Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 23 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Κύριλλ. Κων/π.

  • αγροικίζω·
    γροικίζω, Λίβ. (Lamb.) Sc. 734, Ιμπ. (Legr.) 718· μτχ. γροικιζάμενος, Κύριλλ. Κων/π. σ. 373.
    Από το αγροικώ κατ’ αναλογία άλλων ρ. σε ‑ίζω. Πβ. το αρχ. αγροικίζομαι (L‑S). Η λ. ήδη στο Γρηγ. Νύσσης (Lampe, Lex., λ. αγροικίζω).
    Εννοώ, αντιλαμβάνομαι [Η σημασ. και στον Κύριλλ. Κων/π. 373]: έμαθον της αγάπης σου το σπλάγχνος το εις εμένα·| γροικίζω ουκ είσαι (κριτ. υπ.) αναίσθητος Λίβ. Sc. 734 (πβ. αγροικώ Ι 1β4).
       
  • απόβλεψις
    η.
    Από το αποβλέπω. Η λ. στα Γεωπονικά (L‑S).
    Ενατένιση· σκοπός, στόχος: εμάς φθάνει να έχομεν απόβλεψιν εις την δόξαν του Κυρίου και ωφέλειαν της εκκλησίας Κύριλλ. Κων/π. σ. 375.
       
  • μετατοπίζω,
    Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. α΄ 11, ιθ΄ 1, Λουκ. ι΄ 7, Βακτ. αρχιερ. 164· γ΄ εν. μέσ. αορ. μετετοπήθη.
    Από την πρόθ. μετά και το ουσ. τόπος (Βλ. Ανδρ., Λεξ.). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. α) Μετακινώ, μεταφέρω κάπ. ή κ. από ένα τόπο σε άλλο: την κτίση από τον Θρόνον της να την μετατοπίσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [352] · Επήγεν (ενν. ο Συμεών) … εις Τρίκκην και … εκεί εμετατόπισε και την γυναίκα του Θωμαΐδα από την Καστορίαν Ιστορ. δεσποτών Ηπείρ. 57· β) εκτοπίζω, μετοικίζω: όταν ο λαός εμετατοπίσθη διά μέσου της αιχμαλωσίας εις την Βαβυλώνα, όπου έμαθον την βαβυλωνικήν γλώσσαν, ο Δανιήλ έγραφε βαβυλωνικά Κύριλλ. Κων/π. 373. Β´ Αμτβ. 1) Μετακινούμαι, αλλάζω τόπο: μετατόπισε Αβραάμ και πάγει στους Γεράρους| κι εφόρτωσε το έχειν του ʼς καμήλια και γαϊδάρους Χούμνου, Κοσμογ. 899· θέλετε ειπεί ετούτο το όρος: μετατόπισε απεδώ και θέλει μετατοπίσει Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. ιζ΄ 20. 2) (Μεταφ.) αλλάζω στάση, συμπεριφορά: Έβανε σιδερήν καρδιά όντα καλοτερίσεις,| να ιδείς του κόσμου τα κακά να μη μετατοπίσεις Φαλιέρ., Ρίμ. AN 326. IΙ. (Μέσ.) μετακινούμαι· (εδώ μεταφ.) αναστατώνομαι: τα μάτια του θαμπώθησαν, ο νους του εσυγχύσθη| και η ψυχή του από βαθιά όλη μετετοπήθη Μαρκάδ. 76.
       
  • μήνυμα
    το, Γλυκά, Στ. 150, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1372, Περί ξεν. A 416, Λίβ. P 1467, Λίβ. Sc. 440, 867, Λίβ. Esc. 1949, Λίβ. N 3502, Δούκ. 29310, Κώδ. Χρονογρ. 5611, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 55, Ιστ. πατρ. 8013, 9723, Αρσ., Κόπ. διατρ. [77], Λίμπον. 470· μήνυμα(ν), Διγ. Z 286, Διγ. (Trapp) Esc. 1363, Φλώρ. 889, Πανάρ. 7027, Λίβ. Sc. 1153, Αχιλλ. N 178, Αχιλλ. O 119, Χρον. Τόκκων 1177, Αργυρ., Βάρν. K 105, Ριμ. Βελ. 828, Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 25· μήνυμαν, Καλλίμ. 1072 Επιθαλ. Ανδρ. Β′ 554, Απολλών. 443, Λίβ. N 1402, Παρασπ., Βάρν. C 114, Χούμνου, Κοσμογ. 2396.
    Το αρχ. ουσ. μήνυμα. Ο τ. και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β' 660). Η λ. και σήμ.
    1) α) Αγγελία· είδηση, πληροφορία: αυτός εκ την πολλήν χαράν αρχίζει διά να κλαίγει, διατί βαστά το μήνυμαν της σωτηρίας Χούμνου, Κοσμογ. 380· ήδη ζω … και πέμπω σοι μηνύματα από τήσδε της πόλεως της Κορυφώ, τά άπερ μισείς Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 114· έφθασεν το μήνυμα, ήλθεν μαντατοφόρος Λίβ. Sc. 1125· να μάθουν ’ξ εκείνα τα μηνύματα καλό ή κακόν να πάθουν Κορων., Μπούας 22· εφέραν τον πατέρα του μηνύματα βαρέα Αχιλλ. L 101· ήλθε μήνυμα πως ο ύστατος των αδελφών αυτού … εν τῃ Βλαχίᾳ ην διάγων Δούκ. 15527· Το θείον και ιερόν ευαγγέλιον … είναι ένα γλυκύ μήνυμα οπού μας εδόθη από τον ουρανόν Κύριλλ. Κων/π. 370· (ως σύστ. αντικ.): και μήνυμαν του μήνυσαν ʼς Αντιοχειάν να πάγει| διά να τον ποίσουν βασιλεά Απολλών. (Wagn.) 447· μήνυμα τον εμήνυσεν γαμπρόν να τον επάρει Λίβ. N 2476· β) ειδοποίηση: στέλλει προς τους άρχοντας και προς τον ποδεστάτον της χώρας μήνυμα του εξελθείν και συνευρεθήναι συν εκείνῳ Δούκ. 41723· γ) προειδοποίηση: Ταύτα και έτερα ο Παγιαζήτ οργίλα πέμψας μηνύματα, αυτοί τῳ Θεώ τας ελπίδας ανέθεντο Δούκ. 8915. 2) Προμήνυμα: μηδέ ανάμενε να έρθουσι μηνύματα του θανάτου σου αποποθινά, … άρχισε σήμερον την μετάνοιαν Πηγά, Χρυσοπ. 283(20). 3) Παραγγελία· εντολή, διαταγή: και ίδωμεν του καθενός τον έπαινον και ψόγον. Τούτο εστί το μήνυμα Λέοντος βασιλέως| και τούτο λέγουν αι γραφαί αι προς υμάς σταλείσαι Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 67· Και άλλα πολλά μηνύματα έστειλεν (ενν. ο δούκας) εις την χώραν Χρον. Τόκκων 1181· (ως σύστ. αντικ.): μανθάνοντα το μήνυμαν όπου τους εμηνύσαν απέ το σέντζιν της Κερυνίας, ή να τους πέψουν βιτουαλίες, ειδέ καν ου, να ευκαιρέσουν τον τόπον Μαχ. 46614-5. 4) Προτροπή, παρότρυνση: ώρμησαν κατά των Τούρκων, το πλείον εκ μηνυμάτων του βασιλέως προς τον κράλην και τον Ίαγχον Έκθ. χρον. 812· Αυτός (ενν. ο δούκας) εκ την ανάγκασιν και εκ τα μηνύματα τους (ενν. των Αλβανιτών)| εβάλθη, εβουλήθηκεν να κάμει την αμάχην Χρον. Τόκκων 1653. 5) (Προκ. για εκλογή αρχιερέων ή πατριαρχών) γνωστοποίηση για την εκλογή και η τελετή που ακολουθεί: έδωκαν αυτού το μικρόν μήνυμα διά να τον εκάμουν πατριάρχην Ιστ. πατρ. 809· Περί χειροτονούμενων μήνυμα α’ και β’ πώς δίδεται και ποιος το δίδει και πώς είναι η απόκρισις του υποψηφίου Βακτ. αρχιερ. 185· πατριάρχην τον εψήφισαν· και δώσαντες αυτού το μικρόν μήνυμα και το μέγα εχειροτόνησεν αυτόν ο Ηρακλείας Ιστ. πατρ. 961. 6) (Στον πληθ.) χαιρετίσματα: μηνύματα εκ την μάνναν του, ευχαριστίες μεγάλες| και συγχαρίκια έμορφα Φλώρ. 757.
       
  • μικραίνω·
    αόρ. εμίκρανα· εμίκρυνα· σμικραίνω ή σμικρύνω.
    Από το αρχ. μικρύνω. Ο τ. σμικρύνω ήδη μτγν. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Κάνω κ. μικρότερο· ελαττώνω, μειώνω: Αυτή απού καίγει την καρδιά, θεά, την εδική μου| με την περίσσαν όργητα απ’ έχει στο κορμί μου| θαρρεί πως είναι άξα τιμή περισσά να μικρύνει; Πανώρ. Δ΄ 341· β) υποτιμώ: Τούτο το κατόρθωμα … πολλοί ενάντιοι θέλουσι ζητήσει να το ψέξουν και να το σμικρύνουν Κύριλλ. Κων/π. 375. 2) Συντομεύω: να ματατυπωθούσι (ενν. οι κανόνες της Εκκλησίας) ή να αυξηθούσι ή να τους μικρύνουν Χριστ. διδασκ. 500. Β´ Αμτβ. 1) Γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι, λιγοστεύω: εκ το μέρος το εμόν, λέγω σου πιστοτάτως,| ου μη μικρύνει τίποτες· πάντα εις εσέ να στέκω Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 5808. 2) (Μεταφ.) υποβιβάζομαι κοινωνικά, ξεπέφτω: είδα …| αφέντες κι εμικράνασι κι επέσαν βασιλιάδες Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 199. IΙ. (Μέσ.· μεταφ.) νιώθω μικρός, ασήμαντος: σμικραίνομαι τηρώντα σε, Θεέ της ευσπλαχνίας Σκλέντζα, Ποιήμ. 64.
       
  • μονογενής,
    επίθ., Διγ. Z 3141, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1299, Απολλών. (Wagn.) 6, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 279ν, Κύριλλ. Κων/π. 371, Διγ. Άνδρ. 37927, 38316, Διήγ. ωραιότ. 101, Διγ. O 922· θηλ. μονογενή, Μαχ. 5287.
    Το αρχ. επίθ. μονογενής. Το θηλ. μονογενή με απλοποίηση (Βλ. Πιλαβάκης, Πρακτ. Α′ Κυπρ. Σ Γ΄ 274· πβ. ά. ευγενής). Η λ. και σήμ.
    Που είναι το μοναδικό παιδί μιας οικογένειας, που δεν έχει αδέρφια: Διγ. Z 2987, Διήγ. Αλ. G 281·  (προκ. για το Χριστό): έστειλεν (ενν. ο Θεός) τον Υιόν του τον μονογενήν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 51r· Ιησού γλυκύ, ελέησον, μονογενή Μαρίας| απελπισμένων η ελπίς, σ’ οδόν της εξορίας Σκλέντζα, Ποιήμ. 25. Το αρσ. ως ουσ. = μοναχογιός, μοναχοπαίδι: βασιλεύς εστέφθηκα αντί δε του πατρός μου,| διατ’ ήμουν και μονογενής πατρός τε και μητρός μου Νεκρ. βασιλ. 54· Ανάστα, πάτερ, θέασον το παμφιλές σου τέκνον,| θέασον τον μονογενή Διγ. Z 3965· (εδώ) ο Χριστός: Απανωθιόν των ουρανών, δέσποιν’, ανεβασμένη,| όπισθεν του μονογενούς με σάρκα καθημένη Σκλέντζα, Ποιήμ. 740.
       
  • μύστης
    ο, Παρασπ., Βάρν. C 357, Παϊσ., Ιστ. Σινά 140, Κύριλλ. Κων/π. 371.
    Το αρχ. ουσ. μύστης. Η λ. και σήμ.
    1) Αυτός που είναι μυημένος, κατηχημένος· (μεταφ.) οπαδός, μαθητής: Αν θέλεις λοιπόν και εσύ να γένεις μύστης του Χριστού, κάθου εις τους πόδας του και δέχοσουν το Ευαγγέλιόν του και άφησ’ όλον σου τον βίον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 362v. 2) Έμπιστο πρόσωπο, μυστικοσύμβουλος: Είς γαρ του φθόνου σνγγενής του ρήγα μύστης λέγει (παραλ. 1 στ.): «Είδες, αυθέντη, επιβουλήν και κακήν δυσβουλίαν ... » Αργυρ., Βάρν. K 361.
       
  • ξεκαθαρίζω,
    Θησ. IB́ [345], Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 246r, Αχέλ. 239, Αιτωλ., Μύθ. 554, Πανώρ. Β́ 353, Σουμμ., Ρεμπελ. 161, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 195, Χριστ. διδασκ. 389, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2203, Διαθ. 17. αι. 120, 210, 411, 529, 1175, κ.π.α· εξεκαθαρίζω, Σαχλ., Αφήγ. 387, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 44v, 52v, 112v, 139v, 299v, 317r, 392r· ξεκαθερίζω, Χρον. σουλτ. 12610.
    Από τον αόρ. του μτγν. εκκαθαρίζω (Ανδρ., Λεξ.). Ο τ. εξεκαθαρίζω σε έγγρ. του 17. και 19. αι. (Κονόμ., Εραν. 8, 1970, 234, 241, 242). Τ. εξηκαθαρίζω σε έγγρ. του 1668 (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 27, 1984, 356) και τ. ξηκαθαρίζω σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β́ 685). Η λ. σε έγγρ. του 16.αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 4, 1951, 162, Μέρτζιος, Κρ. Χρ. 15-16, τεύχ. Β́, 1961/2, 231, 259, 277, Δετοράκης, Θησαυρ. 19, 1982, 156, όπου και τ. ξεκαθαρίζω), στο Βλάχ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Ά́ Μτβ. 1) α) Διευκρινίζω, εξηγώ: Μα γιάντα να ʼρθετε εδεπά σας έκαμα θ’ αρχίσω,| γυναίκες μου ομορφότατες, να σας ξεκαθαρίσω Γύπ. Πρόλ. Διός 54· διατί λέγεται η έκτη ημέρα της εβδομάδος Παρασκευή του Πάσχα ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής το εξεκαθαρίζει Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 261v· Ξεκαθάρισε μου αυτό το αίνιγμα Μπερτόλδος 32· β) (με αιτιατ. προσ. συνεκδ.) αντιμετωπίζω επιτυχώς, ξεμπροστιάζω: να μιλήσω εγώ ολίγον με τούτον τον χωριάτην, διατί εγώ θέλω να τον ξεκαθαρίσω Μπερτόλδος 28· (ειρων.-σκωπτ.): Δεν σου το είπα εγώ πως ... θέλεις διαβάσει το βιβλίον ανάποδα ... οπού εχθές είπες εις έπαινον των γυναικών; Τώρα ιδέ πώς αυτές σε εξεκαθάρισαν Μπερτόλδος 19· γ)(προκ. για όνειρο) εξηγώ, ερμηνεύω: ο βασιλεύς έκραξεν όλους τους σοφούς και τους ονειροκρίτας να του διαλύσουν τι πράγμα είναι τούτα τα όνειρα άπερ είδεν, και ουδένας εδυνήθη να του τα εξεκαθαρίσει Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 148v· δ) (προκ. για γραμματικές και συντακτικές χρ. των μερών του λόγου) διασαφηνίζω: ας αρχίσομεν ... να ’ξετάσομεν μετ’ ακρίβειας και καταλεπτώς, ας ξεκαθαρίσομεν κατά τάξιν ένα ένα με τους κανόνας ... Σοφιαν., Γραμμ. 252· ε) (προκ. για το αποτέλεσμα διεκδίκησης, αγών­­­­ διαλευκαίνω: το στεφάνι το χρουσό για ένα κορμίν εγίνη| κι αυτείνοι οι τρεις αν πεθυμού και θε να το νικήσου,| αλλήλως τως ας τρέξουσι να το ξεκαθαρίσου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 2232. 2) Κάνω κ. σαφές, προσδιορίζω: αμή δεν εξεκαθάρισεν (ενν. ο Μπερτόλδος) πού και εις τι τόπον εκείνοι (ενν. η γυναίκα του και το παιδί του) εκατοικούσαν Μπερτολδίνος 92. 3) α) Αναλύω, διασαφηνίζω κ. (μέσα από διδασκαλία): κανένα πράγμα δεν είναι οπού ... να πιστεύομεν ... οπού ο διδάσκαλός μας και δεσπότης ο Κύριός μας δεν το εσημάδευσε και εξεκαθάρισε διά των Ευαγγελιστών εκείνων Κύριλλ. Κων/π. 371· Η αληθινή ετούτη Εκκλησία ... κάμνει χρεία να είναι κυβερνημένη διαμέσου της πνευματικής πολιτείας, εκείνης οπού μας εδίδαξεν ο Θεός και οπού εξεκαθάρισεν εις τον θείον του λόγον Χριστ. διδασκ. 132· β) εκθέτω διεξοδικά, περιγράφω κ. αναλυτικά: οι άλλες ιστορίες απερνούν έτσι ολίγα, δεν ξεκαθαρίζουν τόσο πολλά πολυποίκιλα την ιστορίαν του Νώε Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 76r· θέλω να σας ξεκαθαρίσω πλέον καλύτερα την γενεαλογίαν της Άννας της μητρός Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 254v· Τα κάλλη τση πόσα ʼτανε δε θα ξεκαθαρίσω.| Σώνει να πω πως μ’ έκαμε τον ουρανό ν’ αφήσω Γύπ. Πρόλ. Διός 58. 4) α) Κάνω κ. γνωστό, φανερώνω: ανέν και βούλεσαι κι εσύ να μου ακολουθήσεις,| βλέπεσαι μην ειπείς τινός, να το ξεκαθαρίσεις Ιμπ. (Legr.) 542· Διά ταύτο επά με έστειλε να ’ρθω να διαλαλήσω,| την γκιόστραν εις την χώρα μας διά να ξεκαθαρίσω Ευγέν. 1022· β) (γραμμ.) δηλώνω: Ρήμα έναι έν από τα μέρη του λόγου οπού κλίνονται, τ’ οποίον ξεχωρίζει τα πρόσωπα αν ενεργούν ή πάσχουν, ξεκαθαρίζοντας και τους καιρούς με διαφόρους σχηματισμούς Σοφιαν., Γραμμ. 214. 5) α) Αποδεικνύω, τεκμηριώνω, αποκαλύπτω: να μην αφήσουσιν ποτέ να περάσει η πρόβα τση αρχοντιάς τως ... για να μην έχουσι περισσά πείραξη να ξεκαθαρίζομαι την αρχοντιάν τως Διαθ. 17. αι. 3172· εγώ δε την αλήθειαν θέλω να μαρτυρήσω| και με πολλές απόδειξες να την ξεκαθαρίσω Κρασοπ. (Eideneier) Β 30 (15Β)· β) βεβαιώνω, πιστοποιώ: Ξεκαθαρίζω ότι πως τα σογκόρα όλα όπου εγόρασα απού τον Πέρι Μπον είναι όλα λίμπερα Διαθ. 17. αι. 1054. 6) α) Ορίζω, διατάζω: εις της Ανατολής τα μέρη εδράμα, καθώς εξεκαθάριζε το γράμμα.| Λαό ξαναφορτώνει και γυρίζει| στον τόπον που ο βιζίρης τον ορίζει Λεηλ. Παροικ. 22· β) ορίζω, καθορίζω (μέσα από διαθήκη)· αποσαφηνίζω: αφήνω οδιά κομμισσάριό μου τον αφέντη Ζουάνε Μελισσινό, ο οποίος θέλει κάμει και να τελειώσει ό,τι εδώ κάτω θέλω ξεκαθαρίσει Διαθ. 17. αι. 1014· θέλω και ξεκαθαρίζω και του Γεώργη του Σαρβίρη, του καλού και μπιστικού μου φαμέγιου, το αυτό λεγάτο να λογάται υπέρπυρα εκατό Διαθ. 17. αι. 3303· εκράτηξα από κείνα απού ήταξα του άνωθεν Ντζαν Φραντζέσκο του εγγονού μου, καθώς εις τα προυκοχάρτια του ξεκαθαρίζονται, εβγάνοντας το εμισό λιόφυτο Διαθ. 17. αι. 390. 7) α) Διακρίνω, ξεχωρίζω: Κι ήσβησε κι εσκοτείνιασε ίτις πολλά το φως μου| ʼτί δεν εξεκαθάριζα καθόλου τι έναι ομπρός μου Φαλιέρ., Ιστ.2 260· τυχαίνει τσ’ ομορφιές καλά να τες ξεκαθαρίσεις,| πού στέκουνται και πώς περνού να δεις και να γνωρίσεις Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. β́ 63· β) καταλαβαίνω: Εκείνος είν’ ο δούλος μας, σώπαινε να γροικήσω·| είντα φωνιάζει δε μπορώ να του ξεκαθαρίσω Θυσ.2 1090. 8) Υπολογίζω· (εδώ την αντιστοιχία αριθμών σε γράμματα): τ’ όνομά μου γράφω το· που θε να το γροικήσει| σε νούμερον ρωμαϊκόν κι ας το ξεκαθαρίσει:| σαράντ’ ας βάλει ομπροσθά και δέκα κι εξακόσια (παραλ. 4 στ.) να εύρει την γενέαν μου και τ’ όνομά μου μένα Καβαλίστας 122. 9) (Προκ. για διαφορά) εξομαλύνω, διευθετώ: ογιά κριτήν τως εκλεχτό σε ʼχεν αποφασίσει,| τσι διαφορές απὄχουσι να τως ξεκαθαρίσεις Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. β́ 20· εις τα κορμιά τως ετουνώ να στέκει η διαφορά τως|, να την ξεκαθαρίσουσιν οι δυο με τ’ άρματά τως Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1274· φρ. ξεκαθαρίζω την δουλείαν = ξεμπερδεύω τα πράγματα, τακτοποιώ την υπόθεση: Τι έκαμεν η γυναίκα μου της βασίλισσας ...; ... Όρσου, εγώ θέλω να υπάγω να ξεκαθαρίσω την δουλείαν τώρα, τώρα Μπερτολδίνος 135. 10) Κάνω επιλογή (στρατιωτών) εκκαθάριση, ξεδιάλεγμα: Τότε εξεδιάλεξε το φουσσάτο του ο σουλτάν Μπαγιαζίτης, τους γιανιτσάρους και σπαχήδες και άλλους, και εξεκαθάρισε το φουσσάτο του Χρον. σουλτ. 12610· είτιναν είδεν (ενν. ο Αχιλλεύς) μαύρον, χλομόν, έλεγεν ότι πολλά φοβάται| και επεχώριζεν αυτούς απέ τους καλούς αγόρους| και επεκράτιζεν όσους ήθελεν και ηγάπαν.| Και όταν εξεκαθέριζεν όλον του το φουσσάτον,| στριγγιάν φωνήν εφώναξεν όλα τα παλληκάρια Αχιλλ. L 144. 11) Εξετάζω, ανακρίνω· (εδώ προκ. για το Χριστό· για τη σημασ. βλ. Μανούσ. ‑ Parlangeli, Κρ. Χρ. 8, 1954, 132): ήλθαμεν σ’ εσέν (ενν. τον Πιλάτο) να τον (ενν. τον Χριστόν) ξεκαθερίσεις| και τότες εις τα χέρια μας πάλιν να τον αφήσεις Μυστ. παθ. 71. 12) α) Εκδικάζω: κατηγορία κληρικού έχει άδειαν έως ένα χρόνον να εξεκαθαρίζεται Βακτ. αρχιερ. 158· β) (μεταφ.): Γιαύτος τά μ’ όρισε (ενν. ο Ζευς) κι εμέ χρειά μου ’ναι να τα κάμω| και τούτο το δικάσιμο ... ,| καθώς μπορώ και δύνομαι, να το ξεκαθαρίσω Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. β́ 51. 13) Δέχομαι, αποδεικνύω την αθωότητα κάπ.· (εδώ με το να μείνει αβλαβής): να ποτίσει τα νερά και ... αν εμαγαρίστην, ... να πρηστεί η κοιλία της ... και αν δεν εμαγαρίστην, η γεναίκα και καθάρια αυτή και να ξεκαθεριστεί και να σποριστεί σπορά Πεντ. Αρ. V 28. Β́ Αμτβ. 1) Μιλώ καθαρά, δεν τραυλίζω: Διατί ʼσαι συ βραδύγλωσσος και δεν ξεκαθαρίζεις,| δίδω σου εσένα την εξάν αυτούνον να ορίζεις Χούμνου, Κοσμογ. 2175. 2) (Προκ. για σύννεφο) διαλύομαι: έρχεται ένα γνέφος άσπρο και εσκέπασε όλο το βουνό του Σινά. Και ... εστάθηκε ο Μωυσής επτά ημέρες έως ότου να εξεκαθαρίσει και μετά τες επτά ημέρες εξεκαθάρισε Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 175v. IΙ. (Μέσ. με ενεργ. σημασ.) διευκρινίζω, κάνω σαφές· προσδιορίζω: Ο περιβολάρης υπαγαίνει εις την χώραν διά να ξεκαθαρισθεί από την βασίλισσαν την αιτίαν του τοιούτου έργου Μπερτολδίνος 135· φρ. ξεκαθαρίζει η ημέρα = ξημερώνει: όταν ήλθε η τρίτη ημέρα και εξεκαθάρισεν η ημέρα, ήκουγαν τα όργανα και τα βούκινα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 174v.
        ξεκαθαρίζω&tab=1#switch">
  • ξεκαθαριστά,
    επίρρ., Κύριλλ. Κων/π. 371, Χριστ. διδασκ. 393, 407· εξεκαθαριστά, Χριστ. διδασκ. Προοίμ. [Έ́]· συγκριτ. ξεκαθαριστότερα, Πηγά, Χρυσοπ. 280 (12).
    Από το ουδ. του επίθ. *ξεκαθαριστός < ξεκαθαρίζω. Τ. ξεκαθάριστα με άλλη σημασ. σε έγγρ. του 1604 (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 508). Η λ. σε έγγρ. του 15. αι. (Μανούσ., Θησαυρ. 13, 1976, 18) και στο Somav.
    Ξεκάθαρα, καθαρά· με σαφήνεια: εκείνα τα λόγια ξεκαθαριστά σου το εμαρτύρησαν, τα οποία έλεγα με στεναγμόν Πηγά, Χρυσοπ. 338 (15)· Τούτό ’ναι ξεκαθαριστά δένδρον το εδικό μου,| που ᾽χωνα χρόνους περισσούς μέσα στον λογισμό μου Τζάνε, Κρ. πόλ. 1353· Τα λεγάμενα ετούτα τα φανερώνει ξεκαθαριστά η θεία Γραφή Χριστ. διδασκ. 395.
       
  • ομοούσιος,
    επίθ., Φυσιολ. 35821, Διήγ. ωραιότ. 35.
    Το μτγν. επίθ, ομοούσιος. Η λ. και σήμ. (Για τη χρ. της λ. σε σημερ. ιδιώμ. φρ. βλ. Κουκ., ΒΒΠ Έ́ Παράρτ. 71-2).
    Που έχει την ίδια ουσία, την ίδια φύση· (εδώ προκ. για την Αγία Τριάδα): Εις δόξαν της αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος του Πατρός λέγω και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος Σεβήρ., Διαθ. 1891. Το ουδ. ως ουσ.· (προκ. για τον Τριαδικό Θεό) η μία και κοινή ουσία, η ταυτότητα της ουσίας: εκεί (ενν. εις το Ευαγγέλιον) ευρίσκεις το ομοούσιον της θεότητας και της άγιας Τριάδος το τρισυπόστατον, Πατέρα, Υιόν και άγιον Πνεύμα, ένα και μόνον αληθινόν Θεόν Κύριλλ. Κων/π. 371.
       
  • ορέγομαι,
    Βέλθ. 967, Χρον. Μορ. H 6012, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 22, Φλώρ. 1419, Σαχλ., Αφήγ. 25, Περί ξεν. A 209, Λίβ. P 1234, Λίβ. Esc. 3271, Λίβ. (Lamb.) N 558, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 945, Αχιλλ. (Smith) O 114, Ιμπ. 592, Χρον. Τόκκων 2549, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 270, Σφρ., Χρον. (Maisano) 1246, Θησ. (Schmitt) 337 VII, 12, Χούμνου, Κοσμογ. 2323, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 495, Αλεξ. 1495, Απόκοπ.2 20, Πεντ. Δευτ. XIV 26, Αχέλ. 48, Πηγά, Χρυσοπ. 232 (5), Κυπρ. ερωτ. 14115, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 457, Ροδολ. (Αποσκ.) Αφ. 8, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [80], Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. γ΄ 128, Διγ. O 478, Τζάνε, Κατάν. Αφ. 62, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 182, κ.π.α.· αόρ. ορέκτην —ηκα, Λίβ. Sc. 16, 1703, 1726, Αχιλλ. N 607, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 266 χφ L κριτ. υπ., Θησ. Ζ΄ [833], Χούμνου, Κοσμογ. 765· ορέγουμαι, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 554, 1850, Β΄ 634, Γ΄ 206, Πηγά, Χρυσοπ. 173 (3)· ορεύγομαι, Σαχλ. N 326· ’ρέγομαι, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 280, Φαλιέρ., Ιστ.2 671, Θησ. Γ΄ [293], Θησ. (Foll.) I 1, Χούμνου, Κοσμογ. 1315, Ιμπ. (Legr.) 318, Τριβ., Ρε 20, Δεφ., Λόγ. 524, Πανώρ. Γ΄ 152, Πιστ. βοσκ. I 1, 136, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 655, Β΄ 161, Γ΄ 466, Δ΄ 922, Ε΄ 115, Στάθ. (Martini) Β΄ 164, Ροδολ. (Αποσκ.) Πρόλ. 16, Α΄ 654, Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 730, Πρόλ. άγν. κωμ. 42, Διγ. O 89, 674, Τζάνε, Κρ. πόλ. 23027 κ.α.· αόρ. ’ρέκτην, Αλφ. (Mor.) IV 29· ’ρέγουμαι, Φαλιέρ., Ιστ.2 11, Πανώρ. Α΄ 315, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1114, 1301, 2040, Θυσ.2 422, Στάθ. (Martini) Α΄ 242· ’ρεύγομαι, Φαλιέρ., Ενύπν.2 23 χφ Ν κριτ. υπ.
    Το αρχ. ορέγομαι (L‑S, λ. ορέγω). Για το σχηματ. του τ. ’ρέγομαι βλ. Apostolopoulos, Καλλίμ. 9. Ο τ. ορεύγομαι στο Somav. (στη λ.) και στον Κατσαΐτ., Ιφ. Ε΄ 1043. Ο τ. ’ρέγομαι στο Somav., (στη λ.), και σήμ. Ο τ. ’ρέγουμαι στο Somav., (στη λ.), όπου και τ. ’ρεύγουμαι. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β΄ 769, λ. ρέομαι, Παπαδ. Α., Λεξ., λ. ορέχκομαι, Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. ορεγόμνε, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., λ. ερέγομαι και Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., λ. ερέομαι). Η λ. και σήμ.
    Α´ Μτβ. 1) α) θέλω, επιθυμώ: Λίβ. Sc. 2210, 2247, Γαδ. διήγ. (Pochert) 26d· β) επιθυμώ έντονα, ποθώ, λαχταρώ: γράφε, μη οκνήσεις τας γραφάς, η κόρη ορέγεταί τας Λίβ. Esc. 1364· ορέγεται να την ιδεί, γοργόν την πείτε νά ’λθει Φλώρ. 966· ακόμη χθες ορέγετον να ποντισθεί η ψυχή μου Λίβ. Sc. 970· γ) επιθυμώ, ποθώ (ερωτικά) κάπ.: σιάξ’ το το τζαμπουρλί μου,| για να με δει να με ’ρεχτεί τούτ’ η αγαφτική μου Κατζ. Α΄ 248· Κόρη πολλά σε ορέγομαι, να σε καταχορτάσω Αχιλλ. (Smith) O 521· αγάπησες κι ορέχτηκες ένα μικρότερό σου; Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ΄ 154· (με την πρόθ. εις = αιτιατ.): να διεις εις την αμαλωσιά γεναίκα ομορφόθωρη και να ορεχτείς εις αυτήν και να πάρεις εσέν για γεναίκα Πεντ. Δευτ. XXI 11· ο Σεκέμ ο υιός μου ορέχτην η ψυχή του εις τη θεγατέρα σας· δώσε εδά αυτήν αυτουνού για γεναίκα Πεντ. Γέν. XXXIV 8· δ) ενδιαφέρομαι ζωηρά για κ.: όποιος χριστιανός είναι οπού επιθυμεί και ορέγεται περί Θεού να μάθει και να καταλάβει όσον είναι δυνατόν εις το Ευαγγέλιον το ευρίσκει Κύριλλ. Κων/π. 371· ε) εποφθαλμιώ: Διά την αχορταήλα του (ενν. του Κύρου) θέλω ν’ αναθιβάλω,| που ορέκτη της Σαμίραμης το βίος το μεγάλο Βεντράμ., Φιλ. 90· μη ορεχτείς το σπίτι του σύντροφού σου, μη ορεχτείς την γεναίκα του σύντροφού σου και τον σκλάβο του και την σκλάβα του και το βόδι του και το γαδούρι του και όλο ος του σύντροφού σου Πεντ. Έξ. XX 17· στ) επιθυμώ έντονα να φάω κ., λιγουρεύομαι: είχε το μέλι σύγκερον, πολύν και συνθεμένον.| Ευθύς τ’ ανέβην όρμησα και την τροφήν ορέχθην Απόκοπ.2 35· σίτου κουκκί να ορεχθεί (ενν. ένα πουλί) εις την παγίδα πιάστη Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 542. 2) α) Μου αρέσει, με ευχαριστεί κ.: αρέσασί του (ενν. τα τραγούδια) κι εκεινού κι έχει τα επά γραμμένα| κι ωσάν τα ’ρέχτηκες κι εσύ, τα ’ρέχτηκε κι ετούτος Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1471· τα ρόδα και τριαντάφυλλα τους κάπους να μυρίζουν (παραλ. 1 στ.) … στην θωριά τα ορέγουνται, γιατί μοσκοβολούσι Τζάνε, Κατάν. Αφ. 4· Ορέγομουν να περπατώ με τους τραγουδιστάδες,| με τους παιγνιώτας τους καλούς, τους παραδιαβαστάδες Σαχλ., Αφήγ. 57· θυμώντας πως οκάποτες, εις τον καιρόν εκείνον,| αγάπας και ορέγουσιν …| ν’ ακούς ιστόριες ’ξάκουστες, και να τες αναγνώθεις Θησ. Πρόλ. [92]· β) απολαμβάνω: επαρεπήδησα το πύργωμαν του κάστρου| και κατά μέρος ’ρέγομαι τας καλλονάς εκείνου Καλλίμ. 2533· γ) (με την πρόθ. εις + αιτιατ.) αισθάνομαι ερωτική ευχαρίστηση: να είναι αν δεν ορεχτείς εις αυτήν (ενν. τη γεναίκα) και να την απεστείλεις του θελήματού της και πουλημό μη την πουλήσεις Πεντ. Δευτ. XXI 14· δ) αγαπώ· (εδώ μεταφ. προκ. για φυτό): Η καστανέα ορέγεται τον ψυχρόν τόπον Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα), 157. 3) Καμαρώνω, θαυμάζω κάπ. ή κ.: Ξένοι, δικοί το ’ρέγονται το τέκνο όσοι το δούσι,| γιατί περίσσα γνωστικό παρ’ άλλο το κρατούσι Θυσ.2 685· Τα κάλλη μην τα ’ρέγεστε, αδέλφια, τση ελικιάς σας,| το χώμα και ο σκούληκας τελεύγει τα κορμιά σας Π. Ν. Διαθ. (Λαμπάκης) φ. 253v, στ. 13· ορέγεται (ενν. ο ρήγας) τσι χάρες σου και τα όμορφά σου κάλλη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 697. 4) Εκτιμώ ιδιαίτερα κ. σε κάπ.: Ειπέ, Παρθένε, ειπέ, Παναγία, τι σου εσυντήρηξεν ο Θεός, τι σου ορέκτηκεν ο Κύριος Πηγά, Χρυσοπ. 90 (17)· παρθενεύετε (ενν. γυναίκες), να γενείτε μητέρες Χριστού, να ορεκτεί και εσάς το μέσα κάλλος ο βασιλεύς, να συντηρήξει την ταπείνωσιν την εδικήν σας ο Θεός Πηγά, Χρυσοπ. 91 (18). 5) Προτιμώ, διαλέγω: Δυο στράτες έχει ο άνθρωπος να ζει στον κόσμον τούτον (παραλ. 3 στ.). Δεν ξεύρω ποιαν να ’ρέγεσαι και βούλεσαι να πιάσεις Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 149· εκείνο τό ορέγονταιν άλλοι να το αγοράσουν (παραλ. 2 στ.) κείνο ιδές και αγόρασε Σπαν. (Ζώρ.) V 331· (με την πρόθ. εις + αιτιατ.): όχι από τη πληθότητά σας από όλα τα έθνη ορέχτην ο Κύριος εις εσάς και εδιάλεξεν εις εσάς Πεντ. Δευτ. VII 7· Μόνε εις τους γονεούς σου ορέχτην ο Κύριος ν’ αγαπάει αυτουνούς Πεντ. Δευτ. X 15. 6) α) Δέχομαι, συμφωνώ: του αφηγήθησαν τες συμφωνίες εκείνες,| όπου έποικεν ο υιός αυτού μετά τον πάπα Ρώμης·| αν αγαπά κι ορέγεται να τες έχει στερεώσει Χρον. Μορ. H 573· β) (προκ. για συμβουλή) αποδέχομαι: Ο πρίγκιπας, ως το ήκουσεν, μεγάλως το ορέχτη Χρον. Μορ. P 2640. 7) Αποφασίζω: αν είν’ κι ορέγετον κανείς να γράψει τα κακά της (ενν. της φυλακής),| ποτέ να μη εσχόλαζεν, αν έζη χίλιους χρόνους Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 221· ο Βαλτουβής ο βασιλεύς ορέχτηκεν να απέλθει| εκεί εις την Αδριανόπολιν Χρον. Μορ. H 1083. Β´ Αμτβ. 1) Επιθυμώ, θέλω: Τριβ., Ταγιαπ. 275, Διγ. O 681. 2) Αισθάνομαι ευχαρίστηση, ευφραίνομαι: όντε μιλεί, να σου φανεί ότι πουλίτσιν έναι,| να κιλαδεί, να ορέγεσαι πολλά στην ομιλιάν της Ντελλαπ., Ερωτήμ. 292· να έλθω να δω τον θαυμαστόν τον πύργον … (παραλ. 3 στ.) … να δουν τα μάτια μου, να ορεκτεί η ψυχή μου Φλώρ. 1421.
       
  • όχλος
    ο, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 11642 κριτ. υπ. (Δωδώνη 5, 1976, 353), Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 338, Παρασπ., Βάρν. C 196, Αργυρ., Βάρν. K 189, Μαχ. 1017, Θησ. Ε΄ [768], [802], [818], Πικατ. 323, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 279v, Αχέλ. 353, 1008, Διγ. Άνδρ. 40131, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β΄ 263.
    Το αρχ. ουσ. όχλος. Τ. άχλος στο Du Cange. Η λ. και σήμ.
    1) α) Πλήθος ανθρώπων, συρφετός: Γλυκά, Στ. 406, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 132· β) ορδή, στίφος: Διαθ. Αλ. 24· γ) στρατός, στρατιωτική δύναμη: Έκθ. χρον. 1411, 356· δ) (στον πληθ.) ο απλός λαός, οι κατώτερες τάξεις: Κύριλλ. Κων/π. 372, Byz. Kleinchron. Α΄ 741. 2) Θόρυβος, ταραχή, φασαρία: Απόκοπ.2 68, Κορων., Μπούας 10, Διγ. Z 3990.
       
  • πανάγαθος,
    επίθ., Φλώρ. 693, Παρθεν., Γράμμ. 227· παναγαθός, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι I 49, Κύριλλ. Κων/π. 370.
    Το αρχ. επίθ. πανάγαθος. Η λ. και σήμ.
    α) Ολότελα καλός, ηθικός, ενάρετος: Αχέλ. 2289· β) (προκ. για το Θεό και την Παναγία) αγαθός στον υπέρτατο βαθμό: δεόμεναι (ενν. η κερά ηγουμένη και όλες αι κερά καλογράδες) του παναγάθου Θεού να υγιαίνει η πανιερότης σου Επιστ. Ηγουμ. 174· την πανάγαθόν του (ενν. του Θεού) εσέν Μαρίαν προσκυνούμεν Σκλέντζα, Ποιήμ. 731. Το αρσ. ως ουσ. = ο Θεός: την χάρη του ο πανάγαθος να σας αποκαλύψει| και να σας δώσει ο Θεός το είτι πεθυμάτε Πένθ. θαν.2 Πρόλ. 18.
       
  • παραδίδω,
    Καλλίμ. 479, Ασσίζ. 595, 6‑7, 19720, 25219, 29220, 32921, 42812, Διγ. Z 790, Χρον. Μορ. P 667, Απολλών. 704, Διήγ. Βελ. N2 14, Κορων., Μπούας 46, 85, 130, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1157, Ιστ. πατρ. 13122, 1609, Κυπρ. ερωτ. 97, 9365, 1422, Πανώρ. Δ΄ 386, Παλαμήδ., Βοηβ. 1214, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 73, Ε΄ 760, Μεταξά, Επιστ. 47, Χριστ. διδασκ. 488, Διγ. O 2093, κ.α.· παραδιδώ, Ασσίζ. 2064, Μαχ. 1006, 38027, 51210·· παραδίνω, Χρον. Μορ. H 5685, Σταυριν. 276, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 72, Διγ. O 180, 923, 1677· παραδ(ι)ώ, Ασσίζ. 4281· μτχ. παρκ. παραδομένος, Ασσίζ. 5815, 30, 25326, 30813, 44712, Διγ. Z 135, Μαχ. 1649, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 145· παραδοσμένος, Σοφιαν., Γραμμ. Πρόλ. 13.
    Το αρχ. παραδίδωμι (Για την τροπή του σε παραδίδω βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 309). Ο τ. παραδίνω στο Βλάχ. και σήμ. Για τον τ. παραδ(ι)ώ, πβ. σήμ. στην Κύπρο τ. διω και δκιω (Βλ. Χατζ., Λεξ., λ. δϊω). Η λ. τον 4.-5. αι. (L‑S, λ. παραδίδωμι) και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Παραδίδω, δίνω στα χέρια κάπ. κ.: δίδουν, παραδίδουν τα (ενν. τα ρούχα του) ωραίαν την Μαργαρώνα,| τάχατες ως κτητόρισσα και πρώτη από τας άλλας Ιμπ. 684· Έπειτα εντέχεται να παραδώσου οι κριταί του καθενού καμπίτη το σκουτάριν του και το ραβδίν του Ασσίζ. 4672· έλαβε … τες τρεις χιλιάδες τα φλωρία και τα επαρέδωκε του τεφτερτέρη Ιστ. πατρ. 17716· Περί πουλήσεως είδους και επί χείρας δεν το παραδώσει ο πουλήσας Βακτ. αρχιερ. 176· β) (Προκ. για γράμμα): να πάρει του ξενούτσικου ετούτον το πιττάκιν,| να το υπά της μάννας του, να της το παραδώσει Περί ξεν. (Μαυρομ.) 379· Της αυθεντίας έπειτα παρέδωκε το γράμμα,| όπως να μάθει παρ’ αυτού άριστα πάσα πράγμα Κορων., Μπούας 34· γ) (με αντικ. τη λ. κλειδιά, προκ. για παράδοση πόλης σε κάπ.· βλ. και σημασ. 3γ): Είτα του πάπα μήνυσαν και στην Μπολώνιαν σώσε,| κι ευθύς ο καπετάνιος κλειδία τού παραδώσε Κορων., Μπούας 72· επήρε (ενν. ο βασιλεύς Κωνσταντίνος) τα κλειδία του κάστρου … και υπήγεν εις την τέντα του σουλτάνου και του επαρέδωκε τα κλειδία εις τα χερία του Ιστ. πατρ. 1689· δ) (με αντικ. τη λ. ψυχή, προκ. για θάνατο· βλ. και Φρ. 4): ανατίθημι και παραδίδω την ψυχήν μου … εις χείρας … Δεσπότου … Ιησού Χριστού Σεβήρ., Διαθ. 189. 2) α) Παραχωρώ, θέτω στη διάθεση, στην κατοχή κάπ. κ.: είς άνθρωπος ού μία γυναίκα παραδίδει το εδικόν του ετέρου ανθρώπου Ασσίζ. 32916· ημπορεί να παραδώσει τα σπίτια τά έλαβεν απέ τον αφέντη του ού έτερα πράγματα τοιαύτα ως γιον ένι τους χρειοφελέτας Ασσίζ. 4006· περί εγκαλεσίας κτήματος οπού μετατεθεί και παραδοθεί εις άλλον Βακτ. αρχιερ. 150· β) δίνω κ. ως ενέχυρο, ως εγγύηση: ο δανειστής ζητά του αμάχιν τού εγγυητή του και ο εγγυητής παραδίδει του μίαν μούλαν εδικήν του Ασσίζ. 646. 3) α) Παραχωρώ αρχή, εξουσία: ήλθον ουν οι αδελφοί αυτού, ο τε Κωνσταντίνος ο Δράγασις και Δημήτριος και Θωμάς, εν τῃ Πόλει παροδόντες την βασιλείαν προς Κωνσταντίνον Έκθ. χρον. 1112· το λοιπόν άλλο κριτή σάς δίδω| και να σας κρίνει την εξάν όλη τού παραδίδω Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. α΄ 156· Με δαχτυλίδιον χρυσόν ευτύς τον ρεβεστίζει·| κι αφού τον επαράδωσε κι εποίκεν του το μάντζι,| τότε τον μεταλάλησε Χρον. Μορ. P 1867· β) (προκ. για τόπο) θέτω υπό την εξουσία κάπ.: Αίγυπτον, Αλεξάνδρεια τον Πτολομαίον ’φήνω,| να ’ναι αυθέντης και αυτός και του τες παραδίνω (έκδ. παριδίνω· διορθώσ.) Αλεξ. 2858· ο κοντοστάβλης έβαλεν τον σιρ Λίουν τ’ Ατιάμε και έμοσεν και ούλοι οι λας του κάστρου να μεν παραδώσουν το καστέλλιν άλλου τινός παρά του ρηγός Μαχ. 52429· γ) (προκ. για υποταγή στους εχθρούς ύστερα από συνθηκολόγηση): σαν είδαν το γεγονός ότι λιμοκτονούσιν,| την χώραν επαρέδωκαν, όπως να μη χαθούσι Κορων., Μπούας 45· ουκ επαρεδιδόσαν τη, πάλε παρηγορούντα,| και πάντοτε επαντέχασιν στην Κωνσταντίνου πόλιν Θρ. Κων/π. (Mich.) 21. 4) Αφιερώνω: Το οποίον (ενν. ναόν) εσπούδαζα να το παραδώσω εις τον Σωτήρα, διά να μην τον έχω αντίδικον εις την ημέραν της κρίσεως Διαθ. Νίκωνος 25497· επαράδωκαν (ενν. οι καλόγεροι) εις την υποταγήν του (ενν. του Θεού)| και σώματα και τας ψυχάς, καθένας την ζωήν του Ιστ. Βλαχ. 1833. 5) α) Αναθέτω (εργασία): εποίκεν υ΄ τριβολία σιδερένα και υ΄ κομματία σανιδία … και τα αγγίστρια διά να εμπούν εύκολα και να εβγούν δύσκολα … και επαράδωκεν πασανού την τέχνην του Μαχ. 55425· εσένα τούτη τη δουλειά, Θόδωρε, παραδίδω Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 190· β) αναθέτω τη φροντίδα, τη φύλαξη· την κηδεμονία: Για να βοσκίζει μετ’ αυτά εκείνο το κουράδι| οπού της επαράδωκα οχ το πουρνό ως το βράδι Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [826]· παραδίδω σήμερον τους εκατόν την κόρην,| και αυτείνοι να την πάγουσιν εις το Αργυρόν το Κάστρον Λίβ. Esc. 4218· το παραδίδω (ενν. το παιδί) σήμερο στα χέρια τα δικά σου Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 110· γ) εμπιστεύομαι κάπ. ή κ. στη φροντίδα κάπ.: ανάθεμαν και τον καιρόν και εκείνην την ημέραν| καθ’ ην με παρεδώκασιν εις το διδασκαλείον| προς το να μάθω γράμματα Προδρ. (Eideneier) III 87· Την Πλάτζια-Φλώρε ήξευρε εσέν την παραδίδω| να την φυλάττεις ως εμέ, καλώς να την προσέχεις Φλώρ. 266· (σε μεταφ.): Αν την καρδιάν στα χέρια σου έχω παραδομένην,| σ’ εσένα στέκει, καθώς θες, να σ’ έχω αγαπημένην Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1061]. 6) ?Αφήνω κάπ. ως αντικαταστάτη: το φίλο του επαράδωκε στη μάννα και στον κύρη,| στο πράμα του τον ήφηκεν αφέντη, νοικοκύρη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 1695. 7) α) Θέτω στη δικαιοδοσία, στην εξουσία κάπ.: Η αυλή εντέχεται να τον παραδώσει το κορμίν τού χρειοφελέτη εις τον δανειστιόν Ασσίζ. 3052· τον υπηρέτην του Θεού μη τον καταφρονήσεις,| εάν και με τα μάτια σου πταίστην τον θεωρήσεις·| μόνον παράδωσέ τονε εις του Θεού το χέρι| κι εκείνος έχει μετ’ αυτόν να κάμει είτι θέλει Ιστ. Βλαχ. 1691· μας επαράδωσες εις χείρας των εχθρών σου Ιστ. Βλαχ. 2499· Σουλτάνε μέγα (παραλ. 1 στ.), σήμερον παραδίδω σε ζωήν και θάνατόν μου Παρασπ., Βάρν. C 215· ο Θεός ηθέλησε και επαράδωσε την ζωήν μας εις τα εδικά σου χέρια Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 194· τώρα κατά πάσαν ανάγκην παραδίδω την παρθενίαν μου εις την αυθεντίαν σου Διγ. Άνδρ. 39526. β) (προκ. για διοίκηση): τον δε στρατόν παρέδωκαν εις την διάκρισίν των Κορων., Μπούας 83· γ) παραδίδω για θανάτωση· (εδώ σε μεταφ.): Αν αρνισθείς την δούλωσιν …,| να κράξω δήμιον έρωτα και να σε παραδώσω Διγ. Z 217. 8) α) Αναφέρω, ανακοινώνω: Λεπτομερώς τους ερωτά την πράξιν όπου εποίκαν (παραλ. 1 στ.)· και αφόν του επαράδωσαν την πράξιν όπου εποίκαν,| πολύ καλό του εφάνηκε Χρον. Μορ. P 387· Και απ’ αυτά έν έκαστον πόσον και ποταπόν έναι ας σκοπήσομεν. Και πρώτον να αρχίσω από τον ύστερον λόγον και με παραδείγματα να τα παραδώσω να γνωρισθούν Σοφιαν., Παιδαγ. 115· β) αποκαλύπτω: την βουλήν μου σήμερον εσέν την παραδίδω,| μετά και το μυστήριον εσέν το φανερώνω Φλώρ. 347· γ) μαρτυρώ: τινές παρέδωκαν εις αυτόν ως ότι αίτιος του φόνου του Κόρακος ουκ ην άλλος ειμή Μιχαήλ ο Πύλλης Δούκ. 2355. 9) Προδίδω: Επειδή τον αφέντη σου θέλεις να παραδώσεις,| κρένω καλόν στον θάνατον να μην τον αποδώσεις Αλεξ. 987· Επίστευσα της αδελφής τ’ Ορμίνου η πικραμένη,| οπού με τόσην ’πιβουλιάν μ’ έχει παραδομένη Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [712]· (με είδος σύστ. αντικ.): ώσπερ γαρ εκείνος … επαρέδωκε τον Χριστόν, ούτως και μερικοί αρχιερείς παραδίδουν … δευτέραν προδοσίαν τον Χριστόν Ιστ. πατρ. 19521· (εδώ μεταφ.): Μη προλαμβάν’ η γλώσσα σου ποτέ τον λογισμόν σου·| πολλούς εκ συναρπαγής παρέδωκεν η γλώσσα Σπαν. B 124. 10) α) Μεταδίδω στους μεταγενεστέρους μέσω της παράδοσης κανόνες, αντιλήψεις, διδαχές, κ.τ.ό.: Περί μοναχικού σχήματος, ότι τις ο παραδιδούς και διατί λέγεται αγγελικόν σχήμα και ποίος είναι οπού επαρέδωκεν τόσους κόπους της καλογερικής Βακτ. αρχιερ. 166· ώσπερ οι άγιοι γράφουσιν και παραδίδουσί μας Παρασπ., Βάρν. C 50· τα συγγράμματα … οπού εγράψαν και τα επαραδώκασιν να τα έχομεν ημείς οι μεταγενέστεροι Κύριλλ. Κων/π. 372· συνηθούν να αποκρίνονται ότι «έτσι ευρήκαμεν, έτσι μας επαράδοσαν» Ροδινός (Βαλ.) 112· β) (προκ. για σχολική διδασκαλία): οι καλοί … διδάσκαλοι παραδίδουσι των παιδίων καλάς παραινέσεις και συμβουλάς Σοφιαν., Παιδαγ. 101. Β´ (Αμτβ.) ξεψυχώ, πεθαίνω: πώς εις Άδην ου φθάνω,| πώς ακόμη ψυχοκρατώ και πώς ου παραδίδω; Γλυκά, Στ. 178· Δε θε να φάγω ουδέ να πιω, ώστε να παραδώσω| και του κορμιού μου θάνατον εβάλθηκα να δώσω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1605· τα μέλη μου αφηδίν να παραδώσουν Κυπρ. ερωτ. 10118. IΙ. Μέσ. 1) Παύω να πολεμώ ή να αντιστέκομαι, συνθηκολογώ, υποτάσσομαι: ημέρες τρεις εκράτησαν τον πόλεμον του κάστρου| και ουκ ηθέλησαν ποσώς του να παραδοθούσιν Χρον. Μορ. P 2035· Αι πόλεις δε στον βασιλιά πάσαι παρεδοθήκαν Κορων., Μπούας 85· η βασιλεύουσα των πόλεων παρεδόθη εις τας χείρας των Τούρκων Θρ. Κων/π. Πολλ. 24819· Αφέντη μου, στην ψη σου,| να ζήσεις, παραδίδομαι Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 130· (σε μεταφ.): τον Έρωταν ανέκραξε, στον Πόθο επαραδόθη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 1372. 2) Περιέρχομαι στην εξουσία, στη δικαιοδοσία κάπ.: αμή γιατί ’σαι, Παλαμών, στρατιώτης αξιωμένος| και εις την κρίσιν την εμήν είσαι παραδομένος,| εις τέτοιον τρόπον απ’ εμέ να ’σαι βεργετημένος Θησ. Θ΄ [697εις απανθρώπου δράκοντος τας χείρας παρεδόθης Καλλίμ. 626. 3) Αφιερώνομαι στο Θεό: Αυτοί από νεότητος τον κόσμον αρνηθήκαν| και εμπροστά εις τον Θεόν νυν επαραδοθήκαν Ιστ. Βλαχ. 1836. 4) Προορίζομαι, έχω ως έργο: Είχεν και χείλη παχουλά, κοκκινοβεβαμμένα,| και προς ερωτοφίλημα ήσαν παραδομένα Διγ. Z 148· πάντοτε εις έρωτα ήσαν παραδομένα (ενν. τα ομμάτια) Διγ. Z 135. 5) Εμπιστεύομαι τον εαυτό μου, την τύχη μου σε κάπ.: Σ’ εσένα παραδίδομαι και βούηθα μου, Φροσύνη Πανώρ. Ε΄ 175· Πε τον την νύκτα να ελθεί μαζί του να με πάρει,| γιατί επαραδόθηκα εις τα δικά του θάρρη Διγ. O 1682· εσείς οπού πάντα επολεμάτε τους εχθρούς των χριστιανών ανδρειωμένα, σας έναι παραδομένη η πατρίδα σας η ευγενική Χρον. σουλτ. 8835. Φρ. 1) Παραδίδομαι στ’ άρματα = αρματώνομαι: Τρομάμενος εξύπνησε, με φόβον εσηκώθη,| το ταίριν του ανεζήτησε, στ’ άρματα επαραδόθη| και το δοξάρι του ζιμιό επιάσεν εις τη χέρα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 692. 2) Παραδίδω θάνατον = πεθαίνω: τους φέρουσιν μη θέλοντας, πολλάκις και με βίαν| εις τόπους ξένους … (παραλ. 2 στ.) να παραδώσουν θάνατον χωρίς πληροφορίαν Αλφ. ξεν. Αθ. (Μαυρομ.) 53. 3) Παραδίδω θανάτῳ = θανατώνω: πριν ολίγον άπαντας θανάτῳ παραδώσας Διγ. (Trapp) Gr. 2486· άπαντας πικρῴ θανάτῳ παρέδωκε (ενν. ο Παγιαζήτ) Δούκ. 15327. 4) Παραδίδω το πνεύμα (μου) / την ψυχήν μου = ξεψυχώ, πεθαίνω: Το πνεύμα του επαρέδωκεν κι απήραν το οι αγγέλοι Χρον. Μορ. H 2754· πεσούσα επί της γης παρέδωκεν το πνεύμα Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1865· εις τες αγκάλες μου παρέδωκες την ψυχήν σου Διγ. Άνδρ. 40125. 5) Παραδίδω ψυχήν = γίνομαι αιτία θανάτου: Εδ’ αρρωστώ και κρίνομαι, ψυχομαχώ και πέφτω,| και τ’ όνομά σου θέλω πει και θέλω εξεψυχιάσει,| διά να σε κράζουν φόνισσαν και ψυχοπαραδότριαν,| διατί επαρέδωκεν ψυχήν η εδική σου αγάπη Ερωτοπ. 607. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) α) Ξέψυχος: πέφτει χαμαί εις την γην λιγωμένος, νεκρός παραδομένος Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 451· β) (μεταφ.) απελπισμένος: όλοι οι χριστιανοί τρέχουν παραδομένοι,| όταν εδόθη η βουλή από Θεόν να γένει Θρ. Κύπρ. M 103. 2) ?Στεριωμένος, σταθερός: Μισεύω κι η αγάπη μας ας έν’ παραδομένη,| ώστε να πάγω και να ’ρθω, πέρδικα πλουμισμένη Ch. pop. 848.
       
  • βαβυλωνικός,
    επίθ.
    Από το τοπων. Βαβυλώνα και την κατάλ. ‑ικός.
    Που σχετίζεται με την Βαβυλώνα, βαβυλωνιακός: έμαθεν (ενν. ο Δανιήλ) την βαβυλωνικήν γλώσσαν Κύριλλ. Κων/π. 373. Το ουδ. στον πληθ. =η γλώσσα των Βαβυλωνίων: εις την Βαβυλώνα ... ο Δανιήλ έγραφε βαβυλωνικά Κύριλλ. Κων/π. 373.
       
  • θεάρεσκος,
    επίθ.
    Από το ουσ. θεός και το αρέσκω, Πβ. λ. θεαρεσκία (Lampe, Lex.).
    Θεάρεστος: καλόν και θεάρεσκον έργον Κύριλλ. Κων/π. σ. 375.
       
  • παράκλητος,
    επίθ., Βακτ. αρχιερ. 138· παρακλητός, Σταφ., Ιατροσ. 9239.
    Το αρχ. επίθ. παράκλητος. Ο τ. σε έγγρ. του 16. αι. (Κονόμος, Εραν. 8, 1970, 227). Το αρσ. ως ουσ. και σήμ.
    Που παρηγορεί· (προκ. για το Άγιο Πνεύμα): το παράκλητον Πνεύμα τοις αποστόλοις| εξ ουρανόθεν εκ πατρός κατήλθεν επί όλοις Προσκυν. Ιβ. 845 237328. Το αρσ. ως ουσ. = το Άγιο Πνεύμα: επειδή και ο Παράκλητος οπού επέμφθη από τον ουρανόν να αναπληρώσει εκείνα όλα οπού ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός αφήκε να τελειωθούν εις τον καιρόν τους Κύριλλ. Κων/π. 371· Παράκλητε, επταχάριτον της αληθείας Πνεύμα,| της νοήσεώς μου φώτισον της σκοτεινής το βλέμμα Σκλέντζα, Ποιήμ. 31.
       
  • πιστωτά,
    επίρρ.
    Από το επίθ. *πιστωτός (<πιστώνω· πβ. μτγν. επίθ. πιστωτέος).
    (Για μετάφραση) πιστά, με ακρίβεια: ο εκλαμπρότατος αφέντης Κορνήλιος Άγας ... εφρόντισε με πολλήν επιμέλειαν πιστωτά και ορθότατα να μεταγλωττισθεί εις κοινήν γλώτταν το ιερόν Ευαγγέλιον Κύριλλ. Κων/π. 374.
       
  • πλουτίζω,
    Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 360, Χρον. Τόκκων 670 δις, 3051, 3712, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 35, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 276, Κορων., Μπούας 52, Βεντράμ., Φιλ. 5, 237, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 125r, Δεφ., Λόγ. 77, Πτωχολ. α 50, Πτωχολ. (Κεχ.) P 361, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 7727, 32, Κύριλλ. Κων/π. 372 δις, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 18344, 20918, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1461, 55222, 55412, Hagia Sophia α 44816, ω 52110.
    Το αρχ. πλουτίζω. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Ά (Μτβ.) κάνω κάπ./κ. πλούσιο: Διακρούσ. 1023, Hagia Sophia k 47920, Ιερακοσ. 49213, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 12132. Β́ (Αμτβ.) γίνομαι πλούσιος: Λοιπόν, άνθρωπε, σκόπησον ... (παραλ. 1 στ.) κακοπαθείς και μάχεσαι, βούλεσαι να πλουτίσεις,| και ο θάνατος αρπάζει σε, και ταύτα τι κερδαίνες; Περί ξεν. (Μαυρομ.) 447· όποιος ακούει των γερόντων,| υπό πολλών δοξάζεται πτωχών τε και αρχόντων·| έπαινον, δόξαν και τιμήν κερδαίνει και πλουτίζει,| και την αιώνιον ζωήν ακόπως αποκτίζει Ιστ. Βλαχ. 1357. ΙI. (Μέσ.) αποκτώ κ. σε αφθονία: αυτούς να χορτάσω τον άρτον τον εκ του ουρανού καταβάντα, ήγουν την αγίαν κοινωνίαν απού μας ήδωκεν (ενν. ο Θεός) εις χορτασάν της ψυχής μας, το οποίον ετούτο ποτέ δεν το επλουτίστην ο κόσμος, παρά όταν ο Κύριος εκατοίκησεν εις τούτην την αγίαν του κατάπαυσιν Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 455. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = πλούσιος: τούτου (ενν. του Διγενή) δε οι πρόγονοι χριστιανοί υπήρχον,| ευγενικοί, πανέμνοστοι, άγαν πεπλουτισμένοι Διγ. Z 12· Η χώρα ήτον έμορφη, τα σπίτια πλουτισμένα Χρον. Τόκκων 648· μεγίστην άγαν δωρεάν, πεπλουτισμένην μάλα,| τον Διγενήν απέστειλεν (ενν. ο βασιλεύς) Διγ. Z 4207.
       
  • πολεμικός,
    επίθ., Βίος Αλ. 4624, Καναν. (Pinto) 286, 315, 330, 388, 462, Δούκ. 43510, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 140, 776, Κορων., Μπούας 28, 44, 68, 107, 112, 126, 129δις, 132, 142, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Έ [461], [545], Ιστ. Βλαχ. 1008, Κύριλλ. Κων/π. 375, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [166].
    Το αρχ. επίθ. πολεμικός. Η λ. και σήμ.
    1) Που ταιριάζει ή σχετίζεται με τον πόλεμο· που είναι κατάλληλος για πόλεμο: Βίος Αλ. 2023, Καναν. (Pinto) 501, Δούκ. 42128, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) ρ 22, Παλαμήδ., Βοηβ. 284, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 31. 2) (Προκ. για πρόσωπο) ικανός στον πόλεμο· ετοιμοπόλεμος, εμπειροπόλεμος: Κορων., Μπούας 36δις, 59, Ιστ. πολιτ. 5219, Παλαμήδ., Βοηβ. 668· (εδώ προκ. για γεράκι): Ήμην καθήμενος, φησίν, επάνω εν τῴ οίκῳ,| και ιέρακας έβλεπον επί την Λακκόπετραν| και φάλκονα πολεμικόν διώκων περιστέραν Διγ. (Trapp) Gr. 449. Το θηλ. ως ουσ. = η τέχνη του πολέμου: (εδώ πλεοναστικά): Την τέχνην της πολεμικής εδοκιμάσανέ την (παραλ. 1 στ.). Έγινε πόλεμος φρικτός, αρίθμητοι χαθήκαν Διακρούσ. 797. Ο πληθ. ουδ. ως ουσ. = πολεμικά εφόδια: επιάσαν από ’ξαυτής τους πολλούς ζωντανούς, και εσφάγησαν πολλοί Τούρκοι, και επήραν τους οι χριστιανοί πολλά πολεμικά και τες τέντες τους και πολλά ρούχα Μαχ. 17618.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης