Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Λέοντ., Αποκ.

  • ολοθρευτής
    ο, Λέοντ., Αποκ. 396.
    Το μτγν. ουσ. ολοθρευτής. Η λ. και σήμ. σε σύνθ. με την πρόθ. εξ.
    Καταστροφέας, εξολοθρευτής: άνεμος σφοδρός και μέγας,| χαλεπότατος, δεινός γαρ| και ολοθρευτής των πλοίων Ερμον. Ψ 116· (εδώ προκ. για το διάβολο): επειδή δέ τῳ της ηδονής ηττήθημεν δελεάματι και τῳ αγκίστρῳ του ολοθρευτού προσεπάρημεν, εξ αφθαρσίας εις φθοράν μετηνέχθημεν Έγγρ. του 12. αι. [Σάθ., ΜΒ Ϛ́ 63618].
       
  • όπως,
    επίρρ., σύνδ. Διγ. (Trapp) Gr. 3124, Χρον. Μορ. H 217, 1347, 3001, 5852, 5924, 8538, Χρον. Μορ. P 217, 441, 1606, 4637, Notizb. 85, Χρον. Τόκκων 127, 133, 589, 3495, Λέοντ., Αποκ. 338, 494, 692, Φαλιέρ., Ιστ.2 218 χφ V κριτ. υπ., Έκθ. χρον. 47, 121, 1824, 191, Κορων., Μπούας 104, Πτωχολ. α 762 χφ Ν κριτ. υπ., α 944, Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 19, Ιστ. πατρ. 1177, Κυπρ. ερωτ. 44, 1338, 13314, 14914, Μπερτόλδος 66, κ.π.α.· οπώς, Πτωχολ. α 65, Ψευδο-Σφρ. 48816.
    Το αρχ. επίρρ. και σύνδ. όπως. Ο τ. οπώς ήδη αρχ. Τ. όμπως σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ. στη λ.). Η λ. και σήμ.
    Α´ (Επίρρ.) (Σε πλάγια ερωτ. πρόταση) με ποιο τρόπο, πώς: Έκθ. χρον. 4012, 7315. Β´ Σύνδ. 1) α) (Σε τελικές προτάσεις) για να, με σκοπό να: Έκθ. χρον. 1918, 2910, Προδρ. (Eideneier) IV 562· β) (με επόμ. το μόρ. να· βλ. και Kaps., Polych. 3, 1968, 135 και να (Ι), III Β΄ 1β): Φιλοδωρίες, χαρίσματα άρχισεν να τους τάζει,| όπως να προθυμήσουσιν όλοι μετά καρδίας| αφέντην να τον φέρουσιν, τον δούκα να τον έχουν Χρον. Τόκκων 1358· Βουλήν επήρασιν ομοιώς το γένος το αλβάνι,| να κάμουν πράξιν και ορμήν να μπουν εις την Λευχάδα,| όπως να την κουρσεύσουσιν και να την ερημάξουν Χρον. Τόκκων 59· Αρχίζασι να φεύγουσιν όπως να φυλαχθούσιν| κι από τα χέρια των εχθρών πάντες να μη χαθούσιν Κορων., Μπούας 38· (με επόμ. το άρθρο σε θέση παλαιού απαρεμφ. και το μόρ. να· πβ. και να (I), III Β΄ 2): Εσέβησαν εισέ κελλίν, εκεί τους αποκλείσαν| όπως του να κληρώσουσιν τον βασιλέα της Πόλης Χρον. Μορ. P 927· γ) (με επόμ. το διά να ή για να πλεοναστικά· βλ. και διά 2δ): δότε με μήναν τέρμενο όπως διά να μείνω Χρον. Μορ. P 72· Στον Φράντζα δεύτερ’ έγραψε όπως για να τον δώσει| ανθρώπους εις βοήθειαν Κορων., Μπούας 102· δ) (με προηγ. το σύνδ. ίνα πλεοναστικά· βλ. και Kaps., Polych. 3, 1968, 135 και να (Ι), III Β΄ 1β): Την χείρα (ενν. της Μαξιμούς) τε κατέδησα πληγήν εκπλύνας ταύτην,| διά τούτο εβράδυνα, …,| ίν’ όπως μη ονειδισθώ φονεύς εις τας γυναίκας Διγ. Z 3746. 2) α) (Σε αποτελεσματικές προτάσεις) έτσι ώστε: Έκθ. χρον. 5712, Αχιλλ. N 777· β) (με επόμ. το μόρ. να): ας τρέξει| το δάκρυον αχ τα ’μμάτια μου, ώστι να βρέξει| την ύλην τούτην που φορώ-ν, όπως να πάψει| η φώτη και αναστεναγμός να μεν την κάψει Κυπρ. ερωτ. 15211· μετάστρεψε κείν’ τ’ άρματα και πε να γένει| όπως το ξίφος της φιλιάς τούς βιους ν’ αφταίννει Κυπρ. ερωτ. 15611. 3) (Σε ειδικές προτάσεις) ότι, πως: Λίβ. P 2069, Έκθ. χρον. 3418, 5423, 634. 4) α) (Σε βουλητικές προτάσεις) να: Έκθ. χρον. 2725, 297· β) (με επόμ. το μόρ. να): αναμείναν| όπως να έλθει ο λαός του Ευρίπου και των νησίων Χρον. Μορ. P 3632· ικέτευε τον συμπαθή και φιλάνθρωπον νόνον| όπως να μεταμεληθεί και αφήσει την ψυχήν μου Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1800. 5) (Σε αιτ. προτάσεις) επειδή, καθώς: Απέκτεινε δε και τον Μουσταφά μπασία, έχων αυτόν εν κακίᾳ διά τον σουλτάν Μαχουμάτη, όπως εβουλεύσατο ίνα δῴη ο πατήρ αυτού προς εκείνον την αυθεντίαν Έκθ. χρον. 592· εγώ εξεύρετε πως έχω δίκαιον εκ των άλλων μου αδελφών, όπως εκαθέστην εις τον θρόνον του πάππου μου όταν απέθανεν, έως ου ήλθεν ο πατήρ μου Έκθ. χρον. 5312· Απορήσας (ενν. ο γέρων) τοίνυν ούτως,| και όπως ζήσειν ουκ είχεν,| αλλ’ ουδ’ υπομείναι πλέον του λιμού τε την πυράργαν (παραλ. 1 στ.), τον υιόν του επαίρνει μόνον,| (παραλ. 2 στ.) εις κρυφόν τινά τε τόπον| και απόδημον ανθρώποις| τον επαίρνει και παγαίνει Πτωχολ. α 65. 6) (Σε χρον. προτάσεις) μόλις (Για τη σημασ. βλ. Αλεξίου Λ. [Γαδ. διήγ. σ. 112]): Όπως εδώκασι βουλή να τον σκοτώσουν τούτον (ενν. το Γάδαρο),| εκείνος λέγει μέσα του: «Ω κακή ώρα που ’τον!» Γαδ. διήγ. 375.
       
  • παλαιός (I),
    επίθ., Προδρ. (Eideneier) IV 29, 180 χφ Ρ κριτ. υπ., Ορνεοσ. 54728, Σπανός (Eideneier) Α 449, Χρον. Μορ. H 3132, Χρον. Μορ. P 1354, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 302 κριτ. υπ., Μαχ. 15210, 19214, 28831, Θησ. Πρόλ. [106], Έκθ. χρον. 182, Πανώρ. Πρόλ. 58, Διγ. Άνδρ. 36013, Λίμπον. 512, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 237, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 90, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 24815, κ.α.· παλαίος, Διγ. (Trapp) Gr. 1655, Ερμον. Υ 79, Χρον. Μορ. H 1354, Χρον. Μορ. P 3132, Λίβ. N 967, Θησ. (Foll.) I 2, Καραβ. 5005, 5037, Χούμνου, Κοσμογ. 1762, Πορτολ. A 20532, Αχέλ. 255, 537, 2407· παλιός, Φαλιέρ., Ιστ.2 179, Κυπρ. ερωτ. 7532, 10726, Πανώρ. Γ΄ 313, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 59, Β΄ 113, Ε΄ 3, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1252, 1270, Στάθ. (Martini) Α΄ 67, Ροδολ. (Αποσκ.) Α΄ 733, Ε΄ 96, 136, Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 316, Δ΄ 464, Ιντ. δ΄ 68.
    Το αρχ. επίθ. παλαιός. Ο τ. παλαίος και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.). Ο τ. παλιός και σήμ. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ., Γεωργίου Χρ., Γλωσσ. ιδ. Καστορ. 168, λ. παλ’ός, Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. παλαιό).
    1) Μεγάλος στην ηλικία, ηλικιωμένος α) (προκ. για πρόσωπα): Ιστ. πατρ. 17323· σ’ ετούτα τα λαγκά, σιμά στην άσπρη βρύση,| βρίσκεται γεις παλιός βοσκός τσι χρόνους φορτωμένος Πανώρ. Α΄ 265· β) (προκ. για ζώα): Φυσιολ. (Legr.) 715· δείπνο μεγαλότατο μου ’πε να τον ορδινιάσω·| έξι τσικίνια μου ’δωκε να πα να τα ξοδιάσω,| κι ηύρα καπόνους τρεις παλιούς, βυζασταρές και γάλλους| τέσσερις ομορφότατους, καλούς, παλιούς, μεγάλους Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 537, 538· γ) (προκ. για φυτά): πολλά παλαία δένδρα,| ο ήσχιος τους εσκέπαζε την όψιν την αιώνιαν| της γης, όπου ποτέ εκεί ήλιος ουκ εισεβαίνει Θησ. Ζ΄ [373]. 2) (Για πρόσωπα) α) που υπάρχει από το παρελθόν, από παλιά, «παλιός»· (προκ. για φίλο, εχθρό, κλπ.): Λίμπον. 475, Συνθήκ. Καλλ. 302· (εδώ προκ. για στρατιώτη· πβ. νέος 1ε): εσηκώθην μεγάλη τάραξη και ταραχή μεσόν τους λας των αρμάτων τούς νέους με τους παλιούς Μαχ. 9631· β) που έζησε στο μακρινό παρελθόν, αρχαίος: Βακτ. αρχιερ. 154, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5885, Διγ. Άνδρ. 39329, Λίμπον. 484· Φίλιππον τον ελέγασι Λάσκαρη, ’κ τους Ρωμαίους,| τους πρώτους άρχοντες αυτών, εκείνους τους παλαίους Αχέλ. 1193· η κοινή γλώσσα η εδική μας, μη γυρεύοντας εις τούτο το μέρος άλλους καλλωπισμούς, φυσικά όλες τις μετοχές των παλαίων Ελλήνων τες διαλύουν με το ’ριστικόν ρήμα Σοφιαν., Γραμμ. 244· (εδώ προκ. για τους Πατέρες της Εκκλησίας): ακόμη και άλλην μαρτυρίαν του Παύλου θέλω να φέρω,| οπού έπεψεν επιστολήν των παλαιών Πατέρων Συναξ. γυν. 130· γ) (κατ’ επέκταση) σεβαστός, αγαπημένος: Ω μάννα μου παλιά, γλυκύν μου χώμαν,| μέλλει ποτέ το σώμαν — εις τα δάση| ο ύπνος να το φτάσει Κυπρ. ερωτ. 11113· δ) έμπειρος: Μα ’γώ … (παραλ. 1 στ.) δεν θέλω κομπωθεί ποτέ μηδεποσώς γελούμαι,| ότι παλιά δασκάλισσα στην τέχνη αυτή λογούμαι Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [752]· οι Τσερκέζοι την σήμερον δεν είναι διά να τους φοβούμασθεν, διότι ένα καιρόν ήτον ανδρείοι πολεμισταί, όταν είχον βασιλέα τον Καθούγιον εκείνον, ο οποίος είχε στρατιώτας παλαιούς και καλούς και διδαγμένους Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 380· ε) (υβριστ.) άξιος περιφρόνησης, αχρείος, τιποτένιος· Δυο μούδες ογιαμιά γιαμιά, σκύλε, να πα μου κλέψεις,| της Πουλισένας, της παλιάς πουτάνας, να τσι πέψεις! Κατζ. Ε΄ 40. 3) (Για πράγματα) α) που ανήκει ή αναφέρεται στο παρελθόν, που υπάρχει από παλιά· (προκ. για νόμο, συνήθεια, κ.τ.ό.): Πουλολ. (Τσαβαρή)2 583, Σεβήρ., Ενθύμ. 28· (προκ. για την τέχνη· πβ. νέος 3β): ένα μαντί αστροχιόνιστο, βασιλικόν ας βάλει (ενν. η Αρετούσα)| κι ό,τι άλλο η τέχνη εμπόρεσε, παλιά και νια, να δείξει Ροδολ. (Αποσκ.) Γ΄ 45· (προκ. για αγάπη, πόνο, κ.τ.ό.): ως δου (ενν. τα μάτια) άλλα κάλλη και ’ρεχτού, του Έρωτα μηνούσι| και νιαν αγάπη κτίζουνε και την παλιά χαλούσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1270· γιάντα τσι παλιούς καημούς και τον παλιό μας πόνο| τώρα ξαναθυμίζοντας σ’ όλους μας καινουργιώνω; Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Α΄ 19· β) (προκ. για κτίσμα, πόλη, λιμάνι, κ.τ.ό.) που κατασκευάστηκε παλιά: Έκθ. χρον. 1726· την Θήβαν την λαμπράν, την πόλιν την παλαίαν Θησ. Πρόλ. [114]· ήλθαν και τα κάτεργα και ενέβησαν εις τον παλιόν λιμιώναν Μαχ. 1526· γ) (προκ. για προϊόν που παρασκευάστηκε παλιά, που είναι παλιάς εσοδείας: Ασσίζ. 24515, Ορνεοσ. αγρ. 5475· (ειδικά για φυτικό προϊόν) ξηρός: Ιερακοσ. 4875· Λαβών … παλιάς σταπίδας άκουκκας εξάγια μ΄ Ιατροσόφ. (Oikonomu) 9418· δ) (προκ. για νόμισμα) παλιάς κοπής· (συνεκδ.) μεγάλης αξίας: ίνα …| λάβεις δε και την προίκα σου εκ ταύτης της ημέρας,| κιντηνάρια είκοσι, νομίσματα παλαία Διγ. Z 2078. Εκφρ. 1) Παλαιά Γραφή/Διαθήκη = το σύνολο των ιερών βιβλίων των Εβραίων πριν από το Χριστό, Παλαιά Διαθήκη: μάλλον και εις την Παλαιάν Γραφήν φαίνεται η ατυχία τους,| ότι ο Θεός ποσώς δεν τας ψηφά, να έχει την ομιλίαν τους (ενν. των γυναικών) Συναξ. γυν. 115· την Παλαιάν του Μωυσή αγίαν Διαθήκην| και την Νέαν της εκκλησίας την παρακαταθήκην Γεωργίου ρήτορος, Στίχ. 57. 2) Παλαιοί χρόνοι = το παρελθόν: Εδιάβησαν οι παλαιοί χρόνοι των περασμένω,| απού προικιό κιανείς βοσκός δεν είχε γνωρισμένο Πανώρ. Ε΄ 239. 3) Παλαιόν ένδυμα = (θεολ.) παλιός άνθρωπος (βλ. έκφρ. 4): απόδυσαι το παλαιόν ένδυμα του διαβόλου και ένδυσαι τον νέον, τον κατά Θεόν κτισθέντα Φυσιολ. 34430· συ, εάν τι του παλαιού ενδύματος κτήσει και αμβλυωπήσωσί σου οι οφθαλμοί, ζήτησον την νοεράν πηγήν, τον του Θεού νόμον Φυσιολ. 34421. 4) Παλαιός άνθρωπος = (θεολ.) ο παλιός, ο μη αναγεννημένος από το Χριστό άνθρωπος (Για τη σημασ. βλ. και Bauer, Wört., στη λ. 2): ούτω και συ, ω άνθρωπε, ει τον παλαιόν άνθρωπον έχεις ένδυμα, βλέπε μήποτε οι οφθαλμοί της καρδίας σου εμποδισθώσιν· ζήτησον τον νοερόν ανατέλλοντά σοι ήλιον, τον Σωτήρα Χριστόν Φυσιολ. M 326· ανίπτασο εις το ύψος του ηλίου της δικαιοσύνης και απόδυσαι τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού Φυσιολ. 34427. 5) Παλαιός λόγος, βλ. λόγος Εκφρ. 7. 6) Τον παλαιόν καιρόν = στο παρελθόν: Εν μέσῳ γαρ των δύο ποταμών εστίν ο τόπος … έχων κάστρη και χώρας αναριθμήτους. Τον γαρ παλαιόν καιρόν ην των Σερβών Έκθ. χρον. 7313· Περί χειροτονίας αυτοκεφάλων αρχιερέων και πώς αυτοκέφαλοι ήσαν οι μητροπολίται τον παλαιόν καιρόν Βακτ. αρχιερ. 185. Το αρσ. ως ουσ. = α) (Παλιός) φίλος: Λαλεί του ο σουλτάνος: «Αρωτούμεν σε ως παλαιόν και εμπιστόν του σπιτιού μας …» Μαχ. 18411· β) οι παλαιότερες γενιές ανθρώπων, οι πρόγονοι: Λίμπον. 279, Επίλ. 85, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1993, Τριβ., Ταγιαπ. 115. Έκφρ. Παλαιός των Ημερών = ο Θεός Πατέρας (Για τη σημασ. βλ. Lampe, Lex., στη λ. 4): τότε ανοιχθήσονται οι ουρανοί και καταβήσεται ο Παλαιός των Ημερών Λέοντ., Αποκ. 102632. Το ουδ. ως ουσ. = α) (στον πληθ.) γεγονότα που συνέβησαν στο παρελθόν: σαν σε πω τα παλαιά, να γράγω άλλο νόβο Κορων., Μπούας 11· β) (στον εν.) καρπός της σοδειάς των προηγούμενων χρόνων: να σπείρετε τον χρόνο τον όχτατο και να φάτε από την εσοδειά παλαιό ως τον χρόνο τον έννεατo, ως να έρτει η εσοδειά της, να φάτε παλαιό Πεντ. Λευιτ. XXV 22· να φάτε παλαιό προπάλαιο και παλαιό από ομπροστά καινούργιο να βγάλετε Πεντ. Λευιτ. ΧΧVI 10. Έκφρ. Κατά το παλαιόν = σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο (η έκφρ. στο Somav.): η ταπεινότης ημών την ένδοξον επιστολήν της πανεντιμότητος υμών ανά χείρας λαμβάνοντας εις τας πέντε του παρόντος κατά το παλαιόν … Βελλερ., Επιστ. 54.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης