Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αγγελοφόρος,
- επίθ., Χρησμ. (Λάμπρ.) 120, Χρησμ. (Trapp) III τίτλ., Λέοντ., Αίν. (Legr.) II τίτλ. (δις).
Από το ουσ. άγγελος και το φέρω.
Που φέρει μέσα του άγγελο καθοδηγητή, καλός, αγαθός (βλ. και Βέη, B-NJ 13, 1937, 214): Ο αγγελοφόρος βασιλεύς φορών τρισσώς την τετάρτην, ήτοι ενιαυτούς δώδεκα Χρησμ. (Λάμπρ.) 120. Ως ουσ.: Στίχοι της Κωνσταντινουπόλεως του Αγγελοφόρου Λέοντ., Αίν. ΙΙ τίτλ.αγκάθι- το· ακάνθιν, Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 124, 179, 198, 211, 216, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 44123· ακάθι, Πεντ. (Hess.) Έξ. ΧΧΙΙ 5 [πβ. Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 190 κριτ. υπ. Βλ. και Du Cange λ. ακάθθιν]· αγκάθι, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 128, Divān (Burg.-Mantran) 88510, Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 190, Θησ. (Βεν.) Γ́́ [94], Έ́ [995], ΙΆ́ [445], Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 449, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 423, 8, Πικατ. (Κριαρ.) 526, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΙΙΙ 18, Αρ. ΧΧΧΙΙΙ 55, Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. Β́́ 76, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 178, 219, 758, 1195, Έ́ 1520, Ζήν. (Σάθ.) Γ́́ 217, Διγ. (Lambr.) O 2398· αγκάνθι, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 291r.
Από το αρχ. ουσ. ακάνθιον. Για τον τ. ακάθι βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 491. Ο τ. αγκάθι κατά Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 139 σημ. 1 και 502 από παρετυμ. προς τα αγκύλη, αγκίστρι. Ο τ. αγκάνθι με συμφ. των ουσ. αγκάθι και ακάνθιν.
1) Αγκάθι (όπως και σήμ.): άμμ’ ότις τόπον και καιρόν γυρεύγει,| δίχως τ’ αγκάθια τους αθθούς εγκλέγει Κυπρ. ερωτ. 428. 2) Αγκαθωτό φυτό: Και αγκάθι και τριβόλι να φυτρώσει εσέν και να φας το χορτάρι του χωραφιού Πεντ. Γέν. ΙΙΙ 18.αγκινάρα- η, Πωρικ. (Camar.) S 10516, Πωρικ. (Camar.) P 10613, Πωρικ. (Wagn.) V 61, Ιατροσ. κώδ. (Άμ.) 169 ͵αξη’, Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 135, Χρησμ. (Trapp) I 144, 158, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ́́ 309.
Το ουσ. κινάρα με παρετυμ. προς τα αγκύλη, αγκίστρι (Kalits., Erkl. Eust. 109-110). Κατά Buturas (Glotta 5, 1914, 189) από το προθετ. α‑ και το *γκινάρα. Για τη λ. αγκινάρα βλ. και Λαμπρινός (Ελλην. 33, 1981, 252). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Το φυτό αγκινάρα (όπως και σήμ., βλ. και Kalits., Erkl. Eust. 109): Την αγκινάρα την ξερή εγώ ’δα να καρπίσει Πανώρ. Γ́́ 309. 2) α) Ο καρπός του φυτού αγκινάρα (βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Έ́ 94): Οι κουκούτσοι μαγειρεύουν,| αγκινάρας καθαρίζουν Χρησμ. Ι 144· β) ο καρπός αγκινάρα προσωποποιημένος: Ήσαν δε καθήμενοι και οι αληθείς μάρτυρες: ο γέρων Πέπονος, … Αγκινάρα και Μελιτζάνα και κατεδίκασαν την Στάφυλον Πωρικ. P 10613.αθρόως,- επίρρ., Προδρ. (Hess.-Pern.) I 168, Ιερακοσ. (Hercher) 3385, 14, Διγ. (Mavr.) Gr. I 57, III 68, 124, IV 606, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 3016, 3025, Απολλών. (Wagn.) 17, Λέοντ., Αίν. (Legr.) IV 7.
Το αρχ. επίρρ. αθρόως.
1) Πυκνά, στενά: οπότε μας εκύκλωσαν οι στρατηγοί αθρόως| και ώσπερ τείχος γύρωθεν έστησαν τα φουσάτα Διγ. Gr. III 68. 2) α) Ακάθεκτα: διαδραμών Χαρζιανήν Καππαδοκίαν φθάνει| και εις οίκον του στρατηγού αθρόως επιπίπτει Διγ. Gr. 157· β) ξαφνικά, αμέσως, γρήγορα (Η σημασ. ήδη στον Ησύχ.): ώστε μίαν των ημερών εξαίφνης και αθρόως Απολλών. (Wagn.) 17· η σπλάχνων τις εχώρισεν των μητρικών αθρόως; Διγ. Τρ. 3016· τις αφ’ ημών την αδελφήν απέσπασεν αθρόως; (όχι πιθ. η ερμηνεία του Τσοπ., Ελλην. 17, 1962, 79, «δεν φοβήθηκε τις συνέπειες») Διγ. Gr. IV 606· ως επιτρέχεις σκόνταψον, κατάβα, δος αθρόως Προδρ. Ι 168.ακουμπίζω,- Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 116, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 73, 525, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 73, 541, Ασσίζ. (Σάθ.) 11021, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 254, Διγ. (Hess.) Esc. 418, 1508, 1686, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 984, 965, Διήγ. Βελ. (Cant.) 509, Λίβ. (Lamb.) N 509, Ιμπ. (Κριαρ.) 49, 65, 531, Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 137, Φυσιολ. (Legr.) 30, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 78, Μαχ. (Dawk.) 4583, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [834], Ζ΄ [914], Ch. pop. (Pern.) 364, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) III 15, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 87, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 31, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 433, Πεντ. (Hess.) Έξ. ΧΧΙΧ 10, Αρ. VIII 10, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 47, Πανώρ. (Κριαρ.) Β΄ 143, 211, Πιστ. βοσκ. (Joann.) IV 2, 237· 8, 1, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1375, 2560 [ = Γέν. Ρωμ. (Λάμπρ.) 150], Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 1915, Γ΄ 957, Δ΄ 995, Ε΄ 437, Θυσ. (Μέγ.)2 104, 611, 629, 1115, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 275, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ 459, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Αφ. 29, Α΄ 976, Β΄ 536, 1180, Ε΄ 687, 888, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 37325, 45418, 49418, 49413· ακουμβίζω, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2190, Καναν. (PG 156) 76A· ακομπίζω, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 165· ’κουμβίζω, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1536, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 8422· ’κουμπίζω, Ασσίζ. (Σάθ.) 1768-9, 36030, 36031, Διγ. (Καλ.) Esc. 1197, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 561, Λίβ. (Lamb.) Esc. 622, 2103, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1030, Λίβ. (Lamb.) N 1850, Χρησμ. (Trapp) I 196, Μαχ. (Dawk.) 485, 11631, 45426, 4601, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 38220, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 669, 2011, Δ΄ 731· ’γκουπίζω, Λίβ. (Μαυρ.) P 371.
Από το λατ. accumbo και την κατάλ. ‑ίζω (Κοραή, Άτ. Α΄ 24, Meyer, NS III 9, Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 304 και Triand., Lehnw. 94 = Τριαντ., Άπ. Α΄ 399) ή από το ουσ. ακκούμβα (Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 304), αν όχι από το ακουμβώ-ακουμπώ με επίδρ. του αορ. ‑ησα. Ο τ. ακουμβίζω ήδη στον 8. αι. (Lampe, Lex., λ. ακουμβίζω) και στον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο (Βλ. Trapp, ΕΕΦΣΠΚ 5, 1989, 186). Ο τ. ακομπίζω και στο Νικ. Λουκάνη (βλ. Du Cange, λ. ακουμβίζω [ακουμπίζω]· πβ. και στο σημερ. ιδιωμ. κομπάω (ΙΛ, λ. ακκουμπώ). Για τον τ. ’γκουπίζω βλ. Γεωργακ., B-NJ 14, 1938, 147, και πβ. και το σημερ. ιδιωμ. αγκουμπώ (ΙΛ, λ. ακκουμπώ). Οι τ. ακουμπίζω, ’κουμπίζω και σήμ. ως ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ακκουμπώ).
Α´ Αμτβ. 1) α) Ξαπλώνω (Πβ. Lampe, Lex.· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ακκουμπώ Α2): Εκούμπισ’ ο Χαρίδημος σ’ ένα δεντρό από κάτω,| το χτύπο του κουτσουναριού κοιμώντας εφουκράτο Ερωτόκρ. Β΄ 669· Ο βασιλιός, οπού ’τονε στο στρώμα ’κουμπισμένος, πάραυτας εσηκώθηκε Ερωτόκρ. Δ΄ 995· Τέκνο μου, αν εκουράστηκες, ακούμπισε δαμάκι Θυσ.2 629· ηρέμησες, ηκόμπισες, έπεσες, κατεκλίθης Γλυκά, Στ. 165· και κείται απάνω ο Διγενής πλάγιον ακουμπισμένος Διγ. Esc. 1686. Συνών. εξαπλώνω, πλαγιάζω. Πβ. ανακουμπίζω· β) κοιμούμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ακουμπώ Α2β): κι εγώ νυστάζω και ποθώ καμπόσο ν’ ακουμπίσω Φαλιέρ., Ιστ. V 433· Νύκτα ’ν’ ακόμη και μπορεί το τέκνο ν’ ακουμπίσει Θυσ.2 611· και μετά κείνα έπεφτε σ’ εκείνο ν’ ακουμπίσει| και με τον ύπνον που ’κανε, δεν ήθελε ν’ αφήσει| μια ώρα Τζάνε, Κρ. πόλ. 49413· γ) καθίζω για να ανακουφιστώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. ακκουμπώ Α2δ): ολίγον δε μου παρελθών πέπτωκεν εκ του ίππου και εις πέτραν ακούμπισεν εχόμενος του πόνου Διγ. Gr. VI 254. 2) α) Στηρίζομαι (Η σημασ. ήδη στη Σούδα και σήμ., ΙΛ, λ. ακκουμπώ Α1): και έστησεν το κοντάριν του και απάνω του ακουμπίζει Διγ. Esc. 1508· Ο χρόνος, ως τον ήκουσεν, ηκούμπισεν εις δέντρον Λόγ. παρηγ. L 73· εις τον τοίχον εις τον ποίον φαίνεται καλά πού εκούμπιζαν οι καμάρες μου Ασσίζ. 36031· Στο παραθύρι τση φλακής στα σίδερ’ ακουμπίζει Ερωτόκρ. Ε΄ 437· Τόσον τον επανέβηκεν και ασθένειαν μεγάλη,| τήν λέγουσιν «ελεμική» η γλώσσα των Ρωμαίων| και εις αυτό ακούμπισεν ότι να αποθάνει Χρον. Τόκκων 3432 (εσφαλμ. νοεί τη σημασ. του ρ. ο εκδ. Schiro [Χρον. Τόκκων σ. 555])· β) στηρίζω τις ελπίδες μου, βασίζομαι (σε κάποιον) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ακκουμπώ Α4): Πού να εκούμβιζον; εις καλογέρους; Και εισί των τοιούτων απράγμονες Σφρ., Χρον. μ. 8422· ότι σ’ εσέν το γένος μας θαρρεί και ακουμπίζει Ιστ. Βλαχ. 2560· Ω ουρανέ, ω ριζικόν, εις ποίον μπορώ να ’λπίσω| και να πιστέψω η ταπεινή κι εις ποίονε ν’ ακουμπίσω; Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1180]. 3) α) Αφήνομαι, επαφίεμαι: Πάλιν, ω Παλαιολόγε,| εις τα γόνια σου ’κουμπίζει| βασιλεία των Ρωμαίων Χρησμ. Ι 196· β) τοποθετούμαι (κάπου) αναλαμβάνοντας έργο: αυτού όπου ακούμπισες κι ετάχθης να δουλεύεις,| έχε τιμήν και ασχόλησιν και καθαράν αγάπην Κομν., Διδασκ. Δ 116· γ) (προκ. για δικαστική υπόθεση) ανατίθεμαι στη διαιτησία, την κρίση (κάποιου) (πβ. και Καντακ., PG 153, 1012 B): εκείνοι οι δύο εις τους ποίους εκούμπισεν το έγκλημα, αν ουδέν ημπορούν να συμπάψουν, ημπορούν καλά να κράξουν άλλον έναν εις την συντροφίαν τους καλοπίχερον Ασσίζ. 1768-9. Β´Μτβ. 1) Στηρίζω (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ, λ. ακκουμπώ Β1): ου διαφεντεύγουν με ν’ ακουμπίσω τας καμάρας μου εις τον τοίχον Ασσίζ. 11021· και επήραν τες σκάλες και ακουμπίσαν τες εις τους τοίχους Μαχ. 45426· Εκούμπισε την κεφαλή στη χέρα τζ’ η καημένη Ερωτόκρ. Δ΄ 731· που την ολπίδα τζ’ εις εσέ είχεν ακουμπισμένη Ερωτόκρ. Γ΄ 957· Οϊμέ του κακορίζικου του γέρου που σ’ εσένα| τα θάρρη του εκρεμόντασι κι είχε τ’ ακουμπισμένα Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ 888. 2) Αγγίζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ακκουμπώ Α3): και να ακουμπίσει ο Ααρών και τα παιδιά του τα χέρια τους ιπί το κεφάλι του δαμαλιού Πεντ. Έξ. ΧΧΙΧ 10. 3) α) Τοποθετώ (κάτι κάπου), αποθέτω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ακκουμπώ Β3): Και παν πολεμικόν όργανον έφερον ανά χείρας και ηκούμβισαν εις τα τείχη Καναν. 76Α· Γιατί μια θυμωμένη νεροσυρμή, με δύναμιν οπού ’χε κατεβαίνει,| το ’φερε και τ’ ακούμπισε εις την μερτιάν εκείνην Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ 687· β) (προκ. για μαχαίρι) βάζω, εμπηγνύω (πβ. και Δουλγεράκης [Τραγ. Σούσ. σ. 351 σημ. 23]): και έσυρε το παραμάχαιρον του Αλεξάνδρου και ακούμπισέ το εις την καρδίαν της και εσφάγην Διήγ. Αλ. V 87. 4) (Προκ. για βιβλίο που τυπώνεται) αφιερώνω: Και θέλοντας μ’ επιθυμιάν ετούτον μου τον κόπον| να τονε φέρω ομπροστά στα μάτια των ανθρώπων| διά μέσου του τυπώματος, δεν ηύρα ν’ ακουμπίσω, (παραλ. 1 στ.) παρά στο υποκείμενο τ’ άξιο τσ’ αντίληψής σου| το βγενικόν και γνωστικόν, στην χάριν την δικήν σου Σουμμ., Παστ. φίδ. Αφ. [29]. 5) (Προκ. για κόρη) αποκαθιστώ, παντρεύω: εις άρχοντας ευγενικούς θέλω σας ακουμπίσει| να σας ποιήσω αρχόντισσας εις τον παρόντα κόσμον Ιμπ. 65. Φρ. (Προκ. για πόλη) ακουμπίζω στα πλευρά (κάποιου) = πολιορκώ: ένα σκυλί Αγαρηνόν, αδιάντροπον κοπέλι (παραλ. 4 στ.) άντικρυ του προσώπου μου κάστρον έκτισε μέγα| κι εις τα πλευρά μ’ ακούμπισε κι εκατεπλήγωνέ με Θρ. Κων/π. B 78. — Βλ. και ακουμπώ.ακούρευτος,- επίθ., Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 113.
Από το στερ. α‑ και το κουρεύω. Η λ. ήδη στο Στέφ. Βυζ. (Sophocl.) και σήμ. (ΙΛ).
Που δεν έχει κουρευτεί, που δεν του έχουν κόψει τα μαλλιά (Η σημασ. ήδη στο Στέφ. Βυζ., Sophocl., και σήμ., ΙΛ στη λ. Ι 1): Το ψωμίν, θωρώ, συγκόπτουν| εις επτά και οκτώ κομμάτια,| πλεονέκται και δυνάσται,| ανακράζουν να την φάσιν,| τις να φα πλέον να ζήσει·| άλλοι δε και κουρεμένα| και ακούρευτα καμπόσα (ενν. πρόβατα) Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 113.αλαμάννικος,- επίθ., Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 22.
Το επίθ. αλαμαννικός από το εθν. Αλαμάννος με αναβιβ. του τόνου. Πβ. το σημερ. επίρρ. αλαμάννικα (ΙΛ).
Που σχετίζεται με τους Αλαμάννους: Ήλθεν δίκην ανδρειωμένη| μετά Σέρβων κουμπανάτων (παραλ. 1 στ.) με αλαμάννικον σκουτάριν| έχον βίτσαν σφυριγμένην Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 22.αλεπούτσα- η, Χρησμ. (Λάμπρ.) 117· αλωπούτσα, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 429· αλουπούτσα, Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 5.
Από το ουσ. αλεπού και την κατάλ. -ούτσα. Η κατάλ. ‑ούτσα (αρσ. ‑ούτσος) πιθ. από την ιταλ. κατάλ. ‑uccio (βλ. Ανδρ., Λεξ., λ. ‑ούτσικος). Ο τ. αλεπούτσα στα Κατάλοιπ. Λάμπρ. 117 και ο τ. αλουπούτσα στα Κατάλοιπ. Λάμπρ. 108. Για τον τ. αλωπούτσα βλ. και Georgac., The -ιτσ- suffixes, σ. 362.
Αλεπού: Ήλθεν κι άλλη φιλόσοφος μείζων της αλωπούτσας| και έχανεν το στόμαν της ... Διήγ. παιδ. 429· με την γρίαν την αλουπούτσαν Λέοντ., Αίν. Ι 5.ανακράζω,- Σπαν. (Hanna) V 87, Ευγεν., Δρόσ. (Hercher) Ϛ΄ 29, Ασσίζ. (Σάθ.) 21230-31, Διγ. (Mavr.) Gr. II 239, Διγ. (Καλ.) A 353, Βέλθ. (Κριαρ.) 751, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7353, 7390, 7396, 7410, 7493, 7499, 7574, 8175, 9058, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 278, 7596, Απολλών. (Janssen) 154, 376, 702, Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 110, Χρησμ. Ι118, Θησ. (Βεν.) H΄ [997], Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) IV 70, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1152, 223, 757, Ιμπ. (Legr.) 310, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) B΄ 1372, Στάθ. (Σάθ.) Γ΄ 206, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ΄ [1287].
Το αρχ. ανακράζω. Η λ. και σήμ. στη λογοτεχν. και ιδιωμ. (ΙΛ).
1) Φωνάζω (κάτι), λέγω: διά να αφκραστείς μετά κεινούς τά έχω ν’ ανακράξω Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7410· «άκουσέ μου, παιδάκι μου», τούτα της ανακράζει Ιμπ. 310. 2) Διεκδικώ: εις φυλακήν εκρατιέτον| κι ουδέν ημπόρει του να εξέβη ... διά να έλθει ανακράζοντα το ιγονικόν Ακόβης Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7493. 3) Κάνω έφεση (νομ.) (βλ. Ζέπο, ΕΕΒΣ 18, 1948, 210 και Αδαμαντίου, ΔΙΕΕΕ 6, 1902/6, 461, 524, 544): η υπόθεσις της Άκοβας, να μην την ανακράξει| στην κούρτην γαρ του πρίγκιπος εκείνου του Μορέως Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7390. Πβ. ανάκραξις 3. 4) Καταγγέλλω: τους καμπίτας τους κράζουν εις πόλεμον του φόνου ... εντέχεται να του δώσει η αυλή να φα και να πιει (έκδ. πει διορθώσ.) μέχρι μ’ ημέρας, εάν ετεσαύτα το ανέκραξαν εκείνον το κράξιμον Ασσίζ. 21230-31. 5) Καλώ κοντά μου (κάποιον) (πβ. ΙΛ στη λ. 1): Μυρτίνε, ανάκραξέ τονε μ’ εσένα να θελήσει| ... να πολεμήσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1287]· ... να τον ζητήσει (δηλ. τον λίζιο) ο αφέντης του και να τον ανακράξει Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7574· όταν σε ανακράζουσιν και θέλουν σε δι’ αφέντην Χρον. Μορ. P 278. Πβ. ανακαλώ Αβ. 6) Προσκαλώ: μηδέ εις κάλεσμαν ποτέ, αν ουδέν σε ανακράξουν Σπαν. (Hanna) V 87. —Συνών.: ανακαλώ Αα. 7) Επικαλούμαι: τον Έρωταν ανέκραξε, στον πόθο παραδόθη Ερωτόκρ. Β΄ 1372· και τ’ όνομά μου ανάκραζε λυπητερά εις εκείνο Στάθ. Γ΄ 206. 8) α) Επιζητώ, επιθυμώ: πλεονέκται και δυνάσται| ανακράζουν να την φάσιν Λέοντ., Αίν. I 110· β) επιζητώ, ακολουθώ: πάσα ποτάμιν ξέχωρα τον δρόμον του ανακράζει Χούμνου, Π.Δ. ΙV 70.αναλώνω,- Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 4688, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 391. Διγ. (Καλ.) A 842, Ερμον. (Legr.) Α 381, Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 252, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 83, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 35, Ζήνου, Πρόλ. (Legr., BH 1, 240).
Το αρχ. αναλύω.
Α´ Ενεργ. 1) Κυριεύω (πόλη, κλπ.): Λέοντ., Αίν. I 252. 2) Φονεύω (Πβ. L‑S, λ. αναλίσκω ΙΙ, Bauer, Wört., λ. αναλίσκω και Lampe, Lex., λ. αναλίσκω 1): δεσμώτην εγκαθείργνυσι φρουρᾴ λαβυρινθώδει| και κατά νουν εσκέπτετο πώς αναλώσει τούτον Μανασσ., Χρον. 4688. 3) Καταστρέφω (κάτι) (Πβ. τη σημασ. «καίω» του καταναλίσκω στον Αριστοτέλη, καθώς και το πυρί και σιδήρῳ καταναλώσαι στας Αποδημίας του Νικάνδρου Νουκίου, έκδ. de Faucault., 167-72): εκ πυρός καυστικοτάτου| και ανάλωσε τα πάντα Ερμον. A 381. 4) Διαγράφω, σβήνω την ανάμνηση (πράγματος): Και τούτη η βοήθεια που θέλετε του δώσει| πρώτον ο χρόνος και αιών δεν θέλει αναλώσει,| αλλά εις μνήμην πάντοτε ταύτην έξει την χάριν Κορων., Μπούας 35. 5) Διαλύω (κάτι σε υγρό): ανήλωσεν το φαρμάκι εις την κούπα και εκέρασεν τον Αλέξανδρον Διήγ. Αλ. V 83. Πβ. αναλύω Α1. B’ (Παθητ.) (με αιτ.) ξοδεύομαι για κάτι: Διά να μάθετε λοιπόν ’ς τι τόπον ετυπώθη, πόνος και δεξιότητι και ποίος το αναλώθη,| Δημήτριος κατ’ όνομα, Ζήνος το επινόμι Ζήνου, Πρόλ. (Legr., BH 1, 240).ανίκμως,- επίρρ., Λέοντ., Αίν. (Legr.) ΙΙ 12, Χρησμ. (Trapp) ΙΙΙ12.
Από το επίθ. άνικμος. Η λ. ήδη στο Μ. Αθανάσ. (Lampe, Lex.).
Χωρίς να καταβληθεί δύναμη· χωρίς να γίνει προσπάθεια: Την γαρ ειρήνην, ην κατείχες το πρώην| και Θεός αφείλατο εκ σου ανικμως Λέοντ., Αίν. ΙΙ 12.αντάμα,- επίρρ.· εντάμα, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 12348, Προδρ. (Hess.-Pern.) Ι 179, Καλλίμ. (Κριαρ.) 786, Βέλθ. (Κριαρ.) 768, 786, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 27, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 55, Φλώρ. (Κριαρ.) 665, 1736, Λίβ. (Lamb.) Sc. 137, 1441, 2894, Λίβ. (Lamb.) N 129, 615, 766, Αχιλλ. (Hess.) N 1472, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 3511, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 432, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 442, 541, Συναξ. γυν. (Krumb.) 47, 68, 357· εντάμι, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 96· ενταμώς, Λίβ. (Lamb.) Esc. 4160, Συναξ. γυν. (Krumb.) 834· ενταμού, Ιατροσόφ. (Du Cange, λ. μπούφα)· αντάμα, Τρωικά (Praecht.) 52510, 53113, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 14, Ασσίζ. (Σάθ.) 9911, 33216-7, 34418, 4771-2, Διγ. (Καλ.) Esc. 188, Διγ. (Hess.) Esc. 415, 581, 1118, 1304, Διγ. (Καλ.) A 937, 2603, Ακ. Σπαν. (Legr.) 41401, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 177, Πτωχολ. (Schick) P 147, Πτωχολ. (Ζώρ.) Z 5, Συναξ. γαδ. (Wagn.) 309, Φλώρ. (Κριαρ.) 123, 290, 1030, 1699, 1829, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 155, 241, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 708, Απολλών. (Janssen) 157, 279, 403, 553, 698, 836, Λίβ. (Μαυρ.) P 110, Λίβ. (Lamb.) Esc. 246, 740, 2586, 3605, Λίβ. (Wagn.) N 1114, 2279, Αχιλλ. (Haag) L 100, 911, Αχιλλ. (Hess.) L 185, 1073, 1075, 1141, Ιμπ. (Κριαρ.) 298, 440, Τζαμπλάκ. (Ζώρ.) 39, Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 265, Φυσιολ. (Pitra) 37237, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 2315, Μαχ. (Dawk.) 613, 307, 4425, 4632, 10012, 21416, 25825, 26433, 29031, 50219, 50422, 63424, 64019, Θησ. (Foll.) I 60, 118, Θησ. (Βεν.) Β΄ [443], Δ΄ [237], Ε΄ [1028], Ζ΄ [128], Αρμούρ. (Κυριακ.) 200, Ch. pop. (Pern.) 376, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 73, ΧΙ 8, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 48, 525, Βουστρ. (Σάθ.) 420, 474, 498, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 36, 53, 525, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 33, 70, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 105, 107, 574, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 7914, 1554, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 233, 270 315, Άσμα σεισμ. (Σπυριδ.) 38, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 100, Μυστ. παθ. (Parlang.-Μανούσ.) 30, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 355, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 45, 54, 373, 536, Ιστ. Βατοπ. (Βαλ.) 40, Περί γέρ. (Wagn.) 129, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙΙΙ 6, Δευτ. ΧΙΙ 22, ΧΧΙΙ 10, XXV 5, Αχέλ. (Pern.) 120, 377, 1831, 2480, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 12, 42, 123, 1061, 1283, 1421, Αιτωλ., Βοηβ. (Băn.) 75, 141, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 324, 377, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 284, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 677, 13110, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 371, 392, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [411], Αλφ. (Κακ.) 2391, Ποίημ. Αλ. Κύπρ. (Τζεδ.) 1281, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 234, Ερωφ. (Ξανθ.) Δ΄ 121, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 6, 189, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 522, 571, Σταυριν. (Legr.) 803, Βίος αγ. Νικ. (Legr.) 184, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 867, 907, 2677, Θυσ. (Μέγ.)2 670, Ιερόθ. Αββ. (Legr.) 331, Ευγέν. (Vitti) 588, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [636], Ε΄ [32, 1107], Λίμπον. (Legr.) Εισαγ. 77, 228, Πρόλ. κωμ. (Βεργ.) 19, Διγ. (Lambr.) O 1930, 2711, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 23220, 3819, Διακρούσ. (Ξηρ.) 9221· ανδάμα, Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 172, 174· αντάμε, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 11011· αντάμι, Απολλών. (Wagn.) 640, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 12215, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [188, 271], Δ΄ [354], Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 334, Γ΄ 231, 361, Δ΄ 247, Ε΄ 433, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ΄ 314, Δ΄ 398, Ερωφ. (Ξανθ.) Πρόλ. Χάρ. 54, Α΄ 362, Ιντ. α΄ 65, Β΄ 39, 384, Ιντ. β΄ 93, Γ΄ 200, Ιντ. γ΄ 73, Δ΄ 318, Ε΄ 238, 512, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 2, 353· ΙΙ 3, 60· V 6, 252, Θυσ. (Μέγ.)2 385, 955, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 282, Β΄ 182, Ιντ. β΄ 22, Γ΄ 181, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Α΄ 134, Β΄ 98, Γ΄ 57, Δ΄ 9, 67, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β΄ [1254], Ε΄ [1094, 1100], Λίμπον. (Legr.) 51, Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 190, Ιντ. α΄ 130, β΄ 94, 162, Γ΄ 130, Ιντ. γ΄ 50, Δ΄ 58, Ιντ. δ΄ 106, Ε΄ 75, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 226, Ε΄ 280, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 584, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 24019, 41817, 44724, 52721· αντάμιν, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ΄ 72· ανταμώς, Ασσίζ. (Σάθ.) 1530, 8617, 12818, Τριβ., Ταγιαπ. (Irmsch.) 244, (έκδ. ανταμό σας· διορθώσ.), Γύπ. Γ΄ 336, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [964], Δ΄ [1455]· αντάμως, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 170· ανταμού, Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙΙ 212 (χφφ SA) (κριτ. υπ.).
Από τη μτγν. φρ. εν τῳ άμα (Βλ. Κοραή, Άτ. Β΄ 124-125 και Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 215). Ο τ. ανδάμα από τάση αρχαϊστική. Το αρχικό α από αφομοίωση. Ο τ. αντάμε κατά επιρρ. σε ‑ε (Βλ. Γεωργακ., B-NJ 14, 1938, 145). Οι τ. αντάμι, εντάμι κατά το ομάδι, μαζί (Πβ. Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ., σ. 497, λ. αντάμη). Οι τ. ανταμώς, ενταμώς κατά τα επιρρ. σε ‑ως (Βλ. και Χατζιδ., ΕΕΠ 7, 1910 /11, 84). Ο τ. ανταμώς σε έγγρ. του 1477 (Darrouzès, Χαριστ. Ορλάνδ. Α΄ 304) και σε αντίγραφο του Χρον. Τόκκων από το Σοφιανό (βλ. Shirò, RES-EE 7, 1969, 217). Οι τ. ανταμού, ενταμού κατά τα επιρρ. σε ‑ού. Ο τ. ανταμού και σε κρητ. έγγρ. του 1446 (Μανούσ., Θησαυρ. 3, 1964, 98) και σε επιστ. του 1453 (Darrouzès, REB 22, 1964, 111). Η λ. ήδη το 10 αι. (Διαθ. Νίκων. (Λάμπρ.) 22415, 22634) και σήμ. κοιν. και στα ιδιώμ. με διάφορους τ. (ΙΛ). Πβ. και Krumbacher, Συναξ. γυν. σ. 414.
Α´ Επίρρ. 1) α) (Τροπ.) (συχνά με το επίθ. όλος, ιδίως σε κυπριακά κείμ.· η επανάληψη αντάμι αντάμι για επίταση) μαζί (Πβ. άμα Α, Εκφρ. 3β · η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): μ’ όλη τη δόξ’ αντάμι Ερωφ. Α΄ 362· έναν, απὄχει κι αρετές και βασιλειάν αντάμι Ερωφ. Δ΄ 318· ως είδασιν τ’ αδέλφια της την κόρην μαραμένην,| αντάμα οι πέντε εστενάξασιν Διγ. Esc. 188· όλοι αντάμα εγράψαν εις χαρτίν τες αφορμές Μαχ. 4632· αντάμι αντάμι θυσιάν να τσ’ είχα κάμει (ενν. τις ψυχές) Πιστ. βοσκ.V 6, 252· —Συνών.: άμα Α, Εκφρ. 3β, αμφοτέρως 1· β) (προκ. για προσέγγιση ή συμπλοκή) μαζί, μεταξύ (Πβ. ΙΛ στη λ. 2): γυρεύουσι τα ταίρια τους αντάμα να σμιχτούσι Ερωτοπ. 708· ο είς τον έτερον θεωρεί εντάμα να συγκρούσουν Φλώρ. 665· οι λαγωοί και αετοί εμάλωναν αντάμα Αιτωλ., Μύθ. 106· Πβ. αναμεταξύ 1β. 2) (Χρον.) συγχρόνως, αμέσως, συνεχώς: σ’ έν’ ανοιγοσφάλισμα των ομματιών του αντάμι Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ΄ 67· ίασε και τας ψυχάς και το κορμίν εντάμα Συναξ. γυν. 68· γη ποιοι ’χασίνε κάμει| τούτες σας τσι Πυράμιδες μέρα και νύκτ’ αντάμι κοπιάζοντας έτσ’ εύκαιρα; Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 54. Πβ. άμα Α, Εκφρ. 3α. —Συνών.: αδιάλειπα, αδιάλειπτα, αδιαλείπτως. Β´ Πρόθ. (με γεν., με αιτ., με τις προθ. με, μετά, εις + αιτ.) μαζί (Πβ. ΙΛ στη λ. 5): να είναι όλοι αντάμα του, να στέκουν μετά κείνον Αχιλλ. L 205· έλα λοιπόν αντάμα μας Διγ. O 2711· αντάμα με την πλήξην η χαρά μου Κυπρ. ερωτ. 7914· ας έλθει εις το οσπίτιν μου αντάμα μετά μένα Ιμπ. 440· και εις εμέν αντάμα εκάθετον κι επρόσεχεν η κόρη Λίβ. Esc. 3605. Πβ. άμα Β1.άπαπα,- επιφ., Λέοντ., Αίν. (Legr.) Ι 168 (έκδ. απαύτα· διορθώσ.), Χρησμ. (Trapp) Ι 100, 103, 176, 183.
Πιθ. το αρχ. επιφ. απαπαί (Χρησμ. (Trapp) σ. 116). Πβ. πάντως το παπαί του Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 15.
Ω! αλίμονο: Άπαντα κι η πίττα εχάθη Χρησμ. (Trapp) Ι 100. — Βλ. και αγιμένα, αλί, αλίμονο.απαύτα,- επίρρ., Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 355, Ασσίζ. (Σάθ.) 2012, 1097, 11919, 12010, 15320, 16811, 12, 16927, 17113, 17331, 1771, 18621, 19316, 19617, 2038, 22216, 22730, 22812, 2355, 25012, 28514, 33920, 37028, 37122, 28, 40117, 4056, 41216, 41326, 44830, 4546, 4611, 48226, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 915, Λέοντ., Αίν. (Legr.) Ι 168 (πιθ. εσφαλμ. γρ. αντί άπαπα· βλ. στ. 175 κριτ. υπ. και λ. άπαπα), Μαχ. (Dawk.) 55213, Θησ. (Foll.) Ι 83· απατά, Φλώρ. (Κριαρ.) 588, 1250, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΙΙΙ 1, 22, ΙV 4, 22, 26, VΙ 3, 4, VΙΙ 3, Χ 21, ΧΙΙΙ 5, XΙV 7, 16δις, XV 14, XVΙ 13, XVΙΙ 16, ΧΙΧ 21, XXΙV 19, 25, XXVΙ 21, XXVΙΙ 31, 33, ΧΧΧΙ 15, ΧΧΧΙΙ 7, XXXV 17, XXXVΙΙ 7, XXXVΙΙΙ 10, XL 15, XLV 29, XLVΙ 4, XLVΙΙ 3, XLVΙΙΙ 19, L 18, 19, Έξ. ΙΙ 19, ΙΙΙ 9, ΙV 9, 10, 14, V 2, 14, VΙ 4, VΙΙ 23, VΙΙΙ 17, 28, Χ 24, 25, ΧΙΙ 31, ΧΙΧ 9, ΧΧΙ 35, ΧΧΧΙΙΙ 12, ΛευΙτ. XXV 45, XXVΙ 24, 40, 42, Αρ. ΙV 22, ΧΙΙΙ 27, XVΙΙΙ 2, 28, ΧΧΙΙΙ 25, XXΙV 12, XXVΙΙ 13, Δευτ. Ι 28, 37, ΙΙ 6, 11, 20, VΙΙ 20, ΙΧ 19, ΧΙΙ 30, XV 17, ΧΧΙΙΙ 3, ΧΧΧΙ 27, ΧΧΧΙΙΙ 21, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ε΄ 33, Πιστ. βοσκ. (Joann.) ΙΙΙ 5, 207· 6, 388, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 2031, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 235, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [353], Ε΄ [191], Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Δ΄ [334], Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 386, Β΄ 346, 466, Γ΄ 136, 546, 617, 635, Δ΄ 343, 481, Ε΄ 383.
Από το εμπρόθ. απ’ αυτά (Ξανθ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 134. Βλ. και Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ. σ. 425 και Χατζιδ., Αθ. 41, 1929, 12). Διαφορετικά ετυμολογεί Τσοπ., Δωρ. αντ. 15-6. Η λ. και ο τ. της και σήμ. (ΙΛ, λ. απατά και απαυτού).
1) α) (Τοπικό) από το μέρος αυτό (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. απαυτού 1): Οι Βενετίκοι ετάξαν μου να μου δώσουν όσα θέλω ν’ αποβγάλω τους Γενουβήσους απαύτα Μαχ. 55213· βλ. και απαυτού 1α· β) (Για να δηλωθεί σειρά) ύστερα: το εμπροστινόν έν’ γλυκασμός και παραπίσω τέρψις| και τότ’ απαύτα η χαρά Λόγ. παρηγ. L 355. Βλ. και απαυτού 1β. 2) α) (Χρονικό) στο σημείο αυτό, τώρα: απαύτα αρχεύομεν να πούμεν τας κρίσας Ασσίζ. 25012· βλ. και απάρτι ε· β) ύστερα: τους ώρισε ...| ... να βάλουσιν Αλέξιον τον Βατάτσην| εις το σκαμνί της βασιλείας· κι εκείνοι τον εβάλαν·| κι απαύτα από τους ίδιους του κι εκ των Ρωμαίων το γένος,| εσφάξαν και απέκτειναν κι εθανατώσανέ τον Χρον. Μορ. (Καλ.) H 915. Βλ. και απαυτού 2β. 3) α) Ακριβώς (επιτατικό) (Πβ. ΙΛ, λ. απατά 1): ώσπερ απαύτα εκείνος να το είχεν ποιήσει διά χειρός του Ασσίζ. 15320· εκείνος απαύτα ένι ο κλέπτης Ασσίζ. 17331· Και εγώ ποθώ τον Φλώριον ως απατά εμένα Φλώρ. 588· Σήμερον απατά έχουσι δοσμένον| λόγον στο σπήλιο ετούτο να βρεθούσι Πιστ. βοσκ. ΙΙΙ 6, 388· β) αλήθεια, βέβαια (βλ. Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ. σ. 425): Τη ντισιπλίνα απατά ήπρεπε να σου δώσω Φορτουν. Α΄ 386· εδά μου φαίνεται απατά κι είσαι ξανανιωμένος Φορτουν. Δ΄ 481. Βλ. και αλήθεια 4, αληθΙνά 1, αληθΙνόν, αμή 3, άντις, απαληθΙνά. 4) Επίσης, και (βλ. Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ. σ. 425): Έτσι να χωρίσετε απατά εσείς το χώρισμα του Κύριου Πεντ. Αρ. XVΙΙΙ 28· και έστρεψαν όλο το πλούτος και απατά το Λωτ τον αδελφό του Πεντ. Γέν. XΙV 16.απεδώθε(ν),- επίρρ., Λίβ. (Lamb.) Sc. 2376, Χρησμ. (Trapp) Ι 114, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 175, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 33618, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Χορ. ε΄ [11]· απεδώθες, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [651]· αποδώθεν, Λέοντ., Αίν. (Legr.) Ι 106.
Από το επίρρ. απεδώ και την παραγ. κατάλ. ‑θεν. Η λ. στον τ. απεδώθε και αποδώθε και σήμ. κοιν. και με διάφ. τ. στα ιδιώμ. (ΙΛ, λ. απεδώθε).
1) (Τοπ.) α) αποδώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. απεδώθε 1α): αλλέως δεν θέλομεν σε αφήσει να εβγάλεις τα ρούχα σου απεδώθε Σουμμ., Ρεμπελ. 175· βλ. και απεδά 1, απεδεπά, απεδώ 1· β) από τη μια μεριά: να έχει απεδώθεν ποταμόν και απεκείθεν το λιβάδιν Λίβ. Sc. 2376. Βλ. και απεδώ 2. 2) (Χρον.) αποδώ κι έπειτα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. απεδώθε 2): απεδώθεν πάλιν έβλεπα και το πταίσιμόν μου Διγ. Άνδρ. 33618. Έκφρ. το άμε απεδώθες = η απομάκρυνση: Ουδέν ηξεύρεις, φίλε μου, το άμε απεδώθες| γεμάτο έναι τες πικρές και πόνους και φάρμακα Θησ. Γ΄ [651].απεκεί,- επίρρ., Τρωικά (Praecht.) 52328, Σπαν. (Hanna) B 445, Ασσίζ. (Σάθ.) 2128, 1753, 19731, 20121, Βέλθ. (Κριαρ.) 283, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 1053, Λίβ. (Wagn.) N 281, Χρησμ. (Trapp) Ι 383, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 866, Μαχ. (Dawk.) 4686, 62813, Θησ. (Βεν.) Β΄ [63], Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 55827, Αχέλ. (Pern.) 2535, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 54, κ.π.α.· απέκει, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 693, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 465, Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙ G 65, ΙΙΙ 158 (χφ g) (κριτ. υπ.), 211, 216Ι (χφ g) (κριτ. υπ.), 222 (χφ g) (κριτ. υπ.), 223, 398, 400q (χφ Η) (κριτ. υπ.), Ασσίζ. (Σάθ.) 38017, 46412, Διγ. (Hess.) Esc. 525, Διγ. (Καλ.) Esc. 303, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 861, 968, 1398, 2038, 3309, 3370, 4211, 4806, 6038, 6039, 6067, 6724, 8772, 8913, 8915, 9023, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 235, Φλώρ. (Κριαρ.) 1381, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1048, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1186, Λίβ. (Wagn.) N 135, 225, 511, 870, 2429, Ταμυρλ. (Wagn.) 87, Αχιλλ. (Haag) L 388. 961, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 251, Λέοντ., Αίν. (Legr.) ΙV 11, Θησ. (Βεν.) Β΄ [951], Καραβ. (Del.) 50017, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 267, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 156, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 68, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 132, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 7, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 245, Πένθ. θαν. (Knös) S 332, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 1133, 12610, 1383, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 229, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 371, Αλφ. (Κακ.) 1178, Ρίμ. θαν. (Κακ.) 116, Άλ. Κύπρ. 2470, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 588, Σταυριν. (Legr.) 992, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 139, 150, Λίμπον. (Legr.) 89, Μαρκάδ. (Legr.) 695, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 21321, κ.π.α.· απέκεις, Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. β΄ μετά στ. 62, 122· αποκεί, Ασσίζ. (Σάθ.) 527, Μαχ. (Dawk.) 4926, Καραβ. (Del.) 49310, 49520, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 68, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 2736, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 1469, Δ΄ 1184, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) ΙΙ 72, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 3128, 36027, 4028, 52123, κ.π.α.· ’ποκεί, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 230, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ε΄ 676· απόκει, Ch. pop. (Pern.) 675, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 9262, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 646, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 563, Ανων., Ιστ. σημ. (Σάθ.) ρμα΄, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ΄ 239, Ε΄ 96, Πιστ. βοσκ. (Joann.) ΙV 2, 192 (έκδ. αποκιράσει· γράψαμε απόκει ’ράσσει), Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1481, Β΄ 318, 1135, Γ΄ 1362, Δ΄ 69, 506, Ε΄ 240, 1538, Ευγέν. (Vitti) 336 Ροδολ. Α΄ [198], Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ΄ [594]. Φορτουν. (Ξανθ.) Β΄ 397, Γ΄ 393, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 30823, 47022, 4771, 53213, 5345, κ.π.α.· απόκεις, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 13, Γ΄ 167, Δ΄ 44, Πανώρ. (Κριαρ.) Β΄ 21, 554, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 200, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 2098, Γ΄ 451, Δ΄ 1686, Ε΄ 976, 1389, Ευγέν. (Vitti) 204, 244, 1082, 1454, Στάθ. (Σάθ.) Β΄ 72, 289, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β΄ μετά στ. 100, Γ΄ μετά στ. 88, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ μετά στ. [550], Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 292, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [23], Β΄ [578], Ε΄ [472, 502], Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 169, Ιντ. α΄ 131, Γ΄ 703, Δ΄ 401, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 184, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4226, 49522, κ.π.α.· απόκειας, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) Ι 169.
Από την πρόθ. από και το επίρρ. εκεί. Στους τ. απέκει, απόκει(ς), απόκειας, ο αναβιβασμός του τόνου αναλογικά προς άλλα χρον. επίρρ. Για τον τ. απέκει πβ. τον τ. εδέκει του εδεκεί. Ο τ. απόκεις κατά άλλα χρον. επίρρ. (ύστερις, κλπ.). Ο τ. απόκειας κατά τα επίρρ. σε ‑ας. Βλ. και Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 29, Μενάρδ., Αθ. 6, 1894, 146, Παπαδ. Α., Αθ. 29, 1917, ΛΑ 112-3. Η λ. και στον Πορφυρογ., Έκθ. (Vοgt) 158· βλ. και Du Cange, λ. απέκει. Η λ. και Οι τ. της και σήμ. στα ιδιώμ. (ΙΛ)· ο τ. απόκειας και σε κρητ. δημ. τραγ. (Ακ. Αθ., Δημ. τραγ. Α′ 14135).
Α´ Τοπ. α) (Κίνηση από τόπο) από εκείνο το μέρος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): εμίσσεψα απέκει Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6067· β) (κίνηση διά τόπου) από εκεί, διά μέσου: ήθασιν κι απέρασαν απέκει και εις τον Μορέαν εφτάσασιν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1398· γ) (προέλευση): Έλπιζε εις τον ουρανόν να βοηθηθείς απέκει Λίβ. (Wagn.) N 870· φρ. (προκ. για αποπομπή) πηγαίνω απεκεί που έρχομαι: να πάσιν απεκεί που ήλθαν έως Μονοδενδρίου Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 866· δ) (προκ. Για στάση· ενίοτε με το λείπω· η χρ. και προκ. να δηλωθεί τοπικά διαίρεση, χωρισμός) από εκείνο το μέρος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): όταν δε γίνηται βουλή, ποτέ απεκεί μη λείπεις Σπαν. (Hanna) B 445· βλέπεις τον ευνουχόπουλον οπού προσκύπτει απέκει; Λίβ. Esc. 1186· εμπρός μας έναι θάλασσα, κρεμνός απέκει πάλιν Λίβ. N 2429· φρ. αποκεί και απάνω = από ένα σημείο και πέρα: αποκεί και απάνω θέλει να ένι οργιές δεκαέξι Καραβ. 49310. Β´ Χρον. α) Έπειτα, κατόπιν, ακολούθως (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2β): ανέγνωθεν τα γράμματα και απέκει εφίλησέν τα Διγ. Esc. 303· θώριε τον μπούσουλά σου| να μη παραστρατήσομεν κι απέκει, σφάκελά σου Γαδ. διήγ. 156· έστεκεν ως ένι το μάρμαρον· να είπες υπετάγην| ουκ είχα απέκει σπαραγμόν Λίβ. Sc. 1048· απέκ’ ύστερα γίνονται τα μήλα και τα φύλλα Κορων., Μπούας 7· β) φρ. απεκεί και ομπρός = από τότε και ύστερα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2α): ημπορεί να το πουλήσει απεκεί και ομπρός Ασσίζ. 20121. Γ́. Γ´ 1) (Ως επακόλουθο μιας προϋπόθεσης) αποκεί και πέρα, κατόπιν: Μόνον ας έναι ευγενική κι απόκει αν σφάλλει σ’ άλλα| να τ’ απομένεις δύνεσαι Δεφ., Λόγ. 563· Τη χώρα ας μου δώσουσι κι απόκει ό,τι μ’ ορίσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 5345. 2) (Με το σύνδ. και) ακόμη, προσέτι: έπειτα ο γεωργός να ’ναι καλός τεχνίτης και απεκεί ο σπόρος καλός Σοφιαν., Παιδαγ. 97. 3) (Με το σύνδ. και) επομένως (Πβ. το σημερ. απεκεί = λοιπόν, στην Κορσική, Blanken, Dial. Cargése 211): και απεκεί ουδέν είπεν καλά και αρμόδια; Σοφιαν., Παιδαγ. 102. Εκφρ. 1) Τα απέδω και τα απέκει = τα πoικίλα Προδρ. ΙΙ G 65. 2) Αποεκεί απού = ενώ, μολονότι Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 396. — Βλ. και εκεί.απεκείθε(ν),- επίρρ., Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 222, 612, Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙV 87, Διγ. (Καλ.) Esc. 1497, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7443, Λίβ. (Μαυρ.) P 182, Λίβ. (Lamb.) Sc. 35, 1178, 2376, Λίβ. (Lamb.) Esc. 467, 2280, Λίβ. (Wagn.) N 2012, 2423, Αχιλλ. (Hess.) N 1495, Λέοντ., Αίν. (Legr.) Ι 106, Χρησμ. (Trapp) Ι 114, Θησ. (Foll.) Ι 67, Θησ. (Βεν.) Πρόλ. [186], Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 466, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 33417· απεκείθενε, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Δ΄ [961]· αποκείθε, Βέλθ. (Κριαρ.) 1194· αποκείθεν, Καλλίμ. (Κριαρ.) 323· αποκείθεν, Μαχ. (Dawk.) 42818.
Από την πρόθ. από το επίρρ. εκείθεν. Βλ. και Παπαδ. Α., Αθ. 29, 1917, ΛΑ 113.Η λ. ήδη τον 5. αι. μ. Χ. στον Επιφάνιο (Sophocl.) και σήμ. (ΙΛ, λ. απεκείθε).
1) α) (Με ρ. που δηλώνουν κίνηση από τόπο) από εκεί, από εκείνο το μέρος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. απεκείθε 1): εξέβης απεκείθεν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7443· β) (προκ. για απομάκρυνση) από εκεί, από εκείνο το σημείο: οφθαλμούς απήρας αποκείθεν Καλλίμ. 323. 2) (Με ρ. που δηλώνουν κίνηση διά τόπου) από εκεί, διά μέσου: κρουώ σουγλεάν το χέριν μου και εδιέβην απεκείθε Προδρ. ΙV 87. 3) (Με ρ. που δηλώνουν κίνηση σε τόπο) προς τα εκεί (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. απεκείθε 2): απώδε εστρέφετον ο ξένος και απεκείθεν Λόγ. παρηγ. O 222. 4) (Προκ. για στάση) από την άλλη μεριά, από το άλλο μέρος (Πβ. τη σημερ. χρ., ΙΛ, λ. απεικείθε 3): Πέντε την επαρέτρεχον απόθεν και απεκείθεν Διγ. Esc. 1497· εγυρεύσαν απόθεν και αποκείθθεν Μαχ. 42818· να έχει απεδώθεν ποταμόν και απεκείθεν το λιβάδιν Λίβ. Sc. 2376· κρημνόν εκείθεν βλέπομεν, όρη απεκείθεν πάλιν Λίβ. N 2423. 5) (Ως επίθ.) που κατέχει την πιο πέρα θέση: και το απεκείθεν πρόσωπον γέροντος να είδες όψΙν Λίβ. P 182. 6) Έκφρ. αποκείθεν οπού = (χρον.) αφότου: ο Ροβοάμ οπού απέθανεν αποκείθεν οπού εβασίλευσεν δεκαεπτά χρόνους εις την Ιερουσαλήμ Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 206v.απέσω,- επίρρ., Τρωικά (Praecht.) 5323, 5354, Σπαν. (Hanna) O 233, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 517, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 58, Προδρ. (Hess.-Pern.) Ι 239, ΙΙΙ 52, 152, 198, 404α, (χφ g) (κριτ. υπ.), Καλλίμ. (Κριαρ.) 913, Ασσίζ. (Σάθ.) 1785, 19814, Διγ. (Mavr.) Gr. VIII 51, Διγ. (Hess.) Esc. 436, 756, 1123, 1724, Διγ. (Καλ.) Esc. 544, Βέλθ. (Κριαρ.) 323, Ακ. Σπαν. (Legr.) 505, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 553, Ερμον. (Legr.) P 258, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1709, 1710, 3463, 5843, 6503, 7164, 7440, 7593, 8797 8891, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 544, Πουλολ. (Krawcz.) 159, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 348, Πτωχολ. (Schick) P 182, Διήγ. Βελ. (Cant.) 66, Φλώρ. (Κριαρ.) 1616, Σπαν. (Ζώρ.) V 502, Περί ξεν. (Wagn.) V 259, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 203, 578, Απολλών. (Wagn.) 219, 614, Λίβ. (Μαυρ.) P 1265, 2528, 2578, Λίβ. (Wagn.) N 2177, Αχιλλ. (Haag) L 944, Αχιλλ. (Hess.) L 271, 379, Ν 127, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 293, Ιμπ. (Κριαρ.) 251, 695, Λέοντ., Αίν. (Legr.) ΙΙ 31, Χρησμ. (Trapp) VI 6, VII 8, Φυσιολ. (Legr.) 450, 845, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 64, 895, Παρασπ., Βάρν. (Mor.) C. 341, 385, Θησ. (Foll.) Ι 4, 79, Θησ. (Βεν.) Πρόλ. [31, 158], Β΄ [354], Ch. pop. (Pern.) 42, Νεκρ. βασιλ. (Μανούσ.) 6, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 634, Αγν., Ποιήμ. (Ζώρ.) Β΄ 2, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 421, 663, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 333, Φαλιέρ., Ενύπν. (Ζώρ.) 50, Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 27532, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 493 κ.π.α.· απέσσω, Μαχ. (Dawk.) 11017, 4585, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 9519, 10831· αππέσσω, Μαχ. (Dawk.) 2188, 4589, 10, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 635, 719, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 679, 846· απέσου, Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙΙ 52 (χφ g) (κριτ. υπ.), 152 (χφ Η) (κριτ. υπ.)· αμπέσσω, Μαχ. (Dawk.) 11028· απόσω, Διγ. (Hess.) Esc. 544, 756· επέσω, Τρωικά (Praecht.) 5335.
Από την πρόθ. από και το επίρρ. έσω. Για τον τ. απέσου πβ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 209. Η λ. και οι τ. της και σήμ. (ΙΛ). Βλ. και Mihevc., Živa antica 15, 1966, 356.
Α´ Τοπ. 1) (Προκ. για κίνηση) α) απομέσα (προς τα έξω) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1α): να βγάλετε τους ασεβείς απέσω από την Πόλην Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 895· δύο αρκούδια επήδησαν απέσω από το δάσος Διγ. Esc. 756· Η ρήγαινα όρισεν ... και εστρέψαν της ό,τι της επήραν αππέσσω της Μαχ. 2188· β) (από έξω) προς τα μέσα, μέσα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2α): έπεψεν δύναμην αμπέσσω ο καπετάνιος Μαχ. 11028· ηύρεν τα κάτεργα έτοιμα, εσέβηκεν απέσω Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6503· οι Φράγκοι απέσω εσέβησαν, το κάστρο επαραλάβαν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1709· Η Μαργαρώνα τα έβαλεν απέσω εις το κελίν της Ιμπ. 695· βλ. και απέσωθεν α· γ) στα ενδότερα (Πβ. ΙΛ στη λ. Α2β): εγώ εγύρισα Συρίαν και Ρωμανίαν απέσω εκατέβηκα Διγ. Esc. 544. 2) (Προκ. για στάση) μέσα, απομέσα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α3): Το κάστρον ήτον δυνατόν και καλά αφυρωμένο| από πάσαν του μεριάν, απέσα και απέξω Θησ. Ι 79· Κι ο ρήγας ...| όρισεν κι εθρόνιασάν τον εις το παλάτι απέσω Χρον. Μορ. H 3463· Μόνον τούτο απέμεινεν απέσω στην καρδιά μου Θησ. Πρόλ. [31]· γλήγορα εγνωρίσαν το απέσω εκ το καστέλλιν Αχιλλ. L 379· εφορούσαν απέσω εις τα ρούχα τους άρματα Τρωικά 5323· ώρας χαρά γαρ δύναται να διώξει χρόνου λύπην,| αν έναι εγκάρδιος η χαρά και απέ ψυχήν απέσω Λίβ. N 2177. Βλ. και απέσωθεν β. 3) (Με το επίρρ. εντός για να δηλωθεί κάποια επίταση) μέσα: κότον γαρ εν τῃ ψυχῄ σου| είσβαλες εντός απέσω Ερμον. P 258. 4) Ανάμεσα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α4): εμέν μόνον αφήσετε απέσω εις τα θηρία Διγ. Esc. 1724. 5) (Ιατρ.) εσωτερικά, στον (ανθρώπινο) οργανισμό: εκείνος ο ιατρός έβανέν τον πράγματα θερμά και ξηρά απέ τα ποία εκείνον το κακόν έβλαψέν τον απέσω και απέθανεν Ασσίζ. 1785. 6) Επάνω?: ουχ έφα (ένν. το ποντίκιν) μόνον την πίτταν,| αλλά και χωροπατεί απέσω Χρησμ. VII 8. Β´ (Χρον.) σε διάστημα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β1): Κι εις την Κλαρέντσαν έσωσεν απέσω εις τρεις ημέρας Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5843· να ζητήσει δίκαιον στο ιγονικόν εκείνον| απέσω εις τα τέρμενα όπου έχουν τα συνήθια Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7593. Γ´ (Τροπ.) (πιθ.) σύμφωνα (με κάτι): ουδ’ ετραγούδα τεχνικά απέσω εις την τέχνην Απολλών. 219. Με το άρθρο: 1) Το απέσω = το εσωτερικό: Επεί δε το Ερωτόκαστρον απέξω ήτον κτισμένον| εκ σαρδωνύχου λαξευτού, απείκασε το απέσω Βέλθ. 323· 2) οι απέσω = αυτοί που βρίσκονται μέσα: Γροικώντα οι απέσσω Μαχ. 4585. — Βλ. και αναμέσον.αποβλέπω,- Σπαν. (Hanna) V Suppl. 66, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 649, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2413, 4993, Λέοντ., Αίν. (Legr.) II 40, Θησ. (Βεν.) Ι΄ [321], Αχέλ. (Pern.) 953, 2018, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 11434, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Δ΄ 453, Θυσ. (Μέγ.)2 782.
Το αρχ. αποβλέπω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Βλέπω κάτι σ’ όλη του την έκταση, βλέπω καλά (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, στη λ. 1 α): Αφότου εγώ αποείδα το την αφεντίαν ουκ έχω,| δος μου άλογα και συντροφιάν του να έχω υπαγαίνειν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2413· β) βλέπω το αποτέλεσμα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1 β): διά ταύτα να φυλάσσουσι του καστελλιού τα τείχη| είναι πρεπόν, για ν’ αποδούν το τι τούς φέρ’ η τύχη Αχέλ. 953· Τότε πάλι εδιάβησαν εις τον σουλτάνο και εμεταεβεβαιώσανε την αγάπην τους, έως να αποϊδούνε το τι θέλει κάμει εις τον κόσμον Χρον. σουλτ. 11434. 2) Προσέχω, φροντίζω: Αρκίτα, φίλε ακριβέ, θεοί να αποβλέπουν| ο κλώστης οπού εκλώστηκεν, σε σεν πολλά ολίγον| να μην την σπάσει την κλωστήν Θησ. I΄ [321]. 3) Παύω να βλέπω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): έπιασεν το το χαρτίν … γοργά το αναγνώθει. Και αφόντου το απόβλεψεν, δίδει το μίαν γυναίκαν Λόγ. παρηγ. O 649· Γιέ μου, πνοή τσή ζήσης μου, μπλιό σου δε θες γιαγείρει· επόδες τη τη μάννα σου και τον καημένο κύρη Θυσ.2 782· τα λόγιασα, απολόγιασα, τά ’χα να δω, απόδα Ερωτόκρ. Δ΄ 453.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίθ., Χρησμ. (Λάμπρ.) 120, Χρησμ. (Trapp) III τίτλ., Λέοντ., Αίν. (Legr.) II τίτλ. (δις).