω| κι ωσάν εσένα θάνατο κακό κι εγώ να δώσω! Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 565· (σε μεταφ.): τότε λύπην ο λαμπρός δευτέραν εκλαμβάνει,| τότε ρομφαία την αυτού επλήγωσε καρδίαν Διγ. Z 4132. 2) (Μεταφ.) α) προξενώ θλίψη, στενοχώρια, ψυχικό πόνο: Αφόν τραγούδια και χαρές να με πληγώννουν (παραλ. 1 στ.), ας κλάψει το κοντύλιν μου κι ας τρέξει Κυπρ. ερωτ. 1527· Αφέντη, πράμαν εγνοιανό πολλά μ’ ανακατώνει| κι η μάνητά μου την καρδιάν αλύπητα πληγώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 788· β) προκαλώ ερωτικό πόνο: Θυμήσου πως μ’ επλήγωσες κι έχω θανάτου πόνο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1381· Ώχου φωνή γλυκιά μου, σ’ ένα καιρόν| μου πλήγωσες κι έγιανες την καρδιά μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [78]· (προκ. για τον Έρωτα, τον Πόθο): Έρωτα, υγιέ μου, το λοιπό άγωμε, γύρεψε τσι| κι όσο μπορείς αδυνατά σύρε και δόξεψέ τσι·| τα σωθικά τως πλήγωσε κι άψε τως την καρδιά ντως Πανώρ. Δ́ 375· Χόρτασε κι ακανεί να με πληγώσεις| και τόσα δεν επλήγωσες κανέναν,| Πόθε Κυπρ. ερωτ. 391, 2. 3) α) Προξενώ βλάβη, ζημιά σε κάπ. ή κ.· (προκ. για φρούτα): Τα δε απίδια, όταν θέλεις να τα φυλάξεις καιρόν πολύν, πρώτον μεν τα κόψε από το δένδρον ’πιδέξια να μη τα πληγώσεις ή ποσώς τα ζουλίσεις Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 153· (προκ. για ηθική βλάβη): εκείνοι οπού είναι πληγωμένοι και βρομούν από τες αμαρτίες και κακές επιθυμίες, να τους ιατρεύομεν με καλές νουθεσίες και με διδασκαλίες Λαυρ., Οπτασία Σ. 115· β) (μεταφ.) προκαλώ συμφορές, καταστρέφω: Δύναμη είναι τ’ ουρανού· κι ο Ζευς οπού σηκώνει| τον κόσμο με το χέρι του, μ’ εκείνο τον πληγώνει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 110· (με υποκ. τη λ. Τύχη): Η Τύχη το δοξάριν της ενάντιον το εκοκκιάσεν (παραλ. 2 στ.) κι έριξεν τες σαγίτες της απ’ ύστερην ως πρώτην·| και απ’ όλες μια δεν έσφαλεν, όλους επλήγωσέν τους·| πού να των δώσει ουκ είχε πλια, διατί εθανάτωσέν τους Απόκοπ.2 419. Β́ Αμτβ. α) Χτυπώ, τραυματίζω: η κονταρά του Ρώκριτου πλια δυνατά πληγώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1403· η χέρα μου ... μπορεί κι αξά ’ναι να πληγώνει,| κι αίμα να βγάνει απού τσ’ οχθρούς και να τσ’ αποζυγώνει Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 11· β) (μεταφ.) θίγω, προσβάλλω: Το σφάλμαν οπού στην τιμήν αγγίζει και πληγώνει,| ο θάνατος δεν το σωπά, το μνήμα δεν το χώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 189. II. Μέσ. α) (Αλληλοπ.) χτυπιέμαι, τραυματίζομαι: όντε πιούσι το κρασίν, ωσάν έν’ μαθημένοι| με πελατίκια και ραβδιά και ξεμαχαιρωμένοι,| πληγώνονται και χάνονται Σαχλ., Αφήγ. 239· (μεταφ.): όπ’ αγαπούνται μετ’ αυτά (ενν. τα φιλιά) πληγώνουνται και γιαίνου,| ζούσι, κυρά, και χαίρουνται και δίχως φα χορταίνου Φαλιέρ., Ιστ.2 657· β) αποκτώ πληγές: Προς άρρωστον όταν από πολλού καιρού κείμενος εις το κραβάτιν, και πληγωθώσιν τα κόκκαλά του και τα πλευρά του Ιατροσ. 6156· πάραυτα εβγήκαν εις τους ανθρώπους φλυκτίδες και πρήσματα, και επληγώθησαν όλοι οι Φαραωνίται Ροδινός (Βαλ.) 100· γ) (μεταφ.) στεναχωριέμαι, υποφέρω ψυχικά: γιατί ο Έρως ήκαμεν πολλούς να πληγωθούσιν| ανδρείους και οπίσω του να του ακολουθούσιν Διγ. O 1559· δ) (μεταφ.) προσπαθώ υπερβολικά, επιμένω: Δεν βλέπεις (ενν. Θάνατε) ’τι από μας τινάς να ιδεί την εμορφιάν σου| ποσώς ουδέν τ’ ορέγεται, ουδέ την συντροφιάν σου;| Δεν ξεύρεις ότι διώχνουν τον τον λύκο ’κ το κοπάδι;| κι εσύ γιατί πληγώνεσαι να είσαι μ’ εμάς ομάδι; Πένθ. θαν.2 228. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = (μεταφ.) πληγωμένος ψυχικά, βασανισμένος: απής το σφάλμα γίνηκε, μη στέκεσαι σε θλίψη, (παραλ. 8 στ.) κι η πληγωμένη σου καρδιά παρηγοριάν ας πάρει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 176· όταν τους λάχει δυσκολιά για μπόδιστρο κανένα,| πόση φωτιά στα σωθικά παίρνου τα πληγωμένα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4073· (προκ. για ερωτικό καημό): διπλωμένη| καδένα την αγάπη σου σφικτά κρατεί δεμένη| στην πληγωμένη μου καρδιά Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 41. Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = τραυματίας: ο βισκούντης εντέχεται ... να τους βάλει εις την φυλακήν, έως όπου ... να δει το τι θέλει γενηθείν απέ τον πληγωμένον Ασσίζ. 45912· (μεταφ.): κάθε πληγωμένος| βοήθειαν παίρν’ από σε και μένει γιατρεμένος·| κι άλλους γιατρεύεις ψυχικά, κι άλλους μ’ ελεημοσύνην Τζάνε Εμμ., Αφ. 14127.πληρωμή- η, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 209, Χρον. σουλτ. 515, 721, 14010, 14117, Zygomalas, Synopsis 121 Α 5, 134 Α 76, 165 Δ 10, 176 Ε 19, 202 Ι 7, 229 Μ 5, Μ 9, 234 Μ 37, 283 Σ 26, Σουμμ., Ρεμπελ. 191, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 372, Μπερτόλδος 42, 51, Διγ. O 2531, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Ρωμ. ά 27, Παύλ. Κορ. Ά ς́ 20 σημ.· πλερωμή, Κορων., Μπούας 152, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 111r, Λαυρ., Οπτασία Σ. 112, Δωρ. Μον. XXII, Πανώρ. Ά 237, Β́ 316, Γ́ 330, Δ́ 172, Έ 63, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 382, Β́ 260, Έ 84, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 28, Πιστ. βοσκ. II 3, 39, III 6, 145, Βοσκοπ.2 70, Παλαμήδ., Βοηβ. 1151, Σουμμ., Ρεμπελ. 188, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 11240, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 2346, Δ́ 1399, Έ 471, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 390, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [674], Γ́ [556], Δ́ [1136], Μπερτόλδος 51, Ροδινός (Βαλ.) 142, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 46, Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. 403, 690, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2807.
Από το πληρώνω και την κατάλ. ‑μή. Ο τ. πλερωμή σε έγγρ. του 17 αι. (Β. Σφυρόερας, ΕΕΚυκλ.Μ 5, 1966, 638) και στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ. Η λ. σε έγγρ. του 16. αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 4, 1951, 31 και 83), στο Du Cange και σήμ.
1) α) Ανταμοιβή: λέγει του ο Θεός: Αβραάμ, μην φοβείσαι, ότι εγώ σου βοηθώ, η πληρωμή σου θέλει είσταιν πολλή Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 125r·· Και όποιος σας ποτίσει ένα ποτήρι νερόν διά όνομά μου, ότι είστε του Χριστού, βέβαια σας λέγω, δεν θέλει χάσει την πληρωμήν του Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. θ́ 41· (ειρων.): ΕΡΩΦΙΛΗ: Ώφου κανίσκι αλύπητο, κανίσκι πρικαμένο,| και πώς από το νου μου, οϊμέ, θωρώντας το δε βγαίνω!| ΒΑΣΙΛΕΑΣ: Κανίσκιν είν’ αξότατο και πλερωμή τση τόσης| τιμής απ’ αποκότησες τον κύρη σου ν’ αξώσεις Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 391· β) αποζημίωση: Ετούτη η αγάπη η μπιστική με τη χαρά ετελειώθη| και πλερωμή στα βάσανα μεγάλη τως εδόθη (ενν. της Αρετούσας και του Ρωτόκριτου) Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 1522· γ) αντάλλαγμα: Μα πήγαν το στο Ρέθεμνος, του Χουσεΐν το φέρα (ενν. οι Τούρκοι του γενεράλε το παιδί),| κι εκάμασι πολλές χαρές εκείνη την ημέρα,| πως είναι αιτία το παιδί ετούτο να τως δώσου| το Μέγα Κάστρο πλερωμή, για να το ξεσκλαβώσου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 24814. 2) Εκπλήρωση, ικανοποίηση: Ποιος είν’ εκείνος ο βοσκός να του ’χω πλήσα χάρη| απού για μέν’ ανάπαψη δεν ημπορεί να πάρει;| Κι ογιάντα την αγάπη ντου φοβάται να μου δείξει| και πλερωμή του τόσου του πόθου να μου ζητήξει; Πανώρ. Γ́ 500. 3) Τιμωρία: κάθε παράβασις και παρακοή έλαβε δικαίαν πληρωμήν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Εβρ. β́ 2. 4) Μισθός, αμοιβή: Νοτάριον εμίσθωσε ... ένας άνθρωπος, και έταξέ του τόσην πληρωμήν, να τον δουλεύσει τόσον καιρόν Zygomalas, Synopsis 251 Ν 40· Ίδετε τα βασίλεια πόσα εξοδιάζουν| εις ρόγες και εις πληρωμές, πολεμιστάς συνάζουν Ιστ. Βλαχ. 1436· (μεταφ.): έστοντας να ελευθερωθήκετε από την αμαρτίαν και να δουλωθείτε εις τον Θεόν, έχετε τον καρπόν σας εις αγιασμόν· και το τέλος, [έχετε] ζωήν αιώνιον. Διατί η πληρωμή της αμαρτίας είναι θάνατος· αμή το χάρισμα του Θεού είναι ζωή αιώνιος Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Ρωμ. ς́ 23· (εδώ προκ. για δωροδοκία): ο πρεβεδούρος οπού έλεγε να ... τους παιδεύσει κατά πολλά, δεν το έκαμε· διότι γροικώντάς το ο λαός εφοβήθηκε και ελογίαζαν ότι να συντορνευσίσουν όλοι ανάμεσόν τους να μαζώξουν τορνέσια περισσά να δώσουν μια καλή πλερωμή του πρεβεδούρου ομοίως και τση πρεβεδούρας διά ναν την τραβήξουν εις τα θελήματά τους και να καταπραΰνουν την οργήν του εναντίο τους Σουμμ., Ρεμπελ. 167. 5) Καταβολή χρημάτων για εξόφληση χρέους, αγορά αγαθών κ.λ.π.: Άδειαν έχει ο δανειστής, αφού περάσουν δύο χρόνοι από την συμφωνίαν του καιρού της πληρωμής ποὒχε με τον χρεώστην, να πωλήσει το ενέχυρον Zygomalas, Synopsis 193 Ε 113· καθένας (ενν. ασκητής) δίδει του άλλου είτι τον χρειάζεται δωρεάν, χωρίς να πλερωθεί, παίρνοντας και αυτός από τούτον, ομοίως χωρίς πλερωμήν, εκείνο οπού δεν έχει Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 111.πλουμίζω,- Φυσιολ. (Legr.) 469, Φαλιέρ., Ενύπν.2 17, Βεν. 41, Θησ. Β́ [226], Δ́ [614], Ή [958], Ch. pop. 509, 849, Χούμνου, Κοσμογ. 333, 531, 769, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1059, 1500, 1662, Αγν., Ποιήμ. Ά 96, Ιμπ. (Legr.) 83, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 554, Θρ. Κύπρ. M 510, Λαυρ., Οπτασία Σ. 107-108, Πανώρ. Ά μετά στ. 82 κριτ. υπ., Β́ 417, Δ́ 169, 181, 235 κριτ. υπ., Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 360, 417, Β́ 265, Κατζ. Έ 24, Πιστ. βοσκ. I 1, 132, III 3,165, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1074, Β́ 370, 462, Στάθ. (Martini) Ά 43, Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 151, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [107], [247], [1131], Β́ [464], [558], Γ́ [12], Δ́ [91], [737], Έ [1479], [1561], Φορτουν. (Vinc.) Ά 283, Ροδινός (Βαλ.) 53, Διγ. O 1752, Διακρούσ. 11219, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 55221, Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. 192· πλουμπίζω, Ch. pop. 811 κριτ. υπ.
Από το ουσ. πλουμί(ον) και την κατάλ. –ίζω. Ο τ. πλουμπίζω με τροπή του μ σε μπ (βλ. Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΑ 7, 1910-11, 61)· πβ. σημ. ιδιωμ. πλουμπί (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Ά 311). Η λ. στο Meursius (λ. πλουμμίζειν), στο TLG και σήμ.
Ά Μτβ. 1) α) Κεντώ: άνθη και ρόδα και μυρτιές, πασίλογα λουλούδια,| με πόθον να πλουμίζουσιν (ενν. οι κόρες), με χαρές και τραγούδια, (παραλ. 1 στ.) τ’ αργόχειρα τά κάμνασιν Γεωργηλ., Θαν. 179· β) διακοσμώ, στολίζω: ο βασιλεύς δεν εκάθησεν, αλλά είχε σπουδήν πολλήν ... να περπατεί να βλέπει εκεινούς οπού τα επλούμιζαν και εκεινούς οπού έκτιζαν Hagia Sophia f 58931· υποκάτω της σκεπαστής τούρλας είναι ο ομφαλός του κόσμου και το έδαφος είναι πλουμισμένον μετά μαρμάρων πανωραίων Προσκυν. Λαύρ. 874 96· Και το κεφάλι με μαλλιά ξένα μου το στολίζει,| και με τσ’ αθούς τους δροσερούς τριγύρω το πλουμίζει Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [114]· (μεταφ.): Εμαζωκτήκασι πολλοί, και φίλοι και τινάδες,| και συντροφιά εκάμασι ...| και κορασίδια όμορφα, πανώρια συντροφία·| ποια ’τονε απού τσι πλούμιζε όξω απού τη Μαρία; Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1729· (σε μεταφ.): Αλίμονον, ποιος μάστορης, ποιος ήτον ο ζωγράφος,| οπού έκατσε και πλούμισε τα ερωτικά σου κάλλη; Ch. pop. 811· γ) περιποιούμαι το πρόσωπό μου με καλλυντικά για καλλωπισμό: τα πρόσωπά τους πλουμίζουν,| και καλά τα ζωγραφίζουν,| μερικές, διά να τα ασπρίζουν,| και άλλες να τα κοκκκινίζουν Συναξ. γυν. 542. Β́ (Αμτβ.) είμαι εξαιρετικά όμορφος· λάμπω (από ομορφιά): Θεά μου, απού στον ουρανό τον τρίτο η κατοικιά σου| ευρίσκεται, και από ’δεκεί πλουμίζει η ομορφιά σου Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. γ́ 62· (συχνότ. με τα λάμπω, φέγγω): Εστράφην εις τον ουρανό, θωρεί λαμπρό σημάδι,| γυναίκα τέκνο και κρατεί κι εστέκασι ομάδι| κι ήλαμπε το μωρό παιδί και η μάνα του πλουμίζει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2130· Πέμπου το γληγορύτερο στολίστρα να τη ντύσει (ενν. την Αρετούσα),| να τση στολίσει το κορμί, να λάμψει, να πλουμίσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 1210· του Μενελάο είναι γυνή, οπού τη Σπάρτα ορίζει·| στο Ρωμικάτο ευρίσκεται και φέγγει και πλουμίζει Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. β́ 160. Η μτχ. ως επίθ. = α) Στολισμένος, διακοσμημένος: ω καλοριζικότατη και πλουμισμένη σκάλα Κατζ. Έ 24· Εύμορφη είναι η γη, πλουμισμένη με άνθη, με δένδρα Ροδινός (Βαλ.) 53· (σε υπερβολή με το ουσ. κάλλη): μιας κορασιάς τα πλουμισμένα κάλλη,| σμιμένα μ’ όργητα πολλή και μ’ ασπλαχνιά μεγάλη,| μ’ εκάμασι κι εσφάγηκα Πανώρ. Β́ 169· β) εξαιρετικά όμορφος, ωραίος: Εσύ πώς απολπίζεσαι και πώς κακοκαρδίζεις,| πὄχεις κοντά τό πεθυμάς, το πλουμισμένον πλάσμα; Θησ. Ί [342]· Όφις εκείνον τον καιρόν ήτονε πλουμισμένος| κι ο Θεός του καταράστηκε Χούμνου, Κοσμογ. 91· (με παράλ. του ουσ. κόρη): περνώντας μια ταχτερινή, θωρεί μια πλουμισμένη,| μια αγγελοσγουράφιστη, ροδοπεριχυμένη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 607· (σε προσφών. ωραίας κόρης): Τριαντάφυλλό μου κόκκινο και ρόδο μυρισμένο,| μήλο μου ωραιότατον, άξιον και πλουμισμένο Διγ. O 1756· γ) (προκ. για χαρακτηριστικά προσώπου) που έχει ωραίο σχήμα, καλοφτειαγμένος, ωραίος: έχω τα χείλη κόκκινα και ομμάτια πλουμισμένα,| και πρέπουν με οι κάλτσες μου ως πέρδικα οπού είμαι Πουλολ. (Τσαβαρή)2 189· το πρόσωπόν του έκλαμπρον, τα φρύδια πλουμισμένα Ιμπ. (Legr.) 83· τα πλουμισμένα σου και τα γλυκιά σου χείλη Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ε 459· δ) που ιριδίζει, χρωματιστός: το πάτωμα ... το έστρωσε (ενν. ο βασιλεύς) από κάθε λογής μάρμαρα πλουμισμένα Hagia Sophia f 59816· (σε μεταφ., προκ. για το ουράνιο τόξο): Και διά σημάδιν τάσσω σου δοξάριν πλουμισμένον,| από την γην στον ουρανόν αυτό ακουμπισμένον,| αυτούνο ν’ αποφαίνεται στες βροχερές ημέρες Χούμνου, Κοσμογ. 531· ε) (σε παρομοίωση, προκ. για τον ήλιο) λαμπρός: Φέγγει σαν ήλιος πλουμισμένος ο κόσμος Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. 151.πλουμιστός,- επίθ., Πουλολ. (Τσαβαρή)2 158 κριτ. υπ., Ch. pop. 361, Χούμνου, Κοσμογ. 1484, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 4324, Λαυρ., Οπτασία Σ. 107, Γεωργίου ρήτορος, Στίχ. ά 28, Πανώρ. Ά 312, 421, Β́ 176, 387, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 240, Πιστ. βοσκ. I 5, 22, Προσκυν. Κουτλ. 390 13029, 13329, Βοσκοπ.2 155, 198, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1424, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 143, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [85], Β́ [827], Έ [1570], Φορτουν. (Vinc.) Β́ 234, Μαρκάδ. 32· απλωμιστός· πλουμισθός, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 4225.
Από το πλουμίζω. Ο τ. απλωμιστός στο Du Cange (λ. πλούμος) με διαφορ. σημασ., καθώς και τ. απλώμιστος. Ουδ. πλουμμιστόν στο Meursius. Η λ. το 12. αι. (TLG), στο Du Cange (λ. πλούμος), όπου και τ. πλουμμιστός, και σήμ.
1) α) (Προκ. για ένδυμα) διακοσμημένος με σχέδια κεντημένα ή υφαντά (Για το πράγμα βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Β́2 41): φακέλια και φορέματα, τά ένι πλουμιστά με το μετάξιν και απού κλωστή Ασσίζ. 49428· Είδα έναν άνθρωπον έκλαμπρον ... και έφεγγαν τα ρούχα του και ήτον πλουμιστά με πολλές λογίες άνθη και διάφορα χρώματα Λαυρ., Οπτασία Λ. 377· β) διακοσμημένος, στολισμένος: η στέγωσις ... ήτο κεχρυσωμένη.| Είχε και έργα θαυμαστά διάφορα ποικίλα,| τα έσω ήσαν πλουμιστά μετά τιμίων λίθων Διγ. A 3953· Τον θρόνον δε του άνακτος τις να τον αφηγείται;| Έγκοπτος, όλος πλουμιστός και παραχρυσωμένος Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 661· Και είναι εις το ύψος η πόρτα πιθαμές ζ́ και το πλάτος ιχνάρια γ́ γλυπτή με κόκκαλα πλουμιστή Προσκυν. Κουτλ. 390 1275. 2) Πολύ όμορφος, πολύ ωραίος: της κόρης μου της όμορφης, της πανονόστιμής μου,| της πλουμιστής της κόρης μου, κουρτέσας της Ροδάμνης Λίβ. Esc. 2398· Ω χορταράκια δροσερά, οπού σασε πλακώνει| τέτοια νεράιδα πλουμιστή, πλια ’σπρη παρά το χιόνι Πανώρ. Β́ 200· (σε υπερβολή με το ουσ. κάλλη): και πλιά απού το τραγούδι μου όνομα θέλου βγάλει| στον κόσμον όλο παρ’ αλλής τα πλουμιστά σου κάλλη Πανώρ. Γ́ 624· αλύπητη τη μοίρα μου κι άπονη είχες λέγει,| γιατί δε βλέπω τα ’μορφα και πλουμιστά της κάλλη Κατζ. Ά 5· (σε μεταφ., προκ. για κόρη): Έρχεται προς εμένα και γνωρίζει| πως είμαι λιγωμένος κι αρχινίζει| να παίρνει ωσάν καλή καρδιά κι αέρα| η πλουμιστή μου κι άσπρη περιστέρα Βοσκοπ.2 36· (προκ. για μάτια): κόρη πρασινοφόρισσα κάθεται εις παραθύριν| κι έχει τα μάτια πλουμιστά πλιον παρά το ζαφείριν Ερωτοπ. 703· Τα μάτια σου τα πλουμιστά, τα χείλη τα βαμμένα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 440· (προκ. για περιστέρι): Δυο περιστέρια πλουμιστά μου φαίνετονε, Νένα,| σ’ ένα ψηλότατο δεντρό κι εθώρου φωλεμένα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 147. 3) α) Χρωματιστός: και το γύρω της Αποκαθηλώσεως κάτω εις το έδαφος είναι με μάρμαρα πλουμιστά, εύμορφα Προσκυν. Κουτλ. 390 13916· β) (προκ. για πρόβατα) που δεν είναι λευκός: εσυνηβάστην ο Λαβάν και αυτούνος ο γαμβρός του (παραλ. 3 στ.): εις όσ’ αρνιά και α βγαίνουσι και πλουμιστά γεννούνται,| διά τον κόπον τον πολύν, του νέου να λογούνται Χούμνου, Κοσμογ. 1475. 4) α) (Προκ. για πτέρωμα πτηνού) διάστικτος (Για τη σημασ. βλ. και Κουκ., Αθ. 42, 1930, 51): Η ουρά αυτού (ενν. του ζάγανου) απλωμιστή (έκδ. απλωμίστη· διορθώσ.) και ωσάν παχνισμένη Ορνεοσ. 5777· β) (προκ. για τα φτερά του Έρωτα) που ιριδίζει· αστραφτερός, λαμπερός (Για τη σημασ. βλ. και Siapkaras-Pitsillides [Poѐmes d’ amour 397]): Ξεύρεις γιατί ’ν ο πόθος φτερωμένος| και με τα πλουμιστά φτερά γυρίζει;| Γιατί κανένας που αγαπά σιγίζει Κυπρ. ερωτ. 182.πνευματικός (II)- ο, Ελλην. νόμ. 5376, Ασσίζ. 22722‑23 Σπανός (Eideneier) A 493, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2452, Διαθ. Ακοτ. 146, Χειλά, Χρον. 350, Μαχ. 4928, Σφρ., Χρον. (Maisano) 3211‑12, Νεκρ. βασιλ. 117, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 206, Πένθ. θαν.2 305, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 385v, Μαλαξός, Νομοκ. 408, Αχέλ. 1341, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 379, Θρ. Κύπρ. M 336, Ιστ. πατρ. 954, Λαυρ., Οπτασία Σ. 114, Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 16415, Επιστ. Ηγουμ. 17532, Βλαστού, Επιστ. 17710, Σεβήρ., Διαθ. 19178, Ιστ. Βλαχ. 2009, Αλφ. 1164, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 63v, Διήγ. ωραιότ. 552, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1061 κβ́ 3, Λίμπον. 342, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 158, Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 25, κ.α.· πνεματικός, Διακρούσ. 8526.
Το αρσ. του επιθ. πνευματικός ως ουσ. (για μτγν. χρ. ως ουσ. με διαφορ. σημασ. βλ. L‑S και Bauer, Wört.). Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 544, Παπαδ. Α., Λεξ., Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.) και λογοτ. (ΑΛΝΕ). Η λ. και σήμ.
(Εκκλ.) εξομολόγος: ο Μαρτής έχει μάρτυρας το σώμαν του Κυρίου μας του Ιησού Χριστού και τον πνευματικόν οπού τον εξηγόρεψεν και μετάλαβέν τον Ασσίζ. 38131· τέθνηκε και ο μεθ’ ημών ευρισκόμενος ιερομόναχος και πνευματικός, κυρ Ιερόθεος Σφρ., Χρον. (Maisano) 19219· Και αν τύχει και καμίαν φοράν και πέσομεν εις αμαρτίαν πάραυτας να τρέχομεν εις τους πνευματικούς να εξομολογούμεστεν και δέχεται ο Θεός την μετάνοιάν μας Διήγ. πανωφ. 61.πολιτεία- η, Βίος Αλ. 4860, 5500, Έκθ. χρον. 3010, Πτωχολ. α τίτλ., Zygomalas, Synopsis 160 Γ 40, 182 Ε 42, 250 Ν 32, Βασιλ. Κεφάλ. Παραιν. 115, Λαυρ., Οπτασία Σ. 115, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 605, Λίμπον. Αφ. 66, 113, 153, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 292, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Γαλ. ά 13, Φιλ. γ́ 20· πολιτειά, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 77.
Το αρχ. ουσ. πολιτεία. Ο τ. από μετρ. αν. Η λ. και σήμ.
1) Σύστημα πολιτικό, πολίτευμα: Λίμπον. 123, Zygomalas, Synopsis 173 Ε 6, 269 Π 62. 2) Διακυβέρνηση, διοίκηση: Σοφιαν., Παιδαγ. 107, Χρον. Μορ. H 2456. 3) Το σύνολο των πολιτών μιας πόλης (η σημασ. στον Αριστοτέλη): έριξαν το χρέος όλο του Κάστρου εις πάσα ένα, άλλον ͵κ͵ε, άλλον ͵κ … και εξέχρωσαν την πολιτεία από το πολύ το χρέος διότι ήτον ͵χ͵λ Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 32r. 4) α) Ελεύθερη κοινότητα, αυτόνομη πολιτεία: κρίνε την λέζια τζέρεη, αλλέως να μην κάμεις·| ότι αυτή δεν χρειάζεται νόμους της βασιλείας,| έχει γαρ κρίσιν τοπικήν, τάξιν της πολιτείας,| και κρίνε με την τοπικήν κρίσιν οπού ευρήκες Ιστ. Βλαχ. 1420· της ευσεβεστάτης αυτής πολιτείας των Κρητικών Παρθεν., Γράμμ. 2277· β) κράτος: μη μόνον οι στρατιώται και οι επιστήμονες του πολέμου ειργάζοντο ταύτα, αλλά και της πολιτείας οι άρχοντες Καναν. (Pinto) 464· Επίβουλος είναι ... ο τους φίλους της πολιτείας ποιήσας εχθρούς, και οπού εμποδίσει άλλον έθνος που ήθελε να υποταγεί εις την πολιτείαν Zygomalas, Synopsis 246 Ν 17· (θεολ. προκ. για την πολιτεία των ουρανών, τη βασιλεία του Χριστού): να ημπορέσω μετά τούτον το πήλινον σώμα να αγαπήσω την αγγελικήν πολιτείαν, την οποίαν ζητώντας να φθάσω, εδιάλεξα να περιπατώ την στενήν και τεθλιμμένην οδόν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3519. 5) α) Ο τρόπος με τον οποίο ζει και φέρεται κάπ. καθημερινά, διαγωγή: Δεφ., Λόγ. 291, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 201, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) 6117· β) (ειδικότ.) ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να ζει και να συμπεριφέρεται ένας χριστιανός: εδίδασκε (ενν. ο Νικόλαος) τα έργα της χριστιανικής πολιτείας και τάξεως, πώς να προσεύχονται, να παρακαλούσι τον δεσπότην Χριστόν να τους δίδει δύναμιν κατά των εχθρών Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16227· εμιμείτο … τον Βαπτιστήν εις την πολιτείαν Χίκα, Μονωδ. 83· εδιάλεξε και δώδεκα μαθητάς, τους οποίους ονόμασεν αποστόλους, οδιά να διδάχνουν εις τον κόσμον την πολιτείαν του Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5133· εκφρ. μοναδική/μοναστική/μοναχική (βλ. και μοναχικός 2) πολιτεία = ο τρόπος ζωής των χριστιανών μοναχών: Εις δε αρετήν ή μοναχικήν πολιτείαν ή δικαιοσύνην ουδέ άκροις δακτύλοις είχε ταύτας. Εσύναζε γαρ βίον σκορπίζων εν τοις μεγιστάσιν … Εποίησε γαρ και φόνον Έκθ. χρον. 683· Ο δε κύριος Διονύσιος … επαιδεύθη την μοναδικήν πολιτείαν και αρετήν Ιστ. πολιτ. 4114· τον εδίδαξε και την μοναστικήν πολιτείαν της καλογερικής Ιστ. πατρ. 1087· γ) (πληθ.) έργα και πράξεις κάπ.: ημείς δι’ ευχών αγίων εκτείνομεν τας χείρας και αναπέμπομεν ευωδίαν πνευματικήν διά πολιτειών αγαθών Φυσιολ. 3463· εδιηγούνταν παλαιές λογάδες και ιστορίες,| των Αθηναίων των σοφών πράξες και πολιτείες Λίμπον. Επίλ. 70. 6) Ζωή, βίος: Μην κάθεσαι αργός ποτέ κατά την πολιτειά σου| ενέργα ή με το κορμί ή με την ορδινιά σου Δεφ., Λόγ. 205· επέρασεν (ενν. ο Διγενής) πολιτείαν καλήν και έκαμεν πολλά καλά έργα Διγ. Άνδρ. 34111.πομπεύω,- Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1599, Σπανός (Eideneier) D 200, Χρον. Μορ. P 5657, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 498, Σαχλ., Αφήγ. 905, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 267, Δούκ. 616, 10932, 23517, Συναξ. γυν. 743, 1208, Συναξ. γυν. (Spadaro) 399, 400, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2896, Λαυρ., Οπτασία Λ. 378, Πτωχολ. α 113, Μαλαξός, Νομοκ. 329, Πτωχολ. (Κεχ.) P 78, Βίος Δημ. Μοσχ. 676, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κολ. β́ 15, Εβρ. ς́ 6, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 69v, 70v, Νομοκριτ. 73· μπομπεύω· πομπεύγω, Σαχλ., Αφήγ. 904, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 50614· ποπεύω, Συναξ. γυν. 684· μτχ. παρκ. πομπιωμένος, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1136], Μαρκάδ. Πρόλ. 20· πομπωμένος, Σαχλ., Αφήγ. 102.
Το αρχ. πομπεύω. Ο τ. μπομπεύω και σήμ. ιδιωμ. (Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′, Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν.) και στο ΑΛΝΕ. Ο τ. πομπεύγω στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., λ. πομπές, Πολ. Ν., Λαογρ. 4, 1912-1913, 646, όπου και τ. πουμπεύγου και πομπεύκομαι). Ο τ. ποπεύω και σήμ. ιδιωμ. (Πολ. Ν., Λαογρ. 4, 647). Η μτχ. πομπιωμένος στο Βλάχ. (πομπιομένος) και σήμ. ιδιωμ. (Τσιτσέλη, Κεφαλλ. Σύμμ. 409, λ. πομπή, Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ., όπου και λ. μπομπιωμένη, Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′ (πομπιομένος, καθώς και λ. μπομπιομένο θηλυκό)· βλ. και Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., λ. μπομπιομένος, Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.) και στο ΑΛΝΕ λογοτ. (και μπομπιωμένος). Η λ. και σήμ. λαϊκ.
I. Ενεργ. 1) α) Κοροϊδεύω, χλευάζω: Χούμνου, Κοσμογ. 546· β) ντροπιάζω: ας φλυαρούσιν οι εχθροί, του λόγου τους πομπεύουν,| όλοι γινώσκουσι το πώς κακήν οδόν οδεύουν Ιστ. Βλαχ. 2691· γ) δυσφημώ: Δε φέρνω περισσότερον, ογιά να μην πομπεύγω| το ρίτο το ρωμαϊκό, γιαύτος το λόγο φεύγω Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 26117. 2) Επιδεικνύω, προβάλλω: Εκείνος είναι φαρισαίος … οπού σπουδάζει, αν κάμει και τίποτας καλοσύνην, να την μπομπεύσει και να την θεατρίσει εις τον κόσμον Πηγά, Χρυσοπ. 281 (15). 3) Υποβάλλω κάπ. σε δημόσια διαπόμπευση (για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Γ́ 184 κε.): μία γυναίκα πόρνην, την οποία είδα μίαν φοράν εις το παζάρι οπού την επόμπευαν και την είχαν και εκάθετον απάνω εις ένα γαΐδαρον και εκράτιεν και ένα παιδίον οπού έκαμε παστάρδικον και το πρόσωπόν της το είχαν αλειμμένον με κοπρίαν Λαυρ., Οπτασία Σ. 109· δείρε τον, μουρτζούφλωσέ τον, κάτσε τον εις το γομάρι και πόμπεψέ τον· είτα εξόρισέ τον από την πατρίδα του Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1562 ιγ́ 22. 4) (Με υποκ. αρσ.) α) βιάζω: Ετρέχανε (ενν. οι Τούρκοι) στ’ αρχοντικά να βρούσινε να κλέψου,| και τες γυναίκες που ’ταν κει να έμπου να πομπέψου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 56320· β) έρχομαι σε σαρκική επαφή με γυναίκα, που θεωρείται ότι την ατιμάζει: όταν έλθει ο κακομοίρης,| ο κρουσμένος νοικοκύρης,| έξω απέ το σπίτι να έβγει,|και αυτή διά καύχον πέμπει.| Και εδεκείσε την πομπεύει| και εις τον κώλον της την τρίβει Συναξ. γυν. 809. II. Μέσ. 1) Επιδεικνύομαι: Δε σε θέλει, άνθρωπε, ο Θεός υποκριτήν, να μην είσαι δίκαιος και να φιλονικάς να φαίνεσαι δίκαιος … Δεν θέλει απειθής να είσαι κιόλα να πομπεύεσαι και να θεατρίζεσαι πως είσαι Πηγά, Χρυσοπ. 288 (30). 2) Ντροπιάζομαι, εκτίθεμαι: άφηκεν τον τόπον του κι εμέν, όπου είμαι θείος του, (παραλ. 1 στ.) κι εδιάβη να πομπεύεται εις το ρηγάτο Πούλιας Χρον. Μορ. H 5657. 3) (Με υποκ. θηλ.) έρχομαι σε σαρκική επαφή με άντρα, που θεωρείται ατιμωτική: εντροπήν ουδέν ψηφούν (ενν. οι παντρεμένες),| να ποπεύονται κρυφά Συναξ. γυν. 794. Η μτχ. παρκ. (ιδ. στο θηλ. γένος) ως επίθ. = (υβριστ.) πρόστυχος, ξεφτιλισμένος: θωρείτε τα καμώματα, τά ’χουν οι πομπεμένες,| τά κάμνουν οι πολιτικές, οι παλαιοκουρασμένες Σαχλ., Αφήγ. 624· Εμένα, σκρόφα, λέγεις τα, γαϊδάρα πομπιωμένη! Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1245]· (μετων.) ’Πίβουλη ψεύτρα κι άπιστη, Κορίσκη εντροπιασμένη,| για βλάβη εμένα μοναχού είσ’ ως εδώ φερμένη| από του Άργους τες μεριές, τους πομπιωμένους τόπους,| οπού λυσσάγρα της πορνειάς είναι σ’ όλους τσ’ ανθρώπους Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1227].πόρνος- ο, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 60, Μαχ. 841, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 593, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 394, 4854, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 141, 149, Λαυρ., Οπτασία Σ. 109, Έκθ. χρον. 48, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 315v, 342v, Πτωχολ. (Κεχ.) P 9, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 28v, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 649 λή 1, 1399 ροά 1, ροβ́ 1, 1401 ρογ́ τίτλ., Ροδινός (Βαλ.) 71, 107· πληθ. πόρνηδες, Κατζ. Έ 354.
Το αρχ. ουσ. πόρνος. Η λ. και σήμ.
1) Ακόλαστος άντρας: να χωρίσομεν από τον φυλάργυρον, ο οποίος δοξάζει τον πλούτον του και λέγει: τι όμορφο πράγμα να είναι κανείς πλούσιος. Ο πόρνος πάλιν δοξάζει όχι τον Κύριον, μόνον την ψεύστικην ομορφάδα Ροδινός (Βαλ.) 72. 2) Μοιχός: ανήρ ος να πορνέψει με γεναίκα αντρός ος να πορνέψει με γεναίκα του σύντροφου του, θανατωμό να θανατωθεί ο πόρνος και η πόρνισσα Πεντ. Λευϊτ. XX 10. Ως επίθ. = φιλήδονος, λάγνος: Λέγεται πως εις τα μέρη της Ιταλίας ήτονε κάποιος άρχων πλουσιότατος, ο οποίος ήτονε πολλά περίσσα πόρνος Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 449.ποταμός- ο, Λόγ. παρηγ. O 126, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 380, Καλλίμ. 446, Διγ. (Trapp) Gr. 1790, 2511, 3146 κριτ. υπ., Διγ. Z 901, 2960, 3477, 3478, 4089, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1620, 1622, 1627, 1634, Βέλθ. 1105, 1123, 1139, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 284, Ερωτοπ. 555, Λίβ. Esc. 3804, Λίβ. Sc. 2963, Λίβ. Va 2754, 3500, 3796, Λίβ. N 2525, 2736, Αχιλλ. L 1283, Αχιλλ. (Smith) N 618, Αλφ. ξεν. Αθ. (Μαυρομ.) 22, Μαχ. 109, 1602, 2705, 27412, Hagia Sophia α 46212, 13, Απόκοπ.2 88, Κορων., Μπούας 60, Πεντ. Γέν. XV 18 δις, XXVI 17, 19, XXXI 21, XLI 1, Έξ. I 22, II 3, VII 24, Αρ. XXXII 9, XXXIV 5, Δευτ. I 24, II 36, 37, III 16, IV 48, Πορτολ. A 1717, 19826, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 871, 2, 11, Χρον. σουλτ. 814, Ιστ. πατρ. 818‑9, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 172, 922, 1448, 1514, 2281, 2423, 2424, 2426, 2435, 3647, 4613, Χρησμ. (Brokkaar) N 94, Λαυρ., Οπτασία Σ. 112, Κυπρ. ερωτ. 9713, 15414, Πανώρ.2 Πρόλ. 55, Β́ 472, Γ́ 57, 209, 571, 599, 626, Δ́ 119, 127, 133, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 410, Γ́ 341, Διγ. Άνδρ. 3895, 3908, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1251, 1484, Δ́ 57, 60, 105, 133, 214, Έ 976, Διαθ. Νίκωνος 56, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1545 ά 3, 1546 ά 25, 28, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [695], [699], Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 24, Γέν. Ρωμ. 69, Διγ. O 1373, Διακρούσ. 998, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2024, 48214, 51020, 52018, 5521, Hagia Sophia φ1 50317‑18, 20, ω 51027, f 59820, ψ 61624· πόταμος, Πεντ. Δευτ. II 36.
Το αρχ. ουσ. ποταμός. Ο τ. και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.). Η λ. και σήμ.
1) α) Ποταμός: Διγ. (Trapp) Gr. 3053, Διγ. Z 2203, Λίβ. (Lamb.) N 169, Μαχ. 19828· (μεταφ., προκ. για το θάνατο): Γεφύριν έν’ και ποταμός (ενν. ο πρώτος θάνατος) γοργοπεραματάρης Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 61· (σε παρομοίωση): Οι Τούρκοι τότε με βοήν και όχλον επληθαίναν (παραλ. 1 στ.)· τόσα φουσσάτα μπήκασιν, τόσα φουσσάτα μπήκαν, (παραλ. 1 στ.). Ποτέ με τέτοιαν ταραχήν στους κάμπους δεν εβγαίνει| τις αφρισμένος ποταμός, όταν πολλά πληθαίνει| κι αρπά χαράκια και δενδρά Αχέλ. 1083· Ως ποταμός χειμωνικός θολός όντα φουσκώσει| κι εις το καυκί ντου δε χωρεί κι όξω ’ς τσι κάμπους δώσει (παραλ. 4 στ.), τέτοιας λογής την σήμερο τον πόθο φουσκωμένο| βαστώ στη δόλια μου καρδιά Πανώρ.2 Γ´ 399· (σε προσφών.): τα πάντα θλιβερά να κλαύσουν να θρηνήσουν,| περβόλια, βρύσες, ποταμοί και δρόμοι σφαλισθήτε,| κάμποι, λαγκάδια, πετρωτά, όλα σας λυπηθήτε| και γοερώς θρηνήσατε Διακρούσ. 11118· (σε προσωποπ.): Θαρρώ το να ’κλαψες κι εσύ πολλές φορές για μένα,| καθώς με κλαίσι τα θεριά, τα δάση, τα χαράκια,| οι κάμποι κι όλοι οι ποταμοί, τα δέντρη και τα ρυάκια Πανώρ.2 Β́ 292· (προκ. για μυθικό ποταμό του Κάτω Κόσμου): Εκεί στον τόπον βρίσκεται ο ποταμός της Λήθης,| και όστις πάγει πίνει τον και λησμονεί τον κόσμον Διγ. A 4508· β) (με τα ουσ. καυκί, πλάτη και χείλος, προκ. να δηλωθούν αντίστοιχα η κοίτη, η επιφάνεια και η όχθη του ποταμού· βλ. και ά. καυκί(ν) 2, πλάτη 2α): χαρούμενοι εκατήρχοντο του ποταμού το χείλος Διγ. Z 3453· Κι απήτις επεράσαμε του ποταμού την πλάτη,| θωρώ κι εχώρισε εις τρία στράτα και μονοπάτι Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 173· και εσύντυχεν ο Φαρώ προς τον Ιωσέφ· εις το όνειρό μου ιδού εγώ στέκω ιπί το χείλος του ποταμού Πεντ. Γέν. XLI 17· τσ’ εφάνη στ’ όνειρό τση (ενν. της Αρετούσας)| και σκοτεινιάζει ο ουρανός ...| και κλαίγοντας παρακαλεί, κοιμώντας, να γλυτώσει,| όντες θωρεί πως ήλαψε στου ποταμού την πλάτη| μια λαμπυρότατη φωτιά κι άθρωπος την εκράτει·| φωνιάζει της «μη φοβηθείς» Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 65· εις το καυκί του ποταμού του Αλφειού σε μίαν| ... όμορφην μυρωδικήν μερτίαν,| καταλαχού πρωτύτερα το βρήκα (ενν. το παιδί) Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [679]. 2) Μεταφ. α) (προκ. για υγρά) μεγάλη ποσότητα: να εύρεις δάκρυα ποταμούς, βουνά τρανά τας θλίψεις Λόγ. παρηγ. L 130· εγώ τη σβήνω (ενν. την καμένη καρδιά), λυγερή, κι εσύ την άφτεις πλέον,| και α δεν την βρέχεις, λυγερή, με τα δικά σου χέρια,| τον ποταμόν και αν έβαλα, ποσώς δεν την δροσίζω Ερωτοπ. 287· τα δάκρυά του είχε ποταμούς, βροντάς τους στεναγμούς του Λίβ. Sc. 2637· επλήθυνεν ο ποταμός της αιματοχυσίας,| και πάλιν εκατέκοπτεν και χορτασιάν ουκ είχεν Αχιλλ. L 455· (σε σχ. έλξης): Η δε, στενάξασα πικρώς ως από σπλάχνων μέσων,| εκίνησαν εξ οφθαλμών, φευ, ποταμός δακρύων Καλλίμ. 603· (σε παρομοίωση): ως ποταμός εγρήγορος τα δάκρυά τους ετρέχαν Αχιλλ. L 1283· Κι ως ποταμός το αίμα των έτρεχεν Κορων., Μπούας 57· οι μπάλες πλήσες να ’ρχουνται απάνω τως, να τρέχου| τα αίματα σαν ποταμός Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 52018· (ως επίρρ.· πβ. ά. ποταμηδόν): τα μάτια ετρέχαν ποταμός Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1028· να χύσου δάκρυα ποταμόν πως αιχμαλωτιστήκα| από το γένος των Τουρκών Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1465· β) (προκ. να δηλωθεί αφθονία): Βοστρύχους είχεν ποταμούς, ερωτικούς πλοκάμους Καλλίμ. 811· πηγή (ενν. το κάστρο) χρημάτων, ποταμός των όλων πλουμισμάτων Καλλίμ. 1460· γ) (προκ. να δηλωθεί ψυχικός, πνευματικός και πολιτιστικός πλούτος): η βασιλεία σου, ... της δικαιοσύνης| συνήγορος και ποταμός της ελεημοσύνης Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1276· κάμωμα πολλά ακριβό σ’ έτοιους καιρούς εγίνη| εις την Αθήνα που ήτονε τση μάθησης η βρώσις| και το θρονί της αφεντιάς κι ο ποταμός της γνώσης Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Α´ 26· Θάλασσαι, ποταμοί, πενθήσατε τον μέγαν ετούτον ποταμόν της διδασκαλίας Χίκα, Μονωδ. 146· στη Δύσιν έπεψες (ενν. Ρέθεμνος) όλη σου τη σοφία| κι εγέμισεν η Ανατολή, Άρκτος και Μεσημβρία,| κινώντας τ’ αργυρότρεχα νερά του ποταμού σου| σ’ όλο τον κόσμο ζάχαρη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2309. 3) (Σε παρομοίωση, προκ. να δηλωθεί η ορμή και η ταχύτητα με την οποία κινείται κ.): να έναι γοργόν ως ποταμόν (ενν. το άλογον) και ώσπερ την σαγίτταν Λίβ. P 1955· (εδώ προκ. για το πέρασμα του χρόνου): Ελάφιν τόσα γλήγορα στην στράταν| δεν τρέχει ’δ’ άλλον ζον μέσα στο δάσος,| ’δέ ποταμός βιασμένος ’πού ψιχάδιν,| ’δέ νέφος όνταφ φεύγει ομπρό στ’ ανέμιν (παραλ. 1 στ.) γιόν φεύγουν τούτης της ζωής οι χρόνοι Κυπρ. ερωτ. 1073. 4) (Μεταφ.) α) αναστάτωση, ταραχή: Έφθασεν άλλος ποταμός με πόσην τρικυμίαν,| με πόσην, να είπες, μέριμναν, με ποταπήν φροντίδαν (παραλ. 6 στ.)· αρμάτων ήτον έξαψις και δοκιμή φαρίων| και πάντες είχασιν απλώς την περί τούτου ζάλην Καλλίμ. 1013· β) (στον πληθ.) συμφορές, παθήματα: Ημέρας τρεις ο Ιωνάς κατείχετο τῳ κήτει| και φέρειν μη δυνάμενος, εφώναζε βαρέως (παραλ. 1 στ.) «Εκύκλωσάν με ποταμοί, παύθητι της οργής σου (ενν. δέσποτα)| ... χαώνεις τον Ιωνάν σου» Γλυκά, Στ. 235. 5) (Εκκλ., στον πληθ.) διακοσμητικά στοιχεία ιερατικών αμφίων (για το πράγμα βλ. Βεργωτής, Λεξ. λειτουργ., λ. ποταμός): επί του ιερού κριτηρίου καθίσας ως κοινός δεσπότης όλης της οικουμένης, φορών το ιερόν μανδύον μετά των ποταμών Ιστ. πατρ. 19415‑16· Οι δε ποταμοί, οπού είναι εις το μανδύον άσπροι και κόκκινοι, το άσπρο δηλοί την ανθρωπότητα, το δε κόκκινον εικονίζει την θεότητα Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1545 ά 22. Εκφρ. πύρινος ποταμός/ποταμός του πυρός = (α) (εκκλ.) ο ποταμός της κόλασης: Οι αμαρτωλοί δε τρέμοντα δικαίους να θωρούσιν,| με τας φωνάς να κράζουσιν βοήθειαν να ζητούσιν:| «Άγγελοι, λυπηθήτε μας, ψυχοπονέσετέ μας, με τα σπαθιά σας τα λαμπρά δέτε, απαντήξετέ μας»| Ως λέοντες θέλουσι πηδάν, ως δράκοντες κινήσαν,| τον ποταμόν τον πύρινον στο πέραν τως δεθήσαν Ρίμ. θαν. 132· είδε (ενν. η Παναγία) την λίμνη και τον ποταμόν του πυρός, οπού ’ναι όλο φωτιά ... Και είναι εκεί πλήθος άντρες και γυναίκες. Και θωρώντα τους η Παναγία εδάκρυσε και είπεν: «Τι είναι το αμάρτημάν τους;» Αποκ. Θεοτ. I 201· (προκ. για τους κατακτητές Τούρκους): Γίνωσκε, αγιώτατε, και κορυφή της Ρώμης,| ο ποταμός ο πύρινος εσέβην εις την πόλιν,| την Δύσιν περιπλέκεται με παρακλάδια έξι Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 619· διά τα κρίματα ημών την επήραν (ενν. την Κωνσταντινούπολιν) οι Τούρκοι.| Οι τέχνες των Χριστιανών και τα καμώματά των (παραλ. 1 στ.) τον ποταμόν τον πύρινον έβαλαν εις την Πόλιν,| ... και επυρπόλησέν την Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 667· (β) (σε κατάρα) «το πυρ εξ ουρανού» (για το πράγμα πβ. και Κουκ., ΒΒΠ Γ́ 332-3): να μου εποίησεν ο Θεός ετουτηνάν την χάριν,| να ’βρεξεν πύρινον ποταμόν, και να ’καψεν τους ξένους Περί ξεν. (Μαυρομ.) 238.πράξις- η, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 359, 360, 361, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 121, 675, Διγ. (Trapp) Gr. 2289, Φλώρ. 1075, 1176, 1364, 1366, Ιστ. Ηπείρ. XV5, XXII2, Δούκ. 12726, 16111, 2359, 2554, Σφρ., Χρον. (Maisano) 15610, Έκθ. χρον. 5011, Μπερτόλδος 51, Γεωργίου ρήτορος, Στίχ. ά 85· πράξη, Ασσίζ. 863, Ερμον. Η 362, Χρον. Μορ. H 200, 376, Χρον. Μορ. P 379, 385, Χρον. Τόκκων 1645, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 273, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 228, Sprachlehre 84, Μαχ. 61624, Θησ. Β́ [247], Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 804, Συναξ. γυν. 466, Ριμ. κόρ. A 135, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 23, Σκλάβ. 59, Δεφ., Λόγ. 525, Τριβ., Ρε 12, Ιστ. πατρ. 1369, Λαυρ., Οπτασία Σ. 115, Άλ. Κύπρ. 1709, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 142, Πιστ. βοσκ. II 4, 54, Παλαμήδ., Βοηβ. Εισαγ. 7, 13, Σουμμ., Ρεμπελ. 173, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 132, 964, Στάθ. (Martini) Ά 127, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 310, Λίμπον. 140, Φορτουν. (Vinc.) Ά 57, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 120, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 46, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 13415, κ.π.α.· πράξις ‑η, Σπαν. P 4, Καλλίμ. 64, Διγ. Z 1343, Ιμπ. 686, Γεωργηλ., Θαν. 600, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Β́ 564, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 11, Κορων., Μπούας 8, Πένθ. θαν.2 359, Πτωχολ. α 386, Κώδ. Χρονογρ. 60, Δωρ. Μον. XXXV, Ιστ. Βλαχ. 222, Διγ. Άνδρ. 3316, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 148, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1041], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 322, Διγ. O 15, Διακρούσ. 11324, Σοφιαν., Γραμμ. 85, κ.π.α.
Το αρχ. ουσ. πράξις. Ο τ. πράξη σε έγγρ. των 14. (Caracausi, λ. πράξη, Μηνάς, Γλωσσάρ. Ιτ.2 314), 17. αι. (Κρ. συμβόλ. 213, 247, Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 1, 1948, 98, Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 516) και σήμ.
1) Εμπορική συναλλαγή: Μαχ. 6307, Ωροσκ. 4027. 2) Δράση, πρακτική εφαρμογή α) σε συσχετισμό με αφηρημένες έννοιες, όπως λόγος, όνομα, γνώμη, κ.τ.ό.: Σπαν. (Λάμπρ.) Va 59, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 125, 199, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 172· β) σε σχέση με τη θεωρία: Τότ’ είς εκ πάντων άριστος εις θεωρίαν και πράξιν (παραλ. 1 στ.) ανίστατο δε ταπεινώς κι αφόβως τούτο λέγει Κορων., Μπούας 53· πράξιν τε και θεωρία Ζήνου, Πρόλ. Πένθ. θαν.2 3· (ειδικ. ως θεολ.): Η ρομφαία η δίστομος, πράξις και θεωρία,| σκουτάρι τα βαγγέλια και η θεολογία Γεωργίου ρήτορος, Στίχ. ά 143· Ω συ, οπού ευρίσκεσαι στο τάγμα των αφρόνων,| επιθυμίας σαρκικής δούλος όλον τον χρόνον (παραλ. 2 στ.) Δεν έχεις συ απάνω σου πράξιν ου θεωρίαν· | ωσάν το φύλλο βρίσκεσαι σ’ ανέμου φυσημίαν Γεωργίου ρήτορος, Στίχ. β́ 7. 3) α) Έργο, ενέργεια: Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1014, Διγ. (Trapp) Gr. 2289· κάμνοντας έργα ευγενικά και τιμημένες πράξες Λίμπον. Αφ. 30· (συχν. με γεν. αφηρημένου ουσ. με ηθ. περιεχόμενο): ανάθεμα το λογισμό και της ζηλειάς την πράξη! Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 710· πράξη λύπησης κρατείς τάχα να με σκοτώσεις; Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 416· β) σχέδιο/τρόπος δράσης: εζήτησε ο μισσίρ Ντζεφρές βουλήν των κεφαλάδων,| ωσαύτως και των αρχιερέων, εκείνων των επισκόπων,| το πώς να καταστήσουσιν και πώς να κατορθώσουν| την πράξιν και την αφορμήν, το πώς … (παραλ. 1 στ.) ... τον τόπον να φυλάττουν Χρον. Μορ. H 1972· Ομού γαρ εσυντύχαιναν και έπαιρναν βουλήν τους,| την πράξιν όπου ήθελαν να ποίσουν διά την μάχην Χρον. Μορ. P 8903· γ) (συν. στον πληθ.) κατορθώματα: Διγ. Z 605, Κι αν αγαπάς διά να ακούς πράξες καλών στρατιώτων, … Χρον. Μορ. P 1349· δ) δόλος, πανουργία: ουκ επιστάμην άτυχος την συσκευήν και πράξιν,| τρόπον τον κακομήχανον της γυναικός ο τάλας Προδρ. (Eideneier) III 273-42 χφ P κριτ. υπ.· Ην γαρ πανούργος (ενν. ο Θεολόγος Κόρακας) ως ουδείς των άλλων τῳ τότε καιρῴ και εις τας των Τούρκων πράξεις και διαβολάς πονηρότατος Δούκ. 22919· ο ρήγας με τη ρήγισσα πολλή χαράν επαίρνα,| να του γροικού να τραγουδεί κι έτσι γλυκιά να λέγει| του Έρωτα τσι πονηριές, τσι πράξες του να ψέγει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 422· ε) (προκ. για τα μέλη του σώματος) λειτουργία: Καθώς εις ένα κορμί έχομεν πολλά μέλη, και όλα τα μέλη δεν έχουσιν την αυτήν πράξιν, έτσι οι πολλοί είμαστεν ένα κορμί εις τον Χριστόν, και καθένας είμαστε μέλη, ένας του άλλου Χριστ. διδασκ. 116· στ) συμπεριφορά, συνήθειες: επήγα εις χώρες όμορφες κι εθώρουν άλλες διάξες,| άλλους ανθρώπους και μιλιές πολλώ λογιώ και πράξες Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 110· ζ) (συνεκδ., προκ. για το βιβλίο της Κ.Δ. που περιέχει τις Πράξεις των Αποστόλων): ώσπερ το λέγει και ο άγιος Λουκάς εις τες Πράξες εις κεφάλαιον δεύτερον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 303v· Δι’ αυτήν (ενν. την Αγία Μαρία) γράφει ο άγιος Λουκάς εις τες Πράξες των Αποστόλων κεφ. ιβ́ και εις τες πράξες του αγίου Βαρνάβα, γραμμένες από κάποιον Αλέξανδρον Μοναχόν Ροδινός (Βαλ.) 191. 4) Κατάσταση, θέση: Πτωχολ. (Κεχ.) P 262. 5) Γνώση, πείρα, ικανότητα αποκτημένη από την εμπειρία: είτις έχει πράξη του τόπου εκείνου, εμπαίνει από την μπούκα του πουνέντη Πορτολ. A 31012· Τότε συμβούλιον έκαμαν (ενν. οι βεζίρηδες) και απέστειλαν … ταχυδρόμον, εις τον σουλτάν Μουράτη, οπού ήτο εις την Μαγνησίαν και έγραφαν προς αυτόν ότι ο υιός σου είναι νέος και πράξιν πολέμου δεν έχει Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 26· εις μικρόν σημείον της ευλαβείας, οπού έχω προς την σην λογιότητα, ηθέλησα να της αφιερώσω ετούτο το μικρόν βιβλίον παρακαλώντας την να το ερευνήσει ως έμπειρος και πρακτικότατος, να το διορθώσει, εάν έχει τίποτες σφάλμα, και να αναπληρώσει με την πολλήν πράξιν οπού έχει εις την ιατρικήν, όσα εγώ αφήκα άγραφα διά την ολίγην μου μάθησιν Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 128· Και τις ηξεύρει να μας πει όλες τες τεχνοσύνες,| τά κάμναν τα χεράκια των (ενν. των Ροδιτισσών) και τες ευμορφοσύνες;| Πλουμάκια και πλατύφυλλα με τέχνην και με πράξιν Γεωργηλ., Θαν. 172. 6) Διδασκαλία: λέγει και ο Δαμασκηνός εις την δικήν του πράξη| ότι: «όπου βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξη» Σκλάβ. 219· Ως και ζγουράφος ήμαθε (ενν. ο Ρωτόκριτος) δίχως δασκάλου πράξη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1351. 7) Ενότητα θεατρικού έργου (βλ. και ά. άττο(ν) (I), άττος): Πράξη πρώτη Πανώρ.2 Ά τίτλ.· Τέλος της εγλογής και του άττου,| ήγου τση πράξης πέμπτης Πανώρ.2 Έ μετά στ. 422. Έκφρ. πράξη και ορμή, βλ. ορμή 5 έκφρ. Φρ. 1) Βάνω πράξη = χρησιμοποιώ: Γνωρίζω το καθώς το λες· μα βάλε τώρα πράξη| της ’πείκασής σου τ’ άρματα, η λύπη πριν σε σφάξει.| Ο άντρας εις τον πόλεμον στέκεται σαν λεντάρι| κι εις την αγάπη ο άνθρωπος βαστά τ’ αρνιού τη χάρη Φαλιέρ., Ιστ.2 307. 2) Βάνω κ. εις πράξιν = πραγματοποιώ: αφόντις ελογίασεν (ενν. ο Μπερτόλδος) μίαν όμορφην πανουργίαν, επήγεν να κοιμηθεί ακαρτερώντας την ημέραν διά να την εβάλει εις πράξιν Μπερτόλδος 16. 3) Έχω πράξη = ξέρω να κάνω: εις το παλάτι εφτάσασι όλοι κατά την τάξη,| και πασαένας έπραξεν εκείνον τό ’χε πράξη Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1782. 4) Κάνω πράξιν και ορμήν, βλ. ορμή 5 φρ.πρεπόντως,- επίρρ., Αχιλλ. (Smith) N 1359, Διήγ. Βελ. χ 155, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 12812, κ.α.
Το αρχ. επίρρ. πρεπόντως. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ, λ. πρέπων).
α1) Όπως πρέπει, αρμόζει, ταιριάζει: Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Ά ιδ́ 40, Ιστ. Βλαχ. 28, Βυζ. Ιλιάδ. 119· α2) με την πρέπουσα τιμή: Βυζ. Ιλιάδ. 279, Αχιλλ. (Smith) N 706· α3) κόσμια, με ευπρέπεια: Διγ. Z 3588· β) κατάλληλα: Hagia Sophia φ1 50113· γ) σωστά: Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1104· δ) δίκαια: Βίος Αλ. 2715, Μπερτολδίνος 124, Λαυρ., Οπτασία Σ. 112.πρωτύτερα,- επίρρ., Ασσίζ. 429, 8412, 13621, Διγ. A 2505, Σαχλ., Αφήγ. 311, Σαχλ. N 295, Λίβ. Esc. 692, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2401, Μαχ. 26219, Θησ. (Foll.) I 136, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 145, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 6723, Ξόμπλιν φ. 130r, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Εξήγ. π, Μαλαξός, Νομοκ. 335, Αχέλ. 1245, 2461, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1127, Αιτωλ., Βοηβ. 129, Χρον. σουλτ. 5718, Ιστ. πατρ. 1036, Μορεζ., Κλίνη φ. 368v, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 30914, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 1635‑6, Λαυρ., Οπτασία Σ. 115, Πανώρ.2 Δ́ 84, Πιστ. βοσκ. IV 8, 122, Μανολ., Επιστ. 17331, Ιστ. Βλαχ. 1031, Σουμμ., Ρεμπελ. 158, Διγ. Άνδρ. 36723, 4104, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 186, Στάθ. (Martini) Ά 134, Διήγ. ωραιότ. 662, Νομοκριτ. 83, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1276], Έ 1223, Φορτουν. (Vinc.) Ά 286, Β́ 198, Ροδινός (Βαλ.) 214, Διακρούσ. (Κακλ.) 1194, Μπερτολδίνος 111, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιδ́ 22 κ.π.α.· εμπρωπύτερα· εμπρωτότερα, Χρον. Τόκκων 706· εμπρωτύτερα, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 2285, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 88v, 118v, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών νξά, ρξθ́, σοβ́· εμπρωτύτερας· ομπρωτύτερα, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 120r, 301v· πρωτέτερα, Μπερτόλδος 16· πρωτότερα· πρωτύτερας, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1032, 1168, 3777, Μορεζ., Κλίνη φ. 38v, 53v, Πανώρ.2 Έ 201, Πιστ. βοσκ. I 1, 300, V 5, 126, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3024, 3320, 3438, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 1438, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1487, 3603, 44912· πρωτύττερα, Μαχ. 5907· πρωτυττέρα, Βουστρ. (Κεχ.) Β 1859.
Από το επίθ. πρωτύτερος. Ο τ. εμπρωτότερα από το πρωτότερα, πιθ. από αναλογ. επίδρ. του συγκρ. εμπρότερα του εμπρός (βλ. ά.). Ο τ. εμπρωτύτερα από το πρωτύτερα, σε έγγρ. του 17. αι. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 514). Ο τ. ομπρωτύτερα από το πρωτύτερα, πιθ. από αναλογ. επίδρ. του συγκρ. ομπρότερα του ομπρός (βλ. ά. εμπρός)· ο τ. στο Meursius (γρ. ομπροτίττερα). Ο τ. πρωτύτερας στο Βλάχ. (γρ. προτήτερας), σε έγγρ. του 17. αι. (Ζερβογιάννης, Αμάλθ. 14, 1983, 99, Καζανάκη, Θησαυρ. 11, 1974, 274, Μαυρομάτης, Θησαυρ. 16, 1979, 220, Παπαδάκη, Θησαυρ. 19, 1982, 145) και σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ.). Τ. προυτύτιρας σήμ. ιδιωμ. (Ανδρ., Ιδ. Μελ.). Ο τ. πρωτύττερα και σήμ. στην Κύπρο (Χατζ., Γραμμ. κυπρ. διαλ. 151, Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ., λ. πρωτήττερα). Τ. μπρω(τ)ύτερα σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, λ. μπρωύτερα, Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., λ. μπρο(τ)ύτερα). Τ. πρωτοτέρως σε έγγρ. του 19. αι. (Αλιπράντης, Λεξ. Πάρου). Η λ. στο Βλάχ. (γρ. προτήτερα), σε έγγρ. του 16. αι. (Μαράς, Κατάστιχο 149 Α′ 5116, 9210, Β́ 220α4, Γ́ 20132, 3493, Κασιμ., Έγγρ. 1 (79), 63 (145), Γρηγορόπ., Έγγρ. 4532, 7810, 12096, στ. 250, 1126), του 18. αι. (Αθανάσιος εξ Αγράφων 89, 95, 130, Σκουβαρά, Ολυμπιώτ. 463, 465, 467) και σήμ.
1) (Χρον.) α) προηγουμένως: Είπα σου το και πρωτύτερας πως ο πατέρας σου εκείνους τους σοφούς οπού εφιλοσοφούσασιν απάνω εις τούτο, ... άλλους μεν εθανάτωσεν, άλλους δε πάλιν εξόρισεν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 477· Ο μύθος λέγει ότι πολλοί άνθρωποι δεν φροντίζουν την βλάβην τους, όταν θωρούν και τους εχθρούς τους πως βλάπτονται εμπρωπύτερα Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 25· επροεφήτευσεν (ενν. ο προφήτης Ιερεμίας) τι του έδειξεν ο Δανιήλ πρωτύτερα διά τον Αλέξανδρον Διήγ. Αλ. G 26632‑33· Ο τόπος απού λέγεται τώρα Άγιον Όρος ελέγετονε πρωτύτερας Αίγεον Όρος Μορεζ., Κλίνη φ. 135r· (εδώ) την προηγούμενη φορά: Και με τούτο το θάρρος εβούλουμουν να έλθω πρωτύτερα εις εσάς, διά να έχετε και δευτέραν χάριν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Β́ ά 15· (εδώ πλεοναστικά): εξόχως έγινε, καθώς προείπα πρωτύτερα, από γνώμη και βουλή του άνωθεν κόντε Πορτσένιγου του γουβερναδόρου Σουμμ., Ρεμπελ. 166· ο αισθητός και βλεπόμενος ούτος ήλιος, προ του να φανεί ανατέλλοντας εις την ανατολήν, φαίνονται πρωτύτερα αι ακτίνες του απάνω εις τας κορυφάς των υψηλών βουνών Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 63· β) νωρίτερα, πιο μπροστά, στο μεταξύ: με τι να πολεμήσομεν, αφέντη, τους εχθρούς σου;| Έπρεπεν εμπρωτύτερα να τὄβανες στον νου σου Ιστ. Βλαχ. 1010· Σαν επαρασυνήφερε, μέσα της λογαριάζει| κι εκείνον οπού θε να πει πρωτύτερα λογιάζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 260· ωσάν είδε ο αφέντης της Βλαχίας πως του κάμει πολλή ζημίαν, έβαλε ανθρώπους και έκαμε αγάπην με τον σουλτάν Μεχεμέτη, να του δίδει χαράτσι πάσα χρόνο, εκείνο οπού έδιδε και πρωτύτερα Χρον. σουλτ. 5113· Όμως εμείς ουδέ ποσώς μηδέν τον καρτερούμεν,| γιατί το φύγι των Τουρκών πρωτύτερα θωρούμεν Αχέλ. 2459· (εδώ) έγκαιρα: αν είχαν αναφάνειν πρωτύττερα απάνω τους Σαρακηνούς, δεν εγινίσκετον τούτον το κακόν και η ζημία απού ’γίνην Μαχ. 66623· (εδώ σε αντίθεση με την έκφρ. την ώραν εκείνην): ήδωκεν ο Θεός του παιδίου τόσην χάριν, και πρωτύτερα εψιθύριζεν τα λόγια, καθώς ψιθυρίζουν τα βρέφη, και την ώραν εκείνην ... ομίλει τόσα καθάρια ... απού όλοι εξενίζουντανε Μορεζ., Κλίνη φ. 378v· (εδώ με το συγκρ. πλιο για έμφαση): Η αδελφή μου εδεπά νά ’ρθω μου ’χε μηνύσει (παραλ. 1 στ.) και τούτος πλιο πρωτύτερα ήθελεν έμπει μέσα| ογιά να κλέψει τίβετας, γή πράμα γή τορνέσα Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 31· γ) αρχικά, πρώτα-πρώτα: ετρέξαν ούλοι εις το παλάτιν, και πρωτύττερα επήγαν εις την αυλήν της ρήγαινας Βουστρ. (Κεχ.) 18410· Αυτόν γουν τον ναόν, οπού άρχισεν ο βασιλεύς Ιουστινιανός να τονε κτίσει, τον είχεν ο βασιλεύς Κωνσταντίνος πρωτύτερα κτισμένον Hagia Sophia ω 5128· δ) παλαιότερα: ο κεραυνός σου έφθειρε ωσάν το ξεύρουν πάντες| και άλλους εμπρωτύτερα και τους αγρίους γιγάντες Κρουσ., Τουρκογρ. 381· αγάλια-αγάλια θρέφεται (ενν. η αγάπη), σαν το καμίνι ανάφτει,| κεντά και καίγει δυνατά και το κορμί μας βλάφτει.| Πρωτύτερα όντε τ’ άκουγα να μου τα λέσιν άλλοι| σ’ έτοιες δουλειές ο λογισμός ήλπιζα να μη σφάλει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 325· ο ποίος (ενν. ο Γαβριήλ) και πρωτύτερα ήτον εδώ ’στεμμένος,| με του Θεού το θέλημα αφέντης καμωμένος Ιστ. Βλαχ. 771· εδιάβησαν εις τον σουλτάν Μεχεμέτη και εστερεώσαν την αγάπη οπού είχανε και πρωτύτερα Χρον. σουλτ. 10527· (εδώ σε αντίθεση με το ύστερον): ο Ιωάννης, ο υιός του Ανδρονίκου, ... ήτονε πρωτύτερα τυφλωμένος και υστέρου ήλθε το φως του Χρον. σουλτ. 2927· (εδώ σε αντίθεση με το τώρα): ολίγοι ήταν πρωτύτερα μαζί (ενν. πλούσιοι) και τώρα πλουσιότεροι απ’ αυτόν, αλλά δεν έκαμαν τόσα καλά Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 80r· (εδώ πλεοναστικά): να ηξεύρεις ότι πρωτύτερα, όσα σας επροέγραψα, το πως επήρα το βασίλειον της Περσίας και τον βασιλέαν τους τον Τάρειον εσκότωσα Διήγ. Αλ. F (Konst.) 6623‑24· ε) μέχρι τότε: διά τούτην δε την αφορμήν τον τόπον τους αφήκαν| αποὔσανε πρωτύτερα κι εις άλλον εσταθήκαν Αχέλ. 819· επήρανε την Κωνσταντινούπολι από τον Αλέξιον, βασιλέα της Πόλης πρωτύτερα Χρον. σουλτ. 5413· στ) εκ των προτέρων: ήλθα να σου το ειπώ πρωτύτερας οδιά να μην φοβηθείς όταν ιδείς το μυστήριον Μορεζ., Κλίνη φ. 53v· Εκάλεσε (ενν. ο Θεός) το όνομά του και την φύσιν ενός εκάστου ζώου ώσπερ να τα είχεν γραμμένα, οπού ουδέ τα εμελέτησε ή τα εσυλλογίσθη ομπρωτύτερα, αλλά μόνον παρευθύς Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 67r· Σαν κάμεις τώρα,| πρωτύτερα να το ’καμες έπρεπ’ εις άλλην ώρα Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 6912· ζ) (με επόμ. γεν.) πριν από: μετά τον θάνατον της μάννας μου να τα αφήνει και να τα δίδει (ενν. τα χρήματα) της κερα Φιλίππας της αδελφής μου ή, αν της φανεί (ενν. καλό) να της τα δώσει και πρωτύτερα του θανάτου της (ενν. μάννας μου) Διαθ. Πασχαλίγ. 78· η) (με επόμ. προθ.) η1) (με επόμ. την πρόθ. από): Περί χήρας, οπού γεννήσει πρωτύτερα από ... σαράντα ημέρες Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 201185· τες ημέρες εκείνες πρωτύτερα από τον κατακλυσμόν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κδ́ 38· η2) (με επόμ. την πρόθ. παρά): κανείς ιατρός ξένος ... ουδέν πρέπει να ιατρεύσει απού καρούραν τινάν, έως οπού να φανερωθεί με ετέρους ιατρούς ... έμπροσθεν του επισκόπου και πρωτύτερα παρά τούτον να γένει, και αν ηγνωρίσου ότι ούτος εστίν δίκαιος κληρονόμος της ιατρείας, να ιατρεύσει Ασσίζ. 1865· εκείνη η γυναίκα (ενν. η χήρα) οπού επήρεν άνδραν πρωτύτερα παρά το εντεχάμενον, εθεσπίστην της ετέρης τιμωρίας Ασσίζ. 12010‑11· θ) (πριν από συνδ.) θ1) (με επόμ. το σύνδ. παρά· πβ. Επιτομή λ. παρά ΙΙΆ1, 4β) (1) (με επόμ. β́ όρο σύγκρισης): Και μοναύτα επήγεν ο αποστολές πρωτύττερα παρά τινάν, και εποίκεν όρκον της κυράς, της ρήγαινας, ότι να ζήσει και να πεθάνει εις πάσα της ορισμόν Βουστρ. (Κεχ.) 4416· το δίκαιον κρίνει ότι εκείνος οπού ένι κρατούμενος τενιασμένος ότι έδερεν άλλον ... εντέχεται πρωτύτερα να πλερώσει τον δαρμένον παρά την αυλήν Ασσίζ. 48011· Καλά το είπες πως δεν ήκουσες ποτέ μήτε εώρακας τέτοιον λίθον, μα είναι δύσκολον να τον ιδείς (ενν. τον λίθον) εσύ πρωτύτερα παρά τον αυθέντην σου Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 4818‑19· (2) (με επόμ. χρον. πρόταση): ο ένας είναι και αληθινός Θεός οπού είναι πρωτύτερα παρά να γενεί ο κόσμος Χριστ. διδασκ. 198· επρόβλεπε τες ταραχές και τους χειμώνας πρωτύτερα παρά να έλθουσι Χίκα, Μονωδ. 66· θ2) (με επόμ. το σύνδ. παρού· πβ. λ. παρού ΙΆ2α): εμπορώ να μοιάσω την βερτούν της μεγαλοψυχιάς εις το φαρκόνιν, ότι ήθελεν ψοφήσει πρωτύτερα απέ την πείναν παρού να έφαγεν κριάς σαπημένον Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 130· ένι διαφεντεμένον να μηδέν λάβει κανείς διά γυναίκαν εκείνην τήν έλαβεν εκ των βυθών της κολυβήθρας … ουδέ ο υιός του να μηδέν λάβει εις γάμον την θυγατέραν της θυγατρός της … αλλά αυτά τα παιδιά του εγεννήθησαν πρωτύτερα παρού να την βαπτίσει Ασσίζ. 12620· θ3) (με επόμ. το σύνδ. πριχού· εδώ πλεοναστικά, για έμφαση): ήλθεν ο γλυκύς όμβρος, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, και εδόθη εις την γην ... και δύνεται να βλαστήσει πάσα βλάστημα αρετής, τες οποίες αρετές δεν εδύνετον πρωτύτερας η ανθρώπινος φύσις πριχού να κατέβη αυτός ο ουράνιος όμβρος Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 407· ι) (με αιτιατ. που δηλώνει χρόνο· πβ. και ολίγον καιρόν πρωτύτερα στο Φυλλ. Αλ. (Βελουδ.) 2748): Τ’ αμμάτι’, απού ’χεν ήτονε καλύτερ’ ογιά μένα| πολύ καιρό πρωτύτερα να ’χα ’σται τυφλωμένα Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 194· είδαν να κρατεί και να έχει εκείνον το κτηνόν ή εκείνον το πράγμαν εις νομήν έναν μήναν πρωτύτερα του Πασχάτου ή των Γεννών Ασσίζ. 17424· (εδώ πλεοναστικά): αυτός εδιηγήθηκεν όσα ήκουσεν διά λόγου μου, ότι απεδώ και πέντε ημέρες πρωτύτερα πως είδεν παλληκάριον ξανθόν, νέον, εις το Βλατολιβάδιν Διγ. Άνδρ. 37033‑34· ια) (ως συγκρ., με επόμ. β́ όρο σύγκρισης) ια1) (με γεν.): απέθανε εμπρωτύτερας του πατρός του Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών νζ́· εάν γένηται ούτως, ότι εκείνος οπού του εδόθην η χάρις ετελεύτησεν πρωτύτερά του εκείνου οπού έμελλεν να λάβει την δωράν, εντέχεται να το περιλάβουν (ενν. το πράγμαν) οι κλερονόμοι του τεθνεώτος Ασσίζ. 15714· τέτοιας λογής εδίωξαν τους προφήτας οπού ήταν πρωτύτερά σας Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. έ 12· ια2) (με αιτιατ.): Και τούτο γίνωσκε, ότι (ενν. τα δύο κάτεργα) εις τα μίλια έρχονται ίσα, αμή εις τας ώρας ποτέ δεν ημπορεί να έρθει ίσα, επειδή σηκώνεται (ενν. σχετικά με την άγκυρα) ένα το άλλον πρωτύτερα Rechenb. 7812· ια3) (με την πρόθ. από· πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Ά 77, 2): καθώς πρωτύτερας από λόγου μου εγνώριζες τον Θεόν και ελάτρευές τον με καθαρόν νουν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 14824· Απέθανε και η βασίλισσα Ζωή απ’ αυτού πρωτύτερα Χρον. βασιλέων 1265· Αυτά επροσεύχετον ο Θεόδοτος, και ο Θεός ... ο συνιείς εις πάντα τα έργα ημών, έστοντας να δεχθεί την γνώμην του πρωτύτερα από τα έργα, έδωκε τέλος της προσευχής του, και έστειλέ του πάραυτα τον θάνατον Ροδινός (Βαλ.) 208. 2) (Τοπ.) πιο μπροστά, πριν από κ. άλλο: επολέμησε ο Ταμερλάνος ... και επήρε τον σουλτάν Μπαγιαζίτη και εχάλασε και το φουσσάτο του ... ως καθώς τα εγράψαμε πρωτύτερα Χρον. σουλτ. 5722· (εδώ σε αντίθεση με το ύστερα): Επίρρημα έναι μέρος λόγου άκλιτον όπου λαμβάνεται ή πρωτύτερα ή ύστερ’ από το ρήμα Σοφιαν., Γραμμ. 80. 3) (Προκ. για υψηλότερη προτεραιότητα ή μεγαλύτερη σημασία) α) (για πράγματα) πριν και πάνω απ’ όλα, πρώτο και κύριο: ο βισκούντης ένι κρατούμενος ... να νομέψει όλα τα πράγματα του τεθνεώτος, και να ποιήσει πούλησιν ... έως όπου να πλερωθεί εκείνον το όφλημαν πρωτύτερα· και έπειτα να μείνει τίποτες απ’ εκείνα Ασσίζ. 38817· Αυτού δηλοί πρωτύτερα περί των κρισιμάτων, και ποταπός άνθρωπος εμπορεί να εγκλητεύσει εις την αυλήν έτερον άνθρωπον, και ποίον όχι Ασσίζ. 2816· (εδώ με επόμ. το σύνδ. παρά, βλ. Επιτομή, λ. παρά ΙΙΆ1α): πρωτύτερα παρά όλα τα πράματα του κόσμου πρέπει ο άνθρωπος να αγαπήσει τον Θεόν, τάπισα να αγαπήσει τον εμαυτόν του, τάπισα να αγαπήσει τον κύρην του και την μάνναν του Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 75· β) (για πρόσωπα) πριν και πάνω απ’ όλους τους άλλους, κατά προτεραιότητα σε σχέση με τους λοιπούς: ομού ετρώμεν πάντα·| εμπρότερά μου ενίβγετον, πρωτότερα καθίζει| και πάντα επροτίμουν τον εις τα καλά μπουκούνια Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 351· εγώ διά το δικό μου συμπαθώ σου ει τι μου ’ποίκες, ότι εγώ θέλω πρωτύτερα την αφεντιά σου παρά τους λας μου Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 93· Αν έχεις πάλιν συγγενήν να έχει πτωχείαν μεγάλην, (παραλ. 3 στ.) μη τον αφήσεις καν ποσώς διά ξένο να πεινάσει,| σπλαγχνίσου αυτόν πρωτύτερα, λέγω, παρά τους ξένους Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2401· (εδώ ως κατηγ.): ο ρήγας ένι όλων πρωτότερα εις τα άγια του Θεού να στερεώσει τας δόσεις τους άλλους ρηγάδες Ασσίζ. 3624. 4) (Ως συγκρ.) προτιμότερο, καλύτερα: πρωτύττερα ν’ αποθάνομεν όλοι μας και πασαείς, παρά ν’ αφήσομεν τους Γενουβίσους να μπουν ώδε Μαχ. 45630. Εκφρ. 1) Όλο(ν) πρωτύτερα, βλ. λ. όλον 3 έκφρ. 2) Πρωτύτερα από τον καιρόν = πριν από την αναμενόμενη στιγμή, πριν την ώρα (κάπ.): Ιησού, Υιέ του Θεού, τι έχεις να κάμεις εσύ μετά μάς; Ήλθες εδώ να μας βασανίσεις πρωτύτερα από τον καιρόν; Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ή 29. Φρ. Έχω πρωτύτερα δίκαιον από κάπ. = έχω προτεραιότητα σε κάπ. ζήτημα έναντι κάπ. άλλου προσώπου: εάν ο είς απ’ αυτούς τους δύο (ενν. διαδίκους) ημπορεί να δείξει με β́ μάρτυρας άλλους, ... ότι ήτον πρώτος ο εγκαλών, δίκαιον ένι ότι αυτός να έχει πρωτύτερα δίκαιον απ’ εκείνον ή απ’ εκείνους τούς αγκάλεσεν Ασσίζ. 10315.ρητορικός,- επίθ., Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 150, Κορων., Μπούας 67.
Το αρχ. επίθ. ρητορικός. Η λ. και σήμ.
α) Που σχετίζεται με τη ρητορεία ή το ρήτορα· εκφρ. (1) ρητορικά σχήματα = σχήματα λόγου που χρησιμοποιούν οι ρήτορες για να καταστήσουν το λόγο τους πιο αποτελεσματικό: Γράφει δε τούτος ο Νείλος, ως σοφότατος άνθρωπος οπού ήτον, λόγον καταπολλά ευφραδέστατον και σχήμασι ρητορικοίς κεκοσμημένον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 100· (2) ρητορική φράσις = λόγος καλλωπισμένος με ρητορικά σχήματα· (εδώ) λόγια γλώσσα: ο προρρηθείς ... ρήτωρ Μητροφάνης οπού έγραψεν αυτήν την Διήγησιν και Οπτασίαν εις την ρητορικήν φράσιν Λαυρ., Οπτασία Σ. 113· β) (προκ. για πρόσωπο) που έχει ρητορικές ικανότητες, άξιος ρήτορας: Τότ’ είς γέρων ρητορικός ως άλλος Δημοσθένης| ανίστατο κι εις άπαντας εμπρός ...| ... ήρξατο διά να λέγει Κορων., Μπούας 92.ρούγα- η, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 422, 627, Σαχλ., Αφήγ. 657, Θησ. Β́ [203], Σκλάβ. 53, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 17313, 17512, Μαλαξός, Νομοκ. 418, 446, Αχέλ. 1017, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 499, 4430, Λαυρ., Οπτασία Λ. 376, Λαυρ., Οπτασία Σ. 106, Πηγά, Χρυσοπ. 220 (30), 225 (47), Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 18829, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. στ́ 2 σημ., Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. 989, Κατζ. Γ́ 265, Έ 52, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 21, 141, 190, 193, 355, 412, 425, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 116, Μαρκάδ. 403, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15216, 16225, 18811, 1899, 20, 26116, 37918, κ.α.
Από το μεσν. λατ. ruga (Ανδρ., Λεξ.· για διαφορ. ετυμ. βλ. Προμπονάς, Γλωσσ. ομηρ. 115-17). Η λ. σε έγγρ. του 13. αι. (Caracausi), στο Meursius και σήμ. λαϊκ.· βλ. και LBG.
Δρόμος, οδός: ο Αλέξανδρος εσέβην εις το κάστρον, καβελάρης επερπάτιεν τες ρούγες του κάστρου Διήγ. Αλ. V 48· κι εμείς εσηκωθήκαμε σύναυγα σα χαλκιάδες| κι επά στη ρούγα ήρθαμε να λέμε πελελάδες Κατζ. Ά 26· εκφρ. (1) παπούτσια της ρούγας = παπούτσια περιπάτου: παπούτσια της ρούγας ζευγάριν ά Ολόκαλος 17338· (2) Πλατεία ρούγα = ο κεντρικότερος δρόμος της πόλης της Ζακύνθου (για το πράγμα βλ. και Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Α′): ξάφνου εσυμμαζωκτήκανε το απόγιομα εκείνο ... έως καμία χιλιάδα άνθρωποι απ’ αυτούς (ενν. τους ποπολάρους) και απάνω εις την Πλατεία ρούγα σιμά εις το παλάτι Σουμμ., Ρεμπελ. 188.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Κρασοπ. (Eideneier) S 55, Φλώρ. 1432, Θησ. Ζ́ [1251], Συναξ. γυν. 435, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 56v, 137r, 237r, 237v, 395r δις, 397r, 399v, Αιτωλ., Βοηβ. 371, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [1126], Ροδινός (Βαλ.) 69· παραμοιάζω, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 117.