Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- παρευθύς,
- επίρρ., Προδρ. (Eideneier) I 200, 254, Καλλίμ. 1211, 2484, Ασσίζ. 4712, 1986, 39212, Διγ. (Trapp) Gr. 470, 1057, 3129, Διγ. Z 319, 1721, 2650, Βέλθ. 720, Φλώρ. 920, Λίβ. P 2490, Λίβ. Sc. 941, Λίβ. Esc. 1491, Λίβ. N 2540, Αχιλλ. (Smith) N 1350, Αχιλλ. (Smith) O 576, Ιμπ. 96, 268, Χρον. Τόκκων 1168, 1489, 1923, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 49, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 2341, Θυσ.2 1013, Στάθ. (Martini) Ά́ 158, Γ́ 82, Διγ. O 2449, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15121, 5743 κ.π.α.· παραευθύς, Λαυρ., Οπτασία Λ. 376· παραυθύς, Δαρκές, Προσκυν. [87], [111], Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 1076· παραυτύς, Ασσίζ. 1842, Θυσ.2 454 κριτ. υπ., Κυπρ. ερωτ. 1344· παρευθύ, Βίος Αλ. 5279· πάρευθυς, Αχέλ. 1494, 1572, 2470· παρευτύς, Ασσίζ. 6327, 1527, 20918, 21622, 2999, 2302, 29521, 3094, 6, 36012-13, 38813, 38928, 39921, 44730, 44914, 45811, 46016, Χρον. Μορ. H 3919, Χρον. Μορ. P 251, 389, 3346, 5180, 5825, 5836, 6551, 7693, 7702, 8230, 8360 κ.π.α.
[Το μτγν. επίρρ. παρευθύς. Ο τ. παρευθύ τον 5. αι. (Lampe, Lex.). Ο τ. παρευτύς και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 718). Η λ. και σήμ.]
1) α) Αμέσως: ο δε (ενν. ο Διγενής) αρπάσας παρευθύς εκ στόματος τον άρκον| απεσφονδύλησεν αυτόν κι εξέψυξεν ο άρκος Διγ. Z 1418· ο Αλαμάνος το να ιδεί άνθρωπον καβαλάρην,| αγγελοσουσσουμίαστον, λαμπροαρματωμένον,| εγνώρισέν τον παρευθύς ότι έναι ανδρειωμένος Ιμπ. 407· β) (ως χρον. σύνδ. με επόμ. το ότι, βλ. ότι II, Ά1β) ευθύς ως, αμέσως μόλις: ο είς αδελφός ένι κρατημένος να μοιράσει με τον άλλον πάντα όσα έχουν εις το ήμισον, παρευθύς ότι να τον τάξουν Ασσίζ. 1697. 2) Πριν από λίγο: ηύραμεν τούτον τον άνθρωπον ... εις την στράταν νεκρόν και ήτον ακόμη ζεστός ώσπερ να τον είχαν σκοτώσει παρευτύς Ασσίζ. 22425.περισκοπώ,- Λίβ. Sc. 1588, Μαχ. 4308 χφ O.
Το αρχ. περισκοπέω. Η λ. σε έγγρ. του 10. (Act. Ivir. I 928) και 11. αι. (Act. Vat. I 413).
1) Κοιτάζω ολόγυρα, παρατηρώ με προσοχή (κ. ή κάπ.): Λίβ. Sc. 1587, Διγ. (Trapp) Gr. 2574· (αμτβ.): Λαυρ., Οπτασία Λ. 109. 2) Κοιτάζω για κ., ψάχνω, αναζητώ κ.: Και συν γυναιξί και τέκνοις έτρεχον εν τῳ αιγιαλῴ, περισκοπούντες τας βάλκας Δούκ. 37310. 3) Σκέφτομαι, εξετάζω: Μα τις να γράψει ημπορεί και την χαράν που γίνη| πράγμα που ’ναι αδύνατο ο κάλαμος να χύνει,| κι ο νους να το περισκοπεί και να το καταλάβει Μαρκάδ. 761· φρ. ο νους μου περισκοπάται εις μέριμναν= συλλογίζομαι, προβληματίζομαι, αναρωτιέμαι: Και ενόσῳ εις τέτοιαν μέριμναν ο νους μου περισκοπάτον,| οκάποτε και η ζήτησις γίνεται η εδική μου Λίβ. (Lamb.) N 310. 4) Επιτηρώ, επιβλέπω, εποπτεύω: Και, άφηκα εις την χώραν, να περισκοπά την χώραν, τον σιρ Τζουάν Τερράς Βουστρ. (Κεχ.) Β 2195.πλουμιστός,- επίθ., Πουλολ. (Τσαβαρή)2 158 κριτ. υπ., Ch. pop. 361, Χούμνου, Κοσμογ. 1484, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 4324, Λαυρ., Οπτασία Σ. 107, Γεωργίου ρήτορος, Στίχ. ά 28, Πανώρ. Ά 312, 421, Β́ 176, 387, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 240, Πιστ. βοσκ. I 5, 22, Προσκυν. Κουτλ. 390 13029, 13329, Βοσκοπ.2 155, 198, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1424, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 143, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [85], Β́ [827], Έ [1570], Φορτουν. (Vinc.) Β́ 234, Μαρκάδ. 32· απλωμιστός· πλουμισθός, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 4225.
Από το πλουμίζω. Ο τ. απλωμιστός στο Du Cange (λ. πλούμος) με διαφορ. σημασ., καθώς και τ. απλώμιστος. Ουδ. πλουμμιστόν στο Meursius. Η λ. το 12. αι. (TLG), στο Du Cange (λ. πλούμος), όπου και τ. πλουμμιστός, και σήμ.
1) α) (Προκ. για ένδυμα) διακοσμημένος με σχέδια κεντημένα ή υφαντά (Για το πράγμα βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Β́2 41): φακέλια και φορέματα, τά ένι πλουμιστά με το μετάξιν και απού κλωστή Ασσίζ. 49428· Είδα έναν άνθρωπον έκλαμπρον ... και έφεγγαν τα ρούχα του και ήτον πλουμιστά με πολλές λογίες άνθη και διάφορα χρώματα Λαυρ., Οπτασία Λ. 377· β) διακοσμημένος, στολισμένος: η στέγωσις ... ήτο κεχρυσωμένη.| Είχε και έργα θαυμαστά διάφορα ποικίλα,| τα έσω ήσαν πλουμιστά μετά τιμίων λίθων Διγ. A 3953· Τον θρόνον δε του άνακτος τις να τον αφηγείται;| Έγκοπτος, όλος πλουμιστός και παραχρυσωμένος Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 661· Και είναι εις το ύψος η πόρτα πιθαμές ζ́ και το πλάτος ιχνάρια γ́ γλυπτή με κόκκαλα πλουμιστή Προσκυν. Κουτλ. 390 1275. 2) Πολύ όμορφος, πολύ ωραίος: της κόρης μου της όμορφης, της πανονόστιμής μου,| της πλουμιστής της κόρης μου, κουρτέσας της Ροδάμνης Λίβ. Esc. 2398· Ω χορταράκια δροσερά, οπού σασε πλακώνει| τέτοια νεράιδα πλουμιστή, πλια ’σπρη παρά το χιόνι Πανώρ. Β́ 200· (σε υπερβολή με το ουσ. κάλλη): και πλιά απού το τραγούδι μου όνομα θέλου βγάλει| στον κόσμον όλο παρ’ αλλής τα πλουμιστά σου κάλλη Πανώρ. Γ́ 624· αλύπητη τη μοίρα μου κι άπονη είχες λέγει,| γιατί δε βλέπω τα ’μορφα και πλουμιστά της κάλλη Κατζ. Ά 5· (σε μεταφ., προκ. για κόρη): Έρχεται προς εμένα και γνωρίζει| πως είμαι λιγωμένος κι αρχινίζει| να παίρνει ωσάν καλή καρδιά κι αέρα| η πλουμιστή μου κι άσπρη περιστέρα Βοσκοπ.2 36· (προκ. για μάτια): κόρη πρασινοφόρισσα κάθεται εις παραθύριν| κι έχει τα μάτια πλουμιστά πλιον παρά το ζαφείριν Ερωτοπ. 703· Τα μάτια σου τα πλουμιστά, τα χείλη τα βαμμένα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 440· (προκ. για περιστέρι): Δυο περιστέρια πλουμιστά μου φαίνετονε, Νένα,| σ’ ένα ψηλότατο δεντρό κι εθώρου φωλεμένα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 147. 3) α) Χρωματιστός: και το γύρω της Αποκαθηλώσεως κάτω εις το έδαφος είναι με μάρμαρα πλουμιστά, εύμορφα Προσκυν. Κουτλ. 390 13916· β) (προκ. για πρόβατα) που δεν είναι λευκός: εσυνηβάστην ο Λαβάν και αυτούνος ο γαμβρός του (παραλ. 3 στ.): εις όσ’ αρνιά και α βγαίνουσι και πλουμιστά γεννούνται,| διά τον κόπον τον πολύν, του νέου να λογούνται Χούμνου, Κοσμογ. 1475. 4) α) (Προκ. για πτέρωμα πτηνού) διάστικτος (Για τη σημασ. βλ. και Κουκ., Αθ. 42, 1930, 51): Η ουρά αυτού (ενν. του ζάγανου) απλωμιστή (έκδ. απλωμίστη· διορθώσ.) και ωσάν παχνισμένη Ορνεοσ. 5777· β) (προκ. για τα φτερά του Έρωτα) που ιριδίζει· αστραφτερός, λαμπερός (Για τη σημασ. βλ. και Siapkaras-Pitsillides [Poѐmes d’ amour 397]): Ξεύρεις γιατί ’ν ο πόθος φτερωμένος| και με τα πλουμιστά φτερά γυρίζει;| Γιατί κανένας που αγαπά σιγίζει Κυπρ. ερωτ. 182.πομπεύω,- Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1599, Σπανός (Eideneier) D 200, Χρον. Μορ. P 5657, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 498, Σαχλ., Αφήγ. 905, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 267, Δούκ. 616, 10932, 23517, Συναξ. γυν. 743, 1208, Συναξ. γυν. (Spadaro) 399, 400, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2896, Λαυρ., Οπτασία Λ. 378, Πτωχολ. α 113, Μαλαξός, Νομοκ. 329, Πτωχολ. (Κεχ.) P 78, Βίος Δημ. Μοσχ. 676, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κολ. β́ 15, Εβρ. ς́ 6, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 69v, 70v, Νομοκριτ. 73· μπομπεύω· πομπεύγω, Σαχλ., Αφήγ. 904, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 50614· ποπεύω, Συναξ. γυν. 684· μτχ. παρκ. πομπιωμένος, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1136], Μαρκάδ. Πρόλ. 20· πομπωμένος, Σαχλ., Αφήγ. 102.
Το αρχ. πομπεύω. Ο τ. μπομπεύω και σήμ. ιδιωμ. (Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′, Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν.) και στο ΑΛΝΕ. Ο τ. πομπεύγω στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., λ. πομπές, Πολ. Ν., Λαογρ. 4, 1912-1913, 646, όπου και τ. πουμπεύγου και πομπεύκομαι). Ο τ. ποπεύω και σήμ. ιδιωμ. (Πολ. Ν., Λαογρ. 4, 647). Η μτχ. πομπιωμένος στο Βλάχ. (πομπιομένος) και σήμ. ιδιωμ. (Τσιτσέλη, Κεφαλλ. Σύμμ. 409, λ. πομπή, Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ., όπου και λ. μπομπιωμένη, Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′ (πομπιομένος, καθώς και λ. μπομπιομένο θηλυκό)· βλ. και Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., λ. μπομπιομένος, Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.) και στο ΑΛΝΕ λογοτ. (και μπομπιωμένος). Η λ. και σήμ. λαϊκ.
I. Ενεργ. 1) α) Κοροϊδεύω, χλευάζω: Χούμνου, Κοσμογ. 546· β) ντροπιάζω: ας φλυαρούσιν οι εχθροί, του λόγου τους πομπεύουν,| όλοι γινώσκουσι το πώς κακήν οδόν οδεύουν Ιστ. Βλαχ. 2691· γ) δυσφημώ: Δε φέρνω περισσότερον, ογιά να μην πομπεύγω| το ρίτο το ρωμαϊκό, γιαύτος το λόγο φεύγω Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 26117. 2) Επιδεικνύω, προβάλλω: Εκείνος είναι φαρισαίος … οπού σπουδάζει, αν κάμει και τίποτας καλοσύνην, να την μπομπεύσει και να την θεατρίσει εις τον κόσμον Πηγά, Χρυσοπ. 281 (15). 3) Υποβάλλω κάπ. σε δημόσια διαπόμπευση (για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Γ́ 184 κε.): μία γυναίκα πόρνην, την οποία είδα μίαν φοράν εις το παζάρι οπού την επόμπευαν και την είχαν και εκάθετον απάνω εις ένα γαΐδαρον και εκράτιεν και ένα παιδίον οπού έκαμε παστάρδικον και το πρόσωπόν της το είχαν αλειμμένον με κοπρίαν Λαυρ., Οπτασία Σ. 109· δείρε τον, μουρτζούφλωσέ τον, κάτσε τον εις το γομάρι και πόμπεψέ τον· είτα εξόρισέ τον από την πατρίδα του Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1562 ιγ́ 22. 4) (Με υποκ. αρσ.) α) βιάζω: Ετρέχανε (ενν. οι Τούρκοι) στ’ αρχοντικά να βρούσινε να κλέψου,| και τες γυναίκες που ’ταν κει να έμπου να πομπέψου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 56320· β) έρχομαι σε σαρκική επαφή με γυναίκα, που θεωρείται ότι την ατιμάζει: όταν έλθει ο κακομοίρης,| ο κρουσμένος νοικοκύρης,| έξω απέ το σπίτι να έβγει,|και αυτή διά καύχον πέμπει.| Και εδεκείσε την πομπεύει| και εις τον κώλον της την τρίβει Συναξ. γυν. 809. II. Μέσ. 1) Επιδεικνύομαι: Δε σε θέλει, άνθρωπε, ο Θεός υποκριτήν, να μην είσαι δίκαιος και να φιλονικάς να φαίνεσαι δίκαιος … Δεν θέλει απειθής να είσαι κιόλα να πομπεύεσαι και να θεατρίζεσαι πως είσαι Πηγά, Χρυσοπ. 288 (30). 2) Ντροπιάζομαι, εκτίθεμαι: άφηκεν τον τόπον του κι εμέν, όπου είμαι θείος του, (παραλ. 1 στ.) κι εδιάβη να πομπεύεται εις το ρηγάτο Πούλιας Χρον. Μορ. H 5657. 3) (Με υποκ. θηλ.) έρχομαι σε σαρκική επαφή με άντρα, που θεωρείται ατιμωτική: εντροπήν ουδέν ψηφούν (ενν. οι παντρεμένες),| να ποπεύονται κρυφά Συναξ. γυν. 794. Η μτχ. παρκ. (ιδ. στο θηλ. γένος) ως επίθ. = (υβριστ.) πρόστυχος, ξεφτιλισμένος: θωρείτε τα καμώματα, τά ’χουν οι πομπεμένες,| τά κάμνουν οι πολιτικές, οι παλαιοκουρασμένες Σαχλ., Αφήγ. 624· Εμένα, σκρόφα, λέγεις τα, γαϊδάρα πομπιωμένη! Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1245]· (μετων.) ’Πίβουλη ψεύτρα κι άπιστη, Κορίσκη εντροπιασμένη,| για βλάβη εμένα μοναχού είσ’ ως εδώ φερμένη| από του Άργους τες μεριές, τους πομπιωμένους τόπους,| οπού λυσσάγρα της πορνειάς είναι σ’ όλους τσ’ ανθρώπους Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1227].ρούγα- η, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 422, 627, Σαχλ., Αφήγ. 657, Θησ. Β́ [203], Σκλάβ. 53, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 17313, 17512, Μαλαξός, Νομοκ. 418, 446, Αχέλ. 1017, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 499, 4430, Λαυρ., Οπτασία Λ. 376, Λαυρ., Οπτασία Σ. 106, Πηγά, Χρυσοπ. 220 (30), 225 (47), Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 18829, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. στ́ 2 σημ., Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. 989, Κατζ. Γ́ 265, Έ 52, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 21, 141, 190, 193, 355, 412, 425, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 116, Μαρκάδ. 403, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15216, 16225, 18811, 1899, 20, 26116, 37918, κ.α.
Από το μεσν. λατ. ruga (Ανδρ., Λεξ.· για διαφορ. ετυμ. βλ. Προμπονάς, Γλωσσ. ομηρ. 115-17). Η λ. σε έγγρ. του 13. αι. (Caracausi), στο Meursius και σήμ. λαϊκ.· βλ. και LBG.
Δρόμος, οδός: ο Αλέξανδρος εσέβην εις το κάστρον, καβελάρης επερπάτιεν τες ρούγες του κάστρου Διήγ. Αλ. V 48· κι εμείς εσηκωθήκαμε σύναυγα σα χαλκιάδες| κι επά στη ρούγα ήρθαμε να λέμε πελελάδες Κατζ. Ά 26· εκφρ. (1) παπούτσια της ρούγας = παπούτσια περιπάτου: παπούτσια της ρούγας ζευγάριν ά Ολόκαλος 17338· (2) Πλατεία ρούγα = ο κεντρικότερος δρόμος της πόλης της Ζακύνθου (για το πράγμα βλ. και Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Α′): ξάφνου εσυμμαζωκτήκανε το απόγιομα εκείνο ... έως καμία χιλιάδα άνθρωποι απ’ αυτούς (ενν. τους ποπολάρους) και απάνω εις την Πλατεία ρούγα σιμά εις το παλάτι Σουμμ., Ρεμπελ. 188.ρούτνικος- ο, Λαυρ., Οπτασία Λ. 375· ρούπνικος.
Από το σλαβ. rudnik.
Εργάτης μεταλλείου: Ούτος ο Δημήτριος ... ήτον καθώς το λέγουν εις αυτόν τον τόπον ρούπνικος, ήγουν οπού σκάπτουν και εβγάνουν το χώμα οπού κάμνει το ασήμι και το χρυσάφι Λαυρ., Οπτασία Σ. 104.σαλεύω,- Σπαν. B 468, Σπαν. (Μαυρ.) P 129, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 517, Hist. imp. 54, Ιερακοσ. 46413, Διγ. (Trapp) Gr. 3167, Διγ. Z 2832, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 873, Χρον. Μορ. P 7547, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1595, 2753, Αχιλλ. L 1277, Φυσιολ. 35223, 36612, Δούκ. 19126, Αλεξ.2 829, Απόκοπ.2 44, Βίος Αισώπ. (Eideneier) E 2885, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 266, Κορων., Μπούας 120, Αχέλ. 998, Πηγά Μ., Περί σοφ. 688, Λαυρ., Οπτασία Σ. 106, 113, Πιστ. βοσκ. I 1, 322, IV 2, 22, IV 7, 29, Χίκα, Επίγρ. 10, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1036, 12423, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [253], Γ́ [1393], Δ́ [80], Δ́ [1106], Χριστ. διδασκ. 204, Μαρκάδ. 433, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 4469, κ.α.· εσαλεύω· σαλεύγω, Μαχ. 3229, Μορεζ., Κλίνη φ. 540v, 541v, Πανώρ.2 Γ́ 57, Δ́ 122, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 1, Έ 129, Κατζ. Γ́ 68, Πιστ. βοσκ. III 9, 54, 67, Παλαμήδ., Βοηβ. 588, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 11817, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 353, 1394 κριτ. υπ., 1406, 1435, 1696, Δ́ 1657, Έ 49, Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 135, Δ́ 265, Έ 55, Φορτουν. (Vinc.) Ά 319· μτχ. ενεστ. σαλεύοντα, Χούμνου, Κοσμογ. 483· μτχ. παρκ. σαλεμένος.
Το αρχ. σαλεύω. Ο τ. εσαλεύω με προθετ. ε‑. Ο τ. σαλεύγω στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ 136, Κωστ., Λεξ. τσακων., Μιχαλαριά-Βογιατζή, Λεξ. Σύμης Γ́ 121). Η μτχ. παρκ. σαλεμένος στο Somav. και σήμ. Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) α) Κάνω κ. να κουνηθεί πέρα δώθε, σείω: Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1224· Τα οποία (ενν. τα λόγια των Γαλιλαίων) ... ευκολότερα θέλουσι χαλασθεί παρά οπού σαλεύγει ο άνεμος το φύλλο Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 11617· (προκ. για σεισμό): Σκλάβ. 241· Η γη οπού είναι άγλωσσος βοά και μας λέγει| για τις δικές σας αμαρτίας Κύριος με σαλεύγει Διήγ. ωραιότ. 230· (προκ. για φυσικά καιρικά φαινόμενα): Κι ως αστραπή ’π’ ανατολής τρέχει να πάει στην δύσιν,| που ξεριζώνει τα δενδρά, σαλεύει και την κτίσιν,| τοιουτοτρόπως όρμησε μετά την συντροφιάν του,| Μερκούριος ο θαυμαστός Κορων., Μπούας 50· εφαίνονταν ότι βροντές τον κόσμον εσαλεύαν Χρον. Μορ. P 3723· φρ. (1) σαλεύω την γλώσσαν = μιλώ: Τότες η Αλήθεια εστράφηκεν με ταπεινόν το σχήμα, (παραλ. 1 στ.) και με πολλήν γλυκύτητα εσάλεψεν την γλώσσαν| και λέγει ... Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2313· (2) σαλεύγω το κονδύλι = γράφω: Φευ, ... λιγότερον σαλεύγω το κονδύλι| παρ’ όλοι κείνοι τ’ άρματα οι λυσσασμένοι σκύλοι Αχέλ. 413· β) (μεταφ.) προκαλώ συναισθηματική ταραχή, συγκινώ: Έγεμε το ροδόσταμα, εδόκει κυματίζειν·| εκόχλαζεν, εκάπνιζεν καπνόν οκάτι ξένον,| καπνόν φρικτόν δυνάμενον σαλεύειν την καρδίαν Καλλίμ. 327· ο λόγος του (ενν. του Βελισαρίου) ην φοβερός, το πρόσταγμα γενναίον,| πάντα άνθρωπον εσάλευε, και γέροντα και νέον Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 200. 2) α) Κινώ, μετακινώ, μετατοπίζω κ.: Φυσιολ. (Legr.) 122· (προκ. για κίνηση του σώματος ως ένδειξη χαιρετισμού): Πάγει στου ρήγα το ζιμιό, με γνώση χαιρετά τον,| λίγα σαλεύγει το κορμί, λίγα το κλίνει κάτω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 408· (σε μεταφ.): τέτοιας λογής ερχίσασι οι λογισμοί κι εμένα| και ταραχής σαλεύουσι κύματα θυμωμένα Στάθ. Β́ 8· φρ. (1) σαλεύγω τ’ άρματα/πόλεμο/φουσσάτα = προετοιμάζομαι για πόλεμο: κι όντεν εκείνος ήτονε δοσμένος να σαλεύγει| πολέμους, και τσι νίκες του και τρόπαια να γυρεύγει Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 379· με δίκιον του τον πόλεμο και άρματα να σαλεύγει (ενν. ο βασιλιός),| ανέν και νίκη πεθυμά να πάρει, ωσά γυρεύγει Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ́ 11· Και ούτως ως το εσκόπησεν (ενν. ο Θησεύς), σαλεύγει τα φουσσάτα| να παν προς την Ιππόλυταν, κι αυτός υπᾴ μετ’ αύτα Θησ. (Foll.) Ι 85· (2) δε σαλεύγω πόδα, βλ. ά. πόδας Φρ. 6· β) (με αντικ. τις λ. γνώμη, ριζικόν κ.τ.ό.) αλλάζω, μεταβάλλω: οι Ρωμαίοι ακόμη| με νόμους και με γράμματα έχουν την ίδια γνώμη,| εκείνην οποὒχαν παλαιά και δεν την εσαλεύσαν| ουδέποτε των αλλωνών ταις γνώμαις επιστεύσαν Λίμπον. 45 Επίλ.· Απώρας βάλε την βουλήν, με την καλήν την ώραν,| κοπιάσε με τα γόνατα, με τ’ άγιον κορμί σου,| και τῃ βουλῄ σου μάζωξε, σάλευσε ριζικόν σου,| άγιε και πανάγιε, και κορυφή της Ρώμης Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 632· γ) (εδώ) ανακατεύω: τότε έχε μαζωμένες τες ελίες την ώρα εκείνην, ρίξε τες μέσα να κάμουν οκτώ ώρες ή δέκα το περισσότερον και σάλευέ τες συχνά και ελαφρά ... με κομμάτι ξύλον Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 212. 3) (Με αντικ. πρόσωπο) α) κάνω κάπ. να μετακινηθεί από τη θέση του, ξεκουνώ: κι εσύ, Ρινάλδο, κείτεσαι σ’ ανάπαψη μεγάλη (παραλ. 1 στ.) κι οι κόσμοι απ’ όλοι στ’ άρματα μάχουνται και τρομάσσου| να σε σαλέψου δε μπορού, στρατιώτη ’νούς κοράσου! Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 112· Ηθέλησεν ομού τους δυο εκ της ζωής χωρίσαι,| όμως δε πάλιν εν καρδιᾴ φείδεται της μανίας| και ουδέν σαλεύει κἂν ποσώς κανέναν εκ τους δύο Φλώρ. 1709· β) κλονίζω την ισορροπία κάπ., κάνω κάπ. να πέσει: κι η κοπανιά τον ήσωσεν εις το δεξό του αμμάτι·| πόνο μεγάλο του ’δωκε, μα δεν τονε σαλεύγει| και με μεγάλη προθυμιά να γδικιωθεί γυρεύγει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1885· (μεταφ.): Τούτον (ενν. τον άνθρωπον) μηδέ οι πειρασμοί ... μηδέ κίνδυνοι και θάνατος δεν τον σαλεύγουν ... εις την ημέραν την φοβεράν της Κρίσεως Πηγά Μ., Περί σοφ. 688· Έχε γουν την πίστιν εις την καρδίαν σου στερεάν, και μη σε σαλεύσει λογισμός εναντίος Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 1327· Ταύτα και άλλα πλείονα λέγουσα (ενν. η κορασίδα) ... άρχισε με τοιαύτα δίκτυα να σαλεύει τον πύργον της ψυχής αυτού, και έγινε μαλακοτέρα η γνώμη του Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 18633. Β́ Αμτβ. 1) α) Κουνιέμαι, σείομαι: Θωρεί εσαλεύγαν τα κλαδιά, τα δεντρουλάκια εκλίνα·| ’λάφι γή αγρίμι ελόγιασε πως να ’τονε σ’ εκείνα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 699· πως βλέπω φαίνεταί μου| μέσα σε κείνα τα κλαδιά σαν κάποιο| τίβοτας που σαλεύγει Πιστ. βοσκ. IV 7, 144· Θαύμα παράδοξον να σαλεύγουσι αι πτέρυγες της χρυσής περιστεράς! Μορεζ., Κλίνη φ. 253v· (προκ. για το σφυγμό ανθρώπου): εις ... το στήθος αυτού σιμά εις την κλείδωσην ήτον ολίγον ζεστός, και ολίγον εσάλευεν ο σφυγμός Λαυρ., Οπτασία Λ. 376· β) κουνιέμαι πέρα δώθε, ταλαντεύομαι: σαν πύργος ήτο δυνατός εις το φαρίν απάνω·| στο ύστερον εσάλεψε κι ήπεσε απ’ τ’ άλογό του Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2095. 2) α) Κινούμαι, μετατοπίζομαι ελαφρά, αλλάζω θέση: Πα να ξυπνήσω το παιδί, θωρώ το και σαλεύγει| και πασπατεύγει να με βρει, καμμυώντας με γυρεύγει Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 737· βλέπει τον νεκρόν και αρχίζει και εσάλευγε και σφίγγουσιν αι σάρκες του και γέρνεται ομπροστά του Μορεζ., Κλίνη φ. 91r· β) απομακρύνομαι, φεύγω: και σαν τους είδ’ ο Στέφανος άρχισε να σαλεύει,| την στράταν στο Μπραΐλοβον γοργά την εγυρεύει·| εντροπιασμένος έφυγε ...| διότι δεν ημπόρησε για να την πολεμήσει (ενν. την Δόμνα) Ιστ. Βλαχ. 651· Και πάσα πρωτογεννηθέν από τα παιδία μου να το ελευθερώνω, και να έναι διά σημάδι εις τας χείρας σου και να μην σαλεύει από ομπρός από τα μάτια σου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 169v· έτσι τον ορδίνιασε γονατιστός να στέκει| τρεις ώρες και να δέεται, να μη σαλέψει απέκει Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 440· (μεταφ.): πάντοτε να προσέχομεν και ο νους να μη σαλέψει| ποτέ από τούτον τον σκοπόν Πένθ. θαν.2 514· Τότ’ είς εκ πάντων άριστος εις θεωρίαν και πράξιν (παραλ. 1 στ.) ανίστατο δε ταπεινώς κι αφόβως τούτο λέγει,| κι εκ της βουλής του πράγματος ουδόλως δεν σαλεύει Κορων., Μπούας 53· πολλοί πολλά ωφελήθησαν και εβεβαιωθήκασι και δεν εσαλέψαν από την αληθινήν πίστιν Μορεζ., Κλίνη φ. 183v. 3) Αλλάζω, μεταβάλλομαι: Τώρα βλέπω, σαν το λέγουν,| πως τα πράγματα σαλεύουν,| πως η δόξα δεν εμμένει| και οπού στραβά παγαίνει| εις πολλά κακά σεβαίνει Αιτωλ., Βοηβ. 226· Γυρεύουσιν, αφέντη μου, γυναίκα να με πάρουν,| κι εγώ, αφέντη μου, ως το ’κουσα, πολύν κακόν μ’ εφάνη (παραλ. 1 στ.) διατί ουκ εσάλευσεν η περισσή σου αγάπη,| να ρίξω αλλού το βλέμμα μου κι εσέν να λησμονήσω Ερωτοπ. 76. IΙ. Μέσ., αμτβ. 1) α) Κουνιέμαι, κινούμαι: Μα τι θωρώ μου φαίνεται, βλέπω στην μάζα κείνη,| σαν πράγμα και σαλεύεται, κι ανασασμόν να δίνει.| Κι ως λύκος έχει την θωριάν, αλήθεια λύκος είναι Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1198]· (προκ. για πλοίο μέσα στη θάλασσα): Επί τούτοις σαλεύονται και των ηϊονίων τα μέγιστα των αντιπάλων σκάφη και αι τριήρεις και αι γέφυραι αι εν τῳ λιμένι τοις τείχεσι και ταις ακταίς προσπελάζουσι Ψευδο-Σφρ. 42231· καθώς ένα μεγάλον ξύλον, βαλμένον μέσα εις την θάλασσαν, εύκολα σαλεύεται, και χωρίς κόπον το σύρνεις όπου θέλεις, αμή, όταν εβγεί έξω εις τη στεριάν, αν τύχει τέσσερα ζευγάρια βόδια δεν εμπορούν να το σαλέψουν Ροδινός (Βαλ.) 68. 2) (Μεταφ., προκ. για πρόσωπο) α) ξεκουνιέμαι., κινητοποιούμαι: εάν ου συγκροτήσετε και σεις να είστε πρώτοι,| ν’ απώσετε να σώσετε εις όλους τους ρηγάδες (παραλ. 1 στ.) τινάς ουκ εσαλεύεται απ’ όλους τους αυθέντας Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 929· Άρχοντες, γνήσιοι, συγγενείς, χρεία ’ν’ να σαλευθούμεν,| καιρός μάς επανέβηκεν να επιμεληθούμεν,| με του Θεού την δύναμιν να πέψομεν τον στόλον,| ίν’ ακουστεί η φήμη μας τώρα στον κόσμον όλον Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 161· β) κλονίζομαι: Μη θροηθείς, μη σαλευθείς, μη νικηθείς, μη ενδώσεις,| μη κάμψεις γουν μηδαμώς, μη χαλασθείς κατά τι Γλυκά, Στ. 332· κι ορκώ σου κατά του Χριστού κι εις την ψυχήν σου απάνω,| εσέν κι όσοι καθέζονται μετά σε εδώ εις την κούρτην (παραλ. 2 στ.). Μη σαλευτείτε τίποτε διά φτόνον ή φιλίαν·| προσέχετε μη σφάλετε απάνω εις τας ψυχάς σας Χρον. Μορ. H 7547· Μη σαλευτείς στο στένεμα, στο βάθος μη δειλιάσεις,| μην αφουκράσαι τες φωνές, α θέλεις να περάσεις Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 302. Το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως επίθ. = (με άρν.) ακίνητος, αμετάβλητος: ο λόγος όντα ονόμασε τα αιώνια και μη σαλευόμενα και μη όντα ονόμασε την ζωήν ετούτην την πρόσκαιρην Ιστ. Βαρλαάμ 269. Το αρσ. της μτχ. παρκ. ως επίθ. = που είναι ψυχικά διαταραγμένος: Ζάλην έχω εγώ, κυρά μου,| κι ο νους μὂναι σαλεμένος Ch. pop. 106· Διαθήκη λέγεται το δίκαιον θέλημα του ανθρώπου, οπού θέλει να γένει μετά τον θάνατόν του ..., αμή κάμνει χρεία να είναι ο νους του στερεωμένος, να μη είναι σαλευμένος Νομοκριτ. 108. Φρ. 1) α) Σαλεύ(γ)ω την αίσθησιν/τον νου(ν)/τας φρένας = (α) ταράζω, αναστατώνω, συγχύζω κάπ.: Οι λογισμοί του (ενν. του Φορτουνάτου) είνιαι απατά εκείνοι απού σαλεύγου| το νου μου, και τα μέλη μου κρίνουσι και παιδεύγου Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 635· σαλεύει μου την αίσθησιν (ενν. το θέαμα) σαλεύει μου τας φρένας Καλλίμ. 451· Το πυρ γαρ ξύλα δαπανεί, θυμός δε την καρδίαν| και λογισμόν καταθολεί, σαλεύει και τας φρένας,| θερίον άγριον ποιεί τον άνθρωπον εξαίφνης Κομν., Διδασκ. Δ 238· (β) τρελαίνω κάπ.: πολλών μεν εσάλεψε (ενν. ο βασιλεύς) τον νουν, άλλοι δε πάλιν, δεν ημπορούντες να υπομείνουσι τας βασάνους, εσυγκαταβαίνασιν εις το παράνομόν του πρόσταγμα Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3229· β) σαλεύει ο λογισμός/ο νους μου = συγχύζομαι, αναστατώνομαι, ταράζομαι: Οϊμένα, απού τη χαρά γροικώ κι απολιγαίνω,| κι ο λογισμός μου εσάλεψε κι από το νου μου εβγαίνω Στάθ. Γ́ 308· ωσάν άκουσα εγώ εκείνης της φοβεράς ... φωνής, εσάλευσε και ετρόμαξεν ο νους μου και εγύρευα να κρυφτώ Λαυρ., Οπτασία Σ. 112. 2) Σαλεύω επί τινι τας ελπίδας = εναποθέτω τις ελπίδες μου σε κάπ.· στηρίζομαι σε κάπ. (η σημασ. μτγν· βλ. L‑S, λ. σαλεύω II2): Συμεών ... μνηστεύεται Θωμαΐδα ούτω καλουμένην, ορφανήν εκ πατρός ούσαν, επί μητρί δε μόνῃ τας ελπίδας σαλεύουσαν Ιστ. Ηπείρ. II5. 3) Σαλεύομαι εν διχοστασίαις = διχογνωμώ, διαφωνώ: Τότε ο βασιλεύς Μανουήλ ορών τον δήμον εν διχοστασίαις σαλευόμενον ... βουλήν βουλεύεται σοφοτάτην και μάλα συνετικήν Δούκ. 8318.σήπω — σαπαίνω,- Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 10216, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 434, Λέοντ., Αίν. Ι 6, Λαυρ., Οπτασία Λ. 376· σέπομαι, Ασσίζ. 17818, 18211, Ιατροσ. κώδ. ͵αιγ́, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 1216, Συναξ. γυν. 101, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 236v, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 12726‑27, 1298, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 133, 151· υποτ. παθητ. αορ. (να) σαπηθώ, Μορεζ., Κλίνη φ. 80v· γ́ εν. υποτ. παθητ. αορ. (να) σάπει, Ch. pop. 259· μτχ. παρκ. σαπημένος, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 444, Gesprächb. 426, 11011, Χούμνου, Κοσμογ. 494, 1780, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 8215, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 130, Μορεζ., Κλίνη φ. 83r Πιστ. βοσκ. ΙΙ 8, 40, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5440, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1303], Φορτουν. (Vinc.) Β́ 494, Λεηλ. Παροικ. 659, Τζάνε Εμμ., Μοιρολ. 1386, Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 1527, Ι 26931· σεσαπημένος, Ιστ. πατρ. 1949‑10· σεσηπωμένος, Γιατροσ. Ιβ. 22.
Το αρχ. σήπω. Η λ. σαπαίνω από τον αόρ. εσάπησα (<γ́ πληθ. εσάπησαν του σήπω) αναλογ. προς ρ. σε ‑αίνω (βλ. Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ.). Αόρ. εσάπηκα (Σκουβαρά, Ολυμπιώτ. 510· πβ. Ανδρ., Λεξ. λ. ‑ηκα) και εσαπήθην (Έγγρ. Σαντορ. 3891) σε έγγρ. του 18. αι. Η μτχ. σαπημένος στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. σαπαίνω, Μιχαλαριά-Βογιατζή, Λεξ. Σύμης). Τ. σέπω σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., λ. σήπω). Ο τ. σέπομαι (<σήπομαι, βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 567) και σήμ. Το μέσ. σήπομαι και σήμ. λόγ. Η λ. σαπαίνω στο Βλάχ. (όπου και μέσ. σαπαίνομαι) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Κουβέλης, Λεξιλόγιο Ξηρομέρου, Μπασέα-Μπεζαντάκου, ΛΔ 15, 1985, 139, Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ.).
Ά́ (Μτβ) κάνω κάπ./κ. να αποσυντεθεί, να σαπίσει: Μα εγώ δεν έχω πλέον ελπίδα της υγείας μου, διότις όλον με έχει η λέπρα σαπημένον Μορεζ., Κλίνη φ. 80r. Β́ (Αμτβ.) α) (για πτώμα) αποσυντίθεμαι, σαπίζω· αφού αποθάνεις και σαπείς, πότε να εξαναζήσεις; Γλυκά, Στ. 221· ο υιός μας δεν απέθανεν, ουδέ αφανίσθη ουδέ εσάπη εις τον τάφον, ... αμή ζει και είναι εις τον τόπον οπού έχει μεγάλην χαράν και ευφροσύνην Λαυρ., Οπτασία Σ. 106· Και … μεν το σώμα το πλασθέν από της γης, χωρισθείσης της ψυχής, υποστρέφει εις την γην, από την οποίαν έγινεν, και σαπαίνεται και γίνεται χώμα· η δε ψυχή, καθώς είναι αθάνατος, πορεύεται όπου την θέλει προστάξει εκείνος οπού την ήκτισεν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5428· Ειδέ και το ακάθαρτον εκείνον ζώον σεσαπῄ μέσα εις το αγγείον και κάμει και σκώληκας, ό,τι αν είδος έχει αυτό το αγγείον, να το ρίχνουν εις ένα μέρος να μηδέν φαγωθεί Μαλαξός, Νομοκ. 455· β) καταστρέφομαι, φθείρομαι, χαλάω: Μετά μολύβδου έξωθεν (ενν. η τούρλα του ναού) είναι εσκεπασμένη,| φυλάττεται από βροχήν, όπως να μη σαπαίνει Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 94. Εάν γίνεται από ριζικού ότι έναν μου αμάλωτον ένι αστενής απού κοιλιακόν, και είς γιατρός … δίδει του βοτάνια προφορητικά ού πράγματα θερμά διά τα ποία το συκώτιν του σέπεται ... το δίκαιον κρίνει και κελεύει ότι αυτός ο γιατρός ένι κρατούμενος εναντίον του σκλάβου μου Ασσίζ. 43417· Ειδέ πάλιν και θέλεις να φυλάξεις τα αγγούρια πολύν καιρόν να μη σαπηθούσι, κάμε λάκκον εις τόπον, οπού να μη δίδει ο ήλιος, βάλε τα μέσα και βάλε τους καμπόσην άμμον και αποπάνω τα σκέπασε με ξηρόν χορτάριον Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 210· πολλά σταφύλια εσαπήθηκαν από την πολλήν βροχήν και ο χειμώνας έγινεν πολλά αχαμνός, αμή τον Μάρτιον και τον Απρίλιον μήνα πάλιν πολύ κρύωμα με χιόνι έκαμεν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 81v· (μεταφ.): Αφού γηράσεις και σαπῄς, πότε να γίνεις νέος; Γλυκά, Στ. 220· εάν κάμετε ούτως, θέλετε φορέσει παρά Θεού τον αμαράντινον της δόξης στέφανον … Αμαράντινος λέγεται, οπού ποτέ δεν σέπεται, να χαλάσει, μόνον πάντοτε ανθεί και βλαστάνει Μαλαξός, Νομοκ. 111· Οι μτχ. παρκ. σαπημένος, σεσαπημένος ως επίθ. = 1) Σάπιος, που βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης: Τότε ευθύς το πρόβατον ταύτα απιλογήθη:| «Ω μιαρέ σκατόχοιρε, βορβοροκυλισμένε| που τρώγεις πάντα τα κακά και άχρηστα του κόσμου,| σκουλήκια και κόπρια, κρέατα ψοφισμένα| οφίδια και ερπετά και σαπημένα κρέη …» Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 439· εκήρυττον (δηλ. οι αιρετικοί επίσκοποι Γάιος και Θεόδωρος) … πως οι απεθαμένοι πλέον δεν ανασταίνονται, επειδή ήτον αδύνατον (κατά την μιαράν αυτών γνώμην τουτέστιν) σαπημένον σώμα, και χώμα γενόμενον, να ανασταθεί ως το πρότερον Αγαπ., Καλοκ. 340. 2) Φθαρμένος, σαθρός: τα γεροντικά σώματα, κυρ Αλέξανδρε, παθαίνουσιν εύκολα από πάσαν αφορμήν, ή, να ειπώ με ολίγον παράδειγμα, το νέον ρούχον, αν το πιάσει η βάτος ή ο παλίουρος, δεν ημπορούν να το χαλάσουν τόσον ... αμή, αν πιάσουσι σαπημένον παλαιόρουχον, περισσότερον κρατούσι παρά όπου αφήνουσιν Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 5825· Μόνον έστοντας (ενν. ο Φώτιος) ωσάν εις αμμουδερό και σαπημένο θεμέλιο, θέλω να ειπώ την κοσμικήν σοφίαν και κενοδοξίαν, ... εσίμωσεν εις την υπερηφανείαν οπού είναι του Θεού εχθρά, από την οποίαν έμαθε κάθε λογής κακοσύνην και πάσαν υπόθεσιν των σκανδάλων Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 767. 3) Άρρωστος, νοσηρός: Και ανίσως και συνευρεθεί η γυναίκα μετά του ανδρός αυτής εις τα εμμήνια αυτής ... γίνεται το βρέφος σεσαπημένον ... Και ωσάν γεννηθεί γίνεται λωβόν ή λεπρόν ή άλλη ασθένεια έχει εις το κορμί του Γιατροσ. Ιβ. 22· (εδώ μεταφ.): και να μην τύχει κανένα καιρόν διαμέσου του μέλους ετούτου του σαπημένου και ανιατρεύτου κινδυνεύσει το επίλοιπον όλον κορμί της Εκκλησίας και το όνομα του Θεού να βλασφημάται Χριστ. διδασκ. 418. — Βλ. και σαπίζω, σαπήνω.σκανδαλουργός- ο.
Από το ουσ. σκάνδαλον και το β́ συνθ. ‑ουργός. Η λ. τον 9.-10. αι. (TLG), στο L‑S Κων/νίδη και στο Δημητράκ.· βλ. και LBG.
(Προκ. για το διάβολο) αυτός που προκαλεί σκάνδαλα, που βάζει τους ανθρώπους σε πειρασμό: Aλλα αεί ο σκανδαλουργός και φθονερός διάβολος ο μισών την σωτηρίαν των ανθρώπων τι εποίησεν; Λαυρ., Οπτασία Λ. 381. — Βλ. και σκανδαλοποιός.στανέως,- επίρρ., Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 18721, 18917, D 2348, 10· εστανέως, Λίβ. διασκευή α 1550· στανεώς, Χρον. Τόκκων 2956· στανίως, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 14811· στανιώς, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 207, Χορ. β́ 519, Έ́ 361, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 69, Πιστ. βοσκ. I 1, 370, III 3, 117, 5, 22, IV 1, 12, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 15040, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 1666, 1919, Στάθ. (Martini) Ιντ. β́ 84, Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 167, 371, Γ́ 18, Δ́ 21, 187, 434, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 26514.
Από το ουσ. στανέο (βλ. ά. στανιό) κατά τα επιρρ. σε ‑ως. Ο τ. στανιώς και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. σταν#12ώς, Ξανθινάκης, Ιδίωμ. Δ. Κρητ., Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου). Η λ. σε έγγρ. του 16. αι. (Miklos.-Müller, Acta Γ́ 363).
Αναγκαστικά, χωρίς τη θέληση κάπ., με το ζόρι: Μα δεν κατέχω τη φοράν ετούτη| πώς έφταξε ο Μυρτίνος| και κάμνει με στανιώς και αναστενάζω Πιστ. βοσκ. I 3, 186· (με προηγούμενο το σύνδ. και για έμφαση): με λόγια σοφιστικά ή με βάσανα πολλά τον θέλομεν κάμει και στανίως του να ομολογήσει πως εκείνα οπού είπε ήτανε όλα ψεύματα Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 8526· Ο δε θαυμαστός εκείνος άνθρωπος, οπού με εκράτιεν και με οδήγα, εποίησέ μοι και στανέως εισελθείν εις το σώμα μου Λαυρ., Οπτασία Λ. 380· (συχνότ. με επόμ. γεν. προσώπου ή προσωπ. αντων.): Ας νεκρωθεί (ενν. το κορμί), σαν είν’ πρεπό, με το δικό μου χέρι,| στανιώς τση τύχης να ’μεστα κιας εις τον Αδη ταίρι Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 218. Ο δε Αίσωπος είπεν: Είτι κακόν έχεις να μου κάμεις, κάμε το, διατί χωρίς άλλο και στανέως σου ελευθερώσειν με θέλεις Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 23241.συντέλεια- η, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 8831, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2744, 2858, Μαχ. 628, 4787, Ιστ. πατρ. 829, Ιστ. Βλαχ. 2555 [= Γέν. Ρωμ. 145], Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ. 5616‑17, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 13v, 145r, 146v, 185r‑v, Διήγ. εκρ. Θήρ. 10922· συντελεία, Σπανός (Eideneier) D 1284, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4737, Λαυρ., Οπτασία Λ. 379, Διακρούσ. (Κακλ.) 367· συντελειά, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 130· ?συντελειάς, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 926.
Το αρχ. ουσ. συντέλεια. Ο τ. συντελεία στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. (Γιαγκουλλής, Κυπρ. διαλ., Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., κ.α.), καθώς και στο ΑΛΝΕ λογοτ. Τ. συντιλεία σήμ. ιδιωμ. (Γιαγκουλλής, ό.π., Κοσμάς, Ιδίωμ. Ιωανν., λ. συdιλεία, Κουβέλης, Λεξιλόγιο Ξηρομέρου, λ. συντιλία). Τ. συντελέα σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.). Η λ. και σήμ.
1) Ημέρα της Κρίσεως, το τέλος του κόσμου: ημείς δε πάντοτε κτίζομεν σπίτια και αμπέλια,| και της ψυχής μας μέριμναν ουδεποσώς ποιούμεν.| Και θέλει έλθειν η συντέλεια και θέλει μας πλακώσει| και θάνατος αιφνίδιος και θέλει μας χαώσει Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 688· Να φύγομεν εκ την πορνεία και εκ την πολλήν ζηλεία| και να βρεθούμεν καθαροί όντ’ έλθει η συντελεία Σκλάβ. 248· δει πιστεύειν πάντων των ανθρώπων τα σώματα … αναστήσονται εν τῳ της συντελείας καιρῴ … αυτά αύθις συσθήναι, ου φθαρτά … αλλ’ άφθαρτα, και ενωθήναι έκαστον τῃ ψυχῄ Κανον. διατ. Β 169· έκφρ. έως της συντελείας (του αιώνος), βλ. Επιτομή, λ. αιών Εκφρ. 3. 2) Αφανισμός, εξόντωση (προκ. για πόλεμο): είχες δειν τα μακελλειά, την τόσην συντελείαν,| τόσους θανάτους των Τουρκών με φοβερήν λαλίαν| να πέφτουν οι μασέλες τους, κεφάλια να πετούνται Αχέλ. 1472· ’κεί να δεις τα μακελλεία| και την τόση συντελεία,| που πηγαίναν σαν πουλάκια| τα κομμάτια στα χαντάκια Διακρούσ., Στίχ. ηθ. (Κακλ.) 76. 3) Σφοδρή κακοκαιρία, χαλασμός: Ο κόμης τον εμάνισε (ενν. τον Απολλώνιο): «Για ’φησ’ την πελελία,| να μην πνιγούμεν όλοι μας ’ς τούτην την συντελεία,| για πιάστε να βγοδώσομε για την αποθαμένη| κασέλα, να την βάλομεν, και ας έν’ συμπαθημένη,| όξω να τηνε ρίξομεν, α θες να μη χαθούμε| ...» Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 920· γοργό μην πάθουσι κακόν στην συντελειάν τ’ ανέμου,| γιατ’ είναι πάντες δίκαιοι και άνδρες του πολέμου Αχέλ. 1328· (σε παρομοίωση): και ως ακλουθά καμιάν φοράν, ευθύς όταν βροντήσει,| στρόβιλος μέγας, φοβερός, και τον γιαλόν βρουχίσει (παραλ. 2 στ.) και αυτή την τόσην συντελειάν φεύγουσιν τα θηρία, (παραλ. 1 στ.) ούτως, οντάν εγροίκησεν η άξα συντροφία| τρόμπες, ταμπούρλα, βούκινα και άλλην μελωδία,| ευθύς με τ’ άλογά ’δραμεν και πάντες τότ’ αμάδι| εδείξασιν προς τους εχθρούς ως λύκοι στο κουράδι Αχέλ. 1464. Φρ. 1) Δίδω συντελείαν, κάμνω συντέλειαν/συντελείας = καταστρέφω, αφανίζω: Τες τρίχες του ο ήλιος δε είχεν προβαλμένες| ακόμ’ από την γην καλά, κι εδείχναν θαμπωμένες,| όταν αυτείνοι άρχισαν με την αλτελαρίαν| να δίδουν πάλιν των τειχιών που ’στέκαν συντελείαν Αχέλ. 2087· Νίκην την παντελέστατον έκαμαν τους εχθρούς τους,| τους ασεβείς Αγαρηνούς εσκύλευσαν ετούτους| και κατά κράτος εις αυτούς συντέλειαν εκάμαν Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 8345· Εις τους εχθρούς των χύνονται (ενν. οι Ρούσοι) και πάντα τους νικούσι (παραλ. 1 στ.). Εβραίους και Αρμένηδες, εχθρούς της ευσεβείας,| εις το σπαθί και εις σκλαβιάν έκαμαν συντελείας Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5936. 2) Πέφτω/πίπτω εις/σε συντελεία = καταστρέφομαι: Απιλογήθη (ενν. ο Κροίσος) κι είπε του (ενν. του Κύρου) του Σόλου την σοφία,| που του είπε βίος και βασιλεία στο τέλος κάμνει χρεία.| «Εγώ δεν του αφκρούστηκα οκ την φιλαργυρία,| και διατ’ εκείνο έπεσα ’ς τούτη την συντελεία| ...» Βεντράμ., Φιλ. 76.συρίζω,- Διγ. Z 329, 3063, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 33, Βίος Αλ. (Aerts) 450, Λαυρ., Οπτασία Λ. 380· σουρίζω, Αλεξ.2 190, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 55r.
Το αρχ. συρίζω. Ο τ., με στρογγύλωση του υ από επίδρ. του ρ (Μωυσιάδης, Ετυμ. 104, ΛΚΝ), και σήμ. λαϊκ. Τ. σουρίζου σήμ. ιδιωμ. (Γεωργίου Χρ., Γλωσσ. ιδ. Καστορ., Ντίνας, Ιδίωμ. Κοζάν.). Η λ. και σήμ. λόγ.
1) α) Παράγω οξύ και δυνατό ήχο χρησιμοποιώντας την αναπνοή και το στόμα μου, σφυρίζω· (εδώ προκ. για μελωδικό ήχο): Συρίζει (ενν. η γοργόνη) ωραία, τραγουδεί νόστιμα παρά όλα,| ύστερον πάντων εκφωνεί ανθρώπινην φωνήν δε ... Φυσιολ. (Legr.) 890· β) (προκ. για ζώο) παράγω συριστικό ήχο που μοιάζει με σφύριγμα: λέγουν ότι το φίδι έρχεται εις το παραγίαλον και σουρίζει, και η σμύρνα το ηκούγει και έρχεται έξω εις αυτό και το φίδι ... τότες συμπλέκεται με την σμύρναν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 55r· Ο μάστορας αρχίνησε τη χώρα για να κτίζει,| κι εβγήκε δράκος φοβερός και δυνατά σουρίζει Αλεξ.2 590· γ) (προκ. για πουλί) κελαηδώ: Κινούν τα γλυκοκέλαδα αηδόνια να συρίζουν,| τα ρόδα και τραντάφυλλα τους κήπους να μυρίζουν Τζάνε, Κατάν. Αφ. 1. 2) (Μτβ.) καλώ κάπ. με σφύριγμα: Τα λαβώνικα εις τους λαούς πάραυθες τ’ απολάει| κι αυτός καθίζει από βουνόν και στέκει και κοιτάει| ώστε να τονε πιάσουνε, ζιμιό να τους σουρίξει,| να ’ρθούν να φέρουν τον λαόν εμπρός του να τον ρίξει Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 261. 3) Εκδηλώνω την αποδοκιμασία μου με σφυρίγματα: δεν ήξευραν (ενν. οι πουληστάδες) τι να ειπούν εις εκείνους οπού τους έδωσαν τα μανδήλια με τα σολδία των. Οι οποίοι τους ασήκωσαν μίαν βουήν κτυπώντας τα χέρια τους αποπίσω και σουρίζοντας, ώστε οπού τους επαρακίνησαν τους επτωχούς από την πικρίαν τους, και ηθέλησαν να υπάν να φουρκιστούν Μπερτολδίνος 115. 4) Τσιρίζω: ευρίσκει (ενν. η κόρη) τον Καλλίμαχον νεκρόν εξαπλωμένον,| την γραυν να βάλλει τας φωνάς, μεγάλως να συρίζει Καλλίμ. 1314. 5) (Προκ. για πράγμα ή φαινόμενο) παράγω συριστικό ήχο παρόμοιο με σφύριγμα: Ω μεράκουλο, έλεγαν, οπὄγινεν ετούτο,| τόση αρμάδα να πιαστεί στο δίκτυον ετούτο,| ουδέ σπαθί ουδέ φωτιά, τίποτας να συρίξει| ουδέ καμία σύγχυσις αυτόθι να μουγκρίξει Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2585· Και τουφεκιές ασκόλαστες, σαΐτες να συρίζου,| να τους λαβώνουν τους φτωχούς και να τους φοβερίζου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2957· οι Χανιώτες οι πτωχοί πικρώς μοιρολογούσαν,| που πέρναγαν συρίζοντας τα βόλια από τ’ αφτιά τους| κι οι χριστιανοί σκοτώνονταν κι έπεφταν ομπροστά τους Διακρούσ. (Κακλ.) 291· φρ. συρίζω αέρα = (προκ. για δέντρα) θροΐζω: Τα δε φύλλα των δένδρων εσυρίζασιν έναν αέρα πολλά γλυκύν και λεπτόν, και επέμπασι μίαν ευωδίαν ακόρεστον Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 12334. — Βλ. και σφυρίζω.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίρρ., Προδρ. (Eideneier) I 200, 254, Καλλίμ. 1211, 2484, Ασσίζ. 4712, 1986, 39212, Διγ. (Trapp) Gr. 470, 1057, 3129, Διγ. Z 319, 1721, 2650, Βέλθ. 720, Φλώρ. 920, Λίβ. P 2490, Λίβ. Sc. 941, Λίβ. Esc. 1491, Λίβ. N 2540, Αχιλλ. (Smith) N 1350, Αχιλλ. (Smith) O 576, Ιμπ. 96, 268, Χρον. Τόκκων 1168, 1489, 1923, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 49, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 2341, Θυσ.2 1013, Στάθ. (Martini) Ά́ 158, Γ́ 82, Διγ. O 2449, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15121, 5743 κ.π.α.· παραευθύς, Λαυρ., Οπτασία Λ. 376· παραυθύς, Δαρκές, Προσκυν. [87], [111], Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 1076· παραυτύς, Ασσίζ. 1842, Θυσ.2 454 κριτ. υπ., Κυπρ. ερωτ. 1344· παρευθύ, Βίος Αλ. 5279· πάρευθυς, Αχέλ. 1494, 1572, 2470· παρευτύς, Ασσίζ. 6327, 1527, 20918, 21622, 2999, 2302, 29521, 3094, 6, 36012-13, 38813, 38928, 39921, 44730, 44914, 45811, 46016, Χρον. Μορ. H 3919, Χρον. Μορ. P 251, 389, 3346, 5180, 5825, 5836, 6551, 7693, 7702, 8230, 8360 κ.π.α.