Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- βοσκαρέα
- η, Λατ. έγγρ. πατμ. αρχ. 367.
Από το ουσ. βοσκάρης και την κατάλ. ‑έα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. βοσκαριά).
Βοσκότοπος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βοσκαριά 2): οφείλει να δίδει ... και το τρίτον από τα δένδρα και η βοσκαρέα η καλοκαιρινή του μοναστηρίου Λατ. έγγρ. πατμ. αρχ. 367. — Βλ. και βοσκή.βουνόπουλον- το, Χρον. Μορ. H 2804, Αχιλλ. O 237, Θησ. (Foll.) I 81, Δωρ. Μον. XXVIII, Δωρ. Μον. (Hopf) 238, Λατ. έγγρ. πατμ. αρχ. 363.
Από το ουσ. βουνό και την κατάλ. ‑πουλον. Η λ. στο Meursius (λ. βουνόπουλο) και σήμ. (ΙΛ, λ. βουνόπουλο).
Μικρό βουνό, βουναλάκι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βουνόπουλο): κι απάνου εισέ βουνόπουλον ανέβηκεν κι εστάθη Θησ. (Foll.) I 81· βουνόπουλον τους έδειξεν ανάμεσα των κάμπων Αχιλλ. O 237. — Βλ. και βουνό(ν).γαδαρελαία- η, Λατ. έγγρ. πατμ. αρχ. 366.
Από τα ουσ. γάδαρος και ελαία.
Ποικιλία του δέντρου της ελιάς (Βλ. και Μαλτέζου [Λατ. έγγρ. πατμ. αρχ. 378]): θέλει να δίδει διά πάκτος σωχώρου ενός ... σιτάριν μουζούρια β́ και το τρίτον μιας γαδαρελαίας Λατ. έγγρ. πατμ. αρχ. 366.γονικό(ν) (II)- το, Λόγ. παρηγ. L 25, 465, Λόγ. παρηγ. O 26, 36, 479, Ορισμ. Σινάν 6410, Διγ. A 1892, 2150, Διγ. (Trapp) Esc. 347, 712, 787, 999, 1018, 1728, Βέλθ. 13, Χρον. Μορ. H 51, 70, 3163, 7748, 7764, 8575, Χρον. Μορ. P 607, 1378, 1439, 3920, 4737, 5729, 6028, Βίος Αλ. 3820, Περί ξεν. A 123, Απολλών. 513, Απολλών. (Wagn.) 147, Λίβ. P 1415, 1665, 1999, 2201, Λίβ. Sc. 2034, 2897, Λίβ. Esc. 1471, 3436, Λίβ. N 594, 1321, 1532, 2825, 3728, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 300, Αχιλλ. O 553, Χρον. Τόκκων 3580, Ιμπ. 494, 729, 762, 791, Ιμπ. (Legr.) 5, 535, 730, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 255, 545, 858, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 595, 857, Θησ. Β΄ [28], Ε΄ [1057], Ch. pop. 307, Αρμούρ. 194, Αλεξ. 72, 222, Λατ. έγγρ. πατμ. αρχ. 366, Πικατ. 317, 547, Κορων., Μπούας 70, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 203, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 95, 1324, 2575, 4342, Βεντράμ., Φιλ. 395, Δεφ., Λόγ. 590, Αιτωλ., Βοηβ. 148, Ιστ. Βλαχ. 748, 822, Ερωτόκρ. Ε΄ 282, Λεηλ. Παροικ. 628, Διακρούσ. 9520, Αλφ. (Mor.) III 52· ιγονικόν, Χρον. Μορ. H 607, 1258, 1371, 1439, 1627, 1706, 1864, 1948, 2048, 2132, 2551, 4436, 4487, 5729, 6028, 7280, 7332, 7402, 7475, 7493, 7554, 7584, 7592, 7631, 7652, 7707, 7762, 7861, 8434, 8635, Χρον. Μορ. P 1419.
Από το επίθ. γονικός. Βλ. Lampe, Lex. (λ. γονικός) και Sophocl. (λ. γονικός). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ., λ. γονικός, Πρωίας Λεξ., λ. γονικός).
1) α) (Στον πληθ.) οικογένεια, γονείς, «σπίτι» (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. γονικός 4): ξεχωρίζω αδελφούς, πατέρας ’κ τα παιδιά των| και πλουτισμένους άρχοντες από τα γονικά των Πικατ. 317· αν στρέψεις εις τον τόπον σου κι ιδείς τα γονικά σου Απολλών. (Wagn.) 147· να υπάμε εις την πατρίδαν μου και εις τα γονικά μου Ιμπ. 494· από πού εγεννήθηκες και πού ’ν’ τα γονικά σου Ιμπ. 762· πλουτισμένοι άρχοντες από τα γονικά τους Διακρούσ. 9520· β) συγγενείς, σόι (Η σημασ. και σήμ., Πρωίας Λεξ., λ. γονικός): φοβούμαι μη μας φθάσωσιν άπαν το γονικόν μου| κι εσένα θανατώσουσιν κι εμένα θέλουν πάρει Διγ. A 1892· γ1) (στον πληθ.) οικογενειακή καταγωγή (Η σημασ. και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ., Παπαδ. Α., Λεξ., λ. γονικά 3): ’Κ τ’ Ανάπαλι, ξεύρετε λοιπόν, είναι τα γονικά μου Βεντράμ., Φιλ. 395· Ρωμαίος εκ την Ρούμελην ήτον τα γονικά του Ιστ. Βλαχ. 822· γ2) (στον πληθ.) πατρίδα (Βλ. και Παπαδ. Α., Λεξ., λ. γονικά 3): ήκουγα [και ε]ξενιτεύθησαν πολλοί εκ τα γονικά τους Περί ξεν. A 123· Παίρνω τη θυγατέρα μου και υπάγω εις τα γονικά μου Διγ. (Trapp) Esc. 999· δ) (στον πληθ.) πρόγονοι: μνησθήναι δε των γονικών ημών πάντων δικαίων Βίος Αλ. 3820. 2) Φεουδαρχική οικογενειακή ιδιοκτησία (Βλ. Ζέπ., ΕΕΒΣ 18, 1948, 213, 217, Σπανάκη, Κρ. Χρ. 9, 1955, 467, Βρανούση Ε., Πεπρ. Β′ ΔΚρ.Σ Γ΄ 12, και Μαλτέζου, Ελλην. 25, 1972, 474): να χάσουν οι λοιποί οι Φράγκοι του Μορέως| τα ιγονικά που εκέρδισαν με κόπον οι γονείς τους Χρον. Μορ. H 4487· Άρχοντες, αδικείτε με, κρατείτε το ιγονικόν μου Χρον. Μορ. H 8434· δίδει εις γονικόν αιώνιον τα δύο καταλύματα οπού λέγει και έχει Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 752. (μεταφ.): έχασαν την παράδεισον, πού ’τονε γονικό τους Πικατ. 547.γονικότης- η, Χρυσόβ. Ανδρ. Β′ 13, Act. Xér. 2669, Γράμματα Μετεώρ. 10, 41, 95, Έγγρ. του 1370 (Θεοχαρίδης, Μακεδ. 5, 1963, 143, 146), Έγγρ. του 1371 (Θεοχαρίδης, Μακεδ. 5, 1963, 149), Δούκ. 21519· γονικότητα, Λατ. έγγρ. πατμ. αρχ. 367, 368.
Από το επίθ. γονικός και την κατάλ. ‑ότης.
Κληρονομιά που προέρχεται από τους γονείς (Βλ. και Ostrog., Féod. byz. 132-5): του έχειν αυτήν (δηλ. την επαρχίαν) κατά διαδοχήν γονικότητος Δούκ. 21519· το σπήλαιον το επονομαζόμενον του Κυρίλλου ... έχει αυτό από γονικότητος Γράμματα Μετεώρ. 10.διχαλοπέραμαν- το, Λατ. έγγρ. πατμ. αρχ. 363.
Από τα ουσ. διχάλα και πέραμα.
Διχαλωτό πέρασμα: του τόπου η αρχή … αναβαίνει … έως το διχαλοπέραμαν Λατ. έγγρ. πατμ. αρχ. 363.εσώχωρον- το, Λατ. έγγρ. πατμ. αρχ. 369· εισώχωρον (Κρ. Χρ. 15/16, 1961/2, β΄ 250)· σώχωρον, Λατ. έγγρ. πατμ. αρχ. 365, Έγγρ του 1558 (Βισβίζης, ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 957, 8).
Από το επίρρ. έσω και το ουσ. χώρος (Βλ. Αντιχάρ. Ανδρ. 126. Πβ και Καψ., Αθ. 73/74, 1973, 556). Ο τ. σώχωρο και σήμ. σε ιδιώμ. (Andr., Lex., λ. εισώχωρον).
Χωράφι μέσα ή κοντά σε χωριό (Βλ. Andr., Lex., λ. εισώχωρον): τα προαύλια τον μοναστηρίου και σώχωρα λεγόμενα, τα χωράφια, λέγω, τα γύρωθεν του ναού Χειλά, Χρον. 349.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- η, Λατ. έγγρ. πατμ. αρχ. 367.